Η Βοσκοπούλα
Συγγραφέας: Ανώνυμος
Ποιμενικό ειδύλλιο, έργο ανώνυμου συγγραφέα, αποτελούμενο από 476 ενδεκασύλλαβους ομοιοκατάληκτους στίχους, εξαίρετο δείγμα της ποιμενικής ποίησης στον ελληνικό χώρο. Αφηγείται την τυχαία συνάντηση και τον κεραυνοβόλο έρωτα ενός βοσκού και μιας πολύ όμορφης βοσκοπούλας. Τοποθετείται χρονικά στην εποχή ακμής της κρητικής λογοτεχνίας (περ. 1580-1669), είναι γραμμένο στην κρητική διάλεκτο και αγαπήθηκε πολύ τόσο από τους λογίους όσο και από τον απλό λαό.
Στυλιανός Αλεξίου (επιμ.), Η Βοσκοπούλα. Κρητικό ειδύλλιο του 1600, Εταιρία Κρητικών Ιστορικών Μελετών, Ηράκλειο 1963.
Εισαγωγή
Η Βοσκοπούλα, που τυπώθηκε για πρώτη φορά το 1627 στη Βενετία, είναι έργο ανώνυμου συγγραφέα. Αποτελείται από 119 τετράστιχες στροφές και αφηγείται τον έρωτα ενός βοσκού και μιας βοσκοπούλας στα ειδυλλιακά δάση της Κρήτης.
Πρόσωπα και περιεχόμενο
Τα πρόσωπα της Βοσκοπούλας ουσιαστικά είναι μόνο δύο, οι νέοι εραστές. Το τρίτο πρόσωπο, ο γέρος πατέρας της κοπέλας, χρησιμεύει μόνο για την εξιστόρηση του θανάτου της κόρης του. Τα πρόσωπα παρουσιάζονται πάντα ανά δύο· κύρια ονόματα δεν υπάρχουν· οι δύο νέοι αποκαλούνται αμοιβαία «βοσκοί».
Το ποίημα αποτελείται από 476 ενδεκασύλλαβους ομοιοκατάληκτους στίχους, χωρισμένους σε 119 τετράστιχες στροφές, και αφηγείται την τυχαία συνάντηση και τον κεραυνοβόλο έρωτα ενός βοσκού και μιας πολύ όμορφης βοσκοπούλας. Αρχίζει με τη λιτή, αλλά καίρια περιγραφή, του μαγευτικού, ερημικού τοπίου, όπου πλανιέται ο νέος με το κοπάδι του. Ακολουθεί η οραματική εμφάνιση της κόρης και η πρώτη συνάντηση των δύο νέων. Το ζευγάρι ζει μαζί λίγες ευτυχισμένες μέρες και χωρίζεται, όταν θα επέστρεφε ο πατέρας της κοπέλας. Ο βοσκός υπόσχεται στην αγαπημένη του ότι θα επιστρέψει σε ένα μήνα, όμως αρρωσταίνει και δεν μπορεί να εκπληρώσει την υπόσχεσή του εγκαίρως. Όταν τελικά επιστρέφει μετά από καιρό, βρίσκει μόνο τον πατέρα της κοπέλας, ο οποίος του εξηγεί ότι η βοσκοπούλα αρρώστησε και πέθανε από τη στενοχώρια, επειδή πίστεψε ότι ο αγαπημένος της την ξέχασε. Το ποίημα κορυφώνεται με τον θρήνο του νέου πάνω στον τάφο της βοσκοπούλας.
Χρονολόγηση
Λαμβάνοντας υπόψη πως το έργο εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1627, οι μελετητές υπολογίζουν πως γράφτηκε τουλάχιστον 20 χρόνια νωρίτερα: έτσι πιθανότατα εξηγείται και γιατί ξεχάστηκε το όνομα του ποιητή, που ασφαλώς δεν ζούσε πια (Αλεξίου 1963, 47). Για τη χρονολόγηση της Βοσκοπούλας μεγάλη σημασία έχει η γλωσσική της μορφή. Από τη γλώσσα του ειδυλλίου λείπουν οι αρχαϊσμοί και ορισμένα μεσαιωνικά στοιχεία που χαρακτηρίζουν τα έργα της πρώιμης κρητικής λογοτεχνίας. Επομένως, η Βοσκοπούλα πρέπει να τοποθετηθεί στην εποχή ακμής της κρητικής λογοτεχνίας, στην περίοδο που χαρακτηρίζεται από την κανονική και με συνέπεια χρήση του εξελιγμένου κρητικού ιδιώματος ως λογοτεχνικού οργάνου, πιθανότατα στα τέλη του 16ου ή στις αρχές του 17ου αιώνα (Αλεξίου 2002, 54).
Γραμματολογικό είδος
Η Βοσκοπούλα θεωρήθηκε για πολύ καιρό αυθόρμητο, απλοϊκό γέννημα του λαϊκού βίου της Κρήτης. Πολλοί μελετητές την έβλεπαν σαν δημοτικό τραγούδι και πίστεψαν ότι το έργο βασίζεται σε κάποιο πραγματικό επεισόδιο. Η αλήθεια, όμως, είναι ότι ο μύθος και τα πρόσωπα, όπως και η αφέλεια του ύφους, είναι συμβατικά. Τα ήθη δεν είναι στην πραγματικότητα ούτε αγροτικά ούτε αστικά, είναι τα συμβατικά ήθη που επιβάλλει το λογοτεχνικό είδος. Η ερωτική λιποθυμία, τα ειδυλλιακά σπήλαια, οι ασπροντυμένες βοσκοπούλες, οι Έρωτες που κρατούν τόξα, οι αναστεναγμοί, η εύκολη αγάπη και ο εύκολος θάνατος αποτελούν λογοτεχνικά μοτίβα που συνθέτουν τον τεχνητό κόσμο της αρκαδικής ποίησης . Το ίδιο συμβατικό και ψεύτικο για την Κρήτη είναι το φυσικό και ζωικό περιβάλλον, τα δάση, τα θηρία και τα ελάφια, που αποτελούν κοινούς τόπους της ιταλικής και γενικά της δυτικής βουκολικής ποίησης (Αλεξίου 1963, 37-39). Επομένως, όλα τα παραπάνω απαρτίζουν έναν τεχνητό κόσμο ο οποίος δεν έχει μεγάλη σχέση με τη ζωή του κρητικού χωριού των χρόνων της Βενετοκρατίας. Στην Ελλάδα, πρώτος ο Κ. Θ. Δημαράς χαρακτήρισε τη Βοσκοπούλα λόγιο έργο, τυπικό αναγεννησιακό ειδύλλιο με τις υπερβολές αυτού του είδους, που γεννήθηκε από τη νοσταλγία του αστού για τη φυσική ζωή (στο Αλεξίου 2002, 47-48).
Το πρόβλημα του ποιητή
Στα 1627 ο πρώτος εκδότης της Βοσκοπούλας, ο Βενετός Antonio Pinelli, μας πληροφορεί στο εξώφυλλο του έργου ότι η έκδοση έγινε «με έξοδες του ευγενικού» Νικολάου Δρυμητινού. Ο ίδιος ο Δρυμητινός μιλά σε πρώτο πρόσωπο στον –άτεχνο– επίλογο που πρόσθεσε στο έργο και μας πληροφορεί πως το ποίημα τότε ήταν ήδη δημοφιλές, πως κυκλοφορούσαν πολλά χειρόγραφά του και πως ο ίδιος «διάλεξε με περίσσο κόπον» το καλύτερο (δηλαδή το πιο πιστό στο πρωτότυπο) χειρόγραφο του έργου. Η ποιοτική διαφορά ανάμεσα στους στίχους της Βοσκοπούλας και τον άτεχνο αυτό επίλογο, η απόκλισή του από τον χαρακτήρα του ποιήματος, που είναι φανερά αισθητικός και όχι διδακτικός, και η ίδια η ρητή δήλωση του Δρυμητινού ότι «διάλεξε» μια Βοσκοπούλα «γραμμένη», δηλαδή ένα χειρόγραφο του έργου και το τύπωσε με έξοδά του, αφαιρούν κάθε στήριγμα από την άποψη ότι ο Δρυμητινός ήταν ο ποιητής ή ο διασκευαστής της Βοσκοπούλας. Η ενότητα του ύφους του ποιμενικού ειδυλλίου δείχνει ότι ο Δρυμητινός δεν ζήτησε να μεταβάλει το ποίημα με προσθήκες και αναπτύξεις. Τα χάσματα και οι φθορές που υπάρχουν σ’ αυτό οφείλονται στην κακή παράδοση και στην αμέλεια της έκδοσης και όχι σε μια συνειδητή επεξεργασία. Επομένως, το όνομα του ποιητή της Βοσκοπούλας παραμένει άγνωστο. Καμιά μαρτυρία δεν σώζεται που να μπορεί να στηρίξει έστω και μια υποθετική ταύτιση· ούτε και η αναλογία του ύφους με άλλα έργα μάς βοηθά (Αλεξίου 2002, 55-56). Πάντως, η σχεδόν θεατρική δομή του ποιήματος, που οφείλεται στις γενικότερες επιλογές του δημιουργού, αποτελεί ένδειξη της πιθανής θεατρικής του πείρας και, οπωσδήποτε, της εξοικείωσής του με τις συμβάσεις του νεοκλασικού δράματος (Bancroft-Marcus 1997, 123).
Το ζήτημα του προτύπου
Όπως έχει ήδη αναφερθεί, στην Αναγέννηση της δυτικής Ευρώπης η βουκολική ποίηση δεν ήταν δημιούργημα των βοσκών, αλλά τέχνη που είχε σκοπό να ξεκουράσει, με την επιτηδευμένη της αφέλεια, τον κάτοικο της πολιτείας. Ιδιαίτερα στην Ιταλία, η ποιμενική ποίηση ήταν το αγαπημένο είδος των πριγκιπικών αυλών. Η κρητική αρχοντική και αστική κοινωνία του 1600 ζούσε, μέσα στα τείχη των πόλεων, μια ζωή ανάλογη προς την ιταλική, αλλά σε στενότερη επαφή με τη φύση και τον λαό. Έτσι, όταν η ειδυλλιακή Αρκαδία της ιταλικής λογοτεχνίας μεταφέρθηκε στην Κρήτη, το λογοτεχνικό αυτό είδος απέκτησε ζωή και αληθοφάνεια (Αλεξίου 2002, 47). Είναι πολύ πιθανό ότι η καλλιέργεια της βουκολικής λογοτεχνίας στην Κρήτη άρχισε με ιταλικά έργα μέσα στους κύκλους των Ακαδημιών που είχαν ιδρυθεί στο Κάστρο (Ηράκλειο) και στα Χανιά από λόγιους βενετοκρητικούς. Ίσως κάποιο τέτοιο ιταλικό ποιμενικό έργο να είναι το πρότυπο της Βοσκοπούλας. Σημαντική, λ.χ., είναι η σχέση της με το τελευταίο μέρος ενός περίφημου στην εποχή του βουκολικού ιταλικού ποιήματος, της Arcadia του Sannazaro, που τυπώθηκε στα 1502. Πάντως, όποιο κι αν είναι το ξένο πρότυπο, η γνήσια ελληνική έκφραση έδωσε ελληνικό ήθος στα πρόσωπα και ελληνικό χαρακτήρα στο ποίημα. Η Βοσκοπούλα, άλλωστε, ξεχωρίζει μέσα στην ευρωπαϊκή ποιμενική ποίηση της εποχής της με τη διαύγεια της πλοκής, την εκφραστική ακρίβεια και λιτότητα, την πειστική απόδοση των συναισθημάτων, τον περιορισμό του συμβατικού, την αποφυγή της μακρηγορίας και των μυθολογικών κοινοτοπιών. Ίσως η Βοσκοπούλα είναι το καλύτερο δείγμα του είδους σε ευρωπαϊκή κλίμακα, το μόνο που άξιζε πραγματικά να φτάσει ώς την εποχή μας (Αλεξίου 2002, 50-51).
Γλώσσα και στιχουργία
Η γλώσσα της Βοσκοπούλας είναι η κρητική διάλεκτος, όπως είχε διαμορφωθεί στην περίοδο της ακμής της κρητικής λογοτεχνίας, και όχι η (μεικτή) μεσαιωνική γλώσσα των κειμένων της περιόδου της προετοιμασίας. Από τις πρώτες στροφές του έργου ο αναγνώστης αισθάνεται ότι έχει μπροστά του ένα κείμενο ιδιωματικό. Ο ποιητής επιδιώκει την καθαρότητα του ιδιώματος, με την πυκνότητα των διαλεκτικών τύπων και την αποφυγή των λόγιων αλλά και των κοινών νεοελληνικών. Ο ανώνυμος Κρητικός πέτυχε τον τόνο της φυσικότητας, με την εκούσια λιτή και απλή γλώσσα, την απλή σύνταξη, τα αραιά και επίτηδες απέριττα και κοινά επίθετα, τις επαναλήψεις λέξεων και φράσεων, τη χρήση των συνώνυμων και την αποφυγή των διασκελισμών . Η αμέλεια, όμως, όσων αντέγραφαν τη Βοσκοπούλα τον καιρό που κυκλοφορούσε σε χειρόγραφα, και η γνωστή τάση των τυπογράφων προς το λογιότερο και προς το μη ιδιωματικό, έφθειραν σε μεγάλο βαθμό τη γλώσσα και τη στιχουργία του έργου (Αλεξίου 2002, 51-52).
Ο στίχος της Βοσκοπούλας είναι ο ενδεκασύλλαβος, αυστηρότερος όμως τονικά από τον ιταλικό. Στην έκδοση του 1627 οι στίχοι είναι χωρισμένοι σε τετράστιχα, που δηλώνονται όχι με απόσταση ανάμεσα στις στροφές, αλλά με τη μετακίνηση του πρώτου στίχου πιο αριστερά από τους τρεις άλλους. Τα τετράστιχα αντιστοιχούν σε ενότητες λογικού περιεχομένου και σπάνια παρατηρείται να μην συμπίπτει η αρχή και το τέλος του τετράστιχου με την αρχή και το τέλος μιας φράσης. Το ποίημα έχει 119 στροφές, αρχικά όμως είχε 120, γιατί ασφαλώς λείπει μια στροφή μετά τον στίχο 324, όπως φαίνεται από το νόημα. Στην πορεία η στιχουργική μορφή της Βοσκοπούλας απλουστεύτηκε και έγινε λαϊκότερη και τα τετράστιχά της είναι πια απλά ζεύγη ομοιοκατάληκτων διστίχων (Αλεξίου 2002, 53).
Εκδόσεις και διάδοση
Όταν η Βοσκοπούλα εκδόθηκε για πρώτη φορά στη Βενετία το 1627, η χειρόγραφη παράδοση και οι αλλεπάλληλες αντιγραφές ή και καταγραφές από μνήμης (η μικρή έκταση του έργου διευκόλυνε την αποστήθιση) είχαν ασφαλώς ήδη αλλοιώσει το έργο. Παρ’ όλα αυτά, στην έντυπη έκδοση του 1627 (συντομ. κριτ. υπομνήματος: Α) όχι μόνο δεν έγινε κανένας κριτικός έλεγχος του χειρογράφου που χρησιμοποιήθηκε και που φαίνεται ότι ήταν ελαττωματικό, αλλά προστέθηκαν και νέα σφάλματα (Αλεξίου 1963, 13). Την πρώτη αυτή έκδοση ακολούθησαν πυκνές ανατυπώσεις ώς τα τέλη του 18ου αιώνα στη Βενετία. Από τις πολλές φιλολογικές εκδόσεις μνημονεύουμε εκείνες του É. Legrand (1869, 1870 και 1900), του Α. Γιάνναρη (1933), έκδοση μεταθανάτια, με τη φροντίδα του Ν. Β. Τωμαδάκη, καθώς και του Λευτέρη Αλεξίου (1937). Οπωσδήποτε, ξεχωρίζει η κριτική έκδοση του Στυλιανού Αλεξίου (1963), που στηρίχθηκε στην πρώτη βενετική έκδοση του 1627 και όχι στις ανατυπώσεις, προσπαθώντας να σεβαστεί τον χαρακτήρα του έργου. Ο Αλεξίου εξέδωσε ξανά το έργο, μαζί με τον Απόκοπο, το 1971 (ανατυπώσεις 1979, 1998, 2002) με ορισμένες βελτιώσεις, λαμβάνοντας υπόψη του και το αποδιδόμενο στον λόγιο του 17ου αιώνα Λέοντα Αλάτιο χειρόγραφο του έργου –το έκανε γνωστό ο Θωμάς Παπαδόπουλος το 1969–, που ανήκει σε διαφορετικό κλάδο της κειμενικής παράδοσης και παραδίδει ενίοτε ορθότερες γραφές. Τέλος, το 2016, ο Alfred Vincent εξέδωσε τη Βοσκοπούλα σε μια «εύχρηστη έκδοση, που δεν είναι πια “αναστηλωτική”, αλλά βρίσκεται πιο κοντά στον χαρακτήρα της πρώτης βενετικής έκδοσης και των ανατυπώσεών της, απαλλαγμένη, πάντως, από τα πολυάριθμα τυπογραφικά σφάλματά τους» (Vincent 2016, οπισθόφυλλο). Εξάλλου, στη διάδοση του έργου καταγράφεται και αξιοσημείωτη μεταφραστική τύχη: μία ανώνυμη ανέκδοτη λατινική μετάφραση στα τέλη του 17ου αιώνα, η αγγλική απόδοση του Marshall (1929) και, τέλος, η ιταλική από ομάδα μεταφραστών (Αλεξίου, Pontani κ.ά., 1975).
Η Βοσκοπούλα, όπως και άλλα έργα της κρητικής λογοτεχνίας, αγαπήθηκε και από τους λογίους και από τον λαό. Αυτό φαίνεται από τη χειρόγραφη διάδοσή της και από τις πυκνές έντυπες εκδόσεις της. Σαφείς επιρροές της υπάρχουν στο έργο του Διονύσιου Σολωμού, ενώ στο παρελθόν η έρευνα έχει εντοπίσει απηχήσεις της και στην ιστορία της Haidee από τον περίφημο Don Juan του Λόρδου Βύρωνα (Αλεξίου 2002, 58), άποψη που όμως, σύμφωνα με τα τελευταία πορίσματα της έρευνας, οφείλεται σε παρεξήγηση και πρέπει να αναιρεθεί (Κατσιγιάννης 2011, 287-305). Εξάλλου, το ειδύλλιο απομνημονεύτηκε και τραγουδήθηκε πολύ σε διάφορες προφορικές παραλλαγές όχι μόνο στην Κρήτη, αλλά και στη Μήλο, τη Νάξο, τη Χίο και αλλού (Αλεξίου 2002, 57).
Αποσπάσματα
Η πρώτη συνάντηση των δύο νέων (στ. 1-100)
Ο νεαρός βοσκός περιπλανιέται στα δάση με το κοπάδι του. Ξαφνικά βλέπει μπροστά του μια όμορφη κόρη και μαγεύεται από τα κάλλη της.
| ’Σ μεγάλην ἐξοριά, σ’ ἕνα λαγκάδι, μιὰν ταχινὴν ἐπῆγα στὸ κουράδι, σὲ δέντρη, σὲ λειβάδια, σὲ ποτάμια, σὲ δροσερὰ καὶ τρυφερὰ καλάμια.
|
|
5 | Μέσα στὰ δέντρη κεῖνα τ’ ἀθισμένα, ποὺ βόσκαν τὰ λαφάκια τὰ καημένα, στὴ γῆ τὴ δροσερή, στὰ χορταράκια, ποὺ γλυκοκιλαϊδοῦσαν τὰ πουλάκια,
|
|
10 | πανώρια λυγερή, πανώρια κόρη ὡσὰν καλὴ καρδιὰ κι ὡραία στὰ θώρη, ἔβλεπε κάποια πρόβατα δικά τζη κ’ ἔλαμπε σὰν τὸν ἥλιον ἡ ὀμορφιά τζη.
|
|
15 | Ξαθά ’σαν τὰ μαλλιὰ τσῆ κεφαλῆς τση, καμάρι καὶ στολίδι τὸ κορμί τζη, κ’ ἡ φορεσιά, ποὺ φόρειεν, ἦτον ἄσπρη κ’ ἔλαμπε σὰν τὸν οὐρανὸ μὲ τ’ ἄστρη.
|
|
20 | Στρέφομαι καὶ θωρῶ τη μὲς στὰ μάτια κ’ ἐρράγην ἡ καρδιά μου τρία κομμάτια, γιατὶ ἔρωτες εἶχαν κ’ ἐδοξεῦγα καὶ νὰ μὲ σαϊττέψουν ἐγυρεῦγα.
|
|
| Κι ὡς μ’ εἴδασιν οἱ ἔρωτες κοντά τως μὲ προθυμιὰν ἁπλῶσα στ’ ἄρματά τως καὶ πιάνουσι σαΐττες καὶ βερτόνια γιὰ νὰ μοῦ δώσουν κρίση τὴν αἰώνια.
|
|
25 | Καὶ στὴν καρδιὰ ἡ σαΐττα τως μὲ σώνει· εἶπα καὶ τὸ κορμί μου δὲ γλυτώνει· τὸ φῶς μου καὶ τὰ μάτια ἐθαμπωθῆκα καὶ σὲ καημὸν ἀρίφνητον ἐμπῆκα.
|
|
30 | Κι ὀμπρὸς στὴ βρύση πέφτω λιγωμένος κ’ ἡ κόρη ἐθάρρειε κ’ εἶμαι ἀποθαμένος. Λέγει: «Τῶν ἀμματιῶ μου τὰ παιγνίδια ἐθανατῶσαν τὸ βοσκὸν αἰφνίδια.
|
|
35 | Ἔρχεται πρὸς ἐμένα καὶ γνωρίζει πὼς εἶμαι λιγωμένος κι ἀρχινίζει νὰ παίρνη ὡσὰν καλὴ καρδιὰ κι ἀέρα ἡ πλουμιστή μου κι ἄσπρη περιστέρα.
|
|
40 | Καὶ παίρνει κρυὸ νερὸν ἀπὸ τὴ βρύση κ’ ἔρχεται πρὸς ἐμένα νὰ τὸ χύση· ραίνει καὶ λαντουρᾶ τὸ πρόσωπό μου λογιάζοντας πὼς νά ’ναι γιατρικό μου.
|
|
| Τὸ πρόσωπό μου ξαναρραίνει πάλι, ὡγιὰ νὰ μὲ συφέρη ἀπὸ τὴ ζάλη. Μὲ τὸ νερὸν ἐκεῖνο μοῦ φανίστη τὸ πὼς ὁ λογισμός μου ἐξεζαλίστη.
|
|
45 | Κι ἀπὸ τὴ γῆν ἐμάζωξε γιὰ μένα βότανα καὶ λουλούδια μυρισμένα· τὰ λούλουδα κ’ οἱ ἀθοὶ μυρίζαν τόσα, νεκρὸν ἀπὸ τὸν Ἅδη <μ’> ἐσηκῶσα.
|
|
50 | Σ’ ἔγνοια πολλὴν ἐμπῆκα πῶς ν’ ἀρχίσω κ’ εἰς εἶντα μόδο νὰ τσῆ φχαριστήσω τὸ σπλάχνος τὸ πολύ, τὴν καλωσύνη, ὁπού ’δειξε σ’ ἐμὲ τὴν ὥρα κείνη.
|
|
55 | Λέγω τση: «Σ’ εἶντα μόδο νὰ γυρέψω τὸ σπλάχνος τὸ πολὺ νὰ σ’ ἀντιμέψω; Καὶ πῶς νὰ διάξω ’ς τοῦτο τὸ γομάρι, ἀνέγνωρος νὰ μὴ φανῶ στὴ χάρη;
|
|
60 | Τὸ αἷμα τσῆ καρδιᾶς μου κι ἂ σοῦ δώσω, δὲν ἠμπορῶ τὸ χριός μου νὰ πλερώσω οὐδὲ τὴν καλωσύνη σου τὴν τόση ὁ λόγος μου μπορεῖ νὰ τὴν πλερώση.»
|
|
| Ἀπιλογᾶται τότες τὸ κοράσο, λέγει μου: «Τὸ κορμί σου ἐπὰ στὸ δάσο εὑρέθηκε σὲ κίντυνο περίσσο καὶ θέλεις νὰ τὸ δῶ νὰ μὴ βουηθήσω;
|
|
65 | Ποιὸς ἄθρωπος μοῦ τό ’θελε παινέσει καὶ ποιὸς θεὸς μοῦ τό ’χε συχωρέσει; Ποιὰ λυγερὴ δὲ μ’ εἶχε κατακρίνει, ἄσπλαχνη νὰ φανῶ τὴν ὥρα κείνη;
|
|
70 | Κ’ οἱ πέτρες μοῦ τὸ θέλασι γογγύσει, μὲ δίχως πλερωμὴ νὰ σ’ εἶχ’ ἀφήσει. Ὥς καὶ ἡ ἀσκιά μου μ’ ἤθελε μισήσει, ἂ δὲν ἤθελα κάμει δίκια κρίση.
|
|
75 | Ἄσπλαχνη καὶ κακὴ μ’ ἤθελαν κράζει· ὅλοι μικροὶ μεγάλοι μ’ ἀτιμάζει· τὰ πρόβατά μου ἐθέλασινε φύγει κι οὐδ’ ἄθρωπος ποτὲ μοῦ ’θελε σμίγει.
|
|
80 | Δὲν ἧτο μπορετὸ κι ἀλλιῶς νὰ κάμω <καὶ> κάλλια βαλθῆν ἤθελα τὴν ἄμμο μὲ ἵδρωτα, μὲ πόθο νὰ μετρήσω, παρά τέτοιο βοσκὸ νὰ μὴ βουηθήσω.
|
|
| Γεῖς φρόνιμος βοσκὸς μ’ ὄμορφα κάλλη εὑρέθηκε σὲ παιδεμή μεγάλη κ’ ἤμουνε κρατημένη νὰ βουηθήσω, κόπο νὰ βάλω νὰ τὸν ἀναστήσω.
|
|
85 | Μ’ ἀποὺ τὴ φχαριστιά, βοσκέ, τὴν τόση, ἁποὺ μιλεῖς καὶ δίδεις μου μὲ γνώση, σ’ ἀγάπη περισσὴ βαλμένη μ’ ἔχεις κ’ εἰς τὰ θελήματά σου, νὰ κατέχης.
|
|
90 | Τσῆ ξᾶς μου μπλιὸ δὲν εἶν’ τὰ λογικά μου νὰ πάγω ν’ ἀκλουθῶ στὰ πρόβατά μου, μά ’χω χαρὰ νὰ στέκω στὸ λειβάδι, συντροφιασμένοι νά ’μεσταν ὁμάδι.»
|
|
95 | Ἀφήνω πᾶσα ἕνα νὰ λογιάση, πόση χαρὰν ἐπῆρα κεῖ στὰ δάση μιλώντας τσὶ καημούς μου καὶ τὰ πάθη κ’ ἡ συνοδειά μου στὰ πεθύμου νά ’ρθη.
|
|
100 | Σὰν τί χαρά ’τον τότες ἡ δική μου καὶ τί δροσιάν, ὁπού ’δεν τὸ κορμί μου! Ἄλλος βοσκὸς στὸν κόσμο δὲν ἐχάρη οὐδὲ κ’ εἰς τὸ γιαλὸ χαίρεται ψάρι. |
|
- Η σελίδα τίτλου από την πρώτη έκδοση της Βοσκοπούλας (1627) «με έξοδες του ευγενικού» Νικολάου Δρυμητινού.
Πηγή: Wikimedia Commons - William-Adolphe Bouguereau, Παστορέλα (Η μικρή Βοσκοπούλα), 1889, λάδι σε καμβά, Μουσείο Τέχνης Philbrook, Οκλαχόμα, ΗΠΑ.
Πηγή: Wikimedia Commons - William-Adolphe Bouguereau, Νεαρή βοσκοπούλα, 1858, λάδι σε καμβά, Μουσείο Τέχνης Appleton, Florida, ΗΠΑ.
Πηγή: Wikimedia Commons - Giovanni Girolamo Savoldo, Βοσκός με ένα φλάουτο, περ. 1525, λάδι σε καμβά, Κέντρο Getty, Λος Άντζελες.
Πηγή: Wikimedia Commons - Η συνάντηση των δύο νέων. Abraham Bloemaert, Βοσκός και βοσκοπούλα, 1627, λάδι σε καμβά, Κρατικό Μουσείο Κάτω Σαξονίας, Αννόβερο, Γερμανία.
Πηγή: Wikimedia Commons
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Μελοποιημένη απόδοση-διασκευή του αποσπάσματος (στ. 1-100), ερμηνεία: Κώστας Μουντάκης & Μαρία Σουλτάτου, μουσική: Κώστας Μουντάκης, ενορχήστρωση: Μάνος Μουντάκης, από το άλμπουμ Κρητική Αναγέννηση (Η βοσκοπούλα), Standard 1987.
Πηγή: YouTube«Σε δέντρι, σε λιβάδια», επιλεκτική μελοποίηση στίχων του αποσπάσματος (στ. 1-100), μουσική & ερμηνεία: Λουδοβίκος των Ανωγείων, από το άλμπουμ Ποια πάθη από τον έρωντα, Lyra 2008.
Πηγή: YouTube
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Ο έρωτας των δύο νέων και ο αποχωρισμός (στ. 217-320)
Η βοσκοπούλα προτείνει στον νέο να περάσουν τη νύχτα στη σπηλιά της, καθώς ο πατέρας της απουσιάζει. Ακολουθεί η περιγραφή πρώτα του εξωτερικού της σπηλιάς και έπειτα του εσωτερικού της. Οι δύο νέοι ετοιμάζονται να δειπνήσουν.
220 | Ἔπιαμε μιὰ καὶ δυό∙ συγκερασμένο ἤτονε τὸ πιοτό μας τὸ καημένο μὲ τὰ φιλιὰ στὸ δροσερὸν ἀέρα καὶ μὲ τὸ πιάσε ἑνοὺς τ’ ἀλλοῦ τὴ χέρα.
|
|
| Ὁ πρῶτος λόγος, ὁποὺ λέω στὴν κόρη: «Πολλά ’μαι κουρασμένος ’πὸ τὰ ὄρη κ’ ἤθελα νὰ μοῦ ἔκανες τὴ χάρη νὰ πήγαμε γοργὸν εἰς τὸ κλινάρι.»
|
|
225 | Προθυμερὰ σιμώνομε στὴν κλίνη θέτομε ἀγκαλιασμένοι ἐγὼ κ’ ἐκείνη· καὶ μὲ τὸ παῖξε - γέλασε ἀρχινίζει ὅλη ἡ ἀνατολὴ νὰ κοκκινίζη.
|
|
230 | Κ’ εἰς λίγην ὥρα βλέπομε τὸν ἥλιο κ’ ἐξάπλωνε τσ’ ἀκτῖνες του στὸ σπήλιο· περιλαμπὰς τὸν ἥλιο χαιρετοῦμε καὶ πάμε τὰ κουράδια μας νὰ βροῦμε.
|
|
235 | Καὶ πάλι τὸ βραδὺ στὸν ἴδιον τόπο εὑρίσκομέστα μὲ πιδέξιον τρόπο, π’ ἄθρωπος δὲν ἐμπόρει νὰ γνωρίση οὐδὲ ποσῶς νὰ μᾶσε μολοήση.
|
|
240 | Μά ’ρθεν ἐκείν’ ἡ ὥρα ἡ πρικαμένη, τὸ γέροντα τὸν κύρη τζη ἀνιμένει καὶ λέγει μου ἀποσπέρας ἡ κερά μου: «Ταχιά, βοσκέ, νὰ σέ ’χα συντροφιά μου!
|
|
| Τὸν κύρη μου ταχιὰ τὸν ἀνιμένω κι ἀπὸ τὸ σπήλιο οὐδὲ ποσῶς ἐβγαίνω· ἄμε καὶ σὺ στὴ μάντρα τὴ δική σου καὶ μὲς στὸ μῆνα πάλι μοῦ θυμήσου·
|
|
245 | ἐπὰ στὸν ἴδιον τόπο νὰ γυρίσης οὐδὲ ποτέ σου μὴ μ’ ἀλησμονήσης, γιατὶ τότες ὁ κύρης μου καὶ πάλι δουλειὰν ἔχει ἐδεκεῖ νὰ κάμη κι ἄλλη.»
|
|
250 | Τὴ νύκτα κείνη θέτω πρικαμένος μὲ λογισμὸ μεγάλον ὁ καημένος· τὸ Θεὸν ἐπαρακάλου νὰ μ’ ἀξιώση νὰ μὴ βιαστῆ γοργὸ νὰ ξημερώση.
|
|
255 | Μὰ λέγω τσ’ ἄχολης μου περιστέρας: «Πολλὰ βαραίνω πρὸς τὸ φῶς τσῆ μέρας, γιατὶ παρὰ ποτὲ τοῦτο τὸ βράδυ ἐβιάστη νὰ μὴ μείνωμεν ὁμάδι.»
|
|
260 | Καὶ πρὸς τὸν ἥλιο, πού ’χα πάντα θάρρος, κλαίω μὲ παραπόνεση καὶ βάρος: «Ὦ ἥλιε <μου>, πολλὴ χαρὰ ποὺ φέρνεις, γιὰ ποιὰ ἀφορμὴν ἐμένα τήνε παίρνεις;»
|
|
| Σκώνομ’ ἐγὼ πρωτύτερ’ ἀπὸ κείνη κι ἀφήνω την κ’ ἐκείτετο στὴν κλίνη· σιμώνω δὰ καὶ σκύφτω καὶ φιλῶ τη καὶ μ’ ἀναστεναγμὸ ποχαιρετῶ τη:
|
|
265 | «Γειὰ καὶ χαρὰ σ’ ἀφήνω νὰ τὴν ἔχης καὶ κάμε, πέρδικά μου, νὰ κατέχης κι ἂ ζήσω, μὲς στὸ μῆνα ἔρχομαι πάλι νὰ βρῶ τ’ ἀγγελικά, ὄμορφά σου κάλλη.»
|
|
270 | Στρέφεται καὶ θωρεῖ με κι ἀρχινίζει τὸ ριζικό τζη ν’ ἀναθεματίζη· τὰ δάκρυά της ἄρχισαν κ’ ἐτρέχα τὰ κοραλλένια χείλη της ἐβρέχα:
|
|
275 | «Ἀνάθεμά σε, μοῖρα μου καημένη, ποῦ μοῦ τὴν εἶχες τούτη φυλαμένη· ὡς ἧψα τὸ κερί, νὰ μοῦ τὸ σβήσης, σὲ μεγάλη σκοτάγρα νὰ μ’ ἀφήσης!»
|
|
280 | Σηκώνεται καὶ θὲ νὰ παραγγείλη κ’ ἐτρέμασι τὰ ζαχαρένια χείλη κι ἀπὸ τὰ δάκρυα πασανεὶς ἐγροίκα τὸ βάρος, ὁποὺ εἶχε καὶ τὴν πρίκα.
|
|
| Καὶ λέγει μου: «Βοσκέ, ἄμε, ποὺ νά ’χης καμάρι καὶ χαρές, ὅπου κι ἄ λάχης· κι ὅπου κι ἂν εἶσαι, ὁ νοῦς μου εἶ στὰ ξένα νὰ ζήσω, νὰ τελειώσω μετὰ σένα.
|
|
285 | Τσῆ ποθητῆς, ποὺ σ’ εἶχε σὰν τὸ φῶς τση κ’ ἐδιάλεξε νὰ σ’ ἔχη σύντροφό τζη, θυμήσου τση, μὴ τὴν ξαλησμονήσης καὶ κάμε το γοργὸ γιὰ νὰ γυρίσης.»
|
|
290 | ─ «Ὅνταν ἰδῆς τὸν κόρακα ν’ ἀσπρίση καὶ τὸν αὐγερινὸ ν’ ἀποσπερίση, κορμί δίχως ψυχή νὰ πορπατήση, τότες κ’ ἐγὼ θέλω σ’ ἀλησμονήσει.
|
|
295 | Πιὰ γλήγορα στὴ γῆ νὰ ζήση ψάρι κι ὁ ἔρωτας νὰ χάση τὸ δοξάρι κ’ ἡ νύκτα δίχως ἄστρα καὶ δροσούλα παρὰ ν’ ἀφήσω τέτοια βοσκοπούλα.
|
|
300 | Μ’ ἀπείτις μοῦ ’ναι τοῦ φτωχοῦ γραμμένο νὰ πορπατῶ ἀπὸ δῶ, μακρὰ νὰ πηαίνω παραγγελιὰ σ’ ἀφήνω νὰ θυμᾶσαι· πάντα στὸ νοῦ σου μετὰ μένα νά ’σαι.»
|
|
| Μὲ κλάματα κ’ ἐγὼ ἀπὸ κεῖ μισεύγω, πάγω τὰ πρόβατά μου νὰ γυρεύγω κι ἀγάλι - ἀγάλι μάκρυνα τὸν τόπο μὲ βάσανα, μὲ πρίκες καὶ μὲ κόπο.
|
|
305 | Μὰ πέρασεν ὁ μήνας, ἧρθ’ ἡ ὥρα νὰ πὰ νὰ βρῶ ἐκείνη τὴν πανώρια, μὰ θέλησεν ἡ μοῖρα μου τ’ ἀζάπη, τὸ ριζικό μου κ’ ἡ πολλή τζη ἀγάπη
|
|
310 | <κ’> ἔπεσ’ ἀρρωστημένος στὸ κλινάρι κ’ ἐλίγεψέ μου ἡ δύναμη κ’ ἡ χάρη, καὶ πρίχου γιάνω, νὰ καλοτερέψω, στράτα νὰ πορπατήσω πρὶν μπορέσω.
|
|
315 | Ἐπέρασεν ὁ μήνας πρὶ νὰ θέσω κ’ ἐδιάβη κι ἄλλος, <ὥστε> νὰ μπορέσω νὰ πορπατήσω, νὰ σαλευγουδίσω, νὰ πὰ νὰ τὴν εὑρῶ, νὰ τσῆ μιλήσω.
|
|
320 | Μὰ μέσα <’ς> τσὶ δυὸ μῆνες ἐγροικούμου τὴ δύναμη δαμάκι τοῦ κορμιοῦ μου· μὲ <πλήσια> προθυμιὰ κινῶ νὰ πάω κρατώντας τὸ ραβδάκι ν’ ἀκουμπάω. |
|
- Οι δύο νέοι στη σπηλιά. Λιθογραφία του Marc Chagall εμπνευσμένη από το ποιμενικό ειδύλλιο του Δάφνη και της Χλόης, 1977.
Πηγή: Pinterest - Πίνακας ανώνυμου καλλιτέχνη του κύκλου του Abraham Bloemaert με θέμα μια ποιμενική σκηνή. Ένας βοσκός παίζει φλογέρα καθώς μια βοσκοπούλα τον ακούει με ευλάβεια, λάδι σε καμβά, 16ος αιώνας.
Πηγή: Wikimedia Commons - Τρυφερές σκηνές ανάμεσα στους δύο νέους. William Holman Hunt, Ο μισθωτός βοσκός, 1851. Ένας νεαρός βοσκός αμελεί το κοπάδι του για χάρη μιας όμορφης βοσκοπούλας, λάδι σε καμβά, Πινακοθήκη Τέχνης Manchester, Αγγλία.
Πηγή: Wikimedia Commons - François Boucher, Δάφνις και Χλόη, 1743, λάδι σε καμβά, Συλλογή Wallace, Λονδίνο.
Πηγή: Wikimedia Commons
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- «Τραγούδι βοσκού Α΄», μουσική απόδοση-διασκευή των στ. 221-234, ερμηνεία: Κώστας Μουντάκης, μουσική: Κώστας Μουντάκης, ενορχήστρωση: Μάνος Μουντάκης, από το άλμπουμ Κρητική Αναγέννηση (Η βοσκοπούλα), Standard 1987.
Πηγή: YouTube«Τραγούδι βοσκού Β΄», μουσική απόδοση-διασκευή των στ. 237-272, ερμηνεία: Κώστας Μουντάκης, μουσική: Κώστας Μουντάκης, ενορχήστρωση: Μάνος Μουντάκης, από το άλμπουμ Κρητική Αναγέννηση (Η βοσκοπούλα), Standard 1987.
Πηγή: YouTube«Παράπονο βοσκοπούλας», μουσική απόδοση-διασκευή των στ. 273-288, ερμηνεία: Μαρία Σουλτάτου, μουσική: Κώστας Μουντάκης, ενορχήστρωση: Μάνος Μουντάκης, από το άλμπουμ Κρητική Αναγέννηση (Η βοσκοπούλα), Standard 1987.
Πηγή: YouTube«Βοσκός», μουσική απόδοση-διασκευή των στ. 289-304, ερμηνεία: Κώστας Μουντάκης, μουσική: Κώστας Μουντάκης, ενορχήστρωση: Μάνος Μουντάκης, από το άλμπουμ Κρητική Αναγέννηση (Η βοσκοπούλα), Standard 1987.
Πηγή: YouTube«Γεια και χαρά σ’ αφήνω», ο αποχαιρετισμός των δύο νέων, μουσική & ερμηνεία: Λουδοβίκος των Ανωγείων, από το άλμπουμ Ποια πάθη από τον έρωντα, Lyra 2008.
Πηγή: YouTube
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Ο θρήνος του βοσκού (στ. 341-476)
Άσχημα προαισθήματα καταλαμβάνουν την ψυχή του βοσκού, δεν μπορεί όμως να πάει στην αγαπημένη του, επειδή δεν έχει αναρρώσει ακόμη πλήρως. Όταν τελικά επιστρέφει μετά από καιρό, βρίσκει τη σπηλιά της βοσκοπούλας εγκαταλελειμμένη.
| Σ’ ἑνοὺς βουνοῦ κορφή, σ’ ἕνα χαράκι ξανοίγω καὶ θωρῶ ’να γεροντάκι κ’ ἔβλεπε κάποια πρόβατα <ὁ> καημένος, ἀδύναμος καὶ μαυροφορεμένος.
|
|
345 | Σφυρίζω καὶ φωνάζω, χαιρετῶ τον καὶ γιὰ τὴ βοσκοπούλ’ ἀναρωτῶ τον· μὲ φόβο καὶ μὲ τρόμο τοῦ δηγούμου καὶ τὰ δὲν ἤθελ’ ἄκουα κ’ ἐφουκρούμου.
|
|
350 | Γροικῶ τὸ γέρο ὀμπρὸς κι ἀναστενάζει, τὸ ριζικό, τὴ μοῖραν του ἀτιμάζει <καὶ> κλαίοντας μοῦ λέγει: «Ἡ πεθυμιά σου ἀπόθανε, δὲν εἶναι πλιὰ κοντά σου.
|
|
355 | Γι’ αὐτείνη, ποὺ ρωτᾶς, ἦτον παιδί μου, θάρρος μου τοῦ φτωχοῦ κι ἀπαντοχή μου, μὰ ὁ Χάρος τὴν ἐπῆρεν ἀπ’ ὀμπρός μου κ’ ἐθάμπωσε τὰ μάτια καὶ τὸ φῶς μου.
|
|
360 | Καλόκαρδή τον πάντα καὶ χαρά μου, ἀνάπαψη πολλὴ στὰ γερατειά μου, μὰ ὁ λογισμός, ἁπού ’χε πᾶσα βράδυ, παράκαιρα τὴν ἔβαλε στὸν Ἅδη.
|
|
| Ὁλημερνὶς κι ὁληνυκτὶς νὰ κλαίγη, χίλια κακὰ τσῆ μοίρας τση νὰ λέγη, σὰν τὸ κερὶ ἐλίγαινε, ὅνταν ἅφτη, ὥστε ποὺ διάβην εἰς τὴ γῆ κ’ ἐθάφτη.
|
|
365 | Ποτὲ τὴ νύκτα δὲν ἐθώρειεν ὕπνο οὐδ’ ἔτρωγε τὸ γιόμα οὐδὲ τὸ δεῖπνο. Ἔδιωχνεν ἀπ’ ὀμπρός τση τὸ κουράδι, ποὺ τό ’χε συντροφιὰ κ’ ἦσαν ὁμάδι.
|
|
370 | Πολλὲς φορὲς στὸν ὕπνο τζη ἐξυπᾶτο, ἀμοναχή τζη ἐμίλειε κ’ ἐδηγᾶτο κι ὥρα τὴ μιὰ μερὰ κι ἄλλη νὰ πιάση ἕνα καλὸ βοσκό, πού ’χε στὰ δάση.
|
|
375 | Ἐξύπνουν τηνε τότες κ’ ἔλεγά τζη είντα πολλὰ βαρά <’ν> τὰ ὄνειρα τζη κ’ εἶντά ’ναι τὰ δηγᾶται καὶ τὰ λέγει καὶ πάραυτας ἀρχίνιζε νὰ κλαίγη:
|
|
380 | «Κύρη, μεγάλον ἄδικο μοῦ κάνεις νὰ μὲ ξυπνᾶς καὶ νὰ μ’ ἀναθιβάνης, τὴν ὥραν, ὅπου βλέπω στ’ ὄνειρό μου τὸν πολυαγαπημένο τὸ βοσκό μου.»
|
|
| Τὰ ’ννιάμερά τζη ἦσαν ὀψές, ὑγιέ μου. Τὴν ὥρα, ποὺ ξεψύχα, ἐμίλησέ μου· παραγγελιὰ μ’ ἀφῆκε: «Ἐπὰ στὰ δάση ἕνας καλὸς βοσκὸς θέλει περάσει,
|
|
385 | μελαχρινός, λιγνὸς καὶ γελασιάρης, νέος καὶ μαυρομάτης, διωματάρης, καὶ θέλει σὲ ρωτήξει, ὡγιὰ νὰ μάθη γιὰ κείνην, ὁποὺ ἀπόθανε κ’ ἐχάθη.
|
|
390 | Καὶ νὰ τοῦ πῆς πὼς εἶν’ ἀποθαμένη, μὰ δὲν τοῦ λησμονᾶ <ποτὲ> ἡ καημένη· κι ἄς τηνὲ λυπηθῆ κι ἄς τηνὲ κλάψη, τὰ ροῦχα του γιὰ λόγου τζη νὰ βάψη.
|
|
395 | Τὴν ἀφορμὴ τοῦ ’πέ, πὼς τὴν ἐχάσε, ὡσὰν εἶδε τὴ μέρα κ’ ἐπεράσε: ζιμιὸ ἀλησμόνησέ τη τὴν καημένη· γιὰ κεῖνο ἐθανατώθη πρικαμένη.»
|
|
400 | Καὶ ἀπὸ τὰ σουσούμια ἐκεῖνος εἶσαι καὶ κλαίγει σε ἡ καρδιά μου καὶ πονεῖ σε, γιατ’ ἤθελα παιδί μου νὰ σὲ κάμω κ’ εἴχαμε μιλημένα γιὰ τὸ γάμο.»
|
|
| Ἔκλαιγεν ἡ καρδιά μου κ’ ἐθρηνᾶτο, σὰν ἄκουσα τέτοιας λογῆς μαντᾶτο· οὐδ’ ἔβλεπα οὐδ’ ἄκουα οὐδ’ ἐθώρου· στὰ πόδια <μου> νὰ στέκω δὲν ἐμπόρου.
|
|
405 | Κι ἀρχίνισα τὴ μοῖρα μου νὰ βρίζω, τὸ ριζικό μου ν’ ἀναθεματίζω, τὸν ἔρωτα τὸν ψεύτη ν’ ἀτιμάζω καὶ μπλιὸ γιὰ τὴ ζωὴ νὰ μὴ λογιάζω:
|
|
410 | «Κύρη γονή, νὰ ζήσης, ἀφεντάκι, μὴ βαρεθῆς τὴ στράτα καμποσάκι νὰ πάμε στὸ μνημούρι τσῆ κερᾶς μου, νὰ κάμω τὸ κοντέντο τσῆ καρδιᾶς μου.
|
|
415 | Σὲ σπήλιο σκοτεινὸ νὰ κατοικήσω, ποτὲ παρηγοριὰ νὰ μὴ γροικήσω, μὰ πάντα μοναχός μου νὰ γυρίζω οὐδὲ νὰ δῶ οὐδὲ ν’ ἀναντρανίζω.
|
|
420 | Δίχως γαμπά, ξεπόδητος νὰ πηαίνω ’ς τόπον ἀγκαθερὸ καὶ χιονισμένο, νὰ μὲ θωροῦ γδυμνὸ κι ἀναμαλλιάρη κι ὅλοι νὰ μὲ κρατοῦσι δαιμονιάρη.
|
|
| Γιὰ σφάλμα καὶ γιὰ πάθητα δικά μου ἔβαλα εἰς τὸν Ἅδη τὴν κερά μου. Νά ’χα τη φτάξει ζωντανή, νὰ μάθη τὴν ἀρρωστιὰ καὶ τὰ πολλά μου πάθη!
|
|
425 | Τώρα θωρῶ κι ἀλήθια μ’ ἀπαρνήθης στ’ ἀραχνιασμένο στρῶμα, ποὺ κοιμήθης· καὶ δὲ μπορῶ <ὁ> φτωχὸς νὰ σὲ ξυπνήσω, νὰ μοῦ συντύχης καὶ νὰ σοῦ μιλήσω.
|
|
430 | Μάτια <μου>, ἀφόντ’ ἐχάσετε τὸ φῶς σας μπλιὸ λυγερὴ μηδὲν ἰδῆτε ὀμπρός σας· καὶ ποιὰ παρηγοριὰ μπορεῖ νὰ σώση, ἀλάφρωση <’ς> τσὶ πόνους μου νὰ δώση;
|
|
435 | Φίλους καὶ συγγενεῖς θέλω μισήσει. Δὲ θέλω νὰ σφαγῶ, μὰ θέλω ζήσει, γιὰ νά ’χω πόνους, πρίκες καὶ λαχτάρες, καθημερνὸ καημοὺς καὶ λιγωμάρες.
|
|
440 | Μὰ θὲ νὰ ζιῶ καὶ θὲ νὰ παραδέρνω, χίλιες φορὲς τὴν ὥρα νὰ ποθαίνω· τὰ ὄρη, τὰ χαράκια νὰ μὲ φάσι καὶ νά ’ναι ἡ κατοικιά μου μὲς στὰ δάση.
|
|
| Μέρα - νύχτα νὰ κλαίω, νὰ θρηνοῦμαι, τὰ πάθη μου στὰ ὄρη νὰ δηγοῦμαι· νὰ κάμω τὰ θεριὰ νὰ μ’ ἀκλουθοῦσι, νὰ κλαίου μετὰ μένα, νὰ πονοῦσι.
|
|
445 | Μπαντούρα νὰ μὴν παίξω οὐδὲ φιαμπόλι, ’ς λειβάδι νὰ μὴ μπῶ οὐδ’ εἰς περβόλι. Τὰ πρόβατά μου μπλιὸ νὰ μὴν ἀρμέξω, μὰ νὰ περνῶ κακὸν καιρὸ κι ἀδέξο.
|
|
450 | Τὸ προβατάκι τ’ ἄσπρο, τὸ μπολιάρι, ὁπού ’χα τσῆ κερᾶς μου ἀμπολιάρε ι, ἐκεῖνο μόνο νά ’χω μετὰ μένα, νὰ πηαίνωμε τὰ δυὸ συντροφιασμένα.
|
|
455 | Νὰ κλαίγη ἐμὲ τ’ ἀρνὶ κ’ ἐγὼ τὴν κόρη, νὰ πορπατοῦμε στὰ βουνά, στὰ ὄρη· στὴν ἀγκαλιά μου νὰ τ’ ἀποκοιμίζω, τὸ ριζικό μου τὸ κακὸ νὰ βρίζω.
|
|
460 | Κι ὅντε βροντᾶ κι ἀστράφτει καὶ χιονίζει, κανεὶς βοσκὸς στὰ ὄρη δὲ γυρίζει, τότες ἐγὼ στὰ βουνὰ καὶ στὰ ὄρη νὰ κλαίγω αὐτείνη τὴν πανώρια κόρη.
|
|
| Κι ὅντεν ὁ ἥλιος καίει πέτρες καὶ ξύλα, ὅλοι σιμώνου στοῦ δεντροῦ τὰ φύλλα, τότες πάγει ὁ βοσκός, δροσιὸ γυρεύγει, ἐγὼ νά ’μαι στὸν ἥλιο νὰ μὲ καίγη.
|
|
465 | Νὰ μὴν ἐβγῆ βοσκὸς ἀπὸ τὸ σπήλιο, τὰ νέφη νὰ σκεπάσουσι τὸν ἥλιο καὶ νὰ ψυγοῦν τὰ χόρτα στὸ λειβάδι κι ἀπὸ τὴ μάντρα νὰ μὴ βγῆ κουράδι.
|
|
470 | Οὐδὲ πουλὶ στὸ δάσο μὴν πετάξη καὶ τὴν αὐγὴν ὁ πετεινὸς μὴν κράξη· <καὶ> τ’ ἀηδονάκι μπλιὸ μὴν κελαϊδήση κι ἀετὸς ἄς τυφλαθῆ, μὴν κυνηγήση.
|
|
475 | Τὴ νύκτα μὴν προβάλη τὸ φεγγάρι· εἰς τὸ γιαλὸ νὰ μὴ βρεθῆ μπλιὸ ψάρι κι ἄς ἀποφρύξου βρύσες καὶ ποτάμια κι ἄς ξεραθοῦν τὰ τρυφερὰ καλάμια.» |
|
- Δεν βρέθηκαν εικόνες
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- «Γέρος (Συνάντηση με το βοσκό)», μουσική απόδοση-διασκευή των στ. 341-350, ερμηνεία: Κώστας Μουντάκης, μουσική: Κώστας Μουντάκης, ενορχήστρωση: Μάνος Μουντάκης, από το άλμπουμ Κρητική Αναγέννηση (Η βοσκοπούλα), Standard 1987.
Πηγή: YouTube«Γέρος προς βοσκό», μουσική απόδοση-διασκευή των στ. 353-400, ερμηνεία: Γιάννης Ξυλούρης & Μαρία Σουλτάτου, μουσική: Κώστας Μουντάκης, ενορχήστρωση: Μάνος Μουντάκης, από το άλμπουμ Κρητική Αναγέννηση (Η βοσκοπούλα), Standard 1987.
Πηγή: YouTube«Βοσκός (όρκοι-μοιρολόι)», μουσική απόδοση-διασκευή των στ. 401-476, ερμηνεία: Κώστας Μουντάκης, μουσική: Κώστας Μουντάκης, ενορχήστρωση: Μάνος Μουντάκης, από το άλμπουμ Κρητική Αναγέννηση (Η βοσκοπούλα), Standard 1987.
Πηγή: YouTube«Για κείνη που ρωτάς», διασκευή του πρώτου μισού του αποσπάσματος (341-476), μουσική & ερμηνεία: Λουδοβίκος των Ανωγείων, από το άλμπουμ Ποια πάθη από τον έρωντα, Lyra 2008.
Πηγή: YouTube
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Βιβλιογραφία
- Αλεξίου 1937
- Λευτέρης Αλεξίου (επιμ.), «Η βοσκοπούλα», Το Κάστρο, τχ. 8 (1937).
- Alexiu κ.ά 1975
- S. Alexiu & A. Gentilini & M. Peri & F. M. Pontani (μτφρ.), Anonimo Cretese La voskopula [Studi bizantini e neogreci. Quaderni 9], La garangola, Padova 1975.
- Αλεξίου 1954
- Στυλιανός Αλεξίου, «Η κρητική λογοτεχνία και η εποχή της», Κρητικά Χρονικά 8 (1954), σ. 76-108.
- Αλεξίου 1963
- Στυλιανός Αλεξίου (επιμ.), Η Βοσκοπούλα. Κρητικό ειδύλλιο του 1600, Εταιρία Κρητικών Ιστορικών Μελετών, Ηράκλειο 1963.
- Αλεξίου 2002
- Στυλιανός Αλεξίου (επιμ.), Μπεργαδής Απόκοπος. Η βοσκοπούλα [Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη, ΠΟ 15], Εστία, Αθήνα 2002, σ. 43-81.
- Bancroft-Marcus 1997
- Rosemary Bancroft-Marcus, «Ποιμενικό δράμα και ειδύλλιο», Λογοτεχνία και κοινωνία στην Κρήτη της Αναγέννησης, επιμ. David Holton, μτφρ. Ναταλία Δεληγιαννάκη, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1997, σ. 95-124.
- Γιάνναρης 1933
- Α. Ν. Γιάνναρης (επιμ.), «Η βοσκοπούλα», Κρητικά Χανίων 1 (1933), σ. 139-154 [με τη φροντίδα του Ν. Β. Τωμαδάκη].
- Δημαράς 1945
- Κωνσταντίνος Θ. Δημαράς, «Σημείωμα για τη Βοσκοπούλα», Τετράδιο 2 (Αύγουστος-Σεπτέμβριος 1945), σ. 71-81.
- Κατσιγιάννης 2011
- Αλέξανδρος Κατσιγιάννης, «Ιστορίες πρόσληψης των έργων της Κρητικής Αναγέννησης. Ο Byron και η Βοσκοπούλα: Η διαιώνιση μιας παρεξήγησης», Ο Ερανιστής 28 (2011), σ. 287-305.
- Κριαράς 1953
- Εμμανουήλ Κριαράς, «Ο λαϊκότροπος χαρακτήρας της κρητικής λογοτεχνίας, οι λογοτεχνίες της Αναγέννησης και η βυζαντινή δημοτική παράδοση», Κρητικά Χρονικά 7 (1953), σ. 298-314.
- Legrand 1870
- Émile Legrand (επιμ.), Η εύμορφη βοσκοπούλα, ποίημα Νικολάου Δριμυτικού εξ Αποκορωνών της Κρήτης/La belle bergère par N. Drimytikos [Collection de monuments pour servir à l’étude de la langue néo-hellénique, 1], Imprimerie Nationale, Παρίσι 1870 (β΄ έκδοση).
- Legrand 1900
- Émile Legrand (επιμ.), La belle bergère. Poème en dialecte crétois par Nicolas Drymitinos. Publié d’ après le seul exemplaire connu de l’ edition princeps [Collection de monuments pour servir a l’ étude de la langue néo-hellénique no. 1], J. Maisonneuve, Παρίσι 1900.
- Μανούσακας 1965
- Μανούσος Μανούσακας, Η κρητική λογοτεχνία κατά την εποχή της Βενετοκρατίας, ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη 1965.
- Marshall 1929
- F. H. Marshall (μτφρ.), Three Cretan Plays. The «Sacrifise of Abraham», «Erophile» and «Gyparis», also the Cretan Pastoral Poem «The Fair Shepherdess», εισ. J. Mavrogodrato, Oxford University Press, Λονδίνο 1929.
- Pernot 1913
- Hubert Pernot, «Le poème crétois de la belle bergére», Mélanges offerts à M. Émile Picot, τ. 2, Librairie Damascéne Morgand, Παρίσι 1913, σ. 89-102.
- Πούχνερ 2007
- Βάλτερ Πούχνερ, «Η βοσκοπούλα», Λεξικό νεοελληνικής λογοτεχνίας. Πρόσωπα, έργα, ρεύματα, όροι, Πατάκης, Αθήνα 2007, σ. 318-319.
- Vincent 2016
- Alfred Vincent (επιμ.), Η Βοσκοπούλα [Παλιότερα κείμενα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, 9], ΑΠΘ, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη), Θεσσαλονίκη 2016.
- Vitti 2003
- Vitti Mario, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Οδυσσέας, Αθήνα 2003.
Δικτυογραφία
«Μελέτες για τη Νεοελληνική Λογοτεχνία. Μελέτες σε θέματα της λογοτεχνίας: Κρητική Λογοτεχνία», στην «Πύλη για την ελληνική γλώσσα και τη διδασκαλία της», Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
«Πρόσωπα και θέματα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας: Κρητική λογοτεχνία», στις «Ψηφίδες για την ελληνική γλώσσα & τη γλωσσική εκπαίδευση», Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
* Τελευταία πρόσβαση στη δικτυογραφία: Δεκέμβριος 2017.
Ετικετες Αναζητησης
Λογοτεχνικό Είδος
Ποίηση ποιμενικήΛογοτεχνικό Γένος
ΠοίησηΕποχές - Περίοδοι
Κρητική λογοτεχνία της ακμής ή Κρητική Αναγέννηση (1580-τέλη 17ου αι.) Δημώδης γραμματεία μετά την Άλωση (16ος-18ος αι.) Λογοτεχνία σε φραγκοκρατούμενα-βενετοκρατούμενα μέρη (15ος-17ος αι.)Θέματα
Γυναίκα (περιγραφή) Έρωτας Ομορφιά Περιπλάνηση Τόπος (περιγραφή) Φύση (περιγραφή/φυτικός κόσμος) Αγιότητα Ασθένεια Θάνατος Πόνος Συμφορά ΑγάπηΤύπος Λόγου
Αφήγηση Λόγος προσώπων - διάλογος Λόγος προσώπων - μονόλογος Περιγραφή Λόγος προσώπων - ελεύθερος πλάγιος λόγος Μοιρολόι - θρήνος Λόγος προσώπων - μονόλογος εσωτερικόςΦύση Προσώπων
Άνθρωποι
Κατάλογος Έργων
- Αισώπου Μύθοι
- Ανακάλημα της Κωνσταντινόπολης
- Άνθη ευλαβείας
- Άνθος των χαρίτων
- Απόκοπος
- Αφήγησις Λιβίστρου και Ροδάμνης
- Αφήγησις παράξενος του ταπεινού Σαχλίκη
- Βαρλαάμ και Ιωάσαφ
- Βασιλεύς ο Ροδολίνος
- Βίοι αγίων
- Διγενής Ακρίτης
- Διήγησις Βελισαρίου
- Διήγησις εξαίρετος Βελθάνδρου του Ρωμαίου
- Διήγησις εξαίρετος ερωτική και ξένη του Ιμπερίου θαυμαστού και κόρης Μαργαρώνης
- Διήγησις εξαίρετος ερωτική και ξένη Φλωρίου του πανευτυχούς και κόρης Πλάτζια Φλώρης
- Διήγησις Ιεροθέου Αββατίου
- Διήγησις και οπτασία ωφέλιμος ορθοδόξου τινός Δημητρίου
- Διήγησις του Αχιλλέως
- Διήγησις του Πωρικολόγου
- Διήγησις του Ρεμπελιού των Ποπολάρων
- Εξήγησις της γλυκείας χώρας Κύπρου, η ποία λέγεται Κρόνικα, τουτέστιν Χρονικόν
- Ερωτικόν ενύπνιον
- Ερωτόκριτος
- Ερωτοπαίγνια
- Ερωφίλη
- Η Βοσκοπούλα
- Η Θυσία του Αβραάμ
- Η Καινή Διαθήκη
- Η Κοσμογέννησις
- Η Φυλλάδα του Μεγαλέξαντρου
- Θησαυρός
- Θρήνος εις τα Πάθη και την Σταύρωσιν του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού
- Θρήνος της Θεοτόκου
- Θρήνος της Κρήτης
- Θρήνος της Κωνσταντινούπολης
- Ιατροσόφια
- Ιστορία και όνειρο
- Ιστορία του Ταγιαπιέρα
- Κατζούρμπος
- Κλίνη Σολομώντος
- Λαϊκές αφηγήσεις
- Λεηλασία της Παροικιάς της Πάρου
- Λόγοι διδακτικοί του πατρός προς τον υιόν
- Λόγος παρηγορητικός περί Δυστυχίας και Ευτυχίας
- Μεγάλον θανατικόν από πανόκλα
- Ο Βίος του Αισώπου
- Ο Έπαινος των γυναικών
- Ο Κρητικός Πόλεμος
- Ο Οψαρολόγος
- Ο Χρονογράφος
- Παιδιόφραστος διήγησις των ζώων των τετραπόδων
- Παλαιά τε και Νέα Διαθήκη
- Πανουργίαι υψηλόταται του Μπερτόλδου
- Πανώρια
- Πένθος θανάτου, ζωής μάταιον και προς Θεόν επιστροφή
- Περί ηρώων, στρατηγών, φιλοσόφων, αγίων και άλλων ονομαστών ανθρώπων, οπού εβγήκασιν από το νησί της Κύπρου
- Περί της ξενιτείας
- Πόλεμος της Τρωάδος
- Πτωχοπρόδρομος
- Ριμάδα κόρης και νιου
- Ρίμες αγάπης (Κυπριακά ερωτικά)
- Σιντίπας
- Σπανέας
- Σπανός
- Στάθης
- Στεφανίτης και Ιχνηλάτης
- Στίχοι γραμματικού Μιχαήλ του Γλυκά ούς έγραψε καθ΄ ον κατεσχέθη καιρόν εκ προσαγγελίας χαιρεκάκου τινός
- Συναξάριον του τιμημένου γαδάρου
- Το κατά Καλλίμαχον και Χρυσορρόην ερωτικόν διήγημα
- Το Χρονικόν του Μορέως
- Φορτουνάτος
- Φυσιολόγος
- Χρονικό του Γαλαξειδιού
- Χρονικό του μοναστηριού του Αγίου Θεοδώρου Κυθήρων
- Χρονικό των Σερρών
- Χρονικόν