Λεηλασία της Παροικιάς της Πάρου
Συγγραφέας: Ανώνυμος
Έμμετρη ιστορική αφήγηση με θέμα την εισβολή του τουρκικού στόλου στο κυκλαδίτικο νησί. Παραδίδεται ανώνυμα και χρονολογείται λίγο μετά τα αναπαριστώμενα γεγονότα που συνέβησαν στις 19 Μαΐου 1668, κατά την τελική φάση του Κρητικού Πολέμου. Στους 672 σωζόμενους στίχους ο ανώνυμος ποιητής παρουσιάζει, στην καθομιλουμένη κρητική διάλεκτο της εποχής και σε ιαμβικό ενδεκασύλλαβο ομοιοκατάληκτο στίχο, τα τραγικά συμβάντα που κορυφώνονται με τον θρήνο των αιχμαλώτων για την απώλεια της πατρίδας τους.
Εμμανουήλ Κριαράς (επιμ.), Λεηλασία της Παροικιάς της Πάρου: κρητικόν ποίημα του 17ου αιώνος, Τύποις Παρασκευά Λεώνη, Αθήνα 1938.
Εισαγωγή
Η Λεηλασία της Παροικιάς της Πάρου (στο εξής Λεηλασία) αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα κειμένου της πρώιμης νεοελληνικής γραμματείας που παρέμεινε στην αφάνεια για εξαιρετικά μεγάλο χρονικό διάστημα. Η έμμετρη αυτή αφήγηση ‒που δεν πήρε τον δρόμο για τα βενετικά τυπογραφεία της εποχής‒ εκδόθηκε μόλις το 1938 από τον Εμμ. Κριαρά , ενώ ακόμα και μετά από την έκδοση αυτή πλαισιώνεται –όσο ήταν δυνατό να διαπιστωθεί– από ένα τεράστιο βιβλιογραφικό κενό. Για παράδειγμα, στις σύγχρονες Ιστορίες της νεοελληνικής λογοτεχνίας απαντά μόνο μία συντομότατη και ασαφής αναφορά στην ύπαρξή της (Δημαράς 1964, 122)· κατά τ’ άλλα, απουσιάζουν εντελώς ειδικά δημοσιεύματα ή γενικότερες μελέτες (π.χ. για την κρητική λογοτεχνία) που να θίγουν πτυχές του κειμένου, ζητήματα σχετικά με τον συγγραφέα και τη χρονολόγησή του ή απλώς να το μνημονεύουν. Από αυτή την άποψη, η προαναφερθείσα κριτική έκδοση του Κριαρά αποτελεί πολύτιμη πηγή πληροφόρησης για όλα τα παραπάνω θέματα.
Η Λεηλασία παραδίδεται σ’ ένα μοναδικό και όψιμο χειρόγραφο το οποίο αποτελεί αντίγραφο ενός ελλιπούς χειρόγραφου, πιθανότατα όχι του αυτόγραφου του ποιητή. Όπως προκύπτει από εσωτερικές ενδείξεις, το χειρόγραφο είναι ακέφαλο, με αποτέλεσμα να μην γνωρίζουμε ούτε τον πρωτότυπο τίτλο, αλλά ούτε και τον συγγραφέα ή τη χρονολογία της συγγραφής του. Επιπλέον, αγνοούμε το όνομα του αντιγραφέα, ωστόσο βρισκόμαστε σε στερεότερη βάση τουλάχιστον όσον αφορά στον χρόνο της αντιγραφής, που αναγράφεται ξεκάθαρα μετά την «Αφιέρωση» του ποιήματος στον (αταύτιστο) Γεωργάκη Σπυρίδωνα: 15 Νοεμβρίου του 1814. Σύμφωνα με τον Κριαρά, η αντιγραφή έγινε στην Παροικία της Πάρου, ενώ το χειρόγραφο ανήκε στον λόγιο Νικηφόρο Κυπραίο.
Η σύνθεση του ποιήματος χρονολογείται στο δεύτερο μισό του 17ου αιώνα, αμέσως μετά το πραγματικό γεγονός που εξιστορεί, δηλαδή τη λεηλασία της παριανής πρωτεύουσας από τον καπουδάν πασά (δηλαδή ναύαρχο) Καπλάν-Μουσταφά, η οποία, βάσει ξένων ιστορικών πηγών που υπαινίσσονται το γεγονός, τοποθετείται στα 1668. Η τεκμηριωμένη αυτή χρονολογία της ληστρικής δράσης του τουρκικού στόλου στα νησιά των Κυκλάδων, σε συνδυασμό με την ημερομηνία 19 Μαΐου που αναφέρεται στον στίχο 265 ως η μέρα της επιδρομής της τουρκικής αρμάδας στην Πάρο, αποτελούν τον terminus post quem για τη συγγραφή του ποιήματος, που πρέπει να ολοκληρώθηκε λίγο αργότερα.
Η γλώσσα και το ύφος του κειμένου συνιστούν σχετικά ασφαλείς δείκτες για τον προσδιορισμό της καταγωγής (αλλά και της παιδείας) του ανώνυμου ποιητή. Το ποίημα είναι συνθεμένο στο ιδίωμα της ανατολικής Κρήτης, πράγμα που σημαίνει ότι ο συγγραφέας ήταν Κρητικός, ενδεχομένως πρόσφυγας που κατέφυγε ‒όπως πολλοί συντοπίτες του‒ στο νησί της Πάρου κατά τη διάρκεια του Κρητικού Πόλεμου (1645-1669) ανάμεσα σε Βενετούς και Τούρκους. Υπήρξε πιθανότατα αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων που αφηγείται, ενώ, βάσει των υφολογικών του επιλογών και των αφηγηματικών του δυνατοτήτων, εικάζεται πως ήταν λαϊκής καταγωγής και βασικής μόρφωσης, όχι απαραίτητα στερούμενος από φιλοδοξίες, καθώς το παρακειμενικό στοιχείο της αφιέρωσης «Τω ευγενεστάτω αφέντη Γεωργάκη Σπυρίδω» θα μπορούσε να υποκρύπτει την προσμονή της οικονομικής ενίσχυσης ενός δυνάμει μαικήνα για την πραγματοποίηση μιας έκδοσης.
Η αφήγηση είναι ελλιπής και εκτός από το τέλος της –το χειρόγραφο είναι εμφανώς κολοβό– λείπει και το αρχικό τμήμα. Ο Κριαράς εικάζει ότι οι συνολικά χαμένοι στίχοι δεν πρέπει να είναι πολλοί, αφού στο σώμα του σωζόμενου κειμένου ολοκληρώνεται η παρουσίαση του βασικού θέματος. Τα γεγονότα, που εκτείνονται σε 672 στίχους, μπορούν να συνοψιστούν στα εξής: Στη διάρκεια της τελικής φάσης του Κρητικού Πολέμου καταφτάνει στην Κρήτη ο μεγάλος βεζίρης, προκειμένου να εποπτεύσει ο ίδιος τις πολεμικές επιχειρήσεις εναντίον των Βενετών. Αναθέτει στον ναύαρχο Καπλάν-Μουσταφά να μεταφέρει ενισχύσεις από την Ανατολή, ενώ ο ίδιος κατευθύνεται με το στράτευμά του στο Κάστρο (Ηράκλειο). Ξαφνικά, ο καπουδάν πασάς, κι ενώ έχει εκτελέσει τις οδηγίες του βεζίρη, αποφασίζει να επιτεθεί σε κοντινά κυκλαδίτικα νησιά (Φολέγανδρος, Σίκινος, Ίος). Στο νησί Δεσποτικό εκμυστηρεύεται στον Κιοσέ την πρόθεσή του να λεηλατήσει τη Σίφνο, ωστόσο μεταπείθεται και κινείται εναντίον της παριανής πρωτεύουσας. Με διαδοχικούς αντιπερισπασμούς αιφνιδιάζει τους Παροικιώτες, οι οποίοι στέλνουν δύο προεστούς προς διαπραγμάτευση. Αυτοί κρατούνται όμηροι, ενόσω την Παροικιά λυμαίνονται οι άνδρες του Καπλάν-Μουσταφά. Προεστοί, γέροντες και ιερείς αιχμαλωτίζονται, οι οικίες λεηλατούνται, ενώ από το τουρκικό μένος δεν γλιτώνει ούτε ο ναός της Παναγίας της Καταπολιανής. Ανάμεσα στο πανικόβλητο πλήθος αναδεικνύεται η μορφή ενός τουρκοθρεμμένου Έλληνα, του οποίου η παρέμβαση αποδεικνύεται καταλυτική για τη σωτηρία των κατοίκων του νησιού. Χάρη στο τέχνασμά του, οι Τούρκοι επιβιβάζονται στα καράβια τους και απομακρύνονται. Από την άλλη, οι αιχμάλωτοι χριστιανοί θρηνούν για την απώλεια της πατρίδας τους. Οι Τούρκοι, με μια ενδιάμεση στάση στο λιμάνι της Νάουσας, σε μια μάταιη επιχείρηση να περισώσουν ένα μισοβυθισμένο πλοίο τους, κατευθύνονται στη Μύκονο, απ’ όπου αναχωρούν μετά την είσπραξη των φόρων.
Η Λεηλασία συγγενεύει με ένα ευρύ φάσμα λογοτεχνικών/γραμματειακών ειδών (χρονογραφίες, χρονικά, ριμάδες κ.ά.), τα οποία χαρακτηρίζονται από την ιδιάζουσα διαπλοκή ιστορίας και μυθοπλασίας. Τέτοια κείμενα, παρά τον θεμελιωδώς πληροφοριακό χαρακτήρα τους, υπήρξαν ιδιαίτερα δημοφιλή στον καιρό τους και ως λογοτεχνικά αναγνώσματα, τέρποντας και συγκινώντας τα λαϊκά, κυρίως, στρώματα. Πολλά χαρακτηριστικά της Λεηλασίας, όπως το επικαιρικό στοιχείο, η εκλαϊκευμένη γλώσσα, η χρήση του ομοιοκατάληκτου δίστιχου, η παρουσία ενός παντεπόπτη αφηγητή, η εμμονή σε ημερομηνίες (και όχι χρονολογίες), απαντούν στις ρίμες ή ριμάδες –παρεμπιπτόντως, έτσι χαρακτηρίζει το ποίημα ο Δημαράς (1964, 122)–, την κατηγορία των ιστορικών δημοτικών (ή λαϊκότροπων) τραγουδιών που αφηγούνταν γεγονότα εθνικής ή τοπικής σημασίας γνωρίζοντας μεγάλη διάδοση στην Κύπρο και την Κρήτη. Ωστόσο, δεν είναι εύκολο να εντάξουμε τη Λεηλασία στην κατηγορία αυτή, που έχει άμεση σχέση με τους μηχανισμούς της προφορικής σύνθεσης και διάδοσης (Πολίτης 1995, 80).
Ίσως θα ήταν πιο σωστό να εγγράψουμε το ποίημα στην κατηγορία των έμμετρων ιστορικών αφηγήσεων, που οι ρίζες τους ανιχνεύονται στον 14ο αιώνα (Βλασσοπούλου 2004, 361). Τα κείμενα αυτά αναφέρονται, προπαντός, σε στρατιωτικά/πολεμικά γεγονότα και βασικός στόχος των συγγραφέων τους είναι να αποτυπώσουν την άμεση εντύπωση του ιστορικού γεγονότος, ώστε να διατηρηθεί στη συλλογική μνήμη. Θεματικά διακρίνονται σε επιμέρους ομάδες κειμένων, ανάμεσά τους και οι αφηγήσεις για τη λεηλασία/κατάληψη περιοχών – σ’ αυτή την υποομάδα ανήκει και η Λεηλασία . Η προέλευση των κειμένων αυτών εντοπίζεται στον ευρύτερο βενετοκρατούμενο χώρο, πρωτίστως την Κρήτη, δευτερευόντως τα Επτάνησα και τα Δωδεκάνησα, πράγμα που σημαίνει ότι η Λεηλασία ακολουθεί και μια εσωτερική παράδοση κρητικών αφηγήσεων του είδους (π.χ. Μάλτας πολιορκία του Αχέλη και Κρητικός πόλεμος του Μπουνιαλή).
Οι περισσότερες από τις επιλογές του ανώνυμου ποιητή της Λεηλασίας απορρέουν από το διακειμενικό πλέγμα αυτών των αφηγήσεων: καθομιλουμένη γλώσσα, διανθισμένη με πληθώρα ξενικών (ιταλικών και τουρκικών) λέξεων και εκφράσεων στρατιωτικής ορολογίας αλλά και αντικειμένων καθημερινής χρήσης, ζευγαρωτή ομοιοκαταληξία, δυισμός χριστιανισμού-ισλάμ (μέσω της εστίασης στη βενετοτουρκική σύγκρουση), μυθολογικές αναφορές, ακόμα και ο "εγκιβωτισμός" προς το τέλος της (σωζόμενης) αφήγησης ενός σύντομου θρήνου που αναπαράγει στερεότυπα μοτίβα προφορικής υφής (βλ. Βλασσοπούλου 2004).
Μεγαλύτερο ενδιαφέρον, εντούτοις, παρουσιάζουν οι λύσεις που τον διαφοροποιούν. Η πιο σημαντική (μορφολογική) απόκλιση συνίσταται στη χρήση του ιαμβικού ενδεκασύλλαβου στίχου αντί του σχεδόν καθολικά αποδεκτού δεκαπεντασύλλαβου, ο οποίος εν προκειμένω χρησιμοποιείται μόνο στη σύνθεση της αφιέρωσης . Κατά τ’ άλλα, η ανάμειξη του θεϊκού στοιχείου είναι ισχνή και περιορίζεται στην αναφορά ενός θαύματος της Παναγίας της Καταπολιανής, ενώ η απουσία των ηθικοδιδακτικών κηρυγμάτων, καθώς και της παραδοσιακής χριστιανικής κοσμοθεωρίας που αποδίδει τις κάθε είδους καταστροφές στη θεϊκή οργή για τις ανθρώπινες αμαρτίες ίσως να σημαίνει την έλλειψη εκκλησιαστικής παιδείας. Επιπλέον, δεν απαντούν κοινοί τόποι, όπως η δήλωση του ποιητή πως αφηγείται αληθινά γεγονότα, η επωνυμία και η μνεία στην καταγωγή, κάτι που θα μπορούσε, βέβαια, να οφείλεται στον ελλιπή χαρακτήρα του χειρόγραφου.
Συμπερασματικά, η Λεηλασία εμπλουτίζει τον ορίζοντα τόσο της παράδοσης των έμμετρων ιστορικών αφηγήσεων όσο και της κρητικής γραμματείας στο σύνολό της. Μπορεί η αισθητική της αξία να είναι υποδεέστερη αντίστοιχων κειμένων του είδους –πάντως, όχι αμελητέα, αφού ο ποιητής γενικά αποδεικνύεται καλός χειριστής του μέτρου και της ομοιοκαταληξίας–, ωστόσο είναι αναμφισβήτητη η γλωσσική και, πολύ περισσότερο, η ιστορική της σημασία, καθώς αποτελεί τη μοναδική (λογοτεχνική) πηγή ενός καίριου ιστορικού γεγονότος.
Αποσπάσματα
Οι προετοιμασίες του βεζίρη για την πολιορκία του Κάστρου/Ηράκλειου (στ. 1-40)
Ο βεζίρης καταφθάνει στην Κρήτη για να εποπτεύσει ο ίδιος τις πολεμικές επιχειρήσεις κατά των Βενετών και διατάζει τον καπουδάν πασά (= ναύαρχο) Καπλάν-Μουσταφά να στρατολογήσει άντρες από την Ανατολή. Ο καπουδάν πασάς επιστρέφει με ενισχύσεις και το τουρκικό στράτευμα είναι έτοιμο να συμμετάσχει στην πολιορκία του Κάστρου/Χάνδακα (στ. 1-40).
p. 3
| Στὸ πόρτο μέσα νά ’μπουσι ἐφοβοῦντα καὶ τῆς Παρκιᾶς μὲ μάνιτα ἀπονοῦντα καημοὺς πολλοὺς καὶ πάθη νὰ τσῆ δώσου, τσ’ ἀνθρώπους τση νὰ πιάσου νὰ σκλαβώσου. |
|
5 | Καὶ ἔτσι τὸ ριζικὸ τὸ ἀσβολωμένο ἤθελε τῶν ἀνθρώπων τῶν καημένω: Ὁ πόλεμος τῆς Κρήτης νὰ ἀρχινίσῃ, γυρεύγοντας ὁ Τοῦρκος νὰ νικήσῃ. Καὶ ἐπῆγεν ὁ βιζίρης μὲ φουσσᾶτα |
|
10 | καὶ εἶχεν τὰ κάτεργά του ὅλα γεμᾶτα. Καὶ φθάνει στὰ Χανιὰ καὶ ντεσμπαρκάρει καὶ ἐκεῖ τὸ ἀσκέριν του ὅλο ρεποσσάρει. Καὶ πάραυτας μὲ γράμμα τοῦ βιζίρη τὸν καπετὰν-πασᾶ τότες σπιδίρει |
|
15 | τὰ κάτεργα νὰ τὰ ξαναφορτώσῃ λαό, εἰς τὰ Χανιὰ πάλι νὰ σώσῃ. Καὶ ὁ Μουσταφᾶς-Καπλὰν σὰν προκομμένος, τσῆ μάχης ξακουστὸς καὶ παινεμένος, μισσεύει ἀπ’ τὰ Χανιὰ μὲ τὴν ἀρμάδα |
|
20 | καὶ κάνει δίχως ἄργιτα λεβάδα. Καὶ εἰς τῆς Ἀνατολῆς τὰ μέρη ἐδράμα, καθὼς ἐξεκαθάριζε τὸ γράμμα. Λαὸ ξαναφορτώνει καὶ γυρίζει στὸν τόπον, ποὺ ὁ βιζίρης τὸν ὁρίζει. |
|
p. 4 25 |
Καὶ ἀπῆτις ἐκουβάλησε τὸ ἀσκέρι καὶ ἐπλάκωσε καιρός τὸ καλοκαίρι, πάραυτας ὁ βιζίρης τσ’ ὁρισμούς του ξαπλώνει ἐδῶ καὶ ἐκεῖ στοὺς ἐδικούς του. Καὶ διαλαλεῖ νά ’ναι ὅλοι ὀρδινιασμένοι, |
|
30 | μικροί, μεγάλοι τ’ ἄρματα ζωσμένοι, διατί εἶχεν εἰς τὸν νοῦν του νὰ κινήσῃ στὸ Κάστρο διὰ νὰ πάῃ νὰ πολεμήσῃ. Καὶ εὐθὺς ἐμαζωκτήκασιν οἱ Τοῦρκοι. Τὴ νιάκαρην ἐπαίζαν καὶ ταμπούκι, |
|
35 | ξυπνῶντας πᾶσα ἕνα παλληκάρι, ἔτσι πεζὸν ὡσὰν καὶ καβαλλάρι. Ποιὸς νά ’χε στοχασθῆ τὸ τόσον πλῆθος καὶ νὰ μὴ φρίξῃ, νὰ γενῇ σὰν λίθος, τὴν ταραχὴν τὴν τόσην τοῦ φουσσάτου |
|
40 | καὶ τὰ σημάδια ἐκεῖνα τοῦ θανάτου! |
|
- Άποψη του λιμανιού των Χανίων, εικόνα από λεύκωμα του φλαμανδού χαράκτη και βιβλιοπώλη Jakob Peeters (Αμβέρσα 1686), βασισμένο σε σχέδια του αδελφού του Jan Peeters, Γεννάδειος Βιβλιοθήκη.
Πηγή: Travelogues, Ίδρυμα Αικατερίνης Λασκαρίδη - Χάρτης του Ηράκλειου (Φρανκφούρτη 1669), αλληγορική παράσταση με τη Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Βενετίας και την οθωμανική αυτοκρατορία ως πολεμιστές, Ελληνική Βιβλιοθήκη-Κοινωφελές Ίδρυμα Αλέξανδρος Σ. Ωνάσης.
Πηγή: Travelogues, Ίδρυμα Αικατερίνης Λασκαρίδη - Nicolas II de Larmessin, γκραβούρα του βεζίρη Κιοπρουλού Φαζίλ Αχμέτ Πασά (Κιοπρουλής), 1690.
Πηγή: Wikimedia Commons - Ο θυρεός (το έμβλημα) των μεγάλων βεζίρηδων.
Πηγή: Wikimedia Commons - Οθωμανική γαλέρα (κάτεργο) από μικρογραφία/μινιατούρα.
Πηγή: Wikimedia Commons - Χάρτης των Χανίων του φλαμανδού ζωγράφου Jan ή Johannes Peeters, 1644.
Πηγή: Wikimedia Commons - Marie Gabriel Florent Auguste de Choiseul-Gouffier, Καπουδάν πασάς, ναύαρχος του οθωμανικού στόλου, Παρίσι, 1822.
Πηγή: Travelogues, Ίδρυμα Αικατερίνης Λασκαρίδη - Ανώνυμο πορτρέτο του μεγάλου βεζίρη Καρά Μουσταφά Πασά (Καπλάν-Μουσταφάς), φιλοτεχνημένο μετά την πολιορκία της Βιέννης (τέλη 17ου αι.), ελαιογραφία σε καμβά, Μουσείο Βιέννης.
Πηγή: Wikimedia Commons - Jodocus Hondius, χάρτης του 1606 που απεικονίζει την αχανή επικράτεια της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ανατολικά εκτείνεται μέχρι τη Γεωργία και το Αζερμπαϊτζάν στα βόρεια, και ώς τον Περσικό Κόλπο και την Ερυθρά στα νότια.
Πηγή: Wikimedia Commons - Χάρτης ανώνυμου γερμανού σχεδιαστή, που απεικονίζει την παράταξη των στρατευμάτων κατά την τελική φάση της πολιορκίας του Χάνδακα (1667/1668).
Πηγή: Wikimedia Commons - Γκραβούρα ανώνυμου Γερμανού, με θέμα την πολιορκία του Χάνδακα στο τελευταίο έτος του πολέμου (1669). Η γαλλική επέμβαση αποτυπώνεται στην εικόνα του Δούκα του Beaufort πάνω αριστερά.
Πηγή: Wikimedia Commons - Jan Peeters, Οθωμανικές δυνάμεις επιτίθενται σε ένα νησιωτικό φρούριο, (πιθανότατα τη Γραμβούσα), συμπλοκή κατά τη διάρκεια της πολιορκίας του Χάνδακα, ελαιογραφία σε καμβά, 1667.
Πηγή: Wikimedia Commons - Η Mehterȃn, δηλαδή η οθωμανική στρατιωτική μπάντα, παίζει σε κύκλο, ζωγραφιά του Αρίφ Πασά, 1839, Εθνική Βιβλιοθήκη, Άγκυρα.
Πηγή: Wikimedia Commons - Έφιπποι μουσικοί της Mehterȃn συνοδεύουν πεζούς στρατιώτες στη μάχη, μικρογραφία από τουρκικό χειρόγραφο του 1720, Μουσείο Παλατιού Τοπ Καπί, Κωνσταντινούπολη.
Πηγή: Wikimedia Commons - Οθωμανοί πεζοί στρατιώτες (Γενίτσαροι) του Σουλτάνου Μουράτ του Δ΄.
Πηγή: Wikimedia Commons - Σπαχήδες (οθωμανοί ιππείς) στη μάχη της Βιέννης, το 1683.
Πηγή: Wikimedia Commons
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Η ξαφνική επίθεση του Καπλάν-Μουσταφά σε κυκλαδίτικα νησιά και η απόφασή του να λεηλατήσει την Παροικιά (στ. 69-156)
Στους στίχους που παραλείπονται, περιγράφεται λεπτομερώς το μεγάλο πλήθος του τουρκικού στρατού και γίνεται αναφορά στη διαίρεση της ναυτικής δύναμης από τον καπουδάν πασά σε δύο τμήματα (στ. 41-68). Το ακόλουθο απόσπασμα εστιάζει στην ξαφνική επίθεσή του σε γειτονικά κυκλαδίτικα νησιά (Φολέγανδρος, Σίκινος, Ίος). Ο καπουδάν πασάς προτίθεται να λεηλατήσει και να ερημώσει τη Σίφνο, όμως μεταπείθεται και στρέφεται εναντίον της Παροικιάς της Πάρου (στ. 69-156).
| Καὶ ἔστοντας νὰ ἀπομείνῃ ἀλαφρωμένος, |
|
70
p. 6 | διατὶ ἦτον ὁ βιζίρης μισσεμένος, ἤβαλε γνώμη στὰ νησὰ ν’ ἀράξῃ καὶ ξέχωρα τὴν Πάρο νὰ ρημάξῃ. Καὶ φεύγει ἀπ’ τὰ Χανιὰ καὶ ξεπορτίζει, τὰ κάτεργά του ὅλα ξαρμπουρίζει. |
|
75 | Πρῶτο νησί, ὁπού ’βρηκε νὰ πιάσῃ, ἤτονε στὴ<ν> Πολύκανδρο καὶ ’ράσσει. Κ’ οἱ γέροντες ὡς εἶδα τέτοιον πρᾶμα, μὲ τὸ κανίσκι πάραυτας ἐδράμα. Καὶ τὸν Καπλὰν-πασᾶ ὅλοι προσκυνοῦσι |
|
80 | καὶ θέλημα ἐζητήσασι νὰ βγοῦσι. Μὰ αὐτόνος σὰν ἐδέχθη τὸ κανίσκι, πρόφασι τῶ γερόντω τοὺς εὑρίσκει, πὼς θέλει τὰ χαράτσια ὁποὺ χρωστοῦσι, ἀλλέως στὴν καδένα ὅλοι νὰ μποῦσι. |
|
85 | Καὶ μὲ τὸ λόγο ἤπαιξε λεβάδα, δίδουν οἱ σκλάβοι δυνατὴ παλλάδα. Καὶ τόμου ἀπ’ τὴν Πολύκανδρο μισσεύγει, σὰν τὸ λεοντάρι ξάφτει καὶ ἀγριεύγει, θέλοντας ’ς κάθε τόπον διὰ νὰ σώσῃ, |
|
90 | πάθη τῶν Χριστιανῶν πολλὰ νὰ δώσῃ. Σπεδίρει δύο κάτεργα μὲ βία καὶ ἤδωκε καὶ τῶν μπέηδων ἐξουσία νὰ πάσιν εἰς τὴν Σίκινο καὶ τότες τσὶ γέροντες νὰ πάρουν καὶ τσὶ Νιῶτες· |
|
95
p. 7 | καὶ ἀπῆτις τσὶ σηκώσουσι, νὰ ’ρθοῦσι εἰς τὸ Δεσποτικὸ νὰ τὸν εὑροῦσι. Μισσεύγει τὸ λοιπὸ ὁ πασᾶς καὶ πιάνει εἰς τὸ Δεσποτικὸ καὶ ἄλλο δὲν κάνει. Μονάχα τὸν Κιοσὲ πάραυτα κράζει |
|
100 | νὰ πάρῃ τὴν βουλήν του ’ς τὰ λογιάζει. Λέγει του: «Εἶντα μοῦ λές ’ς τοῦτο νὰ κάμω; Ἐγώ ’λεγα στὴ Σίφινο νὰ δράμω, μὲ ἀπόφασι νὰ τήνε ξεμπιτάρω, γυναῖκες καὶ παιδιὰ καὶ ἄνδρες νὰ πάρω· |
|
105 | γιατὶ ἔχω γροικητὰ –καὶ κάτεχέ το– τὸ πλοῦτος ἐκεινοῦ τοῦ Μιχελέττο· καὶ ἐμένα τὰ χαράτσα μου κρατίζει καὶ χαρανιὰ καὶ τσόχες μὲ στολίζει. Καὶ ὄξω ἀπὸ τοῦτο πέμπει καὶ μεγάλα |
|
110 | σοκκόρσα εἰς τὸ Κάστ<ρ>ο πλιὰ παρ’ ἄλλα καὶ τσ’ ὁρισμοὺς ποτὲ δὲν ὀμπιδίρει, μηδὲ καὶ ἐμέ, μηδὲ καὶ τοῦ βιζίρη. Μὰ τοῦ Κιοσὲ πολλὰ τοῦ ντεσπιαζέρει καὶ τοῦ Καπλὰν-πασᾶ φιλεῖ τὸ χέρι, |
|
115
p. 8 | πάσχοντας τὴν βουλήν του νὰ γυρίσῃ καὶ ἀκούρσευτη τὴν Σίφινο νὰ ἀφήσῃ, γιατὶ ἤτονε περίσσα φιλεμένος, μὲ αὐτὸν τὸν Μιχελέττο ἀγαπημένος. Καὶ ἤπασχε μὲ τὰ λόγια νὰ μαλάξῃ |
|
120 | τὴ γνώμη τοῦ πασᾶ νὰ τὴν ἀλλάξῃ. Λέγει του: «Διὰ τὴν ὥρα μὴ γυρέψῃς τὴ Σίφινο νὰ πάγῃς νὰ κουρσέψῃς. Καὶ γροίκησε τὰ λόγια τὰ δικά μου, σὰ δοῦλός <σου> πιστὸς πού ’μαι, πασᾶ μου. |
|
125 | Καὶ ἐγὼ σοῦ βρίσκω χώρα νὰ πατήσῃς, τὴν Παροικιά, ὁποὺ νὰ εὐχαριστήσῃς, πρᾶγμα πολὺ καὶ ἀνθρώπους να τσῆ πάρῃς καὶ ὁλότελα νὰ τήνε ξε<μ>πιτάρῃς. Καὶ ἄ θές νὰ ’δῇς, πασᾶ μου, τὴν ἀλήθεια, |
|
130 | ’δὲ τῶ Φραγκῶ ποιοὶ δίδουσι βοήθεια. Μόνο ἀπὸ τὴν Παρκιὰ τῶς κουβαλοῦσι σοκκόρσο διὰ νὰ μᾶσ<ε> πολεμοῦσι. Καὶ δὲν ψηφοῦν τὸ γράμμα τοῦ βιζίρη, μηδὲ κανείς τως δὲν μᾶς ὀμπιδίρει· |
|
135 | καὶ εἶναι καθολικὰ χαϊνεμένοι καὶ μὲ τοὺς Φράγκους εἶναι ὅλοι δοσμένοι. ’Σ κοντολογιὰ ὅσους καὶ ἂν ἔχῃ ἡ Πάρος πέτουνται μὲ τσὶ Φράγκους καὶ ἔχου θάρρος. Σμίγουσι μετ’ αὐτοὺς καὶ χαϊνετεύγου |
|
140
p. 9 | καὶ ἐμᾶς δὲν μᾶς ψηφοῦν, μηδὲ γυρεύγου. Νὰ ’δῇς ξεχωριστὰ τσὶ μαγατζᾶδες, πὄχουν οἱ προεστοὶ πραγματευτᾶδες, γεμάτους τσὶ καφέδες καὶ ληνάρια, τυριὰ καὶ ρύζα, λάδια καὶ σιτάρια, |
|
145 | σίδερα καὶ σχοινιά, τάβλες καὶ τράβες. Καὶ σκλάβους ἀγοράζουσι καὶ σκλάβες ἀπὸ τσὶ Μουσουλμάνους τσὶ ἐδικούς μας· γιὰ ταῦτα δὲν ψηφοῦν τοὺς ὁρισμούς μας. Τοῦτά ’λεγε ὁ Κιοσὲς σὰν καταδότης |
|
150 | τσῆ Παροικιᾶς καὶ ’πίβουλος προδότης. Καὶ ἤκαμε τὸν πασᾶ καὶ ἐπίστευσέν του καὶ εἰς ὅ,τι καὶ ἂν τοῦ ζήτα ἐπήκουσέν του. Βάνει βουλὴν κακὴν καὶ ἀποφασίζει, φουσκώνει δυνατὰ καὶ ξαφορμίζει. |
|
155 | Δίδει ὀρδινιὰ νὰ στέκουν ἀπαρκιᾶδοι οἱ μπέηδες νὰ φύγουσι τὸ βράδυ. |
|
- Η σημαία του οθωμανικού στόλου από το 1453 έως το 1793.
Πηγή: Wikimedia Commons - Χάρτης της Σίκινου και της Φολέγανδρου (Sicandro e Policandro), από το βιβλίο του ιταλού χαράκτη και ζωγράφου Marco Boschini για τα νησιά του Αιγαίου (Βενετία 1658), Βιβλιοθήκη Ιδρύματος Αικατερίνης Λασκαρίδη.
Πηγή: Travelogues, Ίδρυμα Αικατερίνης Λασκαρίδη - Τυπική φορεσιά προεστού (δημογέροντα) της Τουρκοκρατίας. Απεικονίζεται χιώτης ευγενής σε σχέδιο του Φρίξου Αριστέως από εικονογράφηση του Α. Καράβα.
Πηγή: Travelogues, Ίδρυμα Αικατερίνης Λασκαρίδη - Σκλάβοι κωπηλάτες σε (οθωμανική;) γαλέρα. Ο επιστάτης μαστιγώνει τις γυμνές πλάτες όσων οι επιδόσεις υστερούν.
Πηγή: Μηχανή του Χρόνου - Η γαλέρα του οθωμανού ναύαρχου Μπαρμπαρόσα κατά τη διάρκεια της εκστρατείας στη Γαλλία (1543), αντίγραφο στο οποίο αποτυπώνεται η σπουδαιότητα των κωπηλατών στα ιστιοφόρα πλοία της εποχής.
Πηγή: Wikimedia Commons - Χάρτης της Ίου από το νησολόγιο του Marcho Boschini (Βενετία 1658), Βιβλιοθήκη Ιδρύματος Αικατερίνης Λασκαρίδη.
Πηγή: Travelogues, Ίδρυμα Αικατερίνης Λασκαρίδη - Άποψη της νησίδας Δεσποτικό από τον Άγιο Γεώργιο της Αντίπαρου.
Πηγή: Wikimedia Commons - Χάρτης της Σίφνου από το νησολόγιο του Marco Boschini (Βενετία 1658), Βιβλιοθήκη Ιδρύματος Αικατερίνης Λασκαρίδη.
Πηγή: Travelogues, Ίδρυμα Αικατερίνης Λασκαρίδη - Piri Reis, Χάρτης των Κυκλάδων μεταξύ της Πελοποννήσου και της Κρήτης. Από το περίφημο Κιτάμπ Μπαχρίγιε (1η έκδ. 1520) του περιώνυμου oθωμανού ναύαρχου και χαρτογράφου, Μουσείο Walters Art, Βαλτιμόρη.
Πηγή: Wikimedia Commons - Σύγχρονη άποψη της Παροικίας της Πάρου. Στο κέντρο δεσπόζει η εκκλησία του Αγίου Κωνσταντίνου.
Πηγή: Wikimedia Commons - Έλληνας έμπορος (πραγματευτής) του 16ου αιώνα, γκραβούρα του Cesare Vecellio.
Πηγή: Wikimedia Commons - Εικόνα από το βιβλίο του Pierre Dan, Ιστορία της Μπαρμπαριάς και των πειρατών της, Παρίσι, 1637. Ιερείς της Μεταρρύθμισης προσπαθούν να απελευθερώσουν σκλάβους από τους πειρατές.
Πηγή: Wikimedia Commons
- Συνοπτική ιστορία της Βενετοκρατίας και Φραγκοκρατίας στην Πάρο, απόσπασμα από τη σειρά ντοκιμαντέρ «Κυκλάδες διά μέσου των αιώνων», επεισόδιο «Πάρος», σκηνοθεσία: Αντώνης Βασιλόπουλος, αφήγηση: Λευτέρης Ελευθεριάδης, χρονολογία παραγωγής: 1994, προβολή: κρατική τηλεόραση ΕΡΤ.
Πηγή: Αρχείο της ΕΡΤΗ Βενετοκρατία και το πέρασμα στην οθωμανική κυριαρχία, απόσπασμα από τη σειρά ντοκιμαντέρ «Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα», επεισόδιο «Πάρος-Αντίπαρος», σκηνοθεσία: Δημήτρης Δημογεροντάκης, αφήγηση: Ζαχαρίας Ρόχας, χρονολογία παραγωγής: 1999, προβολή: κρατική τηλεόραση ΕΡΤ.
Πηγή: Αρχείο της ΕΡΤ - Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
- «Άνθρωποι και χρήμα: Οι πρακτικές φορολόγησης κατά την Τουρκοκρατία», στο «Ελληνική Ιστορία στο διαδίκτυο: Οθωμανική περίοδος», Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού
- «Η Φραγκοκρατία στον Ελλαδικό χώρο: Αιγαίο», στο «Ελληνική ιστορία στο Διαδίκτυο», Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού
- «Δεσποτικό: η ιστορία των βραχονησίδων», στο «Πολιτισμός», Το Βήμα
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Οι διαδοχικοί τουρκικοί αντιπερισπασμοί και η εισβολή στην παριανή πρωτεύουσα (στ. 229-312)
Στους στίχους που παραλείπονται, οι Αντιπαριώτες επιβεβαιώνουν τους Παροικιώτες ότι στόχος του Καπλάν-Μουσταφά είναι η Σίφνος. Παρ’ όλα αυτά, ο οθωμανικός στόλος εισέρχεται στο λιμάνι της Πάρου (στ. 157-228). Στο ανθολογούμενο απόσπασμα, οι Παροικιώτες εγκαταλείπουν τις εστίες τους, ενώ ο Καπλάν-Μουσταφάς, με νέο αντιπερισπασμό, δέχεται δύο προεστούς αντιπροσώπους στο καράβι του· όμως, η τουρκική δύναμη εισβάλλει αστραπιαία στο νησί (στ. 229-312).
p. 13 | Ἀπόξω ἀπὸ τὶς Πόρτες ἐφανῆκα, |
|
230 | τὴν Κυριακὴ ταχὺ ἐξημερωθῆκα. Θωροῦν τα οἱ Παροικιῶτες καὶ ἐτρομάξα καὶ διὰ βοηθὸ τὴν Παναγία ἐκράξα. Σύρνουν φωνή, μαζώνουνται οἱ ἀνθρῶποι, γεμώνουν τὰ στενά, πήζουν οἱ τόποι. |
|
235 | Τρέμουσι ἀπὸ τὸ φόβο καὶ δειλιοῦσι, τὰ κάτεργα ξανοίγουν καὶ μετροῦσι. Καὶ ἀπῆτις ἀραδιάσαν καὶ εἴδασίν τα καὶ σαράντα ἑπτὰ ἐμετρήσασίν τα, ἐτότες τὸ λογιάσα ὅσοι εἶχαν γνῶσι, |
|
240 | πὼς ἦρθεν ὁ πασᾶς νὰ τσὶ σκλαβώσῃ. Ἀρχίζουν οἱ γυναῖκες οἱ καημένες, περιττοπλιὰς οἱ Κρητικὲς οἱ ξένες, νὰ κλαίσι, νὰ θρηνοῦνται τὴ σκλαβιάν τως, τὴν κακορριζικιὰν καὶ τὴν ξενιάν τως, |
|
245 | λέγοντας μοιρολόγια, ὁποὺ κάνα τσ’ ἀνθρώπους μαῦρα δάκρυα καὶ ἐβγάνα. Δὲν ξεύροντας εἰς τοῦτο πῶς νὰ διάξου, τὰ ροῦχά ντως ’ς ποιὸν τόπο νὰ φυλάξου, κλαίσι τὴν συμφορά τως καὶ τοὺς πόνους, |
|
250 p. 14 | ποὺ τσ’ ἤξωσεν ἡ μοῖρα τόσους χρόνους ἀπὸ τσὶ Τούρκους νά ’χουσι τρομάρες, καημοὺς καὶ πάθη, βάσανα καὶ ἀντάρες. Δὲν ξεύρου εἶντα νὰ ’ποῦν καὶ ποῦ νὰ δώσουν ἀπὸ τὸ φόβο κεῖνο νὰ γλυτώσουν, |
|
255 | γιατὶ καμμιὰ δὲν εἴδασι βοήθεια ἀπ’ ἄνθρωπον † γιὰ † μὰ τὴν ἀλήθεια· στοχάζουνται στὸ μέσος τὴ μεγάλη σύγχυσι, ὁποὺ γροικᾶτο πλιὰ παρ’ ἄλλη στὸ θλιβερὸ ποὺ σκόρπα τὸ μαντᾶτο. |
|
260 | Καὶ ὅλοι τὸν νοῦντως εἶχαν ἄνω κάτω, φεύγου καὶ ἀ<μ>παντονάρου τὰ δικά τως, σπίτια καὶ ροῦχα καὶ ὅλα τὰ καλά τως· καὶ ἀπὸ τὸν φόβον ὅλοι ἐπαραδῶσαν στὴν τόσην ταραχή, ὁποὺ τσὶ πλακῶσαν.
|
|
265 | Τσὶ δέκα ἐννιά ’τον τότες τοῦ Μαΐου, πρὶ δώσουν οἱ ἀκτῖνες τοῦ ἡλίου, πού ’δασιν τὴν ἀρμάδα οἱ Παροικιῶτες πὼς ἦτον μαζωμένη ὄξω <’ς> τὲς Πόρτες. Ἀμ’ ὁ πασᾶς μὲ πονηριὰ μεγάλη |
|
270 | ἔκανε πὼς μισσεύει ἀγάλη-γάλη μὲ κόμπωμα νὰ μηδὲ φοβηθοῦσι οἱ ἄνδρες, οἱ γυναῖκες νὰ σκιακτοῦσι. Ἐπέρασε λοιπὸν καὶ ἀποκολώνει στὸ Ἅϊ-Φωκὰ καὶ ὅλους τσὶ κομπώνει. |
|
p. 15 275 |
Δύο κάτεργα σπεδίρου, μπαίνου μέσα καὶ ἄσπρη παντιέρα στὸ κατάρτι ἐστέσα. Καὶ οἱ Χριστιανοὶ μὲ πόδια κουρασμένα, μὲ ἱδρῶτες καὶ μὲ στήθια ματωμένα τσὶ στράτες καὶ γκρεμνὰ ἐπερπατοῦσα |
|
280 | καὶ εἰς τὰ βουνὰ καὶ ἀνάπλαγα ἐκρατοῦσα. Ποιὸς ἀπ’ τὸ φόβο, πού ’χε τοῦ θανάτου, μηδὲ παιδιῶ ἐθυμᾶτο οὐδὲ πραγμάτου. Μὲ κλάηματα οἱ γυναῖκες ἀποβγάνα τσ’ ἄνδρες τως καὶ πολὺ καημὸν ἐπιάνα. |
|
285 | Ἐδέτσι τὰ παιδιὰ καὶ τσὶ ἀδελφούς τως, τὰ ’γγόνια τως καὶ τσὶ ἄλλους ἐδικούς τως μὲ λύπη, μὲ λακτάρα πλιὰ παρ’ ἄλλη, σύγχυσι καὶ κακομοιριὰ μεγάλη. Ἀφήνω πᾶσα ἕνα νὰ λογιάσῃ |
|
290 | –νὰ τὸ γροικήσῃ ποιὸς νὰ μὴ θαυμάσῃ!– τὸ φόβο τὸν πολύ, πού ’χαν ἐτότες γιὰ τὴν ἀρμάδα ἐκεῖνοι οἱ Παροικιῶτες. Δίδουν βουλὴν νὰ πά συναπαντήξου τὰ κάτεργα, τσὶ μπέηδες νὰ σμίξου, |
|
295
p. 16 | νὰ γνώσουν ὁ πασᾶς τως εἶντα θέλει γὴ ἀνὲ ζωὴ γὴ θάνατος τοὺς μέλλει. Καὶ τὸν Πρωτόδικο ἐτότες κράζου τὸ Νικολό, καλὰ τὸν ὀρδινιάζου. Σὰ γέροντας ὁπού ’τονε τῆς χώρας, |
|
300 | δίδουν του καὶ ἄλλο σύντροφο τῆς ὥρας. Γιαννάκι Βυτσαρᾶ τὸν ὀνομάζου καὶ τῆς κερὰ-Μαρίνας τόνε κράζου. Κινοῦσιν καὶ οἱ δύο συντροφιασμένοι, τὴ βάρκα πά νὰ δοῦν, ποὺ τσ’ ἀνεμένει. |
|
305 | Μὰ αὐτεῖνοι ὡστὲ νὰ ὀρδινιαστοῦσι, εὐθὺς τὸν καπετὰν-πασᾶ θωροῦσι καὶ ἤρχετο μέσα μὲ ὅλη τὴν ἀρμάδα, μὲ δυνατὴ καὶ μὲ φρικτὴ παλλάδα. Καὶ οἱ σάλπιγγες ἐπαίζαν καὶ ἐλαλοῦσαν |
|
310 | καὶ ἄλλα πολλὰ παιγνίδια ὁποὺ βαστοῦσαν. Καὶ μιὰν ἀναμιγὴ τόση ἐγροικᾶτο, ὁποὺ ἡ Παροικιὰ ὅλη ἐμουγκᾶτο. |
|
- Χάρτης της Πάρου, της Αντιπάρου, του Δεσποτικού και των γύρω νησίδων, από το ιστορικό-γεωγραφικό σύγγραμμα για την ανατολική Μεσόγειο του φλαμανδού γιατρού και λόγιου Olfert Dapper (Amsterdam 1688).
Πηγή: Travelogues, Ίδρυμα Αικατερίνης Λασκαρίδη - Οι λεγόμενες «Πόρτες» που αναφέρονται στον στ. 229, επικίνδυνοι βράχοι δυτικά του λιμανιού της Πάρου.
Πηγή: Wikimedia Commons - Θεόδωρος Ράλλης, Προσευχή σε ελληνική εκκλησία, Μονπαρνάς, 1876, ελαιογραφία σε καμβά, ιδιωτική συλλογή.
Πηγή: Wikimedia Commons - Γυναίκα της Πάρου, από το βιβλίο του γάλλου περιηγητή Nicolas de Nicolay για τους ανθρώπινους τύπους της οθωμανικής αυτοκρατορίας (Βενετία, 1580), Ελληνική Βιβλιοθήκη-Κοινωφελές Ίδρυμα Αλέξανδρος Σ. Ωνάσης.
Πηγή: Travelogues, Ίδρυμα Αικατερίνης Λασκαρίδη - «και ήρχετο μέσα με όλη την αρμάδα...» (στ. 307). Μπορούμε να φανταστούμε ότι ανάλογη εικόνα αντίκρισαν και οι Παροικιώτες: αγγλικά πλοία και η αήττητη ισπανική αρμάδα, πίνακας ανώνυμου άγγλου ζωγράφου, 1588.
Πηγή: Wikimedia Commons
- Η Πάρος στην Τουρκοκρατία, απόσπασμα από τη σειρά ντοκιμαντέρ «Κυκλάδες διά μέσου των αιώνων», επεισόδιο «Πάρος», σκηνοθεσία: Αντώνης Βασιλόπουλος, χρονολογία παραγωγής: 1994, προβολή: κρατική τηλεόραση ΕΡΤ.
Πηγή: Αρχείο της ΕΡΤ - Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Η λεηλασία της Παροικιάς και ο θρήνος των αιχμαλώτων χριστιανών (στ. 469-636)
Στους στίχους που μεσολαβούν μεταξύ των επιλεγμένων αποσπασμάτων, περιγράφεται η αιχμαλωσία προεστών, γερόντων και ιερέων· γίνεται, επίσης, αναφορά στο θαύμα της Παναγίας της Καταπολιανής, χάρη στην οποία ελευθερώνεται και επιστρέφει μετά από καιρό ο γιος του Μακρή Κοντύλη (στ. 313-468). Στο παρακάτω απόσπασμα οικίες λεηλατούνται και πυρπολούνται, ενώ από το τουρκικό μένος δεν γλιτώνει ούτε η εκκλησία της Καταπολιανής. Το σωτήριο τέχνασμα ενός τουρκοθρεμμένου νέου Έλληνα επισπεύδει την τουρκική αποχώρηση, καθώς οι αιχμάλωτοι χριστιανοί θρηνούν για την απώλεια της πατρίδας τους (στ. 469-636).
| Καὶ ἀπῆτις ἐσκλαβῶσαν τοὺς ἀνθρώπους |
|
470
p. 23 | τρέχοντας μὲ θυμὸ σὲ ὅλους τσὶ τόπους, ἐβάλαν εἰς τὸ νοῦν καὶ ἄλλη ἀσωτία, νὰ πάν νὰ γδύσουν καὶ τὴν Παναγία. Καὶ τρέχουσιν καὶ πάσιν θυμωμένοι καὶ βλέπουν τὴν εἰκόνα σκεπασμένη |
|
475 | μὲ ἀσήμι καὶ χρυσάφι καὶ λιθάρια καὶ μὲ πολλῶ λογιῶ μαργαριτάρια. Ἔτσι καὶ τοῦ Χριστοῦ ἦτον γεμισμένη ἡ εἰκόνα του ἡ ἁγία ἀσημωμένη. Καὶ μὲ ἀφοβιὰ μεγάλη ὅσοι καὶ ἂν ἢσαν |
|
480 | ἐκεῖνες τὲς εἰκόνες τὲς ἐγδύσαν. Σὰν τσὶ λῃστᾶδες ’ράσσου θυμωμένοι καὶ δὲ νοοῦν τὸ κρῖμα οἱ ὠργισμένοι νὰ μὴν κρατοῦν τιμὴν στὴν ἐκκλησία, μηδὲ καὶ νοιώθου εἶντά ’ναι ἡ Παναγία. |
|
485 | Καὶ ἀπῆς τ’ ἀσήμια ἐπῆραν καὶ τὰ ἄλλα ποὺ βρίσκουνταν καὶ εἰκόνες πλιὰ παρ’ ἄλλα καὶ δύο λαμπάδες ἄσπρες, ὁποὺ ἄλλες ὡσὰν αὐτὲς δὲν ἤτανε μεγάλες καὶ τὰ φανάρια ἐκεῖνα τὰ γυαλένια, |
|
490 | ὁπού ’σανε στὴ μέση κρεμασμένα, ἐπῆράν τα καὶ αὐτὰ τὴν ὥραν κείνη, γιατὶ οὐδεμιὰ δὲν ἔχου ’μπιστοσύνη. Καὶ ἕνας λεβέντης βλέποντας τὸ κάλλος, ὁπού ’χε ὁ Σταυρωμένος ὁ μεγάλος, |
|
495
p. 24 | ποὺ στ’ Ἅγιον Βῆμα ἀπάνω εἶναι βαλμένος καὶ ὅλος ἀπάνω κάτω εἶν’ χρυσωμένος, καὶ δὲ μπορῶντας στὰ ψηλὰ νὰ σώσῃ καὶ μὲ τὰ χέρια ἀπάνω του ν’ ἁπλώσῃ ἔσυρε μία πετριὰ καὶ ἐκτύπησέν του |
|
500 | καὶ ἀπ’ τὸ πτερὸ κομμάτι ἐτσάκισέν του. Καὶ ὅσα κακὰ ἐμπορέσα ὅλα τὰ κάμα ὅσοι στὴν ἐκκλησιὰ τότες ἐδράμα. Καὶ ἡ Καταπολιανὴ ἡ εὐλογημένη ἐπόμεινε καὶ αὐτείνη κουρσευμένη.
|
|
505 | Τότες ὁ καπετὰν-πασᾶς ἐβγαίνει ἀπὸ τὸ κάτεργό του καὶ παγαίνει εἰς τοῦ Σκληροῦ τὰ σπίτια καὶ σιμά του ἤσυρνε τὸν Κιοσὲ γιὰ συντροφιά του. Καὶ τὸν Ἀπτὶ-Κατὶρ-πασᾶ ἀπ’ τὴν ἄλλη |
|
510 | μεριὰ τὸν εἶχε μὲ σπουδὴ μεγάλη. Καὶ ἀπῆς ἀνέβη ἀπάνω καὶ καθίζει, ἐτότες ὁ Κιοσὲς πάλι ἀρχινίζει. Τὰ περασμένα λόγια ξαναλέγει καὶ τὸ Σκληρὸ καταφρονᾷ καὶ λέγει |
|
515 | τὸ πῶς ραγιᾶς δὲν εἶναι ἐδικός τως, μάλιστα ἐχρὸς καὶ ἀντίδικός τως καὶ πὼς δὲν τσὶ ψηφᾷ τσὶ Μουσουλμάνους, ἀμμὲ παρτολογᾷ τσὶ Βενετσάνους. Κανίσκι οὐδὲ χαράτσι δὲν πλερώνει, |
|
520
p. 25 | μονάχα σὰν χαΐνης μᾶς κομπώνει. Καὶ ὅσοι ’ναι στὴν ἀρμάδα τόνε ζάρου καὶ ἔρχουνται οἱ ἀφεντᾶδες καὶ λοντζάρου στὰ σπίτια τοῦτα, ποὺ θωρεῖς, πασᾶ μου, καὶ πίστευε στὰ λόγια τὰ δικά μου. |
|
525 | Βρίσκουνται καὶ ἄλλοι ἐδῶ κατοικημένοι ξένοι, πτωχοὶ καὶ πλούσιοι πανδρεμένοι, μὰ πείθουνται <σ’ ἐμᾶς> καὶ μᾶς τιμοῦσι καὶ τσὶ ὁρισμούς μας ὅλοι προσκυνοῦσι. Ἀμμὴ αὐτὸς δὲν πρέπει νά ’χη ζῆσι |
|
530 | καὶ πρᾶμα οὐδὲ κανεὶς νὰ μὴν τ’ ἀφήσῃ. Πρέπει λοιπόν, πασᾶ μου, νὰ τοῦ κάψῃς τὰ σπίτια του, πολλὰ νὰ τόνε βλάψῃς. ’Δὲ τὸ στολίδι, πού ’χει τούτη ἡ σάλλα, καὶ ὅλα τὰ σπίτια τοῦτα τὰ μεγάλα |
|
535 | καὶ τσὶ κασέλλες τως τσὶ καρυδένιες, βενέτικες καδέγλες μπομαδένιες. Ἔμπα στὴν κάμαράν του νὰ ξανοίξῃς τί στολισμὸ τῆς ἔχει γιὰ νὰ φρίξῃς: τὸ στρῶμά του μὲ σιδηρὴ καριόλα |
|
540 | καὶ τὸ ρετράτο, ὁπού ’χει ἀπάνω σ’ ὅλα. Γροικῶντάς τα ὁ Καπλὰν ἅφτει καὶ σβήνει τὰ σωθικά του βράζου σὰν καμίνι. Καὶ τῶ λεβέντω εὐθὺς λέγει νὰ ξάψου φωτιὰ καὶ αὐτὰ τὰ σπίτια <του> νὰ κάψου. |
|
545
p. 26 | Μαζώνουσι τὰ σκάννια καὶ καδέγλες καὶ τάβλες καὶ ὅσες ἤτανε κασέλλες. Σιμώνει καὶ ὁ πασᾶς καὶ ἀτός του πιάνει καὶ τὸ ρετράτο στὴν φωτιὰ τὸ βάνει. Καὶ τότες κατεβαίνου ἀπὸ τὴ σκάλα |
|
550 | καὶ ἐχαίρετο ὁ Κιοσὲς τὸ πὼς ἐβάλα φωτιά, γιατὶ πολλά ’τον ἐχθρεμένος μὲ τὸ Σκληρὸ καὶ πλήσα κακιωμένος. Καὶ ὥστε νὰ καλοκατεβοῦν τὴν σκάλα ἤπιασεν ἡ φωτιὰ σ’ ὅλην τὴ σάλλα. |
|
555 | Καὶ ἡ κάμαρη ἡ μεγάλη ὡς καὶ αὐτείνη ἐκάγηκε γιὰ μιὰ τὴν ὥρα κείνη.
Μέσα στὴν καταδίκη καὶ τὴ ζάλη, πού ’χαν οἱ Χριστιανοί, μικροὶ μεγάλοι, ἔλαβε ἀποκοτιὰ ἕνα παλληκάρι |
|
560 | γιὰ θαύμασμα τσῆ Παναγιᾶς καὶ χάρι, γιατὶ ἦτον στὴν Τουρκία μαθημένος κ’ ἤτονε καὶ εἰς τὴν γλῶσσαν παιδεμένος. Βλέποντας τὸ κακό, ὁποὺ στὴ χώρα ἐκάνασιν οἱ Τοῦρκοι αὐτὴν τὴν ὥρα, |
|
565 | σοφίζεται καὶ πάγει ἐκεῖ, ὁπού ’σα οἱ Τοῦρκοι καὶ τὰ ροῦχα ἐκουβαλοῦσα. Ράσσει καὶ αὐτὸς λεβέντικα ντυμένος κ’ ἤτονε καὶ αὐτὸς συντροφιασμένος. Βγάνει τὰ πασουμάκια του, σαλτάρει |
|
570 | στὴ θάλασσα, πὼς τάχα τσὶ ἀιδάρει. Καὶ ἡ γλῶσσά του καὶ ἡ φορεσὰ ποὺ φόρειε τινὰς νὰ τὸν γνωρίσῃ δὲν ἐμπόρειε. Καὶ μὲ τὴ θάλασσά ’γρανε τσὶ βράκες ποὺ φόρειε ἐκεῖ ποὺ στέκουντο κ’ οἱ βάρκες. |
|
p. 27 575 |
Καὶ ἐκεῖ ὁποὺ στρέφετο ὁ Καπλὰν μὲ τσ’ ἄλλους ἐκείνους τσὶ πασᾶδες τσὶ μεγάλους, πάγει ὀμπροστὰ εὐθὺς τὸ παλληκάρι καὶ τοῦ πασᾶ ἀρχινᾷ νὰ ροζονάρῃ πὼς εἶδε ἡ βίγλα <τώρᾳ> ἕνα γαλιόνι |
|
580 | καὶ ὅπου καὶ ἂν εἶναι ἐδῶ μᾶς ἀποσώνει. Καὶ ἔρχεται ὁ ντουναλμᾶς ἀπὸ τὴ Μῆλο καὶ Ἀπτὶ-Κατὶρ-πασᾶς πιάνει ἕνα ξύλο. Στὸ χέρι τοῦ τὸ δίνει διὰ νὰ δράμῃ ὅλους τσοὶ Τούρκους νὰ μαζώξῃ ἀντάμι. |
|
585 | Δίδει του καὶ ἕνα Τοῦρκο νὰ παγαίνῃ μαζί του, νά ’ν’ καὶ οἱ δύο συντροφιασμένοι. Καὶ αὐτόνος νά ’χῃ τὴν ἐξιὰ νὰ δέρνῃ τσὶ Τούρκους εἰς τὰ κάτεργα νὰ παίρνῃ. Καὶ ὡς ἤλαβε ἐξουσία τὸ παλληκάρι |
|
590 | τσὶ Τούρκους γιὰ νὰ πάγῃ νὰ μπαρκάρῃ, τρέχει μὲ τὸ ραβδὶ ἀπάνω κάτω καὶ τῶ λεβέντω ἐσκόρπα τὸ μαντᾶτο. Τρέχοντας τὸ λοιπὸν μὲ προκοσύνη κανένα ἀπ’ τσὶ λεβέντες δὲν ἀφήνει, |
|
595 | μὰ ὅσοι τὸν ἀπαντῆξαν ἤδερνέν τους καὶ νὰ μπαρκαριστοῦσιν ἔβιαζέν τους. Καὶ ὅσοι ἀπὸ τσὶ λεβέντες ἐβαστοῦσα ροῦχα καὶ μὲς στὴ στράτα ἐπαρατοῦσα, τσ’ ἤδερνε δυνατὰ καὶ ἀπ’ τὴν τρομάρα |
|
600 p. 28 | ὅ,τι καὶ ἂν ἐβαστοῦσα χάμαι τ’ ἀμμολλάρα. Καὶ ὅσοι εἶχαν ριζικὸ τότες τὰ παῖρνα καὶ τῶ νοικοκυρῶ δὲν τὰ γιαγέρνα, γιατὶ σὲ τέτοια μέτρα ἄλλοι πτωχένουν καὶ ἄλλοι, ποὺ δὲν ἔχουσι, πλουτένουν. |
|
605 | Καὶ ἐδέτσι μ’ ἔτοιον τρόπον ἐσυρθῆκαν, στὰ κάτεργα οἱ λεβέντες ὅλοι ἐμπῆκαν. Καὶ αὐτὸ τὸ παλληκάρι μὲς στὴ χώρα ἐκρύφθηκε ζιμιὸ κείνη τὴν ὥρα. Καὶ πάραυτα ὁ πασᾶς κάνει λεβάδα. |
|
610 | Σηκώνεται ὀξοπίσω ὅλ’ ἡ ἀρμάδα καὶ φεύγει ἀπὸ τὸ πόρτο ὅλη τότες καὶ ἐκλαίγασιν οἱ σκλάβοι οἱ Παροικιῶτες. Ἄλλο στὸ μισσεμὸ δὲν ἐγροικοῦντα παρὰ τῶν γυναικῶν, ὁποὺ θρηνοῦντα. |
|
615 | Καὶ σὰν ἐξεπορτίσα καὶ ἐμακρύνα, τὰ πάθη τως πλιὰ τότες ἐπληθύνα. Ποιὸς νά ’χε στοχασθῆ τσὶ Παροικιῶτες, ποὺ κλαῖγαν τὴν σκλαβιάν τως ὅλοι τότες καὶ ἐστέκουντα πικριὰ ὅλοι καὶ ἐθωροῦσα, |
|
620 | τὴν χώραν τως κλιτὰ ἀποχαιρετοῦσα. Σὰν τὴ<ν> ψυχὴ πονοῦμε, ὅντε<ν> ἀφήσῃ ἔρημο τὸ κορμὶ καὶ νὰ χωρίσῃ, ἔτσι μᾶς δίδει θλῖψι ὁ κουρσεμός σου, πατρίδα μας γλυκειά, ἀποχωρισμός σου, |
|
p. 29 625 |
γιατὶ καλλιά ’ν’ ὁ θάνατος ’ς καθένα παρὰ ζωὴ κριμένη καὶ εἰς τὰ ξένα, ἀπῆτις τὴν πατρίδα τὴ γλυκειά του χάσῃ καὶ ξορισθῇ ἀπ’ τὰ γονικά του. Πῶς νά ’χωμε τὴ ζῆσι διχωστά σου |
|
630 | καὶ ν’ ἀποχωριστοῦμε ἀπὸ κοντά σου; Νὰ χάσωμε τὸ ἔχει μας ’ς μιὰν ὥρα καὶ ἔρημη νὰ ἀπομείνῃ ὅλη ἡ χώρα; Πόσες πτωχὲς ἐκακομοιριαστῆκα ξεχωριστὰ ’ποὺ τσ’ ἄνδρες, ποὺ πιαστῆκα. |
|
635 | Τὸ πόρτο τσῆ Παρκιᾶς ὅλο ἐμουγκήθη ἀπ’ τὸ περίσσο δάκρυο ποὺ χύθη. |
|
- Το παρεκκλήσι του Αγίου Νικολάου στην Παναγία Εκατονταπυλιανή στην Πάρο, από το φωτογραφικό λεύκωμα των Boissonas και Baud-Bovy (Γενεύη 1919).
Πηγή: Travelogues, Ίδρυμα Αικατερίνης Λασκαρίδη - Θεόδωρος Ράλλης, Η λεία, περ. 1905, ελαιογραφία σε καμβά, Εθνική Πινακοθήκη-Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου.
Πηγή: Wikimedia Commons - Η εξωτερική, αναπαλαιωμένη όψη του ναού της Παναγίας της Εκατονταπυλιανής ή Καταπολιανής σήμερα.
Πηγή: Wikimedia Commons - Το εσωτερικό της Παναγίας της Εκατονταπυλιανής στην Πάρο κατά τον προηγούμενο αιώνα, σχέδιο από το βιβλίο του Francesco Perilla, Τα νησιά της Ελλάδας, Αθήνα 1935, ιδιωτική συλλογή.
Πηγή: Travelogues, Ίδρυμα Αικατερίνης Λασκαρίδη - Τα πολυτελή, όπως περιγράφονται στους στ. 533-540, σπίτια των προεστών πρέπει να διέθεταν και σκαλιστές ξύλινες καρέκλες από καρυδιά, ιταλικής προέλευσης, όπως αυτές (16ος αιώνας).
Πηγή: Wikimedia Commons - Joseph Wright, Ο αιχμάλωτος, 1575-77, Μουσείο Derby, Μεγάλη Βρετανία
Πηγή: Wikimedia Commons
- Η ιστορία του ναού της Παναγίας της Καταπολιανής, απόσπασμα από τη σειρά ντοκιμαντέρ «Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα», επεισόδιο «Πάρος-Αντίπαρος», σκηνοθεσία: Δημήτρης Δημογεροντάκης, αφήγηση: Ζαχαρίας Ρόχας, χρονολογία παραγωγής: 1999, προβολή: κρατική τηλεόραση ΕΡΤ.
Πηγή: Αρχείο της ΕΡΤ - Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Βιβλιογραφία
- Βλασσοπούλου 2004
- Μαρία Βλασσοπούλου, «Η γλώσσα της επικαιρότητας: έμμετρες ιστορικές αφηγήσεις Επτανησίων (16ος-18ος αι.)», Πρακτικά Ζ΄ Πανιονίου Συνεδρίου, Λευκάδα 26-30 Μαΐου 2002, τ. Α΄, Εταιρεία Λευκαδικών Μελετών, Αθήνα 2004, σ. 361-377.
- Δεσποτίδης 2007
- Αντώνης Δεσποτίδης, «ρίμες», Λεξικό νεοελληνικής λογοτεχνίας. Πρόσωπα, έργα, ρεύματα, όροι, Πατάκης, Αθήνα 2007, σ. 1927-1928.
- Δημαράς 1964
- Κ. Θ. Δημαράς, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Από τις πρώτες ρίζες ώς την εποχή μας, Ίκαρος, Αθήνα 31964, σ. 121-122.
- Κριαράς 1938α
- Εμμανουήλ Κριαράς (επιμ.), «Λεηλασία της Παροικιάς της Πάρου (Κρητικόν ποίημα του 17ου αιώνος)», Αθηνά 48 (1938), σ. 119-162.
- Κριαράς 1938β
- Εμμανουήλ Κριαράς (επιμ.), Λεηλασία της Παροικιάς Πάρου: κρητικόν ποίημα του 17ου αιώνος, Τύποις Παρασκευά Λεώνη, Αθήνα 1938.
- Πολίτης 1995
- Αλέξης Πολίτης, «Οι “ρίμες”: έμμετρες αφηγήσεις περιστατικών», Τετράδια Εργασίας ΚΝΕ-ΕΙΕ 15 (1995), σ. 79-90.
Δικτυογραφία
«Σκλάβος Μανόλης, Της Κρήτης ο χαλασμός», στο «Οι εκδόσεις μας: Νεότερη ελληνική γραμματεία», Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη).
«Εμμανουήλ/Μανόλης Λιμενίτης, Το θανατικόν της Ρόδου», στο «Οι εκδόσεις μας: Νεότερη ελληνική γραμματεία», Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη).
«Επίτομο Λεξικό Κριαρά», στην «Πύλη για την ελληνική γλώσσα και τη διδασκαλία της», Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
«Οδηγός έργων της κρητικής λογοτεχνίας (1370-1690)», Πρώιμες Νεοελληνικές Σπουδές: Neograeca Medii Aevi.
* Τελευταία πρόσβαση στη δικτυογραφία: Δεκέμβριος 2017.
Ετικετες Αναζητησης
Λογοτεχνικό Γένος
ΠοίησηΕποχές - Περίοδοι
Δημώδης γραμματεία μετά την Άλωση (16ος-18ος αι.)Θέματα
Θάνατος Κίνδυνος Μίσος Μουσουλμάνοι Πρόγνωση/προφητεία/διαίσθηση Τύχη/μοίρα Δυτικοί Εκδίκηση Εμπόριο Επιβουλή Κοινωνικές τάξεις Πειρατεία Τιμωρία Χριστιανισμός Απάτη Ξενιτειά Οικογένεια Πίστη Ανδρεία/ηρωισμός Αποτροπή κακών/δεινών Θαυμαστά στοιχεία Θρησκευτική παράδοση Οικοδόμημα (περιγραφή) Πόνος Συμφορά
Κατάλογος Έργων
- Αισώπου Μύθοι
- Ανακάλημα της Κωνσταντινόπολης
- Άνθη ευλαβείας
- Άνθος των χαρίτων
- Απόκοπος
- Αφήγησις Λιβίστρου και Ροδάμνης
- Αφήγησις παράξενος του ταπεινού Σαχλίκη
- Βαρλαάμ και Ιωάσαφ
- Βασιλεύς ο Ροδολίνος
- Βίοι αγίων
- Διγενής Ακρίτης
- Διήγησις Βελισαρίου
- Διήγησις εξαίρετος Βελθάνδρου του Ρωμαίου
- Διήγησις εξαίρετος ερωτική και ξένη του Ιμπερίου θαυμαστού και κόρης Μαργαρώνης
- Διήγησις εξαίρετος ερωτική και ξένη Φλωρίου του πανευτυχούς και κόρης Πλάτζια Φλώρης
- Διήγησις Ιεροθέου Αββατίου
- Διήγησις και οπτασία ωφέλιμος ορθοδόξου τινός Δημητρίου
- Διήγησις του Αχιλλέως
- Διήγησις του Πωρικολόγου
- Διήγησις του Ρεμπελιού των Ποπολάρων
- Εξήγησις της γλυκείας χώρας Κύπρου, η ποία λέγεται Κρόνικα, τουτέστιν Χρονικόν
- Ερωτικόν ενύπνιον
- Ερωτόκριτος
- Ερωτοπαίγνια
- Ερωφίλη
- Η Βοσκοπούλα
- Η Θυσία του Αβραάμ
- Η Καινή Διαθήκη
- Η Κοσμογέννησις
- Η Φυλλάδα του Μεγαλέξαντρου
- Θησαυρός
- Θρήνος εις τα Πάθη και την Σταύρωσιν του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού
- Θρήνος της Θεοτόκου
- Θρήνος της Κρήτης
- Θρήνος της Κωνσταντινούπολης
- Ιατροσόφια
- Ιστορία και όνειρο
- Ιστορία του Ταγιαπιέρα
- Κατζούρμπος
- Κλίνη Σολομώντος
- Λαϊκές αφηγήσεις
- Λεηλασία της Παροικιάς της Πάρου
- Λόγοι διδακτικοί του πατρός προς τον υιόν
- Λόγος παρηγορητικός περί Δυστυχίας και Ευτυχίας
- Μεγάλον θανατικόν από πανόκλα
- Ο Βίος του Αισώπου
- Ο Έπαινος των γυναικών
- Ο Κρητικός Πόλεμος
- Ο Οψαρολόγος
- Ο Χρονογράφος
- Παιδιόφραστος διήγησις των ζώων των τετραπόδων
- Παλαιά τε και Νέα Διαθήκη
- Πανουργίαι υψηλόταται του Μπερτόλδου
- Πανώρια
- Πένθος θανάτου, ζωής μάταιον και προς Θεόν επιστροφή
- Περί ηρώων, στρατηγών, φιλοσόφων, αγίων και άλλων ονομαστών ανθρώπων, οπού εβγήκασιν από το νησί της Κύπρου
- Περί της ξενιτείας
- Πόλεμος της Τρωάδος
- Πτωχοπρόδρομος
- Ριμάδα κόρης και νιου
- Ρίμες αγάπης (Κυπριακά ερωτικά)
- Σιντίπας
- Σπανέας
- Σπανός
- Στάθης
- Στεφανίτης και Ιχνηλάτης
- Στίχοι γραμματικού Μιχαήλ του Γλυκά ούς έγραψε καθ΄ ον κατεσχέθη καιρόν εκ προσαγγελίας χαιρεκάκου τινός
- Συναξάριον του τιμημένου γαδάρου
- Το κατά Καλλίμαχον και Χρυσορρόην ερωτικόν διήγημα
- Το Χρονικόν του Μορέως
- Φορτουνάτος
- Φυσιολόγος
- Χρονικό του Γαλαξειδιού
- Χρονικό του μοναστηριού του Αγίου Θεοδώρου Κυθήρων
- Χρονικό των Σερρών
- Χρονικόν