Διήγησις εξαίρετος ερωτική και ξένη του Ιμπερίου θαυμαστού και κόρης Μαργαρώνης
Συγγραφέας: Ανώνυμος
Έρωτική μυθιστορία της παλαιολόγειας περιόδου που διασκευάζει το δημοφιλές γαλλικό ιπποτικό μυθιστόρημα Pierre de Provence et la Belle Marguelonne. Η αρχική της σύνθεση τοποθετείται κάπως αόριστα στον 15ο αιώνα και αποτελεί το μοναδικό έργο του είδους του που σώζεται τόσο σε ανομοιοκατάληκτη όσο και σε μεταγενέστερη ομοιοκατάληκτη μορφή. Το κείμενο γνώρισε πλούσια διάδοση, χειρόγραφη και προπαντός έντυπη, καθώς με τη μορφή της ριμάδας αποτέλεσε ένα από τα διαχρονικότερα ψυχαγωγικά αναγνώσματα του νέου ελληνισμού.
Emile Legrand (επιμ.), Bibliothèque grecque vulgaire, τ. 1, Maisonneuve et Cie, Παρίσι 1880, σ. 283-320.
Εισαγωγή
Το έργο Ιμπέριος και Μαργαρώνα ανήκει στην «ομάδα» των πέντε μεσαιωνικών δημωδών ερωτικών μυθιστοριών που συντέθηκαν μεταξύ 13ου και 15ου αιώνα. Τα κείμενα αυτά στη βιβλιογραφία αναφέρονται συχνά ως «βυζαντινά ιπποτικά μυθιστορήματα» (π.χ. Κριαράς 1955· Παρίσης Ι. & Παρίσης Ν. 2010, 84-85), ωστόσο ο χαρακτηρισμός «ιπποτικά» είναι μάλλον συμβατικός και οπωσδήποτε υπερβολικά γενικευτικός, καθώς υπερτονίζει την (περιορισμένη) επίδραση που δέχτηκαν από τα ιπποτικά έργα της μεσαιωνικής Δύσης (Λεντάρη 2007α, 335). Η επίδραση αυτή, ίσως, είναι περισσότερο ευδιάκριτη στον Ιμπέριο, ο οποίος, μαζί με τη μυθιστορία Φλώριος και Πλάτζια Φλώρα, αποτελούν τα δύο κείμενα της ομάδας που αποδεδειγμένα διασκευάζουν συγκεκριμένα γαλλικά πρότυπα (Πολίτης 1993, 38-39· Vitti 1987, 34) – τα άλλα τρία θεωρούνται γενικά πρωτότυπες ιστορίες.
Η υπόθεση του Ιμπέριου αναπαράγει το γενικό σχήμα έρωτας-χωρισμός-περιπέτειες-επανένωση των δύο ηρώων: οι βασιλείς της Προβηγκίας, μετά από πολλές δυσκολίες και σε προχωρημένη ηλικία, αποκτούν έναν εξαιρετικά χαρισματικό γιο, τον Ιμπέριο. Εκείνος, αφού έχει μεγαλώσει, συμμετέχει κρυφά σε μια μονομαχία με έναν ξένο ιππότη. Παρότι ανακηρύσσεται νικητής, ο πατέρας του τον επιπλήττει, γι’ αυτό ο ήρωας, πληγωμένος, αποφασίζει να ξενιτευτεί. Μετά από πολλές περιπλανήσεις, καταλήγει στην Ανάπολη (Νεάπολη της Ιταλίας), όπου γνωρίζει την πριγκίπισσα Μαργαρώνα. Οι βασιλείς της Ανάπολης διοργανώνουν ένα κονταροκτύπημα στο οποίο ορίζεται ως έπαθλο το χέρι της πριγκίπισσας. Ο Ιμπέριος, ενάντια στα προγνωστικά, επικρατεί ενός Αλαμάνου (Γερμανού) και παντρεύεται τη Μαργαρώνα. Σε λίγο καιρό οι δύο νέοι αποφασίζουν να ταξιδέψουν στην Προβηγκία, για να παρουσιάσει ο Ιμπέριος τη γυναίκα του στους γονείς του. Μια σειρά από διαδοχικά επεισόδια, από τα οποία κομβικής σημασίας είναι το ναυάγιο του ήρωα, χωρίζει το ζευγάρι. Η Μαργαρώνα, νομίζοντας ότι ο αγαπημένος της είναι νεκρός, αποφασίζει να ιδρύσει μοναστήρι στην πατρίδα του Ιμπέριου. Αυτός, στο μεταξύ, έχει καταλήξει στην αυλή του σουλτάνου τού Καΐρου, όπου διαπρέπει κερδίζοντας αξιώματα. Ωστόσο, δραπετεύει και, μετά από μια σειρά νέων περιπετειών, καταλήγει άρρωστος στο μοναστήρι της Μαργαρώνας. Ακολουθεί η αναγνώριση του ερωτευμένου ζευγαριού, η ευτυχής επανένωσή του και η άνοδος του Ιμπέριου στον βασιλικό θρόνο.
Ο Ιμπέριος υπήρξε η πιο διαδεδομένη μεσαιωνική ερωτική μυθιστορία, όπως αποδεικνύεται από την πλούσια διττή παράδοσή του, χειρόγραφη και έντυπη. Καταρχάς, το έργο διασώζεται σε τέσσερα χειρόγραφα του 16ου αιώνα (βλ. αναλυτικά Jeffreys 1974, 39-49) που παραδίδουν, ολοκληρωμένα ή αποσπασματικά, διαφορετικές μορφές του έργου, ένδειξη της ρευστότητας τέτοιων κειμένων, τα οποία προσαρμόζονταν από τους αντιγραφείς ανάλογα με τον χρόνο και τον τόπο του ακροατηρίου για το οποίο προορίζονταν (Αγαπητός 2004, 134-135). Πάντως, κοινό στοιχείο όλων των χειρόγραφων είναι η ανομοιοκατάληκτη μορφή (ιαμβικοί δεκαπεντασύλλαβοι στίχοι), εντούτοις η έκταση του κειμένου κάθε φορά ποικίλλει· στην ολοκληρωμένη του μορφή, σε τρία από τα τέσσερα χειρόγραφα, περιέχει λίγο περισσότερους από 800 στίχους –χωρίς να είναι ακριβώς ίδιος ο αριθμός– πράγμα που καθιστά τον Ιμπέριο τη συντομότερη ερωτική διήγηση του ύστερου Βυζαντίου.
Στις αρχές του 16ου αιώνα (Λεντάρη 2007β, 911), ή ακόμη και στα τέλη του 15ου (Yiavis 2006α, 197), το έργο διασκευάστηκε σε ομοιοκατάληκτη μορφή, προκειμένου να ανταποκριθεί στις καινούριες αναγνωστικές/ακροαματικές απαιτήσεις. Η πρωτοβουλία του ανώνυμου διασκευαστή και, κυρίως, των ανθρώπων του βενετικού τυπογραφικού δικτύου οι οποίοι ανέλαβαν την έκδοση του ποιήματος, στέφθηκε με επιτυχία, εξασφαλίζοντάς του μια καινούρια, διαχρονική ζωτικότητα (Vitti 1987, 35)· η ριμάδα του Ιμπέριου πρωτοτυπώθηκε το 1543, ωστόσο η έκδοση αυτή λανθάνει – η πρώτη σωζόμενη είναι του 1553. Είναι η εκτενέστερη διασκευή (1046 στίχοι) και υπήρξε ένα από τα πρώτα νεοελληνικά μπεστ σέλερ, με 11 σωζόμενες ανατυπώσεις ώς το 1800, αριθμός που αυξάνεται, αν συνυπολογίσουμε και τις βιβλιογραφικά καταγεγραμμένες, αλλά όχι εντοπισμένες, εκδόσεις (van Gemert 1997, 88-89· Yiavis 2006β, 321-345).
Πολλά από τα γραμματολογικά συμφραζόμενα του έργου δεν έχουν βρει την οριστική τους επίλυση· πέρα από την ανωνυμία του ποιητή, που αποτελεί κοινό γνώρισμα των ομοειδών –και όχι μόνο– έργων της εποχής, ζητήματα όπως η χρονολόγηση και η προέλευση του κειμένου εγείρουν δυσεπίλυτα προβλήματα. Σχετικά με τη χρονολόγηση, η ανομοιοκατάληκτη παραλλαγή τοποθετείται κάπως αόριστα στον 15ο αιώνα (Λεντάρη 2007β, 911), δίχως να έχει προταθεί πειστικά ένας ακριβέστερος χρονικός προσδιορισμός, ενώ η συγγραφή της ριμάδας συνήθως χρονολογείται στις αρχές του 16ου αιώνα. Από την άλλη, η μεικτή γλώσσα της ανομοιοκατάληκτης παραλλαγής με τη χαρακτηριστική για την εποχή έλλειψη ιδιωματικών στοιχείων, σε συνδυασμό και με τη σύνθετη χειρόγραφη παράδοσή της, δυσχεραίνει τον εντοπισμό του τόπου συγγραφής της. Παλιότεροι μελετητές πρότειναν διάφορες βενετοκρατούμενες/φραγκοκρατούμενες περιοχές, από την Κρήτη έως την Πελοπόννησο και τα Δωδεκάνησα (σύνοψη τους βλ. στο Κριαράς 1955, 210-211)· από τότε δεν έγιναν σημαντικά βήματα – η Πελοπόννησος, πάντως, έστω και με ερωτηματικό, παραμένει μια πιθανή υπόθεση (Αγαπητός 2004, 152). Ασφαλώς, μεγαλύτερη συμφωνία υπάρχει για την προέλευση της ομοιοκατάληκτης παραλλαγής που, με βάση τη ρίμα αλλά και τη γλώσσα, εικάζεται ότι έγινε στην Κρήτη (Κριαράς 1955, 210· van Gemert 1997, 86-87).
Πάντως, τα παραπάνω προβλήματα δεν εμπόδισαν τους μελετητές να ρίξουν αρκετό φως σε άλλα θέματα, συναφή με τις πηγές και γενικά την ποιητική του κειμένου. Έτσι, αναγνωρίστηκε πολύ νωρίς ότι πρότυπο του Ιμπέριου είναι η γαλλική πεζή μυθιστορία Pierre de Provence et la Belle Maguelonne του 12ου αιώνα, έργο με μεγάλη διάδοση και μεταφράσεις σε πολλές γλώσσες (βλ. Κριαράς 1955, 200-201). Όμως, ανοιχτό παραμένει αν ο ανώνυμος συγγραφέας βασίστηκε στο πρωτότυπο ή σε κάποια αλλόγλωσση διασκευή του, πιθανότατα ιταλική ή καταλανική, όπως έχει προταθεί. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η σχέση ανάμεσα στα δύο κείμενα είναι χαλαρή, περιορισμένη στη βασική υπόθεση, που ο ποιητής του Ιμπέριου αναπλάθει δημιουργικά με απαλείψεις και προσθήκες, επιτυγχάνοντας εντέλει ένα ανώτερο αισθητικό αποτέλεσμα (Κριαράς 1955, 205). Επίσης, πολλά είναι τα (ανατολικά) παραμυθικά στοιχεία, προπαντός οι ομοιότητες με την ιστορία του Καμάρ-αζ-ζαμάν από τις αραβικές Χίλιες και μία νύχτες, καθώς και οι παραλληλίες με άλλα δημώδη αφηγηματικά ποιήματα, π.χ., την Αχιλληίδα και τον Φλώριο· και τα δύο αυτά έργα θεωρούνται προγενέστερα, με το τελευταίο να χρησίμευσε, απ’ ό,τι φαίνεται, πολλαπλώς στο συνολικό σχέδιο του Ιμπέριου (Spadaro 1975, 302-327).
Ιδιαίτερα παραγωγική υπήρξε, άλλωστε, και η εκδοτική ενασχόληση με το κείμενο, που έλαβε περισσότερη προσοχή στην ανομοιοκατάληκτη παραλλαγή του. Μνημονεύουμε τις εκδόσεις του Wagner (1874) και του Σπ. Λάμπρου (Lambros 1880), οι οποίοι στηρίχτηκαν σε διαφορετικά χειρόγραφα· οπωσδήποτε, ξεχωρίζει εκείνη του Κριαρά (1955), βασισμένη σε όλους τους γνωστούς χειρόγραφους μάρτυρες. Η ομοιοκατάληκτη παραλλαγή, από την άλλη, εκδόθηκε κριτικά δύο φορές: από τον Legrand (1880) –στον οποίο στηρίζεται και η δική μας παρουσίαση–, με βάση την έκδοση του 1638 και από τον Meyer (1876), κατά το βενετικό έντυπο του 1666. Εξάλλου, έχει ανακοινωθεί μια νέα έκδοση του ριμαρισμένου Ιμπέριου, σε επιμέλεια του Κώστα Γιαβή, από το ΜΙΕΤ. Το εγχείρημα αυτό, βασισμένο στην πρώτη σωζόμενη έκδοση του 1553, αναμένεται να προωθήσει σημαντικά τη μελέτη γύρω από το έργο.
Συμπερασματικά, θα λέγαμε ότι ο Ιμπέριος είναι ένα από τα πιο ενδιαφέροντα κείμενα της δημώδους λογοτεχνίας. Το περιεχόμενό του αντανακλά τον ετερόκλητο κόσμο της Φραγκοκρατίας, όπου συγχωνεύονται στοιχεία ποικίλης προέλευσης, δημιουργικά αφομοιωμένα από τον ποιητή. Το κείμενο γοητεύει χάρη στην περιπετειώδη υπόθεσή του, την αφηγηματική του οικονομία και τη στιχουργική του αρτιότητα. Επιπλέον, αποτελεί έναν πολύτιμο μάρτυρα της αλλαγής των αισθητικών προτιμήσεων και του τρόπου πρόσληψης των ερωτικών μυθιστοριών. Τέλος, τοποθετημένος στο μεταίχμιο δύο εποχών/κοσμοθεωριών, συνιστά την απόληξη της ερωτικής μυθιστορίας του Μεσαίωνα, ενώ προεικονίζει την Αναγέννηση (Yiavis 2006α, 195-217), παίζοντας έτσι σημαντικό ρόλο στην μετεξέλιξη του είδους, όπως μετουσιώνεται στον αριστουργηματικό Ερωτόκριτο του Κορνάρου (Vitti 2003, 25).
Αποσπάσματα
Πρόλογος και παρουσίαση των ηρώων (στ. 13-52)
Στους στίχους 1-12 παρατίθεται ο μονόλογος του αφηγητή της ιστορίας, ο οποίος μας πληροφορεί ότι θα αφηγηθεί τις περιπέτειες του Ιμπέριου. Κλείνοντας τον πρόλογο, ζητά προκαταβολικά συγγνώμη, αν υπάρξει κάποιο λάθος σε όσα θα εξιστορήσει. Με το ακόλουθο απόσπασμα ο αφηγητής συστήνει στους αποδέκτες της ιστορίας τον πρωταγωνιστή Ιμπέριο.
| Ἄνθρωπος μέγας, θαυμαστός, ῥήγας τετιμημένος, εἰς τὴν Προβέντζαν ἤτονε, μυριοχαριτωμένος. |
|
15 | Εἶχεν φουσσάτα ‘πέρλαμπρα, πλῆθος τὸ πεζικόν του, καὶ ἄλλα πανυπέρλαμπρα τὸ καβαλλαρικόν του. Ἀγάπα δὲ περὶ πολλοῦ νέους χαριτωμένους, χαρίσματά ’διδε πολλὰ νἄχῃ τοὺς ἀνδρειωμένους. Δουκάτα εἶχεν πάμπολλα, ὁσά ῥιζεν ἀτός του, |
|
20 | ἄλλος οὐδὲν εὑρίσκετον ’ς τὸ πλοῦτος ὅμοιός του. Ἦτον πολλὰ βεργετικὸς καὶ ξακουστὸς ὡς ἄλλος, ξεχωριστὸς καὶ φρόνιμος, εἰς χάριταις μεγάλος. Μόνον νὰ ἔβλεπεν τινὰν καλὸν εἰς τὴν καβάλλα, δουκάτα τὤδιδεν πολλά, χρυσά τε καὶ μεγάλα. |
|
25 | Ἦτον δὲ πάνυ θαυμαστὸς, μέγας, ἀνδρειωμένος, καὶ περισσὰ πανέμμορφος, τοῦ κονταριοῦ ’ξιωμένος. Οὐδεὶς ἐκ τὰς παραταγάς, ἀπ’ ὅλον τὸ φουσσάτο, τοῦτον οὐδὲν εὑρέθηκεν νὰ τόνε βάλῃ κάτω. Ἔβλεπεν τὰ φουσσάτα του καὶ τὰς παραταγάς του, |
|
30
F. 2b | τὴν παρρησίαν τὴν πολλήν, πλοῦτον καὶ τὰς τιμάς του. Εὐφραίνετον κὴ ἀγάλλετον πῶς εἶχεν ξωρθωμένα τὰ παλληκάρια τἄμμορφα καὶ τὰ χαριτωμένα. Καὶ ἡ λαμπρὰ καὶ θαυμαστὴ αὕτη ἡ σύζυγός του, κάστρη καὶ χώρας εἴχασιν γι’ αὐτὴν τὸ ἐδικός του. |
|
35 | Ἄλλη οὐκ ἦτον σὰν αὐτὴν εἰς εὐγένειαν κτισμένη, εἰς κάλλος καὶ εἰς ἀρχοντιὰν ἤτονε τιμημένη· ἀνδρόγυνον ὀρεκτικόν, ’ς τὸν κόσμο ἠγαπημένον, τὴν κρίσιν τους ἐκάμνασιν, σὰν ἦτον τὸ γραμμένον· καὶ κάμασιν εἰς ἀριθμὸν σωστοὺς σαράντα χρόνους, |
|
40 | ἄτεκνοι τοὺς ἐπέρασαν, εἶχαν μεγάλους πόνους. Εἶχαν καρδίαν φλογερὴν καὶ τὴν μεγάλην λύπη καὶ πόνους ἀναρίθμητους πῶς τέκνον τοὺς ἐλλείπει. Καὶ πλήρωμαν τῶν ἡμερῶν καὶ τῶν σαράντα χρόνων χάριν τοὺς ἔποικεν θεός, ἔπαψέν τους τὸν πόνον, |
|
45 | ἀξίωσεν τὴν ῥήγισσαν σὲ κεῖνον ὁποῦ πόθει καὶ τὴν γαστέραν ἔπλησεν, ἤγουν καὶ ἐγγαστρώθη. Χαρὰν εἶχαν ἀνώδυνον, χαιρόμενοι, σκιρτῶντες, παιγνίδια παίζανε πολλά, εὔμορφα τραγουδῶντες. Λέγω ἀφ’ οὗ συνέλαβεν ἡ κόρη τὴν γαστέραν, |
|
50 | εἶχαν χοροὺς καὶ σκιρτισμοὺς ἅπαντες κάθα ̔μέραν· ἐγέννησεν γὰρ τὸν υἱόν, τὸν θαυμαστὸν αὐτῆνον, Ἠμπέριον τὸν ἔβγαλαν εἰς ὄνομαν ἐκεῖνον. |
|
- Δεν βρέθηκαν εικόνες
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Κονταροχτύπημα μεταξύ του Ιμπέριου και του Αλαμάνου (στ. 421-514)
Μετά τη γέννηση του Ιμπέριου, η χαρά στο παλάτι είναι μεγάλη. Μέλημα όλων είναι η σωστή ανατροφή του. Μεγαλώνοντας γίνεται ένας όμορφος και έξυπνος νέος, ο οποίος είναι ικανός και στη στρατιωτική τέχνη. Κάποια στιγμή, κρυφά από τον πατέρα του, αποφασίζει να κονταροχτυπηθεί με έναν ξένο που παρουσιάζεται στο βασίλειό τους. Ο Ιμπέριος νικά, αλλά ο πατέρας του, δυσαρεστημένος με την πρωτοβουλία του νέου, του απαγορεύει στο εξής να παίρνει ανάλογες αποφάσεις. Ο ήρωας αποφασίζει τότε να φύγει μακριά, αφήνοντας πίσω τους γονείς του να θρηνούν για την απόφασή του. Κάποια στιγμή φτάνει στην Ανάπολη (Νεάπολη της Ιταλίας), ο βασιλιάς της οποίας είχε μια κόρη με το όνομα Μαργαρώνα. Η πριγκίπισσα ζητά από τους γονείς της να οργανώσουν κονταροχτύπημα και τους δηλώνει ότι ο νικητής θα γίνει άντρας της. Ο Ιμπέριος αποφασίζει να συμμετάσχει και ο ίδιος, έτσι η αφήγηση καταλήγει στην έφιππη μονομαχία του με τον Αλαμάνο, η οποία παρουσιάζεται στο παρακάτω απόσπασμα.
F. 9b | Ἠμπέριος ἀρματώθηκεν, σὰν ἦτον μαθημένος, ἄρματα ἡλιόλαμπρα, ὡσὰν ζωγραφισμένος, ἐφόρει καὶ ’ς τὴν κεφαλὴν κασσίδιν ὡρῃωμένον, κόρακαν εἶχεν πλουμιστὸν ’ς τὴν τροῦλλαν χρυσωμένον· |
|
425 | εἰς τοῦ πουλιοῦ τὴν κεφαλὴν εἰς τὴν κορφὴ ἀπάνω, εἶχεν τοῦ παγωνιοῦ πτερόν, καθὼς τὸ ἀθιβάνω, βαμμένον κιτρινόχρυσον, τοῦτό ’χε τὸ σημάδι Ἠμπέριος εἰς τ’ ἄρματα, ἀπάνω ’ς τὸ τζελάδι. Ἀπὸ μακρὰ ἐπήδησεν κ’ ηὑρέθη καβαλλάρης, |
|
430 | βαστᾷ κοντάριν ὤμορφον, ἦτον μεγάλης χάρης, ἔβγαλεν τὸ τζελάδιν του ἀπὸ τὴν κεφαλήν του, καὶ πῆγε καὶ προσκύνησεν τὸν ῥήγαν ’ς τὴν αὐλήν του. Εἶχεν θωριὰν ἀγγελικήν, μεγάλην σωφροσύνην, τὴν γνῶσιν γὰρ καὶ τὴν ἀνδρειὰν καὶ τὴν ταπεινοσύνην. |
|
435 | Ὅσοι τὸν εἶδαν, εἴπασιν· «καὶ τίνος σουσουμνιάζει; τινὰς οὐδὲ εὑρίσκεται ἐκεῖ νὰ τοῦ καλλιάζῃ.» Ἡ Μαργαρῶνα ἔβλεπεν Ἠμπέριον ’ς τὴν τζόστρα, σὰν νἆχε ’δεῖν τὴν Παναγιάν, ποῦ λέσιν ψυχοσῶστρα, ἐσπάραξαν τὰ μέλη της, ὅτι δὲν τὸ πεθύμα, |
|
440 | σὰν νἄθελεν ἀνασταθῆν τὴν ὥραν ἐκ τὸ μνῆμα· καὶ δένει τὰ χεράκια της κ’ ἔκλινεν τὸ κεφάλι· «κύριε, πάτερ, βασιλεῦ, ἤτις ἐπαρεκάλει, βοήθα τὸν Ἠμπέριον νικήσει τὸ κοντάρι, καὶ Ἀλαμάνον ποίησε τὴν ἐντροπὴν νὰ πάρῃ.» |
|
445 | Καὶ Ἀλαμάνος παρευθὺς Ἠμπέριον γνωρίζει, αὐτὴν τὴν ὥραν πάρθηκεν καὶ παραμουρμουρίζει· «λαμπρὸς ἔναι σὰν ἄγγελος, λέγει, καὶ παλληκάριν, γνωρίζω τον ἀπὸ μακρὰν πῶς ἔχει αὐτὴν τὴν χάριν.» Ὁρίζει ῥήγας πάραυτα ὅλον του τὸ φουσσάτο |
|
450 F. 10a | νὰ ποίσουσιν παράμερα ὅλοι ἀπάνω κάτω, διὰ νὰ πολεμήσῃ γὰρ Ἠμπέριος ἀπάνω, καὶ νὰ κτυπήσουν κονταραῖς μετὰ τὸν Ἀλαμάνο. Ἐδώκασιν τὰ βούκινα καὶ ὅλα τὰ παιγνίδια, τρουμπέτταις, ἄλλα μουσικὰ καὶ ὄργανα πιτήδεια· |
|
455 | καὶ πάγει εἰς τὴν μιὰν μερὰν καὶ ἕτερος ’ς τὴν ἄλλη, καὶ πιλαλοῦσιν τὰ φαριὰ μὲ ὄχθρηταν μεγάλη· καὶ Ἀλαμάνος ἔδωσεν Ἠμπέριον ’ς τὸ στῆθος, ποσῶς δὲν τὸν ἐπέρασεν, σὰ νἆθεν εἶσται λίθος. Πάλιν ὀμπρὸς ἐστάθησαν, ζητοῦν νὰ πολεμήσουν, |
|
460 | καὶ τὰ κοντάρια σταίνουσιν πρὸ μάχης νὰ κινήσουν· ἀγριόνουν τὰ φαρία τους, τὰ πτερνιστήρια κροῦσι, [καὶ] πιλαλοῦσιν τ’ ἄλογα καὶ κονταριαῖς κτυποῦσιν. Ἠμπέριος τόνε κτυπᾷ μιὰν κονταριὰν ’ς τὸ στῆθος, καὶ σύσσελον τὸν πέταξεν κάτω ’ς τὴν γῆν ’ς τὸ βύθος· |
|
465 | τόπο πολὺν τὸν ἔσυρεν ἀντάμα μὲ τὴν σέλλα, κ’ ἐκ τὸ φηκάριν ἔβγαλε μίαν χρυσὴν κουρτέλλα, καὶ πιάνει τον ’κ τὴν κεφαλὴν καὶ τὰ μαλλιὰ τυλίσσει, τὸν Ἀλαμάνον ἤθελεν νὰ ἀποκεφαλίσῃ· ἔτζ’ εἴχασιν τὸ στοίχημα ὕστερον νὰ ποιήσῃ, |
|
470 | εἴ τις κερδήσῃ ἐκ τοὺς δυό, ’ς τὴν τζόστρα νὰ νικήσῃ. Τρέχουσιν ἄρχοντες πολλοὶ καὶ λέσιν τὸν Ἠμπέρη, παρακαλοῦσιν τον πολλά, πιάνουν τον ἐκ τὸ χέρι· «ὁ ῥήγας σὲ παρακαλεῖ μαζὶ μὲ τὴν γυνήν του, τοῦ Ἀλαμάνου χάρισε σήμερον τὴν ζωήν του.» |
|
475
F. 10b | Ἠμπέριος τὸ φυσικὸν ὤμορφα ’πιλογήθη καὶ παιδεμμένα, βγενικά, ὡς ἔπρεπε, δηγήθη· «ἐγὼ ’ς τὸ θέλημα ῥηγὸς εἶμαι καὶ ’ς τὴν βουλήν του, τοῦ Ἀλαμάν’ οὐδὲ ποσῶς κόπτω τὴν κεφαλήν του, μὰ πάγω ’ς τὴν κατοῦνα μου, ’ς τὸ σπίτι νὰ καθίσω, |
|
480 | τὸν Ἀλαμάνον στέλνω τον, τοῦ ῥήγα νὰ χαρίσω.» Καὶ ἡ πορφυρογέννητος ὡραία Μαργαρῶνα στέκεται ’ς τὸν πατέραν της ὡσὰν χρυσὴ κολῶνα, μὲ παίδευσιν, μὲ φρόνησιν, μὲ τὴν ταπεινοσύνην, δηγᾶται τοῦ πατέρα της, μετὰ τὴν καλοσύνην· |
|
485 | «πατήρ μου, ῥήγα θαυμαστέ, τοπάρχα καὶ φωστῆρα, τὸ θέλημά σου δῶσε το ’ς τὴν ἐδική μου μοῖρα, τὸ ποιὸν πιστεύω σήμερον νὰ μοῦ ποιήσῃς χάριν καὶ νὰ μοῦ πάρῃς γι’ ἄντρα μου αὐτὸν τὸν καβαλλάρην, αὐτὸν ὁποῦ ἐνίκησεν τὴν ῥένταν καὶ τὴν τζόστρα, |
|
490 | καθὼς τὸ ξεύρεις φανερὰ καὶ δείχνει το κ’ ἡ μόστρα, νὰ τὸν ἐπάρω γι’ ἄντρα μου, νἆναι μὲ τὴν εὐχή σου, ἐσὲν καὶ τῆς μαννίτζας μου καὶ μὲ τὴν ὄρεξι σου· αὐτὸν ἂν δὲν τὸ θέλετε ἄντρα μου νὰ τὸν πάρω, τὴν ὥραν ταύτην ξεψυχῶ καὶ πάγω μὲ τὸν Χάρο, |
|
495 | καὶ σεῖς ’ς τὴν ἀφεντία σας ἂς ἦστε μοναχοί σας, καὶ τρῶτε, ξεφαντόνετε, περνᾶτε τὴν ζωή σας.» Ὡς εἶδεν ὁ πατέρας της ὁμοῦ καὶ ἡ μητέρα πῶς ἀπ’ αὐτὴν τὴν ὄρεξιν δὲν τὴν ἐμεταφέρα, μηνοῦσι ’ς τὸ παλάτιον νἄρθῃ τοῦ Ἠμπερίου, |
|
500
| ἡμέρα ἦτον κυριακή, πουρνὸν καλοκαιρίου· ἐφέραν ῥοῦχα θαυμαστά, χάσδια χρυσωμένα, βλαττία δὲ παμπλούμιστα καὶ μαργαριταρένα, παντιέραις χρυσοτζάπωταις ἀπάνω ’ς τὰ κοντάρια, καὶ δακτυλίδια χρυσὰ μὲ τίμια λιθάρια, |
|
505
F. 11a | αὐτός του στάθην εὐγενὴς ῥήγας ὁ πενθερός του, κ’ ἐντύνει τὸν Ἠμπέριον, ὁποῦ ἔγεινε γαμπρός του, λιθομαργαροζάφειρα, στολαῖς ἠγλαϊσμέναις, νἆδες ἀρχόντισσαις ἐκεῖ πῶς ἦσαν ἀλλαμμέναις, μὲ τοῦτο καὶ ἐπίσκοπος τὴν ὥραν ἀποσόνει |
|
510 | καὶ βάστα καὶ ’ς τὴν χέραν του χαρτὶν καὶ τὸ φελώνι, καὶ πιάνει καὶ στολίζεται, τὸ «κύριε, ’λέησον» κράζει, τὸ θυμιατὸν τοῦ φέρνουσιν καὶ πιάνει καὶ θυμιάζει· εὐλόγησεν Ἠμπέριον μετὰ τὴν Μαργαρῶνα καὶ βάνει ’ς τὸ δακτύλιν της χρυσὸν τὸν ἀρραβῶνα. |
|
- Δεν βρέθηκαν εικόνες
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Περιπέτεια των δύο νέων και χωρισμός τους (στ. 637-666)
Οι δύο νέοι παντρεύονται. Αφού περνάει κάποιος καιρός, ο Ιμπέριος εκφράζει στη Μαργαρώνα την επιθυμία του να δει ξανά τους γονείς του. Η κοπέλα συμμερίζεται τον πόθο του και αναχωρούν κρυφά, ώστε να μην εμποδιστούν από τον βασιλιά, για τη χώρα του Ιμπέριου. Μόλις το αντιλαμβάνονται οι γονείς της, στέλνουν στρατιώτες να τους αναζητήσουν, το ζευγάρι ωστόσο καταφέρνει να διαφύγει. Κάποια στιγμή η Μαργαρώνα, αποκαμωμένη, πέφτει να κοιμηθεί. Τότε ένας αετός βλέπει ένα κόκκινο εγκόλπιο στον λαιμό της, φυλακτό το οποίο είχε δώσει στον Ιμπέριο η μητέρα του, και της το αρπάζει. Ο Ιμπέριος αναζητά τρόπο να το πάρει πίσω, αλλά η θάλασσα τον παρασέρνει. Τον εντοπίζουν σαρακηνοί κουρσάροι που τον παίρνουν μαζί τους στο Κάιρο, όπου τον αγοράζει ο σουλτάνος. Το απόσπασμα που ακολουθεί εστιάζει στην τύχη της Μαργαρώνας και την απόφασή της να ιδρύσει στην πατρίδα του αγαπημένου της, τον οποίο θεωρεί νεκρό, ένα μοναστήρι/ξενώνα για τους αδύναμους.
| Ἡ Μαργαρῶνα ταπεινὴ χαμένον τὸν ἐκράτει, ὡσὰν τὸν εἶδεν κῂ ἄργησεν, παίρνει τὸ μονοπάτι, περιπατῶντας θλιβερὰ κλαίει τὸν νοικοκύρην, |
|
640
F. 13b | ἡ στράτ’ αὐτὴ τὴν ἔβγαλεν εἰς ἅγιον μοναστήριν. Θωροῦσιν την ᾑ καλογραῖς πάνυ ὡραιωμένη, πολλὰ τὴν ἐξενίζουνται, κράζουν καὶ τὴν ̔γουμένη. ’Σ τὴν πρώτην τοῦ μοναστηριοῦ λαλεῖ τὴν συμφοράν της, τὸ ξένον πρᾶγμαν πὤπαθεν, κλαῖσιν τὴν χωρισάν της. |
|
645 | Βλέπουν τὴν μοναξίαν της, πολλὰ τὴν ἐπαινοῦσιν, μὰ πάλιν τὴν παρακρατοῦν καὶ τὴν παρηγοροῦσιν. Ἡ κόρη χεῖρας ἄνοιξε, δοξάζει τῷ κυρίῳ τὸ πῶς τὴν ἐξαπέστειλεν ἐν τῷ μοναστηρίῳ. Παρακαλοῦν την καλογραῖς ἐκεῖ νὰ καταντήσῃ, |
|
650 | καὶ κείνη δὲν ἠθέλησεν τοῦτο γιὰ νὰ ποιήσῃ, ἀλλὰ φορεῖ ὡς καλογρᾶ ῥάσα τετιμημένη, χαρίζει πράγματα πολλὰ αὐτούνην τὴν ̔γουμένη. Συνοδοιπόρους ηὕρηκεν καὶ πάγαινεν τὴν στράτα, οὐχὶ πρὸς τὸν πατέραν της, μὰ ’ς τὰ συμπεθεράτα, |
|
655 | καὶ ’ς τὴν Προβέντζαν ἔφθασεν, εἰς τόπον ζητημένον, ποσῶς οὐκ ἡμολόγησεν πρᾶγμαν τὸ γεναμένον· ἐπῆγεν, ἐπεζήτησεν ’ς αὐτὸν τὸν πεθερόν της τόπον νὰ κάμ’ ἀνάπαψιν, περάσῃ τὸν καιρόν της, νὰ κάμῃ ἔξοδον πολλήν, νὰ κτίσῃ μοναστήριν, |
|
660 | καὶ εἰς τὸν θάνατον αὐτῆς νἄχῃ αὐτὸν νοικοκύρην· ἐκεῖνος γὰρ τῆς ὥρισεν ὁποῦ θέλει νὰ κτίσῃ, εἰς ὅποιον τόπον χρῄζει αὐτὴ τῆς εἶπεν νὰ τ’ ἀρχίσῃ. Εὑρίσκει τόπον θαυμαστόν, κτίζει τὸ μοναστήριν, συντόμως τὸ εὐτρέπισεν μέγαν ἁγιαστήριν, |
|
665 | ξοδιάζει πρᾶγμαν ἄπειρον, τοῦ γράφειν οὐ δυνοῦμαι, ἔναι σιμὰ εἰς τὸν γιαλόν, πῶς νὰ τὸ διηγοῦμαι. |
|
- Δεν βρέθηκαν εικόνες
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Αναγνώριση μεταξύ των δύο νέων και αίσιο τέλος (στ. 829-1046)
Στους επόμενους στίχους δίνεται έμφαση στην τύχη που είχε το εγκόλπιο. Ο αετός το ρίχνει στη θάλασσα και το καταπίνει ένα ψάρι, το οποίο στη συνέχεια πιάνεται στα δίχτυα ψαράδων και καταλήγει στο μοναστήρι της Μαργαρώνας. Όταν το παίρνει στα χέρια της η κοπέλα, το αναγνωρίζει και θρηνεί, θεωρώντας το σημάδι του χαμού του Ιμπέριου. Έπειτα, η αφήγηση στρέφεται στον νέο και τις περιπέτειές του. Στην αυλή του σουλτάνου διακρίνεται και αποκτά υψηλή θέση. Παρ’ όλες τις τιμές, αποφασίζει να αποδράσει και για δεκατέσσερις ημέρες περιπλανιέται με ένα καράβι. Μετά από μια ατυχία, ο Ιμπέριος μένει πίσω, μέχρι που τον βρίσκουν αδύναμο και ταλαιπωρημένο και τον οδηγούν στο μοναστήρι της Μαργαρώνας. Τα γεγονότα της αναγνώρισης και της ευτυχούς επανασύνδεσης του ζευγαριού περιγράφονται στο παρόν απόσπασμα.
| Εἰς τὴν Προβέντζαν ἔσωσαν ὁποὖν’ τὰ γονικά του, |
|
830 | καὶ κείτεται ὁ βαρόμοιρος δίχως τὰ λογικά του· ὡς εἶδαν τὸν Ἠμπέριον πολλὰ ἀδυναμένον, πᾶσιν τον ’ς τὸ ξενοδοχειὸν τ’ ὠμορφοσκευασμένον, θωροῦσιν τον ᾑ καλογραῖς νέον ὡραιωμένον, τὴν νεότην του λυπίζουνται, πρόσωπον λαμπρυσμένον. |
|
835
F. 17α | Ἡ ῥήγισσα ἐρχέτονε πάντα ’ς τὴν ἐκκλησίαν, νὰ προσκυνᾷ καὶ νὰ θωρῇ τὴν τόσην παρρησίαν· ἀλλὰ ποσῶς οὐκ ἤξευρεν ὁδιὰ τὸν υἱόν της πῶς ἔναι ’ς τὸν ξενίωνα τὸν πάμπολλ’ ἀκριβόν της. Πόλλ’ ἄρρωστος ἐκείτετον ἀπὸ τὴν ἀρρωστίαν, |
|
840 | ’ντρέπεται νὰ φανερωθῇ ἀπὸ τὴν ἀσθενείαν. Τὸν τόπον ἤξευρεν καλά, πατέραν καὶ μητέραν, τὴν Μαργαρῶνα οὐκ ἤξευρεν, ῥηγὸς τὴν θυγατέραν, οὐδὲ ἐκείνη πούπετε ἀπὸ τὴν ἀσθενειάν του δὲν τόνε βάνει κατὰ νοῦν νὰ ’δῇ τὴν γνωριμιάν του. |
|
845 | Πολλὰ τὸν ἐκατάφερεν αὐτήν η ἀσθενεία, ἡμέραις ἔποικεν πολλαῖς μὲ τὴν ἀδυναμία· ἀπ’ ὅλους δὲ τοῦς ἀσθενεῖς μικρούς τε καὶ μεγάλους, ἐκεῖνον ἐλατρεύασιν κάλλια παρὰ τοὺς ἄλλους, ὅτι τὸν ἐθωρούσανε ὡσὰν εὐγενισμένον, |
|
850 | καλοπιτήδειον ἄνθρωπον καὶ ἀρχοντοβγαλμένον. Ἄρχισεν νὰ ἐξασθενῇ ἡμέραν ἐξ ἡμέραν, ὅτι τὰ ξαρρωστήματα τοῦ φέρναν κάθα ̔μέραν. Καὶ μία οὖν τῶν ἡμερῶν, ὥρᾳ τῆς μεσημβρίας, ἡ Μαργαρῶνα τὸν θωρεῖ πῶς ἔναι τῆς ὑγείας, |
|
855 | εἶδεν τον ὤμορφον, λαμπρόν, σὰν ἦτον ἀπὸ πρῶτα, θαυμάζει μόνη μοναχή, τὸν νοῦν ἐκατερώτα. Πάγει πρὸς τὸ κρεββάτιον ὁποὖτον ἀρρωστάρης, καὶ συμπονεῖ, συμπάσχει τον μετὰ μεγάλης χάρης· λέγει του μόνη μοναχή, τοιαῦτα τὸν ἐλάλει, |
|
860 | σὰν εἶδεν καὶ ἐπέρασεν, καὶ διάβην του ἡ ζάλη· «ἡμεῖς δέ, χάριτι θεοῦ, βλέπομεν εἰς ἐσένα ὅτι ἀσθένεια ἔφυγεν σήμερον ἀπὸ σένα, ἀλλ’ οὐδὲ πάθος τίποτας ὁποῦ νὰ σ’ ἀμποδίζῃ, θαρροῦμεν πρῶτον ’ς τὸν θεὸν γλήγορα θὲς γυρίζει. |
|
F. 17b 865 |
Πλὴν λέγω καὶ παρακαλῶ, ἀλλότριε καὶ ξένε, νὰ μοῦ εἰπῇς τὴν ειότη σου τὸ ἀπὸ πόθεν ἔναι, καὶ πόθεν ἐγεννήθηκες καὶ ποὖν’ τὰ γονικά σου, καὶ χώρας ποίας ποταπῆς εἶν’ τὰ συγγενικά σου, νὰ ξεύρωμεν νὰ γράφωμεν, ξένε, καὶ πρὸς ἐσένα, |
|
870 | ὅντα μισσέψῃς ἀπ’ ἐδῶ νὰ πάγῃς εἰς τὰ ξένα.» Τότε γὰρ ἄρχισεν αὐτὸς νὰ λέγῃ νὰ δηγᾶται ὀδύναις καὶ πικρίαις του, καὶ νὰ παραπονᾶται τὰ ἔπαθεν ἐκ τῆς ἀρχῆς εἰς ξενιτείας μέρη, ἡ τύχη του τὰ θέλησεν αὐτοῦνα νὰ τὰ φέρῃ· |
|
875 | «ἐγὼ παραπονέθηκα ἐκ τὸν ἐμὸν πατέρα, ’ς τὴν ξενιτειὰν ἐσέβηκα, μισσεύω μιὰν ἡμέρα· ῥένταις καὶ τζόστραις ἔπαιξα, τινὰς οὐ νίκησέ με, καὶ ῥήγας τῆς Ἀνάπολης γαμπρὸν ἐποίησέ με. Εἶχεν θυγάτηρ μοναχήν, τὴν λέγαν Μαργαρῶνα, |
|
880 | ὅλαις τὴν προσεγέρνουντα καὶ τὴν ἐκαμαρόνα· εἶχα κρυφὰ πονέματα, τὰς λύπας δὲ κρυφίως, εἶχεν καὶ κείνη πρὸς ἐμὲν ἀγάπην ἐπαξίως· πλὴν μετὰ τὸν πατέραν της εἰς μηχανιὰν ἐμπῆκεν νὰ σύρνῃ ῥένταν θαυμαστήν, τὸν ἔκαμεν καὶ ποῖκεν |
|
885 | νὰ περμαζώξῃ τοὺς πεζοὺς καὶ τοὺς καβαλλαρέους, εἴ τις νικήσῃ ’ς τ’ ἄρματα ἐκ γέροντας καὶ νέους, ῥηγός τε καὶ τῆς ῥήγισσας ν’ ἀρέσῃ, Μαργαρώνας ἄνδρα νὰ τόνε δώσουσιν ἐκείνης τῆς τρυγόνας. Καβαλλαρέων καὶ πεζῶν πλῆθος ἐσυναχθῆκαν, |
|
890
F. 18a | μικροί, μεγάλοι, πλούσιοι ’ς τὴν ῥένταν εὑρεθῆκαν. Ἐκαβαλλίκεψα καὶ ’γὼ καὶ πῆγα γιὰ νὰ σώσω ’ς τὴν ῥέντα ὁποῦ κάμασιν καὶ κονταραῖς νὰ δώσω· ἀλλὰ μὰ τὰ καρβούνια μου, τὰ ἔχω ’ς τὴν καρδιά μου, καὶ μὰ ταῖς παραπόνεσες πὤχω ’ς τὰ σωθικά μου, |
|
895 | τινὰς ἐκ τοὺς καβαλλαριοὺς ποσῶς ἐνίκησέ με, μικρός τε μηδὲ γέροντας ἐσυναπάντησέ με. Ἕνας εὑρέθην θαυμαστός, τὸν λέγαν Ἀλαμάνο, καὶ κονταριὰν τοῦ κτύπησα καὶ κάτω τόνε βάνω. Ὡς εἴδασιν οἱ ἅπαντες τὴν ῥέντα καὶ τὴν τζόστρα, |
|
900 | τὸ πῶς ἐκέρδεσα ἐγὼ ὅλην αὐτὴν τὴν μόστρα, δίδουν μου τὴν θυγάτηρ τους, ὡραίαν Μαργαρῶνα, κῂ ἀφέντην ’ς τὴν Ἀνάπολιν δίδουν καὶ τὴν κορῶνα. Ἐπῆρα τὴν γυναῖκα μου καὶ ὡραίαν τοῦ καιροῦ μου, νἄρθω εἰς τὴν μητέρα μου καὶ ῥήγα τοῦ κυροῦ μου, |
|
905 | νὰ πάρω τὴν συγχώρησιν, λέγω, ἐκ τοὺς γονεῖς μου, νὰ χαιρετήσω φίλους μου μετὰ τοὺς συγγενεῖς μου. Καὶ μέσον τὸ διάστημα τῆς στράτας καὶ τοῦ δρόμου πεζεύομεν, τί κούρασαν τ’ ἄλογα ’ς τὸ πλευρό μου, ν’ ἀναπαυθοῦμε λιγοστόν, καθίζομεν δαμάκι |
|
910 | ’ς τὴ στράταν ὁποῦ ἤτονε βρύσι μὲ κρυὸν νεράκι. Καὶ εἶχα τὸ ἐγκόλφι μου, τὸ πῆρα ’κ τῆς μητρός μου, χαριτωμένον, θαυμαστόν, καὶ τὴν εὐχὴν πατρός μου, ’ς τὸ στῆθος γὰρ τὸ ἔθηκα τῆς θαυμαστῆς γυνῆς μου, τῆς Μαργαρώνας τῆς ὡρῃᾶς, τῆς εὐλογητικῆς μου. |
|
915 | Λίγον ἀποκοιμήθηκεν ἐκ τὸν πολὺν τὸν κόπον ’κ τὴν τόσην στράταν ποὔρθαμεν καὶ τὸν μεγάλον τόπον. Βλέπει τὸ γκόλφιν ἀετός, φάνη του κ’ ἔναι κρέας, ἐχύθηκεν καὶ πῆρε το ἀπάνω ’πὸ μακρέας, καὶ πῆγεν καὶ ἐσέβηκεν εἰς τὸ νησὶν ἀπέσω, |
|
920 F. 18b | καὶ τζίμπαν, κατατζίμπα το, νὰ ’δῇ τὸ τί ἔχει ’πέσω. Περιπατῶ πρὸς τὸν γιαλὸν μὴ ναὕρω νὰ περάσω καμμίαν βάρκαν πούπετε νὰ πάγω νὰ τὸ πιάσω. Ηὗρα μονόξυλον μικρὸν καὶ νὰ περάσω πῆγα, ἔσυρεν ἄνεμος πολύς, ’ς τὸ πέλαγος ἐπῆγα. |
|
925 | Κρουσάρικον μὲ ηὕρηκεν, ’ς τὸ Κάερος ὁδεύγει, σουλτάνος μὲ ἀγόρασεν, αὐτὸς μὲ πραγματεύγει. Ἀγάπα μὲ ἀπὸ ψυχῆς, ἀφέντην μὲ ἐποῖκεν, τοῦ Κάερος τοῦ θαυμαστοῦ τὴν ἀφεντιὰν ἀφῆκεν. Πολὺν καιρὸν ἀφέντευγα ’ς τὸ Κάερος ’ς τὴν χώρα. |
|
930 | γυνῆς μου ἐνθυμήθηκα καὶ μίσσεψα τὴν ὥρα. Κλαίγω πολλὰ καὶ δέρνομαι διὰ τὴν πεθυμιά μου, ὁδιὰ τὴν γυναῖκα μου, τὴν γλυκοσυνοδιά μου, τὸ πῶς ἐμεῖνεν μοναχὴ ’ς τὰ ὄρη, ’ς τὰ βουνία, ποσῶς μαντάτ’ οὐκ ἔμαθα ἀπὸ τὴν ξενιτεία. |
|
935 | ’Σ τὸ τέλος ἐβουλήθηκα ’τὰ ἴδια νὰ πιστρέψω, ὡραίαν Μαραγαρῶνα μου νὰ τὴν ἀναγυρέψω, νὰ μάθω ζῇ γἢ ἀπόθανε, νὰ τὸ πληροφορέσω, νὰ βάψω καὶ τὰ ῥοῦχα μου καὶ νὰ μαυροφορέσω. Καράβιν ὁποῦ μ’ ἔφερεν ἐξέβην εἰς νησάκι, |
|
940 | ἐβγῆκα εἰς τὰ λούλουδα, ὕπνωσα ’κεῖ δαμάκι, θυμῶντας τὴν ἀγάπη μου καὶ τὴν παρηγοριά μου, τὴν Μαργαρῶνα τὴν χρυσὴν καὶ τὴν ἐπεθυμιά μου. Ἄνεμος γὰρ τοῦ καραβιοῦ καλὸς τοῦ εἶχεν πνεύσει καὶ γέρθην εἰς τὸ πέλαγος, ἐπῆγε νὰ μισσεύσῃ, |
|
945
F. 19a | καὶ ’φῆκε μὲ εἰς τὸ νησίν, τ ὸἔρημον χαράκι, καὶ ’ς τόσ’ ἡ πεῖνα μ’ ἔφερεν νὰ χάσω τὸ κορμάκι. Τρία βαρέλλια ἔβαλα δουκάτα γεμισμένα, μὲ ἅλας τ’ ἀνακάτωσα, εἶχα τὰ φουντωμένα, ἐχάσα καὶ τὸ ἔχει μου, ἐχάσα τὴν γυνή μου, |
|
950 | τὴν ἀφεντιὰν ’ς τὸ Κάερος, ἐχάσα τὴν τιμή μου, βούλομαι δὲ, κυρία μου, τὸν κόσμον νὰ γυρίσω, νὰ μάθω τὸ τί ἐμέλλετον ἀλήθεια νὰ γροικήσω. Ἄκουσον δὲ, κυρία μου, κτιτόρισσα μεγάλη, ὁ ῥήγας ὁποῦ ἔναι ’δῶ, τὸ φρόνιμον κεφάλι, |
|
955 | πατήρ μου ἔναι φυσικός, ἂν θέλῃς νὰ γροικήσῃς, ἡ ῥήγισσα μητέρα μου, καὶ μὴν τὸ μολογήσῃς, διὰ τὴν δυστυχίαν μου ὁπ’ ἀρρωστῶ ὀπίσω, κ’ ἔχω πολλὴν τὴν ἐντροπὴν εὔκαιρος νὰ γυρίσω, τόσον καιρὸν ὁπὤκαμα ’ς τῆς ξενιτειᾶς τὰ μέρη, |
|
960 | καὶ τώρα δὲ μοῦ βρίσκεται τορνέσιν εἰς τὸ χέρι, πανδυστυχής, πανάτυχος, μᾶλλον ἀσθενισμένος, ’ς τὸν ξενιῶναν κείτομαι, ὁ παραπονεμένος. Καὶ σὰν τὸ μάθῃ πάραυτα τὴν ὥραν μὲ κρατίζει, νὰ μὴ μ’ ἀφήσῃ νὰ διαβῶ, μὰ θέλει μ’ ἀμποδίζει |
|
965 | γιὰ τὴν γυνή μου νὰ ζητῶ ῥωτῶντας νὰ μαθάνω καὶ δὲν μπορῶ ἀπὸ ψυχῆς τὰς λύπας νὰ βαστάνω. Μὰ θέλει ’πεῖ τὴν ὥρ’ αὐτὴ ῥήγας διὰ νὰ γένω, καὶ τὴν ἐκείνης στέρησιν πῶς νὰ τὴν ὑπομένω; Ποία ψυχὴ καὶ ποιὰ καρδιὰ δὲν ἤθελεν βουρκώσει |
|
970 | ’ς τὰ λόγια τὰ θλιβερὰ νὰ μὴν ἀναδακρώσῃ; ἔξω νἆχ’ ἦτον πέτρινος, γλυπτοπελεκημένος, ἢ ξύλινος μὲ χράδια, εἰδωλοκαμωμένος. Ἡ κόρη πλειὸ δὲν δύνεται τὰ λόγια ν’ ἀπομένῃ, ’ς τὸν τράχηλόν του βρίσκεται ὀλιγοθυμημένη. |
|
975
F. 19b | βρυχᾶται, κλαίει καὶ θρηνεῖ, τὰ δάκρυά της τρέχουν ὡσὰν ποτάμιν ἄγριον, τὰ ῥοῦχα της καὶ βρέχουν. Σόνουν καὶ συνηφέρνουν την καὶ πῆρεν σὰν ἀέρα, νὰ εἷδες θρῆνος καὶ χαραῖς ἐκείνην τὴν ἡμέρα. Ορίζει καὶ σφαλίζουσιν μοναστηρίου πόρταις |
|
980 | ᾑ καλογραῖς μαζόνουνται διὰ νὰ μάθουν τότες. Αὐτοῦνοι φανερόνουσιν οἱ δυό τους ὅ,τι ἐπάθαν, καὶ τὴν ἀλήθειαν καλογραῖς καθάρια τὴν ἐμάθαν. Λέσιν ὅτι ἀληθινὰ τὰ λόγιά τους ’μοιάζουν, κλαῖσιν πολλὰ καὶ θρήνουνται καὶ τὸν θεὸν δοξάζουν. |
|
985 | ἡ Μαργαρῶνα τὤδειξεν τὸ γκόλφιν ὁποῦ χάθη, εἶπεν καὶ τὴν ἀθιβολὴν πῶς τωὗρεν, νὰ τὸ μάθῃ. Λέγει πῶς τὰ καράβια τὰ δίκτυα χαλάσαν, καὶ ψάρια πολλῶν λογιῶν ἀρίφνητα ἐπιάσαν, καὶ πέψασιν καί μας πολλὰ γιὰ νὰ δικονηθοῦμεν, |
|
990 | νὰ τοὺς εὐχαριστήσωμεν καὶ νὰ τοὺς εὐχηθοῦμεν, κ’ ἔστειλα δύο καλογραῖς νὰ φθειάσουσιν τὸ ψάρι, καὶ τὸ ἐγκόλφιν ηὕρασιν συναγριδιοῦ ’ς κουφᾶρι. Θαυμάζουν τὴν ὑπόθεσιν, πολλὰ τὴν ἐχαρῆκα, τὸ πῶς εἰς τοῦ ψαριοῦ κοιλιὰν ἐγκόλφιον εὑρῆκα. |
|
995 | ταῖς καλογραῖς ἀπέστειλεν νὰ πᾶσιν νὰ στολίσουν, ’ς τὴν ἐκκλησιὰν σημαίνουσιν τὸν κύριον νὰ ὑμνήσουν, ψάλλουν, δοξάζουν καὶ ὑμνοῦν Χριστὸν τὸν ζωοδότην, τὸν κύριόν τε καὶ θεὸν καὶ ποιητὴν δεσπότην, τὸ πῶς τοὺς ἐσπλαγχνίσθηκεν καὶ ’δῶσε τους τὴν χάριν |
|
1000 F. 20a | καὶ σμίχθησαν ὡς πρότερον αὐτῆνον τὸ ζευγάριν. Ἡ Μαργαρῶνα ἔδραμεν τῆς ῥήγισσας νὰ σώσῃ, μ’ εὐγενικαῖς ἀρχόντισσαις μαντάτο νὰ τῆς δώσῃ, καὶ βρίσκουσιν τὴν ῥήγισσαν, πολλὰ ἦτον πικραμμένη, θυμῶντα τὸν Ἠμπέριον παντἄτονε θλιμμένη. |
|
1005 | Ἡ Μαργαρῶνα γύρισεν, τῆς ῥήγισσας δηγᾶται, ἡ ῥήγισσα ὡς γνωστικὴ στέκεται κῂ ἀφουκρᾶται. «Παρακαλῶ, κυρία μου, θέλω νὰ σ’ ἀναφέρω, νὰ ἔχω χάριν βεργεσιᾶς λόγῳ τῷ ὑμετέρῳ.» Ἡ ῥήγισσα σηκώθηκεν, πρὸς αὔτην κατουμίζει, |
|
1010 | καὶ διὰ τὴν ἀθιβολὴν τῆς εἶπεν κῂ ἀρχινίζει, ἡ Μαργαρῶνα φρόνιμη τοιοῦτα λόγια λέγει, σὰν νἆχ’ ἐμπῇ εἰς δασκαλειόν, νὰ τἄθελε διαλέγει· «παρακαλῶ σε, ἀφέντρα μου, ῥήγισσα τιμημένη, εὐγενικὴ καὶ φρόνιμη, μυριοχαριτωμένη, |
|
1015 | νὰ ῥίσῃς ναὐτρεπίσουσιν αὐλαῖς τοῦ παλατίου, νὰ εὐφρανθῇς καὶ νὰ χαρῇς μαντάτου δὲ τοῦ θείου, ὡσὰν ὅνταν ἐγέννησες ἐκεῖνον τὸν υἱόν σου, Ἠμπέριον τὸν θαυμαστὸν καὶ τὸν πολλ’ ἀκριβόν σου.» Ὡς ἤκουσεν ἡ ῥήγισσα τῆς κόρης πῶς δηγᾶται, |
|
1020 | ἐσπάραξαν τὰ μέλη της σὲ κεῖνα τ’ ἀφουκρᾶται. καὶ γιὰ τὸ γληγορώτερον τῆς λέγει νὰ μὴν λάθῃ φράσιν καὶ λόγον τίποτας γιὰ τὸν Ἠμπέρη μάθῃ. Πρὶν παρὰ νὰ πληρώσουσιν μαντάτου γὰρ τοῦ θείου, ἦλθεν γὰρ ὁ Ἠμπέριος ἔσω τοῦ παλατίου· |
|
1025 | βλέπει τον ὁ πατέρας του μετὰ καὶ τὴν μητέρα, χαραῖς πολλαῖς ἐκάμασιν ἐκείνην τὴν ἡμέρα· στολίζουσιν ταῖς ἐκκλησιαῖς, κροῦσιν τὰ σημαντήρια, καὶ οἱ παπάδες ψάλλουσιν κῂ ὅλα τὰ μοναστήρια, ὑμνοῦσιν καὶ δοξάζουσιν θεὸν καὶ κύριον πάντων, |
|
1030
F. 21b | τῆς οὐρανοῦ τε ποιητὴν καὶ πλάστην τῶν ἁπάντων· θαύμασμαν ἔχουσιν φρικτόν, τίς νὰ τ’ ἀναθιβάλῃ; πολλὰ παραξενίζουνται μικροί τε καὶ μεγάλοι, τὸ πῶς ἐγένη κατ’ ἀρχὰς εἰς αὐτὸ τὸ ζευγάριν, εἰς ’Μπέριον καὶ τὴν γυνὴν ὁποὔχασιν τὴν χάριν. |
|
1035 | Ἀκοῦσαν το καὶ ἄρχοντες, πᾶνε καὶ χαιρετοῦν τον, περιλαμβάνουν τον σφικτά, γλυκειὰ καταφιλοῦν τον. πολλὰ τὸν περιχαίρουνται, σκιρτῶντες, εὐφραινῶντες, εὐτρεπισμένοι ἅπαντες καὶ ἀναγαλλιῶντες. Καὶ κληρονόμος γίνεται ’ς ταῖς χώραις τοῦ πατρός του, |
|
1040 | ῥήγας ἐκαταστάθηκεν σὰν ἤθελ’ ἀπατός του. νἆδες χαραῖς καὶ σκιρτισμοὺς ’ς ταῖς χώραις ὁποῦ ῥίζει, τιμαῖς καὶ ἀξιώματα, ὅπου καὶ ἂν γυρίζῃ. ὅσαις πικρίαις ἤδειρεν Ἠμπέριος ’ς τὰ ξένα, τετράδιπλα τὰ ἔλαβεν, ὡς λέσιν τὰ γραμμένα, |
|
1045 | ἀφέντης μέγας ἔγεινεν, ὡς ἔτρεχεν τὸ μέλος, Ἠμπέριος ὁ θαυμαστός, ὡς ἔδειξεν τὸ τέλος. |
|
- Δεν βρέθηκαν εικόνες
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Βιβλιογραφία
- Αγαπητός 2004
- Παναγιώτης Α. Αγαπητός, «Από την Περσία στην Προβηγγία: ερωτικές διηγήσεις στο ύστερο Βυζάντιο», Το Βυζάντιο και οι απαρχές της Ευρώπης, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Αθήνα 2004, σ. 119-153.
- Beaton 1996
- Roderick Beaton, Η ερωτική μυθιστορία του ελληνικού Μεσαίωνα, μτφρ. Νίκη Τσιρώνη, Ινστιτούτο του Βιβλίου-Α. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1996.
- Beck 1993
- Hans-Georg Beck, Ιστορία της βυζαντινής δημώδους λογοτεχνίας, μτφρ. Νίκη Eideneier, ΜΙΕΤ, Αθήνα 21993, σ. 230-235.
- Jeffreys M. & E. 1971
- Michael & Elizabeth Jeffreys, «Imberios and Margarona: The Manuscripts, Sources and Edition of a Byzantine Verse Romance», Byzantion 41 (1971), σ. 122-160.
- Jeffreys 1974
- Elizabeth Jeffreys, «Some comments on the manuscripts of Imberios and Margarona», Ελληνικά, τ. 27, τχ. 1 (1974), σ. 39-49.
- Κριαράς 1955
- Εμμανουήλ Κριαράς (επιμ.), Βυζαντινά ιπποτικά μυθιστορήματα [Βασική Βιβλιοθήκη, 2], Αετός, Αθήνα 1955, σ. 197-249.
- Lambros 1880
- Spyridion P. Lambros (επιμ.), Collection de romans grecs en langue vulgaire et en vers, Maisonneuve, Παρίσι 1880, σ. 239-288.
- Legrand 1880
- Émile Legrand (επιμ.), Bibliothèque grecque vulgaire, τ. 1, Maisonneuve et Cie, Παρίσι 1880, σ. 283-320.
- Λεντάρη 2007α
- Τίνα Λεντάρη, «βυζαντινά ιπποτικά μυθιστορήματα», Λεξικό νεοελληνικής λογοτεχνίας. Πρόσωπα, έργα, ρεύματα, όροι, Πατάκης, Αθήνα 2007, σ. 335-336.
- Λεντάρη 2007β
- Τίνα Λεντάρη, «Ιμπέριος και Μαργαρώνα (Διήγησις εξαίρετος ερωτική και ξένη του Ιμπερίου θαυμαστού και κόρης Μαργαρώνης)», Λεξικό νεοελληνικής λογοτεχνίας. Πρόσωπα, έργα, ρεύματα, όροι, Πατάκης, Αθήνα 2007, σ. 911-912.
- Μαστροδημήτρης 2001
- Παναγιώτης Δ. Μαστροδημήτρης (επιμ.), Η ποίηση του νέου ελληνισμού: ανθολογία, Ίδρυμα Γουλανδρή-Χορν, Αθήνα 2001, σ. 194-201.
- Παρίσης Ι. & Παρίσης Ν. 2010
- Ιωάννης Παρίσης & Νικήτας Παρίσης, Λεξικό λογοτεχνικών όρων, ΟΕΔΒ-Πατάκης, Αθήνα 2010, σ. 84-85.
- Πολίτης 1993
- Λίνος Πολίτης, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, ΜΙΕΤ, Αθήνα 81993, σ. 38-39.
- Spadaro 1975
- Giuseppe Spadaro, «Problemi relativi ai romanzi greci dell’ età dei Paleologi. I. Rapporti tra Ιμπέριος και Μαργαρόνα e Φλόριος και Πλατσιαφλόρα», Ελληνικά, τ. 28, τχ. 2 (1975), σ. 303-327.
- van Gemert 1997
- Arnold F. van Gemert, «Λογοτεχνικοί πρόδρομοι», Λογοτεχνία και κοινωνία στην Κρήτη της Αναγέννησης, επιμ. David Holton, μτφρ. Ναταλία Δεληγιαννάκη, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1997, σ. 87-88.
- Vitti 1987
- Mario Vitti, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Οδυσσέας, Αθήνα 1987, σ. 34.
- Vitti 2003
- Mario Vitti, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας (αναθεωρημένη μορφή), Οδυσσέας, Αθήνα 2003, σ. 25.
- Yiavis 2006α
- Kostas Yiavis, «So near, yet so far: Medieval courtly romance, and Imberios and Margarona. A case of de-Medievalization», Byzantinische Zeitschrift, τ. 99, τχ. 1 (2006), σ. 195-217.
- Yiavis 2006β
- Kostas Yiavis, «Finding Imberios and Margarona: an inventory of extant editions», Ελληνικά, τ. 56, τχ. 2 (2006), σ. 321-345.
Δικτυογραφία
«Α΄ περίοδος, 1204-1453: Ερωτικά ιπποτικά μυθιστορήματα», στην «Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας», e-logotexnia.
«Δημώδης λογοτεχνία: Ερωτικές μυθιστορίες», στη «Βυζαντινή λογοτεχνία», Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού.
«Πηγές του Αναλυτικού Λεξικού Κριαρά: Ιμπέριος και Μαργαρώνα», στην «Πύλη για την ελληνική γλώσσα και τη διδασκαλία της», Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
* Τελευταία πρόσβαση στη δικτυογραφία: Δεκέμβριος 2017.
Ετικετες Αναζητησης
Λογοτεχνικό Γένος
ΠοίησηΕποχές - Περίοδοι
Ο αιώνας της Άλωσης (15ος αι.)Θέματα
Άνδρας (περιγραφή) Ανδρεία/ηρωισμός Διαμάχη Απομόνωση Ασκητισμός/μοναχισμός Περιπλάνηση Αγάπη Δοκιμασία Ξενιτειά Ταξίδι Τύχη/μοίραΦύση Προσώπων
Άνθρωποι
Κατάλογος Έργων
- Αισώπου Μύθοι
- Ανακάλημα της Κωνσταντινόπολης
- Άνθη ευλαβείας
- Άνθος των χαρίτων
- Απόκοπος
- Αφήγησις Λιβίστρου και Ροδάμνης
- Αφήγησις παράξενος του ταπεινού Σαχλίκη
- Βαρλαάμ και Ιωάσαφ
- Βασιλεύς ο Ροδολίνος
- Βίοι αγίων
- Διγενής Ακρίτης
- Διήγησις Βελισαρίου
- Διήγησις εξαίρετος Βελθάνδρου του Ρωμαίου
- Διήγησις εξαίρετος ερωτική και ξένη του Ιμπερίου θαυμαστού και κόρης Μαργαρώνης
- Διήγησις εξαίρετος ερωτική και ξένη Φλωρίου του πανευτυχούς και κόρης Πλάτζια Φλώρης
- Διήγησις Ιεροθέου Αββατίου
- Διήγησις και οπτασία ωφέλιμος ορθοδόξου τινός Δημητρίου
- Διήγησις του Αχιλλέως
- Διήγησις του Πωρικολόγου
- Διήγησις του Ρεμπελιού των Ποπολάρων
- Εξήγησις της γλυκείας χώρας Κύπρου, η ποία λέγεται Κρόνικα, τουτέστιν Χρονικόν
- Ερωτικόν ενύπνιον
- Ερωτόκριτος
- Ερωτοπαίγνια
- Ερωφίλη
- Η Βοσκοπούλα
- Η Θυσία του Αβραάμ
- Η Καινή Διαθήκη
- Η Κοσμογέννησις
- Η Φυλλάδα του Μεγαλέξαντρου
- Θησαυρός
- Θρήνος εις τα Πάθη και την Σταύρωσιν του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού
- Θρήνος της Θεοτόκου
- Θρήνος της Κρήτης
- Θρήνος της Κωνσταντινούπολης
- Ιατροσόφια
- Ιστορία και όνειρο
- Ιστορία του Ταγιαπιέρα
- Κατζούρμπος
- Κλίνη Σολομώντος
- Λαϊκές αφηγήσεις
- Λεηλασία της Παροικιάς της Πάρου
- Λόγοι διδακτικοί του πατρός προς τον υιόν
- Λόγος παρηγορητικός περί Δυστυχίας και Ευτυχίας
- Μεγάλον θανατικόν από πανόκλα
- Ο Βίος του Αισώπου
- Ο Έπαινος των γυναικών
- Ο Κρητικός Πόλεμος
- Ο Οψαρολόγος
- Ο Χρονογράφος
- Παιδιόφραστος διήγησις των ζώων των τετραπόδων
- Παλαιά τε και Νέα Διαθήκη
- Πανουργίαι υψηλόταται του Μπερτόλδου
- Πανώρια
- Πένθος θανάτου, ζωής μάταιον και προς Θεόν επιστροφή
- Περί ηρώων, στρατηγών, φιλοσόφων, αγίων και άλλων ονομαστών ανθρώπων, οπού εβγήκασιν από το νησί της Κύπρου
- Περί της ξενιτείας
- Πόλεμος της Τρωάδος
- Πτωχοπρόδρομος
- Ριμάδα κόρης και νιου
- Ρίμες αγάπης (Κυπριακά ερωτικά)
- Σιντίπας
- Σπανέας
- Σπανός
- Στάθης
- Στεφανίτης και Ιχνηλάτης
- Στίχοι γραμματικού Μιχαήλ του Γλυκά ούς έγραψε καθ΄ ον κατεσχέθη καιρόν εκ προσαγγελίας χαιρεκάκου τινός
- Συναξάριον του τιμημένου γαδάρου
- Το κατά Καλλίμαχον και Χρυσορρόην ερωτικόν διήγημα
- Το Χρονικόν του Μορέως
- Φορτουνάτος
- Φυσιολόγος
- Χρονικό του Γαλαξειδιού
- Χρονικό του μοναστηριού του Αγίου Θεοδώρου Κυθήρων
- Χρονικό των Σερρών
- Χρονικόν