Διγενής Ακρίτης
Συγγραφέας: Ανώνυμος
Ο Βασίλειος Διγενής Ακρίτης είναι ο γνωστότερος από τους ήρωες των ακριτικών τραγουδιών και πρωταγωνιστής ενός έμμετρου αφηγηματικού έργου του 12ου αιώνα, το οποίο είναι γνωστό ως Διγενής Ακρίτης ή Έπος του Διγενή Ακρίτη. Είναι γραμμένο σε ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο στίχο, σώζεται σε έξι χειρόγραφες παραλλαγές και συνιστά το παλαιότερο λογοτεχνικό γραπτό μνημείο της μεσαιωνικής ελληνικής δημώδους γλώσσας.
Στυλιανός Αλεξίου (επιμ.), Βασίλειος Διγενής Ακρίτης και τα άσματα του Αρμούρη και του Υιού του Ανδρονίκου [Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη, ΠΟ 51], Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1995.
Εισαγωγή
Οι ακρίτες και τα ακριτικά τραγούδια
Οι αραβοβυζαντινές συγκρούσεις που διήρκεσαν από τα τέλη του 7ου ώς τις αρχές του 11ου αιώνα αποτελούν το ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο κινείται η σωζόμενη ηρωική ποίηση των Βυζαντινών σε δημώδη γλώσσα (Λεντάρη 2014, 516). Οι αναμετρήσεις αυτές δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για την ανάπτυξη μιας λαϊκής, προφορικής αφηγηματικής ποίησης που ανταποκρινόταν στο ζωηρό ενδιαφέρον της κοινωνίας να πληροφορηθεί και να ακούσει λεπτομέρειες, πραγματικές ή φανταστικές, για τις περιπέτειες αυτές και για τα κατορθώματα των αγωνιστών, τα επονομαζόμενα «ανδραγαθίες». Η επιδρομή και η απόκρουση, το μίσος για τους εισβολείς, η επιθυμία για εκδίκηση, η τύχη των αιχμαλώτων, κυρίως των κοριτσιών, και η προσπάθεια για τη διάσωσή τους εμπνέουν τον λαϊκό ποιητή που, βασιζόμενος σε άμεσες πεζές ζωηρές αφηγήσεις από αυτόπτες, επεξεργάζεται, οργανώνει και αναπτύσσει όλο αυτό το υλικό πληροφοριών και συναισθημάτων σε ζωντανή γλώσσα και σε εύκολα απομνημονευόμενο στίχο (Αλεξίου 1995, 19-20).
Στα ανατολικά σύνορα της αυτοκρατορίας, τις «άκρες» του κράτους τις φύλαγαν οι ακρίτες. Πολεμούσαν με τους Άραβες, με τους τοπικούς άρχοντες (τους αμιράδες), αλλά και με τους απελάτες, ένα είδος παράνομων και ληστών που διακρίνονταν κι αυτοί για την παλικαριά τους, και είχαν την ίδια πολεμική τακτική και τον ίδιο κώδικα ηθικής με τους ακρίτες.
Το έπος του Διγενή Ακρίτη
Γύρω από τα κατορθώματα των ακριτών, λοιπόν, άρχισαν νωρίς να πλάθονται διάφοροι θρύλοι και να σχηματίζεται ένας κύκλος από αφηγηματικά δημοτικά τραγούδια επικής μορφής, τα ακριτικά τραγούδια, που σώθηκαν με την προφορική παράδοση. Βασισμένος κυρίως στα τραγούδια αυτά και στους θρύλους, αλλά και σε άλλες λογιότερες πηγές, ένας ποιητής συνέθεσε ένα εκτενές επικό/μυθιστορηματικό ποίημα, το έπος του Διγενή Ακρίτη (Πολίτης 2004, 26-27). Το έμμετρο αυτό αφήγημα είναι το παλαιότερο γραπτό λογοτεχνικό μνημείο της δημώδους μεσαιωνικής ελληνικής γλώσσας και θεωρείται πως σηματοδοτεί την αρχή της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Το έπος τοποθετείται χρονικά στον 12ο μ.Χ. αιώνα και βασική στιχουργική μορφή του είναι ο ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος στίχος.
Κεντρικός ήρωας και περιεχόμενο του έπους
Σύμφωνα με τον μύθο, ο Βασίλειος Διγενής ήταν ένας από τους ακρίτες, τους φρουρούς των βυζαντινών συνόρων, και απέκτησε το προσωνύμιο Διγενής εξαιτίας της μεικτής καταγωγής του: η μητέρα του ήταν κόρη βυζαντινού στρατηγού και ο πατέρας του αμιράς από τη Συρία. Ο Βασίλειος καταγόταν, λοιπόν, από δύο γένη, το ελληνικό και το αραβικό, ενώ το βαπτιστικό του αναπαράγει το όνομα του κυριότερου αγίου της Καππαδοκίας, του Μεγάλου Βασιλείου. Ο ήρωας αποτελεί προσωποποίηση του συνόλου των ακριτών, που με την παλικαριά και τις ανδραγαθίες τους είχαν συγκινήσει τη λαϊκή φαντασία (Αλεξίου 1995, 26).
Γύρω από αυτόν τον Ακρίτη, την καταγωγή, τα κυνήγια του, τις ανδραγαθίες του εναντίον απελατών και Αράβων, τον γάμο του με την κόρη ενός στρατηγού, την εγκατάστασή του σε μια θαυμάσια έπαυλη στην όχθη του Ευφράτη και τον πρόωρο θάνατό του, λαϊκοί ποιητές άρχισαν να συνθέτουν προφορικά στην Καππαδοκία, τον 10ο και 11ο αιώνα, αυτοτελή αφηγηματικά ποιήματα εκατό ή διακοσίων περίπου στίχων. Αργότερα, πιθανώς στις αρχές του 12ου αιώνα, κάποιος άλλος ποιητής όχι μόνο συνέλεξε κείμενα του είδους αυτού, καταγράφοντάς τα από προφορικές εκτελέσεις ή αντιγράφοντάς τα από χειρόγραφα που κυκλοφορούσαν, αλλά και προσπάθησε να τα κατατάξει με βάση τη χρονολογική σειρά της ζωής του Διγενή, να τα επεξεργαστεί και να τα συνδέσει, ως ένα βαθμό, μεταξύ τους. Πλησιάζουμε έτσι προς μια «επική σύνθεση», αρκετά χαλαρή βέβαια (Αλεξίου 1995, 27).
Το κείμενο, στις διάφορες παραλλαγές του, διαιρείται σε οκτώ ή δέκα βιβλία. Μολονότι κεντρικός ήρωας είναι ο Βασίλειος, τα τρία πρώτα βιβλία περιέχουν την ιστορία του πατέρα του, του αμιρά της Συρίας Μουσούρ, δηλαδή την αρπαγή από αυτόν της Ειρήνης, μοναχοκόρης ενός βυζαντινού στρατηγού, του Ανδρόνικου Δούκα, την καταδίωξή του από τους πέντε αδελφούς της, τη μονομαχία του με τον νεότερο και την ήττα του, τον προσηλυτισμό του στον χριστιανισμό και τον γάμο του με την κόρη. Γιος από τον γάμο αυτό είναι ο ήρωας του έπους (Πολίτης 2004, 27). Τα υπόλοιπα βιβλία εξιστορούν την ενηλικίωση και τα υπερφυσικά κατορθώματά του: σε νεαρή ηλικία σκοτώνει δύο αρκούδες και ένα λιοντάρι∙ ερωτεύεται την Ευδοκία, κόρη ενός στρατηγού, την κλέβει και την παντρεύεται, αφού πρώτα σκοτώνει τους πολεμιστές που έστειλε ο πατέρας της για να τον κυνηγήσουν. Το μεγαλύτερο τμήμα του δεύτερου μέρους καταλαμβάνεται από την αφήγηση –σε πρώτο πρόσωπο– των μαχών του Διγενή εναντίον των απελατών και της αμαζόνας Μαξιμούς. Αφού απέκτησε τεράστια δόξα, ο ήρωας αποσύρθηκε σε έναν πύργο που έχτισε στις όχθες του Ευφράτη, όπου και πέθανε σε νεαρή ηλικία από ασθένεια.
Προβλήματα φιλολογικής έρευνας
Ένα κείμενο τόσο πρώιμο, στηριγμένο σε παραδόσεις και γεγονότα ιστορικά, με ποικίλες επιδράσεις και παραδεδομένο σε τόσες παραλλαγές, φυσικό ήταν να γεννήσει πλήθος προβλημάτων, στα περισσότερα από τα οποία η φιλολογική έρευνα δεν μπόρεσε να δώσει ακόμα οριστική λύση (Αλεξίου 1995, 28). Τα προβλήματα αυτά έχουν σχέση με τον γραμματολογικό προσδιορισμό του έργου, αν δηλαδή είναι έπος ή μυθιστόρημα, τη μορφή του πρωτότυπου κειμένου και τη σχέση των παραλλαγών με αυτήν, τη χρονολόγηση του πρωτότυπου και την ταυτότητα του συγγραφέα, τη χρονολόγηση των παραλλαγών και τη μεταξύ τους σχέση και, τέλος, τη σχέση του κειμένου με την προφορική παράδοση και τα τραγούδια του ακριτικού κύκλου.
Γραμματολογικό είδος
Όταν ο Διγενής ανακαλύφθηκε και εκδόθηκε για πρώτη φορά, χαρακτηρίστηκε από πολλούς «έπος των νεωτέρων Ελλήνων». Ο επικός χαρακτήρας του έργου είναι φανερός στις σκηνές των μαχών και τις αφηγήσεις των ανδραγαθημάτων του ήρωα και δικαιολογείται από τη σχέση του κειμένου με την ηρωικού χαρακτήρα ακριτική ποίηση (Πολίτης, Αλεξίου). Σύντομα, όμως, επισημάνθηκαν και χαρακτηριστικά του έργου που το καθιστούν συγγενές με το είδος του μυθιστορήματος (ή, ακριβέστερα, της μυθιστορίας), κυρίως φανερές επιδράσεις της ρητορικής επεξεργασίας του λόγου, όπως οι ρητορικές εκφράσεις , αλλά και στιγμιότυπα ειρηνικής ζωής, με έμφαση στις ερωτικές εικόνες μεταξύ του ήρωα και της μέλλουσας γυναίκας του (Δημαράς, Beck). Οι απόψεις των μελετητών πάνω στο θέμα παραμένουν ακόμα διχασμένες.
Οι παραλλαγές του έργου
Το έργο σώζεται σε έξι χειρόγραφες παραλλαγές: του Εσκοριάλ, της Τραπεζούντας, της Άνδρου-Αθηνών, της Κρυπτοφέρρης, της Οξφόρδης και της Άνδρου-Θεσσαλονίκης (αποτελεί τη μόνη γνωστή πεζή παραλλαγή). Τα χειρόγραφα ανακαλύφθηκαν σχετικά αργά, μετά τη δεκαετία του 1870. Πρώτο εκδόθηκε από τους Κ. Σάθα και É. Legrand το 1875 το χειρόγραφο της Τραπεζούντας, ενώ μέσα στα επόμενα χρόνια ανακαλύφθηκαν και εκδόθηκαν και τα υπόλοιπα πέντε.
Το αρχικό κείμενο δεν έχει σωθεί. Όπως σημειώνουν οι μελετητές, το χαμένο πρωτότυπο κατάγεται από ένα απώτερο προφορικό αρχέτυπο ή από έναν κύκλο συγγενών προφορικών ασμάτων με ηρωικό περιεχόμενο. Οι δύο σημαντικότερες παραλλαγές είναι αυτές της Κρυπτοφέρρης και του Εσκοριάλ, οι οποίες, παρά τις αξιοπρόσεκτες αφηγηματικές, θεματικές, γλωσσικές και υφολογικές διαφορές μεταξύ τους, προέρχονται από ένα παλαιότερο κοινό αρχέτυπο του 12ου αιώνα (Λεντάρη 2014, 516). Στις μεταγενέστερες παραλλαγές του κειμένου (Τραπεζούντας και Άνδρου-Αθηνών), που προέρχονται από μία κοινή πηγή των αρχών του 16ου αιώνα, είναι εμφανείς οι μυθιστορ(ηματ)ικές επιδράσεις. Από την ίδια πηγή προέρχονται και οι άλλες δύο, ακόμη μεταγενέστερες, επεξεργασίες (Άνδρου-Θεσσαλονίκης και Οξφόρδης). Υπάρχουν πληροφορίες και για άλλα –χαμένα σήμερα– χειρόγραφα, δύο από τα οποία πρέπει να ήταν εικονογραφημένα. Σώζεται, επίσης, και μια ρωσική διασκευή (Λεντάρη 2014, 516-517).
Η παραλλαγή του Εσκοριάλ , την οποία ακολουθούμε εδώ, είναι εντελώς ιδιότυπη: παραδίδει ένα εξαιρετικά συντομευμένο κείμενο, ενώ η γλώσσα βρίσκεται πολύ κοντά στη δημοτική. Το χειρόγραφο, που βρίσκεται σήμερα στο μοναστήρι του Εσκοριάλ (στην Ισπανία), γράφτηκε στην Κρήτη τον 15ο αιώνα. Είναι εξαιρετικά καλλιγραφημένο και έχει κενούς χώρους που επρόκειτο να συμπληρωθούν με μικρογραφίες. Εκδόθηκε για πρώτη φορά από τον Hesseling (1912) και στη συνέχεια από τον Καλονάρο (1941), τον Trapp (1971) και, τέλος, από τον Αλεξίου το 1985 (Αλεξίου 1995, 28-29) – η ανθολόγησή μας στηρίζεται στη μικρή έκδοση του Αλεξίου (1995). Η σύγχρονη έρευνα απέδειξε ότι το κείμενο της παραλλαγής του Εσκοριάλ είναι πολύ αξιόπιστο ως προς αρκετά πραγματολογικά στοιχεία που είναι αδύνατον να επιβίωσαν προφορικά τόσους αιώνες, επομένως το σωζόμενο χειρόγραφο του 15ου αιώνα πρέπει να αποτελεί αντιγραφή παλαιότερου κειμένου, το οποίο μπορεί να αναχθεί στον 12ο αιώνα (Λεντάρη 2014, 516).
Πηγές και επιδράσεις
Όπως αναφέρθηκε στην αρχή, τα ακριτικά τραγούδια προϋπήρχαν του έπους και αποτέλεσαν τη σημαντικότερη πηγή του. Από την άλλη μεριά, το έπος, με τη διάδοση που γνώρισε, γέννησε με τη σειρά του έναν ιδιαίτερο κύκλο τραγουδιών. Από τις γραπτές επεξεργασίες του Διγενή, λοιπόν, δημιουργήθηκε στη συνέχεια ένας νέος κύκλος ακριτικών τραγουδιών, μερικά από τα οποία διασώθηκαν ώς τον 20ό αιώνα.
Η αφήγηση της ιστορίας του Διγενή πρέπει να ήταν πολύ δημοφιλής και τα κατορθώματά του είχαν πιθανότατα μυθοποιηθεί ήδη από την εποχή της συγγραφής της. Η παράδοση του έργου σε χειρόγραφα που απέχουν χρονικά μεταξύ τους, αλλά και η επιθυμία των διασκευαστών ή των αντιγραφέων να επεξεργάζονται το έπος σε νέες μορφές είναι άλλη μια ένδειξη της επιβίωσής του στους επόμενους αιώνες. Έτσι, επιδράσεις από τον Ακρίτη διαφαίνονται σε μεταγενέστερα βυζαντινά μυθιστορήματα, λ.χ., την Αχιλληίδα και το Λίβιστρος και Ροδάμνη. Eπίσης, παρωδία του επικού ύφους παρατηρείται σε ένα σατιρικό, ψευδο-ηρωικό ποίημα του κρητικού ποιητή Στέφανου Σαχλίκη (Μαυρομάτης & Παναγιωτάκης 2015, 107). Προς τα τέλη του 19ου αιώνα, με την ανακάλυψη των δημοτικών ακριτικών τραγουδιών και των χειρογράφων του έπους, η μορφή του Διγενή Ακρίτη άρχισε να ερμηνεύεται ως εθνικό σύμβολο που πέρασε και στη λογοτεχνία της εποχής, με πρωιμότερο παράδειγμα τα ποιήματα του Κωστή Παλαμά, ο οποίος είδε στον ήρωα την προσωποποίηση του ακατάβλητου ελληνισμού. Ο Διγενής και το ακριτικό υλικό χρησιμοποιήθηκαν και σε έργα άλλων λογοτεχνών, όπως του Άγγελου Σικελιανού, του Γιάννη Ψυχάρη και του Νίκου Καζαντζάκη (Για την τύχη του Διγενή στη μεταγενέστερη νεοελληνική ποίηση βλ. Κεχαγιόγλου 1986).
Αποσπάσματα
Τα ανδραγαθήματα του Διγενή και η αρπαγή της κοπέλας (στ. 702-925)
Οι πρώτοι στίχοι του κειμένου (που λείπουν) εξιστορούν την εκστρατεία του σαρακηνού αμιρά της Συρίας εναντίον της βυζαντινής Μικράς Ασίας, κατά την οποία αιχμαλωτίζει μια χριστιανή νέα από τη μεγάλη οικογένεια των Δουκάδων. Οι πέντε αδελφοί της κοπέλας ζητούν την απελευθέρωσή της και αποφασίζουν να μονομαχήσει με τον αμιρά ο μικρότερος αδελφός, ο Κωνσταντίνος. Από αυτό το σημείο, αρχίζει το κείμενό μας, όπως μας έχει σωθεί.
Μετά από σκληρή μάχη, ο αμιράς αναγνωρίζει την ήττα του. Οι πέντε αδελφοί συμφωνούν να γίνει ο αμιράς χριστιανός για να παντρευτεί την αδελφή τους και να έρθει μαζί τους στην πατρίδα τους. Το ζευγάρι αποκτά ένα θαυμάσιο παιδί, τον Βασίλειο. Έπειτα από ένα χρονικό διάστημα, ο αμιράς αναχωρεί για τη Συρία, αφού πρώτα βεβαιώνει τη γυναίκα του με όρκο πως δεν θα ξεχάσει την οικογένειά τους και πως δεν θα επανέλθει στον μωαμεθανισμό. Όταν φτάνει στην πατρίδα του, πείθει τη μητέρα του και πολλούς άλλους να αρνηθούν το ισλάμ και να τον ακολουθήσουν στη νέα του πατρίδα.
Στο επόμενο τμήμα του έργου ο ποιητής μάς διηγείται την πρώτη επαφή του νεαρού Βασίλειου Διγενή Ακρίτη με τους ληστές απελάτες. Ο Βασίλειος πληροφορείται τα κατορθώματά τους και θέλει να τους γνωρίσει. Όταν βρίσκεται μπροστά στον γέρο αρχηγό των απελατών, Φιλοπαππού, του δηλώνει πως θέλει να γίνει κι αυτός απελάτης. Αυτός τότε του προτείνει διάφορες δοκιμασίες για να αποδείξει την αξία του. Σε αγώνα, ο Διγενής εξουδετερώνει όλους τους απελάτες.
Το απόσπασμα ξεκινά με μια γενική εισαγωγή για τη δύναμη του Έρωτα και την τόλμη που δίνει στον ερωτευμένο.
702 | Ὁ ἔρως τίκτει τὸ φιλὶν καὶ τὸ φιλὶν τὸν πόθον, ὁ πόθος δίδει μέριμνας, ἔννοιάς τε καὶ φροντίδας, κατατολμᾶ καὶ κίνδυνον καὶ χωρισμὸν γονέων, |
|
705 | θάλασσαν ἀντιμάχεται, τὸ πῦρ οὐ διαλογίζει καὶ τίποτε οὐ λογίζεται ὁ ποθῶν διὰ τὴν ἀγάπην· ἐγκρεμνοὺς οὐ λογίζεται, τοὺς ποταμοὺς οὐδόλως, τὰς ἀγρυπνίας ἀνάπαυσιν καὶ τὰς κλεισούρας κάμπους. Καὶ ὅσοι βασανίζεσθε δι’ ἀγάπην κορασίου, |
|
710 | ἀκούσατε διὰ γραφῆς τῶν <θαυμαστῶν> Ἑλλήνων πόσα καὶ αὐτοὶ ὑπομείνασιν βάσανα διὰ τὸν πόθον. Βλέπετε, οἱ ἀναγινώσκοντες, τοὺς ἀριστεῖς ἐκείνους, τοὺς Ἕλληνας, τοὺς θαυμαστοὺς καὶ ὀνομαστοὺς στρατιώτας, <καὶ> ὅλα ὅσα ἐγίνουντα διὰ ἐκείνην τὴν Ἑλένην, |
|
715 | ὅτε ἐκατεπολέμησαν ἅπασαν τὴν Ἀσίαν, καὶ πάντες ἐδοξάσθησαν διὰ περισσὴν ἀνδρείαν, καὶ πάλιν εἰς ἐρωτικὰ ἄλλος τις οὐχ ὑπέστη. Καὶ οὐ λέγομεν καυχίσματα ἢ πλάσματα καὶ μύθους, ἃ Ὅμηρος ἐψεύσατο καὶ ἄλλοι τῶν Ἑλλήνων. |
|
720 | Ταῦτα γὰρ μῦθοι <οὐ> λέγονται, καυχίσματα οὐ λαλοῦνται, ἀλλ’ ἀληθεύουν ἐκ παντός, μηδεὶς οὖν ἀπιστήση ὡς λέγω τὴν ἀλήθειαν τοῦ θαυμαστοῦ Ἀκρίτη. Πατήρ του ἦτον ὁ ἀμιράς, ὁ Μούσουρος ἐκεῖνος, ὁποὺ ἀνατράφην εἰς Συρίαν, ἀπέσω εἰς Βαβυλῶνα, |
|
725 | καὶ ὡς διὰ ἀνδρείαν του τὴν πολλήν, τὴν περισσὴν τὴν φρόνεσιν, βουλὴν ἐποιήσασιν οἱ γέροντες ἁπάσης τῆς Συρίας καὶ τὸν σουλτάνον τὸ εἴπασιν καὶ ἀμιρὰν τὸν ἐποῖκαν. Καὶ τρισχιλίους τὸν ἔδωσαν Τούρκους καὶ Ἀραβίτας καὶ ἐποίησάν τον ἐξακουστὸν εἰς πᾶσαν τὴν Συρίαν· |
|
730 | καὶ εἶχεν καὶ τοὺς ἀγούρους του ἄλλους πεντακοσίους. Ἐπῆρεν τους καὶ ἐξέβηκεν ἔξω εἰς Ρωμανίαν· τὸ Ἡρακλέως ἐκούρσευσεν, τὸ Κόνιον καὶ Ἀμόρι· κοράσιον ἀπήρπαξεν, τοῦ Ἀκρίτη τὴν μητέραν. Καὶ ἀπὸ τὰ κάλλη τὰ πολλά, τὰ ἐβάσταζεν ἡ κόρη, |
|
735 | ἐγίνετον Χριστιανὸς καὶ αὐτὴν <τὴν> εὐλογήθη. Καὶ ὁ εἷς τῆς κόρης ἀδελφὸς ἦτον ὁ Κωνσταντίνος, αὐτὸς γὰρ ἐπολέμησεν ἀμιρὰν τὸν γαμπρόν του, τὸν θαυμαστὸν νεώτερον, τοῦ Ἀκρίτη τὸν πατέρα. Καὶ τότε ὁ Ἀκρίτης <Διγενὴς> ὁ θαυμαστὸς ἐκεῖνος |
|
740 | μόνος του ὑπεθαύμαζεν διὰ τὰς ἀνδραγαθίας του καὶ ἀπὸ μικρόθεν ἤρξατο δοξάζειν τὸν ἑαυτόν του. Καὶ <τότε> ὡσὰν ἐγένετο δώδεκα ἐτῶν καὶ μόνον, προσῆλθε εἰς τὸν πατέραν του, τοιαῦτα τὸν συντυχαίνει: «Ὣς πότε θέλω κυνηγᾶν λαγούδια καὶ περδίκια; |
|
745 | Αὐτὰ τῶν χωριατῶν εἰσίν, τοῦ κυνηγᾶν περδίκια, ἄρχοντες δὲ νεώτεροι καὶ εὐγενῶν παιδία λέοντας καὶ ἄρκους κυνηγοῦν καὶ ἄλλα δεινὰ θηρία. Καὶ οὐ θέλω δοξασθῆναι ἐγὼ ὡς ἀπὸ τοῦ πατρός μου, ἀλλὰ δοξάσειν <ἔχω> ἐγὼ πατέραν καὶ μητέραν· |
|
750 | νὰ δοξασθῆς, ἀφέντα μου, ἐκ τὲς ἀνδραγαθίες μου. Δεῦτε ἂς καβαλικεύσωμεν καὶ ὑπᾶμεν εἰς κυνήγιν». Καὶ εὐθὺς ἐκαβαλίκευσεν ὁ Διγενὴς Ἀκρίτης καὶ ὁ πατήρ του ὁ ἀμιρὰς καὶ ὁ θεῖος του ὁ Κωνσταντίνος, καὶ ἐβάσταζαν γεράκια ἄσπρα ἐκ τοὺς μουτάτους. |
|
755 | Ἀλλὰ ὅνταν ἀπεσώσασιν εἰς τὰ ὄρη τὰ μεγάλα, δύο ἀρκούδια ἐπήδησαν ἀπόσω ἀπὸ τὸ δάσος, ἀρσενικὸν καὶ θηλυκόν, εἶχαν καὶ δύο κουλούκια. Καὶ εὐθὺς τὸ ἰδεῖν τα ὁ Διγενής, τὸν θεῖον του οὕτως λέγει: «Τί ʼναι ἐκεῖνα, ὁ θεῖος μου, ὁποὺ ἀπηδοῦν καὶ φεύγουν;» |
|
760/761 763/764 | Τοῦ λέγει: «Αὐτὰ εἶναι, Διγενή, τὰ λέγουσιν ἀρκούδια καὶ ὅποιος τὰ πιάση, Διγενή, ἔναι πολλὰ ἀνδρειωμένος». Καὶ ὁ Διγενὴς ὡς τὸ ἤκουσεν, εἰς αὖτα κατεβαίνει |
|
765 | καὶ τὸ ραβδίν του ἐσήκωσεν καὶ ἐπρόλαβεν τὰ <ἀρκούδια>. Τὸ θηλυκὸν εἰς πόλεμον διὰ τὰ κουλούκια ἐστάθην, καὶ ἐκεῖνος ἦτο ἐγλήγορος καὶ ἀπάνω του ἐκατέβην· καὶ οὐκ ἐσυνέφθασεν γοργόν, ἵνα ραβδέα τοῦ δώση, ἀλλὰ ὡσὰν τοῦ ἐσίμωσεν, κλειδώνει το εἰς τὰς χεῖρας |
|
770 | κ’ ἔσφιξεν τοὺς βραχίονας του καὶ εὐθὺς ἀπέπνιξέν το. Καὶ ὡς εἶδεν τὸ ἑταίριν του, ἐστράφην ἐξοπίσω καὶ μίλιν τοῦ <ἀπεξέβηκεν> φευγόμενον ἐξ αὖτον. Καὶ <ὁ Διγενής>, ὁ νεώτερος, εἶχεν γοργὸν τὸ στρέμμαν, ἦτον καὶ <γὰρ> ὑπόστεγνος καὶ ἐγνώθουντα οἱ νεφροί του, |
|
775 | καὶ εἰς τέσσαρα πηδήματα τὸν ἄρκον καταφθάνει καὶ ἀπὸ τὸ κατωμάγουλον γοργὸν πιάνει, κρατεῖ τον κ’ εἰς δύο μέρη τὸν ἔσχισεν, στέκει καὶ θεωρεῖ τον. Ὁ θεῖος του καὶ ὁ πατήρ [του] οἱ δύο ὁμάδι ὑπᾶσιν, στέκονται καὶ θαυμάζονται τὰς πράξεις τοῦ νεωτέρου· |
|
780 | ὦμον πρὸς ὦμον ἔθηκαν καὶ πρὸς ἀλλήλους λέγουν: «Κυρά μου, μήτηρ τοῦ Θεοῦ, καὶ Θεὲ πανοικτίρμων, πράγματα βλέπομεν φρικτά ʼς τὸν νεώτερον ἐτοῦτον· τοῦτον ὁ Θεὸς τὸν ἔστειλεν ὡς διὰ τοὺς ἀνδρειωμένους καὶ οἱ ἀπελάτες νὰ τὸν τρέμουσιν τὰ ἔτη τῆς ζωῆς τους». |
|
785 | Καὶ <οὕτως> συντυχαίνοντα ὁ θεῖος καὶ ὁ πατήρ του, λέοντα δεινὸν εἴδασιν ἀπέσω εἰς τὸ καλάμιν· βούβαλον ἐπεκάθετο ἀπὸ τὰ ὠτία ’ς στὸ οὐράδιν καὶ ἐβύζανεν τὸ αἷμαν του, στανέου του τὸν ἐκράτει· καὶ ὡς τὸ εἶδε ὁ κύρης του καὶ ὁ θεῖος του ὁ Κωνσταντίνος, |
|
790 | τὸν λέοντα τοῦ ἐδείξασιν, διὰ νὰ τὸν δοκιμάσουν· γυρίζουν καὶ θεωροῦσιν τον ὅτι ἔβγαινε ἀπ’ τὸ δάσος. *** «<ὡς διὰ νὰ τὸ ἔχω συνο>δείαν ’ς τὴν στράταν ὁποὺ ὑπηένω, ὅτι καὶ μοναχός εἰμαι καὶ μόνος θέλω ὁδεύειν». ’Σ τὰ γονικά του ἀπέσωσεν ἀφρόντιστος καὶ σῶος, |
|
795 | [ἐπῆγεν καὶ ἐπέζευσεν] καὶ ἀνέσια ἐσύντυχεν τὸν πρωτοστράτορά του: «Στράτορα, πρωτοστράτορα καὶ πρῶτε τῶν στρατόρων, ἀπόστρωσε τὸν μαῦρον μου καὶ στρῶσε μου τὸν γρίβαν, τὸν εἶχεν πάντα ὁ θεῖος μου εἰς τὰς ἀνδραγαθίας του. |
|
800 | Τρεῖς ἴγκλες μοῦ τὸν ἴγκλωσε καὶ τρεῖς ὀμπροστελίνες καὶ τὸν βαρὺν χαλίναρον, διὰ νὰ γοργογυρίζη, καὶ κρέμασε εἰς τὴν σέλαν μου καὶ τὸ βαρὺν σπαθί μου, ὅτι εἰς ἀνάγκην φοβερὰν καὶ εἰς ἁρπαγὴν ὑπάγω». Τὸν λόγον οὐκ ἐπλήρωσεν οὐδὲ τὴν συντυχίαν, |
|
805 | καὶ εὐθὺς ἐκατεπήδησεν, ’ς τὴν σκάλαν ἀναβαίνει. Καὶ ἐξέβην ἡ μητέρα του κρατεῖ, καταφιλεῖ τον: «Καλῶς ἦρθες, τὸ τέκνον μου, ἂν μοῦ ἤφερες κυνήγιν». Καὶ τότε πάλε ὁ Διγενὴς οὕτως ἀπιλογᾶται: «Νὰ ἔλθουν τὰ κυνήγια μου καὶ <τότε> νὰ τὰ ἴδης». |
|
810 | Καὶ τότε ἡ μητέρα του ἤρξατο εὔχεσθαίν του: «Δέσποινά μου πανύμνητε, κυρὰ εὐλογημένη, δοξάζω, μεγαλύνω σε καὶ υἱὸν τὸν Θεόν σου, ὅτι ἔδωκές με νεώτερον τὸν ὁ κόσμος οὐκ ἔχει καὶ χάρισέ μου τον νὰ ζῆ εἰς χρόνους ἀμετρήτους, |
|
815 | νὰ τὸν θωρῶ, νὰ χαίρωμαι τὰ ἔτη τῆς ζωῆς μου». Καὶ εὐθὺς κρατεῖ, καταφιλεῖ τὰ ὀμμάτια τοῦ νεωτέρου καὶ ἐσήκωσεν τὰς χεῖρας της ’ς τὸν οὐρανὸν ἀπάνω: «Δέσποινά μου πανύμνητε, κυρά μου εὐλογημένη, τὸν νεώτερον τὸν μὲ ἔδωκες τὸν θαυμαστὸν Ἀκρίτην, |
|
820 | δός τον μακροημέρευσιν τὰ ἔτη τῆς ζωῆς του, νὰ περπατῆ ἀφρόντιστος, νὰ χαίρεται τὸν κόσμον, τὸν βίον του ἀδιάλειπτον τὰ ἔτη τῆς ζωῆς του, νὰ τὸν φοβοῦνται πάντοτε ἔθνη τῆς οἰκουμένης». Καὶ τότε ὁ νεώτερος γοργὸν ἐξυπολύθη, |
|
825 | ἔβγαλεν τὰ καλίτσια του καὶ ἐκάτσεν εἰς τὸ δεῖπνον. Καὶ ἀφότου ἀποδείπνησεν, ἐμπαίνει εἰς τὸ κουβούκλιν καὶ ἐπῆρεν τὸ θαμπούριν του καὶ ἀποκατάστησέν το. Ὄφιων δερμάτια ἔσχισεν, <προβάτων ἔκλωσε ἔντερα> καὶ ἐποίησέν του τὰς κόρδας <καὶ ἐποίησεν> καὶ τὰ δόντια των πανέμνοστα τριπάρια. |
|
830 | Γοργὸν καθυποδέθηκεν, ’ς τὸν στάβλον κατεβαίνει, πηδᾶ καὶ ἐκαβαλίκευσεν καὶ ἐπῆρεν τὸ σπαθίν του [καὶ ἐπῆρεν τὸ θαμπούριν του καὶ ἀποκατάστησέν το] καὶ ἔκρουεν τὸ λαβοῦτον του καὶ ἀηδόνει καὶ ἐτραγούδει, ἀηδονικὰ ἐτραγούδησεν καὶ χαμηλὰ τὸ κρούει |
|
835 | καὶ ἐκίνησεν τὴν στράταν του καὶ ὑπάγει εἰς τὸ κοράσιον. Καὶ ὅταν ἀπεσώθηκεν ’ς τοῦ στρατηγοῦ τοὺς οἴκους, σφικτὰ τὰς κόρδας ἔδησεν καὶ ἐλάλησεν μεγάλως καὶ ἐκεῖνος χαμηλότερα καὶ ἐβγαίνει τῆς φωνῆς του: «Εἴτις ἐφίλησεν μακράν, γοργὸν οὐκ ὑπαγαίνει· |
|
840 | τὰς νύκτας οὐ περιπατεῖ, τὸν ὕπνον οὐ στερεῖται, οὐ θέλει τὸν Παράδεισον μὲ τὰ μυρίσματά του· ἐγὼ μακρὰν ἐφίλησα, ἀλλὰ γοργὸν ὑπάγω καὶ ἐγὼ ὡς διὰ τὴν πανεύνοστην ὕπνον οὐδὲν κοιμοῦμαι». Ἦτον δάος ὁ μαῦρος του, τὸ φέγγος ὡς ἡμέρα, |
|
845 | καὶ ὡς δι’ αὖτον ἀπεσώθηκεν ’ς τοῦ στρατηγοῦ τοὺς οἴκους. Καὶ ὅταν ἀπέσωσεν ἐκεῖ, τὴν κόρην οὕτως λέγει: «Σύ, κόρη, ἀπεμερίμνησες καὶ ἀμέριμνα κοιμᾶσαι καὶ ἐβγαίνεις ἐκ τὸν ὅρκον σου, πανθαύμαστον κοράσιον. Πιστεύω, ἀπολησμόνησες τὰ χθεσινά σου λόγια, |
|
850 | καλή, τὰ ἐσυντυχαίναμεν οἱ δύο μοναχοί μας, καὶ ὅρκους τοὺς ἐμόσαμεν, νὰ μὴ ἀποχωριστοῦμεν». Καὶ ἐκείνη τὸν ἐγνώρισεν ἀπὸ τοῦ τραγουδίου· ἐφύρθη καὶ ἐσηκώθηκεν καὶ ἐπῆρε τὸ λουρίν της, γοργὸν ἐκατεπήδησεν καὶ ἐβγαίνει εἰς τὴν θυρίδαν |
|
855 | καὶ τότε τὸ κοράσιον τὸν νέον κατονειδίζει: «Ἐγώ, κύρκα, ὀνειδίζω σε, διατὶ ἐπαραβραδιάστης καὶ ὡς ὀκνηρὸν καὶ ράθυμον πάντα νὰ σὲ ὀνειδίζω. Καὶ τὸ λαβοῦτο σου, τὸ κρούεις, ἔβλεπε ποῦ τὸ κρούεις· δὲν ἠξεύρεις, ὀμμάτια μου, τὸ φῶς τῶν ὀφθαλμῶν μου, |
|
860 | ὅτι ἂν γροικήση ὁ κύρης μου καὶ ὅλη μου ἡ γενέα, νὰ στερηθῆς τὴν νεότην σου τὴν ὥραιαν ὡς διὰ ἐμέναν. Ὅτι πολλοὶ ἐδοκίμασαν ἀγνώστως νὰ μὲ πάρουν καὶ ἐγροίκησεν ὁ κύρης μου καὶ ἐκακοδοίκησέν τους· οὕτως καὶ ἐσὺ τὴν νεότη σου ἔβλεπε τὴν ὡραίαν. |
|
865 | Καὶ ἐγὼ ἠξεύρω, ὀμμάτια μου, τὸ φῶς τῶν ὀμματίων μου, πόθος σὲ ἐκατεπόνεσεν, ἡ ἀγάπη ἐφλόγισέν σε, τὸν νοῦν σου ἐπαρεσάλευσεν, τὸν λογισμόν σου ἐπῆρεν καὶ εἰς θάνατον σὲ ἔριψεν ὡς δι’ ἐμὲ ν’ ἀποθάνης καὶ θεωρῶ σε μοναχὸν καὶ οὐκ ἔχω τί ποιήσει. |
|
870 | Αὐθέντα, ἂν παρακατεβῶ καὶ ἐπάρης με μεδ’ ἔσου καὶ φθάσουν σε τ’ ἀδέλφια μου καὶ τὸ συγγενικόν μου, ἐσέναν νὰ σκοτώσουσιν καὶ ἐμέναν νὰ διαγείρουν, νὰ στερηθῆς τὴν νεότην σου τὴν ὥραιαν ὡς δι’ ἐμέναν». Καὶ τότε ὁ νεώτερος οὕτως ἀπιλογᾶται: |
|
875 | «Καλὰ λέγεις, κοράσιον; Οὕτως μοῦ συντυχαίνεις; Ἐγὼ μόνος καὶ μοναχὸς φουσάτα πολεμίζω καὶ <μοναχός μου δύναμαι> ὅλα νὰ <τὰ> νικήσω καὶ κάστρα νὰ ἀντιμαχιστῶ, θηρία νὰ φονεύσω, καὶ ἐσὺ ἀδελφούς σου μοῦ λαλεῖς, πατέραν καὶ γενέαν; |
|
880 | Κουροῦνες πόσες ἠμποροῦν ἀετοῦ βρῶμα νὰ πάρουν; Καλή μου, ἂν ἐμετάγνωσες καὶ ἔχεις ἀλλοῦ τὸν πόθον, εἰπέ μου τὴν ἀλήθειαν, κυρά, νὰ ὑπαγαίνω. Εἰδὲ ἂν θέλης ὁλόψυχα, καλή, ὅτι νὰ φιλοῦμε, ὣς ὅτι ἔν’ τὸ κατάψυχον, μικρὸν μὴ ἀναπαγοῦμεν, |
|
885 | μὴ καρτερεύσωμεν ἐδῶ καὶ καύση μας τὸ κάμα καὶ στέκω καὶ φλογίζη μας ἡ καῦσις τοῦ ἡλίου καὶ καύση καὶ μαράνη μας τούτην τὴν στράταν ὅλην. Καὶ ἔλα γοργόν, κοράσιον, μὴ μᾶς νοήση ὁ κόσμος. Καὶ μὴ δοκῆς, βεργόλικε, ἡ πάντερπνος ἡ κόρη, |
|
890 | ὡς διὰ φόβον τοῦ λαοῦ λέγω σου νὰ ὑπᾶμεν· μά τὸν Ἅγιον μου Θεόδωρον, τὸν μέγαν ἀπελάτην, ὅτι μηδὲ μᾶς νοήσουσιν καὶ ἀποκλείσουν μας ὧδε, ἀμὴ εἰς τὸν κάμπο, λέγω σοι, ὅσοι θέλουν ἂς ἔρθουν καὶ [τότε] νὰ ἴδης κύρκαν τὸν φιλεῖς καὶ πλέον νὰ μὲ ἀγαπήσης |
|
895 | καὶ τότε νὰ ἰδῆς ἄγουρον, τὸν ὁ κόσμος οὐκ ἔχει». Καὶ τότε τὸ κοράσιον τὸν νεώτερον ἐλάλει: «Ἐδὰ διὰ σέν, αὐθέντη μου, ἀρνοῦμαι τοὺς γονεῖς μου καὶ τὰ καλά μου ἀδέλφια καὶ τὸν πολύν μου πλοῦτον καὶ ἐσέναν ἐξακολουθῶ διὰ τὸν πολύν σου πόθον |
|
900 | καὶ εὕρη σε ὁ Θεός, αὐθέντη μου, ἂν μὲ παραπονέσης». Καὶ ἐδάκρυσεν ὁ νεώτερος καὶ μὲ ὅρκον τὴν ὀμνέει: «Κύριε Θεὲ φιλάνθρωπε, ὁ κτίσας τοὺς αἰῶνας, ἐὰν ἐγὼ ἐνθυμηθῶ νὰ σὲ παραπονέσω, θηρία νὰ μὲ διαμοιραστοῦν |
|
905 | καὶ οὐ μὴ χαρῶ τὴν νεότην μου, τὴν περισσήν μου ἀνδρείαν καὶ οὐ μὴ ταφῶ ὡς Χριστιανὸς καὶ οὐ μὴ κατευοδοῦμαι, νὰ μηδὲ τῆς μητέρας μου εὐχὴν κληρονομήσω καὶ οὐ μὴ χαρῶ τὴν περισσὴν ἀγάπην ἐδική σου, ἐὰν ποτὲ ἐνθυμηθῶ νὰ σὲ παραπονέσω· |
|
910 | ἀμὲ καὶ ἐσύ, ἱλαρόμματε, βλέπε τὸ ἀσκάνδαλόν σου. Καὶ ἐγείρου, τὸ κοράσιον, ἔλα ἂς περιπατοῦμεν». Καὶ εὐθὺς ἐκατεπήδησεν τὴν χαμηλὴν θυρίδαν, εἰς αὖτον δὲ ἐπήδησεν καὶ ἐκρέμασεν εἰς αὖτον. Ἐκεῖνος τὴν ἐδέξατο ὀμπρός ’ς τὸ μπροστοκούρβιν, |
|
915 | στρεφνά, γλυκιὰ ἐφιλήσασιν ὡς καὶ τὸ δίκαιον εἶχαν καὶ ἐπίασαν τὴν στράταν τους, χαιράμενοι ὑπαγαίνουν. Καὶ ἐστράφην ὁ νεώτερος, φωνὴν μεγάλην σύρνει: «Εὔχου με, κύρη στρατηγέ, μετὰ τῆς θυγατρός σου». Καὶ ἐκεῖνος ὡς τὸ ἤκουσεν καὶ τὸν ἠχὸν τοῦ μαύρου, |
|
920 | φωνὴν μεγάλην ἔσυρεν: «Ἐχάσα τὸ παιδίν μου! Ἀγοῦροι ἀπὸ τοῦ Λύκαντος, ἀγοῦροι ἀπὸ τὴν βίγλαν, βοηθεῖτε εἰς τὸν παγκόπελον, ἐπῆρεν τὸ παιδίν μου!» Καὶ ὅσ’ ἄστρα ἔν ’ς τὸν οὐρανὸν καὶ φύλλα ἔν’ εἰς τὰ δένδρα, καὶ ὅσα πουλίτσια πίνουσιν εἰς τὴν Ἰκέαν τὴν λίμνην, |
|
925 | οὕτως ἐκαταπέτουντα οἱ σέλες εἰς τοὺς μαύρους. |
|
- Το βυζαντινό ιππικό καταδιώκει Άραβες κατά τη διάρκεια μάχης, μικρογραφία από κώδικα που περιέχει την Ιστορία του Ιωάννη Σκυλίτζη, 13ος αι., Εθνική Βιβλιοθήκη Ισπανίας, Μαδρίτη.
Πηγή: Wikimedia Commons - Ο Διγενής έφιππος, έργο του ζωγράφου Δημήτρη Σκουρτέλη.
Πηγή: Pontos news - Φανταστικό πορτρέτο του Διγενή Ακρίτη.
Πηγή: Αντικλείδι - Ο Διγενής κλέβει την αγαπημένη του, έργο του ζωγράφου Δημήτρη Σκουρτέλη.
Πηγή: Pontos news - Σελίδα από το «Έπος του Διγενή Ακρίτα», χειρόγραφο Αθηνών-Άνδρου, Εθνική Βιβλιοθήκη, Αθήνα.
Πηγή: Wikimedia Commons - Ο Διγενής και η αγαπημένη του, εγχάρακτη πλάκα, 12ος αι., Μουσείο Κορίνθου, αρ. 1685.
Πηγή: warfare.netau.net - Ο Διγενής έφιππος με το θαμπούρι του, έργο του ζωγράφου Δημήτρη Σκουρτέλη.
Πηγή: Historum
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Ο γάμος του Διγενή (στ. 1028-1088)
Οι στρατιώτες του πατέρα της κοπέλας καταδιώκουν τον Διγενή, ο οποίος τους αντιμετωπίζει με γενναιότητα. Τελικά, τα αδέλφια της κοπέλας εγκαταλείπουν τον αγώνα και προσκυνούν τον Διγενή, ο οποίος παίρνει την αγαπημένη του και επιστρέφει στο σπίτι του. Όλη η οικογένειά του έρχεται να προϋπαντήσει το ζευγάρι με τύμπανα και τραγούδια.
| Πρὶν φθάση εἰς τὸν οἶκον του, ἐνόησεν ὁ πατήρ του καὶ βίγλας ἔστησεν πολλὰς καὶ ἀναμένασίν τον· |
|
1030 | καὶ ὡς εἴδασιν ὅτι ἔρχεται ὁ θαυμαστὸς Ἀκρίτης, γοργὸν ἐκαβαλίκευσαν <ὁ> θεῖος καὶ ὁ πατήρ του καὶ ὅλη του ἡ γενεὰ καὶ τριακόσιοι ἀγοῦροι. Οἱ μὲν τσουκάνας ἔπαιζαν, οἱ ἄλλοι τραγουδοῦσιν, καὶ πᾶν εἰς τὸ κοράσιον | |
1035 | καὶ ἡ κόρη, ὡς εἶδε τὸν λαὸν καὶ ὡς εἶδεν τόσον πλῆθος, πολλὰ τοὺς ἐφοβήθην καὶ ἀνατρομάζουσα ἔλεγεν τὸν πολυπόθητόν της: «Ἂν εἶναι, ξένοι, αὐθέντη μου, πάντως νὰ μᾶς χωρίσουν». Καὶ τότε ὁ νεώτερος τὴν κόρην οὕτως λέγει: |
|
1040 | «Αὐτὸς ὁ πενθερός σου ἐστὶν καὶ δι’ ἡμᾶς κοπιάζει». Καὶ τότε καὶ ἡ λυγερὴ μεγάλως τὸ ἐχάρη καὶ ἀγάλια ἀγάλια ἔλεγεν τὸν πολυπόθητόν της: «Τί οὐκ ἤκουσες τὸν κύρην μου διὰ νὰ στραφῆς ὀπίσω καὶ νὰ εἶχα τὰς βαγίας μου καὶ τὴν ἐξόπλισίν μου |
|
1045 | καὶ ὅλον μου τὸ συγγενικὸν μετὰ τῆς πενθερᾶς σου καὶ νὰ ἔγνωκεν καὶ ὁ κύρης σου καὶ τὴν ἐμὴν τὴν δόξαν;» Καὶ τότε ὁ νεώτερος τέτοια τὴν κόρην λέγει: «Ὁ κύρης μου τὸν κύρην σου καλὰ τὸν ἐγνωρίζει καὶ εἰς τοῦτο οὐ μὴ τὸν μέψεται, ὡς διὰ τὴν μοναξίαν». |
|
1050 | Ἕξι συρτὰ ἐπαρέσυρναν ʼς τὴν ἁρπαγὴν τῆς κόρης καὶ ἦσαν γυναίκεια, πάντερπνα, τὰ σελοχάλινά των. Καὶ ἐπέζευσεν ὁ κύρης του καὶ ἐφίλει καὶ τοὺς δύο καὶ στέφανα ὁλόχρυσα τὰς κεφαλάς των θέτει καὶ τὸν Θεὸν παρακαλεῖ καὶ εὐχὰς τὸν ἀναπέμπει: |
|
1055 | «Κύριος <ὁ> πάντων δυνατὸς ἐσᾶς νὰ εὐλογήση, ὁ κτίσας γῆν καὶ οὐρανὸν καὶ θάλασσαν πεδήσας καὶ στήσας στῦλον τοῦ πυρὸς ἀνάμεσα πελάγου, ἀξιώση σας νὰ χαίρεσθε τὰ ἔτη τῆς ζωῆς σας». ’Σ τὴν σέλαν τὴν ἐκάθισεν τὴν μαργαριταρένιαν |
|
1060 | καὶ ὁ λαὸς ἐκαβαλίκευσεν μετὰ πολυχρονίων. Τὰ βότανα ἐλαλούδιζαν καὶ τὰ βουνιὰ ἐψηλῶναν καὶ τὰ ἄστρη παρασκύπτουσιν εἰς τὴν χαρὰν ἐκείνην. Καὶ μετὰ πάσης ταραχῆς, μετὰ ὀψικίου μεγάλου, ’ς τὸν οἶκον του ἀπέσωσεν, μέσα εἰς τὰ γονικά του, |
|
1065 | καὶ τῶν δύο τῶν εὐχήθηκεν ἡ μήτηρ καὶ ὁ πατήρ του. Καὶ ὁ Ἔρως ἐξεπλέρωσε πάσας των τὰς ἐλπίδας· καὶ πάντα τὰ θελήματα καὶ τὰ ἐξαρέσκιά του, τοῦ Ἔρωτος τοῦ ἡδονικοῦ, χαρμονικῶς τελοῦσιν. Ὁ δὲ τοῦ Ἀκρίτη πενθερός, ὁ θαυμαστὸς ἐκεῖνος, |
|
1070 | ἀφότου ἀπεχαιρέτησεν Ἀκρίτην τὸν γαμπρόν του, <καὶ> ἀπῆλθεν εἰς τὸν οἶκον του καὶ ἐθρήνησε μεγάλως, χαρίσματα οἰκονόμησεν ὅτι νὰ τοῦ ἀποστείλη. Δώδεκα πάρδους διαλεκτοὺς ἀπὸ Συρίαν ἀπέσω, μουλάρια δώδεκα βλατὶν σελοχαλινωμένα, |
|
1075 | καὶ χυμευτάρια ὁλόχρυσα, ὡς καὶ βαγίτσες δέκα καὶ ἀτσουπάδας δώδεκα ὡς διὰ ὑποταγήν του. Καὶ ἀνήβαινεν ἡ προίκα του κἂν τριακοσίας χιλιάδας. Καὶ εἰκόνες ὁλοχυμευτὲς τοὺς τρεῖς ἀρχιστρατήγους καὶ εἶχαν λιθάρια ἀτίμητα, λυχνίτας καὶ ὑακίνθους. |
|
1080 | Καὶ τοῦ Σχοδρόη τὸ σπαθίν, τὸ θαυμαστὸν ἐκεῖνον. Ἐδῶκαν του καὶ λέοντα, θηρίον ἡμερωμένον, καὶ ἡ κόρη τὸν ἐχαίρετον καὶ ὁ νεώτερος Ἀκρίτης. Καὶ ἐκράτησεν ὁ γάμος τους τρεῖς μῆνας ἀκεραίους ˙ καὶ μετὰ τὴν συμπλήρωσιν τῶν τριῶν μηνῶν ἐκείνων |
|
1085 | ὁ στρατηγὸς χαιρόμενος ὑπὰ εἰς τὰ γονικά του. Καὶ ὁ νεώτερος ἐχαίρετον μετὰ καὶ τῆς καλῆς του εἰς τόπους ὑπολίβαδους καὶ ὅπου κατάσκια δένδρη καὶ ὕδατα ψυχρότατα, μόνος μὲ τὴν καλήν του. |
|
- Ο έφιππος Διγενής επιτίθεται, έργο του ζωγράφου Δημήτρη Σκουρτέλη.
Πηγή: Σκέψεις και ζωγραφική - Ο Διγενής μονομαχεί, έργο του ζωγράφου Δημήτρη Σκουρτέλη.
Πηγή: Southcity Magazine - Διγενής και Σαρακηνός, έργο του ζωγράφου Δημήτρη Σκουρτέλη.
Πηγή: Περί τέχνης ο λόγος (ιστολόγιο) - «Πεζός κατάφρακτος», βυζαντινός στρατιώτης (9ος-11ος αι.), σχέδιο του Χρ. Γιαννόπουλου.
Πηγή: Eastern Roman Empire - The Greek Empire
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Η εγκατάσταση στην έπαυλη στις όχθες του Ευφράτη (στ. 1606-1694)
Ο Διγενής διηγείται, σε πρώτο πρόσωπο, τη συνάντησή του με έναν δράκο, τον οποίο τελικά σκοτώνει. Στη συνέχεια, σκοτώνει και ένα λιοντάρι που του επιτίθεται, καθώς και τους απελάτες που θέλουν να αρπάξουν τη γυναίκα του. Οι τρεις αρχηγοί των απελατών, ντροπιασμένοι, ζητούν βοήθεια από τη Μαξιμώ, την «πολεμική παρθένα», για να πάρουν εκδίκηση. Η Μαξιμώ επιτίθεται στον Διγενή, αλλά ηττάται και αναγνωρίζει την ανωτερότητά του. Του ζητά να την παντρευτεί, όμως αυτός συνδέεται ερωτικά μαζί της και στη συνέχεια επιστρέφει στην αγαπημένη του. Η πρωτοπρόσωπη διήγηση του ήρωα τελειώνει εδώ.
| Ὡς ἔχει ἡ νεότης πάντοτε τὴν ἡδονὴν εἰς κόρον καὶ συνεπαίρνεται πολλὰ εἰς πλοῦτον καὶ εἰς δόξαν, πάντα ἐσυνετέλεσεν ὁ Διγενής Ἀκρίτης. Ἦτον πάντοτε ἐξάκουστος εἰς ἀριστείας μεγάλας, |
|
1610 | ἀπὸ γὰρ τὴν ἀνατολὴν μέχρι τοῦ ἡλίου τὴν δύσιν τὸ ὄνομάν του ἐξήγουν το εἰς ἅπαντα τὸν κόσμον. Καὶ ἀφῶν τὸν ἐφοβήθηκεν ἡ Οἰκουμένη ὅλη, καὶ ἀμιράδας ὑπέταξεν πολλοὺς καὶ Ἀραβίτας καὶ ἀρχιληστὰς ἐφόνευσεν καὶ ὅλους τοὺς ἀπελάτας, |
|
1615 | καὶ ἀφῶν ἀπομερίμνησεν τὸ κρούειν καὶ τὸ λαμβάνειν, καὶ μέριμναν οὐδέν εἰχεν περὶ ἄλλας ἐμνοστίας, ἔδοξεν τὸν νεώτερον εἰς κάμπον κατοικῆσαι. Πᾶσαν κατεψηλάφησεν τὴν παραποταμίαν καὶ οὐκ ηὗρεν τόπον ἀρεστὸν νὰ κατοικήση Ἀκρίτης |
|
1620 | καὶ εἰς τὸν Ἀφράτην ποταμὸν ἠράσθη κατοικῆσαι καὶ ὡς ἤθελεν καὶ ἐπόθει <το> ἐκεῖ ἔποικεν τὰ κάστρη· καὶ ἀνέδραμεν τοῦ ποταμοῦ πᾶσαν τοποθεσίαν· καὶ εἰς τόπον ὑπολίβαδον ἦτον πολὺς δενδριώνας καὶ γύρωθεν ἐστέκασιν ὡραῖα κατάσκια δένδρη |
|
1625 | καὶ ὕδατα πανώραια ἐκ τὰ ὄρη κατεβαίνουν κ’ ἐφαίνετο ἡ τοποθεσία πανώραια ὡς παραδείσιν. Καὶ ἐδίωξε τὸν ποταμὸν ἐξ αὖτον τὸ λιβάδιν καὶ ἐποίησεν τόπον πάντερπνον καὶ ὡραῖον παραδείσιν καὶ ἐποίησεν περίχωρον. |
|
1630 | Τείχια τοῦ ἔκτισεν λαμπρὰ μετὰ τοὺς προμαχῶνας καὶ ἀπ’ ἔξω ὀρθομαρμάρωσις φαίνεται ἀπὸ μακρόθεν, πάντερπνος, ξενοχάραγος, ἐξέχωρος ἐκ πάντων. [Καὶ κατὰ ρίζα τοῦ δενδροῦ πηγάδιν ἀναβλύζει.] Καὶ ἀπέκλεισεν τὰ τέσσερα τοῦ ποταμοῦ κλωνάρια |
|
1635 | καὶ ἀρδεύει τὸ παράβουνον καὶ ὅλον τὸ ἀνατρέχει. Φισκίνας ἔστησε πολλάς, ἀπὸ χυτοῦ οἰκονομημένας, διὰ τὸ ποτίζειν ἐξ αὐτὰς τόπους ἀποκλεισθέντας <καὶ> ἐποίησεν βιβάρια πανθαύμαστα ἰχθύων. |
|
1641 | Καὶ ἐφύτευσαν φοινίκια εἰς αὐτὸν τὸ παραδείσιν |
|
1640 | καὶ ἐφέρασιν τὸν βάρσαμον ἐκ τῆς Αἰγύπτου χώρας: |
|
1642 | τὰ φύλλα του εἶναι πράσινα καὶ κόκκινον τὸ ἄνθος καὶ ἡ ρίζα του εἶναι πιθαμὴ καὶ ὅλη ξυλαλόη καὶ ὁ καρπός του ἔν’ μόσχος |
|
1645 | καὶ οἱ κλῶνοι του εἶναι κόκκινοι καὶ φιλωτὰ κλωσμένοι καὶ ἐξέρχεται ἐκ τὴν ρίζαν του ὕδωρ κ’ ἔναι χιονάτο, μυρίζει δὲ ὡς ροδόσταμον καὶ ἀπολιγώνει ἀνθρώπους. Καὶ αὐλὴν ἐποῖκεν θαυμαστήν, πανώραιαν φισκίναν, καὶ τά ’μπροσθεν … μεμυρισμένα δένδρη. |
|
1650 | Ἐποίησεν καὶ ἀνώγαιον, αὐλὴν δὲ ὑπερῶον καὶ τὴν ἐπερικύκλωσεν ὅλην τριγύρου γύρου καὶ ἐπέστησεν ὁλόχρυσα καὶ ὁλάργυρα ζωδία, λέοντας, πάρδους καὶ ἀετούς, πέρδικας καὶ νεράδας καὶ χύνουν ἐκ τοῦ στόματος καὶ ἐκ τῶν πτερουγίων |
|
1655 | νερὸν καθάριον, κρούσταλλον, ὕδωρ μεμυρισμένον, <μὲ> ταῦτα δὲ ἐμπαίνουσιν εἰς πανωραίας φισκίνας. Καὶ ἐκρέμασεν χρυσόκλωβα εἰς τοῦ δενδροῦ τοὺς κλώνους κ’ ἔχουν ὡραίους ψιττακοὺς καὶ κιλαδοῦν καὶ λέγουν: «Χαίρου, Ἀκρίτη, χαίρου μετὰ τῆς ποθητῆς σου». |
|
1660 | Ἐποίησεν γέφυραν τερπνὴν ἀπάνω εἰς τὸν Εὐφράτην· βαστᾶ την μονοκέρατον ἀπὸ πέρα ἕως πέρα κ’ ἔκτισε τετρακάμαρον ’ς τὴν γέφυραν ἀπάνω, ὑπόθολον, πανθαύμαστον, μετὰ λευκῶν μαρμάρων· βαστοῦν το κιόνια πάντερπνα, πράσινα, πανωραῖα |
|
1665
1669α | καὶ κάτωθεν ὑπέστησεν κιβούριν τοῦ θανάτου, εὐθὺς ἵνα ἀποτεθῆ τὸ σῶμα τοῦ νεωτέρου. Ἀκούσατε, θαυμάσατε τὸν τάφον τοῦ νεωτέρου, ὅτι ἦτον θαυμαστὸς πολλά, παρὰ τοὺς ἄλλους πλέον, παρὰ τοῦ βασιλεύσαντος εἰς τὴν Περσίαν χώραν, <ὁποὺ> |
|
1670 | ἐποίησεν πολυμήχανον καὶ πανωραῖον τάφον καὶ ἐτέθην ἡ βασίλισσα τοῦ πρὸς Παρασογάρδου. Οὗτος γὰρ ὁ παγκάλλιστος καὶ πανωραῖος τάφος, μὴ τὸν δοκεῖτε, οἱ ἄρχοντες, ὅτι ψευδὴς ὑπάρχει, ἀλλ’ ἐκ παντὸς πιστεύετε ὅτι ἀληθὴς ὑπάρχει, |
|
1675 | ὅτι βεβαίως εἴρηται εἰς πάντα ἀληθεύων. Οὐ μόνον εἰς τὸν θάνατον, ἀπάνω εἰς τὸν τάφον του ἐν ἀληθείᾳ τὸ λέγω. Εἰς τὸ κουβούκλιν δὲ σιμά, ἔμπροσθεν τῆς φισκίνας, εἰς τὸ ἀποσκίασμα τοῦ δενδροῦ ὡραῖον κρεβάτιν στέκει· |
|
1680 | οἱ ρίζες ἦσαν σμάραγδοι καὶ τὰ κανόνια κρύα καὶ τὰ ποδάρια ὁλόχρυσα, διὰ λίθων πολυτίμων· ἡ μέση δὲ τοῦ κράβατου θεμένη ὀξὺν μετάξιν καὶ κεῖται σαρακήνικον μεταξωτὸν τὸ πεύχιν καὶ ἀπάνω κεῖται πιλωτόν, ὀξὺν πρασινοβούλιν |
|
1685 | καὶ ὑφάπλωμα σωληνωτὸν μὲ τὰς χρυσὰς νεράδας καὶ κεῖται ἀπάνω ὁ Διγενὴς πλάγιον ἀκουμπισμένος. Καὶ ἔμπροσθεν τῶν γονάτων του κάθεται ἡ ποθητή του καὶ τριγύρου του στέκουσιν τριακόσια παλληκάρια καὶ οἱ τριακόσιοι εἶν’ ἔμορφοι καὶ κόκκινα φοροῦσιν· |
|
1690 | βαστοῦν σπαθιὰ ὁλοψήφωτα καὶ στέκουν ἔμπροσθέν του, τοὺς εἶχεν πάντας φύλακας εἰς τὰς στενὰς κλεισούρας καὶ ἐφύλαττον τὴν Ρωμανίαν ἀπὸ <τὰ> βάρβαρα ἔθνη. Καὶ ὡσὰν πουλίτσια πάντερπνα, ὅταν ἀποπετάσουν, ἐκφέρουν κτύπον πάντερπνον τὸν θαυμαστὸν Ἀκρίτην. |
|
- Μάχη μεταξύ Βυζαντινών και Αράβων στη μάχη του Λαλακάοντος (863), μικρογραφία από το χρονικό του Ιωάννη Σκυλίτζη, 13ος αι., Εθνική Βιβλιοθήκη Ισπανίας, Μαδρίτη.
Πηγή: Wikimedia Commons - Η ερωτική συνεύρεση Διγενή και Μαξιμώς, έργο του ζωγράφου Δημήτρη Σκουρτέλη.
Πηγή: Σκέψεις και ζωγραφική - Μια τυπική μάχη του Ακρίτη: «εις χιλίους εκατέβηκα και εις τετρακισχιλίους», έργο του ζωγράφου Δημήτρη Σκουρτέλη.
Πηγή: Pontos news - Οι αγροτικές εργασίες των ακριτών, έργο του ζωγράφου Δημήτρη Σκουρτέλη.
Πηγή: Pontos news - Η αμαζόνα Μαξιμώ, έργο του ζωγράφου Δημήτρη Σκουρτέλη.
Πηγή: Pontos news - Ο Διγενής αποχαιρετά την αγαπημένη του, έργο του ζωγράφου Δημήτρη Σκουρτέλη.
Πηγή: Σκέψεις και ζωγραφική
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Ο θάνατος του Διγενή (στ. 1695-1786)
Όλα τα ωραία στον κόσμο αυτό υπόκεινται στην εξουσία του θανάτου. Έτσι, έφτασε και η τελευταία μέρα του Διγενή.
1695 | Ἐπειδὴ πάντα τὰ τερπνὰ τοῦ πλάνου κόσμου τούτου θάνατος τὰ ὑποκρατεῖ καὶ Ἅδης τὰ κερδαίνει, κατέφθασεν καὶ σήμερον τοῦ Διγενῆ Ἀκρίτη. Κατανοοῦντες κλαύσατε τὸν Διγενὴν Ἀκρίτην καὶ βλέποντες θρηνήσατε ἀπὸ βαθέων καρδίας |
|
1700 | τὴν συμφορὰν τὴν γίνεται, θέαμαν καὶ ὀδύνην. Ἀπότε ἐκτίστην ὁ παρὼν καὶ δόλιος κόσμος οὗτος, εἰς τὰς γενέας ἅπασας τοιοῦτος οὐκ ἐφάνη, οἷον τοῦτον τὸν νεώτερον, τὸν θαυμαστὸν Ἀκρίτην, οὔτε εἰς ἀνδρείαν, εἰς ἔπαινον, εἰς δόξαν, εἰς λογάριν. |
|
1705 | Καὶ σήμερον πλερώνεται καὶ χάνεται ἐκ τὸν κόσμον, εἰς νόσον γὰρ θανάσιμον ἔπεσεν καὶ ἀποθνήσκει. Καὶ ἔμπηξε τοὺς ἀγκώνους του εἰς τὸ προσκέφαλόν του καὶ τοὺς ἀγούρους του ἔλεγεν, οὕτως τοὺς παραγγέλλει: «Θυμᾶσθε, παλληκάρια μου, τῆς Ἀραβίας τοὺς κάμπους, |
|
1710 | ὅτι ἦσαν κάμποι ἄνυδροι καὶ καύματα μεγάλα, ὅντε μᾶς ἐγυρίσασιν ἔνοπλοι Ἀραβίτες καὶ ἐγλήγορα οὐκ εὑρέθητε ὅλοι ἀρματωμένοι καὶ οἱ τριακόσιοι ἐκύκλωσαν καὶ ἐβάλαν με εἰς τὴν μέσην κ’ ἕως νὰ καβαλικεύσετε, ἐσκόρπισά τους ὅλους. |
|
1715 | Πάλιν, ἀγοῦροι μου, εἴδετε καὶ ἄλλον θαῦμαν μέγαν: Εἰς τὸ στενὸν τὸ πέραμαν τοῦ ποταμοῦ τοῦ Ἀφράτου ἦτον ὁ κάλαμος δασὺς καὶ ὑπόδροσος ὁ τόπος· ἐκεῖ ἔστησα τὴν τέντα μου νὰ περιαναπαυθοῦμεν καὶ ἀπότι ἀναπαύθημαν, ἔδοξε μας μετριάζειν |
|
1720 | καὶ ὅλοι σας ἀνατρέχετε ἀπέσω εἰς <τὸ> ποτάμιν. Καὶ ἐξέβησαν δύο λέοντες <ὁμοῦ> μὲ τὰς λεαίνας καὶ ἔσυρναν τὰ λεοντόπουλα ὅλα παρακρουσμένα· καὶ ὡσὰν τὰ εἴδετε, ἄγουροι, <εὐθὺς> ἐφύγετε ὅλοι καὶ ἐμὲν μόνον ἀφήσετε ἀπέσω εἰς τὰ θηρία, |
|
1725 | καὶ εἴδετε ὅτι ἐπέζευσα, μὲ τὸ ραβδὶν τὰ ἐσέβην. Καὶ οἱ λέοντες ἀποπίσω μου ἤρχουντα νὰ μὲ φᾶσιν καὶ ὡς ἔδωκα τὴν λέαιναν ἀπάνω εἰς τὸ κεφάλιν, οἱ λέοντες ἐμπήκασιν ἀπέσω εἰς τὸ καλάμιν. Μὰ τὸν Θεόν, <ἀγοῦροι μου>, ἀλήθειαν σᾶς <τὸ> λέγω: |
|
1730 | μά τὸ μυστήριον τὸ φρικτὸν ὁποὺ μὲ παραστέκει, οὐκ ἐσυνέκρινα ποτὲ θάνατον ἐδικόν σας· διὰ τοῦτο σᾶς ἐνθύμισα, ὡς διὰ νὰ μοῦ θυμᾶσθε. Καὶ εἰς τὰ ἄλλα οὐδὲν ἐφθάσετε, τὰ μόνος μου ἐπολέμουν, καὶ ἐγὼ μόνος σᾶς ἔβλεπα ἐσᾶς καὶ τὴν καλήν μου. |
|
1735 | Καὶ πάλιν εἰς τὴν τέντα μου πόσοι ἀπελάτες ἦλθαν, ποίας τρικυμίας ὑπέμεινα εἰς τὰς βαρέας ἀνάγκας καὶ πόσοι ἐβουλήθησαν νὰ μὲ τὴν ἀφαρπάξουν, τὴν πάγκαλον, πανέμνοστον, ὡραίαν ποθητήν μου, ἀρχὴν ὅνταν ἐξέβηκεν ἀπὸ τὰ γονικά της. |
|
1740 | Ἐγὼ καὶ τούτη μοναχοὶ ὁδεύαμεν ἀντάμα καὶ δράκος μᾶς ἐλάλησεν μέσ’ ἀπὸ τὸ καλάμιν καὶ παλληκάρι ἐγίνετον ἡδονικὸν καὶ ὡραῖον· ἱστίαν καὶ φλόγαν ἤβγαλεν ἀπὸ τοῦ στόματός του καὶ ἄγρια μοῦ ἐλάλησεν, ἵνα μοῦ τὴν ἐπάρη |
|
1745 | καὶ ἐμὲν νὰ φάγη … Καὶ ὁ Θεὸς ὁ πάντων δυνατὸς καὶ πάντων κυριεύων, αὐτὸς μᾶς ἐβοήθησεν, καὶ οὐδὲν ἐποίησέν μας. Καὶ εἴδετε, παλληκάρια μου, μόνος πῶς ἐπειράσθην καὶ ἐσεῖς ἀλλοῦ ηὑρίσκεσθε καὶ μετ’ ἐμὲν οὐκ ἦσθε. |
|
1750 | Τοιοῦτον πάλιν λέγω σας ὀρθῶς καὶ νουθετῶ σας: Ἔχετε πάντοτε εἰς <τὸν> νοῦν μελέτη τοῦ θανάτου, ἔχετε ἀγάπην ἄπειρον ἀμφότεροι εἰς τὸν κόσμον καὶ ὁ Θεὸς ὁ πάντων δυνατός, ὁ συνεχών τὴν κτίσιν, αὐτὸς νὰ σᾶς κατευοδοῖ εἰς ἀριστείαν μεγάλην |
|
1755 | καὶ πάντες μέλλομεν σταθῆν τὴν φοβερὰν ἡμέραν <καὶ> ἐλέγχουσαν τὰς πράξεις καὶ ἕκαστος λάβη ἀνταμοιβὴν ἐκ τοῦ ἰδίου ἔργου καὶ ὁ Θεὸς ὁ πολυεύσπλαχνος νὰ μὴ σᾶς διαχωρίση. Τοὺς τριακοσίους ἀφήνω σας ἀπὸ ἑνὸς φαρίου, |
|
1760 | καὶ ἀπὸ λουρικίων τριῶν καὶ ἀπὸ ἑνὸς σπαθίου, τοὺς τριακοσίους ἀφήνω σας ἀπὸ ἑνὸς ραβδίου. Καὶ πάλιν τοῦτο λέγω σας, πάλιν νὰ μοῦ θυμᾶσθε, μὴ εἰσέλθετε, ἀγοῦροι μου, εἰς ἕτερον αὐθέντην, ὅτι Ἀκρίτην ἕτερον εἰς κόσμον οὐ θεωρεῖτε». |
|
1765 | Καὶ ἀφότου ἀπεπλήρωσεν ὅλην τὴν χάριν τούτην, ἐσκέφθην ἄγγελον πυρὸς ἀπὸ οὐρανοῦ ἐπελθόντα· καὶ ὡς τὸν εἶδε ὁ Διγενής, ἐτρόμαξεν μεγάλως καὶ τὴν καλήν του ἐφώνιαξεν νὰ ἰδῆ τὴν φαντασίαν: «Βλέπεις, καλή, τὸν ἄγγελον ὁποὺ μὲ θέλει πάρει; |
|
1770 | Ἐλύθησαν τὰ χέρια μου ἐκ τὴν ἰδέαν τοῦ ἀγγέλου καὶ ἐλύθησαν οἱ ὦμοι μου ἐκ τὴν ἰδέαν τοῦ ἀγγέλου». Τὸν ἄγγελον δικολογᾶ καὶ τὴν καλήν του λέγει: «Καλή, ὡς εἶδες ἀπ’ ἀρχῆς, ὅτε εἴχαμεν τὸν πόθον, |
|
1787 | θυμᾶσαι, ἠξεύρεις, λυγερή, τὰ πρωτινὰ ἐκεῖνα, ὅτι πολλοὶ ἐβουλεύθησαν τοῦ νὰ μὲ θανατώσουν καὶ πάντα τοὺς ἐζύγωνα καὶ ἄλλα πλέα ἔκαμά τους· |
|
1790
1793 | <τοὺς> ληστάδας ἐπάταξα καὶ ὅλην τὴν Συρίαν, τὰς ἐρήμους κατέστησα πόλεις κατοικημένας· ταῦτα ἐποίησα, καλή, ἐσένα νὰ κερδέσω· ἀλλὰ πληροφορέσου το ὅτι ἐγὼ ἀποθνήσκω. |
|
1774 | Σήμερον χωριζόμεθα καὶ ἀπέρχομαι εἰς τὸν κόσμον |
|
1775 | τὸν μαῦρον, σκοτεινότατον, καὶ πάγω κάτω εἰς Ἅδην <καὶ> σήμερον πληρώνει με ὁ θάνατος καὶ ὑπάγω. Καλή μου, μὴ μὲ δικαστῆς εἰς τὸν ἐκεῖσε κόσμον, μὴ σταθῶμεν ἀμφότεροι εἰς τὸ δεινὸν κριτήριον. Οἶδα, φαγεῖν καὶ πιεῖν ἐχεις καὶ <νὰ> λουσθῆς καὶ ἀλλάξης |
|
1780 | καὶ ἐσένα ἀφήνω σε πλουσίαν πολλά, ἀπὸ παντόθεν· λογάριν ἔχεις περισσόν, ἀσήμιν καὶ χρυσάφιν, οἱ τρίκλινοί μου γέμουσιν βλατία ὑφασμένα. Μηδέν, <καλή μου>, ἐνθυμηθῆς ἄλλον νὰ περιλάβης. Καὶ ἂν θυμηθῆς, ἂς θυμηθῆς καλοῦ νεωτέρου ἀγάπην, |
|
1785 | νὰ μὴ φοβᾶται κίνδυνον εἰς τοὺς βαρέους πολέμους· καὶ πάντα φέρνε κατὰ νοῦν καὶ ἐμέν, μὴ λησμονήσης». |
|
- Τάσσος Αλεβίζος, Διγενής, χαρακτικό, 1941.
Πηγή: Διαδραστικά Σχολικά Βιβλία - Ακριτικό ιππικό, έργο του ζωγράφου Δημήτρη Σκουρτέλη.
Πηγή: Pontos news - Ο Διγενής σκοτώνει τον δράκοντα, έργο του ζωγράφου Δημήτρη Σκουρτέλη.
Πηγή: Pontos news - Ο Διγενής και ο Χάρος, έργο του ζωγράφου Δημήτρη Σκουρτέλη.
Πηγή: Pontos news - Ο Διγενής ψυχομαχεί, έργο του ζωγράφου Δημήρη Σκουρτέλη.
Πηγή: Σκέψεις και ζωγραφική
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- «Ο Διγενής κι ο Χάροντας», ποίηση: Κωστής Παλαμάς, μουσική: Λουκάς Θάνος, ερμηνεία: Γιάννης Χαρούλης, από το άλμπουμ Ο Δωδεκάλογος Του Γύφτου, Minos-EMI 2016.
Πηγή: Κανάλι της Minos-EMI στο YouTube«Ο Διγενής Ψυχομαχεί», ακριτικό τραγούδι, μουσική: Γιάννης Μαρκόπουλος, ερμηνεία: Νίκος Ξυλούρης, από το άλμπουμ Ριζίτικα, Minos-EMI 1971.
Πηγή: YouTube
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Βιβλιογραφία
- Aerts 1993
- Willem J. Aerts, «The first book (Z1) of Digenis», Αρχές της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Πρακτικά του Δεύτερου Διεθνούς Συνεδρίου Neograeca Medii Aevi, Βενετία 7-10 Νοεμβρίου 1991, τ. 2, επιμ. Νικόλαος Μ. Παναγιωτάκης, Ελληνικό Ινστιτούτο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών, Βενετία 1993, σ. 19-25.
- Αλεξίου 1985
- Στυλιανός Αλεξίου (επιμ.), Βασίλειος Διγενής Ακρίτης (κατά το χειρόγραφο του Εσκοριάλ) και το άσμα του Αρμούρη, κριτική έκδοση, εισαγωγή, σημειώσεις, γλωσσάρι, Ερμής, Αθήνα 1985.
- Αλεξίου 1995
- Στυλιανός Αλεξίου (επιμ.), Βασίλειος Διγενής Ακρίτης και τα άσματα του Αρμούρη και του Υιού του Ανδρονίκου [Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη, ΠΟ 51], Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1995.
- Αλεξίου 1997α
- Στυλιανός Αλεξίου, «Σημείωμα για την κατοικία, τον κήπο και τον τάφο του Διγενή», Δημώδη Βυζαντινά. Μελέτες, Στιγμή, Αθήνα 1997, σ. 25-28.
- Αλεξίου 1997β
- Στυλιανός Αλεξίου, «Παρατηρήσεις στον Ακρίτη», Δημώδη Βυζαντινά. Μελέτες, Στιγμή, Αθήνα 1997, σ. 29-50.
- Αλεξίου 1997γ
- Στυλιανός Αλεξίου, «Ο Διγενής Ακρίτης του Εσκοριάλ», Δημώδη Βυζαντινά. Μελέτες, Στιγμή, Αθήνα 1997, σ. 51-70.
- Αλεξίου 1997δ
- Στυλιανός Αλεξίου, «Ιστορικά και γεωγραφικά στον Διγενή Ακρίτη», Δημώδη Βυζαντινά. Μελέτες, Στιγμή, Αθήνα 1997, σ. 105-114.
- Αλεξίου 1997ε
- Στυλιανός Αλεξίου, «Digenes Akrites: Escorial or Grottaferrata? An Overview», Δημώδη Βυζαντινά. Μελέτες, Στιγμή, Αθήνα 1997, σ. 125-142.
- Αλεξίου 1997στ
- Στυλιανός Αλεξίου, «Κριτικά στον Διγενή», Δημώδη Βυζαντινά. Μελέτες, Στιγμή, Αθήνα 1997, σ. 153-164.
- Beaton 1981
- Roderick Beaton, «Digenes Akrites and Modern Greek folk song: a reassesment», Byzantion 51 (1981), σ. 22-43.
- Beaton 1996
- Roderick Beaton, Η ερωτική μυθιστορία του ελληνικού Μεσαίωνα, μτφρ. Νίκη Τσιρώνη, Ινστιτούτο του Βιβλίου-Α. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1996, σ. 53-79, 287-289.
- Dyck 1982
- Andrew R. Dyck, «On Digenis Akritas Grottaferrata Version Book 5», Greek, Roman and Byzantine Studies 24 (1982), σ. 185-192.
- Grégoire 1942
- Henri Grégoire, Ο Διγενής Ακρίτας: η βυζαντινή εποποιία στην ιστορία και στην ποίηση, πρόλογος R. Dawkins, The National Herald, Νέα Υόρκη 1942.
- Jeffreys E. 1998
- Elizabeth Jeffreys (επιμ.), Digenis Akritis: The Grottaferrata and Escorial Versions, Cambridge University Press, Cambridge 1998.
- Jeffreys M. 1975
- Michael Jeffreys, «Digenis Akrites, Manuscript Z», Δωδώνη 4 (1975), σ. 163-201.
- Καλονάρος 1941
- Πέτρος Π. Καλονάρος (επιμ.), Βασίλειος Διγενής Ακρίτας. Τα έμμετρα κείμενα Αθηνών (πρώην Άνδρου, μετά συμπληρώσεων και παραλλαγών εκ της διασκευής Τραπεζούντος), Κρυπτοφέρρης και Εσκοριάλ, Δημητράκος, Αθήνα 1941.
- Καπλάνης 2010
- Τάσος Α. Καπλάνης, «Ο Διγενής και η Μαξιμού στη διασκευή Ε: Γλώσσα, παράδοση και ποιητική μιας ερωτικής συνέντευξης», Βυζαντινά 30 (2010), σ. 83-100.
- Κεχαγιόγλου 1986
- Γιώργος Κεχαγιόγλου, «Τύχες της βυζαντινής ακριτικής ποίησης στη νεοελληνική λογοτεχνία: σταθμοί και χρήσεις. Αποτιμήσεις», Ελληνικά, τ. 37, τχ. 1 (1986), σ. 83-109.
- Κεχαγιόγλου 1993
- Γιώργος Κεχαγιόγλου, «Ο πεζός Διγενής Ακρίτης. Η παραλλαγή της Άνδρου και το νεοελληνικό γραμματειακό της πλαίσιο», Επιστημονική Επετηρίς της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης 3 (1993), σ. 313-339.
- Λεντάρη 2014
- Τίνα Λεντάρη, «Διγενής Ακρίτης», Λεξικό νεοελληνικής λογοτεχνίας. Πρόσωπα, έργα, ρεύματα, όροι, Πατάκης, Αθήνα 62014, σ. 516-518.
- Μαυρομάτης & Παναγιωτάκης 2015
- Γιάννης Κ. Μαυρομάτης & Νικόλαος Μ. Παναγιωτάκης (επιμ.), «Ο Στέφανος Σαχλίκης και η εποχή του» [= Εισαγωγή], Στέφανος Σαχλίκης. Τα Ποιήματα. Χρηστική έκδοση με βάση και τα τρία χειρόγραφα, ΜΙΕΤ, Αθήνα 2015, σ. 35-107.
- Moennig 2000
- Ulrich Moennig, «Digenis Akritis. The Grottaferrata and Escorial versions», Byzantine and Modern Greek Studies 24 (2000), σ. 288-289.
- Ξανθουδίδης 1912
- Στέφανος Ξανθουδίδης (επιμ.), «Διγενής Ακρίτας κατά το χειρόγραφον Εσκοριάλ», Χριστιανική Κρήτη 1 (1912), σ. 523-572.
- Πολίτης 2004
- Λίνος Πολίτης, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, ΜΙΕΤ, Αθήνα 142004, σ. 26-27.
- Σηφάκης 1989
- Γρηγόρης Μ. Σηφάκης, «Ζητήματα ποιητικής του Διγενή Ε και των ακριτικών τραγουδιών», Αριάδνη 5 (1989), σ. 125-139.
Ετικετες Αναζητησης
Λογοτεχνικό Γένος
ΠοίησηΕποχές - Περίοδοι
Περίοδος των Κομνηνών: τα πρώτα έργα στη δημώδη (12ος αι.) Δημώδης γραμματεία πριν από την Άλωση (12ος-15ος αι.)Θέματα
Αγωνίσματα Ανδρεία/ηρωισμός Άραβες Δοκιμασία Έλληνες Έρωτας Ζώα (περιγραφή/ζωικός κόσμος) Οικογένεια Αγάπη Γάμος Εορτασμός/γλέντι Οικοδόμημα (περιγραφή) Ομορφιά Τόπος (περιγραφή) Φύση (περιγραφή/φυτικός κόσμος) Θάνατος Θαυμαστά στοιχείαΦύση Προσώπων
Άνθρωποι
Κατάλογος Έργων
- Αισώπου Μύθοι
- Ανακάλημα της Κωνσταντινόπολης
- Άνθη ευλαβείας
- Άνθος των χαρίτων
- Απόκοπος
- Αφήγησις Λιβίστρου και Ροδάμνης
- Αφήγησις παράξενος του ταπεινού Σαχλίκη
- Βαρλαάμ και Ιωάσαφ
- Βασιλεύς ο Ροδολίνος
- Βίοι αγίων
- Διγενής Ακρίτης
- Διήγησις Βελισαρίου
- Διήγησις εξαίρετος Βελθάνδρου του Ρωμαίου
- Διήγησις εξαίρετος ερωτική και ξένη του Ιμπερίου θαυμαστού και κόρης Μαργαρώνης
- Διήγησις εξαίρετος ερωτική και ξένη Φλωρίου του πανευτυχούς και κόρης Πλάτζια Φλώρης
- Διήγησις Ιεροθέου Αββατίου
- Διήγησις και οπτασία ωφέλιμος ορθοδόξου τινός Δημητρίου
- Διήγησις του Αχιλλέως
- Διήγησις του Πωρικολόγου
- Διήγησις του Ρεμπελιού των Ποπολάρων
- Εξήγησις της γλυκείας χώρας Κύπρου, η ποία λέγεται Κρόνικα, τουτέστιν Χρονικόν
- Ερωτικόν ενύπνιον
- Ερωτόκριτος
- Ερωτοπαίγνια
- Ερωφίλη
- Η Βοσκοπούλα
- Η Θυσία του Αβραάμ
- Η Καινή Διαθήκη
- Η Κοσμογέννησις
- Η Φυλλάδα του Μεγαλέξαντρου
- Θησαυρός
- Θρήνος εις τα Πάθη και την Σταύρωσιν του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού
- Θρήνος της Θεοτόκου
- Θρήνος της Κρήτης
- Θρήνος της Κωνσταντινούπολης
- Ιατροσόφια
- Ιστορία και όνειρο
- Ιστορία του Ταγιαπιέρα
- Κατζούρμπος
- Κλίνη Σολομώντος
- Λαϊκές αφηγήσεις
- Λεηλασία της Παροικιάς της Πάρου
- Λόγοι διδακτικοί του πατρός προς τον υιόν
- Λόγος παρηγορητικός περί Δυστυχίας και Ευτυχίας
- Μεγάλον θανατικόν από πανόκλα
- Ο Βίος του Αισώπου
- Ο Έπαινος των γυναικών
- Ο Κρητικός Πόλεμος
- Ο Οψαρολόγος
- Ο Χρονογράφος
- Παιδιόφραστος διήγησις των ζώων των τετραπόδων
- Παλαιά τε και Νέα Διαθήκη
- Πανουργίαι υψηλόταται του Μπερτόλδου
- Πανώρια
- Πένθος θανάτου, ζωής μάταιον και προς Θεόν επιστροφή
- Περί ηρώων, στρατηγών, φιλοσόφων, αγίων και άλλων ονομαστών ανθρώπων, οπού εβγήκασιν από το νησί της Κύπρου
- Περί της ξενιτείας
- Πόλεμος της Τρωάδος
- Πτωχοπρόδρομος
- Ριμάδα κόρης και νιου
- Ρίμες αγάπης (Κυπριακά ερωτικά)
- Σιντίπας
- Σπανέας
- Σπανός
- Στάθης
- Στεφανίτης και Ιχνηλάτης
- Στίχοι γραμματικού Μιχαήλ του Γλυκά ούς έγραψε καθ΄ ον κατεσχέθη καιρόν εκ προσαγγελίας χαιρεκάκου τινός
- Συναξάριον του τιμημένου γαδάρου
- Το κατά Καλλίμαχον και Χρυσορρόην ερωτικόν διήγημα
- Το Χρονικόν του Μορέως
- Φορτουνάτος
- Φυσιολόγος
- Χρονικό του Γαλαξειδιού
- Χρονικό του μοναστηριού του Αγίου Θεοδώρου Κυθήρων
- Χρονικό των Σερρών
- Χρονικόν