Διήγησις του Αχιλλέως
Συγγραφέας: Ανώνυμος
Έμμετρο ερωτικό μυθιστόρημα (ή μυθιστορία) του 14ου-15ου αιώνα, που παραδίδεται ανώνυμα σε τρεις παραλλαγές και παρουσιάζει ως κεντρικό ήρωα τον Αχιλλέα, του οποίου –όπως φαίνεται– μόνο το όνομα σχετίζεται με το γνωστό μυθικό πρόσωπο. Όλο το έργο δείχνει μια σχέση επιρροής από το έπος ή από τα πρότυπα του έπους του Διγενή Ακρίτη, ενώ, ταυτοχρόνως, παρουσιάζει πολλά κοινά στοιχεία με τα βυζαντινά ερωτικά-ιπποτικά μυθιστορήματα.
Panagiotis A. Agapitos & Karin Hult (επιμ.), The Byzantine Achilleid: The Naples version, introduction, critical edition and commentary by Ole L. Smith [Wiener Byzantinische Studien, Band 21], VÖAW, Βιέννη 1999.
Εισαγωγή
Η Διήγησις του Αχιλλέως ή Αχιλληίδα είναι ένα έμμετρο αφηγηματικό ποίημα που, ενώ εντάσσεται γενικά στην ευρύτερη κατηγορία των υστεροβυζαντινών μυθιστορημάτων, καθώς μοιράζεται μ’ αυτά πολλά βασικά στοιχεία, κατέχει, ωστόσο, μια ξεχωριστή θέση και φαίνεται πως συγγενεύει αρκετά, αν όχι περισσότερο, με το πρότυπο ή τα πρότυπα του έπους του Διγενή Ακρίτη (Beaton 1996, 139).
Το έργο σώζεται ανώνυμα σε τρία χειρόγραφα που το καθένα τους παραδίδει μια ξεχωριστή παραλλαγή του αρχικού κειμένου, το οποίο εκ των πραγμάτων δεν μπορεί να χρονολογηθεί με σχετική βεβαιότητα. Πάντως, σύμφωνα με κάποιες ενδείξεις μέσα στο κείμενο, έχει γίνει ευρέως αποδεκτό πως η Αχιλληίδα θα πρέπει να γράφτηκε τον 14ο ή 15ο αιώνα (Beck 2007, 211). Το έργο, εκτός από κάποια ονόματα, δεν έχει καμία σχέση ούτε με τον Αχιλλέα της Ιλιάδας ούτε με την αρχαιότητα γενικά. Η προσθήκη του επιλόγου στην εκτενέστερη παραλλαγή του χειρόγραφου της Νεάπολης (Ν), με θέμα τη συμμετοχή του κεντρικού ήρωα στον Τρωικό Πόλεμο, φαίνεται εντελώς παράταιρη με τα συμφραζόμενα του όλου ποιήματος και μπορεί να δικαιολογηθεί μόνο ως προσπάθεια κάποιου μεταγενέστερου αντιγραφέα να συνδέσει το έργο με το σύγχρονο υστεροβυζαντινό μυθιστόρημα Διήγησις γεναμένη εν Τροία, γνωστό και ως Βυζαντινή Ιλιάδα. Η σχέση εξάρτησης ή συγγένειας με το έπος του Διγενή Ακρίτη βασίζεται σε ορισμένες ομοιότητες, όπως είναι η δύναμη του ήρωα, ο έρωτας για μια κόρη την οποία κατόπιν αρπάζουν, ο θάνατος της κοπέλας στη συνέχεια κλπ. Επίσης, υπάρχουν σημαντικά κοινά μοτίβα και με τα ερωτικά μυθιστορήματα της περιόδου, όπως είναι οι εκφράσεις που παρεμβάλλονται, π.χ., η περιγραφή του Έρωτα στο μυθιστόρημα Υσμίνη και Υσμινίας και άλλες. Έχει επισημανθεί, ακόμη, η στενή σχέση της Αχιλληίδας με το δημοτικό τραγούδι, αλλά και η επίδραση κάποιων φραγκικών στοιχείων που, ωστόσο, κρίνεται επιφανειακή, μιας και ο χαρακτήρας του έργου είναι πάνω απ’ όλα βυζαντινός (Λεντάρη 2007, 528).
Η παραλλαγή L, που παραδίδεται στο χειρόγραφο Brit. Mus. add. 8241, είναι ακέφαλη (λείπει η αρχή της) και παρουσιάζει κάποιο κενό μετά τον στίχο 485· αποτελείται από 1343 δεκαπεντασύλλαβους στίχους και η συγγραφή της χρονολογείται στα τέλη του 15ου αιώνα.
Το κείμενο της παραλλαγής O του κώδικα της Οξφόρδης Bodl. Misc. auct. T.5.24 είναι το μικρότερο σε έκταση από τα τρία, περιλαμβάνει 761 στίχους και έχει υποστηριχθεί ότι αποτελεί επιτομή του όλου έργου· ωστόσο, τα πράγματα είναι μάλλον πιο σύνθετα απ’ όσο φαίνονται εκ πρώτης όψεως.
Ο κώδικας Neapol. gr. III B 27 (251), που παραδίδει την εκτενέστερη παραλλαγή Ν, φέρει την ημερομηνία 5 Μαΐου 1520, αλλά έχει υποστηριχθεί πως δεν πρέπει να ληφθεί υπόψη για τη χρονολόγηση του κειμένου της Αχιλληίδας· έτσι, η παραλλαγή Ν, την οποία παρουσιάζουμε εδώ, χρονολογείται κάπως αόριστα στα τέλη του 15ου ή τις αρχές του 16ου αιώνα και είναι η πληρέστερα σωζόμενη. Αποτελείται από 1820 δεκαπεντασύλλαβους στίχους, τόσο στην πρώτη σύγχρονη έκδοσή της από τον Wagner (1881) όσο και στην επόμενη του D. C. Hesseling (1919), και από 1926 στίχους, μαζί με τους τίτλους των διαφόρων τμημάτων, στην έκδοση του O. L. Smith, που επιμελήθηκαν οι Agapitos & Hult (1999) και από την οποία προέρχονται τα παρακάτω ανθολογούμενα αποσπάσματα. Για τον πρόλογο και τον επίλογο αυτής της παραλλαγής, έχει αποδειχθεί ότι αποτελούν μεταγενέστερες προσθήκες (Smith 1987, 317).
Το περιεχόμενο του έργου έχει ως εξής: Ο βασιλιάς των Μυρμιδόνων και η γυναίκα του, μετά από πολλά χρόνια ατεκνίας, αποκτούν ένα παιδί εξαιρετικά όμορφο και με μοναδικές ικανότητες. Μια μέρα, αφού έχει πια μεγαλώσει, ο νέος αποφασίζει να λάβει μέρος, χωρίς να αποκαλύψει την ταυτότητά του, σε μια κονταρομαχία την οποία είχε προκηρύξει ο πατέρας του και φυσικά βγαίνει νικητής. Όταν μετά από λίγο ο πατέρας του μαθαίνει ότι ο νικητής είναι ο γιος του, του προσφέρει το βασιλικό στέμμα. Ο Αχιλλέας αρνείται, καθώς προτιμά να συνεχίσει με τις πολεμικές ενασχολήσεις και γρήγορα του δίνεται η ευκαιρία να δείξει τη δύναμή του, όταν στο βασίλειο φτάνει μια ειδοποίηση για εχθρική επίθεση. Εκστρατεύει με τις στρατιωτικές δυνάμεις του, αλλά, κατά τη διάρκεια της εκστρατείας, ερωτεύεται την κόρη του αντίπαλου βασιλιά. Στην αρχή, η κόρη δεν δείχνει ενδιαφέρον, αλλά με τη μεσολάβηση του Έρωτα η διάθεσή της αλλάζει. Ακολουθεί μια επικοινωνία με ανταλλαγή ερωτικών επιστολών και μια μέρα ο Αχιλλέας αποφασίζει να πάει και να την απαγάγει. Στο τέλος, οι συγγενείς συναινούν στον δεσμό των δύο νέων και συμφιλιώνονται για να γιορτάσουν τον γάμο του ζευγαριού. Μετά από μόλις έξι χρόνια η κόρη πεθαίνει και ο ήρωας, μετά τον θάνατό της, παρουσιάζεται να συμμετέχει στον Τρωικό Πόλεμο. Εκεί ο βασιλιάς Πάρις, για να λύσει την πολιορκία της Τροίας, προσφέρει στον Αχιλλέα το χέρι της αδελφής του, αλλά, αντί να τον παντρέψουν, τον σκοτώνουν και η παραλλαγή Ν τελειώνει με την κατάληψη της Τροίας από τους Έλληνες.
Αποσπάσματα
Έκφρασις του Αχιλλέα (στ. 108-123)
Στο παρακάτω απόσπασμα περιγράφεται η μοναδική ομορφιά του νέου πρίγκιπα.
[108] | Ὅταν δὲ τρὶς καὶ δέκατον ἥψατο ὁ μεῖραξ χρόνον, καὶ ποία γλῶσσα δυνηθῇ καταλεπτὸν νὰ γράψῃ |
|
110 | τὴν θέαν, τὴν ἡλικίαν του, τὴν ὡραιότητάν του; Τὸ κάλλος του ἦτον θαυμαστόν, ἡ ἀνδρεία του ἐξαιρημένη, Μακρὺς ἔναι ὡς κυπάρισσος, λιγνὸς ὡς πρώτη μέση, ἐπάνωθεν καὶ κάτωθεν ἀνοικτὸς ὥσπερ λέων, ξανθὸς καὶ σγουροκέφαλος, εὐόφθαλμος καὶ ὡραῖος, |
|
115 | ἦσαν καὶ τὰ μαλλίτσια του φράγκικα κουρεμένα· ἐφόριε δὲ καὶ στέφανον ἐκ λίθων καὶ μαργάρων, τοῦτον ποσῶς οὐκ ἔρριπτεν ἀπὸ τῆς κεφαλῆς του. Ἄσπρον ἦτον τὸ στῆθος του μάρμαρον ὥσπερ κρύον, εἶχεν βραχίονας θαυμαστοὺς ὥσπερ βεργία στημένα· |
|
120 | ἦτον ἁπλῶς ἀσύγκριτος εἰς ἔρωταν καὶ κάλλος, οὐδεὶς ἀνδρῶν ἢ γυναικῶν ἴσχυσε συνερίσαι. Ἐκείνη τὸν ἐνίκησεν ἡ ὀρωτικὴ καὶ μόνη, ἣν ὕστερον ἐκέρδισεν ὁ Ἁχιλλεὺς μὲ πόθον. |
|
- Ο Αχιλλέας θνήσκων, άγαλμα του ομηρικού ήρωα στους κήπους του παλατιού Αχίλλειον, στην Κέρκυρα.
Πηγή: Wikimedia Commons
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Πρώτο ανδραγάθημα (στ. 124-188)
Το επόμενο απόσπασμα έχει ως θέμα την ανώνυμη αρχικά συμμετοχή του Αχιλλέα σε ένα κονταροχτύπημα που είχε διοργανώσει ο πατέρας του.
[124] | Πρώτη δοκιμὴ τοῦ Ἀχιλλέως. |
|
125 | Ἐν μίᾳ γοῦν τῶν ἡμερῶν ὁ βασιλεὺς ἐκεῖνος, τοῦ Ἀχιλλέως ὁ πατὴρ τοῦ πορφυρογεννήτου, ἐποίησεν ἱπποδρόμιον καὶ δρόμους καὶ ἀγῶνας νὰ δοκιμάσῃ τοὺς καλοὺς ἀγούρους τοῦ φουσάτου. Ἐκάθισεν ὁ βασιλεὺς καὶ πάντας δοκιμάζουν, |
|
130 | καὶ κονταρέας ἐμπαίζουσιν ἀλλήλους εἰς τὴν ρέντα, καὶ δοκιμάζαν τὰ φαρία καὶ σκουταροκτυποῦσιν. Ὁ δὲ υἱός του ὁ Ἀχιλλεὺς ἐτρόμαζεν ἡ καρδία του, ἐσπάραζαν τὰ μέλη του καὶ οὐ δύναται ὑπομένει· τὸ θράσος τὸν ἐνίκησεν, πηδᾷ, καβαλικεύει. |
|
135 | Πρώτη ἀνδρεία τοῦ Ἀχιλλέως. Φαρὶν ἐκαβαλίκευσεν, τὸν ἰδικόν του μαῦρον, τὸ σελοχάλινον χρυσὸν μετὰ λυχνιταρίων, ἀπῆρεν καὶ εἰς τὰ χέρια του σκουτάριν καὶ κοντάριν. Τὸ δὲ σκουτάριν ἐκ παντὸς τίς νὰ τὸ ἀνιστορήσῃ; |
|
140 | Εἶχεν γὰρ ἔργα θαυμαστά, χρυσογραμμίες μεγάλες. Φοραίνει ἀπανωκλίβανον διὰ λίθων καὶ μαργάρων, καὶ ἀπέσω κατακόκκινον ὁλόχρυσον ἱμάτιν· σκούφιαν εἰς τὸ κεφάλιν του ἐξαιρημένην θέτει, καὶ μὴ τινὸς γινώσκοντος ἐσέμπην εἰς τὴν μέσην. |
|
145 | Ἐπῆγεν καὶ ἦλθεν μόνος του καὶ ἐφουδουλοερωτεύτη, καὶ οὐκ ἐμπόρεσεν κανεὶς ἵνα τὸν ἐγνωρίσῃ· τὸ βλέμμα εἶχεν εἰς αὐτὸν ὁ βασιλεὺς παρ’ ὅλους καὶ τὴν ἐπιτηδειότηταν ἐθαύμαζεν τοῦ νέου. Ὅσοι δὲ τὸν ἐζήτησαν νὰ τὸν μονομαχήσουν |
|
150 | οὐδὲν ἐμπόρεσεν ποσῶς κανεὶς τὸν ἀπαντήσει· εἰς ἕναν του πιλάλημα καὶ εἰς μίαν του κονταρέαν οὕτως τοὺς ἐσυνέτριβεν ὡς φάλκων τὰ περδίκια· ἀπὸ τὰ νύχια ἕως τὴν κορυφὴν ἦτον ἀρματωμένος, ἐκεῖνος καὶ τὸ ἱππάριν του καὶ οὐδὲν τὸν ἐγνωρίζαν. |
|
155 | Καὶ ἀφότου τοὺς ἐσυνέτριψεν ἐκείνους τοὺς ἀγούρους, λαλίαν ἔσυρεν μικρὰν ὁ Ἀχιλλεὺς ὁ μέγας: «Ἂς ἔλθῃ ὁποῦ ἔχει θέλημα νὰ παίξῃ κονταρέας.» Τότε δὲ τὸν ἐγνώρισαν ἐκ τῆς φωνῆς του ἐκείνης, εὐθὺς γοργὸν πεζεύουσιν, πίπτουσιν, προσκυνοῦν τον, |
|
160
| πάντες ὁμοῦ προσέρχουνται πρὸς τὸν αὐτοῦ πατέρα, τὸν βασιλέα λέγουσιν μετὰ χαρᾶς μεγάλης: Λόγια τοῦ λαοῦ πρὸς τὸν βασιλέα πατέρα τοῦ Ἀχχιλέως. «Τοῦτον τὸν βλέπεις, δέσποτα, καὶ τὸν θαυμάζει ὁ νοῦς σου, ἡμᾶς αὐθέντης πέφυκεν, σὸς δὲ υἱὸς τυγχάνει. |
|
165 | Ἀπὸ τοῦ νῦν ἁρμόζει μας ἵνα τὸν προσκυνοῦμεν, δοῦλοι του νὰ γενώμεθα καὶ τοῦ θελήματός του.» Ἀκούσας ταῦτα ὁ πατὴρ τοὺς λόγους τῶν ἀρχόντων ἀναπηδᾷ ἐκ τοῦ θρόνου του μετὰ χαρᾶς μεγάλης, ὁρίζει φέρνουν τὸν υἱὸν πάντων παρισταμένων, |
|
170 | περιλαβὼν ἐν ταῖς χερσὶν ἀπλήστως κατεφίλει. Ἀπὸ τὴν τόσην ἡδονὴν καὶ τὴν χαρὰν τὴν εἶχεν τὸ στέμμαν ἔβγαλε γοργὸν τὸν υἱόν του νὰ τὸ βάλῃ. Ἀπολογία. Ὁ δὲ θαυμαστὸς ὁ Ἀχιλλεὺς οὕτως ἀπηλογήθην: |
|
175 | «Νὰ ζῶ, δέσποτα, ἂν θέλῃς, νὰ φαίνωμαι εἰς τὸν κόσμον, τὸ στέμμαν τὸ βασίλειον τῆς βασιλείας σου ἂς ἔναι, καὶ ἐμὲ δεσπότην μ’ ἔταξες καὶ ἀρκεῖ με ἐτοῦτο, αὐθέντη. Ἀλήθεια ἀναφέρνω σε, κἂν τολμηρὸς ὁ λόγος, χώρισον ἵππους ἔμορφους, φαρία δοκιμασμένα, |
|
180 | καὶ τῶν ἀλόγων τὰς μονὰς νὰ εἶναι φυλαγμένα· νὰ ἐπάρω ἐκ τὰ φουσάτα σου καὶ ἐκ τὰς παραταγάς σου οἵους θέλω νέους ἐκλεκτούς, οἰκείους νὰ ποιήσω. Τοῦτο ποθῶ καὶ ὀρέγομαι καὶ χάριταν σε δίδω, ὅτι νὰ ζῇς ἀπὸ τοῦ νῦν ἐν πάσῃ ἐλευθερίᾳ, |
|
185 | ποσῶς μὴ ἔχῃς ὄχλησιν ἢ ταραχὴν πολέμου, ἀλλὰ τρυφὴν καὶ ἀνάπαυσιν μετὰ καὶ τῆς μητρός μου· τοὺς δὲ πολέμους, δέσποτα, τὰ κούρση καὶ τὰς μάχας, ἐξάφες τα εἰς τὸν δοῦλον σου καὶ εἰς τὸν υἱόν σου, αὐθέντη.» |
|
- Μικρογραφία από τη Χρονογραφία του Ιωάννη Σκυλίτζη με παράσταση σκηνής από τους αγώνες των Βυζαντινών.
Πηγή: Διαδραστικά σχολικά βιβλία
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Έκφρασις της κόρης (στ. 856-892)
Το τμήμα που ακολουθεί αποτελεί μια έκφραση, δηλαδή λεπτομερειακή περιγραφή της ομορφιάς της κόρης – των χαρακτηριστικών του προσώπου, του σώματος και του ντυσίματός της.
[856] | Ἔπαινος τῆς κόρης. Σελήνης ἦτον ἄγαλμαν, εἴκων τῆς Ἀφροδίτης, καὶ ὁ πόθος τὴν ἀνέθρεψεν, Ἔρως ἐγέννησέν την, ὥσπερ βεργὶν τὴν ἐποίησεν λιγνὴν εἰς ἡλικίαν. |
|
860 | Ἠγάπαν δὲ καὶ πάντοτε φράγκικην φορεσίαν καὶ διφιγκίτσιν σπαστρικὸν μονόφυλλον ἐφόρειεν, ἄλλοτε πάλιν τὰ λινὰ τὰ λέγουν ἀνεμίτσια, κατάστικτα ἀμφότερα διὰ λίθων καὶ μαργάρων, εἰς δύο πλεμένη χαμηλὰ καὶ φράγκικα ἐζωσμένη. |
|
865 | Φορεῖ στεφάνιν καστρωτὸν καὶ βέργας μουσειωμένας, καὶ τραχηλέα ὁλόχρυσην καὶ χυμευτὰ βραχιόλια καὶ ἀγκωνάρια ἐξαίρετα διὰ λίθων καὶ μαργάρων· ἄλλοτε πάλιν ἔπλεκαν οἱ Ἔρωτες τὰ ἄνθη καὶ ἐποιοῦσαν στέφανον καὶ ἐφόραιναν τὴν κόρην. |
|
870 | Φεγγαρομεγαλόφθαλμος ἦτον ἡ κόρη ἐκείνη, μέσα ἀπὲ τὰ ὀμμάτια της οἱ Ἔρωτες δοξεύουν· τὰ φρύδια της καμαρωτά, ἔμορφα ἐγερμένα, καὶ κοκκινοπλουμόχειλη, σελήνης λαμπροτέρα, μαργαροχιονόδοντος, γλυκοστοματοβρύσις, | |
875 | ἀσπροκοκκινομάγουλη, γέννημα τῶν Χαρίτων, κρυσταλλοκιονοτράχηλος, ὑπερανασταλμένη, στρογγυλεμορφοπούγουνη καὶ κάλλος εἶχεν ξένον. Τὰ μῆλα της ἐφλέγασιν ἀπὸ ψηλῆς θεωρίας, τὸ στῆθος της παράδεισος ἐρωτικὸς ὑπάρχει· | |
880 | ζηλῶ ὁποῦ τὴν ἐτρύγησεν καὶ ἐκατεχόρτασέν την. Ἡ συντυχία της θαυμαστή, ζαχαρογλυκεράτη, τὸ σεῖσμαν καὶ τὸ λύγισμαν ἀνθρώπους κατασφάζει, τὸ κλίμαν τοῦ τραχήλου της καὶ τὸ ὑπολύγισμάν της ψυχὰς ἀνέσπα σύρριζας καὶ ἐκατεφόνευέν τους, | |
885 | τοὺς Ἔρωτας ἐδούλωσεν καὶ αὐτὴν τὴν Ἀφροδίτην. Πλὴν οὐκ ἐγίνωσκεν ποσῶς τὸν Ἔρωταν ἡ κόρη, ἀλλ’ ἦτον ὡς παράδεισος μετὰ νερῶν καὶ δένδρων. Εἶχεν κοράσια εὐγενικά, βάϊας ἐξαιρημένας, καὶ ἀρχοντοποῦλες δώδεκα καὶ αὐτὲς ὡραιωμένες· | |
890 | πάντοτε εἰς τὸν παράδεισον διηνεκῶς ὑπῆρχεν. Καὶ ἐκείνη μὲν ἐχαίρετον τὰς χάριτας ἐκείνας, ὁ δὲ Ἀχιλλεὺς ἐθλίβετον πάντοτε δι’ ἐκείνην Θλίβεται πάντοτε ὁ Ἀχιλλεύς. καὶ τρῶσιν εἶχεν ἔρωτος καὶ πόνον τῆς ἀγάπης |
|
895 | καὶ εὐθὺς ὁ ἀκαταδούλωτος ὅλος ἐκατεδουλώθην. Καὶ διὰ τὸν πόθον τὸν πάλαι ὁποῦ εἶχεν εἰς τὴν κόρην, ἀγάπην ἐπεζήτησεν μετὰ πατρὸς ἐκείνης. Ἐποίησεν ἀγάπην. Πολλάκις συνεσμίγουντα καὶ συνεπεριπατοῦσαν | |
900 | ἡμέραν νύκταν ἅπασαν καὶ νύκτας καὶ ἡμέρας, πλὴν δὲ ποσῶς ἀνάπαυσιν ὁ Ἀχιλλεὺς οὐκ εἶχεν. |
|
- Δεν βρέθηκαν εικόνες
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Η συνδρομή του Έρωτα και η πρώτη συνάντηση των δύο νέων (στ. 1014-1175)
Το επόμενο απόσπασμα αναφέρεται στην έκκληση του Αχιλλέα προς τον Έρωτα, με τη συνδρομή του οποίου πραγματοποιείται η πρώτη συνάντηση των δύο ερωτευμένων νέων.
[1014] | Παρακαλεῖ ὁ Ἀχιλλεὺς τὸν Ἔρωταν τὸν μέγαν. |
|
1015 | «Ἔρω μου, ποῦ ’ν’ τὰ τόξα σου τὰ ἔδωκες ἐμέναν; Ἔρω μου, ποῦ ’ν’ ἡ δύναμις τὴν ἔδειξες ἐμένα; Παρακαλῶ σε, σύντομαν φθάσον ὡς πρός τὴν κόρην καὶ βάλε εἰς τὴν καρδίαν της ἀγάπην ἐδικήν μου, πόθον καὶ πόνον νὰ πονῇ, νὰ ἐνθυμῆται ἐμένα, | |
1020 | νὰ μάθῃ καὶ τὴν δύναμιν καὶ τὴν ἰσχὺν τὴν ἔχεις, καὶ νὰ μὴ ἀλαζονεύεται πρὸς τὸ πολύν σου κράτος.» Ταῦτα τὰ λόγια ἔλεγεν ὁ Ἀχιλλεὺς μετὰ δακρύων εἰς τὸν φρικτόν, τὸν θαυμαστόν, τὸν Ἔρωταν τὸν μέγαν. Ἔτρεχαν τὰ ὀμματίτσια του ὡς τρέχει τὸ ποτάμιν |
|
1025 | καὶ ἔπεσεν εἰς τὴν κλίνην του ἀναίσθητος καθόλου. Τρέχουσιν οἱ ἀγοῦροι του καὶ ἐσυνεφέρασίν τον· λέγουν τον: «Τί ’χες, δέσποτα, καὶ τί ἔναι τὸ σ’ ἐφάνη;» Ἐκεῖνος οὐκ ἠθέλησεν τινὰν νὰ ὁμολογήσῃ. Παραδιαβάζει μέσον τοῦ περιβολίου. | |
1030 | Ἡ κόρη δὲ τὸ δειλινόν, ὥραν ἀπὸ τὸ γιόμαν, εἰς τὰς σκιὰς ἐχαίρεντον εἰς τῶν δενδρῶν ἀπὸ κάτω καὶ γύροθέν της ἤστεκαν αἱ βαΐτσες της ὅλες, ὅλες καλές, εὐγενικές, ἀρχόντων θυγατέρες. Ὁρίζει πιάνουσιν χορὸν διὰ νὰ παραδιαβάσῃ· |
|
1035 | τὸ κίνημαν, τὸ λύγισμαν, τὸ ὑπόκλιμαν τῆς κόρης ἔκαιεν καὶ τοὺς Ἔρωτας, ἐκατεφλόγιζέν τους. καὶ ἡ ἀκαταδούλωτος, ἡ ἐξαίρετος ἡ κόρη γλυκὺν τραγούδιν ἤρξατο παράξενον, ὡραῖον, καὶ καταλόγιν ἤρχεψεν μετὰ περιχαρίας: |
|
1040 | Τραγούδιν λέγει ἡ εὐγενικὴ εἰς τὸν χορὸν ἀτή της μὲ τὰς ἀρχοντοπούλας της μέσον τοῦ περιβολίου. «Ἔδε φισκίνα καὶ νερὸν εἰς ἔρωταν καὶ κάλλος, ἔδε παράδεισος τρεπνὸς καὶ πόθου περιβόλιν, ἔδε καὶ δένδρων συμπλοκή, ἔδε χαρίτων βρύσις, |
|
1045 | ἔδε πανέμορφα καλὰ καὶ πόθου περιβόλιν, ἔδε ποθοπερίβολον πανέμορφον καὶ ὡραῖον· καὶ τὸ λιβάδιν ἤνθισεν τριαντάφυλλα τοῦ κήπου καὶ ρόδα καὶ μυρίσματα, ἔδε πανώραιος τόπος, ἔδε πανώραιον καὶ τερπνὸν καὶ πόθου περιβόλιν. |
|
1050 | Βούλεται κάτις εὐγενής, ζητεῖ νὰ τὸ τρυγήσῃ, ἀλλὰ μὴ κλίνω τράχηλον εἰς ἔρωταν νὰ πέσω, {ἀλλὰ} οὐδὲ εἰς ἀγκάλες νὰ σεβῶ ἐρωτικοῦ μεγάλου· οὐ μὴ δήσω τὰς χεῖρας μου, οὐ μὴ τὸν προσκυνήσω, ἀλλ’ ὡς φυτὸν ἐρωτικόν, μοσχόδενδρον νὰ στέκω, | |
1055 | εἰς τὴν μέσην τοῦ περιβολίου νὰ στέκω καὶ νὰ θάλλω· ἔδε πανώραιον, ἔμορφον καὶ πόθου περιβόλιν.» Ἐξέβην ἀπὸ τὸν χόρον νὰ ἀναπαυθῇ ἡ κόρη. Καὶ ἀφότου γοῦν ἐπλήρωσεν ἡ κόρη τὸ τραγούδιν, ροδόσταμμον ἐνίψατο λαβὼν ἐκ τὴν φισκίναν· |
|
1060 | ἐκεῖνες μὲν ἐχόρευαν, ἐχαίρουντα συνήθως, καὶ ἡ κόρη ἀπεχώρησεν μικρὸν ἀπὲ τὰς ἄλλας καὶ ἔπεσεν πρὸς τὴν κλίνην της, ἔβλεπεν πρὸς τὰ δένδρη. Καὶ εἰς τὴν χρυσὴν τὴν πλάτανον ἐσκέψατο γεράκιν μέγαν, μουτάτον, ἔμορφον, ὁλόκαλον, ὡραῖον· |
|
1065 | ἐγέρνεται ἀπὲ τῆς κλίνης της νὰ ἀπλώσῃ νὰ τὸ πιάσῃ, καὶ ἐκεῖνον λέγει πρὸς αὐτὴν ἀνθρωπινὴν λαλίαν: Λαλία ἀνθρωπίνη τοῦ Ἔρωτος πρὸς τὴν κόρην. «Αὐτοῦ στέκου καὶ βλέπε με, μὴ ἐλπίζῃς νὰ μὲ πιάσῃς· ἐγώ εἶμαι τὸν κενοδοξεῖς, Ἔρως, φρικτὸς δυνάστης· |
|
1070 | ἐγώ ’μαι ὁποῦ σὲ ἐνέθρεψα καὶ ἐκατεκάλλυνά σε, καὶ πῶς ἐτόρμησες, κόρη, καὶ εἶπες οὐδὲν φοβᾶσαι τῶν Ἔρωτων τὰ βάσανα καὶ τῆς καρδίας τὴν τρῶσιν; Ὅμως οὐδὲν σὲ μέμφομαι, ἀπείραστος τυγχάνεις. Ἰδοὺ γὰρ σὲ λέγω, ξανθή, ὡραία κουρτέσα κόρη, |
|
1075 | τὰ κάλλη σου, τὰς χάριτας, τὰς ἐμορφίας τὰς ἔχεις καὶ τὰ καρδιοφλόγιστα τὰ ἤθη ὁποῦ σ’ ἐδῶκα, τὸν κόσμον ὅλον ἔδραμον τὸ τίς νὰ τὰ κερδέσῃ, νὰ χαίρεται τὸ κάλλος σου, καὶ ἐσύ, κουρτέσα, ἐκεῖνον· καὶ οὐκ ηὗρα ἄλλον ἔμορφον εἰς ἅπαντα τὸν κόσμον |
|
1080 | εἰ μὴ αὐτὸν τὸν ἄγουρον τὸν λέγουν Ἀχιλλέα. Ἔχει καὶ κάλλος θαυμαστόν, ἀνδρείαν ἐξηρημένην, ἐὰν ἔναι καὶ ἐλαττώτερος εἰς γένος, μὴ θαυμάσῃς· αὐτόν ἁρμόζει ἐκ παντὸς νὰ χαίρεσαι μαζί του. Ἔθηκα εἰς τὴν καρδίαν του ἀγάπην ἐδικήν σου |
|
1085 | καὶ τρώγεται ἡ ψυχίτσα του διὰ πόθον ἐδικόν σου· καὶ δέξαι βέλος Ἔρωτος καὶ ἐσὺ νὰ τὸν ἐγνωρίσῃς, καὶ δέξαι βέλος ἔσωθεν Ἔρωτος ἐνεργείᾳ.» Καὶ εὐθὺς εἰς τὴν καρδίαν της ἐτόξευσεν ἀπέσω καὶ ἐκ τὸ δένδρον ἐπέτασεν, ἐχάθην ἀπομπρός της. |
|
1090 | Ἐνέργεια Ἐρωτοκράτορος. Καὶ ἐκείνη ἡ ἀκαταδούλωτος εὐθὺς κατεδουλώθην, ὑπέκλινεν τὸν τράχηλον, ἐτρώθην ἡ καρδία, καὶ τότε ἡ κόρη ἐγνώρισεν δύναμιν τῶν Ἐρώτων, ἐστέναξεν, ἐδάκρυσεν, καὶ πρὸς ἐκεῖνον γράφει· |
|
1095 | γλυκεῖα γραφὴν τὸν ἔστειλεν τὴν ὅποιαν ἐπεθύμαν: Τὸ γλυκοτριτοπίτακον τὸ ἔστειλεν ἡ κόρη τὸν θαυμαστὸν καὶ ἰσχυρόν, τὸν μέγαν Ἀχιλλέα. «Ἐποίησεν ὁ Ἔρως, κύρις μου, θέλημαν ἐδικόν σου καὶ ἐμέναν ἐξεστράτισεν εἰς τὴν πολλήν σου ἀγάπην· |
|
1100 | τὸν νοῦν μου τὸν ἀδούλωτον ἐκατεδούλωσέν τον, τὸν πύργον τῆς καρδίτσας μου, τὸν ὑψηλὸν καὶ μέγαν, τὸν ἐκαυχούμην πάντοτε κανεὶς νὰ μὴ χαλάσῃν. Ἔρως σαγίταν ἔσυρεν καὶ ἐκατεφόνευσέ με, καὶ εἰς πόθον τῆς ἀγάπης σου ἤφερεν τὴν ψυχήν μου. |
|
1105 | Καὶ ἂν οὐκ ἴδω σε σύντομαν, αὐθέντη μου ἀνδρειωμένε, εἰς τὸ ἐκ παντὸς ἀναίστητος γίνομαι ἀπ’ ἐσέναν. Ἀρνοῦμαι καὶ τὸ γένος μου καὶ τὴν λαμπρότητάν μου καὶ ἀπὲ τώρα, αὐθέντη μου, δίδω σε τὴν ψυχήν μου· καὶ ἔλα γοργόν, καρδία μου, θέλω νὰ σὲ συντύχω.» |
|
1110 | Ἐκεῖνος δὲ δεξάμενος τῆς κόρης τὸ πιτάκιν ἀνέθαλλεν ἡ ψυχίτσα του, ἐχάρηκεν μεγάλως καὶ τοὺς ἀγούρους του ἔκραξεν καὶ εἰς βουλήν ἐκάτσεν: «Ἐγὼ θαρρῶ εἰς τοὺς ὅρκους σας καὶ θέλω σας συντύχειν, θαρρέσειν σας μυστήριον καὶ πόνον τῆς ψυχῆς μου. |
|
1115 | Διὰ μέναν ἀγρυπνήσετε τούτην τὴν νύκταν μόνον καὶ μὴ νομίσητε, ἄγουροι, διὰ πόλεμον σᾶς θέλω, ἀλλ’ ἔχω ἐρωτοπόλεμον καὶ πόθον τῆς ψυχῆς μου. Ἐτοῦτον τὸν ἐνικήσαμεν, λέγω τὸν βασιλέα, ὁποῦ ἐσκοτώσαμεν τὰ φουσάτα του μᾶλλον καὶ τρεῖς υἱούς του, | |
1120 | τὴν θυγατέραν του ποθῶ, θέλω νὰ τὴν κερδίσω.» Καὶ ὁ συγγενής του ὁ Πάντρουκλος χαμογελῶν ἐλάλει: «Οὐκ ἔλεγά σε, δέσποτα, τοὺς Ἔρωτας μὴ ψέγῃς; Καὶ νὰ νοήσῃς τώρα δὲ τὴν δύναμιν τὴν ἔχουν· εἰς τὸν ὁρισμόν σου ἂς ὑπάγωμεν καὶ εἴτι ὁρίσῃς, ποῖσε.» | |
1125 | Ὁρίζει ἐκαβαλίκευσαν καὶ οἱ δώδεκα φαρία, ἐκεῖνον πάλιν ἔστρωσαν τὸν μαῦρον τὸν φουδούλην. Ἀλλὰ καὶ ὁ ἥλιος ἔδυνεν, ἐβράδυνεν ἡ ὥρα καὶ οἱ Ἔρωτες ἐπέτουνταν εἰς τῶν δενδρῶν τοὺς κλάδους· ἄνεμος γαληνούτσικος ὑπέκρουεν τὰ δένδρη, |
|
1130 | ἔτρεχεν τὸ νερούτσικον εἰς τῶν δενδρῶν τὰς ρίζας, ἦσαν τὰ πάντα ἐρωτικά, χάριτος πεπλησμένα. Καὶ ἡ κόρη μέσα ἐκάθεντον, ἔλεγεν μοιρολόγιν, καὶ ἐκδέχεται τὸν ἄγουρον νὰ ἐλθῇ νὰ τὸν συντύχῃ, καὶ πάλιν ἐσηκώθηκεν καὶ ἔπεσεν εἰς τὴν κλίνην. |
|
1135 | Καὶ εἰς τὴν χρυσὴν τὴν πλάτανον ἐκάθεντον ἀηδόνιν, νὰ εἶπες ὅτι ἐθλίβετον καὶ ἔκλαιεν διὰ τὴν κόρην. Καὶ ἐκείνη ἀπὲ τὴν κλίνην της πάλιν ἀνεσηκώθην, καὶ εἰς τὸν κορμὸν ἐκάθισε ἐκείνου τοῦ πλατάνου, καὶ πρὸς τὸ ἀηδόνιν ἔλεγεν μετὰ πολλῶν δακρύων: |
|
1140 | «Ἀηδόνι μου πολύποθον, ἐρωτικόν μου ἀηδόνιν, εὐχαριστῶ σε, ἀηδόνι μου, ὅτι πονεῖς δι’ ἐμέναν καὶ θλίβεσαι καὶ συμπονεῖς τὸν πόνον μου, πουλίν μου.» Ἐνόσῳ ταῦτα ἔλεγεν ἡ κόρη πρὸς τὸ ἀηδόνιν, εὐθὺς τὸν κτύπον ἤκουσεν τῶν θαυμαστῶν φαρίων. |
|
1145 | Ἦν δὲ καιρὸς ἀπὸ τοῦ νῦν ὥρα μεσονυκτίου, ἀλλὰ καὶ φέγγος ἔμνοστον καὶ νύκτα τῆς ἀγάπης· αὐτίκα ὀλιγοθύμησεν καὶ πέφτει εἰς τὴν φισκίναν. Ἐκεῖνος δὲ ἐτριγύριζεν ἀπόξωθεν τοῦ τείχου καὶ ἐκ τὸ φαρίν του ἐπέζευσεν καὶ πιάνει τὸ κοντάριν· |
|
1150 | ὡς λέων ἐπροπήδησεν καὶ ἐτίναξεν ὡς δράκων καὶ τὸ κοντάριν του ἔμπηξεν καὶ ἐπήδησεν ἀπέσω, ἄρματα ἐφόριεν ὀχυρά, κτύπον ἐποῖκεν μέγαν· ἡ κόρη δὲ οὐκ ἐγνώρισεν ὅτι ἐμπῆκεν ἀπέσω, καὶ εἰς τοῦ πλατάνου τὸν κορμὸν βλέπει τὸν ἀγουρίτση |
|
1155 | καὶ εὐθὺς ἐλιγοθύμησεν, ἔπεσεν πρὸς τὰ ἄνθη. Δραμὼν δὲ ἐκεῖνος παρευθὺς κρατεῖ την ἐκ τὸ χέριν· ἔτρεμεν ἡ καρδία του βλέπων τοσοῦτον κάλλος, περιλαμβάνει την γλυκεῖα, συχνοκαταφιλεῖ την, καὶ ἡ κόρη τὸν νεώτερον ἐπεριπλάκηκέν τον. | |
1160 | Ηὗρεν καιρὸν τὸν ἤθελεν ὁ Ἀχιλλεὺς ὁ μέγας, πλὴν οὐκ ἐθέλησεν ποσῶς τὸν ἔρωταν πληρῶσαι, ἵνα μὴ πάλιν γένηται θερμότερος ὁ πόθος. Οἱ δὲ πρὸς κλίνην ἔπεσαν ἀμφότεροι καὶ δύο, καὶ ἐκ τὰ πολλὰ φιλήματα καὶ τὰς περιπλοκάς τους |
|
1165 | τὰ δένδρη τὰ ἀναίστητα καὶ αὐτὰ ἀντιδονοῦσιν. Καὶ εὐθὺς κατέλαβεν ἡ αὐγή, καὶ πρὸς ἐκεῖνον λέγει: «Ἐγείρου, χρυσιοπτέρυγε φάλκων, ἀπὸ τῆς κλίνης, ἄγωμε εἰς τὴν μητέρα σου τὴν πολυπόθητόν σου· αὔριον φθάσε σύντομαν, ἐγὼ ἀπαντέχει θέλω· |
|
1170 | κονόμησε εἰς τοὺς οἴκους σου, γοργὸν ἔλα νὰ μὲ ἐπάρῃς.» Ὡς ἀετὸς ἐπήδησεν καὶ ἐξέβηκεν ὡς λέων, καὶ τοὺς ἀγούρους του ηὕρηκεν καὶ ἐπαντέχασίν τον· ἀρματωμένοι ἐστέκουνταν ἀπέξω ἀπὲ τὸ τεῖχος. Πηδοῦν, καβαλικεύουσιν, φθάνουν εἰς τὰ ἐδικά τους, |
|
1175 | ὀλίγον ἐκοιμήθησαν καὶ εὐθὺς ἐξημερώνει· |
|
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Ο έρωτας των δύο νέων (στ. 1303-1358)
Το ακόλουθο απόσπασμα αναφέρεται στην εκπλήρωση του έρωτα των δύο νέων.
[1303] | Τραγούδιν τοῦ μεγάλου Ἀχιλλέως. «Μετὰ τὸ φέγγος ἔρχομαι, κόρη, εἰς τὸ περιβόλιν, |
|
1305 | εὐγενική μου καὶ ξανθή, ἐξύπνησε ἂν κοιμᾶσαι, καὶ δός με ἀπὲ τοῦ κήπου σου μηλέα νὰ τὴν τρυγήσω, καὶ ὑπόκλινε τὴν κορυφήν, τοὺς κλάδους καὶ τὰ ἄνθη. Ἐξύπνησε, κυράτσα μου· ψυχή μου, μὴ κοιμᾶσαι· τὸν ἐνθυμᾶσαι ἔρχεται πρόθυμα πρὸς ἐσένα· |
|
1310 | κόρη μου, ἂς χορτάσω γλυκασμὸν ἐρωτικῆς ἀγάπης.» Ἐνόσῳ ταῦτα ἐλέγασιν, φθάνουν εἰς τὸ περιβόλιν, καὶ τὸ τραγούδιν ἤκουσεν καὶ ἐνόησεν ἡ κόρη· ἔτρεμεν ἡ καρδία της ἵνα τὸν περιλάβῃ. Ἐκεῖνος ταῦτα παρευθὺς ἐπήδησεν ἀπέσω |
|
1315 | καί ἄρματα ἐφόρειεν ὀχυρά, κτύπον ἐποῖκεν μέγαν· καὶ ἡ κόρη ταῦτα ἐγροίκησεν ὅτι ἐσέβηκεν ἀπέσω. Ἐκεῖ ἐσυνεπαντήθησαν μέσον τοῦ παραδείσου· ἔκραξεν καὶ τὸν Πάντρουκλον, ἐσέβηκεν καὶ ἐκεῖνος, καὶ ὁ Ἀχιλλεὺς τὸν ἔλεγεν: «Πάντρουκλε, συγγενῆ μου, | |
1320 | ὁλόγυρα τριγύριζε ἀπέσω ἀπὲ τὸ τεῖχος, καὶ οἱ ἕτεροί μας ἀδελφοὶ ἀπέξωθεν ἂς βλέπουν.» Ἐτοῦτος παίρνει τὴν ὡραία, σφικτὰ περιεμπλακῆκαν, περιπατοῦντες ἔρχουνται καὶ οἱ δύο πρὸς τὴν κλίνην. Ὁ Ἀχιλλεὺς ἐθαύμαζεν τὰς χάριτας τοῦ κήπου, |
|
1325 | τὰς ἡδονὰς καὶ τὰ φυτά, τὴν πλάτανον ἐκείνην, πλάτανον τὴν πανθαύμαστον, φρικτὴν καὶ ξένον θαῦμα, ἣν προλαβὼν ἐδήλωσα ὡς καθειρμὸν ὁ λόγος. Μετὰ δὲ τὰ φιλήματα καὶ τὰς περιπλοκάς των Ἔρως τοὺς ἐκατέτρωσε νὰ ποιήσῃ θέλημάν του. | |
1330 | Τοῦ Ἔρωτος ὁ γλυκασμός, ἡ συμπλοκὴ καὶ ὁ πόθος, ἦλθεν ἡ ὥρα, ἔφθασεν ἀνάμεσα τῶν δύων. Καὶ ὁλόγυμνην τὴν ἔκδυσεν μετὰ λινοῦ καὶ μόνου, τὸ δὲ λινὸν εἰς τὸ ἐκ παντὸς ἦτον ὡς ἄχνη μόνον· καὶ μετὰ πόθου τοῦ πολλοῦ ἐπλήρωσαν τὸν ἔρων. |
|
1335 | Ὁ Ἀχιλλεὺς τὴν ἔλεγεν: «Ψυχίτσα μου, ἂς ὑπᾶμεν.» Ἐκείνη ἐκ τὲς ἀγκάλες του οὐκ ἤθελεν νὰ ἐγέρθῃ, ἀλλ’ ὡς φυτὸν ἐκλίνεντο, εἶχεν τοῦ πόθου πόνους, ὥσπερ κισσὸς εἰς τὸ δένδρον οὕτως τὸν ἐπεριεπλάκην, καὶ ἦτον δυσαπόπλεκτη ἡ κόρη ἀπὲ τὸν νέον· |
|
1340 | ἡ κόρη οὐκ ἤθελεν ποσῶς νὰ ἐξέβῃ ἀπὲ τὸν νέον, ἀλλ’ ὁ καιρὸς ἐκάλειεν τους νὰ ἔβγουσιν ἀπέκει. Εἶχεν τὸ τεῖχος ἔσωθεν σκάλες τε καὶ καμάρας, καὶ ὁ Ἀχιλλεὺς ἐπήδησεν, καθίζει εἰς τὸ φαρίν του καὶ πρὸς τὴν κόρην ἔλεγεν: «Πρόσεχε, παρηγορία μου. |
|
1345 | Καὶ τὰ κοντάρια τους δένουσιν καὶ κάμνουσίν την σκάλα· καὶ ὁ Ἀχιλλεὺς ἐστέκεντον καὶ ἔπεσεν πρὸς ἐκεῖνον, καὶ ἀπέκει δὲ κατόπισθεν ὁ Πάντρουκλος ἐκεῖνος. Ὁ δὲ Ἀχιλλεὺς ὁ θαυμαστός, τὸ φρόνος τῶν Ἑλλήνων, γλυκεῖα τὴν ἐπερίλαβεν, συχνοκαταφιλεῖ την, |
|
1350 | καὶ παρευθὺς τὰ δάκρυα της ἐκατέβαιναν τῆς κόρης καὶ μετὰ θρήνου καὶ ὀδυρμοῦ τὸν νεώτερον ἐλάλειεν: Λόγους παραπονετικοὺς τῆς κόρης Πολυξένης εἰς τὸν Ἀχιλλέα τὸν φοβερόν, τὸν δράκοντα τὸν μέγαν. «Πατέρας καὶ μητέρα μου ἡ αὐθεντία σου ἔναι, |
|
1355 | καὶ ἀδελφοὶ καὶ ἀδελφαὶ καὶ φῶς μου καὶ ζωή μου.» Καὶ ὁ Ἀχιλλεὺς τὴν ἔλεγεν τὴν ἡλιογεννημένην: «Ἐσύ ’σαι φῶς τῶν ὀφθαλμῶν μου, ψυχή μου καὶ ζωή μου, καὶ τῆς καρδίας μου ἀνασασμὸς ἐσύ ’σαι, δέσποινά μου.» |
|
- Wenceslaus Hollar, Βρισηίδα και Αχιλλέας (λεπτομέρεια), αχρονολόγητο χαρακτικό, Βιβλιοθήκη Σπάνιων Βιβλίων Tomas Fischer, Πανεπιστήμιο Τορόντο, Καναδάς.
Πηγή: Wikimedia Commons
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Βιβλιογραφία
- Agapitos & Hult 1999
- Panagiotis A. Agapitos & Karin Hult (επιμ.), The Byzantine Achilleid: The Naples version, introduction, critical edition and commentary by Ole L. Smith, [Wiener Byzantinische Studien, Band 21], VÖAW, Βιέννη 1999.
- Beaton 1996
- Roderick Beaton, Η ερωτική μυθιστορία του ελληνικού Μεσαίωνα, μτφρ. Νίκη Τσιρώνη, Ινστιτούτο του Βιβλίου-Α. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1996, σ. 139-141, 157-159.
- Beck 2007
- Hans-Georg Beck, Ιστορία της βυζαντινής δημώδους λογοτεχνίας, μτφρ. Nίκη Edeneier, ΜΙΕΤ, Αθήνα 32007, σ. 208-214, 329.
- Hesseling 1919
- D. C. Hesseling (επιμ.), L’ achilléide byzantine, publiée avec une introduction, des observations et un index par D. C. Hesseling, Johannes Müller, Amsterdam 1919.
- Κριαράς 1940
- Εμμανουήλ Κριαράς, «Παρατηρήσεις επί του κειμένου της Αχιλληίδος», Αθηνά 50 (1940), σ. 175-196.
- Λεντάρη 2007
- Τίνα Λεντάρη, «Διήγησις του Αχιλλέως ή Αχιλληίδα», Λεξικό νεοελληνικής λογοτεχνίας. Πρόσωπα, έργα, ρεύματα, όροι, Πατάκης, Αθήνα 2007, σ. 527-528.
- Μητσάκης 1963
- Κάρολος Μητσάκης, Προβλήματα σχετικά με το κείμενο, τις πηγές και τη χρονολόγηση της «Αχιλληίδας», χ.ε.ο., Θεσσαλονίκη 1963.
- Smith 1987
- Ole L. Smith, «Versions and manuscripts of the Achilleid», Text und Ausgabe. Tagungsakten zum internationalen wissenschaftlichen Symposion von 1986 zur Herausgabe von Texten der Byzantinischen Volksliteratur, επιμ. Hans Eideneier, Romiosini, Κολωνία 1987, σ. 315-325.
- Smith 1991-1992
- Ole L. Smith, «Some features of structure and narrative in the Byzantine Achilleid», Ελληνικά, τ. 42, τχ. 1 (1991-1992), σ. 75-94.
- Smith 1993
- Ole L. Smith, «Literary and ideological observations on the N version of the Achilleid», Αρχές της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Πρακτικά του δεύτερου διεθνούς συνεδρίου Neograeca Medii Aevi, Βενετία 7-10 Νοεμβρίου 1991, τ. 2, επιμ. Νικόλαος Μ. Παναγιωτάκης, Ελληνικό Ινστιτούτο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών, Βενετία 1993, σ. 182-187.
- Spadaro 1980-1981
- Giuseppe Spadaro, «L’ “Achilleide” e la Ιστορική εξήγησις περί Βελισαρίου di Gheorghillàs», Δίπτυχα της Εταιρείας Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Μελετών 2 (1980-1981), σ. 23-41.
- Spadaro 1996
- Giuseppe Spadaro, «Η χειρόγραφη παράδοση της Αχιλληίδας. Προβλήματα σχετικά με τη σύνθεση και τη μετάδοση του έργου», Prosa y verso en griego Medieval. Rapports of the International Congress Neograeca Medii Aevi III. Vitoria 1994, επιμ. J.-M. Egea & J. Alonso, Hakkert, Amsterdam 1996, σ. 341-348.
- van Gemert & Bakker
- Arnold F. van Gemert & Wim F. Bakker, «H Αχιλληίδα και η Ιστορία του Βελισαρίου», Ελληνικά, τ. 33, τχ. 1 (1981), σ. 82-97.
- Wagner 1881
- Wilhelm Wagner (επιμ.), Trois poèmes grecs du moyen-age inédits, S. Calvary, Βερολίνο 1881, σ. 1-55.
- Xanthoudidis 1921
- S. Xanthoudidis, «Review of D. C. Hesseling, L’ Achilleide byzantine», Byzantinisch-Neugriechische Jahrbücher 2 (1921), σ. 199-205.
Δικτυογραφία
«Δημώδης λογοτεχνία: Ερωτικές μυθιστορίες», στη «Βυζαντινή λογοτεχνία», Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού.
«Πηγές του Αναλυτικού Λεξικού Κριαρά: Αχιλληίς ή Διήγησις του Αχιλλέως», στην «Πύλη για την ελληνική γλώσσα και τη διδασκαλία της», Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
«Add MS 8241 (ψηφιοποιημένος χειρόγραφος κώδικας που, μεταξύ άλλων, περιέχει και την Αχιλληίδα)», στο «Digitised Manuscripts», The British Library.
* Τελευταία πρόσβαση στη δικτυογραφία: Δεκέμβριος 2017.
Ετικετες Αναζητησης
Λογοτεχνικό Γένος
ΠοίησηΕποχές - Περίοδοι
Παλαιολόγεια περίοδος (13ος-15ος αι.) Δημώδης γραμματεία πριν από την Άλωση (12ος-15ος αι.)
Κατάλογος Έργων
- Αισώπου Μύθοι
- Ανακάλημα της Κωνσταντινόπολης
- Άνθη ευλαβείας
- Άνθος των χαρίτων
- Απόκοπος
- Αφήγησις Λιβίστρου και Ροδάμνης
- Αφήγησις παράξενος του ταπεινού Σαχλίκη
- Βαρλαάμ και Ιωάσαφ
- Βασιλεύς ο Ροδολίνος
- Βίοι αγίων
- Διγενής Ακρίτης
- Διήγησις Βελισαρίου
- Διήγησις εξαίρετος Βελθάνδρου του Ρωμαίου
- Διήγησις εξαίρετος ερωτική και ξένη του Ιμπερίου θαυμαστού και κόρης Μαργαρώνης
- Διήγησις εξαίρετος ερωτική και ξένη Φλωρίου του πανευτυχούς και κόρης Πλάτζια Φλώρης
- Διήγησις Ιεροθέου Αββατίου
- Διήγησις και οπτασία ωφέλιμος ορθοδόξου τινός Δημητρίου
- Διήγησις του Αχιλλέως
- Διήγησις του Πωρικολόγου
- Διήγησις του Ρεμπελιού των Ποπολάρων
- Εξήγησις της γλυκείας χώρας Κύπρου, η ποία λέγεται Κρόνικα, τουτέστιν Χρονικόν
- Ερωτικόν ενύπνιον
- Ερωτόκριτος
- Ερωτοπαίγνια
- Ερωφίλη
- Η Βοσκοπούλα
- Η Θυσία του Αβραάμ
- Η Καινή Διαθήκη
- Η Κοσμογέννησις
- Η Φυλλάδα του Μεγαλέξαντρου
- Θησαυρός
- Θρήνος εις τα Πάθη και την Σταύρωσιν του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού
- Θρήνος της Θεοτόκου
- Θρήνος της Κρήτης
- Θρήνος της Κωνσταντινούπολης
- Ιατροσόφια
- Ιστορία και όνειρο
- Ιστορία του Ταγιαπιέρα
- Κατζούρμπος
- Κλίνη Σολομώντος
- Λαϊκές αφηγήσεις
- Λεηλασία της Παροικιάς της Πάρου
- Λόγοι διδακτικοί του πατρός προς τον υιόν
- Λόγος παρηγορητικός περί Δυστυχίας και Ευτυχίας
- Μεγάλον θανατικόν από πανόκλα
- Ο Βίος του Αισώπου
- Ο Έπαινος των γυναικών
- Ο Κρητικός Πόλεμος
- Ο Οψαρολόγος
- Ο Χρονογράφος
- Παιδιόφραστος διήγησις των ζώων των τετραπόδων
- Παλαιά τε και Νέα Διαθήκη
- Πανουργίαι υψηλόταται του Μπερτόλδου
- Πανώρια
- Πένθος θανάτου, ζωής μάταιον και προς Θεόν επιστροφή
- Περί ηρώων, στρατηγών, φιλοσόφων, αγίων και άλλων ονομαστών ανθρώπων, οπού εβγήκασιν από το νησί της Κύπρου
- Περί της ξενιτείας
- Πόλεμος της Τρωάδος
- Πτωχοπρόδρομος
- Ριμάδα κόρης και νιου
- Ρίμες αγάπης (Κυπριακά ερωτικά)
- Σιντίπας
- Σπανέας
- Σπανός
- Στάθης
- Στεφανίτης και Ιχνηλάτης
- Στίχοι γραμματικού Μιχαήλ του Γλυκά ούς έγραψε καθ΄ ον κατεσχέθη καιρόν εκ προσαγγελίας χαιρεκάκου τινός
- Συναξάριον του τιμημένου γαδάρου
- Το κατά Καλλίμαχον και Χρυσορρόην ερωτικόν διήγημα
- Το Χρονικόν του Μορέως
- Φορτουνάτος
- Φυσιολόγος
- Χρονικό του Γαλαξειδιού
- Χρονικό του μοναστηριού του Αγίου Θεοδώρου Κυθήρων
- Χρονικό των Σερρών
- Χρονικόν