Αφήγησις παράξενος του ταπεινού Σαχλίκη
Συγγραφέας: Σαχλίκης Στέφανος
Ποίημα του 14ου αιώνα, αποτελούμενο στην παρούσα έκδοση από 390 δεκαπεντασύλλαβους στίχους, στο οποίο ο κρητικός σατιρικός ποιητής Στέφανος Σαχλίκης εξιστορεί, σε ομοιοκατάληκτα δίστιχα, με πικρία τα παθήματα της ζωής του. Θεωρείται η πρώτη γνωστή ποιητική αυτοβιογραφία στα νέα ελληνικά. Εκτός από τα καθαρά αυτοβιογραφικά στοιχεία, το έργο περιέχει και διδακτικές περικοπές.
Γιάννης Κ. Μαυρομάτης & Νικόλαος Μ. Παναγιωτάκης (επιμ.), Στέφανος Σαχλίκης. Τα Ποιήματα. Χρηστική έκδοση με βάση και τα τρία χειρόγραφα, ΜΙΕΤ, Αθήνα 2015, σ. 111-124.
Εισαγωγή
Ο κρητικός σατιρικός ποιητής Στέφανος Σαχλίκης είναι ο πρώτος εκπρόσωπος της κρητικής λογοτεχνίας που έγραψε τα έργα του σε δημώδη γλώσσα και θεωρείται από πολλούς μελετητές «πατέρας της κρητικής λογοτεχνίας» (Καπλάνης 2011, 1). Είναι, επίσης, ο πρώτος νεοέλληνας ποιητής που χρησιμοποίησε ομοιοκαταληξία. Η σημαντικότερη ειδολογική συμβολή του είναι η συγγραφή της πρώτης γνωστής ποιητικής αυτοβιογραφίας στα νέα ελληνικά με τίτλο Αφήγησις παράξενος του ταπεινού Σαχλίκη. Πρόκειται, βέβαια, για πρώιμο πειραματισμό που ίσως βασίζεται σε δυτικά πρότυπα.
Η ζωή του
Για τη ζωή του μπορούμε να αντλήσουμε λίγες πληροφορίες από έγγραφα της εποχής και από τα αυτοβιογραφικά στοιχεία των έργων του. Γεννήθηκε στον Χάνδακα (παλαιότερη ονομασία του Ηρακλείου) γύρω στο 1331 από εύπορη φεουδαρχική ελληνική οικογένεια. Ο πατέρας του Ιωάννης (Τζανάκης) Σαχλίκης είχε αναπτύξει εμπορική, οικονομική και πολιτική δραστηριότητα, όμως είχε αρκετά χρέη (van Gemert 1980, 36-40). Η μητέρα του Μαρία Σαχλίκενα πέθανε λίγο πριν από τον Οκτώβριο του 1334, όταν δηλαδή ο Στέφανος ήταν σε πολύ μικρή ηλικία. Μετά τη μεγάλη επιδημία πανώλης που έπληξε ολόκληρη την Ευρώπη από το 1348 μέχρι το 1351 και από την οποία έχασε τον πατέρα του και την αδερφή του Ελένη, ο Στέφανος απέμεινε μοναδικός κληρονόμος της σημαντικής οικογενειακής περιουσίας, μεγάλο μέρος της οποίας κατασπατάλησε, κάνοντας άσωτη ζωή με τις πόρνες (πολιτικές) του Κάστρου και ίσως παίζοντας τυχερά παιχνίδια (van Gemert 1980, 43-44). Από το 1356 και για τα επόμενα τέσσερα χρόνια ο Σαχλίκης συγκαταλεγόταν ανάμεσα στα μέλη του Μείζονος Συμβουλίου του Χάνδακα, όμως το 1361 η επανεκλογή του απορρίφθηκε για πρώτη φορά, ενώ την επόμενη χρονιά η απόρριψη ήταν οριστική. Γύρω στα 1370 φυλακίστηκε για διάστημα μισού ή ενός χρόνου, ύστερα από καταγγελία της ερωμένης του, της πόρνης Κουταγιώτενας (van Gemert 1980, 48). Το έργο του επηρεάστηκε άμεσα από τη φυλάκισή του, αφού είναι πιθανό ότι εκεί έγραψε τα πρώτα του ποιήματα. Από το 1371 και για την επόμενη δεκαετία έζησε στην επαρχία, στο χωριό Πενταμόδι, όπου του είχε απομείνει ένα οικογενειακό φέουδο. Μετά το 1382 ο Σαχλίκης επέστρεψε στον Χάνδακα, όπου άσκησε (μάλλον ανεπιτυχώς) το επάγγελμα του δικηγόρου. Παρ’ όλα τα έσοδα που πρέπει να είχε από τα κτήματά του και από τη δικηγορία, δεν κατορθώνει να τα βγάλει πέρα οικονομικά. Κατά τα χρόνια 1390-1391 τα χρέη του τον πλακώνουν. Αυτή τη φορά για τον οικονομικό του ξεπεσμό δεν έφταιγαν οι «πολιτικές», δηλαδή οι αγοραίες γυναίκες του Κάστρου, αλλά πιθανότατα αιτία στάθηκαν τα τυχερά παιχνίδια/ζάρια (van Gemert 1980, 55-58). Οι πληροφορίες από έγγραφα για το πρόσωπό του σταματούν στον Δεκέμβριο του 1391. Δεν αποκλείεται να έζησε μερικά χρόνια ακόμη, η οικονομική του κατάσταση, πάντως, δεν βελτιώθηκε. Πέθανε πιθανότατα γύρω στα 1403.
Το συγγραφικό του έργο
Η χρονολογική σειρά των έργων του Σαχλίκη δεν είναι απόλυτα βέβαιη. Πάντως, το συγγραφικό του έργο μπορεί να διαιρεθεί σε δύο περιόδους. Η πρώτη είναι η περίοδος της φυλακής και περιλαμβάνει μία σειρά διδακτικών ποιημάτων (Περί φίλων, Περί φυλακής) και την ομάδα των ποιημάτων για τις «πολιτικές» (Καταλόγιν της Πόθας ή Έπαινος της Ποθοτζουστουνιάς, Η βουλή των πολιτικών, Η γκιόστρα των πολιτικών). Η δεύτερη περίοδος του έργου του τοποθετείται στα μέσα της δεκαετίας του 1380 και περιλαμβάνει δύο έργα σε ομοιοκατάληκτα δίστιχα (Αφήγησις παράξενος του ταπεινού Σαχλίκη και Συμβουλές στον Φραντζισκή).
Ο Σαχλίκης προόριζε τα στιχουργήματά του, που κυκλοφορούσαν σε χειρόγραφη μορφή, να διαβάζονται κατά μόνας και όχι να απαγγέλλονται από ένα πρόσωπο μπροστά σε ακροατήριο, όπως συνέβαινε συχνά εκείνη την εποχή. Συνεπώς, υπήρχε αναμφίβολα μια γραπτή παράδοση των στιχουργημάτων του Σαχλίκη. Ωστόσο, ο χυδαιολογικός και σκανδαλοθηρικός χαρακτήρας ορισμένων από αυτά και το διδακτικό περιεχόμενο των υπολοίπων τα καθιστούσαν κείμενα ελκυστικά και πρόσφορα για απομνημόνευση και απαγγελία. Δημιουργήθηκε, λοιπόν, και μια παράλληλη, προφορική διάδοσή τους ήδη από την αρχή (Παναγιωτάκης 1987, 15-16). Τα στιχουργήματα του Σαχλίκη παραδίδονται σε τρία χειρόγραφα (P, N, M) που χρονολογούνται στον 16ο αιώνα. Στο μεγάλο διάστημα που μεσολάβησε ανάμεσα στη σύνθεση των έργων και στις σωζόμενες καταγραφές τους, είναι πολύ πιθανό ότι τα χειρόγραφα με το αλώβητο κείμενο του Σαχλίκη είχαν χαθεί και έκτοτε τα στιχουργήματα αυτά παραδίδονταν προφορικά, καταγεγραμμένα σε διάφορες απομνημονευμένες και, γι’ αυτό, ελλιπείς και φθαρμένες μορφές (Παναγιωτάκης 1987, 19-20).
Αφήγησις παράξενος του ταπεινού Σαχλίκη
Όπως αναφέρθηκε ήδη, προς το τέλος της ζωής του, γύρω στα 1385-1390, ο Σαχλίκης γράφει ένα αυτοβιογραφικό ποίημα με τον τίτλο Αφήγησις παράξενος του ταπεινού Σαχλίκη, στο οποίο εξιστορεί με πικρία τα παθήματα της ζωής του και κατηγορεί την τύχη για τις συμφορές του. Το κείμενο, που αποτελείται από 412 στίχους, σώζεται μόνο στο χειρόγραφο της Νεάπολης (Ν) και περιέχει, εκτός από τα καθαρά αυτοβιογραφικά στοιχεία, και διδακτικές περικοπές για τους χωρικούς και τους «αβουγαδούρους» (δικηγόρους). Η ομοιοκαταληξία μάς βοηθά να επισημάνουμε ευκολότερα τις παραλείψεις στίχων, όχι όμως και τις παραλείψεις διστίχων ή μεγαλύτερων ενοτήτων, που είναι βέβαιο ότι έχουν εκπέσει σε διάφορα σημεία του στιχουργήματος αυτού (Παναγιωτάκης 1987, 20).
Στην αυτοβιογραφία του ο Σαχλίκης παραπονιέται για την κακή του τύχη και για τα χρέη του, για τα οποία την ευθύνη φέρουν οι «άνομοι Εβραίοι», και μας διηγείται πώς οδηγήθηκε στην καταστροφή εξαιτίας των «πολιτικών» και ιδιαίτερα της Κουταγιώτενας. Στη συνέχεια, δίνει μια γλαφυρή εικόνα της ζωής του των χρόνων 1374-1375 ώς το 1382 στο πληκτικό χωριό, όπου είχε αποσυρθεί. Η μόνη παρέα που θα μπορούσε να έχει εκεί είναι οι χωριάτες. Με αυτούς, όμως, δεν είχε τίποτε κοινό και τους περιγράφει ως άξεστους, κουρελήδες, φωνακλάδες, μπεκρήδες και μαχαιροβγάλτες. Στην περιγραφή αυτή με τις πολλές της υπερβολές μιλά καθαρά ο εκπρόσωπος της νέας –της αστικής– τάξης, που έχει χάσει την επαφή με την ύπαιθρο και τους ανθρώπους της (van Gemert 1980, 51). Στο τελευταίο μέρος του ποιήματος, καταγράφει τη σταδιοδρομία του ως κανονικού δικηγόρου (advocatus), η αρχή της οποίας συμπίπτει μάλλον με την επιστροφή του στον Χάνδακα (1382). Από τα λόγια του ίδιου του Σαχλίκη μπορούμε να συμπεράνουμε πως οι φτωχοί δεν ξεχρέωναν την αμοιβή των δικηγόρων, ενώ οι υπόλοιποι πλήρωναν ένα ορισμένο ποσό ή σε είδος (κανίσκια). Για τους κανονικούς δικηγόρους πρέπει να ήταν πολύ πιο εύκολο και λιγότερο επικίνδυνο να παραβιάσουν τα «καπιτουλάριά» τους (δηλαδή τα δημόσια κατάστιχα). Πάντως, δείγματα ή αποδείξεις κατάχρησης του αξιώματος του δικηγόρου από την πλευρά του Σαχλίκη δεν έχουν βρεθεί. Βέβαια, ενώ στον στίχο 342 περιγράφει το ενάρετο παρελθόν του ως δικηγόρου («εγώ έπαιρνα ολιγότερον παρού επαίρναν άλλοι»), στους αμέσως επόμενους στίχους περιλαμβάνει και τον εαυτό του ανάμεσα στους παραστρατημένους «αβουγαδούρους» («όλους ας μας πνίξουσι, και κανείς απ’ όλους μας φόβον Θεού ουδέν έχει»). Terminus post quem για τη συγγραφή της αυτοβιογραφίας του είναι το 1383-1384, αφού άσκησε δηλαδή ένα ορισμένο διάστημα τη δικηγορία (van Gemert 1980, 51-55).
Η Αφήγησις παράξενος του ταπεινού Σαχλίκη εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1896 από τον Συνόδη Παπαδημητρίου (S. Papadimitriou), στον οποίο οφείλεται και ο καθιερωμένος τίτλος του ποιήματος. Για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα αυτή υπήρξε η μοναδική κριτική έκδοση του έργου, το οποίο δημοσιεύτηκε ξανά μόλις το 2003 από τον Cristiano Luciani. Μάλιστα, ο ιταλός μελετητής, πέρα από τις διαφορές που εισήγαγε στο ίδιο το κείμενο, πρότεινε ως σωστότερο τον τίτλο Περί των χωριατών και των αβουκάτων, σε αντιστοιχία με τους τίτλους ποιημάτων του Σαχλίκη από την πρώτη συγγραφική του περίοδο (Περί φίλων και Περί φυλακής), παραλλάσσοντας ελαφρώς τον τίτλο Περί χωριατών και δικηγόρων, που είχε προτείνει νωρίτερα ο Hinterberger (1998, 187). Την εκδοτική ιστορία του ποιήματος ολοκληρώνει μια καλαίσθητη και πολύ πρόσφατη έκδοση, βασισμένη στα κατάλοιπα χειρόγραφα του αείμνηστου Νικόλαου Μ. Παναγιωτάκη (Μαυρομάτης & Παναγιωτάκης 2015). Η ανολοκλήρωτη, λόγω αδόκητου θανάτου, εργασία του με σκοπό τον καταρτισμό μιας κριτικής έκδοσης των ποιημάτων του Σαχλίκη, περατώθηκε με τη φροντίδα του Γιάννη Μαυρομάτη σε μια εντέλει χρηστική έκδοση, η οποία όμως είναι συγκεντρωτική, δηλαδή παρουσιάζει για πρώτη φορά το σύνολο της ποιητικής παραγωγής του κρητικού ποιητή σε έναν τόμο. Η εργασία αυτή είναι κατά κάποιο τρόπο προδρομική και προϊδεάζει για την επικείμενη συνοπτική, κριτική έκδοση και των τριών χειρογράφων με ποιήματα του Σαχλίκη, που έχουν προαναγγείλει οι Μαυρομάτης και van Gemert (Μαυρομάτης & Παναγιωτάκης 2015, 17-21) και η οποία αναμένεται να φωτίσει ακόμα περισσότερο τις ποικίλες πτυχές του πρωτοποριακού του έργου. Μέχρι τότε, οι αναγνώστες μπορούν να συμβουλεύονται την έκδοση Μαυρομάτη & Παναγιωτάκη, από την οποία άλλωστε αντλούνται και τα παρακάτω ανθολογούμενα αποσπάσματα.
Ο χαρακτήρας της ποίησης του Σαχλίκη
Την εποχή που γράφει ο Σαχλίκης η Κρήτη είναι ήδη 150 και πλέον χρόνια τμήμα της βενετικής επικράτειας και σχεδόν όλες οι καινοτομίες της ποίησής του έχουν το ανάλογό τους στην ιταλική λογοτεχνία του 14ου αιώνα. Αυτό, όμως, δεν αναιρεί τη σημασία τους:
Το έργο του Σαχλίκη είναι συντριπτικά αναγεννησιακό και σε γλωσσικό-μορφολογικό και σε θεματικό-ειδολογικό επίπεδο […] Αυτό από μόνο του ίσως είναι αρκετό για να αναδείξει τον Σαχλίκη ως τον πρώτο επώνυμο συγγραφέα της νεοελληνικής λογοτεχνίας: αν δεχόμαστε ότι η Αναγέννηση είναι η πρώτη περίοδος των νεότερων ευρωπαϊκών λογοτεχνιών, τότε αναγκαστικά, στη νεοελληνική περίπτωση, εγκαινιάζεται με την ποίηση του Σαχλίκη (Καπλάνης 2011, 6-7).
Ο Σαχλίκης συνομιλεί με την ιταλική σατιρική ποίηση της εποχής, ειδικότερα φαίνεται να έχει επηρεαστεί από τα σατιρικά έργα του Francesco di Vanozzo (van Gemert 1997, 66).
Θεματικά, θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι η ποίησή του συνεχίζει σε κάποιο βαθμό, αλλά εμπλουτίζει και επεκτείνει τη ματιά κάποιων πρωτοπόρων ποιητών του 12ου αιώνα (Γλυκάς, Πτωχοπρόδρομος), που πρώτοι έστρεψαν το βλέμμα τους στην καθημερινότητα των απλών ανθρώπων της εποχής τους. Η διαφορά, όμως, είναι ότι ο κρητικός ποιητής στρέφει το βλέμμα του και σε άλλες, λιγότερο «καθωσπρέπει», κατηγορίες ανθρώπων: πέρα από τις κεντρικές ηρωίδες πολλών ποιημάτων του, τις «πολιτικές» του Χάνδακα, εμφανίζονται ζαράκηδες, τοκογλύφοι, χωριάτες, αστοί, ξένοι μισθοφόροι κ.ά., με ρεαλιστικές λεπτομέρειες για τη ζωή και την καθημερινότητά τους, συχνά με καυστική σατιρική διάθεση. Ο κόσμος της ποίησής του είναι πολύχρωμος, πολύβουος και τα ποιήματά του αποτελούν πλούσια πηγή για τη μελέτη της διαμόρφωσης τόσο των ταξικών και των έμφυλων ταυτοτήτων όσο και για την έννοια του κοινωνικού περιθωρίου (Καπλάνης 2011, 5-6).
Το μέτρο και η γλώσσα
Όλα τα ποιήματα του Σαχλίκη είναι γραμμένα σε δεκαπεντασύλλαβο, με μία σημαντική καινοτομία· είναι ο πρώτος έλληνας ποιητής που χρησιμοποιεί την ομοιοκαταληξία –η οποία πρωτοεμφανίζεται στη Βουλή των πολιτικών– με διαφορά ίσως ενός αιώνα από τους επόμενους . Στο παραπάνω έργο εφαρμόζει την πολύστιχη ομοιοκαταληξία, κυρίως τεσσάρων διαδοχικών στίχων, ενώ στα μεταγενέστερα έργα του χρησιμοποιεί το ομοιοκατάληκτο δίστιχο, που σιγά σιγά θα καθιερωθεί ως η κυρίαρχη μορφή ομοιοκαταληξίας στην ελληνική ποίηση (Λεντάρη 2007, 1981-1982). Υπάρχουν, πάντως, σαφείς ενδείξεις ότι ο Σαχλίκης έγραφε και με ομοιοκαταληξία και χωρίς, παράλληλα και αδιακρίτως.
Η γλώσσα του Σαχλίκη είναι εντυπωσιακά "νεοελληνική", με κάποια κρητική χροιά. Ο ποιητής δεν διστάζει να βάλει τους ήρωές του να μιλάνε στη γλώσσα τους, γεγονός που αυξάνει την αληθοφάνεια των λεγομένων και δημιουργεί συχνά κωμικό αποτέλεσμα. Χαρακτηριστική είναι, επίσης, η αθυροστομία του, η οποία συμβάλλει στην παρουσίαση μιας ρεαλιστικής εικόνας της κοινωνίας και του κοινωνικού περιθωρίου ειδικότερα.
Παρόλο που το συνολικό έργο του Σαχλίκη δεν έχει ούτε την αναγνώριση ούτε το εκτόπισμα του έργου των σύγχρονων ιταλών ομοτέχνων του (Πετράρχης, Βοκάκιος), παραμένει για τη γραμματεία μας ιδιαίτερα σημαντικό, καθώς μεταφέρει στα νεοελληνικά γράμματα την Αναγέννηση τόσο σε γλωσσικό/μορφολογικό όσο και σε θεματικό/ειδολογικό επίπεδο (Καπλάνης 2011, 4), αποτυπώνοντας μια γλαφυρή εικόνα της κρητικής κοινωνίας του 14ου αιώνα.
Αποσπάσματα
Η άσωτη ζωή στην πόλη (στ. 1-124)
Ο ποιητής παραπονιέται για την κακή του τύχη και ξεκινά να απαριθμεί τα βάσανά του.
| — Σαχλίκη, ἐσὲν ἡ Mοίρα σου τὰ σοῦ ἔχει καμωμένα πολλὰ κακά ’ν’ καὶ ἀπλήρωτα καὶ ἀριφνημὸν δὲν ἔχουν· καὶ τοῦτο ἔναι φανερόν, οἱ πάντες τὸ κατέχουν. Ἀμὲ καρτέρει, βάσταζε, παρηγοροῦ καὶ θάρρει |
|
5 | καὶ γίνου πρὸς τὸ δίκαιον σου ὑπομονῆς λιθάριν, κι ἐκείνη ὅσα σὲ ἥρπασεν δύναται νὰ σοῦ στρέψη τόσα καὶ πλιότερα καλὰ καὶ νὰ σὲ θεραπεύση· δύναται ἡ Τύχη τὸν τροχόν πάλιν νὰ τὸν γυρίση κι εἰς τὰ κακὰ τὰ σ’ ἔκαμε νὰ σὲ παρηγορήση.
|
|
10 | Καὶ μετὰ τοῦτον τὸν σκοπόν ἐβάστουν τὴν πικρίαν καὶ ἀνάμενα τὴν Τύχην μου νὰ πέμπη ἰατρείαν. Κὶ ἐκείνη ἡ Τύχη μου ἡ κακή, ἡ Μοίρα μου ἡ θλιμμένη, ὡς εἶχεν ὄρεξιν καλὴν νὰ συχνοαναστενάζω, νὰ θλίβωμαι καὶ νὰ πονῶ καὶ πάντα νὰ φωνιάζω, |
|
15 | οὐδὲν ἠθέλησε ποτὲ ἡ Τύχη μου νὰ ἀλλάξη οὐδὲ εἰς κακόν, οὐδὲ εἰς καλόν, διὰ νὰ μὲ καταλλάξη, ἀμ’ ἤθελε νὰ μὲ κρατῆ τὲς θλίψες φορτωμένον, πάντα νὰ μὲ θωρῆ ἄτυχον καὶ παραπονεμένον. Λοιπὸν ἐξαγανάκτησα τῆς θλίψης τὸ γομάριν, |
|
20 | καὶ οὐδὲν ἠμπόρουν νὰ βαστῶ τοῦ πόνου τὴν ἀνάγκην, ἐπιάσα τὸ κονδύλιν μου, χαρτὶν καὶ καλαμάριν, νὰ γράψω διὰ τὴν θλίψιν μου, τὸ δολερὸν γομάριν.
Λοιπὸν ὅποιος ὀρέγεται νὰ μάθη διὰ τὴν Μοίραν, τὸ πῶς παίζει τὸν ἄτυχον ὡσὰν παιγνιώτης λύραν, |
|
25 | ἂς ἔλθη νὰ ἀναγνώση ἐδῶ τοῦτο τὸ καταλόγιν, τὸ ἐκάτσα κι ἐστιχόπλεξα καὶ μοιάζει μοιρολόγιν.
Διατὶ ἔν’ τιμὴ καὶ προκοπὴ καὶ φρόνησις τὸ γράμμα, ὁ κύρης καὶ ἡ μάνα μου, ἐκεῖνοι ὁποὺ μ’ ἐκάμαν, κατάχερα ἐκ τὸ στόμα μου οὐδὲν ἔλειψεν τὸ γάλα, |
|
30 | κι εἰς μιὰν οἱ ἄτυχοι γονεῖς εἰς τὸ σκολειὸν μ’ ἐβάλαν, στὰ γράμματα μ’ ἐβάλασιν φρόνεσιν νὰ μανθάνω. Κι ἔμαθα τὰ γράμματα ὥστε ἀνηλικώθην κι ἐπρόκοπτα εἰς τὴν παίδευσιν, ὥστε ὁποὺ ἐμεγαλώθην. Ἀμὴ ἀπότις ἐγένομουν χρονῶν δεκατεσσάρων, |
|
35 | Χριστέ, νὰ μὲ εἴχασιν ὑπᾶ κανίσκιν εἰς τὸν Χάρον, διατὶ ἤρχισεν ἡ Μοίρα μου εἰς μιὰν νὰ μ’ ἐμποδίζη, ὡς εἶχεν πάντα προθυμιὰν διὰ νὰ μὲ τσιγαρίζη, κι ἤρχισα τὸν διδάσκαλον νὰ τὸν ἀποχωρίζω καὶ τὰ στενὰ τοῦ Κάστρου μας τριγύρου νὰ γυρίζω. |
|
40 | Ἀργὰ καὶ πότε τὸ χαρτὶν ἐπιάνα νὰ διαβάζω, ἀμὴ ἤθελα νὰ περπατῶ, διὰ νὰ περιδιαβάζω, καὶ μὲ μεγάλες συντροφιὲς ἤθελα νὰ γυρίζω· τὰ καλαμάρια, τὰ χαρτιὰ ὅλα τὰ ἐλακτοπάτουν. Ἑρμήνευσέ με νὰ ἀγαπῶ πολλὰ τὴν ἁμαρτίαν |
|
45 | καὶ ἀφῆκα ὁ κακορίζικος γράμματα καὶ χαρτία. Ἐξήμπωσέ με ἡ Τύχη μου εἰς τὸ πολιτικαρεῖον κι ἐφαίνετό μου τὸ σκολειὸν ὡσὰν κακὸν θηρίον. Ὁποὺ ἦσαν γάμοι καὶ χαρὲς ἤθελα νὰ χορεύω, μαυλίστριες καὶ πολιτικὲς ἤθελα νὰ γυρεύω. |
|
50 | Ὅλες τὲς ἔμαθα καλά, ὅλες ἐγνώρισά τες κι ἐξέδραμα κι ἐγύρεψα κι ἐπεριδιάβασά τες. Ὀρέγομουν νὰ περπατῶ μὲ τοὺς τραγουδιστάδες, μὲ τοὺς παιγνιῶτες τοὺς καλούς, τοὺς περιδιαβαστάδες. Ὀλίγα γράμματα ἔμαθα καὶ τότε τὰ ἐξαφῆκα |
|
55 | κι εἰς τὸ σκολειὸν τῶν πολτικῶν ἐγύρεψα κι ἐμπῆκα. Ἀφῆκα πᾶσαν φρόνεσιν καὶ παίδευσιν καὶ τάξιν, καὶ συμβουλὴν δὲν ἤθελα τινὰς νὰ μὲ διατάξη, ἀμὴ ἐγενόμην μάστορας τοὺς ἄλλους νὰ διατάσσω, καὶ οὐδὲν ἠμπόρουν τὰ καλὰ ποτὲ νὰ τὰ χορτάσω. |
|
60 | Ἀπὸ μαυλίστριες, πολτικὲς εἶπα ποτὲ νὰ μὴ ἔβγω καὶ ἄλλους ἐκεῖ μὴν ἐμποῦν ἤξευρα νὰ παιδεύγω, νὰ περπατῶ εἰς τὰ σκοτεινὰ τὴν νύκταν ἐτρωγόμην. Ὡς νυκτερίδα ἐγύριζα εἰς τὸ Ξώπορτον τοῦ Κάστρου κι ὑπήγαινα νὰ κοιμηθῶ μὲ τῆς ἡμέρας τὸ ἄστρον.
|
|
65 | Οἱ συντροφιές, τὰ γιόματα κι οἱ δεῖπνοι κάθ’ ἡμέραν, καὶ τὰ μεγάλα ἀνήφορα κατήφορα μ’ ἐφέραν, διατὶ οὐδὲν εἶχα ἐνθύμησιν στὸ σπίτιν νὰ γυρίσω, ἀμὴ ὠρεγόμην κι ἤθελα πάντα καλὰ νὰ ζήσω καὶ τὸ ἐδικόν μου πάντοτε διὰ τοῦτο νὰ χαρίσω. |
|
70 | Οὐδὲν σὲ βάνω βασιλιά, οὐδὲ ἄρχοντα, οὐδὲ ρήγα, νὰ ἐξοδιάζη περισσὰ καὶ νὰ ἐσοδιάζη ὀλίγα, νὰ μηδὲν ἔλθη εἰς πτωχειάν, νὰ μηδὲν ἐρημάζη, νὰ ἀγανακτίζη πάντοτε, νὰ βαριαναστενάζη. Ἀφῆκα πᾶσα χάριτα καὶ πᾶσα καλοσύνην: |
|
75 | Ἐξέπεσα κι ἐπτώχανα κι ἐχάσα τὸ ἐδικόν μου, καὶ τότε ἐσκόπησα καλὰ τὸν πελελὸν σκοπόν μου. Ἐπούλησα τὰ σπίτια μου κι ἐπούλησα τοὺς τόπους ὁποὺ με ἀφῆκαν οἱ γονεῖς μὲ τοὺς πολλοὺς τοὺς κόπους. Καὶ τότε ἡ Τύχη μου ἡ κακή, μάθε τὸ τί μ’ ἐποῖκε: |
|
80 | Ἀπεὶν μ’ ἐπῆρε τὰ πολλὰ καὶ τὰ μισὰ με ἀφῆκε, τότε ἤρχισεν ἡ Τύχη μου τάχα νὰ συμβουλεύη, κλεπτάτα νὰ μὲ συγελᾶ καὶ νὰ μὲ ἀζιγανεύη. Καὶ λέγει ἡ Τύχη μου ἡ κακή: «Ἐδὰ ἔβγαλες τὰ χρέη, ἐλεῖψαν ἀποπάνω σου οἱ ἄνομοι Ἑβραῖοι. |
|
85 | Τρῶγε καὶ πίνε τὸ λοιπόν, τρῶγε καὶ χαροκόπα καὶ πῶς νὰ κροῦς καλὸν καιρὸν ἡμέρα νύκτα σκόπα!». Λοιπόν ἐξαναδιάγερνα εἰς τὴν ἀρχαίαν μου τάξιν καὶ ὁποὺ νὰ κάμη τὰ ἔκαμνα ὀλίγα νὰ ὑποτάξη. Ὀρέγομουν νὰ περπατῶ καὶ νὰ περιδιαβάζω, |
|
90 | πᾶσα καλὴν χαροκοπιὰν ἤθελα νὰ διαβάζω. Ἠγάπουν τὸ μαυλισταρειόν, τὸ μέγα μοναστήριν. Καὶ ὡς τὸ ἤθελεν ἡ Τύχη μου, ἡ ἄτυχός μου Μοίρα, ηὗρα τὴν Κουταγιώταιναν, τὴν πομπεμένην χήραν, Νὰ τὴν ἰδῶ εἰς τὸ Ξώπορτον καὶ νὰ τῆς κροῦν τὴν θύραν! |
|
95 | Πολλὰ ἐχαροκόπησα ἐγὼ κι ἐκείνη ἀντάμα, ἦτον αὐθέντρια καὶ κυρὰ καὶ δέσποινα καὶ ντάμα. Πολλὰ ἐπεριδιαβάσαμεν ἀντάμα ἐμεῖς οἱ δύο, ἀκόμη ὣς καὶ τὴν σήμερον τὰ γένια μου μαδίω. Διὰ ἐκείνην τὴν πολιτικὴν στὴν φυλακὴν μ’ ἐβάλαν |
|
100 | καὶ ἀπῆτις μ’ ἐρημάξασιν, τότε κοντὰ μ’ ἐβγάλαν. Καὶ τὰ ἔγραψα εἰς τὴν φυλακὴν διὰ τὲς ἀρχιμαυλίστρες καὶ τὰ παιδία τοῦ σκολειοῦ πολλὰ τὰ ἐτραγουδοῦσαν. Καὶ ἀπεὶν ἐλευθερώθηκα, ἡ Τύχη μου ἡ καμένη, ὡς ἦτον νὰ μὲ πολεμᾶ πάντοτε μαθημένη, |
|
105 | λέγει: «Ἄγωμε εἰς τὸ χωριόν, νὰ κάμης τὲς δουλειές σου, καὶ ἄφες τοῦ Κάστρου τὰ στενά, ἄφες τὲς πελελιές σου, νὰ λείπης ἐκ τὲς ἔξοδες κι ἐκ τὲς ἐντυμασίες, νὰ μὴ σὲ τρῶν πολιτικές, μηδὲ καὶ μαυλισίες. Λεῖπε ἀπὸ τόσην ἔξοδον καὶ γίνου νοικοκύρης, |
|
110 | ἂν ζήσης, νὰ περισσευθῆς καὶ πάλιν νὰ διαγείρης· ὅντα τυχαίνη, γύρευσε, σπούδαζε νὰ ἐσοδιάζης, καὶ θέλεις ἔχειν εἰς καιρόν, ἂν πρέπει νὰ ἐξοδιάζης». Ἐκόμπωσέ με ἡ Τύχη μου, εἶπε με: «Γεῖρε, φύγε», καὶ ἀπὸ τὸ Κάστρον μ’ ἔβγαλεν, εἰς τὸ χωριόν μ’ ἐπῆγε. |
|
115 | Ἀπεὶν μ’ ἐπῆγεν στὸ χωριόν καὶ ἀπεὶν ἐσυνεπῆρα, οὐδὲν μ’ ἔμαθε ἡ Τύχη μου, ἡ δολερή μου Μοίρα, νὰ ἀποκρατίζω κτήματα, νὰ σπέρνω μὲ ζευγάριν, ἀμὴ μ’ ἔμαθεν κυνηγὸν μὲ σκύλους, μὲ ζαγάριν. Οὐδὲν ἦτον στὸ σπίτιν μου οὐδὲ προβάτου τρίχα, |
|
120 | οὐδὲ μιτάτον ἔκαμα, ἀλλ’ οὐδὲ ἁλῶνιν εἶχα. <Ὅλοι ἐβόσκαν πρόβατα κι ἐλάλουν τὰ ζευγάρια> κι ἐγὼ σκύλους ἐλήτευγα κι ἔσυρνα τὰ ζαγάρια. Ὅλοι ἐκατευοδώνασιν τὰ λοῦρα καὶ τὰ ὑνία, κι ἐγὼ εἰς τὰ ὄρη ἐγύριζα κι εἰς τὰ ψηλὰ βουνία. |
|
- Δεν βρέθηκαν εικόνες
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Η ζωή στο χωριό (στ. 149-192)
Κατά την παραμονή του στο χωριό, ο Σαχλίκης ασχολείται αποκλειστικά με το κυνήγι εκτρέφοντας σκύλους, τη στιγμή που όλοι οι χωρικοί ασχολούνται με την παραγωγή γεωργικών προϊόντων. Αυτή του η επιλογή δεν του επιτρέπει να ορθοποδήσει οικονομικά.
| Καὶ ἀπεὶν ἐδιάβησαν καιροὶ κι εἶδα καλὰ τὸ πράγμα, |
|
150 | λέγει μου πάλι ἡ Τύχη μου: «Σαχλίκη κακομοίρη, ἄτυχε, κακορίζικε καὶ κακονοικοκύρη, ἂν ἔν’ ζημιὰ ὁ κόπος σου, πληθύνεις τὴν πτωχειάν σου. Τί σ’ ἐβγατίζουν οἱ λαγοί, τί σε φελοῦν οἱ σκύλοι· οἱ λαγωνάροι τοὺς κρατεῖς, ὁποὺ ’ν’ καλοί σου φίλοι;» |
|
155 | Καβαλλικεύεις τὸ πουρνόν, εἰς τοὺς λαγοὺς ἐβγαίνεις, καὶ κάτω εἰς τὰ καματερὰ ἢ εἰς τὰ βουνιὰ ὑπαγαίνεις καὶ ὅταν διαγέρνης τὸ βραδύν, πολλὰ εἶσαι κουρασμένος. Ἄρχον τινὰ οὐδὲν θεωρεῖς, ἄνθρωπον νὰ ἔχη χρῆσιν, ἢ φρόνιμον ἢ εὐγενὴν πάντα νὰ σοῦ συντύχη». |
|
160 | Ζευγάδες εἶναι καὶ βοσκοί, ἀγελαδοὶ καὶ σκάπτες, βουκόλοι καὶ χοιροβοσκοὶ καὶ μετ’ ἐκείνους ράπτες, καὶ οὐδὲν κατέχουν νὰ σταθοῦν ποτέ των εἰς ὁμάδιν. Ἔχουσιν τέτοιαν φρόνεσιν, ἔχουσιν τέτοιαν τάξιν καὶ θεωρώντα τους κανεὶς νὰ πέση νὰ πλαντάξη. |
|
165 | Ταχιὰ ταχιὰ σηκώνονται εἰς τὴν δουλειὰν νὰ πᾶσιν καὶ ἀποταχιὰ βαστοῦν ψωμίν, ὁλήμερα νὰ φᾶσιν. Καὶ ἀργά, ὅντε μαζωθοῦν, ἔρχονται κουρασμένοι καὶ ἀπὸ τὸν κόπον τῆς δουλειᾶς πολλὰ τσιγαρισμένοι. Καθεεὶς ἀπομαζώνεται ἀπέσω εἰς τὸ κελλίν του |
|
170 | κι ἔχει μὲ τὴν γυναίκα του ὅλην τὴν συμβουλήν του. Καὶ ἂν ἔλθη σκόλη κι ἑορτὴ και ἐσμίξουσιν ὁμάδιν –στοχάσου παραξόρδινον καὶ φοβερὸν σημάδιν!– ἄλλος φορεῖ τὸ σκούλινον βαμμένον κουρτσουβράκιν, ἄλλος φουστάνι δίμιτον ἄσπρον ἐξ ἐβαμπάκι |
|
175 | καὶ ἄλλος φορεῖ ὁλότελα ἐξεχαρβαλωμένα, καὶ ὁπού ’ναι πλούσιος τάχατες ἔναι καλιγωμένος. Φοροῦν στιβάνια τραγικά, ὡσὰν εἶνιαι μαθημένοι παπούτσια καὶ γουνέλες των φοροῦν καὶ καμαρώνουν. Καὶ ὅλην τους τὴν παρηγοριὰν ἔχουν εἰς τὴν ταβέρναν, |
|
180 | κόπελον ἔχουσιν ὀρθὸν καὶ λέγουσίν τον «κέρνα!» Και ἐκεῖνοι ἐβγάνουν τὰ κρασιὰ καὶ κάθονται καὶ πίνουν καὶ νὰ εἶπες οἱ παντέρημοι εἰς τὴν κοπριὰν τὸ χύνουν. Καὶ ἀπότες πιοῦσιν περισσὸν καὶ ἀπεὶν καλοκαρδίσουν, μοίρα τους ρίκτει εἰς ὄρχησμα, μοίρα νὰ τραγωδήσουν, |
|
185 | καὶ μοίρα πίνουν, κάθονται πάντα καὶ τραγωδοῦσιν καὶ νὰ εἶπες οἱ παντέρημοι κοράκοι κιλαδοῦσιν. Καὶ ἀφότις πιοῦσιν περισσὰ καὶ γίνουσι μεθούκλι, γίνονται ὡσὰν τὸν μεθυστήν, τὸν πετεινὸν τὸν κούκλην. Κι ἐκεῖνος ’ποὺ ἔχει δύναμιν τάχατες νὰ μαλώση, |
|
190 | ἐκεῖνοι ὁποὺ ἔχουν δύναμιν, τάχατες ποὺ ὠφελοῦσιν, ἀρχίζουν τὴν ἀθιβολὴν καὶ πληρωμὸν οὐκ ἔχουν, καὶ λέγουν καὶ ἀποκρίνονται, τὸ τί ’παν δὲν κατέχουν. |
|
- Ξυλογραφία με γεωργική εργασία στο Ωρολόγιον που εξέδωσε ο Andrea Spinelli στη Βενετία το 1563.
Πηγή: Πρώιμες Νεοελληνικές Σπουδές. Neograeca Medii Aevi
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Οι καβγάδες των χωρικών (στ. 211-301)
Ο ποιητής περιγράφει τους καβγάδες μεταξύ των χωρικών για διάφορες αιτίες ως αποτέλεσμα της οινοποσίας, που πολύ συχνά τους φέρνει στο σημείο να «έρθουν στα χέρια».
| Καὶ δίχως νά ’χουσι ἀφορμήν, ὡσὰν ἀθιβολέψουν, ἀρχίζουν εἰς τὸ μάλωμα καὶ ὥστε νὰ ξετελέψουν, ἄλλος βαστᾶ τὴν χείραν του καὶ πρὸς τὸ σπίτιν τρέχει. Καὶ ὁποὺ ἔναι κακορίζικος καὶ βάνουν τον στὴν μέσην, |
|
215 | κροῦσιν καὶ ξανακροῦσιν τον, ὥστε νὰ δοῦν νὰ πέση, καὶ μερικοὺς ὁλότελα εἰς τὴν ὥραν τοὺς σκοτώνουν· καὶ νά ’πες ὅτι, ὁποὺ ἔχουσιν ἀθιβολήν, μαλώνουν. Κι οἱ ἄλλοι μεσιτεύουσιν ἢ χώρια τους μαλώνουν. Ἀμ’ ὅντε πιοῦσι τὸ κρασίν, ὡσὰν εἶν’ μαθημένοι, |
|
220 | μὲ πελατίκια καὶ ραβδιὰ καὶ ξεμαχαιρωμένοι πληγώνονται καὶ χάνονται, διατὶ οὐδὲν κατέχουν, καὶ ὁποὺ ἠμπορεῖ ὀλιγότερα, ὅλοι εἰς ἐκεῖνον τρέχουν. Ἀπεὶν διαβῆ τὸ κάμωμα, ἂν τοὺς ἀνερωτήσης τί ’ν’ τάχα καὶ μαλώνασιν, πολλὰ ν’ ἀγανακτήσης, |
|
225 | διατὶ δὲν εἶχαν ἀφορμήν, ὑπόθεσιν καμίαν. Τέτοια εἶν’ τῶν χωριατῶν οἱ συντροφιὲς κι οἱ τάξεις. Κι ἐσὺ, Χριστέ, ὁποὺ δύνεσαι, ἐσὺ νὰ τοὺς πατάξης. Πίνει ὁ χωριάτης τὰ κρασιά, τὰ δυνατὰ καὶ ἀκράτα, κι ἔχει το διὰ καμάριν του τῆς μεθυσιᾶς τὴν στράταν. |
|
230 | Ἂν ἔρθωμε εἰς τὸν παπάν, εἰς τὸν κουράτοράν του, οὐδὲ ἔχει νοῦ ἐκ τὴν μεθυσιάν, οὐδὲ ἐκ τὴν φοράν του. Ἀμὴ ἀγαποῦσι τὰ κρασιὰ κι ἔχουν το διὰ τιμήν τους καὶ μερικοὶ διὰ τὸ κρασὶν χάνουσιν τὴν ψυχήν τους. Καὶ ἔρχονται οἱ κακότυχοι καὶ γίνονται ρημάδιν |
|
235 | καὶ τότε ἀπομαζώνονται, μοίρα εἰς τὸ λιβάδιν. Ἄλλοι ἀγαποῦν τὸ πάλεμα, ἄλλοι νὰ τραγωδοῦσιν, ἄλλοι νὰ παίζουν τὲς λακτὲς καὶ νὰ συρνομαδοῦσιν. Καὶ νὰ μηδὲν σοῦ φαίνονται, ἀμὴ ληστάδες εἶναι, καὶ τραγουδοῦσιν οἱ ἄτυχοι, ὡσὰν κιλαδοῦν οἱ χῆνες.
|
|
240 | «Τίντα καλὸν θωρεῖς λοιπόν, ἴντα παρηγορίαν, καὶ κάθεσαι συνέπαρτος εἰς τοῦτα τὰ χωρία; Ἄμε εἰς τὸ Κάστρον, διάγειρε, κατάταξε εἰς τὴν Χώραν, νὰ λείψης, κακορίζικε, ἐκ τῆς πτωχειᾶς τὴν ψώραν. Ἔπαρε φίτσιον, ἄτυχε, ὡσὰν τὸ πῆραν καὶ ἄλλοι, |
|
245 | καὶ ἂν τὸ κρατήσης φρόνιμα, εἰς τιμὴν σὲ θέλουν βάλει». Ἐφάνη μου ὅτι ἡ Τύχη μου καλὴν πόρταν μοῦ ἀνοίγει, νὰ πάρω φίτσιον νὰ κρατῶ, νὰ λείψω ἐκ τὸ κυνήγι. Λοιπὸν ἐξαναγκάστηκα κι ἦλθα εἰς τὸ Κάστρον πάλιν, ηὗρα τὸν Δούκα φίλον μου, τοῦ Κάστρου τὸ κεφάλιν, |
|
250 | κι ἐκεῖνος μ’ ἐσυμβούλευσεν καὶ βάνει με ἀβουκάτον καὶ ὡσὰν καλὸν μοῦ ἐφάνηκεν κι ἐγὼ ὑποδέκτηκά το. «Τὸ φίτσιον», μοῦ εἶπεν, «ἔπαρε, ὡς διὰ νὰ σὲ τιμήση, κι ἐξέδραμε καὶ κράτει το καὶ θέλει σε πλουτίσει, οὐδ’ ἔν’ διὰ βλάβην τῆς ψυχῆς, ἀμὴ διὰ ὄφελός σου». |
|
255 | Τὸ φίτσιον ἐπαράλαβα μὲ πᾶσαν προθυμίαν κι ἐνέργουν το τιμητικὰ διχῶς ἀναμελίαν καὶ φίλος καὶ παραδεκτὸς εἰς ὅλους ἐγενόμην. Καὶ ἀρχὴν ἀρχὴν τὸ φίτσιον μου μὲ πᾶσαν καλοσύνην τὸ ἔκαμα κι ἐπληρώνουμου μου μὲ πᾶσαν δικαιοσύνην. |
|
260 | Καὶ ἄφηνα ἐκ τὸ πλήρωμα πολλῶν πτωχῶν ἀνθρώπων κι ἐξέτρεχα κι ἐβοήθουν τους μὲ πᾶσαν δίκαιον τρόπον. Κι ἐδίδασί μου πλήρωμα κι ἐγὼ ἀπιλόγιαζά το κι εἰς τὴν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ, ἐκεῖ ἐλογάριαζά το. Κι ἐλέγασι οἱ συντρόφοι μου: «Διατί οὐδὲν ἐπαίρνεις, |
|
265 | ἀμὴ κολάζεσαι εὔκαιρα καὶ δωρεὰν κοπιάζεις; Ἔπαιρνε πλήρωμα κι ἐσύ, ὡσὰν τὸ παίρνουν ὅλοι, καὶ ξέτρεχε τὸ φίτσιον σου καθημερνὴ καὶ σκόλη. Τὸ φίτσιον τὸ ἐπαρέλαβες, ἂν θέλης νὰ κερδίσης, πάσχε καὶ πλούσιους καὶ πτωχοὺς πάντας νὰ τοὺς ἐγδύσης. |
|
270 | Ἔπαιρνε ἀπ’ ὅλους πλήρωμα, κάμε καλὸν σακκούλιν, πάντα ἀπὸ τὰ κανίσκια σου πέμπε εἰς τὸν φόρον, πούλει. Διὰ τὸν ἐαυτόν σου μάζωνε καὶ καλὸν θέλει σ’ ἔβγει καὶ ὁποὺ σὲ θέλει δωριανὰ δεῖχνε του καὶ νὰ φεύγη. Ἀπ’ ὅλους ζήτα κι ἔπαιρνε πάντα τὸ πλήρωμά σου |
|
275 | ἐπεὶν δὲν εἶσαι κανενός, Σαχλίκη, κρατημένος, ὅντε δουλεύεις ἄνθρωπον, ἄς εἶσαι πληρωμένος». Κι ἐγὼ διατί ’μουν στὴν ἀρχὴν στὸ φίτσιον ἐμπασμένος, ἀλλὰ εἰς τὴν κλεψιὰν οὐδὲν ἤμουνε μαθημένος, ἐκεῖ ἔστεκα κι ἐθεώρουν τους ὡσὰν λυσσάρους σκύλους, |
|
280 | νὰ γδέρνουσι καὶ τοὺς πτωχοὺς καὶ συγγενεῖς καὶ φίλους. Ἐθώρουν καὶ διὰ λόγου τους εἶχα ἐντροπὴν μεγάλην, καὶ νά ’πες ἔκλεψά τινος καὶ ἡ ποίνα με προβάλλει. Καὶ ὡσὰν ἐμπῆ κανείς σ’ ὁδὸν, νὰ πᾶ νὰ ταξιδεύση, καὶ μὲ ἄλλους νάπτες γέροντες ἐσμίξη καὶ διανέψη, |
|
285 | οἱ νάπτες τρῶν καὶ πίνουσι, γελοῦν καὶ τραγουδοῦσιν κι εἰς τὸ καράβιν τρέχουσιν, ἐδῶ κι ἐκεῖ πηδοῦσιν, κι ἐκεῖνοι ὁποὺ εἶνιαι ἀμάθητοι κείτονται σκοτισμένοι, ξερνοῦν καὶ πάλιν θέτουσιν ὡσὰν ἀρρωστημένοι, ἐδίτις ὡς πρωτύτερα ἐλέγα καὶ ὁμιλοῦσαν |
|
290 | κι ἐγὼ ἔστεκα κι ἐθεώρουν τους ὡς ξένον παραμύθιν. Ἐντρέπομου νὰ τοὺς θωρῶ ἀνθρώπους νὰ πειράζουν κι ἐκεῖνα τὰ μαζώνασιν ὡς κλέπτες νὰ μοιράζουν. Κι ἐκεῖνοι τὰ μαζώνασιν κι ἐγὼ ἐθεώρουν κι ἔσκουν. Καὶ ἀρχὴν ἀρχὴν ἠθέλησα τὸ φίτσιον νὰ τὸ ἀφήσω, |
|
295 | κι ἔλεγα: «Εἰς τόσην ἀδικιὰν κέρδος οὐκ ἐψηφήσω». Καὶ πάλιν ἐξεδιάγερνα καὶ λέγω πρὸς ἐμέναν: «Ἂς τὸ κρατῶ τὸ φίτσιον μου καλὰ κι ἐμπιστεμένα, μηδὲ ὀρφανόν, μηδὲ πτωχόν, κινδυνεύω κανένα, ἀμὴ ὅσον ἀγαπᾶ ὁ Χριστὸς κι ἡ Ἀφεντιὰ τὸ ὁρίση |
|
300 | καὶ τὸ καπιτουλάριν μου γράφει το καὶ χωρίσει, εἰς τόσον καὶ ὀλιγότερον πλήρωμα θέλω παίρνει». |
|
- Δεν βρέθηκαν εικόνες
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Η συμπεριφορά των δικηγόρων (στ. 312-359)
Ο ποιητής περιγράφει την ανέντιμη συμπεριφορά των δικηγόρων απέναντι στους φτωχούς πελάτες τους, παρομοιάζοντας τη στάση τους με αυτή των ναυτών.
| Λοιπὸν ἐγίνουμου κι ἐγὼ τέτοιος ὡσὰν τοὺς ἄλλους κι ἐκάρφωσα εἰς τὰ μάτια μου διὰ τὰ δώσια πάλους, ἔδεσα καὶ τὴν γλῶσσα μου μὲ κανισκιοῦ ’λητάριν |
|
315 | καὶ τὰ αὐτιά μου ἐστούπωσα μὲ κέδρου τὸ λιθάριν. Ὁμολογῶ τὸ κρίμα μου, λέγω καὶ τὴν αἰτιάν μου, πολλοὶ ἂς τὴν ξεύρουν φανερὰ κι ἐμὲν τὴν ἁμαρτιάν μου. Ἀλήθεια, ὡσὰν κατέχουσιν ὅσοι καὶ μ’ ἐγνωρίσαν, ἐγὼ ἔπαιρνα ὀλιγότερον παροὺ ἐπαῖρναν ἄλλοι· |
|
320 | ἀμὴ ὅλους ἂς μᾶς πνίξουσιν μὲ τρίχινον τσαβάλι, ὅτι κανεὶς ἀπ’ ὅλους μας φόβον Θεοῦ οὐδὲν ἔχει καὶ πάντα, ἔξ’ ὅσον δύναται, γυρεύει κι ἐξετρέχει νὰ τσαφαλώνη καὶ ν’ ἁρπᾶ, νὰ πάσχη νὰ κερδαίνη. Καὶ νὰ τὸ εἰπῶ κοντολογιά· ὅλοι οἱ ἀβογαδοῦροι, |
|
325 | ὅλοι μοῦ ἐφάνησαν ἐμὲν παγκλέπτες καὶ γαδοῦροι. Καὶ ἄκουσε νὰ σοῦ εἰπῶ, τὸ τί βουλὴν κρατοῦσι καὶ εἰς τί νοῦν, εἰς ποιὸν σκοπὸν καὶ στράταν περπατοῦσιν: Εἰς τὴν ἀρχὴν εἰς μιὰν ὀμνεῖ νὰ κάμη ἐμπιστευμένα εἰς τὸ καπιτουλάριν του τὰ ἔχει ἡ Αὐθεντιὰ ὀρθωμένα, |
|
330 | καὶ νὰ εἶπες ὅρκον ἔκαμε ὅ,τι ἔναι ἐκεῖ γραμμένο, νὰ μηδὲν κάμη τίποτες ὡσά ’ν’ ἐκεῖ λυομένο· ἀμὲ ὅλον τὸ ἐξανάστροφον νὰ κάμη νὰ κερδίση κι ἐπίστευε τῆς Αὐθεντιᾶς τὸν ὅρκον νὰ πατήσει. Δουλειάν, κανίσκι ἢ ἐγγαρειὰ οὐδὲν ἔναι κρατημένος |
|
335 | νὰ ἐπάρη ἀπὸ ἄνθρωπόν τινα κι ἴτις ἔναι ὀμοσμένος. Ἀλλὰ ποτὲ δὲν ὁμιλεῖ διχῶς καλὸν κανίσκι, ἂν ἔναι καὶ θωρεῖ ἄνθρωπον νὰ πέφτη νὰ ἀποθνήσκη. Καὶ ἂν ὁμιλήση μιὰ φορά, ἔλα νὰ δευτερώση διχῶς καλὸν κανίσκευμα, διχῶς νὰ τὸν πληρώση, |
|
340 | ἂν ἔν’ καὶ συγγενεύγη τον, νὰ εἶπες δὲν τὸν γνωρίζει καὶ ὡσὰν σιμώση πρὸς αὐτόν, αὐτὸς ἀποχωρίζει. Ἂν τοῦ μιλῆς, δὲν σοῦ μιλεῖ καὶ οὐδὲν σοῦ ἀπιλογᾶται, εὑρίσκει χώρια ἀθιβολήν, ἀλλοῦ τὴν διηγᾶται. Ὅ,τι τοῦ εἰπῆς οὐδέν σοῦ ἀκούει, νὰ πῆς ὅτι ἐβουβάθη, |
|
345 | δὲν ἔχει ὀμμάτια νὰ σὲ δῆ, νὰ πῆς ὅτι ἐτυφλάθη. Ἂν ἔναι καὶ ἀκούση σου, ὅταν στραφῆ καὶ δῆ σε μὲ σκοτεινὸν ἀνάβλεμμα νὰ δείχνη μανισμένος, ὡσὰν νὰ τοῦ ἔκαμνες κακόν, νὰ σοῦ ’τον ὀργισμένος. Λέγει σου: «Καλὲ ἄνθρωπε, ἔλα εἰς ὥραν ἄλλην, |
|
350 | καὶ τούτην τὴν ὑπόθεσιν θέλεις τὴν ἀθιβάλει. Δὲν ἔν’ καιρὸς νὰ ἀφκραστῶ ἐδὰ τὴν ὁμιλιάν σου, ἄγωμε, ἀλλότες διάγειρε, νὰ ὀρθώσω τὴν δουλειάν σου». Ἄν ἔν’ καὶ κανισκέψη τον εἰς τὸν δευτέρωμόν του, πρόθυμα καὶ ὀρεκτικὰ ὑπάγει εἰς τὸ κρίσιμόν του. |
|
355 | Ἀπὸ μακρέα τὸν χαιρετᾶ καὶ γλυκοσυντηρᾶ τον, εἰς μιὰν τοῦ ἀκούει πρόθυμα, καθαροσυντηρᾶ τον, καὶ καλοσυμβουλεύει τον, γλυκοπαρηγορᾶ τον, στὴν κρίσιν τὸν ὑποκρατεῖ μὲ ὅλην τὴν δύναμίν του εἰς δίκαιον του καὶ ἄδικον, καὶ βλέπει τὴν τιμήν του. |
|
- Το κλείσιμο της αντιγραφής των έργων του Σαχλίκη με την υπογραφή του αντιγραφέα στο χειρόγραφο Μ.
Πηγή: Πρώτο Θέμα
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Βιβλιογραφία
- Αλεξίου 1988
- Στυλιανός Αλεξίου, «Η κρητική λογοτεχνία κατά τη Βενετοκρατία», Κρήτη. Ιστορία και πολιτισμός, επιμ. Ν. Μ. Παναγιωτάκης, τ. 2, Σύνδεσμος Τοπικών Ενώσεων Δήμων και Κοινοτήτων Κρήτης, Κρήτη 1988, σ. 197-229.
- Γάσπαρης 1997
- Χαράλαμπος Γάσπαρης, Η γη και οι αγρότες στη μεσαιωνική Κρήτη, 13ος-14ος αι., Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Ινστιτούτο Βυζαντινών Ερευνών, Αθήνα 1997.
- Γάσπαρης 1998
- Χαράλαμπος Γάσπαρης, «Κοινωνία και οικονομία στην Κρήτη, 13ος-15ος αι. Τα χρόνια πριν από την ακμή», Cretan Studies 6 (1998), σ. 23-36.
- Canterella 1938
- Raffaele Canterella, «Εις Κρης ποιητής του 15ου αιώνος, Στέφανος Σαχλίκης», Μύσων 7 (1938), σ. 74-91.
- Hinterberger 1996
- Martin Hinterberger, «Ο Στέφανος Σαχλίκης και η αυτοβιογραφία στο Βυζάντιο», Prosa y verso en griego medieval. Rapports of the International Congress “Neograeca Medii Aevi III”, Vitoria 1994, επιμ. J. M. Egea & J. Alonso, A. M. Hakkert, Amsterdam 1996, σ. 193-206.
- Hinterberger 1998
- Martin Hinterberger, «Η αυτοβιογραφία ως διήγηση-πλαίσιο», Cretan Studies 6 (1998), σ. 179-198.
- Καπλάνης 2011
- Τάσος Α. Καπλάνης, «Νέα λογοτεχνία, νέα ταυτότητα: Στέφανος Σαχλίκης (14ος αι.), ο πρώτος επώνυμος συγγραφέας της νεοελληνικής λογοτεχνίας», Ταυτότητες στον ελληνικό κόσμο (από το 1204 έως σήμερα). Δ΄ Ευρωπαϊκό Συνέδριο Νεοελληνικών Σπουδών, Γρανάδα 9-12 Σεπτεμβρίου 2010: Πρακτικά, επιμ. Κ. Α. Δημάδης, τ. 2, Ευρωπαϊκή Εταιρεία Νεοελληνικών Σπουδών, Αθήνα 2011, σ. 491-512.
- Legrand 1871
- Émile Legrand (επιμ.), Conseils à Franceschi par Sakhlikis. Γραφαί και στίχοι και ερμηνείαι Στεφάνου του Σαχλήκη, ποίημα ηθικόν, νυν το πρώτον κατά το εν Παρισίοις χειρόγραφον εκδοθέν, επιμελεία και διορθώσει Αιμυλίου Λεγράνδιου [Collection de monuments pour servir à l’ étude de la langue néo-hellenique, 15], Maisonneuve, Παρίσι 1871.
- Λεντάρη 2007
- Τινά Λεντάρη, «Σαχλίκης, Στέφανος (Κάστρο [Χάνδακας] Κρήτης, π. 1331-π. 1403)», Λεξικό νεοελληνικής λογοτεχνίας. Πρόσωπα, έργα, ρεύματα, όροι, Πατάκης, Αθήνα 2007, σ. 1981-1982.
- Λιουμπάρσκυ 1960
- Γ. Ν. Λιουμπάρσκυ, «Ο Κρης ποιητής Στέφανος Σαχλίκης», μτφρ. Μαρία Γ. Νυσταζοπούλου, Κρητικά Χρονικά 14 (1960), σ. 308-334.
- Luciani 1997
- Cristiano Luciani, «Autobiografismo e tradizione nell’ opera di Sachlikis e Dellaportas», Rivista di Studi Bizantini e Neoellenici 34 (1997), σ. 155-181.
- Luciani 2003
- Cristiano Luciani (επιμ.), «Stefanos Sachlikis Περί των χωριατών και των αβουκάτων. Sui villani e gli avvocati di Candia», Rivista di Studi Bizantini e Neoellenici 40 (2003), σ. 85-169.
- Μανούσακας 1990
- Μανούσος Ι. Μανούσακας, «Ο Στέφανος Σαχλίκης ποιητής του 14ου αιώνα (οριστική τοποθέτηση), Ελληνικά τ. 41, τχ. 1 (1990), σ. 120-127.
- Μανούσακας 1994
- Μανούσος Ι. Μανούσακας, «Απηχήσεις του Στεφάνου Σαχλίκη στο έργο του Λεονάρδου Ντελλαπόρτα», Λοιβή. Εις μνήμην Ανδρέα Γ. Καλοκαιρινού, Εταιρία Κρητικών Ιστορικών Μελετών, Ηράκλειο 1994, σ. 187-193.
- Μανούσακας & van Gemert 1980
- Μανούσος Ι. Μανούσακας & Arnold van Gemert, «Ο δικηγόρος του Χάντακα Στέφανος Σαχλίκης, ποιητής του ΙΔ΄ και όχι του ΙΕ΄ αιώνα», Πεπραγμένα του Δ΄ Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου (Ηράκλειο, 29 Αυγούστου-3 Σεπτεμβρίου 1976), τόμος Β΄: Βυζαντινοί και μέσοι χρόνοι, Πανεπιστήμιο Κρήτης, Αθήνα 1980, σ. 215-231.
- Μαυρομάτης & Παναγιωτάκης 2015
- Γιάννης Κ. Μαυρομάτης & Νικόλαος Μ. Παναγιωτάκης (επιμ.), Στέφανος Σαχλίκης. Τα Ποιήματα. Χρηστική έκδοση με βάση και τα τρία χειρόγραφα, ΜΙΕΤ, Αθήνα 2015, σ. 111-124.
- Panagiotakis 1987
- Nikolaos M. Panagiotakis, «Sachlikisstudien», Neograeca medii aevi: Text and Ausgabe. Tagungsakten zum internationalen wissenschaftlichen Symposion von 1986 zur Herausgabe von Texten der Byzantinischen Volksliteratur, επιμ. Hans Eideneier, Romiosini, Κολωνία 1987, σ. 219-276.
- Παναγιωτάκης 1987
- Νικόλαος Μ. Παναγιωτάκης, «Μελετήματα περί Σαχλίκη», Κρητικά Χρονικά 27 (1987), σ. 7-58.
- Papadimitriu 1896
- S. N. Papadimitriu (επιμ.), Stefan Sakhlikis i ego stikhotvorenie. Αφήγησις παράξενος, Typ. Ekonomitseskaja, Οδησσός 1896.
- van Gemert 1980
- Arnold van Gemert, «Ο Στέφανος Σαχλίκης και η εποχή του», Θησαυρίσματα 17 (1980), σ. 36-130.
- van Gemert 1997
- Arnold van Gemert, «Λογοτεχνικοί πρόδρομοι», Λογοτεχνία και κοινωνία στην Κρήτη της Αναγέννησης, επιμ. David Holton, μτφρ. Ναταλία Δεληγιαννάκη, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1997, σ. 61-67.
- van Gemert 2005
- Arnold van Gemert, «Η παράδοση και η έκδοση των έργων του Στέφανου Σαχλίκη», Αναδρομικά και Προδρομικά: Approaches to Texts in Early Modern Greek. Papers from the Conference «Neograeca Medii Aevi V» (Exeter College, University of Oxford, September 2000), επιμ. Elizabeth Jeffreys/Michael Jeffreys, Οξφόρδη 2005, σ. 411-426.
Δικτυογραφία
«Οδηγός έργων της Κρητικής Λογοτεχνίας (1370-1690)», Πρώιμες νεοελληνικές σπουδές: Neograeca Medii Aevi.
Τασούλα Μαρκομιχελάκη-Μίντζα, «Οι ποιητές του Χάνδακα (14ος-18ος αι.)», 4ο Μάτι: Εφημερίδα του 4ου Εσπερινού Επαγγελματικού Λυκείου Ηρακλείου.
* Τελευταία πρόσβαση στη δικτυογραφία: Σεπτέμβριος 2016.
Ετικετες Αναζητησης
Λογοτεχνικό Γένος
ΠοίησηΕποχές - Περίοδοι
Πρώιμη κρητική λογοτεχνία ή Περίοδος της προετοιμασίας (14ος αι.-1580) Δημώδης γραμματεία πριν από την Άλωση (12ος-15ος αι.)Τύπος Λόγου
ΑφήγησηΦύση Προσώπων
Άνθρωποι
Κατάλογος Έργων
- Αισώπου Μύθοι
- Ανακάλημα της Κωνσταντινόπολης
- Άνθη ευλαβείας
- Άνθος των χαρίτων
- Απόκοπος
- Αφήγησις Λιβίστρου και Ροδάμνης
- Αφήγησις παράξενος του ταπεινού Σαχλίκη
- Βαρλαάμ και Ιωάσαφ
- Βασιλεύς ο Ροδολίνος
- Βίοι αγίων
- Διγενής Ακρίτης
- Διήγησις Βελισαρίου
- Διήγησις εξαίρετος Βελθάνδρου του Ρωμαίου
- Διήγησις εξαίρετος ερωτική και ξένη του Ιμπερίου θαυμαστού και κόρης Μαργαρώνης
- Διήγησις εξαίρετος ερωτική και ξένη Φλωρίου του πανευτυχούς και κόρης Πλάτζια Φλώρης
- Διήγησις Ιεροθέου Αββατίου
- Διήγησις και οπτασία ωφέλιμος ορθοδόξου τινός Δημητρίου
- Διήγησις του Αχιλλέως
- Διήγησις του Πωρικολόγου
- Διήγησις του Ρεμπελιού των Ποπολάρων
- Εξήγησις της γλυκείας χώρας Κύπρου, η ποία λέγεται Κρόνικα, τουτέστιν Χρονικόν
- Ερωτικόν ενύπνιον
- Ερωτόκριτος
- Ερωτοπαίγνια
- Ερωφίλη
- Η Βοσκοπούλα
- Η Θυσία του Αβραάμ
- Η Καινή Διαθήκη
- Η Κοσμογέννησις
- Η Φυλλάδα του Μεγαλέξαντρου
- Θησαυρός
- Θρήνος εις τα Πάθη και την Σταύρωσιν του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού
- Θρήνος της Θεοτόκου
- Θρήνος της Κρήτης
- Θρήνος της Κωνσταντινούπολης
- Ιατροσόφια
- Ιστορία και όνειρο
- Ιστορία του Ταγιαπιέρα
- Κατζούρμπος
- Κλίνη Σολομώντος
- Λαϊκές αφηγήσεις
- Λεηλασία της Παροικιάς της Πάρου
- Λόγοι διδακτικοί του πατρός προς τον υιόν
- Λόγος παρηγορητικός περί Δυστυχίας και Ευτυχίας
- Μεγάλον θανατικόν από πανόκλα
- Ο Βίος του Αισώπου
- Ο Έπαινος των γυναικών
- Ο Κρητικός Πόλεμος
- Ο Οψαρολόγος
- Ο Χρονογράφος
- Παιδιόφραστος διήγησις των ζώων των τετραπόδων
- Παλαιά τε και Νέα Διαθήκη
- Πανουργίαι υψηλόταται του Μπερτόλδου
- Πανώρια
- Πένθος θανάτου, ζωής μάταιον και προς Θεόν επιστροφή
- Περί ηρώων, στρατηγών, φιλοσόφων, αγίων και άλλων ονομαστών ανθρώπων, οπού εβγήκασιν από το νησί της Κύπρου
- Περί της ξενιτείας
- Πόλεμος της Τρωάδος
- Πτωχοπρόδρομος
- Ριμάδα κόρης και νιου
- Ρίμες αγάπης (Κυπριακά ερωτικά)
- Σιντίπας
- Σπανέας
- Σπανός
- Στάθης
- Στεφανίτης και Ιχνηλάτης
- Στίχοι γραμματικού Μιχαήλ του Γλυκά ούς έγραψε καθ΄ ον κατεσχέθη καιρόν εκ προσαγγελίας χαιρεκάκου τινός
- Συναξάριον του τιμημένου γαδάρου
- Το κατά Καλλίμαχον και Χρυσορρόην ερωτικόν διήγημα
- Το Χρονικόν του Μορέως
- Φορτουνάτος
- Φυσιολόγος
- Χρονικό του Γαλαξειδιού
- Χρονικό του μοναστηριού του Αγίου Θεοδώρου Κυθήρων
- Χρονικό των Σερρών
- Χρονικόν