Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
άναμμα

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

άναμμα, το, ουσ. [<μτγν. ἄναμμα], το άναμμα. 1. η νευρική έξαψη, το νεύρο, τα νεύρα: «είχε τέτοιο  άναμμα, που δεν τολμούσε να του μιλήσει κανένας». 2. η κοκκινίλα του προσώπου, που προέρχεται από υψηλό πυρετό ή από πολύωρη εργασία κάτω από τον ήλιο ή από έντονο τρέξιμο: «μόλις είδα το άναμμα που είχε το πρόσωπό του, κατάλαβα πως του είχε ανέβει ο πυρετός». 3. η σεξουαλική υπερδιέγερση: «με το άναμμα που έχω εγώ τώρα, το κάνω και με την γιαγιά μου».