Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
άβυσσος

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

άβυσσος, η κ. άβυσσο, η κ. άβυσσος, ο, ουσ. [<αρχ. ἀβυσσος], η άβυσσος· πολύ μεγάλη διαφορά, πολύ μεγάλο χάσμα, κενό που δεν μπορεί να μετρηθεί. (Λαϊκό τραγούδι: μες στη ζωή μου τη διπλή ζητώ μια λύση γιατί ’ναι άβυσσος ο δρόμος που τραβώ, είναι μαρτύριο να σ’ αγκαλιάζει άλλος και γω για άλλονε, για άλλον, λαχταρώ
- άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου! λέγεται με απορία ή ειρωνεία για κάποιον που ξαφνικά αρχίζει να συμπεριφέρεται παράξενα ή παράλογα (από τη στιγμή που είναι ανεξερεύνητη η ψυχή του ανθρώπου)·
- βρίσκομαι στο χείλος της αβύσσου, βλ. λ. χείλος·
- είμαι στο χείλος της αβύσσου, βλ. λ. χείλος·
- μας χωρίζει άβυσσος, είμαστε εκ διαμέτρου αντίθετοι στις απόψεις μας ή στις επιδιώξεις μας: «μπορεί να κάνω παρέα με τον τάδε, αλλά σε πολλά πράγματα μας χωρίζει άβυσσος»·
- τον φέρνω στο χείλος της αβύσσου, βλ. λ. χείλος·
- φτάνω στο χείλος της αβύσσου, βλ. λ. χείλος.

χείλος

χείλος, το, ουσ. [<αρχ. χείλος], το χείλος· βλ. και λ. χείλι. (Ακολουθούν 15 φρ.)·
- βρίσκομαι στο χείλος της αβύσσου, βλ. φρ. βρίσκομαι στο χείλος του γκρεμού·
- βρίσκομαι στο χείλος της καταστροφής, βλ. φρ. βρίσκομαι στο χείλος του γκρεμού·
- βρίσκομαι στο χείλος του γκρεμού, βρίσκομαι σε πολύ δύσκολη θέση, βρίσκομαι στα πρόθυρα της καταστροφής, ιδίως οικονομικής: «πρέπει να βρω οπωσδήποτε αυτά τα λεφτά, γιατί βρίσκομαι στο χείλος του γκρεμού»·
- βρίσκομαι στο χείλος του τάφου, είμαι ετοιμοθάνατος: «απ’ τη στιγμή που κατάλαβε πως βρίσκεται στο χείλος του τάφου, ζήτησε έναν συμβολαιογράφο για να συντάξει τη διαθήκη του»·
- είμαι στο χείλος της αβύσσου, βλ. φρ. είμαι στο χείλος του γκρεμού·
- είμαι στο χείλος της καταστροφής, βλ. φρ. είμαι στο χείλος του γκρεμού·
- είμαι στο χείλος του γκρεμού, βλ. φρ. βρίσκομαι στο χείλος του γκρεμού·
- είμαι στο χείλος του τάφου, βλ. φρ. βρίσκομαι στο χείλος του τάφου·
- τον φέρνω στο χείλος της αβύσσου, βλ. φρ. τον φέρνω στο χείλος του γκρεμού·
- τον φέρνω στο χείλος της καταστροφής, βλ. φρ. τον φέρνω στο χείλος του γκρεμού·
- τον φέρνω στο χείλος του γκρεμού, τον φέρνω σε πολύ δύσκολη θέση, τον φέρνω στα πρόθυρα της καταστροφής, ιδίως οικονομικής:  «με τις οικονομικές συμβουλές που του ’δινε, τον έφερε τον άνθρωπο στο χείλος του γκρεμού»·
- φτάνω στο χείλος της αβύσσου, βλ. φρ. φτάνω στο χείλος του γκρεμού·
- φτάνω στο χείλος της καταστροφής, βλ. φρ. φτάνω στο χείλος του γκρεμού·
- φτάνω στο χείλος του γκρεμού, βλ. φρ. βρίσκομαι στο χείλος του γκρεμού·
- φτάνω στο χείλος του τάφου, βλ. φρ. βρίσκομαι στο χείλος του τάφου.