Αφήγησις Λιβίστρου και Ροδάμνης
Συγγραφέας: Ανώνυμος
Πρόκειται για την εκτενέστερη, δομικά πολυπλοκότερη και τεχνικά αρτιότερη από τις πέντε βυζαντινές ερωτικές μυθιστορίες της παλαιολόγειας περιόδου (13ος-15ος αι.), ίσως και την παλαιότερη χρονολογικά. Η πλούσια χειρόγραφη παράδοσή της (σε πέντε κώδικες) περιλαμβάνει τρεις διαφορετικές διασκευές, αποτελώντας αδιάψευστο μάρτυρα της δημοφιλίας ενός κειμένου που σε μεγάλο βαθμό συνεχίζει και παράλληλα ανανεώνει, με πρωτοποριακές αφηγηματικές τεχνικές, καθώς και με άλλα στοιχεία, τη μακραίωνη μυθιστορ(ηματ)ική παραγωγή σε ελληνική γλώσσα.
Tina Lendari (επιμ.), Αφήγησις Λιβίστρου και Ροδάμνης (Livistros and Rodamne). The Vatican version. Critical edition with Introduction, Commentary and Index-Glossary [Βυζαντινή και Νεοελληνική Βιβλιοθήκη, 10], ΜΙΕΤ, Αθήνα 2007.
Εισαγωγή
Η έμμετρη μυθιστορία Λίβιστρος και Ροδάμνη είναι με διαφορά η εκτενέστερη (περίπου 4.400 στίχοι) και δομικά πολυπλοκότερη από τις πέντε βασικές μεσαιωνικές ερωτικές διηγήσεις που η έρευνα έχει τοποθετήσει στα χρόνια της δυναστείας των Παλαιολόγων (13ος-15ος αιώνας). Παρόλο που φαινομενικά είναι δύσκολο να αποδοθεί με συνοπτικό τρόπο η υπόθεσή της, παρακάτω επιχειρείται μια αδρή και όσο το δυνατόν πιο περιεκτική περίληψη των κύριων γεγονότων.
Δύο περιπλανώμενοι νέοι, ο Λίβιστρος, ρήγας της Λιβάνδρου, και ο Κλιτοβός, συναντιούνται και αφηγούνται αμοιβαία την ιστορία τους: ο Λίβιστρος είδε σε όνειρο ότι θα ερωτευτεί τη Ροδάμνη, κόρη του Χρυσού, βασιλιά του Αργυρόκαστρου. Αναζητώντας την φτάνει, ύστερα από δίχρονη περιπλάνηση, στον προορισμό του, όπου αρχίζει να στέλνει «πιττάκια» (δηλαδή ραβασάκια, ερωτικά γράμματα) στην κοπέλα. Η ανταλλαγή των επιστολών καταλήγει σε συμβολική ανταλλαγή δαχτυλιδιών και συνάντηση των νέων, όμως εμφανίζεται ο βασιλιάς της Αιγύπτου Βερδέριχος, διεκδικώντας την πριγκίπισσα. Η λύση δίνεται σε μια κονταρομαχία που αναδεικνύει νικητή τον ήρωα, ο οποίος παντρεύεται τη Ροδάμνη και ανακηρύσσεται συναυτοκράτορας. Μετά από δύο χρόνια η ευτυχία του ζευγαριού διακόπτεται, όταν ο μεταμφιεσμένος Βερδέριχος, με τη βοήθεια μιας γριάς μάγισσας, δίνει στον Λίβιστρο ένα δαχτυλίδι που τον σκοτώνει και κλέβει τη Ροδάμνη. Ωστόσο, ο θάνατος του ήρωα είναι φαινομενικός· συνέρχεται, όταν του βγάζουν το δαχτυλίδι, και αρχίζει να αναζητά τη γυναίκα του. Στο σημείο αυτό ξεκινά η διήγηση του Κλιτοβού: η κρυφή ερωτική του σχέση με την ξαδέλφη του Μυρτάνη, κόρη του βασιλιά της Αρμενίας και παντρεμένη με έναν Πέρση, αποκαλύπτεται και εκείνος οδηγείται στη φυλακή, απ’ όπου δραπετεύει με τη συνδρομή της αγαπημένης του. Τώρα έχει συναντήσει τον Λίβιστρο και αποφασίζει να τον συνοδεύσει στην αναζήτηση της Ροδάμνης. Η μάγισσα που είχε συνδράμει στην απαγωγή τούς βοηθά να φτάσουν στην Αίγυπτο· εκεί το ζευγάρι ξανασμίγει και επιστρέφει στο Αργυρόκαστρο, όπου η Μελανθία, αδελφή της Ροδάμνης, την οποία είχαν υποσχεθεί στον Κλιτοβό, πεθαίνει, οπότε ο τελευταίος αποφασίζει να επιστρέψει στην πατρίδα του. Βρίσκει τη Μυρτάνη χήρα πια και ενώνεται ανεμπόδιστα μαζί της. Όλα τα παραπάνω εντάσσονται σε ένα ευρύτερο αφηγηματικό πλαίσιο, στο οποίο ο Κλιτοβός εξιστορεί αναδρομικά στη Μυρτάνη τις περιπέτειες.
Η πλούσια χειρόγραφη παράδοση του έργου αποτελεί αδιάψευστο μάρτυρα της μεγάλης διάδοσής του. Το κείμενο σώζεται, ολοκληρωμένα ή στο μεγαλύτερο μέρος του, σε πέντε χειρόγραφα που καλύπτουν ένα χρονικό διάνυσμα ενάμιση περίπου αιώνα (μέσα 14ου-αρχές 16ου αιώνα)· ακόμη, υπάρχουν διάσπαρτα αποσπάσματα και σε άλλους κώδικες. Με βάση τις σημαντικές θεματικές και υφολογικές αποκλίσεις αλλά και τη διαφορετική έκτασή τους, τα χειρόγραφα κατατάσσονται σε τρεις ομάδες, αντιπροσωπεύοντας ισάριθμες διασκευές: διασκευή α, διασκευή Εσκοριάλ (E) και διασκευή Βατικανού (V).
Η πολύπλοκη αυτή παράδοση του κειμένου σε συνδυασμό με τη συγκριτικά μεγάλη έκταση, και κυρίως η αταίριαστη με το εθνικό πνεύμα της εποχής (τέλη 19ου-αρχές 20ού αιώνα) ερωτική θεματική του φαίνεται ότι δεν επέτρεψαν στο παρελθόν τη νηφαλιότερη ενασχόληση με ποικίλα γραμματολογικά ζητήματα (Αγαπητός 1996, 25-26), διαιωνίζοντας, κατά συνέπεια, παρανοήσεις που ευτυχώς στην εποχή μας αναθεωρούνται. Παρ’ όλα αυτά, διάφορα θέματα εξακολουθούν να αποτελούν πεδίο διχογνωμίας των μελετητών.
Πρώτα-πρώτα, τα αλληλένδετα προβλήματα της χρονολόγησης και του τόπου συγγραφής· οι περισσότεροι φιλόλογοι, βασισμένοι στη συνάφειά του με τις άλλες δύο πρωτότυπες ερωτικές μυθιστορίες (Καλλίμαχος, Βέλθανδρος), τοποθετούν τον Λίβιστρο στον 14ο αιώνα (Λεντάρη 2007, 1256), συνδέοντάς τον με την πρωτεύουσα της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Από την άλλη, προτείνεται μια πρωιμότερη χρονολόγησή του στα μέσα του 13ου αιώνα, συγκεκριμένα μεταξύ 1240-1260 (Αγαπητός 1993, 97-134, ιδίως 130-131), συνοδευόμενη και από μια χωρική μετατόπιση στην αυτοκρατορία της Νίκαιας (Αγαπητός 2004, 131 και 152). Κατά τ’ άλλα, η –και παλιότερα προτεινόμενη– όψιμη χρονολόγησή του στον 15ο αιώνα, πιθανότατα σε φραγκοκρατούμενο έδαφος, όπως π.χ. η Ρόδος (Κρουμπάχερ 1900, 159), με ανανεωμένα ωστόσο επιχειρήματα (Μιχαηλίδης 1993, 148-155), είναι μάλλον αβάσιμη. Όπως και να έχει, τα παραπάνω ζητήματα παραμένουν ανοιχτά.
Επιπλέον, η ανωνυμία του έργου δεν αφήνει και πολλά περιθώρια για εικασίες σχετικά με τον συγγραφέα, ειδικά από τη στιγμή που και ο τόπος σύνθεσης παραμένει ουσιαστικά άγνωστος. Εντούτοις, οι παρωχημένες αντιλήψεις για την υποτιθέμενη λαϊκότητα και την αφέλεια του δημιουργού (Κρουμπάχερ 1900) έχουν αντικατασταθεί από τη βεβαιότητα για τη λογιοσύνη και την πρωτοφανή επιδεξιότητά του όσον αφορά στις ποιητικές επιλογές και, προπαντός, την εκτέλεσή τους (βλ. Αγαπητός 1993 και 1996).
Έτσι, η ποιητική του έργου είναι άκρως ενδιαφέρουσα και στοιχειοθετείται πάνω σε ένα αυστηρά αρχιτεκτονημένο σχέδιο, με περίπλοκες όσο και πρωτοποριακές αφηγηματικές τεχνικές – ανάμεσά τους και η αρχή in medias res, που δεν απαντά σε κανένα άλλο έργο του είδους (Αγαπητός 1993, 103). Η σημαντικότερη, πάντως, καινοτομία είναι η διήγηση-πλαίσιο που εντάσσει μια σειρά από εγκιβωτισμένες αφηγήσεις, τεχνική που χρησιμοποιείται στην ανατολική αφηγηματική μυθοπλασία της εποχής (Αγαπητός 2004, 133). Η τεχνική αυτή αποδεικνύεται ιδιαίτερα αποτελεσματική στην παρουσίαση των παράλληλων ιστοριών, καθώς ο Λίβιστρος διαφοροποιείται από τα υπόλοιπα κείμενα της ομάδας και στο ότι η υπόθεσή του διαρθρώνεται γύρω από δύο ερωτικά ζευγάρια και όχι ένα. Σημαντικό, επίσης, ρόλο διαδραματίζουν τα όνειρα, όπως και τα «πιττάκια» και «καταλόγια», δηλαδή τα ενσωματωμένα ερωτικά γράμματα και τα τραγούδια (Αγαπητός 1996, 25-42). Τα ένθετα αυτά στοιχεία, ενίοτε συνθεμένα σε διαφορετικό μέτρο από τον δεκαπεντασύλλαβο της αφήγησης, αναδεικνύουν τον ανώνυμο δημιουργό σε άριστο γνώστη της νεοελληνικής μετρικής και αποτελούν εξαίρετα δείγματα της ισχνής, κατά τ’ άλλα, λυρικής ποίησης των βυζαντινών.
Στο πλούσιο ρεπερτόριο του κειμένου ανιχνεύονται, ακόμη, υπολείμματα προφορικού ύφους που συνυφαίνονται αριστοτεχνικά με τις περίπλοκες αφηγηματικές τεχνικές, καθώς και άφθονα λατινικά/φραγκικά στοιχεία. Τα πρώτα δημιουργούν την εντύπωση/ψευδαίσθηση μια προφορικής σύνθεσης/εκτέλεσης (Αγαπητός 1993, 103), ενώ τα δεύτερα θεμελιώνουν έναν έντονο, αλλά επιτηδευμένο, λατινισμό, μια μοναδική περίπτωση βυζαντινού «εξωτικού δυτικισμού», όπως έχει ερμηνευθεί (Αγαπητός 1993, 110-111 και 2004, 142-143).
Γενικά, σε αντίθεση με τα παλιότερα πορίσματα της έρευνας, σήμερα αναδύεται ο βυζαντινός/ελληνικός χαρακτήρας του έργου. Προς την κατεύθυνση αυτή, υπογραμμίζεται η δομική, θεματική και υφολογική συγγένεια με τα λόγια μυθιστορήματα της κομνήνειας εποχής (Αγαπητός 1993, 101-117), ιδιαίτερα με το έργο του Ευστάθιου (ή Ευμάθιου) Μακρεμβολίτη Τα καθ’ Υσμίνην και Υσμινίαν, και σε γενικές γραμμές υποδεικνύεται η «συνάφειά του με την παλαιότερη μυθιστορηματική παράδοση» (Λεντάρη 2007, 1256). Επιμέρους στοιχεία, όπως ο συντηρητικότερος –σε σχέση με τις υπόλοιπες παλαιολόγειες μυθιστορίες– χειρισμός του ερωτισμού (Αγαπητός 1996, 40-41), συμπληρώνουν τον πολυποίκιλο καμβά του Λίβιστρου, ενισχύοντας παράλληλα τον δεσμό του με τα προγενέστερα (λόγια) βυζαντινά μυθιστορήματα – στοιχείο που ίσως συνηγορεί στην πρώιμη χρονολόγησή του.
Μέχρι πρόσφατα οι εκδόσεις του κειμένου υπήρξαν λίγες, ξεπερασμένες, και όχι ιδιαίτερα ικανοποιητικές· προηγήθηκε η έκδοση του Μαυροφρύδη (1866) και ακολούθησε εκείνη του Wagner (1881)· και οι δύο βασίζονται σε έναν χειρόγραφο μάρτυρα, όμως όχι τον ίδιο. Αντίθετα, η Lambert (1935) αξιοποιεί τον συνδυασμό περισσότερων χειρογράφων, γι’ αυτό και η έκδοσή της παρέμεινε για μεγάλο χρονικό διάστημα η μοναδική σύγχρονη, κερδίζοντας τη φήμη της αξιοπιστίας, μολονότι η εργασία της βαρύνεται από σοβαρά σφάλματα, τουλάχιστον με τα σύγχρονα εκδοτικά κριτήρια (βλ. Lendari 2007, 63-64). Σήμερα, παρά τον μακροχρόνιο παραγκωνισμό του, ο Λίβιστρος, μετά την ορθή επαναξιολόγησή του, φαίνεται να κερδίζει το χαμένο έδαφος και στο επίπεδο των εκδόσεων. Από την άποψη αυτή, πλέον αποτελεί την πιο ευνοημένη και προβεβλημένη μεσαιωνική ερωτική αφήγηση, καθώς αξιώθηκε δύο πρόσφατες και αξιόλογες κριτικές εκδόσεις από το ΜΙΕΤ: του Αγαπητού (2006), με βάση τη διασκευή α, και της Λεντάρη (Lendari 2007), με βάση τη διασκευή V. Η τελευταία διασώζει ένα πλήρες κείμενο –είναι το δεύτερο σε έκταση (4013 στίχοι) μετά το χφ. Εσκοριάλ– που διαπρέπει χάρη στην πλοκή και την ομοιογενή δημώδη γλώσσα του, γνωρίσματα για τα οποία κρίθηκε σκόπιμο να αποτελέσει την πηγή της παρούσας ανθολόγησης.
Συνοψίζοντας, η συγκεκριμένη μυθιστορία έχει μεγάλη αισθητική, ιστορική και γλωσσική αξία. Αποτελεί την πιο έντεχνη αφήγηση του είδους, που συμπυκνώνει, μεταξύ άλλων, τις λογοτεχνικές αρετές της αφηγηματικής ικανότητας και του λυρικού αισθητηρίου. Παράλληλα, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον ως καίριος συνδετικός κρίκος –αν ευσταθεί η άποψη ότι είναι η παλιότερη από τις δημώδεις μυθιστορίες– στη μακραίωνη μυθιστορ(ηματ)ική γενεαλογία, αλλά και ως μάρτυρας της γόνιμης συνομιλίας τόσο με τη δυτική όσο και με την ανατολική λογοτεχνία. Πίσω από τη σύνθεση του Λίβιστρου προβάλλει η σκιά ενός καλλιεργημένου και εξαιρετικά προικισμένου ποιητή.
Αποσπάσματα
Αυτοπαρουσίαση και αρχή των περιπετειών του Λίβιστρου (στ. 115-180)
Στους πρώτους εικοσιοκτώ στίχους δίνεται, σε μορφή προλόγου, το αφηγηματικό πλαίσιο της ιστορίας: ο Κλιτοβός πρόκειται να αφηγηθεί στη Μυρτάνη τις ερωτικές περιπέτειες του Λίβιστρου και της Ροδάμνης. Η εξιστόρηση αρχίζει από την απρόσμενη συνάντησή του με τον περιπλανώμενο και εξαιρετικά κατηφή πρωταγωνιστή, ο οποίος, αν και διστακτικός στην αρχή, πείθεται να εκμυστηρευτεί στον Κλιτοβό τα προσωπικά του παθήματα. Στο απόσπασμα που ακολουθεί, ο Λίβιστρος αυτοπαρουσιάζεται και κατόπιν διηγείται τα θαυμαστά περιστατικά που αποτελούν την αρχή των περιπετειών του.
115 | «Φίλε, εἰς τὴν χώραν τὴν ἐμὴν ἄνθρωπος ἤμην μέγας, τοπάρχης πλούσιος, φοβερός, καὶ εἰς τὴν ἀνδρεία μου τοιοῦτος, ὅσον νομίζω καὶ ὁ καιρὸς νὰ σὲ τὸ ἀναδιδάξη. Ἐνετρεφόμην εἰς χαράν, ἔζουν εἰς ἀθλιψίαν, εἴτι καλὸν καὶ ἐνήδονον ποτὲ νὰ οὐ μὴ μὲ λείπη. | |
|
f. 6v 120 |
Ἦτον καθόλου ἀδούλωτος ὁ νοῦς μου ἀπὸ τὸν πόθον, εἰς λογισμόν μου ἐνθύμησις ἀγάπης οὐκ ἐσέβην· ἔζουν ἀκαταδούλωτος καὶ μετ’ ἐλευθερίας, ἐρωτοακατάκριτος καὶ παρεκτὸς ἀγάπης. Ἀλλὰ καὶ μᾶλλον, φίλε μου, ποτὲ ἂν ἐπλανήθην |
|
125 | ἄνθρωπος ἐκ τὸ γένος μου καὶ ἀπὸ τοὺς ἐδικούς μου, εἰς τίτοιαν ποθοανάμνησιν ὁ νοῦς του νὰ ὑπεσέβην, πολλὰ τὸν ἐκατέκρινα, μυρία τὸν ἐμεφόμην καὶ οὐκ ἤξευρα ἡ τύχη μου ἐμὲν τὰ θέλει φέρειν. Καὶ μίαν ἡμέραν, φίλε μου, ἐβγαίνω εἰς τὸ κυνήγιν | |
|
f. 7r 130 |
μὲ τοὺς εμοὺς τοὺς συγγενοὺς καὶ μὲ τοὺς ἐδικούς μου· ἐξέβηκα διὰ παραδιαβασμὸν εἰς ὥραιον βουνίτσιν, ἀνεψηλάφουν πούπετε περδίκιν νὰ ἐπιτύχω, νὰ λύσω τὸ γεράκι μου, νὰ ἰδῶ ἂν ὑπαγαίνη. Ἐκεῖ ἐπαρεδιάβασα τὴν ὅλην τὴν ἡμέραν |
|
135 | εἰς κάμπους, εἰς παράπλαγα καὶ εἰς παραποταμίαν, καὶ πρὸς ἀργὰ τὸ δειλινόν, πρὸς πλήρωμαν ἡμέρας, εἰς δένδρου κλῶνον ηὕρηκα τρυγονοπούλια δύο ἐντάμα νὰ καθέζουνται καὶ νὰ καταφιλοῦνται. Καὶ δήνω τὸ γεράκι μου καὶ ἐβγάνω τὸ δοξάριν |
|
f. 7v 140 |
καὶ παρευθὺς ἐτόξευσα | τὸ ἕναν ἀκ τὰ δύο. Ὁ Λίβιστρος ἐθαύμασεν εἰς τὸ τρυγονοπούλιν. Καὶ εἶδα μυστήριον φοβερὸν εἰς τὸ τρυγονοπούλιν· ἅμα τὸ πέσει εἰς τὴν γῆν ἐκεῖνο τὸ ἐφονεύθην, τὸ ἄλλον εἰς ὕψος ἔδωκεν καὶ ἀνέβην εἰς τὰ νέφη |
|
145 | καὶ παρευθὺς ἐγύρισεν ἀπὸ τοσοῦτον ὕψος κ’ ἔπεσεν μὲ τὸ ταίριν <του> καὶ εὑρέθην φονεμένον. Καὶ εἶδα καὶ ἐξενίσθην το καὶ μέριμνα μὲ ἐσέβην. πολλὰ ἐσυνελυπήθηκα ἐκεῖνα τὰ πουλίτσα. Κράζω ἐγνήσιον συγγενὴν καὶ ἐρώτουν τον δι’ ἐκεῖνο, |
|
150
f. 8r | τὸ τί ’χεν καὶ ἐφονεύτηκεν καὶ ἐκεῖνο μὲ τὸ ἄλλον. Καὶ ὡς ἔμαθα ἐκ τοῦ πράγματος ὁ συγγενής μου ἐκεῖνος | < ***> εἶπε με λόγους φρόνιμους, μυστήρια τῆς ἀγάπης, δεσμοὺς τοὺς ἔχει ὁ ἔρωτας καὶ ἀχώριστον ἀγάπην: «Καὶ πάλιν ἐὰν σὲ διηγηθῶ διὰ τὸ πουλὶν τὸ εἶδες, |
|
155 | τὸν νοῦ σου τὸν ἀδούλωτον μέριμνα νὰ δουλώση, τοῦ ἔρωτος τὴν δύναμιν νὰ μυριομεγαλύνης». Ὁ συγγενής του λέγει τον μυστήρια τῆς ἀγάπης Καὶ ὁκάποτε ἐπεχείρησεν νὰ μὲ ἀναδιδάξη τοῦ ἔρωτος τὰ μυστήρια, τὰ δείχνει εἰς τὴν ἀγάπην: |
|
160
f. 8v | «Βλέπεις ἐτοῦτο τὸ πουλίν;» λέγει διὰ τὸ τρυγόνιν, «Πάντης εἰς ὕψος πέτεται καὶ εἰς ἀέραν τρέχει καὶ εἰς πᾶν δέντρον κάθεται νὰ ἔχη χλωρὰ τὰ φύλλα· ἂν φονευθῆ τὸ ταίριν του καὶ μόνον του | ἀπομείνη, ποτὲ εἰς δενδρὸν οὐ κάθεται, νὰ ἔχη χλωρὰ τὰ φύλλα, |
|
165 | νερὸν καθάριον ἐκ πηγῆς ποτὲ οὐ γεύεταί το· πάντα εἰς πέτρα κάθεται, θρηνεῖ καὶ οὐχ ὑπομένει, πάντα νὰ κλαίη, να πενθῆ μετὰ μοιρολογίων. Καὶ μὴ θαυμάσης τὸ πουλί, τὸ αἰστάνεται καὶ βλέπει, ἀλλὰ ἰδὲ καὶ θαύμασε τὸ δέντρον τὸ φοινίκιν, |
|
170
f. 9r | πῶς ἂν οὐκ ἔχη ἀρσενικὸν τὸ θηλυκὸν φοινίκιν ποτὲ οὐ καρπεύει ἀπὸ τὴν γῆν, πάντα θλιμμένον ἔναι. Καὶ ἄφης αὐτὸ καὶ θαύμασε τὸν λίθον τὸν μαγνήτην πῶς ἕλκει ἀπὸ τὸν πόθον του τὴν φύσιν τοῦ σιδέρου. Θαύμασον καὶ τὸ ὀψάριον | τὴν σμύρναν τῆς θαλάσσου |
|
175 | πῶς ἀπὸ κάτω ἀπὸ βυθὸν διὰ πόθον ἀνεβαίνει καὶ μὲ τὸν ὄφιν σμίγεται δι’ ἐρωτικὴν ἀγάπην. Ξενίστησε τὸν ποταμὸν ὃν λέγουσιν Ἀλφεῖον, πῶς τὸ θαλάσσιον πέλαγος τοσοῦτον παρατρέχει καὶ πρὸς τὴν λίμνην ἔρχεται τὴν παρὰ Σικελίαν, |
|
180 | καὶ εἰς ἐκείνην κατηντεῖ, τίς οἶδεν τοιοῦτον πράγμα! |
|
- Δεν βρέθηκαν εικόνες
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Ο Λίβιστρος πληροφορείται στο όνειρό του από έναν μάντη το μέλλον του (στ. 497-511)
Στους στίχους που παραλείπονται μεταξύ αυτού και του προηγούμενου αποσπάσματος (στ. 181-496), κεντρικό επεισόδιο είναι το πρώτο όνειρο του Λίβιστρου, στο οποίο ο πρωταγωνιστής μεταφέρεται στο βασίλειο του Έρωτα (Ερωτοκρατία)· εκεί δηλώνει την υποτέλειά του τόσο στον Πόθο και στην Αγάπη όσο και στον ίδιο τον βασιλιά Έρωτα, ο οποίος του υπόσχεται τη Ροδάμνη, κόρη του βασιλιά Χρυσού. Στη συνέχεια, ο Λίβιστρος οδηγείται μπροστά σε κάποιον μάντη, που οι προφητείες του περιέχονται στο ακόλουθο απόσπασμα.
| < ***> Καὶ κατὰ πρῶτον λέγει με τοῦτο τὸ καταλόγιν: «Λίβιστρε, γῆς Λατινικῆς, ἄρχον, τοπάρχα μέγα, διὰ Ροδάμνην δέσποιναν, τὴν ἐρωτοκουρτέσαν» |
|
500 | δεσπότης ἄλλος νὰ γενῆς γῆς Ἀργυροῦ τοῦ κάστρου, Χρυσόν, πατέραν καὶ λαμπρὸν τῆς κόρης τῆς Ροδάμνης, νὰ διαδεχθῆς τὰς χώρας του καὶ νὰ τὰς ὑποτάξης. Καὶ μετὰ χρόνου διάστημα νὰ χάσης τὴν Ροδάμνην ἀπὸ γυναίκας δολερᾶς, τῆς κακομάγου γραίας, |
|
505 f. 22r | καὶ πάλι εἰς ἀναζήτησιν τῆς κόρης νὰ ἐξέβης· δίχρονον θέλεις περπατεῖν | ἕως ὅτου νὰ τὴν εὕρης καὶ ἀφὸ τὴν εὕρης ἐκ καλοῦ φίλου σου συνεργίαν, μετὰ καιροῦ διάστημα, μετὰ πολλῆς τῆς λύπης, πάλιν αὐθέντης νὰ σταθῆς μετὰ λαμπρᾶς τῆς κόρης |
|
510 | καὶ νὰ συναποθάνετε αὐθέντες ἑνωμένοι». Ἐλάλησεν τὰ μέλλοντα καὶ ἀναψυχὴν ἐπῆρα. |
|
- Δεν βρέθηκαν εικόνες
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Ο Λίβιστρος στέλνει το πρώτο γράμμα (πιττάκι) στη Ροδάμνη (στ. 1068-1102)
Τα παραλειπόμενα επεισόδια περιλαμβάνουν άλλα δύο όνειρα του πρωταγωνιστή καθώς και μια σειρά από πυκνά γεγονότα που τελικά τον οδηγούν σε δίχρονη περιπλάνηση και αναζήτηση της Ροδάμνης. Ο Λίβιστρος, λοιπόν, κατασκηνώνει με τη συνοδεία του (100 άντρες) έξω από το Αργυρόκαστρο, το οποίο περιγράφεται λεπτομερώς –έχουμε δηλαδή μια έκφραση, μοτίβο πολύ συνηθισμένο στις ερωτικές μυθιστορίες της περιόδου–, και κερδίζει μέσω ενός συνοδού του την εύνοια του ευνούχου της κόρης. Μετά από παρότρυνση του φίλου αυτού, ο ήρωας αποφασίζει να στέλνει με το τόξο του γράμματα (πιττάκια) στη Ροδάμνη, προκειμένου να κατακτήσει την καρδιά της. Το ανθολογούμενο απόσπασμα σηματοδοτεί την έναρξη των ερωτοτροπιών ανάμεσα στους δύο πρωταγωνιστές, με την αποστολή της πρώτης ερωτικής επιστολής.
| Πρῶτον πιττάκιν τὸ ἔγραψεν ὁ Λίβιστρος τὴν κόρην «Ἀν ἀστοχήσης τὸ πουλίν, ὡραία μου σαΐτα, |
|
1070 | νὰ ἔναι πολλὰ παράξενα τὰ χέρια τοῦ τοξότου· ἐὰν δὲ ἀνθρώπου μοναχοῦ καρδίαν ἐπιτύχης, τύχη καὶ κόρη ἔμορφη ὁποὺ πάσχω ἐγὼ δι’ αὐτήναν, εἰς τὴν καρδίαν της νὰ σεβῆ τὸ τόξον τῆς ἀγάπης». Καὶ πάλιν ἐμετέγραψεν πρὸς κόρην τὴν Ροδάμνην |
|
f. 44r 1075 |
Ἐπλήρωσα | τὰ γράμματα, ἐβγαίνω ἀπὸ τὴν τέντα, γεμώζω τὸ δοξάρι μου, προσέχω τὸ κουβούκλιν, ἐσχηματίστην διὰ πουλὶν καὶ σύρνω τὴν σαγίταν καὶ ἀπέσω ἐκατήντησε εἰς τὸν ἡλιακὸν τῆς κόρης. Καὶ κατεσκόπουν τὸν καιρὸν τοῦ πόθου τῆς ὡραίας |
|
1080 | καὶ τῆς ἀγάπης τὴν ἀρχὴν πῶς νά ’μπω ἐμελέτουν. «Πάντως ἐκενοτόμησα δίχρονον ἤδη τώρα, τόπους πολλοὺς ἀνέδραμα καὶ ἀνάγκας ὑπεστάθην, ηὕρηκα τὸ εἶχα θέλημα μὲ τὰς πολλὰς ὀδύνας, ἐπίτυχεν τὸ ὀρέγετον ὁ νοῦς μου μετὰ βίας! |
|
1085
f. 44v | Πῶς ἀπεδὰ νὰ ἄρξωμαι μυστήρια τῆς ἀγάπης, μυστήριον ὑπεράπειρον – ποῖον νὰ τὸ θαρρέσω; Πρῶτον νὰ πέψω μηνυτήν – καὶ εἰς τίνα νὰ τὸν πέψω; Νὰ γράψω πάλιν γρά | μματα – καὶ τίς νὰ τὰ ἀναγνώση; Καὶ τίς νὰ ἀρκέψη τὴν γραφήν, τίς νὰ τὴν πῆ τὸ πράγμα; |
|
1090 | Ἐπεὶ ἔναι κενόδοξος, μὴ θυμωθῆ ἐκ τοῦ λόγου; Ἡ κόρη οὐκ ἐγνωρίζει με, τίς εἶμαι οὐδὲν ἠξεύρει, φοβοῦμαι τὰ συβάματα, μὴ πέσω εἰς ἀστοχίαν καὶ χάσω τὰς ἐλπίδας μου, τὸ διάστημα καὶ μάκρος, τὰς λύπας τὰς ἀμέτρητας τὰς ἔπαθα δι’ αὐτήναν! |
|
1095 | Ἀλλὰ νομίζω τοῦ Ἔρωτος νὰ μὴ ψευστῆ τὸ στόμα, θαρρῶ εἰς τὰ μὲ ὑπεσχέθηκεν, νὰ τὴν κατατοξεύση, νὰ μὲ συδράμη εἰς πόθον της, νὰ δουλωθῆ εἰς ἐμένα. Λοιπὸν νὰ γράψη πρὸς ἐμέ, τοῦτο οὐδὲν ἁρμόζει· λοιπὸν ἐμὲν ἐνδέχεται ἐκ πρώτης νὰ τὴν γράψω |
|
1100 f. 45r | καὶ ἂν τὸ δέξεται εὐτύχησα μεγάλως εἰς τὸν κόσμο· εἰδὲ καὶ δὲν τὸ | δέξεται, πάλιν νὰ δευτερώσω, νὰ γράψω τρία καὶ τέσσερα ὥστε ἀρχὴν νὰ ποίσω. |
|
- Δεν βρέθηκαν εικόνες
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Η Ροδάμνη διαβάζει τα (δύο) πρώτα γράμματα του Λίβιστρου (στ. 1107-1162)
Το βέλος με το γράμμα καταλήγει στα χέρια των υπηρετριών της Ροδάμνης, οι οποίες τσακώνονται μεταξύ τους για το ποια θα το πρωτοδιαβάσει. Η κυρία τους το διαβάζει, τις ρωτά από ποιον προέρχεται και, αφού περιφέρεται στα τείχη του κάστρου, αντικρίζει τον Λίβιστρο αναγνωρίζοντας ότι αυτός είναι ο αποστολέας. Ακολουθεί η δεύτερη επιστολή του Λίβιστρου. Όλα τα παραπάνω γεγονότα περιλαμβάνονται στο παρακάτω απόσπασμα.
| Βλέπω τῆς κόρης τὸ κελίν, προσέχω τὸ κουβούκλιν καὶ μέσα εἰς τὸν ἡλιακὸν θωρῶ τὰς ὡραιωμένας διὰ τὸ βεργὶν νὰ μάχουνται ποία νὰ τὸ κρατήση, |
|
1110
f. 45v | ἡ μία τὸ ἐκράτειεν καὶ ἡ ἄλλη νὰ τὸ δράχνη καὶ εἶχαν ὅλες ταραχὴν τὸ ποία νὰ τὸ ἐπάρη. Γίνεται κάποτε σιγή, στένουνταιν οἱ φουδοῦλες, κρατεῖ ἡ μία τὸ βεργὶν καὶ οἱ ἄλλες ἤβλεπάν το· καὶ ἀφοῦ | τὰ ἐνεγνώσασιν, ὅλες ἐντάμα τρέχουν |
|
1115 | καὶ εἰς τὸ κουβούκλι ἐσέβησαν ἀπέσω τῆς ὡραίας διὰ νὰ ἰδοῦσιν τὸ βεργὶν τί ἔγραφεν ἀπέξω. Καὶ ὡς εἶδεν ὅτι μάχουνται, ἀνερωτᾶ ἡ Ροδάμνη, τὸ τί ἔναι τὸ δικάζουνται πάλιν ζητεῖ νὰ μάθη. Καὶ τὸ βεργὶν τὸ εὑρήκασιν γραμμένον, δείχνουσίν το· |
|
1120 | ἁρπάζει, ἀναγινώσκει το, θωρεῖ, ἀναψηλαφᾶ το καὶ ἀφότου εἶδεν κ’ ἔμαθεν τί γράφει εἰς τὴν σαγίτα, ἐρώτησεν διὰ τὸ βεργὶν τίνος καὶ πόθεν ἔναι· καὶ εἶπαν την ὡς δι’ αὐτό, πόθεν καὶ πῶς εὑρέθη. Ὡσὰν ἐπεμειδίασεν καὶ πάλι παραγγέρνει: |
|
f. 46r 1125 |
«Προσέξετε καταλεπτόν, | μάθετε τίνος ἔναι!» Ἐπαίρνει ἡ κόρη τὸ βεργίν, καμμίαν οὐδὲν τὸ δίδει, κρατεῖ το εἰς τὸ χέρι της, θεωρεῖ τὰ γράμματά του καὶ συχνοεπαρέγγερνεν τίς τὸ ἔριψεν νὰ μάθη. Καὶ μετὰ ὥραν ὀλιγὴν ἐξέβην ἡ Ροδάμνη, |
|
1130 | νὰ παίζη ἐκεῖνο τὸ βεργίν, νὰ συχνοασχολῆται, νὰ πορπατῆ ἡ πανεύγενος τὸ τείχωμα τοῦ κάστρου, νὰ ἔναι καὶ οἱ βαΐτσες της ὁμοῦ καὶ ὁ εὐνοῦχος. Βλέπει, προσέχει τὸ βεργὶν καὶ ἐμὲν ἀνατρανίζει καὶ πρὸς τὸν εὐνουχόπουλον νὰ συντυχαίνη ὁκάτι· |
|
1136 1135 f. 46v | τὸ τίνος ἦτον τὸ βεργὶν ἐκατεγνώρισέν το. Καὶ ἐγὼ ἀπὸ τοῦ σχήματος ἐγνώρισα τὴν κόρην· καὶ πρὸς | πιττάκιν ὅρμησεν ὁ νοῦς μου νὰ τὴν γράψω καὶ ἄκουσε τί ἔγραψα, φίλε μου, εἰς τὸ πιττάκιν. Ὁ Λίβιστρος γράφει πρὸς τὴν Ροδάμνην |
|
1140 | «Νομίζω ἐὰν ἐκατέμαθεν δι’ ἐμέναν ἡ ψυχή σου, ἐὰν ἔμαθες τὸ τίς εἰμαι καὶ διὰ τίναν πάσχω, ἂν ἦτον πούπετε ἄνθρωπος νὰ σὲ πληροφορέση τὸ πόσου χρόνου διάστημα παρέδραμα διὰ σένα, πόσους κιντύνους ἔπαθα καὶ ἀνάγκας ὑπεστάθην, |
|
1145
f. 47r | τί πράγματα ἐσυνέβησαν ’ς ἐμὲν ὡς διὰ σέναν, πέτρας ἐὰν εἶχες αἴσθησιν καὶ σίδηρον καρδίαν, νομίζω νὰ εἶχες διαρραγῆν, νὰ μὲ ἐψυχοπονούσου· νῦν δὲ τινὰν οὐδέν ἐχω διὰ νὰ σὲ τὰ συντύχη, ἔρωταν ἔχω μοναχό, | τάχα θαρρῶ εἰς ἐκεῖνον, |
|
1150 | ἐλπίζω εἰς τοὺς λόγους του καὶ εἰς τὰ μὲ ὑποσχέθην, νὰ ἀνοίξη τὴν καρδίτσα σου καὶ τὴν ψυχή σου νὰ εὕρη, νὰ ρίξη πόθου σταλαγμόν, νὰ πέσης εἰς ἀγάπην, ὅτι ἐγὼ τινὰν οὐδέν ἐχω τὸ νὰ σὲ ἐγκαλέσω, καὶ πίστευσε, ἡ καρδία μου σφάζεται διὰ σένα. |
|
1155 | Ἄρτι ἰδέ την τὴν γραφὴν καὶ γνώριζε τὸ πάσχω γνώριζε κόρη τὸ χαρτὶν καὶ ἂς τὸ ἀναγνώση ὁ νοῦς σου· δίχρονον ἤδη περπατῶ διὰ πόθον ἐδικό σου». Ἔγραψα, φίλε, τὴν γραφήν, δένω την μὲ γατάνιν, καὶ πάλιν ὥραν σωχρασμοῦ, πάλιν ἀρχὴν ἑσπέρας |
|
1160 | σύρνω σαγίταν ἔμορφα ὁμοῦ μὲ τὸ πιττάκιν καὶ ἐδόξευσα καὶ ἔπεσεν ’ς τὸν | τόπον ὁποὺ ἐγάπουν, ὀμπρὸς εἰς τὸν ἡλιακόν, ’ς τὴν πόρταν τοῦ κελιοῦ της. |
|
- Δεν βρέθηκαν εικόνες
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Η ερωτική πολιορκία της Ροδάμνης από τον Λίβιστρο επιτείνεται (στ. 1324-1415)
Μετά την αποστολή και του δεύτερου γράμματος, ο έμπιστος ανώνυμος φίλος του ήρωα τον επισκέπτεται διαβεβαιώνοντάς τον για την αμέριστη στήριξη του ευνούχου. Σ’ ένα καινούριο αφηγηματικό επίπεδο ο ευνούχος μάς μεταφέρει το όνειρο της Ροδάμνης και την εντολή του θεού Έρωτα να δεχτεί η κοπέλα την αγάπη του Λίβιστρου. Η τρίτη επιστολή στην κοπέλα σηματοδοτεί και την επιστροφή στο προηγούμενο αφηγηματικό επίπεδο (διηγείται και πάλι ο Λίβιστρος), ενώ ακολουθεί διάλογος μεταξύ Ροδάμνης και ευνούχου, στον οποίον η κοπέλα προσποιείται ότι αγνοεί την ταυτότητα του αποστολέα. Το ανθολογούμενο απόσπασμα εστιάζει σε δύο νέες επιστολές του ήρωα· ο καινούριος διάλογος της κοπέλας με τον ευνούχο παρακινεί τον τελευταίο να διαβιβάσει στον ήρωα τη θετική της ανταπόκριση στην ερωτική πολιορκία, προτρέποντάς τον σε επίταση της συγγραφής επιστολών. Το απόσπασμα κλείνει με ένα τραγούδι των υπηρετριών, το οποίο ουσιαστικά αναδιηγείται τα παθήματα (αλλά και τις επιστολές) του Λίβιστρου.
| Πάλιν γραφὴν ἀντέγραψεν ὁ Λίβιστρος τον Ἔρων |
|
1325 | «Ἔρω μου, τὰς κακώσεις μου ἃς ἔπαθα εἰς τὸν κόσμον, νομίζω νὰ τὰς μνήσκεσαι καὶ νὰ τὰς ἐνθυμῆσαι, ὅλας γνωρίζεις, ἔχεις τας, καμμία οὐκ ἔλαθέ σε· ἐδὰ διὰ τὴν ὑπόσχεσιν τὴν ἐδική σου, Πόθε, χώραν καὶ πόλιν, τὴν ἐμὴν ἐφῆκα, βασιλείαν, |
|
1330
f. 54r | εἰς τὸ μὲ ὑποσχέθηκες ἔδραμα δι’ ἐκεῖνο, τὸν ἐμαυτό μου ἠμέλησα, φονεύομαι καθ’ ὥραν καὶ δίχρονον ἐπάσ | χισα πικρίας ἀναριθμήτους· ἔφθασα τώρα εἰς γλυκασμόν, τὸ μὲ εἶπες ηὕρηκά το. Πλὴν μετὰ τὴν ἀφήγησιν τὴν ἀγανακτισμένην, |
|
1335 | ηὕρηκα τὴν ἀγέρωχον, ἑξάμηνον ὑπάγει νὰ γράφουσι τὰ χέρια μου πιττάκια πρὸς ἐκείνην καὶ ἐκείνη νὰ μὴ δέχεται κανέναν ἀπ’ ἐκεῖνα. Ἐδὰ ἐγκαλῶ την εἰς ἐσέν, ποίησε τὸ ἁρμόζει· ὥσπερ ἐμὲν ἐδούλωσες εἰς Πόθον καὶ εἰς Ἀγάπην |
|
1340
f. 54v | καὶ εἶμαι δοῦλος πρὸς ἐσὲν καὶ οἰκεῖος πρὸς αὐτήναν, οὕτως καὶ αὐτήναν τόξευσε νὰ δουλωθῆ εἰς ἀγάπην. Ἔπαρε τούτην τὴν γραφὴν εἰς ὥραν μεσανύκτου, βάλε την εἰς τὰ στήθη της καὶ ἂς μείνη μετὰ κείνην | καὶ σύντυχέ την δι’ ἐμὲ νὰ βλέπη τὰς γραφάς μου· |
|
1345 | ἂς δέχεται πιττάκια μου, γραφάς μου ἂς ἀναγνώθη, ἂς μάθη διὰ τὸν πόθο μου καὶ ἀντίσηκον ἂς γράψη, νὰ ἰδῶ παρηγορία μου καὶ δίκαιον νὰ τὸ κρίνω· εἰδὲ ἐμὲν ἐδούλωσες εἰς πόθον καὶ εἰς αὐτήναν καὶ αὐτήναν οὐκ ἐδούλωσες εἰς πόθον καὶ εἰς ἀγάπην, |
|
1350 | τὴν ἀδιακρισίαν σου νὰ τὴν γεμώση ὁ κόσμος καὶ οἱ πάντες νὰ ἀποφεύγουσιν καὶ ὥσπερ ἐχθροί σου νὰ ἔναι». Πάλιν γραφὴν ἀπέστειλεν ὁ Λίβιστρος ’ς τὴν κόρη Ἔγραψα, φίλε, τὴν γραφήν, ἐτόξευσα καὶ ἐκείνην· ἐβγαίνει ὁ εὐνουχόπουλος, εἶδεν, ἐγνώρισέν την |
|
1355 f. 55r | καὶ πάλιν λέγει: «Ηὕρηκα, βασίλισσα, πιττάκιν!» «Δός με το», λέγει, «Βρέτανε». Δίδει το τὴν φου | δούλαν. Ἔλυσε μὲ τὰ χέρια της τοῦ πιττακίου τὸ δέμα, στέκει καὶ ἀναγνώθει το καὶ λέγει τὸν εὐνοῦχον: «Δός με καὶ τὸ ἄλλον τὸ χαρτίν, τὸ εἶχες παροπίσου· |
|
1360 | νὰ τὰ συγκρούσω βούλομαι, νὰ ἰδῶ διὰ ποίαν τὰ γράφει». Ἐβγάνει, δίδει την καὶ αὐτό, δένει τὰ δύο ἐντάμα, δίδει τα τὴν βαΐτσα της, τοιαῦτα τὴν ἐλάλειεν: «Ἀλίμονον τὸν ἂνθρωπον, τίς ἔναι οὐκ ἐγνωρίζω· πολλά ’ναι τὰ ἐπάσχισεν διὰ πόθον εἰς τὸν κόσμον, |
|
1365
f. 55v | πολλὰς πικρίας ὑπέμεινεν δι’ ἀγάπην ἡ ψυχή του, ἔπαθεν πόνους φοβεροὺς καὶ ἀνάγκας ὑπεστάθην. Μά τὴν ἀλήθειαν, ἤθελα τίς ἔναι νὰ τὸ ἠξεύρω καὶ διὰ τίναν τὰ πονεῖ, καὶ | νὰ τὸν ἐλυπούμην». Ἔδραξεν, ηὗρεν ἀφορμὴν ὁ εὐνοῦχος πρὸς τὴν κόρην |
|
1370 | καὶ τίτοια τὴν ἐσύντυχεν, τοιούτους λόγους εἶπεν: «Πόνει τοὺς θλίβει ὁ ἔρωτας, λυποῦ τοὺς φλέξει ὁ πόθος, συμπόνει τοὺς ἐπίκρανεν ἡ ἀγάπη ἀπὸ θυμοῦ της· γνώρισε, ἰδὲ καὶ τὰς γραφάς, μάθε διὰ τίναν ἔναι: οὐκ ἔναι διὰ καυχίτσα σου ἀλλὰ διὰ σέναν ἔναι· |
|
1375 | σκόπησε, αὐθέντρια μου, τὸ ὄνειρον τὸ εἶδες, τὸ διὰ τίναν σὲ ἔλεγεν ἰδέ, κατάμαθέ το». Ἤκουσεν τὸν εὐνοῦχον της ἡ κόρη, ἀναστενάζει, τὰ δάκρυά της ἔδραμαν, λόγους θλιμμένους εἶπεν: «Ὡσὰν τὸν οὐκ ἐδόξευσεν τὸ τόξον τῆς ἀγάπης, |
|
1380 f. 56r | ὡσὰν τὸν οὐκ ἐδέσμευσεν ὁ κεραυνὸς τοῦ πόθου· | ἔζησεν χρόνους ἔμνοστους, ἐνήδονας ἡμέρας· καὶ τὸν ἐκατετόξευσεν τὸ τόξον τῆς ἀγάπης καὶ τὸν ἐκατεφλόγισεν ὁ κεραυνὸς τοῦ πόθου, τοὺς χρόνους ὅσους ἔζησεν ἦτον μὲ τὴν ὀδύνην». |
|
1385 | Καὶ ἀφοῦ τὴν ἐσυνέτυχεν, ἡ κόρη ἐμετεστάθην καὶ ἀπέσω εἰς τὸν κοιτώνα της ἐσέβηκεν θλιμμένη, θλιμμένη πλήρης ἄπειρα διὰ πόθον τοῦ Λιβίστρου. Καὶ ὡς εἶδεν ὁ εὐνουχόπουλος τὴν κόρην ὅτι εθλίβη καὶ μετὰ πόθου ἐσέβηκεν ἀπέσω εἰς τὸ κλινάριν |
|
1390
f. 56v | τὸν ἄνθρωπό μου ἐλάλησεν, «Συγχαίρομαί σε», λέγει· «συνθλίβεται ἡ παράξενος τὸν πόθον τοῦ Λιβίστρου. Πάλιν ἀπόψα, πρόσεξε, ἄγωμε καὶ εἰπέ τον | νὰ μὴ ἀμελήση τὰς γραφάς, τὰ χέρια του νὰ γράφουν». Ἀλλ’ ἀπεδὰ ἐπαρέδραμεν τὸ πλέον τῆς ἡμέρας, |
|
1395 | εἶδα τὸν ἥλιον ἔκλινεν, ἐσίμωσεν ἡ ἐσπέρα, τὸ φέγγος ἐνετράνισα νὰ φέγγη εἰς τὸ κουβούκλιν. Και μετά ὥραν περισσὴν βλέπω καὶ τὴν φουδούλαν ἐμπρὸς τὸν εὐνουχόπουλον καὶ ὀπίσω δύο βαΐτσες, καὶ τραγουδίτσιν ἤρκεψαν νὰ λέγουν διατ’ ἐμένα. |
|
1400 | Οἱ βάιες τῆς ἐρωτικῆς τραγούδιν τραγουδοῦσιν «Ἄγουρος ἐκ τὴν χώραν του διὰ πόθον ὡραιωμένης αἰχμάλωτος ἐξέβηκεν καὶ μυριοτυραννεῖται. Θέλει ὁ στρατιώτης τὸ πονεῖ καὶ ἡ κόρη νὰ τὸ μάθη καὶ πῶς τὸ ’πεῖν οὐδέν ἐχει καὶ σφάζει τὸν ἑαυτό του· |
|
f. 57r 1405 |
στεναχωρεῖται, οὐκ ἠμπορεῖ, πνί | γεται ἐκ τὴν λύπην καὶ ἀπὸ τὴν βίαν τὴν πολλὴν τὸν Ἔρωταν τὸ λέγει: “Ἔρω, δυνάστα φοβερέ, πλήρωσον ὅσον θέλω”». Καὶ ἀφοῦ τὸ ἐκατέλεξαν μὲ ὥραν οἱ φουδοῦλες πάλιν ἀνθυποστρέψασιν καὶ ὑπᾶν εἰς τὸν κοιτώνα |
|
1410 | καὶ ἐγὼ τὸν πύργο νὰ θωρῶ, τὸν πύργον καὶ τὴν στράταν. Καὶ ὡς εἶδα ὅτι ἐπαρέδραμεν τὸ ἀρκετὸν τῆς ὥρας γυρίζω εἰς τὴν τέντα μου καὶ πέφτω εἰς τὸ κλινάριν μὲ κόπον καὶ μὲ λογισμὸν τὸ τί πάλε νὰ ποίσω. Νὰ κοιμηθῶ οὐκ ἠμπόρεσα, νὰ στέκω οὐκ ἦτον τρόπος, |
|
1415 | μόνον ὁ νοῦς μου νὰ σκοπῆ, μυρία νὰ φροντίζη· |
|
- Δεν βρέθηκαν εικόνες
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Η πρώτη συνάντηση των δύο ερωτευμένων νέων (στ. 1969-2075)
Στους περισσότερους από πεντακόσιους στίχους που έμειναν έξω από την ανθολόγηση, εντείνεται η επικοινωνία των δύο νέων, με ανταλλαγή πλέον ερωτικών γραμμάτων. Οι επιστολές της Ροδάμνης αποκαλύπτουν την αμφιθυμία της, καθώς το ύφος της είναι άλλοτε αυστηρό και θυμωμένο (επειδή πιστεύει ότι ο Λίβιστρος ξεπερνά κάποια όρια) και άλλοτε συμπονετικό. Κάποτε η ηρωίδα δεν μπορεί να αντισταθεί άλλο στα συναισθήματά της, έτσι κανονίζει μέσω του ευνούχου της την πρώτη συνάντηση στο πλαίσιο μιας δήθεν κυνηγετικής δραστηριότητας. Το μεταμεσονύχτιο τραγούδι της Ροδάμνης και των υπηρετριών της αντανακλά την αποδοχή του έρωτα του Λίβιστρου. Στο απόσπασμα διαβάζουμε τα συμφραζόμενα της πρώτης συνάντησης...
1970
f. 77v | Ὁκάποτε ἐφάνηκεν τὸ ἐρωτικὸν ἀστρίτσιν, εἶδα τὸν ἥλιον, ἤρξατο ἀπάρτι νὰ χαράζη· λαλῶ, ξυπνῶ παιδόπουλον νὰ στρώση τὸ φαρί μου, πολλὰ ὡραῖα καὶ λαμπρὰ τὸν ἐαυτό μου ἐποῖκα καὶ ἐγὼ λαμπρὰ ἐφόρεσα, πλήρης ἐξη | ρημένα. Καὶ ἀπὸ τότε ἐπρόσεχα τὴν στράταν καὶ τὸ διάβαν. |
|
1975 | Βλέπω τὴν κόρην τὴν αὐγὴν ἐδιέβην τὸ λιβάδιν, λιβάδιν πανεξαίρετον, μυριοδενδρογεμάτον. Καὶ ὡς τὴν εἶδα, ἐθαύμασα τὸ ἐξηρημένον κάλλος –εὐθὺς ὁ νοῦς μου ἐτράπηκεν ὁμοῦ καὶ ἡ ψυχή μου, φίλε μου, ἐκ τὴν ἐνθύμησιν τῆς ἡλιογεννημένης. |
|
1980 | Τὸ δάον τὸ ἐκαβαλίκευε χιονάτον ἦτον ἄσπρον, ἡ χιότη του ἐκρέμετον γεμάτη μὲ τὰς φοῦντες, μετάξια κοκκινόβαφα νὰ φέγγουν ὡς ἡ φλόγα. Λατινικὰ τὰ ροῦχα της ὑπήρχαν τῆς ὡραίας, ὁλόχρυσα καὶ ἀναβατά, πλήρης ὡραιωμένα. |
|
1985
f. 78r | ’Σ τό ’να της χέριν νὰ βαστᾶ πουλὶν ἡμερωμένον καὶ πιστακὸν τὸν ἤλεγαν καὶ ἀνθρωπινὰ ἐλάλειεν: «Δουλώνει ἡ κόρη τὰς ψυχάς, τῶν νέων τὰς καρδίας, ὁποὺ δι’ ἀγάπην περπατοῦν ἔξω ἀπὲ τὰ δικά των, | τοὺς ἀνατρέφουν τὰ βουνὰ καὶ οἱ ἐρημοτοπίες». |
|
1990 | Καὶ ἐφῆκα νὰ θαυμάζωμαι τὴν πάντερπνον ἐκείνην, τὸ κάλλος τὸ ἀμήχανον, τὸ ἐξαίρετον τὸ ἦθος, καὶ ἐξενιζόμουν τὸ πουλὶν πῶς ἐκατεδουλώθην καὶ ἀνθρωπινὰ ἐσυντύχαινεν πρὸς εὐθυμίαν τῆς κόρης. Καὶ ἀφὸν ἐδιέβην τὴν αὐγὴν ἡ κόρη τὸ λιβάδιν |
|
1995 | ἐφαίνετό με ἐκπαντὸς εἰς νέφη ἀπάνου τρέχω (οἷος γὰρ εἰς ἀσχόλησιν φαντάζεται φουδούλας πάντα τὰ πάσχει ἡγεῖται τα ὡσὰν νὰ μὴ τὰ πάσχη). Καὶ πάλιν, φίλε μου, καὶ ἐγὼ ὡραῖα τρεχάτος πάγω, ὡσοῦ νὰ τρίψης ὀφθαλμὸν εὑρέθηκα εἰς τὸν τόπον. |
|
f. 78v 2000 |
Ηὕρηκα τὸν εὐνοῦχον | <της> τῆς κόρης μοναχόν του, σκύφτω, περιλαμπάνω τον, γλυκέα καταφιλῶ τον. Καὶ ἀπὸ το χέρι μὲ κρατεῖ, ἤρξατο νὰ μὲ λέγη τῆς κόρης τὰ ἀφηγήματα, τὸν πόθον τῆς ψυχῆς της. Καὶ μετὰ ὥραν ἱκανὴν ἤκουσα τὴν ὡραίαν, |
|
2005 | ἐλάλειεν τὸν εὐνοῦχον της «Βρέτανε, ποῦ ’σαι, ἔλα!» Ἤκουσα τὴν παράξενον, ἐβγαίνω ἀπὸ τὸ δάσος νὰ ἔχω μεγάλην κατὰ νοῦν μάχην πολλὴν καὶ βίαν τί σχῆμα χαιρετίσματος, τί λόγους νὰ τὴν εἴπω, τὴν ὥραιαν <τὴν> πανέμορφον, πῶς νὰ τὴν χαιρετήσω |
|
2010
f. 79r | καὶ τί λόγον νὰ ἄρξωμαι νὰ πρέπη πρὸς ἐκείνην. Ὅμως ἐξέβην, εἶδα την, καὶ ἐκείνη ἐνδράνισέ με, ἐποῖκεν σχῆμαν ἐντροπῆς, πεζεύει ἀπὸ τὸ δάον, <***> καὶ ἀπὸ τὸ | χέριν τὴν κρατεῖ καὶ πρὸς ἐμὲ τὴν φέρνει. Ἤρχετον ἡ παράξενος καὶ ἐγὼ συναπαντῶ την, |
|
2015 | νὰ πάσχω, νὰ βουλεύωμαι πῶς νὰ τὴν χαιρετήσω καὶ ποίαν ἀρχὴν ἐρωτικῆς νὰ εἴπω συντυχίας. Τράχηλο κλίνω, προσκυνῶ καὶ ἐκείνη πρὸς ἐμένα καὶ ταῦτα τὴν ἐσύντυχα μετὰ θλιμμένου τρόπου: Ὁ Λίβιστρος ἐρωτικὰ τὴν κόρην συντυχαίνει |
|
2020 | «Ἔδε ψυχὴ ἀδιάκριτον τὴν ἔχεις πρὸς ἐμένα, ἔδε καρδίαν τὴν ἔθλιψες τὸ δίχρονον, τὸ πάσχω, τὴν ἐξορίαν τὴν ἄπειρον διὰ πόθον ἐδικὸ σου. Ὁ Πόθος καὶ ὁ Ἔρωτας τώρα συμπάθησέ με. Κἂν ὅσους πόνους ἔπαθα διὰ τὴν σὴν ἀγάπην, |
|
2025
f. 79v | κἂν δόξαν καὶ βασίλειον ἀφῆκα δι’ ἐσένα, κἂν δίχρονον ἐπάσχισα διὰ πόθον ἐδικό σου, ὅμως οὐδὲν | ἀπότυχα, τὸ ἐθάρρουν ηὕρηκά το θανάτου οὐκ ἔχω μέριμνα, πολλὰ εὐτυχὴς ὑπάγω». Ἐκείνη ἐχαμογέλασεν καὶ λέγει πρὸς ἐμένα: |
|
2030 | Ἡ κόρη ἀπιλογεῖται «Ὁποὺ εἰς ἐρωτοασχόλησιν ἄνθρωπος ἀπελπίση τὴν τύχην ἔχει συνεργόν, πολέμιον τὸν χρόνον καὶ δήμιον ἀμετάθετον τὴν μέριμναν τοῦ κόσμου. Ὅμως ἂς ἔχη χάριτας ὁποὺ σὲ ὑπεδουλώθην |
|
2035 | καὶ μὲ τὴν βίαν τὴν πολλὴν ἦλθα εἰς θέλημά σου». Καὶ τί τὰ θέλω τὰ πολλά, φίλε μου, τὰ ἐν μέσῳ; Γνώρισε, ἐὰν συνέλθωσιν ψυχὲς τυραννισμένες καὶ φέρη ὁ πόθος καὶ ὁ καιρὸς καὶ ἑνουθοῦν ἐντάμα, τὰ πάντα νὰ ἐλησμονηθοῦν καὶ ὁ πόθος νὰ ἔναι μέσα. <***> |
|
2040
f. 80r | «Λοιπὸν ἀπάρτι ἤξευρε κανεὶς δὲ μᾶς χωρίζει». Ἡ κόρη πρὸς τὸν Λίβιστρον λέγει, παρηγορεῖ τον «Νὰ ἠξεύρης τί ἐσυνέβηκεν προτοῦ μὲ ἀσχολήθης. Καιρὸν ἔχει ὅτι ἐμήνυσε | τὸν βασιλέα Αἰγύπτου ἐμὸς πατὴρ ὁ βασιλεύς, ἄνδρα νὰ μὲ τὸν φέρη· |
|
2045 | κ’ ἔφθασεν τώρα μήνυμα, ἦλθε μαντατοφόρος: ὁ Βερδερίχος ἔφθασεν ὁ βασιλεὺς Αἰγύπτου. Λοιπὸν ἁρμόζει νὰ μὲ τὸ εἰπῆ ἐμέναν ὁ πατήρ μου καὶ ἐγὼ τὸν θέλω διηγηθῆν τὸ πράγμα πῶς ὑπάγει. Ἡ κόρη τὸν πατέρα της ἦρξεν παρακαλεῖ τον |
|
2050 | “Πόθος μὲ ἐσυνέβηκεν, πάτερ μου, τοῦ Λιβίστρου καὶ ἔναι ἀπαραίτητον τὸν πόθον του νὰ ἐκφύγω· ἀμὴ ἂν ἔχης θέλημα ὅρισε καὶ ἂς καβαλικεύσουν καὶ οἱ δύο μὲ τὰ φαρία των πλήρης ἀρματωμένοι καὶ κονταρέες ἂς δώσουσιν ἀλλήλων νὰ τζουστρίσουν |
|
2055
f. 80v | καὶ οἷος νικήση ἀπὲ τοὺς δύο ἄνδρα νὰ τὸν ἐπάρω”. Νικᾶ γὰρ τὸ Λατινικόν πάντοτε εἰς πολέμους καὶ ἐλπίζω εἰς τὸν Ἔρωτα νά ’χης ἐσὺ τὸ νίκος· κακὴν καρδία μηδέν ἐχεις, τὸ νίκος θέλεις ἔχειν ἐπεὶ | ὁ πατήρ μου ὁ βασιλεὺς ἔχει πρὸς σὲ ἀγάπην. |
|
2060 | Ἔχεις τιμὴν καὶ ἔπαινος ὅτι εἶσαι ἀνδρειωμένος, καὶ ἂν ἔλειπεν ὅτι ἔπεψεν πρῶτος ὁ Βερδερίχος, ἐσέναν εἶχεν θέλημαν ἄνδραν διὰ νὰ μὲ δώση». Ἤκουσα τὰ λόγια της τὰ φρόνιμα καὶ εὐχαρίστησά την. «Ὁ Ἔρων ἔναι συνεργὸς καὶ βοηθὸς ’ς ἐμένα |
|
2065 | ὁποὺ ἠξεύρει πόσα ἐκακοπάθησα διὰ σέναν εἰς τὸν κόσμον». Ἡ κόρη ἐπεχαιρέτησεν τὸν Λίβιστρον καὶ ὑπάγει Ἐκείνη ἐπεχαιρέτησεν μὲ σχῆμαν Ἀφροδίτης καὶ ἐγὼ πάλιν ἔκλινα <’ς> τὴν ἡλιογεννημένην. Ἐκείνη ἐκαβαλίκευσεν καὶ πάγει εἰς τὸ κυνήγιν |
|
2070
f. 81r | καὶ ἐγὼ εἰς τὴν κατούνα μου μυριοπονοθλιμμένος, νὰ μελετᾶ ἡ καρδία μου τὸ ἀσύστατον τῆς τύχης διὰ τοῦ πολέμου τὴν φοράν, πῶς νὰ νικήση ἡ μοίρα, μὴ κλώση ἡ τύχη | κατ’ ἐμοῦ καὶ νικηθῶ εἰς τὴν μάχην. Ἀφήνω τὴν ἀφήγησιν, φίλε μου, μὴ πλατύνω, |
|
2075 | – τί παρατρέχω τὸν καιρόν, κενοτομῶ την ὥραν; |
|
- Δεν βρέθηκαν εικόνες
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Ο Λίβιστρος νικητής στην κονταρομαχία και στον έρωτα (στ. 2076-2169)
Χωρίς να μεσολαβεί κάποιο κενό ανάμεσα στα δύο αποσπάσματα, παρακολουθούμε την άφιξη του Βερδερίχου, βασιλιά της Αιγύπτου και υποψήφιου συζύγου της Ροδάμνης. Η κοπέλα φανερώνει τα αληθινά συναισθήματά της στον πατέρα της, ο οποίος συγκατανεύει στη λύση της κονταρομαχίας με έπαθλο την ίδια την κόρη του. Ο λαός της χώρας συγκεντρώνεται ενθουσιασμένος στον χώρο που θα διεξαχθεί το αγώνισμα, χωρισμένος στα δύο: οι μισοί υποστηρίζουν τον Βερδερίχο και οι υπόλοιποι τον Λίβιστρο. Η αγωνία κορυφώνεται και η γκιόστρα, δηλαδή το κονταροκτύπημα, ξεκινά...
| Ὁ τῆς Αἰγύπτου ὁ βασιλεὺς ἦλθεν ὁ Βερδερίχος, ἔπεσεν ἡ κατούνα του καὶ οἱ παραταγές του. Εἴδησιν δίδουν παρευθὺς Χρυσὸν τὸν βασιλέα, ἐκεῖνος ἀντιεμήνυσεν πάλιν τὸν Βερδερίχον. |
|
2080 | Εἶχαν συχνὰ μηνύματα καὶ λόγους καθεκάστην· συνεβιβάστην ὁ Χρυσὸς μετὰ τοῦ Βερδερίχου. Κατήντησαν τὰ πράγματα μέχρι καὶ τῆς Ροδάμνης, δίδουν τὴν κόρην εἴδησιν περὶ τοῦ Βερδερίχου. Ἤκουσεν, οὐ συγκλίνεται, μάχεται τοῦ πατρός της· |
|
2085
f. 81v | ὡς τὸ ἤκουσεν ὁ βασιλεύς, ἦλθεν πρὸς τὴν Ροδάμνην καὶ ἄκο τί τὴν ἐσύντυχεν ὁ βασιλεὺς τὴν κόρην. Ὁ βασιλεὺς ἀναγκασθεὶς τὴν κόρην συντυχαίνει Λέγει πρὸς ταύτην ὁ Χρυσός: «Τί θέλεις, ἡ Ρο | δάμνη; Τί θέλεις, ἡ καρδία μου, τὸ φῶς τῶν ὀφθαλμῶ μου; |
|
2090 | Λέγε μοι, λέγε τὴν βουλὴν, λέγε τὸ θέλημά σου». Ἡ κόρη τὸν πατέρα της οὕτως ἀπιλογεῖται Ἡ κόρη πάλιν δουλικῶς λέγει πρὸς τὸν πατέρα: «Πατήρ μου, μέγα βασιλεῦ τῆς γῆς Ἀργυροκάστρου, ἄνθρωπος μέγας, εὐγενής, ρήγας τῆς γῆς Λιβάνδρου, |
|
2095 | δίχρονον ἐπεριεπάτησεν διὰ τὴν ἐμὴν ἀγάπην, ἔπαθεν πόνους φοβεροὺς καὶ ἀνάγκας ὑπεστάθην· εἶδα τὴν κακοπάθειαν τὴν ἔπαθεν δι’ ἐμένα καὶ συμπονῶ εἰς τὰ ἔπαθεν, πολλὰ τὸν συλλυποῦμαι· ὅρκον ἐποῖκα πρὸς αὐτὸν νὰ μὴ ἀποχωριστοῦμεν. |
|
2100
f. 82r | Νῦν δὲ διὰ τὸ θέλημα, πατήρ μου, τὸ ἐδικό σου λέγω σε πράγμα τὸ φρονῶ καὶ σὺ νὰ τὸ θελήσης: ἐγὼ ποθῶ τὸν Λίβιστρον καὶ σὺ τὸν Βερδερίχον· πρόσταξε ἂς καβαλικεύσουσιν καὶ ἂς δώσουν κονταρέας καὶ οἷον νικήση | εἰς τ’ ἄρματα, ἄνδρα νὰ τὸν ἐπάρω». |
|
2105 | Ὁ βασιλεὺς ὑπέκλινεν εἰς θέλημαν τῆς κόρης Συνεκατέβην ὁ πατὴρ τὸ θέλημαν τῆς κόρης, μηνεῖ ἐμὲν ἡ ἐξαίρετος καὶ ὁ βασιλεὺς ἐκεῖνον. Γίνεται εἰς τὸ Ἀργυρόκαστρον λόγος ὁ τοῦ πολέμου, πλῆθος συνάζεται πολὺ ἀνδρῶν μὲ τὰς γυναίκας, |
|
2110 | συνάζουνταιν οἱ ἄρχοντες, τὸν γύρον οἱ τοπάρχαι, γέροντες, νέοι, ἅπαντες, μικροί τε καὶ μεγάλοι, καὶ εἰς δύο μέρη ἐστάθησαν νὰ βλέπουσιν οἱ πάντες. Καβαλικεύουν οἱ ἑκατὸν οὓς εἶχα μετὰ μένα, ἐπρόκυψεν ὁ βασιλεὺς καὶ ἡ κόρη μετ’ ἐκεῖνον |
|
2115
f. 82v | καὶ σύντομα ἐκαβαλίκευσεν λαὸς τοῦ Βερδερίχου τὴν ρένταν ἐκονόμησαν, τὰ πάντα οἰκονομοῦσιν. Οὐδεὶς ἀνθρώπων ἔμεινεν ἔσω τοῦ κάστρου τότε καὶ οἱ ἄνθρωποι ἐμάχουντα μέσα ’ς ἐμὲν καὶ ἐκεῖνον· | οἱ μὲν ἐκεῖνον ἤθελαν, φίλε μου νὰ νικήση, |
|
2120 | οἱ δὲ ἐμέναν ἤθελαν πάλε νὰ δοῦν τὸ νίκος. Πάλιν Χρυσὸς ὁ βασιλεὺς θέλει νὰ ’τοιμαστοῦμεν διὰ νὰ καβαλικεύσωμεν νὰ ἐμποῦμεν εἰς τὸ μέσον. Βλέπω τὴν κόρην, ρίπτει με μαγνάδιν ἐδικόν της, δένω το ’ς τὸ κεφάλι μου, πηδῶ, καβαλικεύω, |
|
2125 | ἐπαίρνω τὸ κοντάρι μου, σεβαίνω εἰς τὴν μέσην· ἀνήβηκα, ἐκατέβηκα μὲ σχῆμαν τῆς ἀγάπης διὰ νὰ μεταχερίζωμαι, φίλε μου, τὸ κοντάριν, ὁ νοῦς μου νὰ ἔχη μέριμνα διὰ τὴν ἀποτυχίαν, τῆς εἱμαρμένης τὸ ἄστατον νὰ τὸ πονῆ ἡ ψυχή μου. |
|
2130
f. 83r | Ὅμως με ὥραν ολιγὴν ἦλθεν ὁ Βερδερίχος –μὴ κρύψω τὴν ἀλήθειαν, καλὸς ἦτον καὶ ἐκεῖνος εἰς εἴτι εἴπης, φίλε μου, εἰς σχῆμα καὶ εἰς ἀνδρεῖαν–, ἀνέβην, ἐκατέβηκεν καὶ ἐκεῖνος εἰς τὴν | ρένταν, ὀλίγον ἐμαλάκισεν, φίλε μου, τὸ κοντάριν· |
|
2135 | κατάχερα ἐδειλίασα, μὴ μὲ τὸ ἀπιστήσης. πάντα ὁ νοῦς μου ἔτρεμεν τὴν κακοαποτυχίαν. Ὅμως μετὰ συμπλήρωσιν πάντων τῶν γινομένων μέσον τῆς ρέντας στέκομαι, θέλω διὰ νὰ τὸν δώσω καὶ πιλαλῶ τὸν μαῦρο μου καὶ πάγω πρὸς ἐκεῖνον |
|
2140 | καὶ ἐκεῖνος πάλιν κατ’ ἐμοῦ· γίνεται κτύπος μέγας καὶ ταραχὴ καὶ θόρυβος πρὸς τοὺς παρεστηκότας. Στοχῶ τὸ ὀμπροστοκούρβιν του, κρούγω τὸν κονταρέα –μή μὲ ἀπιστήσης, φίλε μου, νὰ δῶ νὰ δῶ τὴν κόρην, ν’ ἀξιωθῶ τὸ ὀρέγομαι, τὸ ἐπεθυμῶ, τὸ θέλω, |
|
2145 f. 83v
| τῆς εἱμαρμένης τὸ ἄστατον νὰ μὴ μὲ καταλάβη, τοῦ Ἔρωτος τὸ λόγιον νὰ μὲ πα | ρηγορήση, τὸ εἶδα ἐν ὀνείρῳ μου, φίλε, διὰ τὴν κόρην– Ὁ Λίβιστρος ἐτζούστρισεν μετὰ τοῦ Βερδερίχου καὶ ὁ Λίβιστρος ἐνίκησεν κατὰ τοῦ Βερδερίχου |
|
2150 | ἠνίκα ἐγὼ τὸν ἔδωκα αὐτὸν τὸν Βερδερίχον, νὰ εἶπες οὐκ ἐκάθετον ποτὲ εἰς τὸ φαρίν του ἀλλὰ συντόμως ἔπεσεν παρέκει ἀκ τὸ φαρίν του. Καὶ εὐθὺς τὸ πλῆθος ἵστατον καὶ τὴν ἀλήθειαν εἶπαν, ἐφήκασιν νὰ μάχουνταιν καὶ εἰς ἐμέναν ἦλθαν: |
|
2155 | «Χαρὰ ’ς ἐσένα, Λίβιστρε, κερδαίνεις τὴν κερά μας!» Καὶ ἡ κόρη τὸν εὐνοῦχον της ἔστειλεν πρὸς ἐμένα, κρατεῖ με ἀπὸ τὸν τράχηλον, φιλᾶ με εἰς τὸ χέριν: «Χάρησε, ζῆσε, σκίρτησε, τὴν τύχην εὐχαρίστει, ἄθλιβος, ἀσκανδάλιστος, πονοαμεριμνημένος |
|
f. 84r 2160 |
καὶ τοὺς ὀπίσω πειρασμοὺς ρίψε, | ξενώθησέ τους». Εἶδεν ὁ τόσος πληθυσμὸς τῆς κόρης τὸν εὐνοῦχον, ἔδραμαν ὅλοι πρὸς ἐμὲ καὶ προσεκύνησάν με. Πέμπει Χρυσὸς ὁ βασιλεὺς τέσσερεις ἄρχοντάς του, φέρνουν σκουτάριν στρογγυλὸ καὶ ἀπάνου μὲ καθίζουν, |
|
2165 | εἰς ὕψος ἀνεβάζου με καὶ ἀπέκει μὲ εὐφημίζουν, Χρυσὸν τὸν αὐτοκράτορα καὶ δεύτερον ἐμένα. «Πολλὰ τὰ ἔτη», λέγουσιν, «πρῶτον τοῦ βασιλέως, καὶ δεύτερον τοῦ Λίβιστρου γαμπροῦ τοῦ βασιλέως, ρηγὸς Λιβάνδρου τοῦ λαμπροῦ καὶ νέου βασιλέως!» |
|
- Δεν βρέθηκαν εικόνες
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Ο Βερδερίχος κλέβει τη Ροδάμνη (στ. 2302-2379)
Αμέσως μετά τη νίκη του, ο Λίβιστρος παρουσιάζεται μπροστά στον βασιλιά Χρυσό, ο οποίος τον χρίζει διάδοχό του μπροστά σε όλους τους ευγενείς του βασιλείου. Ακολουθούν μια λεπτομερής περιγραφή (έκφραση) της ομορφιάς της Ροδάμνης από τον ερωτευμένο Λίβιστρο, η αναφορά στον ανέμελο, έγγαμο βίο, καθώς και μια ακόμη περιγραφή, αυτή του θαυμάσιου κήπου της Ροδάμνης, στον οποίο υπάρχει μια –απαρατήρητη από τους δύο ήρωες– επιγραφή που προφητεύει τα δεινά τους στο μέλλον. Το ακόλουθο απόσπασμα μάς μεταφέρει δύο χρόνια μετά τον γάμο τους και παρουσιάζει την περίεργη συνάντησή τους με έναν έμπορο και μια γριά, η οποία καταλήγει στην εξαφάνιση/απαγωγή(;) της Ροδάμνης.
| Χρόνους μὲ τὴν παράξενον ἤμην, νομίζω, δύο, ἄθλιβος, ἀνενόχλητος, ποθοαμεριμνημένος· καὶ μετὰ τὴν παρέλευσιν, φίλε μου, τοῦ διχρόνου, |
|
2305
f. 89v | τῆς εἱμαρμένης τὸ ἄστατον κατ’ ἐδικοῦ μου ἐκλώστην, ἡ κλωθομυριομπόδιστος ἐγύρισεν τὸν χρόνον, ἡ τύχη μου ἡ κακόβουλος ἦλθεν κατ’ ἐδικοῦ μου. Μίαν ἡμέραν βούλομαι νὰ ἔβγω εἰς τὸ κυνήγιν, ἐγὼ καὶ ἡ | παράξενος ἡ ἐρωτικὴ Ροδάμνη |
|
2310 | μὲ ἄρχοντας, μὲ ἀρχόντισσας, σχεδὸν οἱ πάντες ἦλθαν τὸ νὰ παραδιαβάσωμεν καὶ νὰ χαροῦμεν τάχα. Ὅμως ἐμεῖς οἱ δύο μας με τ’ ἀρχοντόπουλά μας ἐξέβημεν παράμερα τάχα νὰ κυνηγοῦμεν. Συναπαντῶ πραγματευτὴν ἀνάμεσα τοῦ κάμπου |
|
2315 | ἄλογα νὰ ἔχη περισσὰ καὶ ἀνθρώπους μετ’ ἐκεῖνον καὶ γραίαν γυναίκα, φίλε μου, νὰ κάθεται εἰς καμήλιν. Καὶ πάλιν ὁ πραγματευτὴς ἔρκεται πρὸς ἐμένα καὶ προσκυνᾶ τιμητικὰ μὲ πᾶσαν δουλοσύνην. Λέγω τον: «Τίς εἰσαι, ἄνθρωπε, καὶ πόθεν ὑπαγαίνεις;» |
|
f. 90r 2320 |
Λέγει: «Πραγματευτής εἰμαι ἀπὸ τὴν Βα | βυλώνα». «Τί ἔν’ τὸ πραγματεύεσαι;» πάλιν ἐρώτησά τον. «Μαργαριτάριν καὶ βλατίν, χρυσάφιν και λιθάριν». «Ἔχεις λιθάριν», εἶπα τον «πραγματευτή, νὰ ἐπάρω;» «Ναῖσκε, αὐθέντη μου, ἔχω το καὶ δακτυλίδιν ἔναι |
|
2325 | αὐτόφυον, αὐτοκάματον, κόκκινον ὡς τὴν φλόγαν· ἔχω καὶ δάον ἔμορφον καὶ πρέπει εἰς τὴν κερά μου, τὸ ἀκόμη οὐκ ἐφάνηκεν ἄλλον ὡσὰν ἐτοῦτον· καὶ ἂν ὁρίση ἂς τὸ ἰδῆ καὶ ἂς τὸ καβαλικεύση». Σύρνει τὸ δάον, βλέπω το καί, πίστευσέ με, φίλε, |
|
2330
f. 90v | τὸν νοῦ μου εἰς τὸ θεώρι του ἐμυριοενέπαυσέ τον. Ὀρέχθην το ἡ παράξενος νὰ τὸ καβαλικεύση· ὅρισεν καὶ ἐκαβαλίκευσεν καὶ ἀνέβην καὶ ἐ | κατέβην καὶ ἐπορπάτειε θαυμαστὰ ὥσπερ νὰ τρέχη ἄλλον. Τὸ δὲ δακτυλιδόπουλον ἐκεῖνο τὸ σὲ εἶπα, |
|
2335 | εἶδα το καὶ ὀρέχθην το, τὴν χρόαν ἐθαυμάστην. Ὁ Λίβιστρος ὀρέκτηκεν, βάνει τὸ δακτυλίδιν· εὐθὺς νεκρὸς εὑρέθηκεν ὡσὰν ἀπεθαμένος Βάνω το εἰς τὸ δακτύλι μου καὶ εὐθὺς ἀπενεκρώθην καὶ ἐκ τὸ φαρί μου ἔπεσα εὐθὺς ἀπεθαμένος. |
|
2340 | Καὶ τί ἀπὸ τότε ἐγίνετον οὐκ ἐγνωρίζω, φίλε, εἰς τὸν κακὸν πραγματευτὴν καὶ εἰς τὴν ἐξηρημένην· τοῦτο ἠξεύρω μοναχὸν καὶ πῶς τὸ ’πεῖν οὐκ οἶδα, ὅτι μὲ ὥραν ὀλιγὴν ἀνεψηλάφησάν με, ηὗραν με κείμενον νεκρόν, εἶδαν, ἐγνώρισάν με. |
|
2345
f. 91r
| Γίνεται θόρυβος πολὺς ἀπὸ τοὺς ἐδικούς μου, πᾶς ἄνθρωπος εἰς τὴν ἐμὴν ἔδραμεν τότε θέαν, ἔσω τοῦ κάστρου στρώνουσιν, παίρνου με, θέτουσί με, κρατοῦσιν τὸ δακτύλι μου, βλέ | πουν τὸ δακτυλίδιν, ἐβγάνουν, τάχα νὰ τὸ δοῦν, καὶ εὐθὺς ἀνεψυχώθην. |
|
2350 | Ἔζησα, ἀνεψύχησα, τὴν κόρην ἀνεζήτουν, ἠρξάμην κατακόπτεσθαι, γίνεται θρήνος μέγας. Εἶπαν με πῶς εὑρέθηκα καὶ πῶς ἀνεψυχώθην, τὸ δακτυλίδιον ζητῶ, βάνω το εἰς τὸ μπουγγί μου πάλιν εἰς ἀναζήτησιν ἐξέβηκα τῆς κόρης. |
|
2355 | Ἀκολουθοῦ με οἱ ἑκατὸν οὓς εἶχα μετὰ μένα καὶ ἐπίασα στράταν καὶ κοπόν, τὸ ποῦ πάγω οὐ ξεύρω· εἰς ἑκατὸν ἐκόπτετον μικρὰ μονοπατίτσα. Ὁ Λίβιστρος ἀπέστειλεν τὴν κόρην νὰ γυρεύσουν Καὶ τὸν καθέναν ἔστειλα εἰς ἕνα μονοπάτιν· |
|
2360
f. 91v
| δίχρονον ἐπαρέγγειλα τὸ νὰ περιπατοῦσιν καὶ μετὰ τὴν συμπλήρωσιν πάλιν νὰ ἀποστραφοῦσιν καὶ νὰ μὲ καρτερέσουσιν ἐκεῖ ὁποὺ τοὺς ἐφῆκα. | Καὶ πάντες μὲ ἐπροσκύνησαν, τὸν κόσμον νὰ ὑπαγαίνουν. Καὶ ἀπὸ τότε, φίλε μου, ἕως καὶ ηὗρα ἐσένα, |
|
2365 | νὰ μὴ ἐπιτύχω πούπετε ἄνθρωπον νὰ συντύχω εἴμη ἐσέναν μοναχὸν διὰ νὰ σὲ πῶ τὰ πάσχω· καὶ τὰ καλὰ καὶ τὰ κακὰ ὅλα ἐδιηγήθηκά τα καὶ ὡσὰν ἐπαρηγορήθηκεν ὁ πόνος τῆς ψυχῆς μου. Τῆς δὲ Αἰγύπτου ὁ βασιλεύς, φίλε, ὁ Βερδερίχος, |
|
2370
f. 92r | ἐκεῖνον τὸν ἐμήνυσαν νὰ πάρη τὴν Ροδάμνην, καὶ μ’ ἐντροπὴν ἐγύρισεν καὶ μοναχὸς ἐδιέβην, ἐπεῖ τὸν ἐκατέριξα πολλὰ ἐντροπιασμένα, ’ς τὴν τζούστριαν ὁποὺ ἐποίκαμεν ὀμπρὸς <’ς> τὸν βασιλέα, λέγουν ὡσὰν ἐμίσευσεν πο | λλὰ ἐντροπιασμένα, |
|
2375 | ὄμοσεν ὅρκους δυνατοὺς τὴν κόρην νὰ τὴν κλέψη. Καὶ μέσα εἰς τὴν ὁμιλίαν μας ἐφθάσαμεν τὴν χώραν, ὕπα, ἂς ἀνασάνωμεν, τάχα νὰ κοιμηθοῦμεν καὶ πάλιν αὔριον τὴν ὁδὸν νὰ πιάσωμεν ἐντάμα
⁎ καὶ πάλιν νὰ σὲ ἀφηγήσωμαι τὰ ἐπίλοιπα πικρά μου». |
|
- Δεν βρέθηκαν εικόνες
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Η ιστορία του Κλιτοβού (στ. 2406-2450)
Ύστερα από την αναφορά στη μυστηριώδη εξαφάνιση της Ροδάμνης, επανερχόμαστε στο πρώτο αφηγηματικό επίπεδο, αυτό του Κλιτοβού, ο οποίος, μετά από την ευγενή παράκληση του Λίβιστρου, δέχεται να αφηγηθεί τη δική του ιστορία. Στο απόσπασμα δεσπόζει ο παράνομος έρωτας με την ξαδέλφη του Μυρτάνη, σύζυγο ενός Πέρση, γεγονός που οδηγεί πρώτα στη φυλάκιση και μετά στην αυτοεξορία του.
f. 93v | Ὁ ἐμὸς πατήρ μου γέγονεν αὐθέντης Ἀρμενίας, τῆς χώρας | ταύτης ὄνομα καλεῖται Λιταβία. Γονεῖς ἐμοῦ τοῦ δυστυχοῦς πρῶτοι τῆς χώρας ταύτης, τοῦ δὲ πατρός μου ὁ ἀδελφὸς ρήγας τῆς Ἀρμενίας. |
|
2410 | Εἶχεν πολλὰ παράξενην ὁ ρήγας θυγατέραν, αἰσθητικήν, προσεκτικήν, πάνυ ὡραιωμένην· ἄνδραν τὴν ἐπροσήφεραν ἐκ χώρας τῆς Περσίδος. Πόθος εἰς τὴν καρδία μου τῆς κόρης μὲ ἐπροσῆλθε καὶ ἐτρώγετο ἡ καρδία μου, ἔφθειρα τὴν ζωή μου, |
|
2415
f. 94r | τὸν νοῦ μου ἐκατέφθειρα καὶ τὴν ψυχή μου ἐχάσα. Καὶ τὸν καιρὸν ἐγύρευα καὶ ἐπάντεχα τὴν ὥραν· ὁ Πέρσος ἐταξίδευσεν μακρὰ ἐκ τὴν Λιταβία, ἔτυχεν ἔλειπεν καιρόν, χρόνον νὰ πῶ καὶ πλέον. Τὴν κόρην ἐφανέρωσα τὸν πόνον τῆς ψυχῆς μου, | |
|
2420 | εἶπα την διὰ τὴν ἀγάπην της πόνους μεγάλους πάσχω. Ἤκουσεν ἡ παράξενος καὶ ἐσυνεπόνεσέ με, ἔπασχεν τὰς κακώσεις μου, τὰς θλίψες μου ἐλυπᾶτον, κατένευσεν εἰς ἔρωταν καὶ αὐτὴ τὸν ἐδικό μου. Λοιπὸν τὰ πάντα ἔμαθεν αὐθέντης ὁ πατήρ μου, |
|
2425 | τὸν πόθον καὶ τὸν ἔρωτα τὸν εἶχα πρὸς αὐτήναν καὶ πάλιν ὁ πατέρας της καὶ αὐτὴν ἐγνώρισέν την· εἰς μέρος ἐνουθέτησεν ἐκείνην ὁ πατήρ της, μέρος ἐπαπειλήσατο ἐμὲν ὡς συγγενήν του. Εἶχεν τας ἡ καρδία μου, φίλε, τὰς ἀπειλάς του, |
|
2430
f. 94v | νὰ εἶπες τοὺς φοβερισμοὺς τίποτα οὐδὲν τοὺς εἶχα. Ἤλεγα ὅτι ἄνθρωπος νὰ αἰσθάνεται τὸν κόσμον ἂν οὐ πονέση διὰ ἔρωταν, δι’ ἀγάπην ἂν οὐ πάθη, οὐκ ἔναι ἔρου δουλευτής, οὐκ ἐγνωρίζει πόθον. | Τί τὸ λοιπὸν ἐγίνετον, ἄκουσε νὰ θαυμάσης. |
|
2435 | Εἶδεν ἀδιαχώριστον τὸν ἐδικό μου πόθον καὶ τῆς ὡραίας τὸν ἔρωτα νὰ κεῖται εἰς ἐμένα· ἐκείνην μὲν ὀνείδισεν καὶ ὀργίστην ὁ πατήρ της καὶ λόγους δικασίματος εἶχεν καὶ νουθεσίας, εἶπεν πολλὰ ὀνειδιστικὰ πρὸς τὴν ἐξηρημένην, |
|
2440 | ἐμὲ δὲ πέμπει καὶ κρατεῖ, σίδερα μὲ φοραίνει, χερόψιν εἰς τὸν τράχηλον, καὶ εἰς φυλακὴν μὲ βάνει καὶ χρόνον ἕναν ἥμισυ ἤμην φυλακισμένος. Τότε ὁ Πέρσος ἔφτασεν, φίλε, ἐκ τὸ ταξίδιν, ἤκουσεν τὰ γενόμενα ὅλα κατέμαθέν τα |
|
2445
f. 95r | καὶ ἀπὸ τότε ἐγύρευεν καιρὸν νὰ μὲ καταφονεύση. Μαθάνει το ἡ παράξενος, πολλὰ στενοχωρεῖται· πολλὰ ἐκακοπάθησεν ὥστε νὰ μὲ ἐβγάλη ἐμὲν ἀπὸ τὴν φυλακὴν | καὶ νὰ μ’ ἐλευθερώση. Εἶπα σε τὰς ὀδύνας μου καὶ τὰ ἐστεναχωρήθην ὡς ἐν συνόψει καὶ κοντά, μὴ σὲ λυπήσω πλέον». |
|
- Δεν βρέθηκαν εικόνες
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Η γριά μάγισσα βοηθά τους δύο νέους (στ. 2739-2768)
Οι δύο φίλοι έχουν αποφασίσει να πορευτούν μαζί προς την Αίγυπτο αναζητώντας τη Ροδάμνη, η οποία, σύμφωνα και με την ερμηνεία τους σε κάποιο όνειρο του Κλιτοβού, πρέπει να είναι ζωντανή. Η τυχαία συνάντηση με τη γριά μάγισσα που έπαιξε καταλυτικό ρόλο στην απαγωγή της ηρωίδας προωθεί αποφασιστικά την εξέλιξη της υπόθεσης. Έτσι, αφού έχει προηγηθεί η αμοιβαία αναγνώριση των προσώπων μέσα από την αφήγηση των ατομικών τους ιστοριών, στο απόσπασμα αυτό η γριά πλέον συνδράμει με τα μαγικά της στην εύρεση της Ροδάμνης, παρέχοντας στους δύο φίλους μαγικά άλογα και τις απαραίτητες πληροφορίες για την τωρινή κατάσταση της κοπέλας.
2740 | Λέγει: «Παιδία μου καλά, εἴτι καλὸν ἐποῖκα· ταύτην τὴν νύκταν ἅπασαν τοὺς δαίμονας ἐλάλουν, τὰ ἄστρη ἐσυντύχαινα, τὰ μαγικὰ ἐπολέμουν, τοὺς δαίμονας ἐλάλησα καὶ ἐκριβολόγησά τους νὰ μάθω ἂν ἔναι δυνατὸν νὰ δράξετε τὴν κορήν καὶ ἡ κόρη τί νὰ πολεμῆ καὶ ποῦ νὰ κατουνεύη. |
|
2745
f. 106v | Ἡ κόρη ἐσυβιβάστηκεν μετὰ τοῦ Βερδερίχου νὰ γένη ξενοδόχισσα, ξενοδοχεῖον νὰ βλέπη χρόνους, ὡς μέ ’παν, τέσσερεις, οἱ δαίμονες οἱ πρῶτοι· καὶ μετὰ τὴν συμπλήρωσιν τῶν χρό | νων τῶν τεσσάρων νὰ γένη τέλεια δούλη του, ἐγνήσια ἐδική του, |
|
2750 | εἰς θέλημάν του νὰ ἐλθῆ, λέγω, τοῦ Βερδερίχου. Λοιπὸν τὸ ξενοδόχειον τώρα ἐκ νέας τὸ ἐποῖκεν, ἔχει πλησίον καὶ λουτρὸν νὰ λούγουνταιν οἱ ξένοι. Λοιπόν, παιδία μου, ἀπὸ τοῦ νῦν κάτσετε ’ς τ’ ἄλογά σας, περάσετε τὸν ποταμὸν τὸν λέγουσιν Εὐφράτην |
|
2755 | καὶ πρῶτον ὁποὺ ἀπαντήσετε, ἐκεῖνον ἐρωτᾶτε τὸ νὰ σᾶς δείξη τὴν ὁδὸν καὶ τὸ ξενοδοχεῖον. Καὶ ἀφὸν εὑρῆτε τὴν ὁδὸν καὶ τὸ ξενοδοχεῖον λαλήσετε ὡς ἄνθρωποι ξένοι καὶ διαβάται· ὀμπρός ἂς πάγη ὁ Κλιτοβὸς ὡς ξένος καὶ ὡς διαβάτης· |
|
2760 f. 107r | εἰπεῖν σε θέλει: «Ἀπόζευσε, μονή ἔναι διὰ νὰ μείνης καὶ ὅσα ἐκακοπάθη | σες νὰ μὲ τὰ ἀναδιδάξης». Καὶ ἀφότου δώσης εἰς αὐτήν, λέγω, ἐγνωριμίαν, εἰπέ την «Οἰκονόμησε τὸ δάον», ἐὰν τὸ ἔχει, ἐκεῖνο ὁποὺ τὴν ἤφερεν μετὰ τοῦ Βερδερίχου. |
|
2765 | Καὶ ὡς μετὰ ταῦτα εἰπῆτε την τὰ πάσχετε δι’ αὐτήναν, τὸ ὄνομά σας δείξετε, τὸ πῶς δι’ αὐτὴν ὑπᾶτε. Καὶ ἐγὼ πάλιν, παιδία μου, ὅσο μπορῶ, νὰ πράττω μὲ μαγικά, μὲ δαίμονας, με τ’ ἄστρη, μὲ τὸ φέγγος. |
|
- Δεν βρέθηκαν εικόνες
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Διάλογος Κλιτοβού-Ροδάμνης: η ηρωίδα μαθαίνει ότι ο Λίβιστρος ζει (στ. 3309-3359)
Παρά την καίρια συνδρομή της μάγισσας, ο Λίβιστρος εμφανίζεται επιφυλακτικός για το μέλλον, οι δισταγμοί του όμως κάμπτονται από τον Κλιτοβό. Η αναζήτηση της Ροδάμνης καταλήγει στη φιλοξενία του Κλιτοβού στο ξενοδοχείο της κοπέλας. Προηγείται η (ανα)διήγηση της ιστορίας της πρωταγωνίστριας, στην οποία ωστόσο περιλαμβάνονται και νέες πληροφορίες γύρω από τη ζωή της στην Αίγυπτο μετά την απαγωγή της. Ακολουθεί, μετά από επιμονή της ηρωίδας, η αφήγηση των παθημάτων του Κλιτοβού. Το ανθολογούμενο απόσπασμα περιέχει τη συνάντησή του με τον Λίβιστρο και (σε πλάγιο λόγο) όλες τις περιπέτειες του πρωταγωνιστή· η αποκάλυψη της αλήθειας δεν αργεί...
3310 | Καὶ τὸ ν’ ἀκούσω λόγον του νὰ ὀμόσωμεν ἐντάμα, πεζεύω ἐκ τὸ ἄλογον καὶ ἐκεῖνος μετὰ μένα καὶ ὅρκον ἐδώκαμεν φρικτὸν νὰ εἴμεθεν ἐντάμα, καὶ εἴτι ἂ μᾶς ἔλθη κίντυνος νὰ μὴ ἀποχωριστοῦμεν. Ἀφότου γὰρ ὀμόσαμεν νὰ μὴ ἀποχωριστοῦμεν, ἄκουσε, ξενοδόχισσα, τὸ τί μὲ ἀφηγήθην». |
|
3315 f. 128r | Καὶ ἀπὸ τότε ἐχείρισα τὸ νὰ τὴν ἀφηγοῦμαι εἴτι ἐὰν μὲ εἶπε ὁ Λίβιστρος ὅλα νὰ τῆς τὰ | δείξω· μόνο τὴν χώραν ἔκρυψα καὶ τὸ ὄνομαν ἐκεῖνου. Εἰς μὲν τὰ πρῶτα ἐκάθετον καὶ ἐφκράτονέ με ἡ κόρη καὶ μόνον ἐνεστέναζεν καὶ πάλιν ἐφικρᾶτον |
|
3320 | καὶ ἐτρέχαν καὶ τὰ δάκρυα της ὡς στάζει ὁ κεραμόρος. Ὅταν δὲ εἰς ὑπόθεσιν ἐσέβην τοῦ Λιβίστρου καὶ εἶπα την πῶς ἐξέβηκεν ἀρχὴν εἰς τὸ κυνήγιν πῶς τὸ τρυγόνι ἐδόξευσεν καὶ τὸ ἄλλον ἐφονεύτην, πῶς ἐφονεύτην τὸ ἕτερον τὸν συγγενήν του ἐρώταν, |
|
3325 | πῶς τὸν διδάσκει τοὺς δεσμοὺς ἐκεῖνος τῆς ἀγάπης, πῶς τὸ καθένα ἐρωτικόν λέγει το μετὰ πόθου, πῶς ἐφαντάστη τὸ βραδὺν καὶ μετὰ πόσου πόθου, πῶς τὸν εὑρίσκουν οἱ ἔρωτες καὶ πῶς τὸν ὑπαγαίνουν, πῶς μὲ τὰ νουθετήματα αὐτοὶ τὸν συντυχαίνουν |
|
f. 128v 3330 |
καὶ πῶς ἐσέβην τὴν αὐλὴν τοῦ Ἐρω | τοκρατοῦντος, πῶς ηὗρεν τὸ παλάτιν του καὶ τί τὸν συντυχαίνει, πῶς, πῶς τὸν ἀποκρίνεται καὶ ἐκεῖνος ἐν ὀνείρῳ, πῶς ὄμοσεν τὸν Ἔρωταν ἀπάνου εἰς τὸ σπαθίν του, πῶς, πῶς ὁ μάντης τὸν λαλεῖ ὅλα τὰ θέλει πάθει, |
|
3335 | πῶς ἐξυπνᾶ ἐκ τὸ ὄνειρον καὶ τίναν τ’ ἀφηγεῖται καὶ πῶς ποθοεφαντάκτηκεν πάλιν τὴν ἄλλην νύκταν, πῶς ηὗρεν καὶ τὸν Ἔρωταν μέσα εἰς τὸ μεσοκήπιν, πῶς ποταπὴν παράξενον ἐκράτειεν ἐκ τὸ χέριν, πῶς τὶς τὴν δίδει «ἔπαρ’ την» καὶ ἐκεῖνος πῶς τὴν χάνει, |
|
3340
f. 129r | πῶς πάλιν πῶς ἐξύπνησεν καὶ πῶς τὸ ἀφηγεῖται, πῶς ἐκ τὴν χώραν του ἔφυγεν καὶ πόσον ἐπερπάτει καὶ μετὰ πόσου πειρασμοῦ ηὗρεν τὸ ἐπεθύμα, καὶ ἁπλῶς τὸ πᾶν καταλεπτόν, ὅλα τὰ ἐφηγησάμην τὴν ποθοξενοδόχισσαν | ἐκείνην τὴν Ροδάμνην. |
|
3345 | Καὶ ἐκείνη ἡ παράξενος ὅλα καλὰ ἐφκρᾶτον καὶ μετὰ πόσου στεναγμοῦ καὶ μετὰ πόσου πένθους! Καὶ μέσα εἰς τὴν ὑπόθεσιν ὡς λάθος εἶπα τοῦτο: τὸ ὄνομαν ἐλάλησα καἰ χώραν τοῦ Λιβίστρου· καὶ ὡς ἤκουσε ἡ παράξενος λιγοθυμεῖ καὶ πίπτει |
|
3350 | Ἡ κόρη ὡς ἐκατέλαβεν τοῦ Κλιτοβοῦ τοὺς λόγους, τὰ ἔπαθεν ὁ Λίβιστρος δι’ αὐτήναν εἰς τὸν κόσμον, εὐθὺς ἐλιγοθύμησε ὡσὰν ἀπεθαμένη ἄψυχος –ἄπνουν τὸ φανέν –, τελείως ἀποθαμένη. Βλέπω την τήν παράξενον, σηκώνομαι, κρατῶ την, |
|
3355 | φέρνω νερόν, δροσίζω την καὶ ὀλίγον ἐπανῆλθεν. Λέγω: «Μὴ ποίσης ταραχήν, σίγησε, μὴ φωνάξης· ἔχεις ἐδῶ τὸν Λίβιστρον, σίγησε, μὴ λυπᾶσαι». Ὀλίγον ἐπανήφερεν καὶ πάλιν καταπέπτει, ἄψυχον λιγοθύμημα, ἐγγὺς ἀναιστησίας. |
|
- Δεν βρέθηκαν εικόνες
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Η επανασύνδεση του ερωτευμένου ζευγαριού (στ. 3527-3563)
Στους στίχους που παραλείπονται ο Κλιτοβός συνεφέρνει τη λιπόθυμη Ροδάμνη, διαβεβαιώνοντάς την ότι ο Λίβιστρος είναι ζωντανός. Προς απόδειξη αυτού της δείχνει το πέπλο που ο αγαπημένος της τής είχε χαρίσει και υπόσχεται ότι το επόμενο πρωί θα τον φέρει μπροστά της. Πράγματι, την επομένη επιστρέφει στον φίλο του με το δαχτυλίδι που εκείνος είχε χαρίσει στη Ροδάμνη. Ο Λίβιστρος λιποθυμά στη θέα του δαχτυλιδιού, κατόπιν συνέρχεται και ξεκινούν μαζί για το ξενοδοχείο. Το απόσπασμα περιγράφει την πολυπόθητη συνάντηση των δύο ερωτευμένων, εστιάζοντας στις έντονες συναισθηματικές εκδηλώσεις τους.
| «Ἦτον ὀμπρὸς ὁ Λίβιστρος καὶ ἐγὼ κατόπιστέν του· οὐκ ἐγνωρίζει σύντομα τὸν Λίβιστρον ἡ κόρη, ἐκεῖνος ἐνετράνισεν καὶ εὐθὺς ἐγνώρισέ την. | |
|
f. 136r 3530 |
Ὁρμᾶ νὰ ὑπάγῃ πρὸς αὐτήν, λιγοθυμεῖ καὶ πίπτει. Δράσσω, κρατῶ τὸν Λίβιστρον, φέρνει τὰ λογικά του, θωρεῖ τον ἡ ἐρωτική, ἡ ἔμνοστη φουδούλα, ἀναισθητεῖ, λιγοθυμεῖ, πάλιν ἀνεσηκώθην. Ἀφήνω τον τὸν Λίβιστρον καὶ εἰς αὔτην ὑπαγαίνω |
|
3535 | γοργὰ πολλά, ὡς ἠμπόρεσα, σύντομα πάλιν τρέχω, φέρνω νερὸν, δροσίζω την, σηκώνω, ἐγρηγορῶ την, ἀπέσω φέρνω, θέτω την εἰς τὸ ξενοδοχεῖον. «Ἦλθεν εἰς νοῦν, εἰς αἴστησιν, τὸν Λίβιστρον ἐζήτει, ἐκεῖνος πάλιν κείτεται ἄψυχος, νεκρωμένος. |
|
3540 f. 136v | Ὑπάγω πάλιν εἰς αὐτόν, βλέπω ἀναισθησίαν, ἀναίστητος ἐκείτε | τον, ἐσπάρασσεν καθ’ ὥραν, ἀπεξενώθην, ἔφυγεν τὸ αἷμαν ἀπ’ ἐκεῖνον καὶ ὡς νεκρὸς ἐφαίνετον, ζωὴν ποσῶς νὰ μὴ ἔχη. Ἐπαίρνω τὸν ἀναίστητον, θεωρεῖ τον ἡ Ροδάμνη, |
|
3545 | εἷς ἄλλον ἐνετράνισαν, φέρνουν τὰ λογικά των, περιλαμπάνουσιν γλυκέα, φιλοῦν ὡραιωμένα, Καὶ μετὰ τοῦ φιλήματος καὶ τὰς περιπλοκάς των, ἐγέρθησαν, ἐκάθισαν, ἐχείρισαν νὰ λέγουν λόγους τοὺς ἔχει ἀσχόλησις καὶ ποθοεπιθυμία: |
|
3550
f. 137r | «Καλῶς τὴν ξενοδόχισσαν, τὴν κόρην τὴν Ροδάμνην!» Πάλιν ἡ κόρη πρὸς αὐτὸν τοιούτους λόγους λέγει· μετὰ χαρᾶς τὸν Λίβιστρον ἡ κόρη τὸν ἐλάλει «Καλῶς τὸν ξενοδόχο μου, τὸν τῆς καρ | δίας μου φίλον! Καλῶς τὸ παρηγόρημαν καὶ φῶς τῶν ὀμματίω μου! |
|
3555 | Καλῶς τὸν ἀπεξένωσεν ἡ τέχνη τῆς μαγείας καὶ τὸν ἐπαρεπίκρανεν ἡ τύχη του διὰ μένα!» Καὶ πάλιν εἰς τοὺς λόγους των λιγοθυμοῦν καἰ πίπτουν. Καὶ πράγμα εἶδα φοβερὸν καὶ ὑπερεθαύμασά το· πόθος ὁμοῦ καὶ θάνατος νὰ μάχουνταιν ἐντάμα, |
|
3560 | ἐκείνη νὰ ὀλιγοψυχῆ καὶ ὁ Λίβιστρος συφέρνει καὶ ἀπλῶς ἀπ’ αὖτον εἰς αὐτὴν καὶ ἀπ’ αὔτην εἰς ἐκεῖνον, νὰ συχνοπεριπλέκουνταιν, τάχα τὸ νὰ συφέρνουν καὶ πόσα τόσα πράγματα πάσχουν ὁποὺ ποθούσιν. |
|
- Δεν βρέθηκαν εικόνες
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Επίλογος – αίσιο τέλος της ιστορίας (στ. 3959-4013)
Οι δύο ήρωες ανακτούν τις αισθήσεις τους και με την παρότρυνση του Κλιτοβού αναχωρούν και οι τρεις. Περνούν τη θάλασσα και καταλήγουν στην καλύβα της μάγισσας, την οποία ο Λίβιστρος σκοτώνει για όσα κακά τους προξένησε. Η συνέχεια της πορείας χαρακτηρίζεται από έντονη αναπόληση των δύο πρωταγωνιστών γύρω από τα ερωτικά τους γράμματα τα οποία διηγούνται στον Κλιτοβό. Έπειτα, συναντούν τους συντρόφους του Λίβιστρου στο σημείο όπου τους είχε αφήσει, και τότε ο Κλιτοβός εκφράζει την επιθυμία να χωρίσουν οι δρόμοι τους, αρνούμενος αρχικά την πρόταση του φίλου του να επιστρέψουν μαζί στην Αρμενία. Στη συνέχεια όμως δέχεται την πρόταση να παντρευτεί την αδελφή της Ροδάμνης, Μελανθία. Στο απόσπασμα ο Λίβιστρος εκθειάζει δημόσια τον φίλο του ανακοινώνοντας παράλληλα τον επικείμενο γάμο. Ο τελευταίος διαρκεί για ένα ακαθόριστο διάστημα, μέχρι τον αναπάντεχο θάνατο της Μελανθίας, που εξαναγκάζει τον Κλιτοβό να επιστρέψει στην πατρίδα του· εκεί ενώνεται με τη χήρα πια Μυρτάνη, που είναι και η τελική αποδέκτρια της ιστορίας.
3960 | Τότε κελεύει ὁ Λίβιστρος ἄρχοντας, μεγιστάνους δουκάδας, φίλους, γνήσιους, πάντας τοὺς συγγενούς του ἐσύναξεν καὶ λέγει τους τούτας τὰς συντυχίας: «Ἀκούσατε, τοπάρχες μου καὶ ὅλοι συγγενεῖς μου: Ὁ Λίβιστρος δημηγορεῖ, τὸν Κλιτοβὸν ἐπαῖνεν, τὴν συντροφίαν τὴν καλήν καὶ τὰς βοήθειάς του |
|
3965 | Φίλος ἐμὸς ὁ Κλιτοβὸς, ὃν ἔδειξεν ἡ τύχη, εἰς τοτοσαύτας συμφορὰς εἶχα τον βοηθό μου. Σήμερον ἦρτεν μετ’ ἐμὲν εἰς τὴν ἐμὴν πατρίδα, αἰχμάλωτος, ὁλόξενος, μυριοπαραδαρμένος· καὶ <ἐκ τὸ> καλοσυμβούλευτον καὶ τὸ καλόγνωμόν του |
|
3970 f. 151v | ηὕραμεν τὴν ἐρωτικὴν δέσποιναν τὴν Ροδάμνην. Χώρας ἐπαρεδράμαμεν, πολλὰς ἀνά | γκας εἶδα. Λοιπὸν ἐκεῖνο ὁποὺ ἔταξα θέλω νὰ τὸ πληρώσω καὶ τὴν ἑτέραν ἀδελφὴν δέσποινας τῆς Ροδάμνης νὰ τὶς τὴν δώσω σύζυγον, σύγαμπρον νὰ τὸν ποίσω». |
|
3975
3979 3978 | Ἤκουσαν οἱ πρωτεύοντες, τῆς χώρας οἱ τοπάρχαι, πάντες συνανευφήμισαν, εἶπαν τοὺς λόγους τούτους: «Λιβίστρου τοῦ πανευτυχοῦς, ὁμοῦ καὶ Κλιτοβῶντος Πολλὰ τὰ ἔτη!» λέγουσιν ἀπὸ ψυχῆς οἱ πάντες. «Φημίζομεν, δοξάζομεν ὡς βασιλεῖς μεγάλους». |
|
3980 | Ἀλλ’ ὅμως τὴν ὑπόθεσιν ἃς τὴν συχνοκοντέψω. Ἔζησα χρόνους ἱκανοὺς μετὰ τὴν Μελανθίαν καὶ ἐκεῖνος ἐλησμόνησεν τοὺς παροπίσου πόνους. Πάλιν ἡ κλώστρια τύχη μου κατ’ ἐδικοῦ μου ἐκλώσθην, ἔκλινεν πάλιν ἡ βουλή, ἡ ἀσύστατος ἡ τύχη |
|
f. 151r 3985 |
ἐπιβουλεύτην κατ’ ἐμοῦ | τὸ νὰ μὲ θανατώση καὶ τοῦ θανάτου τὸ σπαθὶν δι’ ἐμέναν ἠκονήθην. Παίρνει ὁ Χάρος ληστρικῶς τὴν κόρην Μελανθίαν καὶ ἐγὼ ἐκατεστάθηκα αἰχμάλωτος καὶ ξένος. Ὅμως οὐδὲν ἠθέλησα ἐκεῖ νὰ ἀπομείνω. |
|
3990 | Ὁ Λίβιστρος ἠθέλησε νὰ συνοδοιπορήση πάλιν νὰ ἔβγη μετ’ ἐμὲν νὰ κοσμοανατρέχη καὶ ἐγὼ οὐδὲν ἠθέλησα ποσῶς νὰ τὸν ἀκούσω. Καὶ πάλιν ἦλθε με βουλὴ καὶ λογισμὸς καὶ γνώμη, ἐνθύμησις καὶ μέριμνα καὶ νοῦς εἰς τὴν καρδίαν, |
|
3995 | πάλιν νὰ ἔβγω μόνος μου εἰς τὴν ἐμὴν πατρίδα, ἂν ἔναι ὁδὸς νὰ τὴν ἰδῶ, νὰ τὴν ἀναζητήσω. Καβαλικεύω τὸ λοιπόν, ζώνομαι τὰ ἄρματά μου καὶ ἐβγαίνω εἰς ἀναζήτησιν τῆς γονικῆς μου χώρας. Ηὕρηκα πάντας τοὺς ἐμοὺς καὶ συγγενοὺς καὶ φίλους, <***> |
|
f. 152v 4000 |
τὴν γονική μου | αὐθεντία νὰ χαίρωμαι, ὡς θέλω, ἐγὼ μὲ τὴν παράξενον τὴν κόρην τὴν Μυρτάνην.
* Τοὺς πόνους περιεφήμισα φίλου μου τοῦ Λιβίστρου, τοὺς ἐκατεπικράθηκα μόνος μου μετ’ ἐκεῖνον, ὅλους τοὺς ἀφηγήθηκα τοὺς πόνους καὶ πικρίας. |
|
4005 | Τίς νὰ εἰπῆ τὰς κακώσεις μου τὰς έπαθα εἰς τὸν κόσμον; Τίς κατὰ μέρος τὰς ἐμὰς ἀφηγηθεῖ πικρίας; Τίς νὰ συγγράψη μερικῶς τῆς ξενιτείας τὰ πάθη; Καὶ ποῖος νοῦς νὰ δυνηθῆ πάντα νὰ καταλέξη; Ταῦτα τὰ περισσότερα, λέγω, ἂν τὰ συγγράψω |
|
4010
f. 153r | καὶ ἄρτι ἀπλῶς ἐρωτικὰ θελήσω καταλέξειν, ἅπαντες ὁποῦ μὲ ἀκούσουσιν οἱ πάντες νὰ θλιβοῦσι, νὰ συμπονοῦν τοὺς πάσχοντας καὶ τοὺς ποθοδαρμένους καὶ πρὸς ἑτέρους πάσχοντας ταῦ | τα νὰ διηγοῦνται». |
|
- Δεν βρέθηκαν εικόνες
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Βιβλιογραφία
- Αγαπητός 1993
- Παναγιώτης Α. Αγαπητός, «Η χρονολογική ακολουθία των μυθιστορημάτων Καλλίμαχος, Βέλθανδρος και Λίβιστρος», Αρχές της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Πρακτικά του Δεύτερου Διεθνούς Συνεδρίου Neograeca Medii Aevi, Βενετία 7-10 Νοεμβρίου 1991, τ. 2, επιμ. Νικόλαος Μ. Παναγιωτάκης, Ελληνικό Ινστιτούτο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών, Βενετία 1993, σ. 197-234.
- Αγαπητός 1996
- Παναγιώτης Α. Αγαπητός, «Η αφηγηματική σημασία της ανταλλαγής επιστολών και τραγουδιών στο μυθιστόρημα Λίβιστρος και Ροδάμνη», Θησαυρίσματα 26 (1996), σ. 25-42.
- Αγαπητός 2004
- Παναγιώτης Α. Αγαπητός, «Από την Περσία στην Προβηγγία: ερωτικές διηγήσεις στο ύστερο Βυζάντιο», Το Βυζάντιο και οι απαρχές της Ευρώπης, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Αθήνα 2004, σ. 119-153.
- Αγαπητός 2006
- Παναγιώτης Α. Αγαπητός (επιμ.), Αφήγησις Λιβίστρου και Ροδάμνης. Κριτική έκδοση της διασκευής α [Βυζαντινή και Νεοελληνική Βιβλιοθήκη, 9], ΜΙΕΤ, Αθήνα 2006.
- Beck 1993
- Hans-Georg Beck, Ιστορία της βυζαντινής δημώδους λογοτεχνίας, μτφρ. Νίκη Eideneier, ΜΙΕΤ, Αθήνα 21993, σ. 198-201.
- Κρουμπάχερ 1900
- Καρλ Κρουμπάχερ, Ιστορία της βυζαντηνής λογοτεχνίας, μεταφρασθείσα υπό Γεωργίου Σωτηριάδου, τ. 3, Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου, Αθήνα 1900, σ. 152-160.
- Lambert 1935
- Jakoba A. Lambert (επιμ.), Le roman de Libistros et Rhodamné publié d’ après les manuscrits de Leyde et de Madrid avec une introduction, des observations grammaticales et un glossaire, Noord-Hollandsche Uitgevers-Maatschappij, Amsterdam 1935.
- Lendari 2007
- Tina Lendari (επιμ.), Αφήγησις Λιβίστρου και Ροδάμνης (Livistros and Rodamne). The Vatican version. Critical edition with Introduction, Commentary and Index-Glossary [Βυζαντινή και Νεοελληνική Βιβλιοθήκη, 10], ΜΙΕΤ, Αθήνα 2007.
- Λεντάρη 2007
- Τίνα Λεντάρη, «Λίβιστρος και Ροδάμνη (Αφήγησις Λιβίστρου και Ροδάμνης)», Λεξικό νεοελληνικής λογοτεχνίας. Πρόσωπα, έργα, ρεύματα, όροι, Πατάκης, Αθήνα 2007, σ. 1256-1257.
- Μαστροδημήτρης 2001
- Παναγιώτης Δ. Μαστροδημήτρης (επιμ.), Η ποίηση του νέου ελληνισμού: ανθολογία, Ίδρυμα Γουλανδρή-Χορν, Αθήνα 2001, σ. 178-188.
- Μαυροφρύδης 1866
- Δημήτριος Ι. Μαυροφρύδης (επιμ.), Εκλογή μνημείων της νεωτέρας ελληνικής γλώσσης, Τύπ. Χ. Ν. Φιλαδελφέως, Αθήνα 1866, σ. 324-428.
- Μιχαηλίδης 1993
- Δημήτρης Μιχαηλίδης, «Νέες χρονολογήσεις μεσαιωνικών δημωδών κειμένων», Αρχές της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Πρακτικά του Δεύτερου Διεθνούς Συνεδρίου Neograeca Medii Aevi, Βενετία 7-10 Νοεμβρίου 1991, τ. 2, επιμ. Νικόλαος Μ. Παναγιωτάκης, Ελληνικό Ινστιτούτο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών, Βενετία 1993, σ. 148-155.
Δικτυογραφία
«[Άγουρος Ποθοφλόγιστος]», στα «Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας (Α΄ Γενικού Λυκείου)-Βιβλίο Μαθητή (Εμπλουτισμένο)», στο «Ψηφιακό Σχολείο, Διαδραστικά Σχολικά Βιβλία», Διόφαντος (ΙΤΥΕ).
«Α΄ περίοδος, 1204-1453: Ερωτικά ιπποτικά μυθιστορήματα», στην «Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας», e-logotexnia.
«Δημώδης λογοτεχνία: Ερωτικές μυθιστορίες», στη «Βυζαντινή λογοτεχνία», Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού.
«Πηγές του Αναλυτικού Λεξικού Κριαρά: Λίβιστρος και Ροδάμνη», στην «Πύλη για την ελληνική γλώσσα και τη διδασκαλία της», Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Ketevan Beridge, «Ο βασιλιάς έρωτας και η υπόστασή του στις βυζαντινές και υστεροβυζαντινές ερωτικές και ιπποτικές μυθιστορίες (μια προσπάθεια προσέγγισης)», Phasis, τ. 12, τχ. 6 (2009).
Γιώργης Γιατρομανωλάκης, «Βυζαντινή soap opera: παλαιολόγειο μυθιστόρημα», στο «βιβλία + ιδέες», Το Βήμα.
* Τελευταία πρόσβαση στη δικτυογραφία: Δεκέμβριος 2017.
Ετικετες Αναζητησης
Λογοτεχνικό Γένος
ΠοίησηΕποχές - Περίοδοι
Παλαιολόγεια περίοδος (13ος-15ος αι.) Δημώδης γραμματεία πριν από την Άλωση (12ος-15ος αι.)Θέματα
Αγάπη Έρωτας Μαγεία Ξενιτειά Περιπλάνηση Δοκιμασία Μοιχεία/απιστία Πόνος Τιμωρία Αλήθεια Συμφορά Φιλία Χαρά Γάμος Εορτασμός/γλέντι Θάνατος Ταξίδι Γυναίκα (περιγραφή) Απάτη Άνδρας (περιγραφή) Θαυμαστά στοιχείαΦύση Προσώπων
Άνθρωποι
Κατάλογος Έργων
- Αισώπου Μύθοι
- Ανακάλημα της Κωνσταντινόπολης
- Άνθη ευλαβείας
- Άνθος των χαρίτων
- Απόκοπος
- Αφήγησις Λιβίστρου και Ροδάμνης
- Αφήγησις παράξενος του ταπεινού Σαχλίκη
- Βαρλαάμ και Ιωάσαφ
- Βασιλεύς ο Ροδολίνος
- Βίοι αγίων
- Διγενής Ακρίτης
- Διήγησις Βελισαρίου
- Διήγησις εξαίρετος Βελθάνδρου του Ρωμαίου
- Διήγησις εξαίρετος ερωτική και ξένη του Ιμπερίου θαυμαστού και κόρης Μαργαρώνης
- Διήγησις εξαίρετος ερωτική και ξένη Φλωρίου του πανευτυχούς και κόρης Πλάτζια Φλώρης
- Διήγησις Ιεροθέου Αββατίου
- Διήγησις και οπτασία ωφέλιμος ορθοδόξου τινός Δημητρίου
- Διήγησις του Αχιλλέως
- Διήγησις του Πωρικολόγου
- Διήγησις του Ρεμπελιού των Ποπολάρων
- Εξήγησις της γλυκείας χώρας Κύπρου, η ποία λέγεται Κρόνικα, τουτέστιν Χρονικόν
- Ερωτικόν ενύπνιον
- Ερωτόκριτος
- Ερωτοπαίγνια
- Ερωφίλη
- Η Βοσκοπούλα
- Η Θυσία του Αβραάμ
- Η Καινή Διαθήκη
- Η Κοσμογέννησις
- Η Φυλλάδα του Μεγαλέξαντρου
- Θησαυρός
- Θρήνος εις τα Πάθη και την Σταύρωσιν του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού
- Θρήνος της Θεοτόκου
- Θρήνος της Κρήτης
- Θρήνος της Κωνσταντινούπολης
- Ιατροσόφια
- Ιστορία και όνειρο
- Ιστορία του Ταγιαπιέρα
- Κατζούρμπος
- Κλίνη Σολομώντος
- Λαϊκές αφηγήσεις
- Λεηλασία της Παροικιάς της Πάρου
- Λόγοι διδακτικοί του πατρός προς τον υιόν
- Λόγος παρηγορητικός περί Δυστυχίας και Ευτυχίας
- Μεγάλον θανατικόν από πανόκλα
- Ο Βίος του Αισώπου
- Ο Έπαινος των γυναικών
- Ο Κρητικός Πόλεμος
- Ο Οψαρολόγος
- Ο Χρονογράφος
- Παιδιόφραστος διήγησις των ζώων των τετραπόδων
- Παλαιά τε και Νέα Διαθήκη
- Πανουργίαι υψηλόταται του Μπερτόλδου
- Πανώρια
- Πένθος θανάτου, ζωής μάταιον και προς Θεόν επιστροφή
- Περί ηρώων, στρατηγών, φιλοσόφων, αγίων και άλλων ονομαστών ανθρώπων, οπού εβγήκασιν από το νησί της Κύπρου
- Περί της ξενιτείας
- Πόλεμος της Τρωάδος
- Πτωχοπρόδρομος
- Ριμάδα κόρης και νιου
- Ρίμες αγάπης (Κυπριακά ερωτικά)
- Σιντίπας
- Σπανέας
- Σπανός
- Στάθης
- Στεφανίτης και Ιχνηλάτης
- Στίχοι γραμματικού Μιχαήλ του Γλυκά ούς έγραψε καθ΄ ον κατεσχέθη καιρόν εκ προσαγγελίας χαιρεκάκου τινός
- Συναξάριον του τιμημένου γαδάρου
- Το κατά Καλλίμαχον και Χρυσορρόην ερωτικόν διήγημα
- Το Χρονικόν του Μορέως
- Φορτουνάτος
- Φυσιολόγος
- Χρονικό του Γαλαξειδιού
- Χρονικό του μοναστηριού του Αγίου Θεοδώρου Κυθήρων
- Χρονικό των Σερρών
- Χρονικόν