Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
άποψη
άποψη,
η, ουσ.
[<αρχ. ἄποψις], η άποψη·
-
κατά την άποψή μου, σύμφωνα
με αυτό που νομίζω ή πιστεύω: «κατά την άποψή μου, πρέπει να ξανασκεφτούμε πριν
αναλάβουμε τη δουλειά». Συνών. κατά τη γνώμη μου / κατά την εκτίμησή μου /
κατά την κρίση μου.