Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
άλογο

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

άλογο, το, ουσ. [<μτγν. ἄλογον, ουσ. του επιθ. ἄλογος], το άλογο. 1. πιόνι του σκακιού που έχει τη μορφή αλόγου: «το άλογο είναι αξιόλογο πιόνι στο σκάκι». 2. ο ίππος ως μονάδα μέτρησης ισχύος μηχανών, ιδίως των αυτοκινήτων: «πόσα άλογα είναι η μηχανή σου;». 3. στον πληθ. τα άλογα και τα αλόγατα, ο ιππόδρομος: «όσα λεφτά βγάζει τα χάνει στ’ άλογα». (Λαϊκό τραγούδι: μολόγα τα, μολόγα τα, τα φράγκα μοιρολόγα τα, τι γίνανε μολόγα τα, χορτάρι για τ’ αλόγατα). Υποκορ. αλογάκι και αλογατάκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 25 φρ.)·
- άλογο κλάνει, δε δίνει κανείς σημασία σε αυτά που λέω ή που λέγονται, υπάρχει τέλεια αδιαφορία: «μια ώρα σου μιλώ κι εσύ, άλογο κλάνει»·
- αλόγου ουρά, βλ. λ. αλογουρά·
- άλογο που δεν εκαβαλίκεψες, ποτέ μην το κατηγορήσεις, ποτέ μην κατηγορήσεις άνθρωπο, αν προηγουμένως δεν τον γνωρίσεις, μην κατηγορείς κάποιον βασιζόμενος σε ξένες κατηγορίες ή πληροφορίες: «να αρνείσαι να εκφέρεις αρνητική γνώμη για άνθρωπο που δεν ξέρεις, γιατί, άλογο που δεν εκαβαλίκεψες., ποτέ μην κατηγορήσεις»·  
- από καβάλα σ’ άλογο, κάθισε σε γαϊδούρι, βλ. λ. γαϊδούρι·
- βάζει το κάρο πριν απ’ τ’ άλογο, βλ. λ. κάρο·
- βαστάτε Τούρκοι τ’ άλογα! βλ. λ. Τούρκος·
- για τ’ άλογο που τρέχει, δε χρειάζονται σπιρούνια, βλ. λ. σπιρούνι·
- γίνομαι άλογο, ταλαιπωρούμαι, βασανίζομαι για να φέρω σε πέρας κάτι: «τον τελευταίο καιρό έγινα άλογο για να καλύψω τις υποχρεώσεις μου». Αναφορά στο άλογο ως υποζύγιο·
- δεν αλλάζουμε άλογο στη μέση του ποταμού, όταν βρισκόμαστε σε μια δύσκολη κατάσταση, εντείνουμε τις υπάρχουσες δυνάμεις μας, τις υπάρχουσες δυνατότητές μας και δεν πειραματιζόμαστε με νέους τρόπους για να ξεπεράσουμε τη δυσκολία: «πρέπει να ξεπεράσουμε τη δύσκολη κατάσταση στην οποία έχουμε περιέλθει με τα εφόδια που έχουμε, γιατί δεν αλλάζουμε άλογο στη μέση του ποταμού, κι όταν ξεπεράσουμε την κρίση, βλέπουμε τι θα κάνουμε για το μέλλον»·
- δουλεύουν τ’ άλογα για να τρώνε τα γαϊδούρια, βλ. λ. γαϊδούρι·
- είναι κουτσό άλογο, είναι ανίκανος να φέρει σε αίσιο τέλος μια δουλειά ή μια υπόθεση: «μην του αναθέσεις καμιά δουλειά αυτού του ανθρώπου, γιατί είναι κουτσό άλογο». (Λαϊκό τραγούδι: ποντάρει σε άλογο κουτσό και παίρνει πεντακόσια, ποντάρω γω σε αετό και χάνω άλλα τόσα). Από το ότι ένα άλογο που κουτσαίνει δεν μπορεί ποτέ να έρθει πρώτο στις ιπποδρομίες·
- ενθουσιασμός χωρίς γνώσεις είναι σαν άλογο χωρίς χαλινάρι, ο παράλογος, ο ξέφρενος ενθουσιασμός μας οδηγεί πολλές φορές σε επικίνδυνες ή ακραίες ενέργειες: «πρέπει να μάθεις να συγκρατιέσαι και να ελέγχεις τον εαυτό σου στις μεγάλες χαρές, γιατί ενθουσιασμός χωρίς γνώσεις είναι σαν άλογο χωρίς χαλινάρι»·
- η γυναίκα και το άλογο θέλουν άξιο καβαλάρη, βλ. λ. καβαλάρης·
- θα σε κάνω άλογο στο ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- και πράσιν’ άλογα, ανοησίες, βλακείες, πράγματα απίθανα, παράλογα, τερατολογίες: «για τι επιχειρήσεις και πράσιν’ άλογα μου λες, εδώ να φάμε δεν έχουμε». Από το πράσιν’, που δεν αναφέρεται σε χρώμα, αλλά που παρετυμολογεί το ομόηχο πράσσειν, απαρέμφ. του αρχ. ρ. πράττω κ. πράσσω + ἄλογα (= παράλογα), αυτός δηλ. που πράττει παράλογα. Υπάρχουν και άλλες εκδοχές·
- καλύτερα γαϊδούρι που κουβαλάει παρά άλογο που κλάνει, βλ. λ. γαϊδούρι·
- κούρσα για ένα άλογο, βλ. λ. κούρσα·
- όταν είσαι καβάλα στ’ άλογο, να λες σ’ όλους καλημέρα, βλ. λ. καβάλα·   
- παίζει στ’ άλογα, είναι παίχτης του ιππόδρομου: «δεν του μένει δραχμή, γιατί παίζει στ’ άλογα»·
- πίνει σαν δυο άλογα, πίνει πάρα πολύ, είναι μεγάλος πότης: «δεν μπορείς να τον παραβγείς στο πιοτό, γιατί πίνει σαν δυο άλογα»·
- στ’ αλόγου τον τόπο γαϊδούρι μη δένεις, βλ. λ. γαϊδούρι·
- ταΐζει τ’ άλογα, βλ. λ. φρ. ταΐζει τ’ αλογάκια, λ. αλογάκι·
- το καλό το άλογο, βγάζει το κριθάρι του, ο εργατικός άνθρωπος έχει και τα ανάλογα κέρδη από την εργασία του: «αυτός δε θα πεινάσει ποτέ, γιατί, το καλό το άλογο, βγάζει το κριθάρι του»·
- τον έκανε άλογο στο ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- τον κάνω άλογο, α. τον κάνω ό,τι θέλω, τον υποτάσσω, τον κατανικώ: «τον έπιασε στα χέρια του και τον έκανε άλογο». Από την εικόνα του καβαλάρη, που έχει απόλυτη εξουσία στο άλογό του. β. τον βασανίζω, τον ταλαιπωρώ: «απ’ τη μέρα που έμπλεξε μαζί της, τον έκανε άλογο». Από την εικόνα του χωρικού που φορτώνει υπερβολικά το άλογό του ή το χρησιμοποιεί σε πολλές σκληρές εργασίες.

αλογουρά

αλογουρά κ. αλογοουρά, η, ουσ. [<άλογο + ουρά], η αλογουρά· είδος γυναικείας κόμμωσης, αλλά τα τελευταία χρόνια και αντρικής: «κάποτε όλες οι μαθήτριες είχαν τα μαλλιά τους αλογουρά || σήμερα πολλοί άντρες, από μόδα, κάνουν τα μαλλιά τους αλογουρά»·
- μου ’γινε αλογουρά, λέγεται σε περίπτωση που κάποιος μου έγινε πολύ φορτικός, πολύ ενοχλητικός, που δεν ξεκολλάει στιγμή από κοντά μου, που, ακόμα και όταν τον διώχνω, έρχεται από πίσω μου, με ακολουθεί κατά  πόδας: «δεν μπορώ να κάνω βήμα μοναχός μου, γιατί ο τάδε μου ’γινε αλογουρά». Από το ότι η ουρά του αλόγου είναι αναπόσπαστο μέρος του σώματός του· βλ. και φρ. μου κόλλησε σαν αλογόμυγα, λ. αλογόμυγα.

γαϊδούρι

γαϊδούρι, το, ουσ. [<μσν. γαϊδούριν <μτγν. γαϊδάριον], ο γάιδαρος (βλ. λ.). Υποκορ. γαϊδουράκι, το (βλ. λ.)· βλ. και φρ. γάιδαρος. (Ακολουθούν 16 φρ.)·
- από καβάλα σ’ άλογο, κάθισε σε γαϊδούρι, λέγεται ειρωνικά για κάποιον που ξέπεσε οικονομικά ή κοινωνικά: «κάποτε ήταν όλο μεγαλεία, αλλά τα ’φερε έτσι η ζωή και κάποια στιγμή από καβάλα σ’ άλογο, κάθισε σε γαϊδούρι». Συνών. από δήμαρχος κλητήρας·
- γαϊδούρι ακαπίστρωτο (ξεκαπίστρωτο), άνθρωπος ασύδοτος, αναιδής, θρασύς: «δεν μπορεί κανένας να τον περιορίσει, γιατί είναι γαϊδούρι ξεκαπίστρωτο». Από την εικόνα του γαϊδουριού που, όταν δεν του έχουμε φορέσει καπίστρι, κινείται ασύδοτα·
- γαϊδούρι ασαμάρωτο (ξεσαμάρωτο), άνθρωπος χωρίς την παραμικρή ευγένεια, ο αγροίκος, ο άξεστος: «όχι μόνο δεν έχει ευγένεια αλλά είναι και γαϊδούρι ασαμάρωτο»·
- δεν μπορεί να μοιράσει δυο γαϊδουριών άχυρο ή δεν μπορεί να χωρίσει δυο γαϊδουριών άχυρο ή δεν ξέρει να μοιράσει δυο γαϊδουριών άχυρο ή δεν ξέρει να χωρίσει δυο γαϊδουριών άχυρο, είναι εντελώς ανόητος ή είναι εντελώς ανίκανος να φέρει σε πέρας μια δουλειά ή υπόθεση: «δεν του εμπιστευόμαστε καμιά δουλειά, γιατί δεν μπορεί ο φουκαράς να μοιράσει δυο γαϊδουριών άχυρο»·
- δουλεύει σαν γαϊδούρι ή δουλεύει σαν το γαϊδούρι, δουλεύει πολύ σκληρά, εντατικά και εξαντλητικά: «απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ δουλεύει σαν γαϊδούρι για να τα βγάλει πέρα». Για συνών. βλ. φρ. δουλεύει σαν σκυλί ή δουλεύει σαν το σκυλί, λ. σκυλί·
- δουλεύουν τ’ άλογα για να τρώνε τα γαϊδούρια, δηλώνει πως σε μια κοινή προσπάθεια, ενώ δουλεύουν οι άξιοι, απολαμβάνουν και οι ανάξιοι: «ο βουλευτής του ΠΑ.ΣΟ.Κ. Γεωργακόπουλος δήλωσε πως με το νέο εκλογικό νόμο που θέλει να περάσει η κυβέρνηση, θα δουλεύουν τ’ άλογα για να τρώνε τα γαϊδούρια»·
- εγώ μιλάω ή γαϊδούρι κλάνει; έκφραση απηυδισμένου ατόμου που αντιλαμβάνεται πως κανείς δεν ακούει, κανείς δεν παίρνει στα σοβαρά αυτά που λέει: «αμάν, ρε παιδιά, δώστε λίγη προσοχή σ’ αυτά που λέω, εγώ μιλάω ή γαϊδούρι κλάνει; || εγώ μιλάω ή γαϊδούρι κλάνει και δεν κάνει κανείς αυτά που λέω;»·
- έκανε καβάλα σε στραβό γαϊδούρι, απέτυχε οικτρά σε κάποια προσπάθειά του: «θέλησε να στήσει μια δουλειά, αλλά έκανε καβάλα σε στραβό γαϊδούρι και τώρα έχει προβλήματα»·
- καλύτερα γαϊδούρι που κουβαλάει παρά άλογο που κλάνει, είναι προτιμότερος αυτός που δεν έχει εμφάνιση, αλλά είναι ήρεμος και εργατικός, παρά αυτός που είναι όμορφος, αλλά είναι ατίθασος και προβληματικός: «ο μικρός του ο γιος είναι κάπως κακομούτσουνος, αλλά σκοτώνεται στη δουλειά, ενώ ο μεγάλος, που είναι τ’ ομορφόπαιδο της οικογένειας, τους δημιουργεί συνεχώς προβλήματα. -Α, να σου πω, φίλε μου. Καλύτερα γαϊδούρι που κουβαλάει παρά άλογο που κλάνει»· 
- κυπραίικο γαϊδούρι, α. άνθρωπος πολύ αγενής, ανάγωγος, αδιάντροπος, άξεστος, αναίσθητος, αφιλότιμος, αχάριστος: «όπου και να πάει φέρεται σαν κυπραίικο γαϊδούρι». β. άνθρωπος ισχυρογνώμονας, πεισματάρης: «είναι τέτοιο κυπραίικο γαϊδούρι, που δεν του αλλάζεις εύκολα γνώμη». Από το ότι τα γαϊδούρια αυτής της ράτσας είναι πολύ δύστροπα και πεισματάρικα. Πρόσφατη δήλωση του Ντεκτάς (23/9/2003) αναφέρει πως οι μόνοι γνήσιοι κάτοικοι της Κύπρου είναι τα γαϊδούρια(!!!)·
- όλοι με τα χρυσά βελούδα, ποιος θα βόσκει τα γαϊδούρια; λέγεται στην περίπτωση που σε μια επιχείρηση, σε ένα οργανωμένο σύνολο, όταν όλοι ενδιαφέρονται να κάνουν το αφεντικό, να καλοπερνούν, τότε η δουλειά ή οι υποθέσεις δε θα προωθούνται, αφού κανένας δε θα δουλεύει: «αν θέλουμε όλοι μας να το παίξουμε αφεντικά για να καλοπερνάμε, τότε το εργοστάσιό μας θα πάει φούντο, γιατί όλοι με τα χρυσά βελούδα, ποιος θα βόσκει τα γαϊδούρια;»·    
- παλιό γαϊδούρι καινούρια περπατησιά, γίνεται; ο κακός ή ο απατεώνας, δεν μπορεί να αλλάξει χαρακτήρα ή τις συνήθειές του. Συνήθως η φρ. κλείνει πάλι από τον ομιλητή με το δε γίνεται·
- στ’ αλόγου τον τόπο γαϊδούρι μη δένεις, όλες τις θέσεις πρέπει να τις καταλαμβάνουν άνθρωποι με αξιοσύνη, με αυξημένες ικανότητες: «τώρα που ανάλαβες υπουργός να ξεχάσεις τα ρουσφέτια και στ’ αλόγου τον τόπο γαϊδούρι μη δένεις»·
- τα στραβά γαϊδούρια τη νύχτα πάν’ και βόσκουν, παράλληλες είναι και οι πράξεις των ιδιότροπων ανθρώπων: «καλημέρα του λες και βρίσκεις τον μπελά σου, αλλά τα στραβά γαϊδούρια τη νύχτα πάν’ και βόσκουν»·
- τα ψωριάρικα γαϊδούρια από βουνό σε βουνό μυρίζονται, λέγεται ειρωνικά στην περίπτωση που κάποιος απατεώνας ή παράνομος συνταίριαξε με κάποιον όμοιό του ή στην περίπτωση που κάνουν παρέα δυο άτομα του ιδίου χαμηλού πνευματικού επιπέδου: «χαρτοπαίχτης ο ένας, νταβατζής ο άλλος τακίμιασαν μια χαρά, γιατί τα ψωριάρικα γαϊδούρια από βουνό σε βουνό μυρίζονται || βλάκας αυτός, βρήκε και μια που είναι ντιπ χαϊβάνι και σκέφτεται να τη  παντρευτεί, γιατί βλέπεις τα ψωριάρικα γαϊδούρια από βουνό σε βουνό μυρίζονται». Συνών. βρήκε ο Φίλιππος το Ναθαναήλ (β) / είναι ραμμένοι φόδρα με φόδρα (β) / κύλησε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι (β) / ο βρομιάρης τον βρομιάρη αγαπά / όμοιος τον όμοιο (β) / όμοιος τον όμοιο κι η κοπριά στα λάχανα·
- το μισιακό γαϊδούρι το τρώει ο λύκος, βλ. λ. μισιακός.

καβάλα

καβάλα, η, ουσ. [<λατιν. caballus (= ίππος)], η καβάλα. 1. η σεξουαλική πράξη, η συνουσία: «το μυαλό του το ’χει συνέχεια στην καβάλα». 2α. σε θέση επιρρ., πάνω στο άλογο, ιππεύοντας: «η απόσταση είναι τρεις ώρες καβάλα». β. πάνω στους ώμους κάποιου, έχοντας περασμένο το ένα πόδι από την μια μεριά του λαιμού του και το άλλο από την άλλη ή πάνω σε κάτι με τον ίδιο τρόπο: «τον μετέφερε καβάλα, γιατί είχε στραμπουλίξει το πόδι του». (Λαϊκό τραγούδι: καβάλα στο δελφίνι τον κόσμο γύρισα είπα να σε ξεχάσω μα σ’ αποθύμησα).γ. πάνω σε κάποιο όχημα, ιδίως πάνω σε μοτοσικλέτα: «πέρασε με ταχύτητα καβάλα στη μηχανή του». Από το ότι, αυτός που κινείται με μοτοσικλέτα, έχει τα πόδια του σε στάση παρόμοια με αυτόν που ιππεύει. δ. σε στάση συνουσίας: «μπήκα απροειδοποίητα στο δωμάτιο και τους πέτυχα καβάλα». 3. στον πλ. οι καβάλες, παιδικό παιχνίδι που παιζόταν στο ύπαιθρο, όπου οι παίχτες διαγωνίζονταν σε έναν προκαθορισμένο αγώνα δρόμου, κουβαλώντας συγχρόνως στις πλάτη τους και κάποιο άτομο: «τα παιδιά ήταν μαζεμένα στην αλάνα κι έπαιζαν τις καβάλες». (Ακολουθούν 22 φρ.)·
- αγοράζω καβάλα, βλ. λ. ψωνίζω καβάλα·
- από καβάλα σ’ άλογο, κάθισε σε γαϊδούρι, βλ. λ. γαϊδούρι·
- δεν παίζουμε τις καβάλες, δεν είμαστε μικρά παιδιά για να μας ξεγελάσεις, να μας κοροϊδέψεις, αντίθετα μιλάμε σοβαρά, σοβαρολογούμε, δεν αστειευόμαστε: «όταν θα ξανάρθεις, θέλω να ’σαι κατασταλαγμένος για το τι θέλεις να κάνεις με τη δουλειά, γιατί δεν παίζουμε τις καβάλες». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Για συνών. βλ. φρ. δεν παίζουμε τις κουμπάρες, λ. κουμπάρα·
- είμαι καβάλα, α. βρίσκομαι σε πλεονεκτική θέση έναντι κάποιου, οπότε είμαι σίγουρος πως δε θα μου κάνει κακό, είμαι εξασφαλισμένος: «ό,τι και να κάνει, είμαι καβάλα, γιατί τα λεφτά τα κρατάω εγώ στο χέρι». β. επιβάλλομαι: «βρε μανία που την έχει αυτός ο άνθρωπος να θέλει να ’ναι πάντα καβάλα!»·
- έκανε καβάλα σε στραβό γαϊδούρι, βλ. λ. γαϊδούρι·
- εμείς τι κάνουμε, τις καβάλες παίζουμε; γιατί υποτιμάς την ειδικότητά μας, την τέχνη μας, τη δουλειά μας ή την εμπειρία μας, από τη στιγμή που δεν είμαστε καθόλου άσχετοι με τη δουλειά ή την υπόθεση για την οποία γίνεται λόγος: «εμείς τι κάνουμε, τις καβάλες παίζουμε και δεν μπορώ να επιδιορθώσω τ’ αυτοκίνητό σου;». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το καλά και μετά το ρ. της φρ. κάνουμε, ακολουθεί το εδώ ή το δηλαδή. Για συνών. εμείς τι κάνουμε, τις κουμπάρες παίζουμε; λ. κουμπάρα·
- η αρρώστια καβάλα έρχεται και πεζή φεύγει, βλ. λ. αρρώστια·
- η νύφη ό,τι πάρει καβάλα, βλ. λ. νύφη·
- καβάλα πάν’ στην εκκλησιά, καβάλα προσκυνάνε, λέγεται ειρωνικά για κείνους που χρησιμοποιούν πάντα το αυτοκίνητό τους, ακόμη και στις πιο μικρές μετακινήσεις τους. Πρβλ.: καβάλα πάν’ στην εκκλησιά, καβάλα προσκυνάνε, καβάλα παίρν’ αντίδωρο απ’ του παπά το χέρι (Δημοτικό)·
- κάνω καβάλα, καβαλικεύω: «έκανε καβάλα τ’ άλογό του και ξεχύθηκε καλπάζοντας μέσα στον κάμπο»· βλ. και φρ. κάνω καβαλίκα, λ. καβαλίκα·
- νόμισα πως ήμουνα στο γάιδαρο καβάλα, βλ. λ. γάιδαρος·
- παίζω τις καβάλες, δεν κάνω απολύτως τίποτα, χάνω τον καιρό μου, τεμπελιάζω: «εμείς σκοτωνόμαστε στη δουλειά κι αυτός παίζει τις καβάλες». Για συνών. παίζω τις κουμπάρες, λ. κουμπάρα·
- όταν είσαι καβάλα στ’ άλογο, να λες σ’ όλους καλημέρα, όταν είσαι ισχυρός, πλούσιος, να είσαι απλός, καταδεκτικός με τον απλό, το φτωχό κόσμο, γιατί (εδώ είναι το υπονοούμενο), αν τύχει και ξεπέσεις, τότε κανείς δε θα σε καταδέχεται, δε θα σε υπολογίζει: «σου δίνω συμβουλή, παιδάκι μου, όταν είσαι καβάλα στ’ άλογο, να λες σ’ όλους καλημέρα, γιατί έχει ο καιρός γυρίσματα και ποτέ δεν ξέρεις πώς θα καταλήξουν τα πράγματα στη ζωή σου». Συνών. χαιρέτα τον πεζό, όταν καβαλικέψεις, για να σε χαιρετά κι αυτός, όταν θα ξεπεζέψεις·  
- ρίχνω τις καβάλες μου, επιβάλλω τη σεξουαλική πράξη, συνουσιάζομαι: «αν δε ρίξω τις καβάλες μου δυο τρεις φορές τη βδομάδα, δεν ησυχάζω»·
-τι νόμισες, τις καβάλες παίζουμε; λέγεται με ειρωνική διάθεση στην περίπτωση που φέρουμε σε αίσιο τέλος μια δουλειά ή μια υπόθεση, ενώ κάποιος ή κάποιοι μας θεωρούσαν ανίκανους γι’ αυτό. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το εμ. Για συνών. βλ. φρ. τι νόμισες, τις κουμπάρες παίζουμε; λ. κουμπάρα·
- τον έχω καβάλα, μου έχει γίνει πολύ ενοχλητικός, πολύ φορτικός: «απ’ τη μέρα που τον γνώρισα, τον έχω καβάλα και δεν μπορώ ν’ απαλλαγώ απ’ αυτόν τον άνθρωπο»·
- τον παίρνω καβάλα, τον σηκώνω στους ώμους μου και τον μεταφέρω: «επειδή στραμπούλιξε το πόδι του, τον πήρα καβάλα και τον πήγα μέχρι τ’ αυτοκίνητο»·
- τους βρήκα καβάλα, (για ζευγάρια) βλ. φρ. τους πέτυχα καβάλα·
- τους έπιασαν καβάλα, (για ζευγάρια, ιδίως παράνομα) έπειτα από παρακολούθηση τους πέτυχαν την ώρα ακριβώς που συνουσιάζονταν, την ώρα της ερωτικής τους πράξης: «είχε υπόνοιες πως η γυναίκα του είχε γκόμενο κι όταν την παρακολούθησε με τους φίλους του, τους έπιασαν καβάλα σ’ ένα απόμερο ξενοδοχειάκι»·
- τους πέτυχα καβάλα, (για ζευγάρια) τους πέτυχα ακριβώς την ώρα που συνουσιάζονταν, τους πέτυχα πάνω στην ερωτική τους πράξη: «δεν ήξερα ότι ήταν μέσ’ στο δωμάτιο κι όπως άνοιξα την πόρτα, τους πέτυχα καβάλα»·
- τους τσάκωσαν καβάλα, (για ζευγάρια, ιδίως παράνομα) βλ. φρ. τους έπιασαν καβάλα·
- ψωνίζω καβάλα, ψωνίζω χωρίς προσοχή και έλεγχο, γι’ αυτό και ξεγελιέμαι στην αγορά που κάνω: «μάθε να ελέγχεις καλά αυτό που παίρνεις και μην ψωνίζεις καβάλα». Από το ότι, αυτός που αγοράζει πάνω από το άλογό του, δεν μπορεί από το ύψος που βρίσκεται να ελέγξει καλά το προϊόν που αγοράζει.

καβαλάρης

καβαλάρης, ο, θηλ. καβαλάρισσα, ουσ. [<μσν. καβαλάρις <καβαλάριος <λατιν. caballarius], ο καβαλάρης. 1. άντρας που είναι ικανός να επιβάλλει τη σεξουαλική πράξη, ο επιβήτορας: «στα νιάτα του ήταν ο καλύτερος καβαλάρης της παρέας μας». 2. (για τάβλι) το επιπλέον πούλι που βάζει ο παίχτης πάνω σε πιασμένο αντίπαλο πούλι ή πάνω σε δική του πόρτα, για να μπορεί να χτυπήσει νέο πούλι του αντιπάλου του, χωρίς να ξεπλακώσει: «πρέπει να ’χεις το νου σου, να βάζεις και κανέναν καβαλάρη, γιατί πάντα είναι χρήσιμος». Συνών. χωροφύλακας· 
- είμαι καβαλάρης, βρίσκομαι σε πλεονεκτική θέση, κυριαρχώ στο χώρο μου: «θα πάρω μέρος σ’ αυτή τη δουλειά, μόνο αν βρω τον τρόπο να ’μαι καβαλάρης || μέσα στο σπίτι μου είμαι καβαλάρης». (Λαϊκό τραγούδι: είμ’ ένα λεβεντόπαιδο του λιμανιού βαρκάρης και πριν με πάρεις μάθε το πώς θα ’μαι καβαλάρης)· 
- η γυναίκα και το άλογο θέλουν άξιο καβαλάρη, η γυναίκα θέλει άξιο σύζυγο και με ισχυρή προσωπικότητα για να την καθοδηγεί, όπως και το άλογο θέλει έμπειρο αναβάτη: «μην αφήνεις λάσκα τη γυναίκα σου, γιατί η γυναίκα και το άλογο θέλουν άξιο καβαλάρη»·
- μαύρος καβαλάρης, α. ο χάρος: «όλους μας θα ’ρθει κάποια μέρα να μας πάρει ο μαύρος καβαλάρης». β. προσωνυμία το στρατηγού Νικολάου Πλαστήρα: «τα μόνα στρατεύματα που υποχώρησαν οργανωμένα κατά τη Μικρασιατική Καταστροφή, ήταν του μαύρου καβαλάρη»·
- μοναχικός καβαλάρης, λέγεται για άτομο που πορεύεται στη ζωή του μοναχό: «έτσι μοναχικός καβαλάρης που είναι, δεν ξέρουμε και πολλά για τη ζωή του»·
- μπαίνω καβαλάρης, εισβάλλω σε ένα χώρο με υπεροπτικό ύφος, αδιαφορώντας για την κατάσταση που επικρατεί και χωρίς να συμμετέχω στις κοινές εργασίες: «μην υπολογίζεις σ’ αυτόν, γιατί θα μπει καβαλάρης και θα φύγει χωρίς ν’ ασχοληθεί καθόλου με τίποτα». Από την εικόνα του καβαλάρη που περνάει από κάπου με αγέρωχο ύφος.

κάρο

κάρο, το, ουσ. [<ιταλ. carro <λατιν. carrum], το κάρο. 1. (υποτιμητικά) άσχημο, κακοφτιαγμένο άτομο, ιδίως γυναίκα: «μπορεί να πήρε μεγάλη προίκα, αλλά παντρεύτηκε ένα κάρο που δε βλέπεται». 2. (ειρωνικά) πράγμα που πάλιωσε από την πολυκαιρία ή την πολλή και συχνή χρήση του και πρέπει να αχρηστευτεί, ιδίως μηχάνημα ή παλιό αυτοκίνητο: «άντε επιτέλους, πέτα το αυτό το κάρο μη σκοτωθείς, και πήγαινε ν’ αγοράσεις κανένα αυτοκίνητο της προκοπής!». (Ακολουθούν 11 φρ.)·   
- ακούω όσα σέρνει το κάρο, δέχομαι αυστηρές επιπλήξεις, με κατσαδιάζουν: «κάθε φορά που επιστρέφω αργά το βράδυ στο σπίτι, ακούω όσα σέρνει το κάρο απ’ τον πατέρα μου». Συνών. ακούω τα εξ αμάξης / ακούω τον αναβαλλόμενο / ακούω τον Απόστολο / ακούω τον εξάψαλμο·
- άλλο κάρο με πατάτες! ειρωνική έκφραση για ανάξιο, για τιποτένιο άτομο, που απουσιάζει από την ομήγυρη και αναφέρει κάποιος το όνομά του: «χτες βράδυ ήταν και ο τάδε στη συγκέντρωση. -Άλλο κάρο με πατάτες!»·
- βάζει το κάρο πριν απ’ τ’ άλογο, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, είναι πολύ ανόητο, πολύ κουτό, πολύ βλάκας: «μην τον εμπιστεύεσαι στο παραμικρό, γιατί αυτός ο άνθρωπος βάζει το κάρο πριν απ’ τ’ άλογο»·
- ένα κάρο λεφτά, πάρα πολλά χρήματα: «πήγε κι έδωσε ένα κάρο λεφτά για να της αγοράσει μια γούνα»·
- ένα κάρο φορές, πάρα πολλές φορές: «σου το ’χω πει ένα κάρο φορές να μην κάνεις φασαρία αλλά εσύ το δικό σου!»·
- έχει ένα κάρο λεφτά, είναι πολύ πλούσιος: «αυτόν τον ψηλό που βλέπεις, έχει ένα κάρο λεφτά και κάθε βράδυ γυρνάει στα μπουζουκτσίδικα»·
- κάρο με πατάτες, έκφραση που αναφέρεται σε ανάξιο, σε τιποτένιο άτομο: «μη γελάς, γιατί κι εσύ ’σαι κάρο με πατάτες»·
- κάρο σκουπιδιάρικο, βλ. συνηθέστ. κάρο της Δημαρχίας. (Λαϊκό τραγούδι: σαν αποθάνω, φίλε μου, έρχετ’ η αστυνομία· με κάρο σκουπιδιάρικο μου κάνουν την κηδεία
- κάρο της Δημαρχίας, α. η σκουπιδιάρα, το σκουπιδιάρικο: «κάθε πρωί περνούσε το κάρο της Δημαρχίας και μάζευε τα σκουπίδια». Από το ότι προπολεμικά οι δήμοι χρησιμοποιούσαν ως απορριμματοφόρα κάρα που τα έσερναν άλογα. Πρβλ.: κι ένα πρωί στην πόρτα σου θα μ’ έβρει ο σκουπιδιάρης· δε θα σου ζητιανεύω πια, στο κάρο θα με βάλεις (Λαϊκό τραγούδι). β. άτομο εντελώς ανάξιο, ασήμαντο, τιποτένιο: «άντε, ρε κάρο της Δημαρχίας, πάρε δρόμο απ’ την παρέα μας!». Κατά τη δεκαετία του 1950 και μέχρι τις αρχές του 1960, αλλά και αργότερα, υπήρχε η μόδα ανάμεσα στα παιδιά και στους μαθητές να κρατούν Λεύκωμα, που ήταν ένα κομψό σημειωματάριο με τυπωμένες στερεότυπες ερωτήσεις, στις οποίες έπρεπε να απαντήσει γραπτά και να υπογράψει τις απαντήσεις του αυτός στον οποίο δινόταν το Λεύκωμα από τον κάτοχό του. Μια από τις πιο συνηθισμένες ερωτήσεις, ιδίως στο τέλος του Λευκώματος, ήταν: τι εστί Λεύκωμα; Η πιο συνηθισμένη απάντηση από ότι θυμάμαι ήταν: Λεύκωμα εστί κάρο της Δημαρχίας, όπου εκεί μαζεύονται τα χάλια της φιλίας·
- μηχανικός στα κάρα, βλ. λ. μηχανικός·
- του ’συρε όσα σέρνει το κάρο, τον έβρισε χυδαιότατα, τον επέπληξε αυστηρότατα: «τον έπιασε ο διευθυντής του να κάνει κοπάνα και του ’συρε όσα σέρνει το κάρο». Συνών. του ’συρε όσα σέρνει η σκούπα / του ’συρε τα εξ αμάξης / του ’ψαλε τον αναβαλλόμενο / του ’ψαλε τον Απόστολο / του ’ψαλε τον εξάψαλμο.

κούρσα

κούρσα, η, ουσ. [<γαλλ. course <λατιν. cursus]. 1. ιδιόκτητο αυτοκίνητο πολυτελείας. (Λαϊκό τραγούδι: έχεις κούρσα και σοφάρεις κι όπου θέλεις ρεμιζάρεις, έγινες και σοφερίνα). 2. η διαδρομή που κάνει το ταξί με τον πελάτη και το αντίτιμο αυτής της διαδρομής: «χτες είχα πολλές κούρσες || η κούρσα κάνει τέσσερα ευρώ || πόσο είπατε πως κάνει η κούρσα;». 3. τρέξιμο με ένταση: «μετά την κούρσα στην παραλία καθίσαμε να φάμε». 4. ο ανταγωνισμός: «στην κούρσα για τη διαδοχή της αρχηγίας του κόμματος ρίχτηκαν όλοι οι επίδοξοι δελφίνοι». 5. η ιπποδρομία: «ποια κούρσα είναι αυτή που γίνεται; || ό,τι λεφτά έχει τα χάνει στις κούρσες». 6. αγώνας ταχύτητας αθλητών: «τρέχει στην κούρσα των εκατό μέτρων». Υποκορ. κουρσάκι, το. Μεγεθ. κουρσάρα, η (βλ. λ.)·
- η κούρσα των εξοπλισμών, ο ανταγωνισμός των διάφορων κρατών σε πολεμικό εξοπλισμό: «η κούρσα των εξοπλισμών θέτει σε κίνδυνο την παγκόσμια ειρήνη»·
- κάνω κούρσα, α. πραγματοποιώ διαδρομή με το ταξί μεταφέροντας κάποιον πελάτη: «θα κάνω μερικές κούρσες ακόμα και θα σταματήσω για σήμερα». β. τρέχω με ταχύτητα: «έκανα κούρσα για να σε φτάσω». Αναφορά στην ιπποδρομία·
- κούρσα για ένα άλογο, λέγεται για δουλειά ή υπόθεση, στην οποία είναι εμφανέστατη η υπεροχή του ενός έναντι των άλλων που συμμετέχουν για τον ίδιο σκοπό: «απ’ τη στιγμή που στον πλειοδοτικό διαγωνισμό παίρνει μέρος και ο τάδε εφοπλιστής, η υπόθεση είναι κούρσα για ένα άλογο». Αναφορά στην κούρσα ιπποδρόμου, κατά την οποία κάποιο από τα άλογα που παίρνει μέρος θεωρείται απόλυτα φαβορί·
- η κούρσα των καταραμένων, βλ. λ. καταραμένος·
- κούρσα θανάτου, υπερβολικά γρήγορη και ανεξέλεγκτη πορεία, ιδίως τροχοφόρου: «ο οδηγός έχασε τον έλεγχο του αυτοκινήτου του κι έπειτα από μια κούρσα θανάτου προσέκρουσε στον τοίχο μιας οικοδομής»·
- παίρνω (την) κούρσα, α. αναλαμβάνω να μεταφέρω κάποιον πελάτη στον προορισμό του με το ταξί μου: «σήμερα πήρα πολλές κούρσες». β. κερδίζω την ιπποδρομία: «ποιο άλογο πήρε την τρίτη κούρσα; || δε θα ’χα λεφτά να γυρίσω στο σπίτι, αλλά ευτυχώς πήρα την τελευταία κούρσα».

ξύλο

ξύλο, το, ουσ. [<αρχ. ξύλον <ξύω], το ξύλο. 1. ο ξυλοδαρμός, το ξυλοκόπημα: «σου χρειάζεται πολύ ξύλο με τις βλακείες που κάνεις». 2. στον πλ. τα ξύλα, τα καυσόξυλα: «πήγε ν’ αγοράσει ξύλα για το τζάκι». (Ακολουθούν 97 φρ.)·
- άγιο ξύλο, ξύλο από το σταυρό του Μαρτυρίου του Χριστού με θαυματουργές ιδιότητες. (Λαϊκό τραγούδι: φυλαχτό με τ’ άγιο ξύλο, πού να βρω για να της στείλω;). Υποκορ. ξυλάκι κ. ξυλαράκι, το (βλ. λ.)·
- άνθρωπος αγράμματος ξύλο απελέκητο, βλ. λ. άνθρωπος·
- δίνω ξύλο, α. δέρνω, ξυλοκοπώ κάποιον: «κάθισε φρόνιμα, γιατί θα σου δώσω πολύ ξύλο». (Λαϊκό τραγούδι: όποιος θα σου δώσει ξύλο,από εχθρό τον κάνω φίλο). β. συμπεριφέρομαι, συνήθως άγρια, δυναμικά: «κάτσε καλά, γιατί εγώ δίνω ξύλο και δεν είμαι μαλακός σαν τους άλλους»·
- είδες φαΐ, κάτσε, είδες ξύλο, φύγε, βλ. λ. φαΐ·
- είναι για ξύλο, πρέπει να τιμωρηθεί με ξυλοδαρμό ή συμπεριφέρεται με τέτοιο τρόπο, σαν να επιδιώκει να φάει ξύλο: «αφού αντιμίλησε με τέτοιο άσχημο τρόπο στους γονείς του, είναι για ξύλο». Για συνών. βλ. φρ. είναι για χαστούκια, λ. χαστούκι
- έπεσε ξύλο, δημιουργήθηκε καβγάς και οι αντίπαλοι αντάλλαξαν χτυπήματα: «κάποια στιγμή η διαφωνία τους έφτασε στα άκρα κι έπεσε ξύλο»·
- έπεσε το ξύλο της αρκούδας, έπεσε άγριος ξυλοδαρμός: «όταν οι δυο παρέες αρπάχτηκαν στα χέρια, έπεσε το ξύλο της αρκούδας». Από την εικόνα του αρκουδιάρη που φέρεται βάναυσα στην αρκούδα προκειμένου να την υποχρεώσει να κάνει τα ακροβατικά ή τα κόλπα που της έμαθε ·
- έπεσε χοντρό ξύλο, βλ. φρ. έπεσε το ξύλο της αρκούδας·
- έπεφτε ξύλο, συνηθιζόταν ο ξυλοδαρμός: «στα δικά μας τα χρόνια που πηγαίναμε σχολείο, με το παραμικρό έπεφτε ξύλο»·
- επί ξύλου κρεμάμενος, άνθρωπος εντελώς φτωχός και εγκαταλελειμμένος από όλους, που δεν έχει δουλειά, που δεν έχει καμιά προοπτική στη ζωή του: «απ’ τη μέρα που έπεσε έξω στις δουλειές του, είναι επί ξύλου κρεμάμενος». Από την εικόνα του Χριστού πάνω στον ξύλινο σταυρό και γενικά των καταδικασμένων σε θάνατο με τον τρόπο της σταύρωσης·
- έφαγε ένα χέρι (χεράκι) ξύλο, ξυλοκοπήθηκε από κάποιον: «επειδή στενοχώρησε τη μάνα του, έφαγε ένα χέρι ξύλο απ’ τον πατέρα του»·
- έφαγε ξύλο μετά μουσικής, ξυλοκοπήθηκε άγρια: «όταν ο άλλος του ’βρισε τη μάνα, έφαγε ξύλο μετά μουσικής από το δικό σου»· βλ. και φρ. ξύλο μετά μουσικής·
- έφαγε το ξύλο της αρκούδας, βλ. φρ. έφαγε το ξύλο της ζωής του·
- έφαγε το ξύλο της ζωής του, ξυλοκοπήθηκε πάρα πολύ άγρια από κάποιον: «τον έβαλαν στη μέση οι άλλοι κι έφαγε το ξύλο της ζωής του ο δικός σου»·
- έφαγε το ξύλο της χρονιάς του, βλ. φρ. έφαγε το ξύλο της ζωής του·
- έχει τίμιο ξύλο απάνω του, είναι πάρα πολύ τυχερός. Λέγεται ιδίως για εκείνον που γλιτώνει ανώδυνα από κάποιο σοβαρό ατύχημα: «έπεσε απ’ τον γκρεμό και δεν έπαθε ούτε γρατζουνιά, λες κι είχε τίμιο ξύλο απάνω του». Από το ότι στο τίμιο ξύλο αποδίδουν θαυματουργικές ιδιότητες·
- θα σε κάνω άλογο στο ξύλο, θα σε δείρω άγρια, θα σε ξυλοφορτώσω: «αν ενοχλήσεις ξανά την αδερφή μου, θα σε κάνω άλογο στο ξύλο»·
- θα σε κάνω μαύρο στο ξύλο, βλ. φρ. θα σε μαυρίσω στο ξύλο·
- θα σε κάνω μπαλόνι στο ξύλο, θα σε δείρω άγρια, θα σε ξυλοφορτώσω: «αν πεις ξανά κακό για το φίλο μου, θα σε κάνω μπαλόνι στο ξύλο»·
- θα σε κάνω μπαούλο στο ξύλο, βλ. φρ. θα σε κάνω τόπι στο ξύλο·
- θα σε κάνω πίτα στο ξύλο, βλ. φρ. θα σε κάνω τόπι στο ξύλο·
- θα σε κάνω τόπι στο ξύλο, θα σε δείρω άγρια, θα σε ξυλοφορτώσω: «αν τολμήσεις να κάνεις κοπάνα απ’ τη δουλειά, θα σε κάνω τόπι στο ξύλο»· 
- θα σε κάνω τουλούμι στο ξύλο, βλ. φρ. θα σε κάνω τόπι στο ξύλο·
- θα σε κάνω τουλουμοτύρι στο ξύλο, βλ. συνηθέστ. θα σε κάνω τουλούμι στο ξύλο·
- θα σε κάνω τούμπανο στο ξύλο, βλ. φρ. θα σε κάνω μπαλόνι στο ξύλο·
- θα σε λιώσω στο ξύλο, θα σε δείρω πολύ άγρια, θα σε εξαφανίσω, θα σε ισοπεδώσω: «αν πιάσεις ξανά τ’ όνομα της μητέρας μου στο στόμα σου, θα σε λιώσω στο ξύλο»·
- θα σε μαυρίσω στο ξύλο, θα σε δείρω πολύ άγρια: «αν ξανακάνεις φασαρία, θα σε μαυρίσω στο ξύλο»·
- θα σε σαπίσω στο ξύλο, θα σου δώσω ανελέητο ξύλο: «αν μάθω πως ξαναμέθυσες, θα σε σαπίσω στο ξύλο»·  
- κάθε ξύλο έχει τον καπνό του, βλ. λ. καπνός1·
- μάζεψε ξύλο, ξυλοκοπήθηκε άγρια: «πήγε να τα βάλει μ’ έναν γίγαντα και μάζεψε ξύλο». (Λαϊκό τραγούδι: στις ξένες έγνοιες πάντοτε μεγάλο δείχνει ζήλο κι όπου καυγάς στο μαχαλά μαζεύει αυτός το ξύλο
- να χτυπήσω ξύλο! βλ. συνηθέστ. χτύπα ξύλο(!)·
- ξύλο απελέκητο, κατάλοιπο της φρ. άνθρωπος αγράμματος ξύλο απελέκητο·
- ξύλο και γαμήσι δεν ξεχνιούνται, (για άντρες) βλ. λ. γαμήσι·
- ξύλο μετά μουσικής, άγριος ξυλοδαρμός. Από το ότι, όταν παλιότερα ξυλοκοπούσαν κάποιον στα υπόγεια της Ασφάλειας, για να μην ακούγονται οι κραυγές του, άνοιγαν το ραδιόφωνο στη διαπασών. Αλλά και στα μπαρ (σαλούν) της αμερικάνικης Δύσης, όταν ξεσπούσε καβγάς, ο πιανίστας έπαιζε δυνατά για να καλύψει το θόρυβο· βλ. και φρ. έφαγε ξύλο μετά μουσικής και του δίνω ξύλο μετά μουσικής·
- ξύλο που θα φας! θα φας πολύ ξύλο: «ξύλο που θα φας αν σε πιάσω!». (Λαϊκό τραγούδι: πάλι μεθυσμένος είσαι, πάλι τα ποτήρια σπας, και το κουτσαβάκι κάνεις αχ, ξύλο που θα φας). Συνήθως της φρ. προτάσσεται το αχ·
- ξύλο που σου χρειάζεται! με αυτά που κάνεις είσαι άξιος τιμωρίας με ξυλοδαρμό, αξίζει να τιμωρηθείς με σκληρό, με παραδειγματικό τρόπο: «ξύλο που σου χρειάζεται, κοτζάμ άντρας, να βρίζεις γέρο άνθρωπο!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μωρέ. Για συνών. βλ. φρ. βρεγμένη σανίδα που σου χρειάζεται! λ. σανίδα·
- παίξαμε ξύλο, μαλώσαμε ανταλλάσσοντας χτυπήματα, ξυλοκοπηθήκαμε: «επειδή είχαμε παλιά προηγούμενα, μόλις συναντηθήκαμε παίξαμε ξύλο». (Λαϊκό τραγούδι: έμαθα πως έχεις φίλο, πονηρή σουπιά, πριν να παίξουμε και ξύλο,μάζεψέ τα πια
- πάρ’ ένα ξύλο και δώσ’ το(νε!), έκφραση με την οποία αναγνωρίζει κάποιος πως έχει μεγάλο χρονικό διάστημα να επισκεφθεί αυτόν που τον υποδέχεται με το καλώς το(νε!)
- πέφτει ξύλο, γίνεται καβγάς με ξυλοδαρμό: «πάμε στο τάδε μπαράκι, γιατί έμαθα πως πέφτει ξύλο»·
- πλακώνομαι στο ξύλο, μαλώνω με κάποιον ανταλλάσσοντας χτυπήματα:  «είχαν παλιές διαφορές μεταξύ τους και μόλις συναντήθηκαν, πλακώθηκαν στο ξύλο»·
- ρίχνω ξύλο, αντιδρώ δυναμικά, δέρνω: «μην τον παρενοχλείς αυτόν τον τύπο, γιατί ρίχνει ξύλο»· βλ. κ. φρ. δίνω ξύλο·
- τίμιο ξύλο, βλ. φρ. άγιο ξύλο·
- το ξύλο βγήκε απ’ τον Παράδεισο, επιβάλλεται ο ξυλοδαρμός, ιδίως στα μικρά παιδιά που ατακτούν, γιατί φέρνει πολλές φορές άριστα αποτελέσματα. (Λαϊκό τραγούδι: μα τα σημερινά όμως τ’ αγόρια είναι μαγκάκια, δε σηκώνουν πονηριές, κι αφού -λεν- βγήκε απ’ τον παράδεισο το ξύλο, θα πρέπει και να τρων κάποιος ξυλιές).Από το συνδυασμό του «ξύλου της γνώσης» του Παραδείσου με το ξυλοκόπημα ως μέθοδο σωφρονισμού και γνώσης·
- το στραβό το ξύλο η φωτιά το σιάζει, βλ. λ. φωτιά·
- τον άγιασε στο ξύλο, τον εξουθένωσε στο ξύλο: «ήταν τόσο νευριασμένος, που, όταν τον έπιασε στα χέρια του, τον άγιασε στο ξύλο». Αναφορά στα βασανιστήρια των πρώτων χριστιανών από τους ειδωλολάτρες·
- τον αλάλιασε στο ξύλο, τον ξυλοκόπησε τόσο άγρια που τον ζάλισε: «επειδή συνέχεια έβριζε και απειλούσε, τον έπιασε στα χέρια του και τον αλάλιασε στο ξύλο»·
- τον αλώνισε στο ξύλο, τον ξυλοκόπησε άγρια: «κάποια στιγμή έπεσε απάνω του και τον αλώνισε στο ξύλο». Από την εικόνα του αλωνιστή που χτυπάει τα στάχυα στο πέτρινο αλώνι για να τα διαχωρίσει από τον καρπό τους·
- τον έκανε άλογο στο ξύλο, τον ξυλοκόπησε άγρια, τον ξυλοφόρτωσε: «όταν πιάστηκαν στα χέρια, τον έκανε άλογο ο δικός σου». (Λαϊκό τραγούδι: μη γυρίζεις με τον Ντα που λεν πως έχεις φίλο, που θα τον κάνω σαν τον βρω σαν άλογο στο ξύλο).Από την εικόνα του αναβάτη που χτυπάει για κάποιο λόγο το άλογό του ανελέητα·
- τον έκανε ασήκωτο στο ξύλο, βλ. φρ. τον έκανε μπαούλο στο ξύλο·
- τον έλιωσε στο ξύλο, τον παραμόρφωσε από το πολύ ξύλο που του έδωσε: «ήταν τόσο αγριεμένος, που, όταν τον έπιασε στα χέρια του, τον έλιωσε στο ξύλο»·
- τον έκανε μαύρο στο ξύλο, βλ. φρ. τον μαύρισε στο ξύλο·
- τον έκανε μπαλόνι στο ξύλο, τον ξυλοκόπησε άγρια: «αφού δεν έπαιρνε με το καλό, τον έπιασε στα χέρια του και τον έκανε μπαλόνι στο ξύλο»·
- τον έκανε μπαούλο στο ξύλο, βλ. φρ. τον μπαούλιασε στο ξύλο·
- τον έκανε μπλε στο ξύλο, βλ. φρ. τον μελάνιασε στο ξύλο·
- τον έκανε παστό στο ξύλο, βλ. συνηθέστ. τον πάστωσε στο ξύλο·
- τον έκανε πίτα στο ξύλο, βλ. φρ. τον έκανε τόπι στο ξύλο·
- τον έκανε τόπι στο ξύλο, τον έδειρε άγρια, τον ξυλοκόπησε: «επειδή δεν έπαιρνε με το καλό, τον άρπαξε στα χέρια του και τον έκανε τόπι στο ξύλο»·
- τον έκανε τουλούμι στο ξύλο, βλ. φρ. τον τουλούμιασε στο ξύλο·
- τον έκανε τουλουμοτύρι στο ξύλο, βλ. συνηθέστ. τον έκανε τουλούμι στο ξύλο·
- τον έκανε τούμπανο στο ξύλο, βλ. φρ. τον τουμπάνιασε στο ξύλο·
- τον έπρηξε στο ξύλο, βλ. φρ. τον τουλούμιασε στο ξύλο·
- τον έσπασε στο ξύλο, τον έδειρε πολύ άγρια, τον ξυλοφόρτωσε: «όταν τον άκουσε να του βρίζει τη μάνα, σηκώθηκε έξαλλος και τον έσπασε στο ξύλο»·
- τον ζούρλανε στο ξύλο, βλ. φρ. τον μούρλανε στο ξύλο·
- τον λύσσαξε στο ξύλο, βλ. φρ. τον σκότωσε στο ξύλο·
- τον μαύρισε στο ξύλο, τον ξυλοκόπησε άγρια: «τον έπιασε σ’ ένα απόμερο στενάκι και τον μαύρισε στο ξύλο»·
- τον μελάνιασε στο ξύλο, τον ξυλοκόπησε τόσο πολύ, που του άφησε μελανά  σημάδια στο κορμί του: «τον χτυπούσε με τόση μανία, που τον μελάνιασε στο ξύλο»·
- τον μούρλανε στο ξύλο, τον ξυλοκόπησε τόσο άγρια που έχασε τα λογικά του. (Λαϊκό τραγούδι: τον μάγκα τον τσακώσανε, τη μάπα του την πήραν, στο ξύλο τον μουρλάνανε, στη φυλακή τον κλείσαν
- τον μπαούλιασε στο ξύλο, τον ξυλοφόρτωσε άγρια: «όταν πιάστηκαν στα χέρια, ο φίλος σου τον μπαούλιασε στο ξύλο, γιατί ήταν πολύ πιο δυνατός»·
- τον πάστωσε στο ξύλο, τον ξυλοκόπησε πολύ άγρια: «τον έπιασε να ενοχλεί την κόρη του και τον πάστωσε στο ξύλο». Από την πίεση που καταβάλλει κανείς στις σαρδέλες, όταν τις παστώνει στο βαρέλι ·
- τον πέθανε στο ξύλο, τον ξυλοκόπησε μέχρι θανάτου: «τον άρπαξε έξαλλος στα χέρια του και τον πέθανε στο ξύλο τον φουκαρά!»·
- τον πλάκωσε στο ξύλο, τον έδειρε, τον ξυλοκόπησε: «επειδή του ’βρισε τη μάνα, τον πλάκωσε στο ξύλο»·
- τον ρήμαξε στο ξύλο, βλ. φρ. τον σάπισε στο ξύλο·
- τον σακάτεψε στο ξύλο, βλ. φρ. τον έσπασε στο ξύλο·
- τον σάπισε στο ξύλο, τον ξυλοκόπησε πολύ άγρια: «αφού δεν έπαιρνε με το καλό, τον άρπαξε στα χέρια του και τον σάπισε στο ξύλο»·
- τον σκότωσε στο ξύλο, τον έδειρε πάρα πολύ, τον εξουθένωσε στο ξύλο: «τον έπιασε τον άνθρωπο έξω απ’ το καφενείο και τον σκότωσε στο ξύλο»·
- τον στρώνω στο ξύλο, τον δέρνω, τον ξυλοκοπώ: «είναι πολύ αυστηρός δάσκαλος κι όποιος μαθητής κάνει αταξίες, τον στρώνει στο ξύλο»·
- τον τάραξε στο ξύλο, βλ. φρ. τον σκότωσε στο ξύλο·
- τον τουλούμιασε στο ξύλο, τον έδειρε άγρια, τον ξυλοκόπησε: «κάποια στιγμή νευρίασε τόσο πολύ από τις βλακείες που έλεγε ο άλλος, που σηκώθηκε ο δικός σου και τον τουλούμιασε στο ξύλο»·
- τον τουμπάνιασε στο ξύλο, βλ. φρ. τον τουλούμιασε στο ξύλο·
- τον τρέλανε στο ξύλο, βλ. συνηθέστ. τον μούρλανε στο ξύλο. (Λαϊκό τραγούδι: τον μάγκα τον τσακώσανε, τη μάπα του την πήραν, στο ξύλο τον τρελάνανε, στη φυλακή τον κλείσαν
- τον τσάκισε στο ξύλο, βλ. συνηθέστ. τον έσπασε στο ξύλο·
- τον φούσκωσε στο ξύλο, βλ. συνηθέστ. τον έπρηξε στο ξύλο·
- του δίνω ένα χέρι (χεράκι) ξύλο, βλ. φρ. του ρίχνω ένα χέρι (χεράκι) ξύλο·
- του δίνω ξύλο, τον δέρνω: «όποιος πάει να μου κάνει τον έξυπνο, του δίνω ξύλο για να ξέρει με ποιον έχει να κάνει»·
- του δίνω ξύλο αλύπητο, τον ξυλοκοπώ χωρίς έλεος: «μόλις έμαθε ποιος ήταν αυτός που αποκάλεσε πουτάνα της αδερφή του, τον έπιασε και του ’δωσε ξύλο αλύπητο». (Λαϊκό τραγούδι: παίρνω ένα ξύλο από οξιά κι επάνω της το σπάω, της δίνω ξύλο αλύπητο,φεύγω κι ακόμα πάω
- του δίνω ξύλο μετά μουσικής, τον ξυλοκοπώ άγρια: «όποιος πάνω στα νεύρα του μου βρίζει τη μάνα, του δίνω ξύλο μετά μουσικής»· βλ. και φρ. ξύλο μετά μουσικής·
- του δίνω το ξύλο της χρονιάς του, τον ξυλοκοπώ άγρια: «επειδή δεν έπαιρνε από λόγια του ’δωσε το ξύλο της χρονιάς του για να βάλει μυαλό»·
- του ’λυσε τον αφαλό απ’ το ξύλο, βλ. λ. αφαλός·
- του πατώ ένα ξύλο, τον ξυλοκοπώ: «επειδή δεν καθόταν φρόνιμα, του πάτησε ένα ξύλο για να ηρεμήσει»·
- του πατώ ένα χέρι (χεράκι) ξύλο, βλ. φρ. του ρίχνω ένα χέρι (χεράκι) ξύλο· 
- του περνώ ένα χέρι (χεράκι) ξύλο, βλ. φρ. του ρίχνω ένα χέρι (χεράκι) ξύλο·
- του ρίχνω ένα χέρι (χεράκι) ξύλο, τον δέρνω, τον ξυλοκοπώ: «να δεις για πότε συμμορφώθηκε, μόλις του ’ριξα ένα χέρι ξύλο»·
- του στρώνω ένα χέρι (χεράκι) ξύλο, βλ. συνηθέστ. του ρίχνω ένα χέρι (χεράκι) ξύλο·
- του τραβώ ένα χέρι (χεράκι) ξύλο, βλ. φρ. του ρίχνω ένα χέρι (χεράκι) ξύλο·
- του χρειάζεται ένα χέρι (χεράκι) ξύλο, βλ. λ. χέρι·
- τρώω ένα χέρι (χεράκι) ξύλο, βλ. λ. χέρι·
- τρώω ξύλο, με δέρνουν, με ξυλοκοπούν: «πάμε γρήγορα να βοηθήσουμε τον τάδε, γιατί έμαθα πως τρώει ξύλο στην κάτω γειτονιά». (Παιδικό τραγούδι: αχ κουνελάκι, κουνελάκι ξύλο που θα το φας, μέσα σε ξένο περιβολάκι τρύπες να μην τρυπάς
- χτύπα ξύλο! α. έκφραση με την οποία ευχόμαστε να μη συμβεί και σε μας το κακό ή το δυσάρεστο που συζητούμε: «ο τάδε τράκαρε με τ’ αυτοκίνητό του κι έγινε κομμάτια, χτύπα ξύλο!». β. έκφραση με την οποία ευχόμαστε να μην αλλάξει η ευνοϊκή κατάσταση στην οποία αναφερόμαστε: «τον τελευταίο καιρό, χτύπα ξύλο, οι δουλειές πάνε μια χαρά!». Συνοδεύεται από χειρονομία με τη γροθιά μας να χτυπάει δυο τρεις φορές ελαφρά κάτι που να είναι καμωμένο από ξύλο (τραπέζι, καρέκλα) και είναι φορές που χάριν αστεϊσμού, αντί για ξύλο, χτυπάμε το κεφάλι του διπλανού μας ή του συνομιλητή μας.

σπιρούνι

σπιρούνι, το, ουσ. [<ιταλ. spirone], το σπιρούνι·
- για τ’ άλογο που τρέχει, δε χρειάζονται σπιρούνια, για τον ικανό και φιλότιμο άνθρωπο, δε χρειάζονται προτροπές για να φέρει σε πέρας μια δουλειά ή υπόθεση που έχει αναλάβει, δε χρειάζονται προτροπές για να δουλέψει: «αυτόν μην τον ενοχλείς, γιατί δουλεύει με όρεξη και για τ’ άλογο που τρέχει, δε χρειάζονται σπιρούνια». Από το ότι με τα σπιρούνια του ο αναβάτης κεντρίζει τα πλευρά του αλόγου του για να τρέξει πιο γρήγορα.

Τούρκος

Τούρκος, ο, θηλ. Τουρκάλα, η, ουσ. [<μσν. Τοῦρκος <τουρκ. türk], ο Τούρκος· (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) απαράδεκτος εθνικά υβριστικός χαρακτηρισμός των ποδοσφαιριστών και των φιλάθλων της ποδοσφαιρικής ομάδας του Π.Α.Ο.Κ. Θεσσαλονίκης από ορισμένους ανεγκέφαλους χουλιγκάνους, ιδίως της συμπρωτεύουσας, όπου η εν λόγω ομάδα έχει και την έδρα της: «οι Τούρκοι ξεσηκώθηκαν στην εξέδρα κι έβριζαν το διαιτητή για το φάουλ που κατακύρωσε σε βάρος της ομάδας τους». Από το ότι η βραχυγραφία Π.Α.Ο.Κ. που σημαίνει Πανθεσσαλονίκιος Αθλητικός Όμιλος Κωνσταντινουπολιτών, ιδρύθηκε από πρόσφυγες του Πόντου και της Μ. Ασίας και μάλιστα από Κωνσταντινουπολίτες. Πρβλ. γαμιέται ο Π.Α.Ο.Κ. και η Τουρκία (υβριστικό σύνθημα οπαδών αντίπαλων ομάδων)· βλ. και λ. Βούργαροι και χανούμισσες·
- βαστάτε Τούρκοι τ’ άλογα! λέγεται για άτομο που είναι πολύ αναστατωμένο, πολύ εκνευρισμένο: «κάθε φορά που χάνει η ομάδα του, μη του λες κουβέντα, γιατί βαστάτε Τούρκοι τ’ άλογα!». Από την εικόνα των Τούρκων, κατά την περίοδο της ελληνικής Επανάστασης του 1821, οι οποίοι σε κάθε μάχη προσπαθούσαν να μη χάσουν τα άλογά τους, γιατί αλλιώς δε θα μπορούσαν να φύγουν σε περίπτωση υποχώρησης και θα έπεφταν αιχμάλωτοι στους Έλληνες. Πρβλ.: τ’ άλογο! τ’ άλογο, Ομέρ Βριόνη. Το Σούλι εχούμισε και μας πλακώνει. Τ’ άλογο! τ’ άλογο! ακούς σφυρίζουν ζεστά τα βόλια τους, μας φοβερίζουν (Αριστ. Βαλαωρίτης)·
- γίνομαι Τούρκος, θυμώνω πάρα πολύ, εξάπτομαι, εξοργίζομαι, εξαγριώνομαι: «πώς να μη γίνεσαι Τούρκος μ’ όλο αυτό το πολιτικό μπάχαλο που επικρατεί τελευταία στη χώρα μας!». (Τραγούδι: έγινα για σένα Τούρκος, εσύ να σπας στις Τζιτζιφιές, να ρίχνεις τις γαρδένιες πάνω του κι εγώ να παίζω καρεκλιές). Από το ότι τον καιρό της τουρκοκρατίας οι Τούρκοι, για να φοβούνται οι κατακτημένοι Έλληνες, προσποιούνταν με το παραμικρό πως εξοργίζονταν·
- τον έκανε Τούρκο, τον θύμωσε πάρα πολύ, τον εξόργισε, τον εξαγρίωσε: «τον έκανε Τούρκο, μόλις του ’βρισε τη μάνα, γι’ αυτό κι άλλος όρμησε να τον δείρει»·
- τον Τούρκο φίλευε, τον κώλο σου φύλαγε, όταν συναναστρέφεσαι άτομο που ξέρεις πως διάκειται εχθρικά απέναντί σου, να προσέχεις να μη σου κάνει ύπουλα κάποιο κακό: «αν θέλεις να κάνεις δουλειά μαζί του, να την κάνεις, αλλά τον Τούρκο φίλευε, τον κώλο σου φύλαγε, γιατί δε μου φαίνεται σόι αυτός ο άνθρωπος». Από το ότι οι Τούρκοι είναι επιρρεπείς στο οθωμανικό.