Διήγησις και οπτασία ωφέλιμος ορθοδόξου τινός Δημητρίου
Συγγραφέας: Λαυρέντιος Ιερομόναχος
Οραματικό κείμενο του 16ου αιώνα, γραμμένο από τον Μητροφάνη και μεταγλωττισμένο σε δημώδη γλώσσα από τον παπά-Λαυρέντιο. Περιγράφεται μια περίπτωση νεκροφάνειας με πρωταγωνιστή τον Δημήτριο, που εργάζεται σε μεταλλωρυχείο της Μακεδονίας. Στο κείμενο, επιπλέον, ασκείται κριτική στους σύγχρονους ιερωμένους και υπάρχει έντονο το διδακτικό στοιχείο.
Ελένη Κακουλίδη-Πάνου (επιμ.), «Μια ζωγραφιά του Παραδείσου: Κατά το χειρόγραφο 106 της Μονής Αγίου Στεφάνου των Μετεώρων», Κληρονομία 29 (1997), σ. 103-119.
Εισαγωγή
Η Διήγησις και οπτασία ωφέλιμος ορθοδόξου τινός Δημητρίου συγγραφείσα παρά Μητροφάνους ιερομονάχου, πνευματικού και ρήτορος, τεθείσα δε εις κοινήν φράσην παρά του πνευματικού κυρού Λαυρεντίου, όπως είναι ο πλήρης τίτλος της, είναι ένα κείμενο οραματικής αφήγησης γραμμένο τον 16ο αιώνα.
Το κείμενο αυτό φαίνεται πως ήταν πολύ δημοφιλές, αν κρίνουμε από το πλήθος των χειρογράφων που βρέθηκαν στις βιβλιοθήκες του Αγίου Όρους (π.χ. αρ. Ι 104 (1188) της Μονής Μεγίστης Λαύρας) και των Μετεώρων (106 της Μονής Αγίου Στεφάνου). Η ταυτότητα του συγγραφέα δεν έχει διερευνηθεί πλήρως, αν και υπάρχουν αρκετές εικασίες, καθώς το όνομα Μητροφάνης εμφανίζεται συχνά κατά τον 16ο αιώνα (Κεχαγιόγλου 1999, 373). Ως προς το θέμα της πατρότητας, η Ελένη Κακουλίδη-Πάνου (2011, 25) αναφέρει ότι ο Όσιος Μητροφάνης ήταν μαθητής και συνασκητής του Οσίου Διονυσίου του Ρήτορος στη Σκήτη της Αγίας Άννης. Από ό,τι φαίνεται, στον ίδιο κύκλο ανήκε και ο ιερομόναχος Λαυρέντιος, ο οποίος (θα ήταν εκείνος που) μετέφερε το πρωτότυπο κείμενο από τη λόγια γλώσσα του Μητροφάνη στη δημώδη γλώσσα. Παρ’ όλα αυτά, θα πρέπει να περιμένουμε την ανάληψη και ολοκλήρωση μιας ειδικής έρευνας γύρω από την ταυτότητα του αρχικού συγγραφέα, ο οποίος πάντως πρέπει να συνέταξε μια λογιότερη μορφή του κειμένου γύρω στα 1580 (Κεχαγιόγλου 2003, 256).
Τη χρονιά αυτή ο Δημήτριος ζούσε στο χωριό Ίσβορος, στην επαρχία της Ιερισσού, και ήταν «ρούπνικος», δηλαδή λατόμος. Μετά τον θάνατο του παιδιού του αρρώστησε βαριά από τη θλίψη και έμεινε κλινήρης για δεκαπέντε μέρες περίπου. Κάποια στιγμή, χάνοντας τις αισθήσεις του, φάνηκε ότι πεθαίνει, γι’ αυτό ο περίγυρός του είχε αρχίσει ετοιμασίες για την κηδεία του, όταν ο Δημήτριος ξαφνικά, με έναν αναστεναγμό, επανήλθε. Αργότερα διηγείται ό,τι είδε κατά την "απουσία" του. Αναφέρεται στο ον που τον ανέβασε, διασχίζοντας εφτά ουρανούς, σε έναν ειδυλλιακό τόπο, στα παιδιά του που συνάντησε εκεί, σε φοβερές οντότητες, στη μεταθανάτια τύχη των αιρετικών αλλά και των ανάξιων ιερέων. Παρά τη μετάβασή του στον άλλο κόσμο, διαπιστώνεται πως ο Δημήτριος βρίσκεται εκεί από λάθος και επιστρέφεται πάραυτα στο σώμα του. Κάπως απότομα τελειώνει η αφήγηση της μεταθανάτιας εμπειρίας του και ακολουθεί η βεβαίωση της γνησιότητας του συμβάντος από τον Μητροφάνη, η κριτική προς τους ιερωμένους, καθώς και παραινέσεις για μετάνοια.
Τα οράματα και οι οπτασίες που περιγράφουν ταξίδια στο υπερπέραν είναι πολύ συχνά στην ελληνική και δυτική γραμματεία από τον Μεσαίωνα και έπειτα. Αν και συνδέονται με την αποκαλυπτική και την αγιολογική γραμματεία και έχουν ηθικοδιδακτικούς, κυρίως, στόχους (προτροπή για μετάνοια, δογματική καθαρότητα και ζωή εναρμονισμένη με τις επιταγές του δόγματος), κάποια μπορεί να περιλαμβάνουν και διαφορετικές προθέσεις, όπως η σάτιρα ή η κριτική (Κεχαγιόγλου 1999, 373).
Η οπτασία Δημητρίου προέρχεται από μοναστικό περιβάλλον και αναδεικνύει την ευθύνη και την ανάγκη της ευσυνειδησίας των ιερωμένων. Η κριτική που ασκείται στους «ανάξιους» ιερωμένους είναι σφοδρή, καθώς φτάνει μέχρι την απειλή για την αιώνια τιμωρία στον άλλο κόσμο. Ωστόσο, δεν είναι δυνατό να διαπιστωθεί αν η στηλιτευτική διάθεση «ανήκει ήδη στον αρχικό συντάκτη, ή στον δημώδη διασκευαστή Λαυρέντιο... με τα λίγα στοιχεία που δίνει το ίδιο το κείμενο» (Κεχαγιόγλου 1999, 373). Από τα υπόλοιπα ενδιαφέροντα στοιχεία της ποιητικής του κειμένου, μπορεί κανείς να σταθεί στα εξής: το επέκεινα βρίσκεται ψηλά και, επιπλέον, υπάρχει διαφοροποίηση στην έννοια του άλλου κόσμου σε σχέση με αυτή του δημοτικού τραγουδιού ή άλλων διδακτικών κειμένων. Δεν υπάρχει Κόλαση και Παράδεισος, οι νεκροί βρίσκονται όλοι μαζί ως σκιές μεν, ωστόσο σε ενιαίο χώρο, περιμένοντας την Τελική Κρίση και υποφέροντας για τις αμαρτίες τους, αλλά όχι με την καθιερωμένη έννοια της Κόλασης. Αξιοσημείωτη, εξάλλου, είναι και η εικόνα που παρουσιάζεται σχετικά με την τύχη των αλλόθρησκων ή των αιρετικών, η οποία φαίνεται προδιαγεγραμμένη και αδυσώπητη.
Το κείμενο είναι γραμμένο σε δημώδη γλώσσα, ενώ δεν λείπουν και οι εκκλησιαστικοί όροι. Ωστόσο, ο λόγος είναι ζωντανός και ρέει αβίαστα, οι περιγραφές γλαφυρές και με φωτογραφική ζωντάνια απομακρύνονται από την καταθλιπτική, μπαρόκ ατμόσφαιρα παρόμοιων κειμένων ιδίως της Δύσης, καθώς σκοπός εδώ δεν είναι ο τρόμος της τιμωρίας, αλλά το δέλεαρ της μετά θάνατον μακαριότητας.
Η έκδοση της Οπτασίας Δημητρίου πραγματοποιήθηκε για πρώτη φορά από την Ελένη Κακουλίδη-Πάνου (1997) με βάση το χειρόγραφο 106 της Μονής του Αγίου Στεφάνου των Μετεώρων. Επιπρόσθετα, το μεγαλύτερο τμήμα του κειμένου έχει συμπεριληφθεί, σε μονοτονικό και εκσυγχρονισμένο ορθογραφικά, και στις δύο πεζογραφικές ανθολογίες επιμελημένες από τον Γιώργο Κεχαγιόγλου (1999 και 2003 αντίστοιχα), ο οποίος ωστόσο στηρίζεται σε έναν αγιορείτικο κώδικα, το χειρόγραφο της Μονής Μεγίστης Λαύρας Ι 104 (1188). Ο σύμμεικτος αυτός κώδικας είναι θρησκευτικού ενδιαφέροντος και περιλαμβάνει κυρίως ψυχωφελείς διηγήσεις και λόγους, ανάμεσα όμως στα κείμενα που παραδίδει είναι και μια πολύ ενδιαφέρουσα δημώδης παραλλαγή τού πολύ αγαπητού αγιολογικού μυθιστορήματος Βαρλαάμ και Ιωάσαφ. Το κείμενο παρατίθεται εδώ σύμφωνα με την έκδοση της Κακουλίδη-Πάνου.
Αποσπάσματα
Η μετάβαση στον Άλλο Κόσμο
Ο Δημήτριος είναι ανθρακωρύχος στην περιοχή της Ιερισσού. Όταν ο γιος του πεθαίνει σε μικρή ηλικία, ο Δημήτριος αρρωσταίνει βαριά και βρίσκεται κλινήρης σε κωματώδη κατάσταση. Ο παλμός του αδυνατίζει, έτσι οι συγγενείς τον θεωρούν νεκρό και τον κλαίνε. Όμως, ο Δημήτριος ξαφνικά ξυπνάει.
| – Ἐγὼ ὡσὰν ἐκείτομουν εἰς τὸ κρεβάτι ἀσθενημένος ἄνοιξα τὰ μάτια μου καὶ ἔξαφνα εἶδα ἕναν ἄνθρωπον καὶ ὁμοίαζεν ὡσὰν ἀστραπὴ καὶ ἦτον πολλὰ εὔμορφος καὶ ἦλθε καὶ ἐστάθη ἀπάνωθέ μου καὶ ἦτον φορεμένος φορέματα χρυσὰ μὲ πολλὲς βαφὲς καὶ ἔφεγγαν τὰ φορέματά |
|
| του καὶ ἦτον πλουμιστὰ μὲ πολλὲς λογὲς ἄνθη καὶ χρώματα καὶ τόσον ἦτον εὔμορφος καὶ χαρούμενος, ὅτι δὲν ἠμπορῶ νὰ τὴν εἰπῶ μὲ λόγον τὴν εὐμορφάδα καὶ τὸ κάλλος ὁποὺ εἶχεν αὐτὸς καὶ τὰ ροῦχα του. Τὸ λοιπὸν ὡσὰν τὸν εἶδα, ἄλλαξεν ὁ νοῦς μου καὶ ἀστόχησα τὸν κόσμον τοῦτον, καὶ ὅλον ἐκεῖνον τὸν εὔμορφον ἄνθρωπον ἔβλεπα καὶ δὲν ἤθελα |
|
φ. 159v
| νὰ χωρισθῶ ἀπ’ αὐτόν. Καὶ μετὰ ταῦτα ἐφάνη μου ὅτι ἐχω- ρίσθηκα ἀπὸ ἐσένα καὶ εὑρέθηκα εἰς τὰς ἁγίας χεῖρας ἐκείνου, καὶ ἐκεῖ- νος βαστώντας με εἰς τὰς χεῖρας του ἐπέταξεν καὶ ἐφαίνετον πὼς ὑπά- γει ἀπάνω ὑψηλὰ καὶ ἐφάνη μου ὅτι ἐπεράσαμεν ἕως ἑπτὰ οὐρανοὺς καὶ ἀπὸ τὸ πολὺ ὕψος ὁποὺ ἐπήγαμεν ἀστόχησα πόσους οὐρανοὺς ἐπε- |
|
| ράσαμεν, ὅτι ὡσὰν κύκλους μοῦ ἐφαίνετον ὅτι ἐπερνούσαμεν ἀπὸ τὸν κάτω εἰς τὸν ἄνω καὶ ἀπ’ ἐκεῖνον εἰς ὑψηλότερον, ἕως οὗ ἐπεράσαμεν ὅλους. Εἰς δὲ τὴν στράταν ὁποὺ ἀναβαίναμεν δὲν ἦτον φῶς καθαρόν, ἀμὴ ἦτον ὡσὰν ἀντάρα, καὶ ὡσὰν ἐπεράσαμεν ἐκείνους τοὺς οὐρανοὺς ὁποὺ σοῦ εἶπα, παρευθὺς μοῦ ἐφάνη πὼς ἐφθάσαμεν εἰς ἄλλον κόσμον. |
|
φ. 160 | Καὶ τὸ φῶς τοῦ κόσμου ἐκείνου ἦτον ἀλλέως παρὰ τούτου τοῦ κόσμου, ὅτι ἦτον πολλὰ λαμπρότερον καὶ φωτεινότερον, ὁμοίως καὶ ἡ γῆ ἐκείνη ἦτον θαυμαστὴ πολλὰ καὶ ὑψηλὴ καὶ δὲν ἦτον ὡσὰν ἐτού- την τὴν γῆν νὰ ἔχη ξύλα καὶ χορτάρια καὶ πέτρες καὶ ρέματα, ἀμὴ ὅσα εἶχεν ἐκείνη ἡ γῆ δὲν δύνομαι νὰ τὰ διηγηθῶ πῶς ἦτον. Μόνο ἐκείνη ἡ |
|
| γῆ ἦτον ἁπαλὴ καὶ ὡσὰν κάμπος εὔμορφος, ὡσὰν νὰ τὸν ἤθελεν ἰσάσει τινὰς διὰ νὰ πιλαλοῦν ἄλογα, ὁ δὲ κάμπος τῆς γῆς ἐκείνης ἦτον πλουμι- σμένος ὅλος μὲ τρεῖς γενεὲς δένδρα ἀνθισμένα πολλὰ εὔμορφα, τῶν ὁποί- ων δένδρων καὶ ἀνθῶν τὴν καλὴν μυρωδίαν καὶ τὸ κάλλος δὲν δύνεται νὰ τὰ εἰπῇ κανεὶς μὲ λόγον, τὰ ὁποῖα δένδρα, τὸ ἕνα μοῦ ἐφαίνετον ἦτον |
|
φ. 160v | ὡσὰν ἀνθισμένη ἀμυγδαλέα, τὰ δὲ ἄλλα δύο, τὸ ἕνα μοῦ ἐφαίνετον ὡσὰν τὸ κόκκινον τριαντάφυλλον ὁποὺ μυρίζει εὔμορφα, τὸ δὲ ἄλλον ἐφαίνετον ὡσὰν καλοκαιρινὸν κρίνον, ὡσὰν ἀπ’ αὐτὰ τὰ δένδρα καὶ λουλούδια ἦτον γεμάτη ἡ γῆ ἐκείνη. Περιπατοῦντες λοιπὸν ἐκεῖ εὑρέθημεν εἰς τόπον τινὰ καὶ βλέπομεν |
|
| ἔμπροσθέν μας δύο θύρες κλεισμένες μὲ σιδηρὲς πόρτες καὶ καλὰ βου- λωμένες καὶ εἰς τὴν δεξιὰν πόρταν ἔμπροσθεν ἐστέκονταν κάποιοι πολὺ νέοι ἄνδρες ἀσπροφόροι καὶ ἐφύλαγαν τὴν πόρταν, εἰς δὲ τὴν ἀριστερὰν πόρταν πάλιν ἐστέκονταν ἄλλοι μεγάλοι ἄνδρες μαῦροι καὶ ἐφύλαγαν αὐτήν. Ὡς δὲ ἐφθάσαμεν ἔμπροσθεν τῶν θυρῶν ὁποὺ ἐπροείπαμεν, λέ- |
|
φ. 161
| γει μου ἐκεῖνος ὁ θαυμαστὸς ἄνθρωπος ὁπού μοῦ ἐκράτειεν καὶ μὲ ὁδή- γαν: «Σκύψε κάτω γλήγορα καὶ προσκύνησε». Καὶ ἐγὼ παρευθὺς γλή- γορα ἔσκυψα κάτω καὶ ἐπροσκύνησα καὶ μὲ πολὺν φόβον καὶ τρόμον ἐκειτόμουν τὰ πίστομα εἰς τὴν γῆν. Καὶ ἐκεῖ ποὺ εὑρίσκομουν ἤκουσα φωνὴν ὡσὰν ἀπὸ ἄνωθέν μου καὶ ὥσπερ νὰ ἤρχετο ἡ φωνὴ ἀπὸ |
|
| κάτωθεν, καὶ ἔλεγε: «Διατὶ ἤφερες τοῦτον ἐδῶ; δὲν σὲ εἶπα ἐγὼ νὰ φέ- ρης τοῦτον, ἀλλὰ τὸν γείτονά του τὸν Νικόλαον νὰ φέρης. Καὶ αὐτὸς δὲ ποὺ ἤφερες ἔχει ἀκόμη νὰ ζήση εἰς τὴν γῆν πολὺν καιρόν». Καὶ ὡσὰν ἤκουσεν ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος ὁποὺ μὲ ἐκράτειε ταύτης τῆς φωνῆς καὶ αὐτὰ τὰ λόγια, ἐσήκωσέ με παρευθὺς γλήγορα ἀπὸ τὴν |
|
φ. 161v | γῆν καὶ λέγει μου: «Ἀκολούθει με», καὶ μὲ πολλὴν βίαν ἀρχίσαμεν καὶ ἐπεριπατούσαμεν ὡς πρὸς τὰς Ἀνατολάς. Καὶ ὡσὰν ἐπεράσαμεν ὀλί- γον ἐκεῖθεν, εὑρέθημεν εἰς ἕνα μεγάλον καὶ θαυμαστὸν κάμπον καὶ εἶχεν ἐκεῖνος ὁ κάμπος πολλὰ καὶ καλὰ καὶ εὔμορφα δένδρα ἀν- θισμένα. Καὶ τὰ δένδρα ἐκεῖνα δὲν ἦτον μιᾶς λογῆς μόνον, ἀλλὰ πᾶσα |
|
| δένδρον ἐφαίνετον πὼς εἶχε τρεῖς εὐμορφάδες, καὶ ὡς βάνω εἰς τὸν νοῦν μου ἦτον ἀπ’ ἐκεῖνα τὰ τρία φυτὰ ὁποὺ ἐπροείπαμεν ὅτι ἦτον ὡσὰν ἀν- θισμένα ὡς ἡ ἀμυγδαλέα καὶ ὡς τριαντάφυλλον καὶ ὡς κρίνον καλοκαι- ρινόν. Καὶ εἰς καθένα δένδρον ἦτον ἀποκάτω εἰς τὸν ἥσκιον του ἕνας ἄν- θρωπος καὶ ἐκάθετον, καὶ ἐκεῖνοι οἱ ἄνθρωποι κατὰ τὴν ἡλικίαν, ἤγουν |
|
φ. 162 | εἰς τὸ μάκρος καὶ εἰς τὸ πλάτος ἦτον ὅμοιοι, ἀμὴ εἰς τὴν ὄψιν καὶ εἰς τὸ πρόσωπον δὲν ἦτον ὅμοιοι, ἀμὴ ἄλλοι ἦτον λαμπροὶ καὶ εὔμορφοι, ἄλλοι δὲ τὰ πρόσωπα αὐτῶν ἔφεγγαν, ἄλλοι πάλιν ἦσαν παρακάτω ὡσὰν νὰ εἰποῦμεν μελαχρινοὶ καὶ ἄλλοι ἦσαν μαυριδεροὶ καὶ δὲν ἦσαν εὔμορφοι. Καὶ ἐκεῖνοι ὁποὺ ἐπροείπαμεν ὅτι ἦταν ἄσπροι |
|
| καὶ φωτεινοὶ ἦτον καὶ τὰ πρόσωπα αὐτῶν πολλὰ χαρούμενα, τῶν δὲ μελανῶν τὰ πρόσωπα ἐφαίνοντο στυγνὰ καὶ λυπημένα. Καὶ ἐγνώριζεν ἕκαστος τὰ ἑαυτοῦ ἔργα ὁποὺ ἔπραξεν εἰς ἐτοῦτον τὸν κόσμον εἴτε πο- νηρὰ εἴτε ἀγαθὰ ἀπὸ μικροῦ ἕως μεγάλου, ὅτι εἶχεν ἀπάνω του κάποια σημεῖα τῆς ἐργασίας του καὶ καθένας τὸν ἐγνώριζεν ποῖος εἶναι, ἤγουν |
|
| ἢ γεωργὸς εἶναι ἢ λεφτουργὸς ἢ χαλκεὺς ἢ πόρνος ἢ κλέπτης ἢ φονεὺς ἢ ἄλλον ὁποὺ ἔπαθεν ἢ ἔπραξεν εἰς τὸν κόσμον, ὅλα ἐφαίνονταν ἀπάνω τοῦ καθενός. Καὶ πάντες βλέποντες ἕνας τὸν ἄλλον ἐγνώριζαν ποῖοι εἶναι καθένας καὶ οὐ χρείαν εἶχεν κανένας νὰ ρωτᾶ ἕνας τὸν ἄλλον ποῖος εἶναι ἢ πόθεν εἶναι ἢ τί ἔπραξεν, ὅτι φανερὰ ἦτον τοῖς πᾶσιν. |
|
- Δύο άγγελοι μεταφέρουν μια ανθρώπινη ψυχή στον Παράδεισο, πίνακας του William-Adolphe Bouguereau (1825-1905).
Πηγή: Wikimedia Commons - «Και το φως του κόσμου εκείνου... ήτον πολλά λαμπρότερον και φωτεινότερον... ». Ο Δάντης και η Βεατρίκη ατενίζουν τον υψηλότερο Ουρανό, σχέδιο του Gustave Doré από εικονογραφημένη έκδοση της Θείας Κωμωδίας του Δάντη.
Πηγή: Wikimedia Commons - Hendrick de Clerck και Denis van Alsloot, Παράδεισος, περ. 1607, Πινακοθήκη Alte, Μόναχο, Γερμανία.
Πηγή: Wikimedia Commons - Χορωδία των αγγέλων, λεπτομέρεια από τον πίνακα Η Ανάληψη της Παναγίας του Francesco Botticini, που εκτίθεται στην Εθνική Πινακοθήκη του Λονδίνου.
Πηγή: Wikimedia Commons - Hans Memling, Η τελική κρίση (περ. 1467-1471). To αριστερό τμήμα του τρίπτυχου απεικονίζει τους ευλογημένους μπροστά στις πύλες του Παραδείσου μαζί με τον Άγιο Πέτρο, ελαιογραφία σε καμβά, Εθνικό Μουσείο Gdánsk, Πολωνία.
Πηγή: Wikimedia Commons - Louis Janmot, Το πέταγμα της ψυχής, 1854, λάδι σε ξύλο, Μουσείο Καλών Τεχνών της Λυόν, Γαλλία.
Πηγή: Wikimedia Commons
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Περιήγηση στον Άλλο Κόσμο και επιστροφή στην επίγεια ζωή
Ο Δημήτριος, με τη συνοδεία ενός αγγελόμορφου άντρα, περιηγείται στον Άλλο Κόσμο. Αντικρίζει μέρη και πρόσωπα θαυμαστά και νιώθει άλλοτε αγαλλίαση και άλλοτε τρόμο.
| Καὶ ὅσον ἔλεγεν ταῦτα ἐκεῖνος ὁ θαυμαστὸς ἄνθρωπος, ἀκούω καὶ ἐβγῆκεν ἀπὸ κάτωθεν ὡσὰν μίαν βροντὴ μεγάλη καὶ φοβερὰ καὶ ἐβγῆ- κεν βρόμα μεγάλη καὶ βοὴ ὡσὰν ὅταν καίεται ἕνας λόγγος μέγας καὶ νὰ κοχλάζη τὸ νερὸν ἐκεῖνο τοῦ ποταμοῦ, οὕτως ἐβγαίνει ἐκείνη ἡ βοὴ |
|
φ. 169 | καὶ μέγας φοβερισμὸς ἀκούετον. Καὶ ἀντάμα μετ’ ἐκείνην τὴν φοβερὰν βοὴν ἔβγαινεν καὶ ἄλλη βοὴ πικρὰ καὶ θλιβερὰ ὡσὰν νὰ ἦτον ἕνας μέγας δράκων ἢ ἄλλο μέγα θηρίον καὶ νὰ συρίζη καὶ νὰ βρύχεται καὶ νὰ ἀνα- στενάζη συχνά, ἔτσι ἀκούετον καὶ ἔβγαινεν ἀποκάτω τῆς γῆς. Καὶ ὡσὰν ἄκουσα ἐγὼ ἐκείνης τῆς φοβερᾶς καὶ ἀνυπομονήτου καὶ θλι- |
|
| βερᾶς φωνῆς, ἐσάλευσε καὶ ἐτρόμαξεν ὁ νοῦς μου καὶ ἐγύρευα νὰ κρυ- φτῶ εἰς τὸν κόλπον τοῦ θαυμαστοῦ νεανίου ὁποὺ μὲ ὁδήγαν, διὰ νὰ μὴν ἀκούω ἐκείνην τὴν φωνὴν τὴν φοβερὰν καὶ ἀνυπομόνητον βοήν, καὶ μὲ πολὺν φόβον καὶ τρόμον ἠρώτησα αὐτὸν τὸν νεανίαν καὶ εἶπα του: «Κύ- ριέ μου, τί εἶναι ἐτούτη ἡ φοβερὰ καὶ πικρὰ καὶ τρομερὴ φωνὴ καὶ βοή»; |
|
| Καὶ ἐκεῖνος εἶπε μοι: «Ἐτοῦτος εἶναι ὁ παμφάγος Ἅδης, ἤγουν ὁποὺ τρώγει ὅλους καὶ χορταμὸν δὲν ἔχει», καὶ πάλιν ἤκουσα ἄλλην φωνὴν ὡσὰν νὰ ἔρχεται ἀποπάνω πολλὰ ψηλὰ καὶ ἔλεγεν ἡ φωνὴ ἐκείνη: «Τί φωνάζεις, τί κλαίεις, τί στεναχωρᾶσαι, καρτέρησον ὀλίγον καιρὸν καὶ ἔχεις νὰ χορτάσης ἐκ πολλῶν ἐπισκόπων ἀναξίων καὶ ἱερέων ἀναξίων |
|
φ. 169v | καὶ καλογέρων». Ταύτης τῆς φωνῆς ἀκούσας, ἀκόμη φαίνεταί μου καὶ ἔναι εἰς τὰ ἀφτία μου, καὶ παρευθὺς εὑρέθηκα εἰς τὸ σπίτι μου καὶ βλέ- ποντας τὸ κορμί μου ἄσχημον δὲν ἤθελα νὰ ἔμπω μέσα. Ὁ δὲ νεανί- σκος ὁποὺ μὲ ἐκράτειεν μὲ ἔμπασε μέσα μὲ πολλὴν δύναμιν εἰς τὸ κορ- |
|
| μί μου, ὅμως θέλων καὶ μὴ θέλων ἐμπῆκα, καὶ τόσον μὲ ἐπόνεσε τὸ κορ- μὶ ὅλον, ὡσὰν νὰ ἤθελεν πέσει εἰς τὸ κορμί μου ἕνα δένδρον μέγα μὲ ὅλα τὰ κλαδία, καὶ ἀπὸ τὴν πολλὴν ἄμπωσιν καὶ τὴν βίαν ὅλα μου τὰ μέλη καὶ τὰ νεῦρα καὶ αἱ κλειδώσεις, ἐσάλευσαν, ὁμοίως καὶ τὰ κόκαλα. Τὸ λοιπὸν ἡ γραία ἡ πενθερά του καὶ ἡ γυναίκα του ὡσὰν ἤκουσαν |
|
φ. 170 | τοιαῦτα θαυμαστὰ καὶ παράδοξα λόγια ἐβγῆκαν ἔξω καὶ ἐλέγαν τὰ ὅσα ἤκουσαν ἀπ’ αὐτὸν τὸν Δημήτριον ἄλλων γυναικῶν καὶ γει- τονισσῶν καὶ συγγενῶν αὐτῶν. Καὶ ἐκεῖναι αἱ γυναῖκες πάλιν τὰ ἔλε- γαν ἄλλες καὶ ἔτσι εἰς ὀλίγην ὥραν τὰ ἤκουσαν ὅσοι ἐκατοικοῦσαν αὐ- τοῦ εἰς τὸν Ἴσβορον καὶ εἰς τὰ Σιδηροκαύσια. |
|
| Καὶ ἐκεῖνες δὲ τὲς ἡμέρες ἔλαχεν εἰς τὸν Ἴσβορον καὶ εἰς τὰ Σι- δηροκαύσια ὁ προρρηθεὶς ἐν ἀρχῇ ὁ ἐν ἱερομονάχοις καὶ πνευματικοῖς καὶ ρήτωρ Μητροφάνης ὁποὺ ἔγραψεν αὐτὴν τὴν Διήγησιν καὶ Ὀπτα- σίαν εἰς τὴν ρητορικὴν φράσιν καὶ παρευθὺς ἔδραμε καὶ αὐτὸς ὡς φιλό- θεος ὁποὺ ἦτον καὶ ἐνάρετος νὰ ἐρωτήση καὶ νὰ μάθη τοιαῦτα θαυμα- |
|
φ. 170v | στὰ καὶ παράδοξα λόγια. Kαὶ εὑρῆκε τὸν προρρηθέντα Δημήτριον καὶ ἄρχισε νὰ τὸν ἐρωτᾶ μετὰ πάσης ἀκριβείας καὶ κατανύξεως ἐὰν εἶναι ἀλήθεια ἐκεῖνα ὁποὺ ἤκουσε καὶ ἔλεγαν οἱ γειτόνοι του δι’ αὐτὸν καὶ ἄλλοι ἄνθρωποι. |
|
- Λεπτομέρεια από τον πίνακα του Γεώργιου Κλόντζα Η Δευτέρα Παρουσία (τέλη 16ου αι.), στην οποία απεικονίζεται η τιμωρία των αμαρτωλών στην Κόλαση.
Πηγή: Wikimedia Commons - Η τιμωρία των αμαρτωλών στην Κόλαση, μωσαϊκό στη Βασιλική του Torcello, ένα μικρό νησάκι στη Βενετία.
Πηγή: Wikimedia Commons - Η Κλίμακα του Παραδείσου, αλληγορία της πορείας της χριστιανικής ζωής, κατά την περιγραφή του Άγιου Ιωάννη της Κλίμακος. Κάποιοι μοναχοί δελεάζονται από τους δαίμονες και καταλήγουν στην Κόλαση. 12ος αι., Μονή Αγ. Αικατερίνης, όρος Σινά της Αιγύπτου.
Πηγή: Wikimedia Commons - Μια κάπως διαφορετική απεικόνιση του προηγούμενου θέματος.
Πηγή: Wikimedia Commons - O «παμφάγος Άδης», λεπτομέρεια από τοιχογραφία του μοναστηριού Gelati στη δυτική Γεωργία. Η Κόλαση εδώ απεικονίζεται με τη γκροτέσκα μορφή ενός μεγάλου δράκου, όπως αναφέρεται και στο συγκεκριμένο απόσπασμα.
Πηγή: Wikimedia Commons
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Βιβλιογραφία
- Κακουλίδη-Πάνου 1997
- Ελένη Κακουλίδη-Πάνου (επιμ.), «Μια ζωγραφιά του Παραδείσου: Κατά το χειρόγραφο 106 της Μονής Αγίου Στεφάνου των Μετεώρων», Κληρονομία 29 (1997), σ. 103-119.
- Κακουλίδη-Πάνου 2011
- Ελένη Κακουλίδη-Πάνου (επιμ.), Κυπριακός πεζός λόγος, 15ος-17ος αιώνας, Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών Κύπρου, Λευκωσία 2011, σ. 25-32 και 32-37.
- Κεχαγιόγλου 1999
- Γιώργος Κεχαγιόγλου (επιμ.), Η παλαιότερη πεζογραφία μας. Από τις αρχές της ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Τόμος Β΄1: 15ος αιώνας-1830, Σοκόλης, Αθήνα 1999, σ. 370-374.
- Κεχαγιόγλου 2003
- Γιώργος Κεχαγιόγλου (επιμ.), Πεζογραφική ανθολογία. Αφηγηματικός γραπτός νεοελληνικός λόγος. Βιβλίο πρώτο: Από τα τέλη του Βυζαντίου ώς τη Γαλλική Επανάσταση, ΑΠΘ, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη), Θεσσαλονίκη 2003, σ. 256-262.
Ετικετες Αναζητησης
Λογοτεχνικό Γένος
Κείμενα πεζού λόγουΕποχές - Περίοδοι
Δημώδης γραμματεία μετά την Άλωση (16ος-18ος αι.)
Κατάλογος Έργων
- Αισώπου Μύθοι
- Ανακάλημα της Κωνσταντινόπολης
- Άνθη ευλαβείας
- Άνθος των χαρίτων
- Απόκοπος
- Αφήγησις Λιβίστρου και Ροδάμνης
- Αφήγησις παράξενος του ταπεινού Σαχλίκη
- Βαρλαάμ και Ιωάσαφ
- Βασιλεύς ο Ροδολίνος
- Βίοι αγίων
- Διγενής Ακρίτης
- Διήγησις Βελισαρίου
- Διήγησις εξαίρετος Βελθάνδρου του Ρωμαίου
- Διήγησις εξαίρετος ερωτική και ξένη του Ιμπερίου θαυμαστού και κόρης Μαργαρώνης
- Διήγησις εξαίρετος ερωτική και ξένη Φλωρίου του πανευτυχούς και κόρης Πλάτζια Φλώρης
- Διήγησις Ιεροθέου Αββατίου
- Διήγησις και οπτασία ωφέλιμος ορθοδόξου τινός Δημητρίου
- Διήγησις του Αχιλλέως
- Διήγησις του Πωρικολόγου
- Διήγησις του Ρεμπελιού των Ποπολάρων
- Εξήγησις της γλυκείας χώρας Κύπρου, η ποία λέγεται Κρόνικα, τουτέστιν Χρονικόν
- Ερωτικόν ενύπνιον
- Ερωτόκριτος
- Ερωτοπαίγνια
- Ερωφίλη
- Η Βοσκοπούλα
- Η Θυσία του Αβραάμ
- Η Καινή Διαθήκη
- Η Κοσμογέννησις
- Η Φυλλάδα του Μεγαλέξαντρου
- Θησαυρός
- Θρήνος εις τα Πάθη και την Σταύρωσιν του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού
- Θρήνος της Θεοτόκου
- Θρήνος της Κρήτης
- Θρήνος της Κωνσταντινούπολης
- Ιατροσόφια
- Ιστορία και όνειρο
- Ιστορία του Ταγιαπιέρα
- Κατζούρμπος
- Κλίνη Σολομώντος
- Λαϊκές αφηγήσεις
- Λεηλασία της Παροικιάς της Πάρου
- Λόγοι διδακτικοί του πατρός προς τον υιόν
- Λόγος παρηγορητικός περί Δυστυχίας και Ευτυχίας
- Μεγάλον θανατικόν από πανόκλα
- Ο Βίος του Αισώπου
- Ο Έπαινος των γυναικών
- Ο Κρητικός Πόλεμος
- Ο Οψαρολόγος
- Ο Χρονογράφος
- Παιδιόφραστος διήγησις των ζώων των τετραπόδων
- Παλαιά τε και Νέα Διαθήκη
- Πανουργίαι υψηλόταται του Μπερτόλδου
- Πανώρια
- Πένθος θανάτου, ζωής μάταιον και προς Θεόν επιστροφή
- Περί ηρώων, στρατηγών, φιλοσόφων, αγίων και άλλων ονομαστών ανθρώπων, οπού εβγήκασιν από το νησί της Κύπρου
- Περί της ξενιτείας
- Πόλεμος της Τρωάδος
- Πτωχοπρόδρομος
- Ριμάδα κόρης και νιου
- Ρίμες αγάπης (Κυπριακά ερωτικά)
- Σιντίπας
- Σπανέας
- Σπανός
- Στάθης
- Στεφανίτης και Ιχνηλάτης
- Στίχοι γραμματικού Μιχαήλ του Γλυκά ούς έγραψε καθ΄ ον κατεσχέθη καιρόν εκ προσαγγελίας χαιρεκάκου τινός
- Συναξάριον του τιμημένου γαδάρου
- Το κατά Καλλίμαχον και Χρυσορρόην ερωτικόν διήγημα
- Το Χρονικόν του Μορέως
- Φορτουνάτος
- Φυσιολόγος
- Χρονικό του Γαλαξειδιού
- Χρονικό του μοναστηριού του Αγίου Θεοδώρου Κυθήρων
- Χρονικό των Σερρών
- Χρονικόν