Στίχοι γραμματικού Μιχαήλ του Γλυκά ούς έγραψε καθ΄ ον κατεσχέθη καιρόν εκ προσαγγελίας χαιρεκάκου τινός
Συγγραφέας: Γλυκάς Μιχαήλ
Το ποίημα αποτελείται από 581 ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους στίχους και γράφτηκε πιθανότατα το 1159. Ο ποιητής απευθύνεται στον αυτοκράτορα Μανουήλ Α΄ Κομνηνό και ζητά να τον απελευθερώσει από τη φυλακή, όπου βρέθηκε άδικα –όπως ισχυρίζεται ο ίδιος– εξαιτίας της διαβολής ενός κακόβουλου γείτονα.
Εύδοξος Τσολάκης (επιμ.), Μιχαήλ Γλυκά στίχοι ούς έγραψε καθ’ ον κατεσχέθη καιρόν, ΕΕΦΣΠΘ 3, Θεσσαλονίκη 1959.
Εισαγωγή
Ο ποιητής Μιχαήλ Γλυκάς γεννήθηκε πιθανότατα στην αρχή του 12ου αιώνα στην Κέρκυρα και έζησε στην Κωνσταντινούπολη, όπου κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Μανουήλ Α΄ Κομνηνού (1143-1180) διετέλεσε αυτοκρατορικός γραμματέας – «γραμματικός». Πολλά στοιχεία σχετικά με τη ζωή και τη δράση του παραμένουν αδιευκρίνιστα. Μία σημείωση στο χειρόγραφο Marc. gr. 402 δείχνει ότι ο Γλυκάς έζησε στην πρωτεύουσα μέχρι την κατάληψή της από τους Σταυροφόρους το 1204. Το 1159 περίπου γράφει στη φυλακή το πρώτο από τα δύο ποιήματά του και αυτό που μας απασχολεί εδώ. Για διάστημα τουλάχιστον πέντε ετών, μέχρι το 1164, όταν γράφει το δεύτερο ποίημά του, φαίνεται πως παρέμενε ακόμα στη φυλακή του παλατιού της Κωνσταντινούπολης, τη λεγόμενη «τα Νούμερα», από την ομώνυμη ονομασία της φρουράς του ανακτόρου. Δεν γνωρίζουμε με βεβαιότητα τους λόγους για τους οποίους φυλακίστηκε. Μερικοί μελετητές υποθέτουν πως κατέληξε εκεί λόγω της ανάμειξής του σε μια διαμάχη, κατά την οποία κάποιος μοναχός από τη μονή Παντοκράτορος προσπάθησε να "πολεμήσει" και τάχθηκε εναντίον της αστρολογίας, πράξη που είχε ως άμεση συνέπεια την (αντ)απάντηση του αυτοκράτορα με χρήση πατερικών χωρίων. Το γεγονός αυτό, κατά πάσα πιθανότητα, προκάλεσε την αντίδραση του Γλυκά, ο οποίος με τη σειρά του φαίνεται πως κατηγόρησε τον αυτοκράτορα Μανουήλ Α΄ Κομνηνό για το ενδιαφέρον του στην αστρολογία. Η υπόθεση ότι ο ποιητής κατηγορήθηκε για μαγεία θα πρέπει να συνδεθεί με την ταύτισή του με το πρόσωπο του Μιχαήλ Σικιδίτη και τη σύγκρουση σχετικά με το επίμαχο ζήτημα της Θείας Ευχαριστίας. Η ταύτιση αυτή, ωστόσο, συναντά κάποιες δυσκολίες και χρειάζεται περαιτέρω εξέταση.
Στο πρώτο ποίημα που έγραψε από τη φυλακή ο ποιητής αναφέρει ότι βρίσκεται εκεί λόγω της διαβολής ενός χαιρέκακου γείτονα. Αυτά τα στοιχεία δυστυχώς δεν επαρκούν για να μας διαφωτίσουν ούτε για το ποιος ήταν ο γείτονας ούτε για το ποια ήταν η αιτία της βλασφημίας. Ο ποιητής καταδικάστηκε σε τύφλωση, αλλά δεν είναι σαφές αν αυτό έγινε ταυτόχρονα με τη διαταγή φυλάκισης που έδωσε ο αυτοκράτορας ή κάποια στιγμή αργότερα και αφού ήταν πια ήδη στη φυλακή. Πάντως, είναι εύλογο να υποθέσει κανείς πως η μορφή της τύφλωσής του δεν πρέπει να ήταν πολύ βαριά, καθώς, όπως φαίνεται, ο Γλυκάς συνέχισε να γράφει και ύστερα από την αποφυλάκισή του.
Εκτός από τα δύο ποιήματα που συνέταξε στη φυλακή και τη δημιουργία συλλογής παροιμιών σε μια μορφή της δημώδους γλώσσας της εποχής, έχει γράψει επιπλέον μια χρονογραφία, καθώς και ενενήντα πέντε επιστολές θεολογικού περιεχομένου σε λόγια γλώσσα. Η χρονογραφία του φέρει τον τίτλο Βίβλος χρονική και αφηγείται –σύμφωνα με τις συμβάσεις του είδους– τα γεγονότα «από κτίσεως κόσμου» μέχρι τον θάνατο του αυτοκράτορα Αλέξιου Α΄ Κομνηνού (1118). Από την άλλη, οι περισσότερες επιστολές του, αν όχι όλες, φαίνεται πως γράφτηκαν μετά την αποφυλάκισή του και αποτελούν σχόλια ή ερμηνείες πάνω σε διάφορα θέματα της Αγίας Γραφής· παραδίδονται με τον κοινό τίτλο Εις τας απορίας της θείας γραφής κεφάλαια. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι παροιμίες του, πολλές από τις οποίες αναφέρει και στο ποίημά του και είναι γραμμένες σε μια λαϊκή ή λαϊκότροπη γλώσσα.
Το εξεταζόμενο ποίημα είναι γραμμένο σε 581 ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους στίχους και παραδίδεται μόνο στο χειρόγραφο Paris. gr. 228 (P) του 13ου αιώνα, φέροντας τον τίτλο Στίχοι γραμματικού Μιχαήλ του Γλυκά ούς έγραψε καθ’ ον κατεσχέθη καιρόν εκ προσαγγελίας χαιρεκάκου τινός. Ένας δεύτερος κώδικας, ο υπ’ αριθμόν 5719 (212) του 13ου αιώνα της μονής Αγίου Παντελεήμονος του Αγίου Όρους, παρέδιδε επίσης το κείμενο, αλλά τα φύλλα στα οποία ήταν γραμμένο έχουν χαθεί (Beck 2007, 183). Το ποίημα έχει εκδοθεί τρεις φορές μέχρι τώρα: για πρώτη φορά το 1880 από τον Émile Legrand· δώδεκα χρόνια αργότερα, το 1892, ακολούθησαν οι παρατηρήσεις γι’ αυτή την έκδοση από τον Γ. Χατζιδάκι. Το 1906 ο Σ. Ευστρατιάδης, χωρίς να λάβει υπόψη του τις παρατηρήσεις του Χατζιδάκι, εξέδωσε ξανά το κείμενο· και, τέλος, το ποίημα ξαναδημοσιεύτηκε το 1959 από τον Εύδοξο Τσολάκη, στην έκδοση του οποίου στηρίζεται και η δική μας ανθολόγηση.
Το ποίημα είναι γραμμένο σε ένα ιδίωμα που παρουσιάζει, θα έλεγε κανείς, κάποια ανομοιογένεια, καθώς αναμειγνύονται στοιχεία της δημώδους και της λόγιας γλώσσας. Επιπλέον, στα σημεία όπου αναφέρονται οι παροιμίες μπορεί να διαπιστώσει κανείς πως υπάρχουν πάρα πολλά λαϊκά στοιχεία, ενώ το ύφος σε ορισμένα χωρία θυμίζει πολύ τα σύγχρονα Πτωχοπροδρομικά, με τα οποία βρίσκεται κοντά και λόγω του αυτοβιογραφικού χαρακτήρα του (Beck 2007, 182-183). Για τους παραπάνω λόγους, ο Μιχαήλ Γλυκάς αναγνωρίζεται ως ένας από τους πρώτους συγγραφείς που έδωσαν δείγματα λογοτεχνικής γραφής στη δημώδη γλώσσα, ενώ το έργο του θεωρείται πρωτοποριακό στην ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, επηρεάζοντας ποικιλοτρόπως (γλωσσικά, θεματικά, ειδολογικά) αρκετούς από τους αξιολογότερους επώνυμους ποιητές της πρώιμης αυτής φάσης, λ.χ., τους Στέφανο Σαχλίκη, Μαρίνο Φαλιέρο και Λεονάρδο Ντελλαπόρτα.
Η δομή που παρουσιάζει το ποίημα δεν είναι αυστηρή και το περιεχόμενό του μπορεί να συνοψιστεί ως εξής: Στην αρχή (στ. 1-15) ο ποιητής παρουσιάζει τον εαυτό του, λέγοντας πως είναι άνθρωπος μορφωμένος και με πείρα. Στους επόμενους στίχους (16-24) αναφέρει πως, όταν κράζει ο κόρακας, προβλέπεται χωρισμός ή θάνατος ανθρώπων. Με τα γερατειά ο άνθρωπος γίνεται σοφός και με τα χρόνια σοφότερος (στ. 25-34) και αναφέρει ένα-ένα τα δεινά που μπορεί να προκαλέσει το κράξιμο του κόρακα (στ. 35-45), το οποίο θεωρεί ότι προαναγγέλλει θάνατο· παράλληλα, δείχνει να πιστεύει πως τα πράγματα στη ζωή δεν ρυθμίζονται μόνο από τη λογική. Έπειτα, αναφέρει πως κατέβηκε άγγελος από τον ουρανό, τον άρπαξε και τον έριξε ζωντανό στον Άδη εξαιτίας της συκοφαντίας ενός χαιρέκακου γείτονα (στ. 46-85). Στους στίχους 86-179 ο ποιητής, απευθυνόμενος στον αναγνώστη, αρχίζει μια μακροσκελή περιγραφή της ζωής στη φυλακή, την οποία όχι μόνο παρομοιάζει με τον Άδη, αλλά τη βρίσκει τελικά χειρότερη και από τον ίδιο τον θάνατο και απορεί πώς ακόμα δεν έχει πεθάνει. Ακολουθεί ένα σύντομο τμήμα (στ. 180-203), όπου στρέφεται στην ψυχή του η οποία έχει χάσει τη δύναμή της και μαράθηκε. Στους στίχους 204-213 ο ποιητής δηλώνει τη βαθιά αποστροφή του για τα γράμματα, καθώς, όπως φαίνεται, τον έχει επηρεάσει πολύ η συμφορά και ο επακόλουθος ξεπεσμός του, επαναλαμβάνοντας (στ. 214-253) πως τίποτα δεν είναι χειρότερο από τη φυλακή. Στους επόμενους στίχους (254-296) προσπαθεί να πείσει για την αθωότητά του, στρεφόμενος και πάλι στην ψυχή του (στ. 297-443), αλλά αυτή τη φορά με μια πιο αισιόδοξη διάθεση, με ελπίδα στην ανατροπή της κατάστασης και πίστη στην τάξη, που επιβάλλει ο Θεός και στη Μέλλουσα Κρίση. Επανέρχεται γρήγορα (στ. 444-514) στην κατάσταση που επικρατεί στη φυλακή και διακρίνει τον εαυτό του από τους άλλους κατάδικους που έχουν διαπράξει φρικτά εγκλήματα, ενώ ο ίδιος είναι αθώος. Στους επόμενους στίχους (515-537) αναφέρει πως άκουσε μια άγνωστη φωνή να του μιλά παροτρύνοντάς του να απευθυνθεί στον αυτοκράτορα, για να εκθέσει τα παράπονά του προκειμένου να απελευθερωθεί. Ο ποιητής απαντά στην άγνωστη φωνή, πείθοντας και πάλι για την αθωότητά του και κρίνοντας την πράξη του απεσταλμένου από τον ουρανό αγγέλου (στ. 538-573) ως εσφαλμένη. Η ίδια φωνή επανέρχεται και τον προτρέπει και πάλι να απευθυνθεί στον αυτοκράτορα.
Αποσπάσματα
Η αυτοσύσταση του ποιητή και η "κάθοδός του στον Άδη" (στ. 1-85)
Στους πρώτους στίχους ο ποιητής δίνει κάποιες πληροφορίες σχετικά με τη μόρφωσή του και τον ορθολογισμό που τον διακατέχει, για να αντιπαραθέσει πιο κάτω λίγους στίχους στις λαϊκές δοξασίες, τις οποίες ο ίδιος φυσικά δεν δεχόταν εξαρχής, αλλά, επειδή, όπως φαίνεται, αδυνατούσε να εξηγήσει με τρόπο λογικό την αδικία που τον βάραινε, άρχισε να ερμηνεύει τη συμφορά και τη μοίρα του σύμφωνα με άλλους παράγοντες. Στη συνέχεια, αναφέρει ότι κατέβηκε από τον ουρανό κάποιος άγγελος που τον άρπαξε και τον πέταξε στον Άδη/φυλακή και ρίχνει την ευθύνη γι’ αυτό σε κάποιον συκοφάντη γείτονα.
[1] | Ἤμουν παιδίν, ἐγήρασα, πολὺν διῆλθον κόσμον, σοφῶν ἀρχαίων ἤκουσα, πολλὰς ἀνέγνων βίβλους, πάντων ἐν πείρᾳ γέγονα, πᾶσαν ὁδὸν ἐξεῦρον, πλάσματα πάλιν μυθικὰ καὶ λόγους γραϊδίων |
|
ἠκριβωσάμην, ὅ φασιν, ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων, τὴν γνῶσιν σχεῖν πειρώμενος πάντων καὶ τῶν τυχόντων καὶ μὴ καταβαπτίζεσθαι βυθῷ τῆς ἀγνωσίας. Ὡς δέ τις μεγαλέμπορος θέλων πολλὰ κερδῆσαι δεινοῦ παντὸς ὑπερορᾷ, κατατολμᾷ θαλάσσης |
| |
10 | καὶ τὰ φρικτὰ καταφρονεῖ χάσματα τῶν κυμάτων καὶ πορροτάτω στέλλεται πάντως ριψοκινδύνως, οὕτως εἰς πλάτος ἐμαυτὸν ἀφῆκα τὸ τοῦ λόγου, κἀκείθεν ὅλον φορυτὸν χρυσίου καὶ μαργάρων καὶ θησαυρὸν πολύολβον ἐπλούτησα τὴν γνῶσιν, | |
15 | πολὺν ἐμπορευσάμενος ταύτην τὴν ἐμπορίαν. Οὕτω τὰ πάντα διελθών, οὕτως ἀποπειράσας, τοῦτο πρὸ πάντων ἄπιστον εἶχον καὶ φλυαρίαν, τοῦτο ψευδὲς ἐνόμιζον, ὅλως οὐκ ἐδεχόμην, τὸ λέγουσιν οἱ χωρικοὶ καὶ ὁ λόγος ὁ δημώδης: |
|
20
21v | «Ὅταν ὁ κόραξ πούποτε καθίσῃ καὶ φωνάξῃ, ἐκεῖ σημαίνει θάνατον καὶ χωρισμὸν ἀθρόον». Πόθεν καὶ γὰρ τοῖς κόραξιν ἀπεκληρώθη χάρις | μηνύειν σοι τὰ μέλλοντα καὶ προγινώσκειν τόσον, ὥστε προλέγειν θάνατον καὶ χωρισμὸν ἀνθρώπων; |
|
25 | Ἐδόκει γοῦν μοι γέλοιον καὶ ματαιολογία, ἀλλὰ κατέλαβε καιρός, ἀλλὰ παρέστη χρόνος, ἐν οἷς ἰδὼν πεπίστευκα καὶ καρτερῶ πιστεύειν. Χρυσοῦς ἐκεῖνος ὁ εἰπών, ὄντως σοφίας πλήρης: «Ὅσον γηράσκεις μάνθανε καὶ σεαυτὸν ταπείνου!» |
|
30 | Ἰδοὺ καὶ μαθητεύομαι καὶ κλίνω τὸν αὐχένα καὶ παρ’ αὐτῆς διδάσκομαι σαφέστατα τῆς πείρας τὸ μαντικὸν τοῦ κόρακος καὶ τὰς λοιπὰς δυνάμεις, ἃς ἐπιφέρειν εἴωθε μετὰ πολλοῦ τοῦ τάχους, καθίσας ὁπουδήποτε καὶ παρ’ ἐλπίδα κράξας. |
|
35 | Γονεῖς ἀτέκνους καθιστᾷ, τέκνα χωρὶς γονέων, ἐκ τῆς ἀγκάλης τῆς μητρὸς τὸ βρέφος ἀφαρπάζει· τὸ βρέφος ἀπεστέρησε μητέρος θηλαζούσης, πολλάκις δὲ καὶ σὺν αὐτῷ τῷ βρέφει τὴν μητέρα ἐλέους ἄνευ ἀνασπᾷ καὶ κατασπᾷ πρὸς ᾍδην. |
|
40 | Φίλους, γνωρίμους, συγγενεῖς, πάντας, μικρούς, μεγάλους, χωρίζει καὶ διίστησιν ἀθρόον ἀπ’ ἀλλήλων ὁ κόραξ ὁ κακόφημος, ὁ κῆρυξ τοῦ θανάτου. Ἐγγύς που τὸ παράδειγμα καὶ ὁ μάρτυς ἀφ’ ἑστίας· ἐπὶ προδήλοις πράγμασιν οὐ χρεία τῶν μαρτύρων. | |
45 | Ἀφ’ ὧν ἡμεῖς ἐπάθομεν, ἐμάθομεν ἀρκούντως. Πρότριτα γὰρ τοῦ κόρακος ἐπάνω μου τῆς στέγης ἐπὶ κακῷ καθίσαντος καὶ κράζειν ἀρξαμένου καὶ λέγειν ὅλως ἄναρθρα καὶ παρακεκομμένα, φοβεῖσθαι μὲν οὐκ ἤθελον, ὡς φθάσας εἶπον ἄνω· |
|
50 | πλήν, ἀλλ’ ὁ λόγος ὁ κοινὸς καὶ ἡ φήμη τῶν ἀνθρώπων, ὁκάτι ὡς ἠκροεκσύσπαζε καὶ συνετάρασσέ με. Τρόμος λοιπὸν κατέλαβε καὶ φόβος τὴν ψυχήν μου <καὶ> τὴν καρδίαν μου παλμὸς καὶ κλόνος μου τὰ μέλη. Ἐφανταζόμην, ἔπασχον, ἔτρεμον, ἐφοβούμην, | |
55 | ἐδειλαινόμην ἄμετρα, πολλὰ συνεστελλόμην, τέρας ἰδεῖν δυσάντητον δοκῶν ἀπροσδοκήτως. Τὸ «δέσποτα φιλάνθρωπε, τοῦ κόσμου σου προστάτα, τοῦτον τὸν φόβον εἰς καλὸν ποίησον ἀποβῆναι καὶ τέλος δοῦναί μοι χρηστόν», λέγων οὐκ ἐπαυόμην· |
|
60 | καὶ ἰδὲ τὸ ποῦ κατήντησαν ἐκεῖνα τὰ σημεῖα καὶ τέλος οἷον ἔφερεν ἐμοὶ τῷ ταλαιπώρῳ ὁ βοασμὸς τοῦ κόρακος τοῦ βαρυφωνοτάτου. Ἄγγελος γὰρ καταπεμφθεὶς ὑψόθεν τοῦ Κυρίου, ἀφήρπαξέ με τῶν ἐμῶν, ἐστέρησε τοῦ βίου | |
65 | καὶ ζῶντά με κατήντησεν εἰς ᾍδην παρ’ ἐλπίδα, πάσης προφάσεως ἐκτός, ὅλως ἀνερωτήτως καὶ κολασταῖς παρέδωκε καὶ σκότει καὶ ταρτάρῳ, θέμενος πάντα παρ’ οὐδέν, πάντων καταφρονήσας, τοῦ λόγου, τῆς νεότητος, αὐτῆς τῆς ἡλικίας. |
|
70 | Ἀλλ’ ὤ βασκάνου δαίμονος, ὤ πονηροῦ τελχῖνος, ὤ μνησικάκου γείτονος, ὤ γλώσσης ψευδηγόρου, ἥτις ἐλάλησε κακῶς σήμερον ἀδικίαν, ἥτις ἀπεπωμάτισε τὸν τῆς ἐλπίδος πίθον, ἥτις ἡμῖν ἐκέρασε τοῦ πόνου τὴν τρυγίαν |
|
75 | καὶ κυκεῶνα θλίψεων καὶ συμφορῶν κρατῆρας· ἥτις εἰς γῆν κατέαξε τὰ διαβήματά μου, λόγους ψευδεῖς συνέρραψε καὶ δόλῳ μεμιγμένους. Ἄρτι κἀγὼ συντίθεμαι τοῖς γνωματευομένοις: «Συμφέρει χρόνος ὁ κακὸς καὶ κρείττων ἔνι πάντως |
|
80 | τοῦ γείτονος τοῦ πονηροῦ καὶ τοῦ συκοφαντοῦντος». Τοῦ χρόνου γὰρ κατὰ μικρὸν συμπεριφερομένου, συμφέρονται καὶ τὰ δεινὰ καὶ ρέουσι τῷ χρόνῳ· ὁ γείτων δὲ παράμονος τοῖς γειτονοῦσι σκόλοψ, συκοφαντῶν, δολορραφῶν, μοχλεύων, ἐνεδρεύων, |
|
85 | πάγας ἱστῶν ἀσυμφανῶς καὶ βόθρους ἐξορύσσων· |
|
- Απεικόνιση κατάδικου στη φυλακή Newgate στο Λονδίνο, χτισμένη κατά τη διάρκεια του 12ου αιώνα.
Πηγή: The Dictionary of Victorian London - Χάρτης του Ιερού Παλατιού της Κωνσταντινούπολης. Με κόκκινο στο κέντρο διακρίνεται η φυλακή «Τα Νούμερα».
Πηγή: Wikimedia Commons
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Ο ποιητής απευθύνεται στην ψυχή του (στ. 180-203)
Ο ποιητής απευθύνεται στον ακροατή/αναγνώστη για να τον πληροφορήσει για τα δεινά του και να εκφράσει τόσο την ψυχική κατάσταση απόγνωσης στην οποία βρίσκεται, όσο και το περιβάλλον της φυλακής, που είναι χειρότερο και από τον Άδη.
Στο σύντομο απόσπασμα που ακολουθεί, στρέφεται στην πονεμένη και εξαντλημένη πια ψυχή του.
22v | Αἴ, [αἴ], ψυχὴ πολύπονε, πολυσυμφορωτάτη, | πῶς ἀπαντᾷς, παράδοξον, πῶς οὐκ ἐρράγης, ξένον· οἱ πόνοι ὁποὺ σὲ εἰσέβησαν, ποῦ τοὺς χωρεῖς εἰπέ μοι· κουκκίν – κουκκὶν ἂν σωρευθῇ, τὸ μόδιν νὰ γεμίσῃ, καὶ σὺ ψυχή μου, βέβαιον ἀκόμη οὐκ ἐγεμίσθης· |
|
185 | τὸ ποῦ καὶ πῶς οἱ πόνοι σου χωνεύονται θαυμάζω. Οἱ πόνοι ἐξηναισχύντησαν εἰς τούτας τὰς ἡμέρας· ἂν εὕρουν εἰς κατώφορον ψυχὴν ἀναγκασμένην, ἐκεῖ περισυνάγονται καὶ πολεμοῦν την πνίξειν. Ψυχή, περισωρεύθησαι καὶ ὡς ἠπορεῖς ἀπάντα. |
|
190 | Οἱ πόνοι ἁψὰ σὲ εἰσέβησαν κ’ ἐκατεσκούρωσάν σε καὶ οὐκ ἔχουν ἄλλο ἐνθύμησιν, ὡς βλέπω, νὰ σὲ ἀφήσουν. Τοῦ πόνου τὸ ἀνώφορον ἤρξου, ψυχή, ἀναβαίνειν καί, ὡς ἔνι κακοανάβατον, μὴ ἀποσταθῇς φοβοῦμαι. Ψυχή μου, βλέπω, ἠτόνησες, καὶ ὁ πόνος ἐπιβαίνει |
|
195 | καὶ ὁκάτι δειλιάζω σε, φοβοῦμαι οὐ μὴ ἀπαντήσῃς. Ψυχή μου κακοτύχερε, μίαν ἐχάρης ὥραν καὶ λύπη διεδέξατο ἄπαυστος τὴν χαράν σου· ψυχή μου κακορρίζικε, μίαν ἐφάνης ὥραν καὶ ὡσεὶ σκιὰ διέβηκες, ἐχάθης, ἐκρυβήθης· |
|
200 | ψυχή μου, ὡς ἄστρον ἔλαμψες, ἀνάτειλες ὡς φέγγος καὶ νέφος ἀπροσδόκητον ἦλθεν, ἐκάλυψέ σε· ψυχή μου, ὁποὺ σὲ βλέπουσιν κἂν ψίχα ὅτι ἀναπνέεις, παρὰ καιρὸν ἐγήρασες, ἐψύγης, ἐμαράνθης. |
|
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Προσπάθεια του ποιητή να πείσει για την αθωότητά του (στ. 254-288)
Στο τμήμα που μεσολαβεί ανάμεσα στα ανθολογούμενα αποσπασμάτα, ο ποιητής εκφράζει, μεταξύ άλλων, την αποστροφή του πλέον για τα γράμματα και πως όλα βγήκαν μάταια, καθώς νωρίτερα φιλοδοξούσε ότι θα γίνει σπουδαίος άνθρωπος, αλλά κατέληξε να βρίσκεται στη φυλακή. Δείχνει την απέχθειά του για το περιβάλλον στο οποίο βρίσκεται και αναφέρει πως τίποτα δεν είναι χειρότερο από τη φυλακή.
Στο παρακάτω απόσπασμα ο Γλυκάς προσπαθεί να πείσει για την αθωότητά του.
[254] | Οὐδὲν ἀκούεις, οὐρανέ; καὶ τί; κωφὸς ἐγένου; |
|
255 | οὐκ ἔμαθες τὰ ἡμέτερα; καὶ πῶς ἀπεκοιμήθης; πῶς οὐ πλαντᾷς, παράδοξον; πῶς οὐ χαλᾷς καὶ πίπτεις; πῶς ὑπομένεις, ἀπορῶ, ταύτην τὴν ἀδικίαν; Ὁκάποτε εἰς τὸν δεῖπνόν μας, ἐκείνας τὰς ἡμέρας, παρὰ διαβόλου ἐπήδησεν ἐκ τὸ λυχνάριν τζίον |
|
260 | καὶ τώρα βλέπω ἐμπυρισμόν, ἐκάησαν τὰ πάντα. Ποτὲ καιροῦ ἐχασμήσετον ὁκάτις κατὰ τύχην καὶ τώρα ἐποῖκε τὸν σταυρὸν καὶ τώρα ἀπεσφραγίσθη· ἀπεσκεπάσθη πρόπερσι κ’ ἐφέτο ἐρρεματίσθη. Πῖνε γρουτίτσαν, λέγουν τον, [μυρί]ζου λαδανίτσιν, |
|
23r
| καὶ διαβῇ ὁ ρεματισμὸς καὶ πάλιν νὰ ἐπανέλθῃς. Ὁκάτις πάλιν ἔτρωγε καθ’ ὕπνου του πεπόνιν· | ἐξύπνησε καὶ λέγουν τον: «Σφογγίσου ἐκ τὸ πεπόνιν, κρύον οἰνάριν ρόφησε [μ]ή κ[ρυώ]σῃς καὶ πυρέξῃς». Ἔδε κριταὶ καὶ δικασταὶ καὶ νόμοι καὶ κανόνες! | |
270 | Ἡ παπαδιὰ παρέπεσεν, ἐξύβρισε τὴν κοίτην καὶ καθαιροῦσιν τὸν παπᾶν! αἴ συμφορὰ μεγάλη! Ἐκείνη παρηνόμησε καὶ τοῦτον τιμωροῦσιν. Οὐκ ἔνι τοῦτο πλανταμός, οὐκ ἔν’ μελαγχολία; Ἐλάκτισεν ὁ γάιδαρος καὶ δέρουσι τὸ σάγμα |
|
275 | νὰ γένῃ καλοπαίδευτον, ἄλλο νὰ μὴ λακτίσῃ. Ἡ θάλασσα ζαλίζεται, βρυχᾶται, κυματίζει καὶ τὸν περάτην τὸν πτωχὸν ὡς πταίστην ἀνατάσσουν. Ἄρτι καὶ νόμος ἀπρακτεῖ τελείως, ὁ κελεύων: «Ἃ παρ’ ἑτέρων γίνονται μὴ καταβλάπτειν ἄλλους». |
|
280 | Καὶ τί ὠφελοῦν τὰ περισσά, τὰ τοῦτα καὶ τὰ ἐκεῖνα; Ἐδῶ τὸ δός, ἐκεῖ τὸ δός, παρέκει οὐκ ἔλαθέ μας; Ὁποὺ τὸν φοῦρνον ἔκτισε, πάλε ἂς τὸν χαλάσῃ· ἂς μείνῃ ὁ τόπος ἔρημος, ἂς γένῃ ὡς ἦτον πρῶτον· ἄλλο παρέκει οὐ δύναμαι, κρατῶ καὶ οὐχ ὑπομένω· |
|
285 | βλέπεις, ἀπῆρε με ἡ χολή, τὸ τὶ λαλῶ οὐκ ἐξεύρω, ἔβρασεν ἡ καρδία μου, παρέκει οὐδὲν βαστάζω· νὰ δώσω εἰς πέτραν καὶ λυθῶ, νὰ ποίσω θέαμα μέγα, ἀπὸ στενοχωρίας μου νὰ πνίξω τὸν ἑαυτόν μου· |
|
- Απεικόνιση φυλακισμένων σε φυλακή στην Αγγλία κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα.
Πηγή: Wikimedia Commons
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Η συνομιλία με την άγνωστη φωνή (στ. 515-581)
Στους στίχους που μεσολαβούν, ο ποιητής απευθύνεται για δεύτερη φορά στην ψυχή του προσπαθώντας να της δώσει κουράγιο, ενώ αυτή τη φορά διαφαίνεται κάποια αισιοδοξία. Επανέρχεται στην κατάσταση μέσα στη φυλακή και προσπαθεί να διαχωρίσει τον εαυτό του από τους άλλους, οι οποίοι έχουν διαπράξει κάποιο αδίκημα και γι’ αυτό δικαίως πρέπει να τιμωρηθούν.
Το τελευταίο τμήμα του ποιήματος είναι ένας σύντομος "διάλογος" με μια άγνωστη φωνή, η οποία εμφανίζεται για να τον παροτρύνει να απευθυνθεί στον αυτοκράτορα προκειμένου να αποφυλακιστεί. Ο ποιητής κάνει μια ακόμα προσπάθεια να πείσει για την αθωότητά του και η φωνή "απαντά", συνεχίζοντας τις προτροπές να μιλήσει στον αυτοκράτορα για να βρει τη σωτηρία του.
- Ο αυτοκράτορας Μανουήλ Α΄ Κομνηνός (1143-1180), πιθανός αποδέκτης του ποιήματος, λεπτομέρεια μικρογραφίας χφου του 12ου αι., Βιβλιοθήκη Βατικανού, Ρώμη.
Πηγή: Wikimedia Commons
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Βιβλιογραφία
- Beck 2007
- Hans-Georg Beck, Ιστορία της βυζαντινής δημώδους λογοτεχνίας, μτφρ. Nίκη Eideneier, MIET, Αθήνα 32007, σ. 182-183.
- Bourbouhakis 2007
- Emmanuel C. Bourbouhakis, «“Political” personae: the poem from prison of Michael Glykas: Byzantine literature between fact and fiction», Byzantine and Modern Greek Studies, τ. 31, τχ. 1 (2007), σ. 53-75.
- Eideneier 1968
- Hans Eideneier, «Zur Sprache des Michael Glykas», Byzantinische Zeitschrift, τ. 61, τχ. 1 (1968), σ. 5-9.
- Ευστρατιάδης 1906
- Σωφρόνιος Ευστρατιάδης (επιμ.), Μιχαήλ του Γλυκά, Εις τας απορίας της Θείας Γραφής Κεφάλαια, Τυπ. Π. Δ. Σακελλαρίου, Αθήνα 1906, σ. ρλς΄-ρνς΄.
- Hunger 2007
- Herbert Hunger, Βυζαντινή Λογοτεχνία. Η λόγια κοσμική γραμματεία των Βυζαντινών, μτφρ. Λ. Γ. Μπενάκης & Ι. Β. Αναστασίου & Τ. Κόλλιας & Ι. Βάσσης, τ. 2, ΜΙΕΤ, Αθήνα 42007, σ. 255-260.
- Ieraci Bio 1999
- A. M. Ieraci Bio, «Astrologia e medicina nella polemica fra Manuele I Comneno e Michele Glica», Sileno 25 (1999), σ. 79-96.
- Kiapidou 2011
- Eirini-Sophia Kiapidou, «On the epistolography of Michael Glykas», Βυζαντινά Σύμμεικτα 21 (2011), σ. 169-193.
- Kiapidou 2013
- Eirini-Sophia Kiapidou, «Chapters, epistolary essays and epistles. The case of Michael Glykas’ Collection of ninety-five texts in the 12th Century», Parekbolai 3 (2013), σ. 45-64.
- Krumbacher 1895
- Karl Krumbacher, Michael Glykas: Eine Skizze seiner Biographie und seiner litterarischen Thätigkeit nebst einem unedierten Gedichte und Briefe desselben, Akademie der Wissenschaften, Μόναχο 1895.
- Legrand 1880
- Émile Legrand (επιμ.), Bibliothèque grecque vulgaire, τ. 1, Maisonneueve et Cie, Παρίσι 1880, σ. 18-37.
- Μητσάκης 1973
- Κάρολος Μητσάκης, Εισαγωγή στη νέα ελληνική λογοτεχνία: πρωτονεοελληνικοί χρόνοι. Μέρος Πρώτο: από τα τραγούδια του ακριτικού κύκλου έως τους θρήνους για το πάρσιμο της Πόλης. Πανεπιστημιακές παραδόσεις, ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη 1973, σ. 125-127.
- Pernot 1930
- Hubert Pernot, «Le poème de Michel Glykas sur son emprisonnement», Mélanges Charles Diehl, τ. 1, E. Leroux, Παρίσι 1930, σ. 263-276.
- Πολίτης 1898
- Ν. Γ. Πολίτης, «Δημώδεις παροιμίαι εν τοις στίχοις του Μιχαήλ Γλυκά», Byzantinische Zeitschrift 7 (1898), σ. 138-165.
- Spadaro 1979
- Giuseppe Spadaro, «Spaneas e Glikas. Note filologiche», Δίπτυχα 1 (1979), σ. 282-290.
- Τσολάκης 1959
- Εύδοξος Τσολάκης (επιμ.), Μιχαήλ Γλυκά στίχοι ους έγραψε καθ’ όν κατεσχέθη καιρόν, ΕΕΦΣΠΘ 3 (1959).
Ετικετες Αναζητησης
Λογοτεχνικό Γένος
ΠοίησηΕποχές - Περίοδοι
Περίοδος των Κομνηνών: τα πρώτα έργα στη δημώδη (12ος αι.) Δημώδης γραμματεία πριν από την Άλωση (12ος-15ος αι.)Φύση Προσώπων
Άνθρωποι
Κατάλογος Έργων
- Αισώπου Μύθοι
- Ανακάλημα της Κωνσταντινόπολης
- Άνθη ευλαβείας
- Άνθος των χαρίτων
- Απόκοπος
- Αφήγησις Λιβίστρου και Ροδάμνης
- Αφήγησις παράξενος του ταπεινού Σαχλίκη
- Βαρλαάμ και Ιωάσαφ
- Βασιλεύς ο Ροδολίνος
- Βίοι αγίων
- Διγενής Ακρίτης
- Διήγησις Βελισαρίου
- Διήγησις εξαίρετος Βελθάνδρου του Ρωμαίου
- Διήγησις εξαίρετος ερωτική και ξένη του Ιμπερίου θαυμαστού και κόρης Μαργαρώνης
- Διήγησις εξαίρετος ερωτική και ξένη Φλωρίου του πανευτυχούς και κόρης Πλάτζια Φλώρης
- Διήγησις Ιεροθέου Αββατίου
- Διήγησις και οπτασία ωφέλιμος ορθοδόξου τινός Δημητρίου
- Διήγησις του Αχιλλέως
- Διήγησις του Πωρικολόγου
- Διήγησις του Ρεμπελιού των Ποπολάρων
- Εξήγησις της γλυκείας χώρας Κύπρου, η ποία λέγεται Κρόνικα, τουτέστιν Χρονικόν
- Ερωτικόν ενύπνιον
- Ερωτόκριτος
- Ερωτοπαίγνια
- Ερωφίλη
- Η Βοσκοπούλα
- Η Θυσία του Αβραάμ
- Η Καινή Διαθήκη
- Η Κοσμογέννησις
- Η Φυλλάδα του Μεγαλέξαντρου
- Θησαυρός
- Θρήνος εις τα Πάθη και την Σταύρωσιν του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού
- Θρήνος της Θεοτόκου
- Θρήνος της Κρήτης
- Θρήνος της Κωνσταντινούπολης
- Ιατροσόφια
- Ιστορία και όνειρο
- Ιστορία του Ταγιαπιέρα
- Κατζούρμπος
- Κλίνη Σολομώντος
- Λαϊκές αφηγήσεις
- Λεηλασία της Παροικιάς της Πάρου
- Λόγοι διδακτικοί του πατρός προς τον υιόν
- Λόγος παρηγορητικός περί Δυστυχίας και Ευτυχίας
- Μεγάλον θανατικόν από πανόκλα
- Ο Βίος του Αισώπου
- Ο Έπαινος των γυναικών
- Ο Κρητικός Πόλεμος
- Ο Οψαρολόγος
- Ο Χρονογράφος
- Παιδιόφραστος διήγησις των ζώων των τετραπόδων
- Παλαιά τε και Νέα Διαθήκη
- Πανουργίαι υψηλόταται του Μπερτόλδου
- Πανώρια
- Πένθος θανάτου, ζωής μάταιον και προς Θεόν επιστροφή
- Περί ηρώων, στρατηγών, φιλοσόφων, αγίων και άλλων ονομαστών ανθρώπων, οπού εβγήκασιν από το νησί της Κύπρου
- Περί της ξενιτείας
- Πόλεμος της Τρωάδος
- Πτωχοπρόδρομος
- Ριμάδα κόρης και νιου
- Ρίμες αγάπης (Κυπριακά ερωτικά)
- Σιντίπας
- Σπανέας
- Σπανός
- Στάθης
- Στεφανίτης και Ιχνηλάτης
- Στίχοι γραμματικού Μιχαήλ του Γλυκά ούς έγραψε καθ΄ ον κατεσχέθη καιρόν εκ προσαγγελίας χαιρεκάκου τινός
- Συναξάριον του τιμημένου γαδάρου
- Το κατά Καλλίμαχον και Χρυσορρόην ερωτικόν διήγημα
- Το Χρονικόν του Μορέως
- Φορτουνάτος
- Φυσιολόγος
- Χρονικό του Γαλαξειδιού
- Χρονικό του μοναστηριού του Αγίου Θεοδώρου Κυθήρων
- Χρονικό των Σερρών
- Χρονικόν