Βασιλεύς ο Ροδολίνος
Συγγραφέας: Τρώιλος Ιωάννης Ανδρέας
Ο Βασιλεύς ο Ροδολίνος είναι τραγωδία που γράφτηκε στο Ρέθυμνο από τον Ιωάννη Ανδρέα Τρώιλο κατά τον 17ο αιώνα και εκδόθηκε στη Βενετία το 1647. Το πρότυπο της τραγωδίας αυτής είναι το έργο Il Re Torrismondo του Torquato Tasso, με σημαντικές ωστόσο τροποποιήσεις στη δομή και στο περιεχόμενο. Ο Ροδολίνος χαρακτηρίζεται από υψηλή αισθητική ποιότητα, περίτεχνο και σύνθετο ύφος και εκφραστική γλώσσα.
Μάρθα Αποσκίτη (επιμ.), Ροδολίνος, τραγωδία Ιωάννη Ανδρέα Τρωίλου (17ου αιώνα), πρόλογος Στυλιανός Αλεξίου, Στιγμή, Αθήνα 1987.
Εισαγωγή
Ο Βασιλεύς ο Ροδολίνος είναι τραγωδία που γράφτηκε στο Ρέθυμνο από τον Ιωάννη Ανδρέα Τρώιλο τον 17ο αιώνα και εκδόθηκε στη Βενετία το 1647. Αν και ήταν έργο αρκετά γνωστό στην εποχή του, αργότερα περιήλθε σε αφάνεια (Puchner 1997, 181). Δεν ανέβηκε ποτέ ως παράσταση στο θέατρο πριν από το 1962, οπότε και παρουσιάστηκε από το Εθνικό Θέατρο, σε σκηνοθεσία Αλέξη Σολομού. Το πρότυπο της τραγωδίας αυτής είναι το έργο Il Re Torrismondo του Torquato Tasso (1544-1595), με σημαντικές τροποποιήσεις στη δομή και στο περιεχόμενο.
Η ιστορία διαδραματίζεται σε προχριστιανική εποχή στη Μέμφιδα της Αιγύπτου. Κεντρικοί πρωταγωνιστές είναι ο Τρωσίλος, βασιλιάς της Περσίας, και ο φίλος του Ροδολίνος, βασιλιάς της Αιγύπτου. Στην πρώτη πράξη ο Ροδολίνος αφηγείται στον έμπιστό του Ερμήνο τα παρελθοντικά γεγονότα τα οποία αποτελούν τη βάση της υπόθεσης: ο Τρωσίλος, κατά τη συμμετοχή του σε ένα κονταροχτύπημα (γκιόστρα), ερωτεύεται την κόρη του βασιλιά της Καρχηδόνας Αρετούσα, ο πατέρας της όμως απαγορεύει τον γάμο, καθώς ο αδερφός της είχε σκοτωθεί σε πόλεμο εναντίον των Περσών. Τότε ο Τρωσίλος στέλνει τον Ροδολίνο να ζητήσει δήθεν για δική του γυναίκα την Αρετούσα, με απώτερο σκοπό να τη φέρει στον ίδιο. Ο Ροδολίνος προσφέρεται να βοηθήσει, όμως η Αρετούσα τον ερωτεύεται. Έτσι, γίνονται ζευγάρι κατά τη διάρκεια του ναυαγίου του πλοίου τους σε ένα νησί. Ο Ροδολίνος, εντούτοις, αρχίζει να νιώθει ενοχές για την προδοσία του προς τον φίλο του – η σύγκρουση της φιλίας με τον έρωτα τον ωθεί στη σκέψη της αυτοκτονίας. Ο Ερμήνος τότε τον συμβουλεύει να αποκαλύψει την αλήθεια στον Τρωσίλο, και από αυτό το σημείο ξεκινά η δράση στο έργο. Ο Ερμήνος θεωρεί ότι ο Τρωσίλος θα υποχωρήσει μπροστά στη φιλία τους και προτείνει να του δώσει για σύζυγο την αδερφή του Ροδοδάφνη, η οποία είναι αφιερωμένη στη θεά Άρτεμη και δεν επιθυμεί να παντρευτεί. Τότε, η μητέρα της Αννάζια (γρα βασίλισσα) την πείθει με δυσκολία να παντρευτεί. Εντωμεταξύ, η Αρετούσα αντιλαμβάνεται την ψυχρότητα του Ροδολίνου απέναντί της, πράγμα που της προκαλεί ανησυχία και θλίψη. Όταν φτάνει ο Τρωσίλος, της στέλνει γαμήλια δώρα και τότε ο Ροδολίνος τής αποκαλύπτει ότι στην πραγματικότητα ζήτησε το χέρι της, με σκοπό να την παραδώσει στον Τρωσίλο. Η Αρετούσα, πιστεύοντας ότι ο Ροδολίνος δεν την αγαπά, αυτοκτονεί με δηλητήριο. Ο Ροδολίνος την προλαβαίνει λίγο πριν ξεψυχήσει, της εξομολογείται την αγάπη του και, καθώς εκείνη ξεψυχά, ο ίδιος αυτοκτονεί. Η Ροδοδάφνη δεν αντέχει το πλήγμα και πεθαίνει και αυτή, ενώ ο Τρωσίλος, όταν καταφθάνει, πληροφορείται τα συμβάντα από μια επιστολή του Ροδολίνου και πέφτει στο ξίφος του. Η βασίλισσα Αννάζια εμφανίζεται χαρούμενη για τον διπλό γάμο, αλλά το κλίμα μεταστρέφεται μετά το άκουσμα των τραγικών γεγονότων.
Το ιταλικό πρότυπο εμπνέεται από μεσαιωνικούς θρύλους και έπη του Βορρά (Νιμπελούγκεν, Τριστάνος και Ιζόλδη). Η δράση εκτυλίσσεται στην παγωμένη Σκανδιναβία, ενώ στο έργο εμφανίζεται το αγαπητό στην ιταλική ποίηση μοτίβο του «χαμένου παιδιού» αλλά και η αιμομιξία. Αντιθέτως, στο κρητικό έργο τα δύο αυτά στοιχεία απουσιάζουν – η αμαρτία είναι ηθική και όχι φυσική· αυξάνεται, όμως, ο αριθμός των θανάτων (Puchner 1997, 182· Σολομός 1998, 76). Επιπλέον, ο Τρώιλος προτάσσει στο έργο του τον πρόλογο του «Μελλούμενου», αφαιρεί σκηνές του προτύπου και προσθέτει δικές του –όπως και χορικά –, που είναι πρωτότυπες συνθέσεις και δείχνουν την ποιητική του ικανότητα (Puchner 1997, 183). Εκτός από το ιταλικό πρότυπο, σημαντικό ρόλο στη σύλληψη της πλοκής και των προσώπων έπαιξε και η Ερωφίλη του Χορτάτση (Puchner 1997, 185).
Κεντρικό στοιχείο της τραγωδίας είναι η σύγκρουση μεταξύ της φιλίας και του έρωτα, η οποία οδηγεί «χωρίς κάποια εσωτερική αναγκαιότητα σε τετραπλή αυτοκτονία» (Puchner 1997, 185)· οι εξελίξεις επισφραγίζονται από την παντοδυναμία της Τύχης (με την έννοια της ειμαρμένης), του Μελλούμενου, που σε όλη την πορεία του έργου θα είναι παρούσα κατευθύνοντας τις δραματικές εξελίξεις (Σολομός 1998, 77).
Αν και το έργο διαθέτει λυρικές και ποιητικές αρετές, παρουσιάζει αρκετές δραματουργικές αδυναμίες· γενικά ο λυρισμός και οι περιγραφές επικρατούν της δράσης. Είναι ενδεικτικό ότι τα κυριότερα επεισόδια της τραγωδίας δεν εκτυλίσσονται μπροστά στον θεατή, αλλά γίνονται γνωστά από αφηγήσεις, διάλογοι κομβικοί μεταφέρονται από τρίτους με πολλές λεπτομέρειες, ενώ, σε γενικές γραμμές, κυριαρχεί ο μονόλογος (Αποσκίτη 1987, 36-41). Στον Ροδολίνο οι συγκρούσεις είναι εσωτερικές και η δράση συντελείται υποσυνείδητα (Σολομός 1998, 99)· ο ήρωας με τη μελαγχολική και σκοτεινή φύση του, χαμένος σε στοχασμούς και με τάση για φιλοσοφικό αναστοχασμό των πραγμάτων, δεν καταφέρνει να δώσει μια αναίμακτη λύση σε μια κατάσταση που δημιουργήθηκε από τον ίδιο, σπρώχνοντας εντέλει στον θάνατο πολλά από τα υπόλοιπα πρόσωπα του δράματος. Με βάση αυτά τα στοιχεία, ο Puchner (1997, 187) χαρακτηρίζει τον Ροδολίνο ως μπαρόκ ψυχόδραμα. Από την άλλη, η αδερφή του Ροδολίνου, Ροδοδάφνη, προσπαθεί να αντισταθεί στη μοίρα που άλλοι τής επιφυλάσσουν, προβάλλοντας την ιδεολογία της και την επιθυμία της για ανεξαρτησία ως πιστή της θεάς Άρτεμης, υποτάσσεται, όμως, στο τέλος και αυτή στην Τύχη και τις σκοτεινές βουλές της. Η γηραιά βασίλισσα Αννάζια αποτελεί ίσως το πιο δραματικό πρόσωπο του έργου, που από τη χαρά καταποντίζεται σε ένα απύθμενο πένθος το οποίο είναι καταδικασμένη να βιώσει.
Πράγματι, στο έργο ενυπάρχουν πολλά μπαρόκ στοιχεία, όπως το πάθος και η βία, η προσπάθεια για δημιουργία υποβλητικής ατμόσφαιρας, η μεγάλη έμφαση στη λεπτομέρεια και η υπερβολή. Επίσης, οι γλαφυρές περιγραφές τελετών, ενδυμασιών, αρχιτεκτονικών επιτευγμάτων κ.ά., αλλά και η κλιμακούμενα όλο και πιο σκοτεινή και «εσωτερική» ατμόσφαιρα που δημιουργείται, με αποκορύφωμα το αιματηρό τέλος. Εξάλλου, στόχος του μπαρόκ είναι ο εντυπωσιασμός και η εμφύσηση δέους και συγκίνησης στον θεατή (Σολομός 1998, 94-95· Πούχνερ & Αθήνη 2007, 1487).
Ο Ροδολίνος περιλαμβάνει 3.232 στίχους, οργανωμένους, κατά βάση, σε ομοιοκατάληκτα δεκαπεντασύλλαβα δίστιχα, και είναι γραμμένος στο ιδίωμα της δυτικής Κρήτης. Ο πρόλογος του Μελλούμενου είναι συνθεμένος σε ενδεκασύλλαβους (σε μορφή ottava rima ), ενώ τρία από τα πέντε χορικά έχουν τη μορφή σονέτου και αποτελούν πρωτότυπες συνθέσεις. Η γλώσσα του έργου είναι πλούσια και εκφραστική με αρκετά λόγια στοιχεία, βυζαντινές αλλά και ιταλικές λέξεις. Επιπλέον, στο έργο υπάρχουν μυθολογικά και κλασικά στοιχεία, τα οποία συμπλέκονται με τα μεσαιωνικά χαρακτηριστικά της εποχής και του προτύπου του (Αποσκίτη 1987, 32-35).
Το έργο εκδόθηκε το 1647 στη Βενετία και το μοναδικό σωζόμενο αντίτυπο βρίσκεται στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη. Ο Μ. Ι. Μανούσακας δημοσίευσε μια κριτική έκδοση αποσπασμάτων του κειμένου το 1953 και το 1962· ακολούθησε το 1976 μια φωτογραφική επανέκδοση του βενετικού εντύπου, με πρόλογο του F. R. Walton και εισαγωγή του Μ. Ι. Μανούσακα και, τέλος, η κριτική έκδοση το 1987 από τη Μάρθα Αποσκίτη, προλογισμένη από τον Στυλιανό Αλεξίου, με βάση την οποία ανθολογούνται τα παρακάτω αποσπάσματα.
Ο Ιωάννης Ανδρέας Τρώιλος γεννήθηκε γύρω στο 1590 στο Ρέθυμνο και ανήκε σε αστική οικογένεια, πιθανότατα ιταλικής καταγωγής. Ο ποιητής υπηρέτησε ως υπάλληλος του βενετικού κράτους και έζησε μεταξύ Ιταλίας και Κρήτης. Το έργο του Βασιλεύς ο Ροδολίνος είχε ήδη γραφτεί το 1640 και είναι αφιερωμένο στον εύπορο δικηγόρο και έμπορο Θωμά Φλαγγίνη, άνθρωπο με κύρος στη Βενετία και φίλο των γραμμάτων, τον οποίο και αποκαλεί μαικήνα. Μετά το 1647-1648 δεν διαθέτουμε κάποια πληροφορία για την τύχη του ποιητή (Αποσκίτη 1987, 15-17).
Αποσπάσματα
Αφιέρωση στον Θωμά Φλαγγίνη
| Πρὸς τὸν λαμπρότατον καὶ περιφανέστατον κύριον κύριον Θωμᾶ Φλαγγίνην τὸν ἐξοχότατον και εὐγενέστατον ῥήτορα καὶ τοῦ ἡμετέρου γένους δόξαν, τιμὴ καὶ ἒπαινος.
Ἰωάννης Ἀνδρέας ὁ Τρώϊλος |
|
| Ἀφέντη μου λαμπρότατε κ’ εὐγενικέ, ἁπ’ οἱ τόσες ποὺ σοῦ δουλεύγουν ἀρετές καὶ συντροφιάζου γνῶσες καὶ πλιάτερα παρ’ ἂνθρωπον ὅλους νὰ σὲ τιμοῦσι τσ’ ἀνθρώπους προσκαλούσινε καὶ νὰ σὲ προσκυνοῦσι, |
|
5 | μὴν κρίνεις γιὰ ὑπερηφανειά σήμερο τὴ δική μου δούλεψη, τὴν ἐμπιστικὴ καὶ θεληματική μου, γιατὶ ὡς ψυχάρι στὴ φωτιὰ ὁ νοῦς μου τριγυρίζει τὴ χάρη σου, κι ὁρέγεται τόσο νὰ τὸν ὁρίζει, ὅσο μὲ πεθυμιὰ καρδιᾶς στὴ ζέστη τση ἀποθαίνει, |
|
10 | γνωρίζοντας αὐτείνη πὼς πάλι τὸν ἀνασταίνει, ἀπεὶς θωρεῖ τσὶ χάριτες τσ’ οὐρανικὲς σιμά σου κι ἀστράφτουν εἰς τὴ γλῶσσα σου, φέγγου στὸ σάλεμά σου, καὶ δείχνουσί σε πὼς ἐσὺ μόνον ἐσένα ὁμοιάζεις καὶ μὲ τὴ γνώση ὥς τσ’ οὐρανοὺς τὴ δόξα σου ἀνεβάζεις. |
|
15 | Τ’ ἁμάξι σου τὸ υπέρλαμπρο καὶ ψυχωμένο ἐσένα ἄλογα δὲν τὸ σέρνουσι, σὰ βλέπομε εἰς πάσ’ ἔνα, μὰ ἡ πίστη κ’ ἡ εὐσέβεια κ’ ἡ ἐσπλαχνιά σου ἡ πλήσα κ’ ἡ φρόνεση βαστοῦσι το κ’ οἱ ἴδιες τὸ ἐστολίσα, καὶ ὡς ἥλιος φέγγει καθαρὸς μὲ διχωστὰς σκονάδι, |
|
20 | γιατὶ ὁδηγό ἔχεις τὸ πρεπὸ καὶ τὴν τιμὴν ὁμάδι· μᾶλλιος ἐσύ ’σαι τσῆ τιμῆς τσ’ ἴδιας καθάρια εἰκόνα καὶ φῶς καῖ μοναχὴ στολὴ σ’ τοῦτο μας τὸν αἰώνα. Γιὰ τοῦτο καὶ τσὶ πράξες σου ζηλειὰ ἡ καταραμένη ντρέπετ’, ὅντα σὲ στοχαστεῖ, κι ὁλόβουβη ἀπομένει· |
|
25 | κ’ ἡ φήμη ὡς μεγαλόψυχο, σ’ ὅ,τι οὐρανός σκεπάζει, τσὶ γνῶμες σου τσ’ εὐγενικὲς νὰ φέρνει δὲ σκολάζει. Λοιπὸν ὁ νοῦς τὴ δούλεψη γυρεύοντας νὰ κάμει πλιὰ φανερή, καὶ τοῦ κορμιοῦ καὶ τὴ δική του ἀντάμι, σ’ ἄλλο καιρὸν ἀνάπαψης τοῦτο ἐπειδὴ εἶχε φτάξει |
|
30 | τὸ ποίημα στὴ γλώσσα μας τὴν κρητικὴ νὰ πράξει, ἀποκοτῶ καὶ πέμπω το, σημάδι τσῆ πολλῆς μου εὐλάβειας καὶ ταπείνωσης κι ὄρεξης τσῆ καλῆς μου, ἁποὺ ἔχω κ’εἶχα ἀπὸ καιροὺς εἰς τὴ λαμπρότητά σου, μ’ ἕνα μου μέρος πλιὰ ἀκριβὸ ν’ ἀκολουθῶ τσ’ ἀσκιᾶς σου, |
|
35 | συρμένος, ὡς τὸ σίδερον, ἀποὺ τὴν πέτρα ἐκείνη πού, ὡς τσῆ σιμώσει, δὲ μπορεῖ πλιὸ νὰ τσ’ ἀπομακρύνει, πολλὰ παρακαλώντας σε γιὰ χάρη νὰ θελήσεις μὲ τ’ ὄνομά σου τὸ λαμπρὸ κι ἄξο νὰ τὸ στολίσεις, γιατὶ μὲ τέτοια φορεσάν, ὅπου φανεῖ ντυμένο, |
|
40 | κι ἀποὺ τσὶ Μώμους θέλ’ εἰσται κι ἀπ’ ὅλους τιμημένο. Κύριο σὲ κάμνω βέβαιο τότε καὶ Μαικενάτε, ἡ χάρη σου παντοτινὰ στὸν κόσμο να ἐπαινᾶται. Δῶρον ἄν εἶναι χαμηλό, ψηλή ’ναι ἡ θέλησή μου, ἀμ’ εἰσὲ περισσότερο δὲ φτάνει ἡ μπόρεσή μου, |
|
45 | μὰ δέξου το, ὡς βασιλιόν, ἁπού ’θελε τοῦ φέρει λίγο νερὸν ἕνας βοσκὸς εἰς τὸ φτωχό του χέρι, γὴ ὡσὰν τὸ μέγα Ὠκεανὸ ποὺ ποταμοὺς κι ὀρυάκια δὲ διώχνει, ἀμ’ ἀποδέχεται ὥς καὶ τὰ πλιὰ μικράκια, σὰν εἶν’ ἡ τραγωδία μου ὀρυάκι, ἁπ’ ἐκ τὴ βρύση, |
|
50 | πρὶ ἐβγεῖ καλά, ξεραίνεται στ’ αὐλάκι κι ἀποφρύσσει, μ’ ἀπεὶς ἐμπεῖ στὸ σκέπος σου, πληθαίνου τὰ νερά τση κι οὐδ’ ἄλλης θάλασσας χρωστεῖ νὰ δώσει πλιὸ χαράτσι. Στίχους ψηλοὺς ἄ δὲν εὑρεῖς, θέλεις μοῦ συμπαθήσει, γιατ’ εἶχα γράψει μυθικά, σὰ μ’ ἔσυρεν ἡ φύση |
|
55 | κ’ ἡ λίγη πράξη κ’ ἡ φτωχειὰ ἁπὄχω τῶ γραμμάτω, ποὺ μοῦ ἐμποδίζουσι τσ’ αἰτιὲς νὰ γνώθω τῶν πραμάτω. Μὰ ὡς ἄρρωστο παιδὶ τινάς, ὁποὺ κομπώσει θέλει, κι ἀλείφει τὸ ποτήρι του τριγύρου εἰς τσ’ ἄκρες μέλι καὶ μέσα βάνει ἄλλα ζουμιὰ πρικιά, καὶ τὴν ὑγειά του |
|
60 | καθὼς τὰ πίνει, φέρνει του τοῦτο τὸ κόμπωμά του, ἔτσι τοῦ μύθου ἡ νόηση χάρη γιατρειᾶς φυλάσσει, ὁποὺ τὴν ἀρρωστιὰ εἰς ὐγειὰ μπορεῖ νὰ μεταλλάσσει. Ἡ τραγωδιὰ στὸ τέλος τση ἄν ἔν’ καὶ σέρνει θλίψη, μακρὰ ἀποὺ τὸ εὐγενέστατο κορμί σου τούτη ἄς λείψει· |
|
65 | μὰ ὅλο χαρὲς κι ὅλο τιμὲς καὶ δόξες πάντ’ ἄς ἔχει, κι ὁ οὐρανὸς ἀπάνω σου τσὶ χάριτές του ἄς βρέχει. Μὰ γιατ’ ἡ Μούσα μου φτερὰ λιγάκια μοῦ ’χε τάξει κι ὁ κάλαμός μου, ὡς ἀστενής, δὲν ἠμπορὰ πετάξει, τὰ ἔργα σου τὰ δυνατά, τ’ ἄξα καὶ φημισμένα |
|
70 | κιὰς νὰ λογιάσω νὰ ’πωθοῦ γὴ νὰ γραφτοῦ ἀπ’ ἐμένα, γιὰ τοῦτο ἐγώ σαν ἀτελὴς μένω στὸ περιγιάλι κ’ εἰς τὸ βαθύ σου πέλαγος ἄς πράσσου διδασκάλοι. |
|
- Πορτρέτο του Θωμά Φλαγγίνη (1578-1648), αποδέκτη της αφιέρωσης του Ροδολίνου.
Πηγή: Μηχανή του Χρόνου
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Πρόλογος αφιερωμένος στο «Πεπρωμένο» (στ. 57-64)
| Τοῦ μέγα Ζεὺς παιδί ’μαι· πρὶν τὴ χτίση τοῦ κόσμου, πρὶν τὸν ἥλιο, τὸ φεγγάρι, μάλιστα πρὶν τὴν ἴδια κάμει φύση, |
|
60 | στὸ θεϊκό του νοῦ μ’ ἄμετρη χάρη κ’ ὕψιστη γνώση μ’ ἤθελε γεννήσει κι ἀξίωμα ἁπ’ ἄλλος πλιὰ <δὲν> εἶχε πάρει μοῦ ’θελε στερεώσει ἔτσι μεγάλο, νὰ μὴν μπορῶ σ’ τσὶ γνῶμες μου νὰ σφάλω. |
|
- Δεν βρέθηκαν εικόνες
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Η Βασιλομήτωρ Αννάζια πείθει τη Ροδοδάφνη να παντρευτεί τον Τρωσίλο (Γ 1- 50)
Στην Α΄ πράξη ο Ροδολίνος αποκαλύπτει στον σύμβουλό του Ερμήνο την αιτία της απελπισίας του: είχε δεχτεί να ζητήσει σε γάμο την Αρετούσα εκ μέρους του φίλου του Τρωσίλου, βασιλιά της Περσίας. Όμως, καθώς ταξιδεύανε ναυαγήσανε, και, τότε, οι δύο νέοι γίνανε ζευγάρι. Ο Ροδολίνος τώρα κατατρύχεται από τις ενοχές και βρίσκεται σε ένα φοβερό δίλημμα: να προτιμήσει τη φιλία του με τον Τρωσίλο προδίδοντας τον έρωτά του ή το αντίστροφο; Ο σύμβουλος Ερμήνος τού προτείνει να παντρευτεί την Αρετούσα και να δώσει ως σύζυγο στον Τρωσίλο την αδερφή του, Ροδοδάφνη. Ακολουθεί ο διάλογος της Ερωφίλης με τη Σωφρόνια, την τροφό της: η νεαρή είναι γεμάτη θλίψη και σκοτεινά προαισθήματα λόγω της ψυχρότητας που δείχνει ο αγαπημένος της, ο Ροδολίνος. Η Σωφρόνια προσπαθεί να την παρηγορήσει. Το επιλογικό μοτίβο είναι η αβεβαιότητα της μοίρας και η αγωνία που προκαλεί στους ανθρώπους.
Η Β΄ πράξη ανοίγει με τον μονόλογο του Ερμήνου σχετικά με την Τύχη, ενώ αναγγέλλεται η επικείμενη άφιξη του Τρωσίλου, που τροφοδοτεί τις εξελίξεις. Η βασιλομήτωρ Αννάζια πρέπει να πείσει τη Ροδοδάφνη, η οποία είναι ταμένη στην θεά Άρτεμη και ατίθαση ως χαρακτήρας, να παντρευτεί. Στο απόσπασμα που ακολουθεί (Γ΄ πράξη), ξετυλίγεται η στιχομυθία Αννάζιας-Ροδολίνου, κατά την οποία τα δύο πρόσωπα σχεδιάζουν τον επικείμενο γάμο της Ροδοδάφνης, που φαινομενικά έχει μεταπειστεί.
| Καὶ μὲ πολλοὺς λογαριασμοὺς καὶ μ’ ἄλλα λόγια τόσα ποὺ μοῦ ἐσυνήφερεν ὁ νοῦς κ’ ἐλάλησεν ἡ γλώσσα, τὴν ἔκαμα κ’ ἐσύγκλινε κ’ ἦρθε στὸ θέλημά μου, μὰ ὄρεξη ἐλίγην ἔδειξε νά ’χει πολλὰ τοῦ γάμου. |
|
5 | Μᾶλλιος, τ’ ἀμμάτια μου ἀνισῶς καλὰ τὴ στοχαστῆκα, νὰ τὴν ἰδῶ ἐφανίστη μου μέσα εἰς χαρὰ καὶ πρίκα, γιατὶ, ὅντε τὴν ἀπόβγαλα νὰ στολιστεῖ, κ’ ἐμπῆκε στὸ θάλαμό τση μοναχὴ κ’ ἐμένα ἐδῶ μ’ ἀφῆκε, βαρὰ πολλὰ ἀναστέναξε· γὴ νά ’ναι ἀπὸ τὴν πλήσα |
|
10 | χαρά, ἀποὺ ἐδίπλωσε εἰς ἐμᾶς εἰσὲ δυὸ γάμους ἴσα, κι ἁποὺ διπλώνουν οἱ χαρές, οἱ σκόλες, τὰ παιγνίδια κ’ οἱ τόσες περιδιάβασες κ’ οἱ δόξες τόσ’ ἀφνίδια, γὴ γιατὶ ἐπίστεψε, θαρρῶ, τσῆ μάνας κι ἀδερφοῦ τση πὼς ὅ,τι πράξουσι, καλὸν εἶναι τοῦ ριζικοῦ τση. |
|
15 | ΡΟΔOΛΙΝΟΣ Μ’ ἕνα μεγάλο βασιλιό, κρίνω, καλὰ δὲν πηαίνει, κακόρεξη νὰ σμίξομε κόρη καὶ χαδεμένη· κι ὀγιὰ ἀφορμάγρα μάλιστα ἐγὼ κρατῶ μεγάλη σκύλο κιανεὶς νὰ κυνηγᾶ στανιῶς του νὰ θὰ βάλει. Μ’ ὅλον ἐτοῦτον ἂς γενεῖ σὰ λέεις, κι αὐτὸς ἂ θέλει. |
|
20 | ΑΝΝΑΖΙΑ Μὲ μοίρα καλορίζικη παρακαλῶ νὰ μέλλει. ΡΟΔΟΛΙΝΟΣ Ἂς εἶναι καλορίζικη, ἂν εἶναι μπορεμένο, ἀμ’ ἀπ’ ἐμᾶς μηδὲν λειφτεῖ νὰ στέκει ἑτοιμασμένο παντόθες μ’ ὕψιστες τιμὲς καὶ δόξες ἄλλες τόσες, ἁποὺ νὰ μὴν κατέχουσι νὰ μαρτυροῦν οἱ γλῶσσες |
|
25 | ὡς πρέπει τσ’ ὑψηλότη μας, τσῆ τύχης, τσ’ εὐγενειᾶ μας, καὶ τσ’ ἄπειρης ἐμπόρεσης ἀπὄχει ἡ βασιλειά μας. Χίλιες ἂς μαζωχτούσινε λαμπρότατες παρθένες, οἱ πλιὰ ὄμορφες κ’ εὐγενικὲς κ’ οἱ πλιὰ ἄξα στολισμένες κι ἀπὸ διάδημα χρουσὸ κι ἀπὸ χρουσὸ ζωνάρι, |
|
30 | νὰ τήνε συντροφιάσουσιν ὅλες μὲ πλήσα χάρη· καὶ παντρεμένες ὅρισε χίλιες νὰ στολιστοῦσι μὲ διαδήματα χρουσὰ καὶ ζῶνες, ν’ ἀκλουθοῦσι τῆς Ἀρετούσας τσ’ ὄμορφης, κ’ ἐκείνη μὲ λιθάρια τσ’ Ἀράβιας πολύτιμα καὶ μὲ μαργαριτάρια |
|
35 | καὶ φορεσὰν ὀλόχρουσην ἂς ντύσει τὸ κορμί τση, μ’ ὅ,τι ἄλλο πράμαν ἀκριβὸ πράσσει ὀγιὰ στόλισή τση. Τὸ πολυτεχνογάζωτο ροῦχο τὸ φημισμένο τσ’ ἀράχνης, ποὺ ὡς κ’ εἰς τσ’ οὐρανοὺς εἶναι ὀνοματισμένο κι ἁπ’ ἄλλο δὲν εὑρίσκεται σ’ ὅλη τὴν οἰκουμένη, |
|
40 | τσῆ βάλε, οὐρανικὴ γιατὶ στόλιση τσῆ τυχαίνει, νὰ φέγγει ἀνάμεσα ὁλωνῶ καὶ νὰ τσὶ περισσεύγει, σὰν κάμνει στὴν ἀνατολὴν ἥλιος μὲ τ’ ἄστρα, ὡς ἔβγει· σκῆπτρο ἂς κρατεῖ καὶ διάδημα πλοῦσον εἰς τὸ κεφάλι κ’ ἕνα μαντὶ ἀστροχιόνιστο βασιλικὸν ἂς βάλει |
|
45 | κι ὅ,τι ἄλλο ἡ τέχνη ἐμπόρεσε, παλιὰ καὶ νιά, νὰ δείξει, στὰ ροῦχα τση κ’ εἰς τὸ κορμὶ τὸ εὐγενικό τση ἂς σμίξει. Μὰ ἐτούτη ἐσέναν ἔγνοια σου θέλ’ εἶσται καὶ τιμή σου, νὰ στολιστεῖ ὑπερήφανα ἡ νύφη ἡ ἀκριβή σου. ΑΝΝΑΖΙΑ Καθὼς ὁρίζεις νὰ γενεῖ πρεπό ’ναι· κι ἀπὸ μένα |
|
50 | δὲ θέλου λείψει μὲ χαρὰ τὰ μὄχεις μιλημένα. |
|
- Η βασίλισσα Αννάζια με τις υπηρέτριές της, σκηνή από την παράσταση «Βασιλεύς ο Ροδολίνος» του Εθνικού Θεάτρου, 1962.
Πηγή: Ψηφιοποιημένο Αρχείο Εθνικού Θεάτρου - Αννάζια και Ροδοδάφνη, σκηνή από την παράσταση «Βασιλεύς ο Ροδολίνος» του Εθνικού Θεάτρου, 1962.
Πηγή: Ψηφιοποιημένο Αρχείο Εθνικού Θεάτρου
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Ο Ροδολίνος περιγράφει τον ιδεατό γάμο του (Γ 51-114)
Ο Ροδολίνος, ενθουσιασμένος, διότι νομίζει πως τα πράγματα εξελίσσονται θετικά ως προς τη σχέση του με την Αρετούσα, περιγράφει στο ακόλουθο απόσπασμα με λεπτομέρειες τον ιδανικό γάμο.
| ΡΟΔΟΛΙΝΟΣ Στρατάρχοι μου, τὴν ἐμιλιὰ τώρα εἰς ἐσᾶς γυρίζω κι ὡς φίλος σᾶς παρακαλῶ κι ὡς βασιλιὸς ὁρίζω νὰ φανερώσετ’ ὅλοι σας τὴ φρόνεση κι ἀντρειά σας κι ὅ,τι ἀρετὴ ἄλλη εὑρίσκεται σήμερο στὰ κορμιά σας. |
|
55 | Στρατιῶτες ξακουστοί, κ’ ἐσεῖς, ἀπόκοτοι καὶ νιοὶ ἄξοι, ὅ,τι μπορεῖ πάσ’ ἕνας σας ὀγιὰ τιμή του ἂς πράξει. Ἄλλοι ἕνα κάστρο ἂς στέσουσι μὲ ξύλα ψοματένιο τριγύρου μ’ ὄμορφα τειχιὰ καὶ πύργους σφαλισμένο καὶ μέσ’ ἂς εἶναι στρατηγοὶ κι ἀπόξω ἄλλοι ἂς κοπιοῦσι |
|
60 | νὰ θὲ νὰ τὸ τσακίσουσι, μαζὶ νὰ πολεμοῦσι· ἄλλοι ἂς ντυθοῦσι σίδερα κι ἂς τρέχου τὰ φαριά τως καὶ τὰ κοντάρια γεῖς τ’ ἀλλοῦ νὰ σποῦσι στὰ κορμιά τως· ἄλλοι γυμνοὶ μὲ σουβλωτὰ σπαθιὰ κι ἀκονισμένα τὸ πὼς μαλώνου ἂς δείχνουσιν ἀλλήλως εἰς πάσ’ ἕνα· |
|
65 | κι ἂς ράσσουσι κι ἂς φεύγουσι καὶ μὲ τὴν τέχνη πάλι ἂς μπαίνει ὁ ἕνας ἐκ τ’ ἀλλοῦ μέσ’ ἀποὺ τὴν ἀγκάλη· ἄλλοι ψηλὰ ἂς ξαπλώσουσι σκοινιά, κ’ ἐκεῖ ἂς γυρεύγου νὰ πορπατοῦσι, νὰ γλακοῦ, νὰ παίζου, νὰ χορεύγου· κι ἄλλοι ἂς δοξεύγου τὰ πουλιὰ πετώντας γιὰ σημάδι, |
|
70 | νὰ δείχνουσι τὴν τέχνη τως καὶ πιδεξότη ἀμάδι· ἂς ψάλλουν ἄλλοι, σ’ ὄργανα, μὲ τύμπανα ἂς πηδοῦσι καὶ μὲ κιθάρες ὄμορφα παντόθε ἂς τραγουδοῦσι· ἂς τραγουδοῦ τῶ βασιλιῶ τῶν παλαιῶ τσὶ πράξες, τσὶ φρόνιμες κ’ εὐγενικὲς καὶ φημισμένες διάξες |
|
75 | καὶ μ’ ἄλλα γλυκολάλητα παιγνίδια τῶ μετάλλω, μὲ συμφωνίαν ἂς τρέχουσι νὰ σώνει γεῖς τὸν ἄλλο· κι ἄλλοι, τσὶ σάλπιγγες ἀπεὶς γροικήσου, μὴν ἀργιοῦσι στ’ ἄλογα ν’ ἀνεβούσινε, προθυμερὰ νὰ ἐβγοῦσι μὲ διαφορετικοὺς χορούς, ν’ ἀστράφτου τὰ σπαθιά τως |
|
80 | καὶ νὰ βροντοῦ σ’ τσὶ κτύπους τως κ’ εἰς τὰ σαλέματά τως· ἂς σέρνουν ἄλλοι τὰ θεριὰ τ’ ἄγρια καὶ μερωμένα, πάσ’ ἕνα τως ξεχωριστά, μ’ ὁλόχρουση καδένα. Τράντα χιλιάδες στρατηγοὶ ἁπὄχω διαλεμένους, κόκκινα κι ἄσπρα νὰ φοροῦ, βασιλικὰ ντυμένους, |
|
85 | καὶ μ’ ἄλλους τόσους ἄρχοντες νὰ πηαίνουν ἐμπροστά μου, τὸ λάβαρο ὁ στρατάρχης μου βαστώντας στὰ δεξά μου· τ’ ἁμάξι μου μονόκεροι θέλουσι σέρνειν ἕξι καὶ πλοῦσα ἂς τὸ στολίσουσι κι ὡς ἕναν ἥλιο ἂς φέξει, κ’ ἕξι ἂς τοῦ βάλουσι τροχοὺς χρυσομαλαματένιους |
|
90 | ποὺ εἶναι γεμάτοι οἱ κύκλοι τως λίθους ἀδαμαντένιους, καὶ μὲ ζαφείρια ὑπέρλαμπρα τὸν οὐρανό του ἂς ντύσου, νὰ δείχνει ὡς ἕνα να ’τονε μέρος τοῦ Παραδείσου· τοπάζια, χρυσόλιθοι, ἄνθρακες καὶ σαρδία τσὶ στύλους του ἂς σκεπάσουσι πλιὰ παρ’ ὅ,τ’ εἶναι χρεία, |
|
95 | ὑάκινθοι καὶ χαλάζιοι, σμάραγδοι κι ὅ,τι λίθος ἄλλος ταιριάζει, ὁ θρόνος του μὴ λείψει νά ’χει πλῆθος· τὸ ὑποπόδιο ἂς στέσουσι ποὺ ἐπῆγε νὰ χαρίσει τοῦ Γνωστικοῦ, ἡ βασίλισσα, γιὰ νὰ τόνε γνωρίσει· ἀμέθυστοι, ἰάσπιδοι, βηρύλλια, χρυσοπράσα, |
|
100 | σαρδόνιοι, χαλκηδόνιοι καὶ τ’ ἔμορφα μπαλάσα, τὰ πλάγια του ἂς καλύψουσι κι ὅλο τ’ ἀπομονάρι σὰ χιονισμένο ἂς φαίνεται μὲ τὸ μαργαριτάρι. Ἁμάξ’ ἂς ἔρθουν ἑκατὸ χιλιάδες στολισμένα, πάσ’ ἕνα τως μ’ ἕξι φαριὰ χρυσοπεταλωμένα, | |
105 | ξοπίσω τως τῶν ἁμαξῶ τὰ κάστρη ἂς ἀκλουθοῦσι ἀπ’ ἐλεφάντες ἑκατὸν ὰπάνω τως βαστοῦσι, καὶ φάλαγγες ἀμάδι τως ἂς ἔρθου πεζολάτες τόσες, ποὺ νὰ σκεπάσουσι τὴ γῆ κι ὅλες τσὶ στράτες· τὴ χώραν ἕναν οὐρανὸ καινούργιο ἀστροφεγγάτο |
|
110 | ἂς δείξουσι μὲ τσὶ φωτιὲς ὅλη ἀπὸ πάν’ ὣς κάτω, ποὺ ἡ νύκτα μέρα νὰ φανεῖ καὶ νὰ μηδὲ ζηλεύγει τὸ φῶς τσῆ μέρας πὼς μπορεῖ νὰ τήνε περισσεύγει. Στ’ ἀπομονάρια ἡ φρόνεση κ’ ἡ τέχνη ἂς ἀρμηνέψει κι οὐδένας σας εἰς τσὶ δουλειὲς ἐτοῦτες μὴν ὀκνέψει. |
|
- Ο Ροδολίνος με τον Τζιμόσκο (αφρικανό μαντατοφόρο), σκηνή από την παράσταση «Βασιλεύς ο Ροδολίνος» του Εθνικού Θεάτρου, 1962.
Πηγή: Ψηφιοποιημένο Αρχείο Εθνικού Θεάτρου
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Σονέτο αφιερωμένο στη «Γνώση» (Χορικό 3, στ. 1-14)
Η συνάντηση του Ροδολίνου με την Αρετούσα γίνεται σε ψυχρό κλίμα. Στο κλείσιμο της Γ΄ πράξης η Αρετούσα αντιλαμβάνεται την αγάπη του Τρωσίλου προς το πρόσωπό της και σκέφτεται έντρομη ότι μπορεί να προορίζεται για γυναίκα του.
| Στὸν οὐρανὸν ἡ Γνώση κυριεύγει καὶ κυβερνᾶ τὸ φῶς τση ὅλη τὴν κτίση· εἰς τὴν ὑποταγή τση στέκ’ ἡ φύση κι αὐτείνης τὸ Μελλούμενο δουλεύγει.
|
|
5 | Τοῦτο τὸ φῶς πάσ’ ἀγαθὸ ἑρμηνεύγει, φῶς ἄξο, ἁποὺ ποτὲ δὲν κάμνει δύση, φῶς ἁποὺ κάμνει ἀθάνατη τὴ ζήση κι ἁποὺ κι ὁ ἴδιος ἥλιος τοῦ ζηλεύγει.
|
|
10 | Ἐτοῦτο δόξες ἄψευτες χαρίζει κι ἀπ’ ὅλους ποὺ τσ’ ἀκτίνες του ἀκλουθοῦσι μηδένας τύχης φόβο δὲ γνωρίζει.
|
|
| Ἀμ’ ὅσοι τέτοιες χάρες δὲν ποθοῦσι καὶ τσ’ ἀγνωσιᾶς τὸ σκότος τσ’ ἀμποδίζει, σκοντάφνουσι κ’ εἰς βάραθρα γλιστροῦσι. |
|
- Η σελίδα τίτλου από την πρώτη έκδοση του Ροδολίνου, Βενετία 1647, Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, Αθήνα.
Πηγή: Wikimedia Commons
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Η Αρετούσα εκφράζει την ανησυχία της για το μέλλον της με τον Ροδολίνο (Δ 141-194 )
Η Ροδοδάφνη προσεύχεται στην Τύχη. Δεν επιθυμεί να παντρευτεί, αλλά δεν θέλει και να πράξει αντίθετα στην επιθυμία της μητέρας και του αδερφού της και έτσι μακαρίζει τους κοινούς θνητούς για την απλή ζωή τους. Αργότερα, η βασιλομήτωρ Αννάζια, σε κλίμα ευφορίας, ευλογεί την τύχη της. Την ευφορία που αισθάνεται η βασίλισσα, ωστόσο, δεν την συμμερίζονται όλοι.
| ΑΡΕΤΟΥΣΑ Γὴ ἡ δικιοσύνη ἀπόθανεν, ὀϊμέ, τὴν ἴδιαν ὥρα, ποὺ ὁ κύρης μου ἐξεψύχησε στὴν ἐδική μας χώρα, γὴ μετὰ κεῖνο εἰς τσ’ οὐρανοὺς εἶχε γιαγείρειν ἴσα, κ’ εἰς τὸ θρονί τση ἡ ἀδικιὰ καὶ προδοσὰ ἐκαθίσα· |
|
145 | κ’ ἡ πίστη δὲν ἀποκοτᾶ μηδ’ ἡ τιμὴ νὰ ἐβγοῦσι ὀγιὰ τὴ ντήρησή τωνε, στὸν κόσμο νὰ φανοῦσι, καὶ τὸ πρεπὸ εἶναι σωπαστὸ καὶ μόνο σιργουλεύγει τὴν τύχη, κ’ εἰς τὴ χάρη τση νά ’ναι σιμὰ γυρεύγει. Ἡ γνώση, τοῦ Μελλούμενου τ’ ἀντίδικου ὑποτάσσει |
|
150 | καὶ τὸ μαχαίρι, ὡς τοῦ φανεῖ, τὸ νόμο θὰ χαλάσει· μόνον ὁ βασιλιὸς μπορεῖ κι ὁ βασιλιὸς ὁρίζει καὶ μηδὲ δίκιο οὐδὲ πρεπὸ δὲ θέλει, οὐδὲ γνωρίζει· μὰ δίκιο κάνει, ὡσὰν θωρῶ, τοῦ δυνατοῦ ὅ,τι ἀρέσει, ὄχι ὅ,τ’ οἱ νόμοι ὁρίζουσι κι ὅ,τι οἱ σοφοὶ ὅλοι λέσι. |
|
155 | Λοιπὸ πάσ’ ἕνας ἄνθρωπος ποὺ δύνετ’ ἔχει χάρη σὰ στὸ γιαλόν, ἁποὺ μπορεῖ τὸ πλιὰ μεγάλο ψάρι. Στοῦ βασιλιοῦ τὴν ὄρεξην ἐγὼ δὲν εἶμαι πλιά μου, βαριέται με νὰ μὲ θωρεῖ καὶ νὰ γροικᾶ ἐμιλιά μου, μὰ ἡ Καρχηδόνα ἀρέσει του καὶ θέλει την ἐκείνη |
|
160 | μὲ δίχως τὴ βασίλισσα, γιατὶ ὀρφανὴ εἶχε μείνει. ΣΩΦΡΟΝΙΑ Στὰ λόγια τὰ ψοματινὰ μὴ θέλεις νὰ πιστεύγεις, γιατὶ ἡ καρδιὰ ταράσσεται πολλὰ καὶ κιντυνεύγεις· καὶ μιὰ ψυχή, ἁποὺ εὑρίσκεται τοῦ πόθου ἀρρωστημένη, σφαίνει τσὶ πλιάτερες φορὲς καὶ μένει κομπωμένη. |
|
165 | ΑΡΕΤΟΥΣΑ Καὶ τὸ μαντάτο τσ’ Ἀφρικῆς κι ὅ,τι ἄλλον ἐντηρούμου, κι ὁ θάνατος, ἁποὺ χωστὰ κρατεῖ μου τοῦ κυροῦ μου, ἂς εἶν’ ὡς θέλ’ ἡ τύχη μου, μάλιστας ὀχουθρός μου, σώνει κι ὅ,τ’ εἶχεν ὄρεξη σήμερο τό ’πε ὀμπρός μου, καὶ, τὴν ἀλήθεια σοῦ μιλῶ, τὰ ἴδια μου ἀφτιὰ τ’ ἀκοῦσα |
|
170 | νὰ πεῖ: «Ὁ Τρωσίλος ταίρι του σὲ πεθυμᾶ, Ἀρετούσα· μέγα ν’ ἀλλάξεις βασιλιὸ μὲ βασιλιὸ μεγάλο, γι’ ἄντρα τὸν ἕνα νὰ δεχτεῖς ἐμπόρειες γιὰ τὸν ἄλλο!» Ἐτρόμαξα, ἀποκρύγιανα γιαμιὰ κι ἀνατριχιάσα, τὸ πνεῦμα μου ἐταράχτηκε, τὴν ἀναπνιά μου ἐχάσα, |
|
175 | κι ἀληθινὰ κ’ ἐπίστεψα πὼς πέφτω ἀποθαμένη, γιατὶ τὸ φῶς μου ἐλίγανε γροικώντας του ἡ καημένη· γιατὶ, στὸν τρόπο ἁποὺ γροικᾶς, ὁ βασιλιὸς μ’ ἀλλάσσει καὶ τοῦ ὀχουθροῦ τοῦ αἱμάτου μου γιὰ ποθητὴ μὲ τάσσει· γεῖς βασιλιὸς μ’ ἐπούλησε, κι ἄλλος ἀγοραστή του |
|
180 | μὲ παίρνει, ὡσὰ μιὰ σκλάβα του γὴ ὡς ἀγαπητική του! Ἀκούστηκε μιὰν ἄνομη πλιὸ πίστη ὡσὰν αὐτείνη, γὴ ντροπιασμένη πλιὸ ἀλλαξὰ ὡσὰν ἐτούτη ἐγίνη; ΣΩΦΡΟΝΙΑ Μηδὲν πρικαίνεσαι, γιατὶ κουρφὴ ἀφορμὴ μεγάλη στοῦ βασιλιοῦ τὸ λογισμὸ πράμ’ ἔτοιον εἶχε βάλει· |
|
185 | κι ὅλες τσὶ πλιὰ φορὲς θωρεῖς καὶ στέκου φυλαμένες ἀπόφασες, ἁποὺ καλὲς εἶναι καὶ τιμημένες· μ’ ἂν τό ’πε κιόλα, ὡσὰ γροικῶ, δὲ σ’ ἔσφιξε στανιῶς σου, μὰ κρίνω πλιὰ πὼς τό ’χε πεῖ, νὰ δεῖ τὸ λογισμό σου. ΑΡΕΤΟΥΣΑ Ὁ Ροδολίνος μου ἀκριβὸς εἶν’ ἀποὺ μὲ ζυγώνει, |
|
190 | ὁ Ροδολίνος π’ ἄδικα κι ἄπονα μὲ σκοτώνει; Αὐτεῖνος ποὺ βασίλισσα μ’ ἔλαβεν ἐδική του κ’ ἐτέλειωσε, ὡσὰν ἤθελε, σ’ ἐμὲ τὴν ὄρεξή του, ἔτσι ἐγοργοβαρέθη με καὶ θὰ μὲ κανισκέψει, τὸν πόθον ἁποὺ τοῦ βαστῶ δίκια νὰ μ’ ἀντιμέψει; |
|
- Σωφρόνια και Αρετούσα, σκηνή από την παράσταση «Βασιλεύς ο Ροδολίνος» του Εθνικού Θεάτρου, 1962.
Πηγή: Ψηφιοποιημένο Αρχείο Εθνικού Θεάτρου
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Φιλία ή έρωτας; (Δ 233-266)
Ο Ροδολίνος είναι διχασμένος ανάμεσα στον έρωτά του για την Αρετούσα και τη φιλία του με τον Τρωσίλο, για τον οποίο αρχικά προοριζόταν η κοπέλα. Το βασανιστικό αυτό δίλημμα του ήρωα αποτυπώνεται στο μονολογικό απόσπασμα που ακολουθεί.
| ΡΟΔΟΛΙΝΟΣ Ἴντα νὰ κάμω εἶναι πρεπὸ κ’ ἴντα μὲ συμβουλεύγει ὁ ἔρωτας, καὶ στράτα ποιά νὰ πιάσω μ’ ἀρμηνεύγει; |
|
235 | Βλέπω ὁ καιρὸς ἐσίμωσεν ἁπὄχω ν’ ἀποθάνω, μᾶλλιος ἀργιῶ καὶ τὸν καιρὸν εὔκαιρα μόνο χάνω. Τὸ βλάψιμον ἁποὺ ἔκαμα τοῦ φίλου μου νὰ λειώσει δὲ δύνεται, ἡ ζωή μου ὀμπρὸς ἂν ἔν’ καὶ δὲν τελειώσει. Ἐμέναν εἶναι μοναχοῦ δοσμένο νὰ πλερώσω |
|
240 | τοῦτο τὸ χρέος, τὸν πιστὸ Τρωσίλο νὰ γδικιώσω, γιατὶ ὅποιος ἀναμούρδωσε τόση φιλιὰ μεγάλη τυχαίνει μὲ τὸ αἷμα του νὰ τὴν ξεπλύνει πάλι· κι οὐδ’ ἄλλον ἀμποδίζει με νὰ τό ’χω καμωμένο, παρὰ γιατὶ ἐκ τὸ σύμβουλον ἀπιλογιὰ ἀνιμένω, |
|
245 | γιατὶ ἡ ἀγάπη ἁποὺ βαστῶ στὴν Ἀρετούσα ἡ τόση τὸ νοῦ μου καὶ τὴ θέληση μ’ ἀλλάσσει καὶ τὴ γνώση καὶ ζιῶ γιὰ κείνη μοναχὰς στὸν κόσμο, κι ὀγιὰ κείνη ἄθος ἐτοῦτο τὸ κορμὶν ὣς τώρα δὲν ἐγίνη. Γιατὶ τὸ σπλάχνος τ’ ἄμετρο κ’ οἱ ἐμιλιές τση οἱ ἄξες, |
|
250 | ἡ φρόνεσή τση, οἱ τάξες τση καὶ τιμημένες διάξες ὁποὺ κρατεῖ, μπορούσινε τὸν Ἅδη νὰ μερώσου, τσὶ πρίκες νὰ χαλάσουσι, τὰ βάσανα νὰ λειώσου· κ’ ἔχω ἀφορμὴ ὀγιὰ λόγου τση νὰ πεθυμῶ νὰ ζήσω, καὶ πάλι ὀγιὰ τὸ σφάλμα μου ζητῶ νὰ ξεψυχήσω. |
|
255 | Γιαῦτος δυὸ πάθη ἐνάντια πολλὰ βαστῶ εἰς ἐμένα, θανάτου ὁμάδι καὶ ζωῆς, γιαμιὰ γιαμιὰ σμιμένα. Λέγει μου τσῆ βασίλισσας ὁ πόθος: «Μὴν ἀφήσεις, παρ’ ὅ,τι μ’ ἀμποδίζουσι νὰ διώξεις, νὰ νικήσεις, ἂ θὰ σταθεῖς εἰς δόξα πλιὰ παρὰ τοῦ Παραδείσου |
|
260 | καὶ νὰ μπορεῖς νὰ πεῖς πὼς ζεῖς κ’ εἶναι ζωὴ ἡ ζωή σου, νὰ μὴ ζηλεύγεις τ’ οὐρανοῦ, ἥλιο νὰ μὴ χρειάζεις, ἀμὲ στὴν καλοριζικιὰ μὲ τσὶ θεοὺς νὰ μοιάζεις· γιατὶ οὐδ’ ὁ Ζεὺς ἀξώθηκε στὴ γῆ ποτέ, μηδ’ Ἄρης, ὡσὰν τὴν Ἀρετούσα σου γυναίκα τόσης χάρης». |
|
265 | Σαλεύγουσί μου οἱ λογισμοὶ καὶ σιργουλίζουσί μου τούτη τὴ δόλια μου καρδιὰ μὲ παρηγόρησή μου. |
|
- Δεν βρέθηκαν εικόνες
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Η αναγγελία του τραγικού τέλους της Αρετούσας στην παραμάνα της (Δ 347-404)
Η Αρετούσα εκλαμβάνει τον προβληματισμό του Ροδολίνου ως αδιαφορία προς το πρόσωπό της, πληγώνεται βαθιά, απελπίζεται και αποφασίζει να δώσει τέλος στη ζωή της πίνοντας ένα δηλητήριο. Την πράξη αυτή και ό,τι ακολουθεί περιγράφει η υπηρέτρια Λευκίππη στην παραμάνα της κοπέλας, Σωφρόνια, στο παρακάτω απόσπασμα.
| ΛΕΥΚΙΠΠΗ Ἔν’ την ἐδῶ! ὤφου, ἀρίζικη καὶ κακομοίρα νένα, κλαῖγε κ’ ἐσὺ τό σήμερο, σὰν πρέπει, μετὰ μένα! Ἐχάσαμε τ’ ἀμμάτια μας καὶ τσὶ πολλού μας κόπους |
|
350 | κι ὅλες ἐτυφλωθήκαμε σ’ τούτους τσὶ ξένους τόπους. ΣΩΦΡΟΝΙΑ Ὀϊμέ, τὴν Ἀρετούσα μου τάχα ὁ Τρωσίλος παίρνει; ΛΕΥΚΙΠΠΗ Ἡ Ἀρετούσα ὀγλήγορα πάγει καὶ δὲ γιαγέρνει. ΣΩΦΡΟΝΙΑ Ὄπου κι ἂν πάγει, συντροφιὰν ἐγὼ τσῆ θέλω κάμει, ὥστε νὰ στέκω ζωντανή, νά ’μεστα πάντα ἀντάμι. |
|
355 | Μὰ πλιὰ καθάρια μίλησε, Λευκίππη μου, νὰ ζήσεις, κ’ εἰς τόσον ἀποκτυπημὸ νὰ στέκω μὴ μ’ ἀφήσεις. ΛΕΥΚΙΠΠΗ Μόνον ὀγιὰ νὰ σοῦ τὸ πῶ, ξετρέχοντάς σε ἐπά ’μαι κ’ ἦρθα, μαντατοφόρισσα πρικιοῦ μαντάτου νὰ ’μαι. Μ’ ὅλον ἐτοῦτο, ἀποκοτιὰ δὲν ἔχω νὰ μιλήσω, |
|
360 | μὰ ἡ γλώσσα μου ξεραίνεται κι ὁ λόγος στρέφτει ὀπίσω. ΣΩΦΡΟΝΙΑ Πέ το, γιατὶ ὅσο πλιὰ τ’ ἀργεῖς, βαραίνεις τὴν καρδιά μου, μόνο κακὰ λογιάζοντας γιὰ τὴ βασίλισσά μου. ΛΕΥΚΙΠΠΗ Νὰ σοῦ τὸ πῶ μὲ θλίψη μου καὶ μ’ ἄμετρό μου πόνο, καλὰ κι ἀποὺ τὴν πρίκα μου θαρρῶ τὸ πὼς δὲ σώνω: |
|
365 | Ὡς εἶδες ἡ βασίλισσα κ’ ἐγὼ μὲ τὴν Ἐλίσα κ’ ἐμπήκαμε στὸ θάλαμο τοῦ βασιλιοῦ, ἐσφαλίσα τὲς πύλες, κ’ ἐκεῖ ἐκάτεχεν ἕνα χρουσὸ λαήνι, κ’ ἐγύρεψε καὶ βρίσκει το καὶ πιάνει το καὶ πίνει μ’ ὄρεξη μεγαλότατη, σὰν πολυδιψασμένη, |
|
370 | κι ἀπεὶς τ’ ἀπόπιεν, ἔπεσεν ὡσὰν ἀποθαμένη· τὸ πρόσωπό τση ἐχλώμιανε, τὰ ρόδα τση ἐχαθῆκα, τὸ στόμα τση ἐβουβάθηκε, τὰ μάτια ἐσφαλιστῆκα, κ’ ἐμεῖς μὲ κλάηματα πρικιὰ τὴ θέκαμε εἰς τὸ στρῶμα κ’ ἐξέρναν αἵματα κι ἀφροὺς μαύρους ἀποὺ τὸ στόμα. |
|
375 | Ἀπόμεινεν ὁλόκρυα, ἡ ἀναπνιά τση ἐχάθη, ὡσὰν ἀθὸς ἐψύγηκε, σὰ ρόδον ἐμαράθη. Μὰ εἰς λίγο ἐκαλυτέρισε κι ὅρισε, τὰ λευκά τση μαντὶ καὶ ροῦχ’ ἁποὺ βαστᾶ κ’ ἐπῆγα κ’ ἔφερά τση· ἐστρέψαν οἱ ἀκτίνες τση κι ὅλα τὰ κάλλη ἀμάδι |
|
380 | καὶ τοῦ κακοῦ, ἀποὺ μ’ ἤκουσες, δὲν εἶχε πλιὸ σημάδι, μά ’φεγγε, ὡς πάντα τση ἔλαμπε, σὰν εἶναι στολισμένη, ποὺ κτίσμαν ὡραιότερο δὲν εἶ στὴν οἰκουμένη· κ’ ἐμεῖς πολλὰ ἐχαρήκαμε, δὲν ξεύροντας πιοτό τση τὸ πὼς φαρμάκιν ἔπιασεν, ὀγιὰ τὸ θάνατό τση. |
|
385 | Μὰ ἐκείνη ὡς γνωστικότατη καὶ φρόνιμη περίσσα, δάκρυα ἔκαμε τ’ ἀμμάτια μας πολλὰ πρικιὰ κ’ ἐχύσα· «Φίλαινες Καρχηδόνες μου», λέγει, «συντρόφισσές μου, πιστές, ἠγαπημένες μου καὶ συνανάθροφές μου, γιὰ τὴν τιμὴ τοῦ γένου μας κι ὅλω τῶν Ἀφρικάνω |
|
390 | ἐδιάλεξα, ὡσὰν εἴδετε, σήμερο ν’ ἀποθάνω, κ’ ἤπια φαρμάκι δυνατόν, ἁποὺ ποτὲ βοτάνι στὸν κόσμο πλιὸ δὲ βρίσκεται, παρὰ νὰ μ’ ἀποθάνει· γιαῦτος συμπάθιο σᾶς ζητῶ κ’ ἐσᾶς καὶ τῶν ἀλλῶ σας, γιατὶ πρικὺ στὸν τόπο μας κάμνω τὸ γιαγερμό σας. |
|
395 | Μ’ ἀπεὶς ἀνάγκη μ’ ἔκαμε τὴ δόλια καὶ τελειώνω, παρακαλῶ σας ὅλες σας νὰ μοῦ θυμᾶστε μόνο κι ὡς φτάξετε εἰς τὴ χώρα μας, τσῆ μάνας μου νὰ εἰπῆτε τσ’ ἀρίζικης τὰ ξεύρετε γιὰ μένα κι ὅ,τι δῆτε». Κ’ ἐπιάσε μας σ’ τσ’ ἀγκάλες τση γλυκιὰ κ’ ἐφίλησέ μας, |
|
400 | κ’ ἐσένα καὶ τσὶ κορασὲς νὰ κράξομε ὅρισέ μας, κ’ ἐπῆρε ὅσες εὑρέθησα κ’ εἰς τὸ ναὸ παγαίνου τσῆ Περσεφόνης, κ’ ἐδεκεῖ, θαρρῶ, μᾶς ἀνιμένου, γιατὶ τὰ παρακάλια τως κάμνου νὰ τσῆ βοηθήσει νὰ μηδὲν ἔχει πείραξην ὅ,τι ὥρα ξεψυχήσει. |
|
- Δεν βρέθηκαν εικόνες
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Τελευταίες στιγμές της Αρετούσας (Δ 483-512)
Η Αρετούσα, απελπισμένη, τόσο για την υποτιθέμενη ψυχρότητα του αγαπημένου της Ροδολίνου όσο και επειδή βρίσκεται μακριά από την πατρίδα της, πίνει κάποιο δηλητήριο για να αυτοκτονήσει, ενέργεια που είδαμε στο προηγούμενο απόσπασμα. Στη σκηνή που ακολουθεί, παρακολουθούμε τις τελευταίες της στιγμές.
| ΑΡΕΤΟΥΣΑ Ἀνάγκη, ξεύρεις το, πολλὴ καὶ πόνος τσῆ τιμῆς μου μ’ ἐφέρασι τὴν ἐλεεινὴ στὸ τέλος τσῆ ζωῆς μου· |
|
485 | κ’ ἐσύ, ἀνισῶς καὶ κάμωμα σὰν τοῦτο εἶχες γροικήσει, πιστεύγω πώς, ὡς μάνα μου γλυκειά, εἶχες μ’ ἀμποδίσει, κι ἀπόμενα παντοτινὸ ξόμπλι στὸν κόσμο, νένα, μόνο τσῆ καταφρόνεσης ἡ κακομοίρα, ὀϊμένα. Κι ἂν ἔναι καὶ δὲ σ’ ἔκραξα νὰ πιεῖς κ’ ἐσὺ ἀπ’ ἐκεῖνο, |
|
490 | ἁποὺ κ’ ἐγὼ ἤπια, τό ’καμα γιὰ πλιὰ καλό μου, κρίνω, ὄχι γιατὶ πολλὰ ἀκριβὴ δὲ μοῦ ’ναι ἡ συντροφιά σου, γιατὶ οὐδὲ τὴν Παράδεισο δὲ χρήζω διχωστά σου, μὰ γιατὶ, ὡς μάνα μου ἀκριβή, σὰν κύρης κι ἀδερφός μου νὰ μὲ κηδέψεις πεθυμῶ, νά ’σαι εἰς τὸ θάνατό μου, |
|
495 | καὶ μετὰ σὲ τὸν ἄθο μου σ’ τσῆ μάνας μου νὰ πάρεις, γιατὶ θέλει ἔχει θύμηση παντοτινὴ ἔτοιας χάρης, ἐσὺ νὰ τὴν παρηγορᾶς καὶ νὰ σταθεῖς σιμά τση ἴδια ὡσὰ νά ’χα ζεῖ κ’ ἐγώ, πιστὴ καὶ φίλαινά τση· κι ὅλες οἱ κορασίδες μου μὲ τὴν παρηγοριά σου |
|
500 | στὸ σκέπος κ’ εἰς τὸ θάρρος σου νὰ στέκουνται μετά σου, ὣς τὸν καιρὸ ἁποὺ σᾶς φανεῖ πιτήδειος νὰ μπορεῖτε στὴν Ἀφρικὴ νὰ στρέψετε, σ’ πλιὰ ἀνάπαψη νὰ ζῆτε. Κι ὀγιὰ νὰ δώσω πάσα μιᾶς ὄρεξη νὰ θυμᾶστε τσ’ ἀγάπης μου, τσὶ φορεσὲς ὅλες ἁπὄχω πιάστε |
|
505 | κι ὅλα τὰ στολισίδια μου κι ὅ,τι ἄλλα ἡ κατοικιά μου σφαλίζει πράματ’ ἀκριβά, ποὺ εἶναι χαρίσματά μου. Παρακαλῶ σε μοναχάς, ὀγιὰ θαράπαψή μου, τάξε μου, νένα μου ἀκριβή, τὰ θέλει ἡ ὄρεξή μου. Ἄλλο νὰ πῶ δὲ λείπομαι, παρὰ νὰ σᾶς φιλήσω, |
|
510 | γιατὶ θωρῶ τὸ πὼς ἁψὰ πάγω νὰ σᾶς ἀφήσω. ΣΩΦΡΟΝΙΑ Ὀϊμέναν, Ἀρετούσα μου, ὀϊμέναν, ἀκριβή μου, κι ὀγιάντα στέκει ζωντανὸ στὸν κόσμο τὸ κορμί μου; |
|
- Δεν βρέθηκαν εικόνες
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Αποχαιρετισμός της Αρετούσας στην παραμάνα της (Δ 537-564)
Η Αρετούσα έχει ήδη πιει το δηλητήριο και οδεύει αργά και βασανιστικά προς τον θάνατο. Οι ύστατες στιγμές της περιλαμβάνουν τον συγκινητικό αποχαιρετισμό της προς την παραμάνα της Σωφρόνια, τον οποίο παρακολουθούμε στο παρακάτω απόσπασμα.
| ΑΡΕΤΟΥΣΑ Τώρ’ ἀποθαίνω διχωστὰς ἔγνοιες περίσσες, νένα, γιατὶ τσὶ κορασίδες μου θὲς βλέπει ὡσὰν κ’ ἐμένα· καὶ μοναχὰς τὴ μάνα μου τὴν πολυαγαπημένη |
|
540 | νὰ μπόρου νὰ εἶδα, ἀπόθαινα τέλεια θαραπαημένη· μ’ ἀπεὶς τοῦτό ’ναι ἀδύνατο, τὸν κύρη κι ἀδερφό μου πάγω νὰ βρῶ, νὰ τῶς εἰπῶ τὸ πρικοριζικό μου καὶ πὼς γιὰ τὴν τιμή τωνε κι ὀγιὰ τὴν ἐδική μου σήμερο μὲ τὸ θάνατο τελειώνω τὴ ζωή μου· |
|
545
[549] | νὰ πῶ: ὀχουθρὸς τοῦ γένου μας, ἀχόρταγος Τρωσίλος, πλιὰ ἀπὸ λιοντάρι ἀγριότατος κι ἄπονος παρὰ σκύλος, ἁποὺ ἐκατάβαψε ἄδικα τὰ χέρια τ’ ἄνομά του στὸ αἷμα μας, δίδει ἀφορμὴ κ’ ἐμὲ κακοῦ θανάτου. Στὸν ὕστερο λόγο ἁποὺ λέγει, κακοῦ θανάτου, θέλει ξυπαστεῖ ξαφνίδια καὶ δυνατά, γυρίζοντας <σ’ > μία κι ἄλλη μερά, κι ἀπόκεις λέγει: Ἴντα ἔθνη βλέπω κ’ ἤρθασι; Τί θέλετε σιμά μου; Ἐδῶ στένεται λιγάκι κι ἀπόκεις λέγει: |
|
550
| Ὁ κύρης μου σᾶς ἔστειλεν, ὀγιὰ τιμὴ τοῦ γάμου; Στένεται πάλι σωπαστὴ πλιάτερο, γυρίζοντας ὅλη στὴ μιὰ μερὰ καὶ λέγει: Γνωρίζω το τὸ σκῆπτρο του κι, ὡς ὀγιὰ μέν’ , ἐπά ’μαι, κι ἂ θέλει ὁ Ροδολίνος μου, θέλω κ’ ἐγώ, κι ἂς πᾶμε. Ἐδῶ στένεται πλιάτερην ὥραν σωπαστὴ καὶ σκύφτει τὴν κεφαλή τση καὶ σφουγγίζει τ’ ἀμμάτια τση καὶ κτυπᾶ τὰ χέρια τση καὶ λέγει: Ὀϊμένα, ποῦ ’μαι ἡ ἄχαρη, καὶ ποῦ ’μουνε, κ’ εἰς πόση λίγη ὥρα βλέπω τὴ ζωὴ πὼς ἔχει νὰ τελειώσει! |
|
555 | Νιότη μου, πλιὸ δὲ μὲ φελᾶς, μηδὲ κι ὁ θησαυρός μου, γὴ ἡ βασιλειά μου δὲ μπορεῖ πλιὸ νά ’ναι γλυτωμός μου. Ὢ μέρα τοῦ Μελλούμενου σήμερο τ’ ἄπονού μου, γιάντα τὸν κόσμο ἐγνώριζα; γιὰ ποιάν αἰτιὰ ἐγεννούμου; ΣΩΦΡΟΝΙΑ Τὸ πρόσωπό σου, ἀφέντρα μου, πάλι θωρῶ κι ἀλλάσσει |
|
560 | κι ἂς ἔρθου οἱ κορασίδες σου στὸ σπίτι νὰ σὲ πᾶσι. ΑΡΕΤΟΥΣΑ Γροικῶ κ’ ἐγὼ τὴ δύναμη πὼς χάνω ἀγάλια ἀγάλια καὶ γνώθω πὼς νὰ πηαίνομε στὸ σπίτιν εἶναι κάλλια. ΣΩΦΡΟΝΙΑ Ὤφου, καὶ πῶς τὰ μάτια μου τόσο κακὸ νὰ δοῦσι καὶ νὰ μποροῦ τὰ μέλη μου τσὶ πόνους νὰ βαστοῦσι! |
|
- Δεν βρέθηκαν εικόνες
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Το τραγικό τέλος του Ροδολίνου (Ε 185-322)
Μετά την αυτοκτονία της Αρετούσας, το κοινό πληροφορείται από την ακόλουθό της και το τραγικό τέλος του Ροδολίνου, ο οποίος δεν μπόρεσε να υπομείνει την απώλεια της αγαπημένης του.
185 | ΕΛΙΣΑ Ἀπεὶς χαημοὺς καὶ χαλασμοὺς θὰ μάθετε ἀπὸ μένα, γροικήσει θέλετε πρικιὰ μαντάτα καὶ θλιμμένα. Σήμερον ἤρθασι γραφὲς πὼς εἶναι ἀποθαμένος Ἀρέτας, τσῆ βασίλισσας ὁ κύρης <ὁ> ἀξωμένος, μὰ ὁ βασιλιὸς τσῆ τό ’κρυψε, θαρρῶ, γιὰ νὰ μὴ δώσει |
|
190 | πρίκα ποσῶς εἰς τὴ χαρὰν ἁποὺ εἴχασι τὴν τόση. Καὶ σήμερο ἀπατὰ ἔλαχε κ’ εἶπε τση κι ἀπατός του πὼς ταίρι του τὴν ἤθελεν ὁ φίλος ὁ δικός του, κ’ ἐτούτη ἐμπῆκε εὶσὲ ζηλειά, σὲ ντήρηση καὶ πρίκα καὶ μάνητα, ὁπ’ οὐδ’ ἔβλεπε, μηδὲ καθόλου ἐγροίκα, |
|
195 | καὶ τόσο πλιὰ ὅσο τοῦ κυροῦ τὸ τέλος τσ’ εἶχε χώσει· καὶ τέτοιο λόγο νὰ τσῆ πεῖ, τσ’ ἤθελεν ἀνασώσει πόνου ἀφορμὴ καὶ πείραξη περίσσαν, ἁπ’ ἐθάρρου πὼς ἀπομένει ἀφορμαρὰ καθάρια μονοτάρου. Κι ἀπείτις ἔκλαψε πρικιὰ κι ἀπελπισμένη ἐθώρειε |
|
200 | ν’ ἀντισταθεῖ τοῦ βασιλιοῦ τάχα πὼς δὲν ἐμπόρειε, μὲ τὸ φαρμάκι ἐτέλειωσε τὴν εὐγενειὰ καὶ τάξη καὶ τὴν τιμὴ ἁποὺ σ’ ἄνθρωπον ἡ φύσ’ εἶχε φυλάξει. ΧΟΡΟΣ Ὢ Ἀρετούσα ἀρίζικη, πῶς πέφτου οἱ ἀρετές σου, πῶς οἱ ἀθοί σου σβήνουσι, χάνουνται οἱ χάριτές σου! |
|
205 | Μὰ ὁ βασιλιὸς βαρὺ χαημὸ σὰν τοῦτο εἶχεν ἀκούσει, γὴ δὲν ἀποκοτούσινε νὰ πὰ νὰ τοῦ τὸ ποῦσι; ΕΛΙΣΑ Πρίχου τὸ βγενικὸ κορμὶν ἤθελε ξεψυχήσει, ἔτρεξ’ ἐκεῖ ὁ βαρόμοιρος, ὡς τὸ ’θελε γροικήσει, κι ὀγιὰ νεκρὴ κρατώντας τη: «Γλυκειὰ, εἶπεν, Ἀρετούσα, |
|
210 | ποιό πράμαν ἐθανάτωσε τὰ κάλλη σου τὰ πλοῦσα, κ’ ἐνέκρωσέ μου τὴν ψυχὴ κ’ ἐπῆρε μου τὸ φῶς μου καὶ μένω στὴν κακομοιριὰ ξόμπλι ὁλονοῦ τοῦ κόσμου; Μ’ ἂν ἐνεκρώθηκεν ἡ ψὴ σὲ τόση ταραχή μου, γιάντα γροικῶ καὶ ζωντανὸ στέκεται τὸ κορμί μου; |
|
215 | Ἂς νεκρωθεῖ καὶ τὸ κορμὶ γλήγορα, μὴν ἀργήσει, γιατὶ μὲ δίχως τὴν ψυχὴ πλιὸ δὲ μπορεῖ νὰ ζήσει. Ἂς νεκρωθεῖ, σὰν εἶν’ πρεπό, μὲ τὸ δικό μου χέρι στανιῶς τσῆ τύχης νά ’μεστα κιὰς εἰς τὸν Ἅδη ταίρι». Κι ὡς τοῦ ’πε ἡ νένα μὲ ξερὰ χείλη καὶ μαυρισμένα |
|
220 | πὼς τὸ φαρμάκι ἐκ τὸ χρουσὸ λαήνι ἔχει πιωμένα: «Μὲ τὸ φαρμάκι ἐτύχαινε κ’ ἐγὼ νὰ σ’ ἀκλουθήξω», λέγει, «Ἀρετούσα μου ἀκριβή, τὸν πόνο μου νὰ δείξω· μὰ γιατὶ νοῦς βασιλικὸς καὶ μιὰ καρδιὰ ἀντρωμένη ἀπὸ φαρμάκι θάνατο δὲν πρέπει ν’ ἀνιμένει, |
|
225 | μὲ τὸ μαχαίρι τὴ ζωὴν ἐτούτη νὰ τελειώσω σοῦ τάσσω, καὶ τὸ θάνατο ποὺ ἔδωκες νὰ γδικιώσω». Τότε τὴν εἶδα μὲ πολὺ βάρος κι ἀναντρανίζει τ’ ἀμμάτι’ ἁποὺ εἶχε σφαλιστὰ καὶ τέτοια λόγια ἀρχίζει: «Νὰ ζιῶ λοιπὸ μοῦ ἐτύχαινε κ’ ἐδύνετο ἡ ψυχή σου |
|
230 | νὰ μ’ ἀποβγάλεις νά ’μαι ἀλλοῦ κι ὄχι ποτὲ δική σου; Ἐγὼ δὲν εἶχα μπόρεση νὰ ζήσω διχωστάς σου, νά ’μαι στὴν καταφρόνεση, νά ’μαι στὴν ὄργητά σου, καὶ πλι’ ἀλαφρὸ μοῦ φάνηκε, καρδιά μου, ν’ ἀποθάνω, παρὰ νὰ ζιῶ, νὰ στοχαστῶ μιὰν ὥρα πὼς σὲ χάνω». |
|
235 | Κι ὁ βασιλιὸς λυπούμενος, «κ’ ἐγὼ δὲν ἀποθαίνω», τσῆ ’πεν, «ἁποὺ στοχάζομαι πὼς δίχως σου ἀπομένω; Ὤ, μὴν τ’ ὁρίσου οἱ οὐρανοὶ νὰ ζιῶ στὸν κόσμο πλιά μου μὲ δίχως τὴν ἀγάπη σου, δίχως ἐσέ, καρδιά μου, καθὼς ποτὲ ἀπὸ λόγου μου δὲ σ’ εἶχα ξεχωρίσει, |
|
240 | ἂν ἔν’ κι ὁ Χάρος τὴ ζωὴν ὀμπρὸς δὲ μοῦ ’χε λύσει. Ὁ θάνατός σου τὸ λοιπό, ξεῦρε, μὲ θανατώνει κι ἂν ἔν’ κι ὁ πόνος μου εἶν’ ἀργιός, τὸ σίδερο ἀποσώνει». Κ’ ἡ Ἀρετούσα ἀκούγοντας τὴν πρίκα του τὴν τόση, τὸ πὼς ἀπόθαινε εἴδαμε πολλὰ νὰ μεταγνώσει, |
|
245 | καὶ μ’ ἕναν ἀναστεναγμὸ βαρὺ τ’ ἀπιλογᾶται, ἁποὺ ἔδειχνε τὸ βασιλιὸ π’ ἄφηνε πὼς λυπᾶται, καὶ λέγει, «ἀπείτις μοῦ ἤμελλε, ταίρι γλυκότατό μου, κ’ ἐσένα καὶ τὸ σπλάχνος σου χάνω μὲ θάνατό μου, κιὰς ἂς τελειώσει μοναχὸ τσῆ δόλιας τὸ κορμί μου, |
|
250 | νὰ ζεῖ τὸ κάλλιο μερτικόν, ἁπού ’σ’ ἐσύ, ψυχή μου, γιατὶ δὲν εἶμαι ὁλοτενιὰς τότες ἀποθαμένη, ἀπεὶς τὸ πνεῦμα ζωντανὸ στὸν κόσμον ἀπομένει». Μὰ ὁ Ροδολίνος μὲ γλυκιὰ κανάκια, «Μὴ φοβᾶσαι», τσῆ ’πεν, «ἠγαπημένη μου, κι ὡσὰν καλύτερά ’σαι· |
|
255 | γρήγορ’ ἂς κράξου τσὶ γιατροὺς καὶ τὰ βοτάνια ἂς βροῦσι τῶ φαρμακιῶν ὀγλήγορα σιμά τως νὰ βαστοῦσι». Μά ’σφανε ὁ κακορίζικος κ’ ἡ ἴδια τοῦ εἶπε: «Σφάνεις, σφάνεις, ἀφέντη μου ἀκριβέ, μ’ ἁψὰ πολλὰ μὲ χάνεις. Ὁ θάνατος ἐκέπασε τ’ ἀμμάτια τὰ δικά μου, |
|
260 | ἡ γλώσσα μου ἐξεράθηκε, σβένετ’ ἡ ἀναπνιά μου, καὶ σίμωσε τὸ χέρι σου, δός μου νὰ τὸ φιλήσω, τὴν ὕστερη παρηγοριὰ παίρνοντας νὰ σ’ ἀφήσω». Κ’ ἐκεῖνος μὲ τὰ δάκρυα του ποὺ ἐτρέχα ὡσὰν ποτάμι τὸ πρόσωπό του ἐσίμωσε στὸ πρόσωπό τση ἀντάμι |
|
265 | κ’ ἐδῶκα τὰ ὕστερα φιλιὰ μὲ λόγια νὰ πονέσει πάσ’ ἄπονος, ποὺ ἐκάμασιν ὅλους ἐκεῖ νὰ κλαῖσι. Μ’ ἀπεὶς ἐπαραπάψασι λίγο τὰ κλάηματά τως, καὶ τσὶ δαρμοὺς τοῦ στήθου τως τ’ ἀμμάτια τὰ δικά τως, ὅλοι μὲ λύπηση ἄμετρη τ’ ἀργυροπρόσωπό τση |
|
270 | ἐστέκα κ’ ἐστοχάζουντα νὰ δοῦ τὸ θάνατό τση. Κι ὡσὰ φωτιά, ἁποὺ φαίνεται πὼς ἀπατή τση σβήνει ἀγάλια ἀγάλια, λείποντας ξύλα ἀποὺ τὸ καμίνι, ἔτσ’ ἡ ζωή τση ἐτέλειωσε μὲ δίχως νὰ χλωμιάνει, μὰ πλιὰ λαμπρὴ κι ἀσπρύτερη παρὰ τὸ χιόνι ἐφάνη· |
|
275 | κ’ ἀκουμπιστὴ τ’ ἀμμάτια τση γλυκιὰ ἤθελε σφαλίσει, καί, πρὶν τοῦ ἥλιου, τὸ λαμπρὸ φῶς τση εἶχε κάμει δύση· κι ὁ θάνατος ἀπάνω τση φύση ἄλλαξε καὶ γνώμη κ’ ἔδειξεν ὀμορφύτερος ὡς δὲν ἐφάνη ἀκόμη. ΧΟΡΟΣ Ὀϊμένα, πῶς ἠκούσαμε μὲ λύπη καὶ πολύ μας |
|
280 | πόνο, μαντάτο σὰν αὐτὸ ποὺ εἰς δάκρυα προσκαλεῖ μας! ΕΛΙΣΑ Πάσ’ ἕνας σας τὸ κάμωμαν ὅλον ἀπεὶς ἀκούσει, τ’ ἀμμάτια σας ἀπαρθινὰ κλάηματα δὲν κρατοῦσι. ΧΟΡΟΣ Πέ μας, παρακαλοῦμε σε, κι ὅ,τι ἄλλον ἀπομένει, κιὰς τέτοια ἀθιβολὴ σωστὰ νά ’χομεν ἀκουσμένη, |
|
285 | καὶ εἰπέ μας ποῦ εἶν’ κι ὁ βασιλιός, τί ’ν’ ἀποκαμωμένος; ΕΛΙΣΑ Ὁ βασιλιὸς ὅπου ἤθελεν, ἐκεῖ ἔφταξε ὁ καημένος. ΧΟΡΟΣ Θλίβεται τάχατες πολλά; Ποιοί ’ναι εἰς τὴ συντροφιά του; ΕΛΙΣΑ Ἀποὺ τὴ θλίψη κείτεται μὲ τὴ βασίλισσά του. ΧΟΡΟΣ Πῶς κείτεται; ΕΛΙΣΑ Μὲ τὴ νεκρὴν εἶναι κ’ οἱ δυὸ εἰς μιὰ κλίνη, |
|
290 | νεκρὸς κ’ ἐκεῖνος κατὰ πῶς εἶναι νεκρὴ κ’ ἐκείνη. ΧΟΡΟΣ Ὁ βασιλιὸς εἶναι νεκρός; Ὢ Μέμφη, ἡ ἐπαρχιά σου πῶς ἔπεσε κ’ οἱ γάμοι σου σὲ ξόδια πῶς ἀλλάσσου! Αἴγυπτος, κακὸ τό ’παθες καὶ τίς νὰ σὲ φυλάξει, γὴ ποιός ἀποὺ τσὶ βασιλιοὺς δὲ θέλει σὲ πειράξει; |
|
295 | Μὰ αὐτὸ τὸ θάνατο, ἁποὺ λές, τί πράμα τοῦ ’χε φέρει κ’ ἐτέλειωσε ἔτσι ὀγλήγορα σήμερο τέτοιο ταίρι; ΕΛΙΣΑ Ἀπείτις ἡ βασίλισσα, σὰν εἶπα, εἶχε ἀποθάνει, τὸ νοῦ του ὅλοι ἐκρατούμανε ὁ βασιλιὸς πὼς χάνει, γιατὶ ὡσὰ λίθος ἔμεινε, κ’ ἡ ὄψη καὶ τὸ φῶς του |
|
300 | ἀλλάξασι, κ’ ἐκλαῖγαν τον ὅσοι κι ἂν ἦσα ὀμπρός του. Μὰ εἰς λίγο, ὡς ἐσυνήφερε, τὸ καλαμάρι πιάνει καὶ τὸ χαρτί, καὶ μιὰ γραφὴ τὸν εἴδαμε καὶ κάνει, κ’ ἕνα του δοῦλον ὅρισε νὰ πάγει νὰ τὴ δώσει τοῦ βασιλιοῦ τσῆ Πέρσιας, στὴ Μέμφη ἀπείτις σώσει· |
|
305 | κ’ ἐτότες μὲ πολλὴν ἀντρειάν, ὡς νὰ ἦτον ὀχουθρός του, γδύνει τὸ ἴδιο του σπαθὶ καὶ σφάζεται ἀπατός του, δίχως ν’ ἀλλάξει ἡ ὄψη του, μὲ δίχως νὰ μιλήσει, κι ὥστε νὰ τὸ γροικήσομεν ἤθελε ξεψυχήσει· κι ὅλοι πολλὰ ἐτρομάξαμε κ’ ἐχάσαμε τὸ νοῦ μας |
|
310 | χάμαι νὰ ἰδοῦμε τὸ κορμί, νεκρό, τοῦ βασιλιοῦ μας· κ’ ἐκεῖ ζιμιὸ ἐξαπλώσασι πανιὰ χρουσὰ κ’ ἐθέκα κ’ ἐκεῖνον καὶ τὴν ὄμορφη καὶ φημιστὴ γυναίκα· κ’ ἡ Ροδοδάφνη ὡς ἤκουσε τὰ κλάηματα, νὰ μάθει τότ’ ἔτρεξε, καὶ τσὶ νεκροὺς ὡς εἶδε ἡ δόλια, ἐχάθη· |
|
315 | κι «ὀϊμένα» ὡς εἶπε δυνατά, πάραυτας εἶχε πέσει, κι ἀποθαμένη ὅσοι ’ν’ ἐκεῖ ἄσφαλτα τήνε λέσι. Τότες κ’ ἐμένα ἐστείλασι νὰ βρῶ τὴ γρὰ νὰ δράμει, ὅ,τί ναι χρειαζόμενο γλήγορα νὰ τὸ κάμει. Καὶ πάγω δὲν ἀργιώντας πλιὰ πρὶ ὁ ἥλιος βασιλέψει, |
|
320 | νὰ μὴν εἰποῦσι στὴ δουλειὰ τούτη πὼς εἶχα ὀκνέψει. ΧΟΡΟΣ Ὢ μέρα κακορίζικη, ὢ μέρα ἀσβολωμένη, ὢ χώρα, χήρα ἀπόμεινες καὶ κλαῖγε πρικαμένη. |
|
- Η βασίλισσα Αννάζια πενθεί, σκηνή από την παράσταση «Βασιλεύς ο Ροδολίνος» του Εθνικού Θεάτρου, 1962.
Πηγή: Ψηφιοποιημένο Αρχείο Εθνικού Θεάτρου
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Ο Τρωσίλος πληροφορείται τα δυσάρεστα νέα (Ε 563-580)
Ο Τρωσίλος καταφθάνει και μένει εμβρόντητος μαθαίνοντας τις τραγικές εξελίξεις: την αυτοκτονία του φίλου του Ροδολίνου και της Αρετούσας, την οποία επιθυμούσε ο ίδιος για σύζυγό του. Στο σύντομο μονολογικό απόσπασμα που ακολουθεί, καταριέται τη μοίρα του προοικονομώντας και τη δική του αυτοχειρία.
| ΤΡΩΣΙΛΟΣ Ζωή μου, ὀϊμέ, ὄχι πλιὸ ζωή, μ’ ἀσκιά καπνὸς καὶ σκόνη, τοῦ Χάρο εἰκόνα ἀληθινὴ ποὺ τσὶ ζωὲς τελειώνει, |
|
565 | οἱ πόνοι ἂς πάψου μετὰ σὲ κ’ οἱ πρίκες μου οἱ περίσσες, τοῦ πόθου τ’ ἀστραπόβροντα κ’ οἱ ἄδικές του κρίσες. Μελλούμενο σκληρότατο, γιάντ’ ἀποφασισμένα μ’ ἔχεις, ὁ ἴδιος, σκοτωτὴς νά ’μαι τοῦ ἴδιου ἐμένα; Σ’ τόσους πολέμους ἤλαχα κ’ εἰς μάχες τόσες ἤμου, |
|
570 | καὶ χέρι ἀλλοῦ δὲν ἄφηκες νὰ βλάψει τὸ κορμί μου, γιὰ νὰ μπορέσει ἀψήφιστα τὴ σημερνὴν ἡμέρα τέλος νὰ δώσει τσῆ ζωῆς ἡ ἐδική μου χέρα; Φίλε μου ἠγαπημένε μου, πιστέ μου Ροδολίνο, ποτὲ στὸν Ἅδη δίχως μου νὰ στέκεις δὲ σ’ ἀφήνω· |
|
575 | κι ἀπεὶς γιὰ μένα ἀπόθανες, γιὰ σὲ κ’ ἐγὼ τελειώνω, κ’ ἐσένα καὶ τὴν κόρη μου τὴν ἀκριβὴ γδικιώνω. Τὸ πνεῦμα μου, παρακαλῶ, δεχτῆτε το σιμά σας, νὰ στέκει στὴν ἀγάπη σας, νά ’ναι στὴ συντροφιά σας. Μαχαίρι ἐσύ, ἁποὺ πάντα σου, μ’ ἔβγανες τιμημένο, |
|
580 | γιαμιὰ ἄνοιξε, τὸ στῆθος μου σφάξε <τὸ πρικαμένο>. |
|
- Τρωσίλος και Ερμήνος, σκηνή από την παράσταση «Βασιλεύς ο Ροδολίνος» του Εθνικού Θεάτρου, 1962.
Πηγή: Ψηφιοποιημένο Αρχείο Εθνικού Θεάτρου
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Επίλογος σε κλίμα βαρύ και πένθιμο (Ε 623-628)
Έχουν προηγηθεί οι θάνατοι της Αρετούσας, του Ροδολίνου, της Ροδοδάφνης και του Τρωσίλου. Το κλίμα είναι βαρύ και πένθιμο. Το έργο κλείνει με τις αποφθεγματικές ρήσεις του Ερμήνου γύρω από τη ματαιότητα της ανθρώπινης ύπαρξης και την αστάθεια της τύχης/μοίρας.
| ΕΡΜΗΝΟΣ Ἴντα μᾶς ξίζου οἱ θησαυροί, τί πλιὸ οἱ φιλιὲς φελοῦσι, ἂν οἱ ζωὲς τελειώνουσι κ’ οἱ βασιλειὲς χαλοῦσι, |
|
625 | κι ὁ πόθος πέφτει ἀψήφιστος, κ’ ἡ νιότη, κομπωμένη, ὅντα θαρρεῖ εἰς Παράδεισο νὰ μπεῖ, στὸν Ἅδη μένει; Ἐλπίδαν ἄνθρωπος λοιπὸ δὲν πρέπει νὰ φυλάσσει σὲ πράμ’ ἁποὺ μπορεῖ ὁ καιρὸς νὰ ρίχτει καὶ ν’ ἀλλάσσει. |
|
- Σκηνή από το τέλος της παράστασης «Βασιλεύς ο Ροδολίνος» του Εθνικού Θεάτρου, 1962.
Πηγή: Ψηφιοποιημένο Αρχείο Εθνικού Θεάτρου
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Βιβλιογραφία
- Αποσκίτη 1987
- Μάρθα Αποσκίτη (επιμ.), Ροδολίνος, τραγωδία Ιωάννη Ανδρέα Τρωίλου (17ου αιώνα), πρόλ. Στυλιανός Αλεξίου, Στιγμή, Αθήνα 1987.
- Βασιλειάδου 2002
- Κλεονίκη Βασιλειάδου, Το ιστορικό και κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο αναπτύχθηκαν το κρητικό και το ιταλικό αναγεννησιακό και μανιεριστικό θέατρο. Επιδράσεις του ιταλικού μανιεριστικού θεάτρου στο κρητικό, ανέκδοτη διδακτορική διατριβή, ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη 2002.
- Μαρκομιχελάκη 2016
- Τασούλα Μ. Μαρκομιχελάκη, «Σχόλια ποιητικής στην τραγωδία του Κρητικού Θεάτρου Βασιλεύς ο Ροδολίνος (1647), Ζητήματα Νεοελληνικής Φιλολογίας. Μετρικά, υφολογικά, κριτικά, μεταφραστικά. Πρακτικά ΙΔ΄ Διεθνούς Επιστημονικής Συνάντησης, 27-30 Μαρτίου 2014, Μνήμη Ξ. Α. Κοκόλη, ΑΠΘ, επιμ. Ίλια Παπαστάθη, Τμήμα Φιλολογίας-Τομέας Μεσαιωνικών και Νέων Ελληνικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 2016, σ. 63-77.
- Παπαγεωργίου 1979
- Σ. Παπαγεωργίου, «Ο “Βασιλεύς ο Ρωδολίνος”», Διαβάζω 26 (1979), σ. 26-27.
- Πούχνερ 1992
- Βάλτερ Πούχνερ, Το θέατρο στην Ελλάδα: μορφολογικές επισημάνσεις, Παϊρίδης, Αθήνα 1992, σ. 45-143.
- Πούχνερ 2007
- Βάλτερ Πούχνερ, «Βασιλεύς ο Ροδολίνος», Λεξικό νεοελληνικής λογοτεχνίας. Πρόσωπα, έργα, ρεύματα, όροι, Πατάκης, Αθήνα 2007, σ. 259-260.
- Πούχνερ & Αθήνη 2007
- Βάλτερ Πούχνερ & Στέση Αθήνη, «μπαρόκ», Λεξικό νεοελληνικής λογοτεχνίας. Πρόσωπα, έργα, ρεύματα, όροι, Πατάκης, Αθήνα 2007, σ. 1487-1488.
- Puchner 1997
- Walter Puchner, «Τραγωδία», Λογοτεχνία και κοινωνία στην Κρήτη της Αναγέννησης, επιμ. David Holton, μτφρ. Ναταλία Δεληγιαννάκη, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1997, σ. 181-188.
- Σολομός 1998
- Αλέξης Σολομός, Το κρητικό θέατρο: από τη φιλολογία στη σκηνή, Κέδρος, Αθήνα 21998, σ. 75-100.
- Walton & Μανούσακας 1976
- F. R. Walton & Μ. Ι. Μανούσακας (επιμ.), Ιωάννης Ανδρέας Τρώιλος, Βασιλεύς ο Ρωδολίνος: τραγωδία, πρόλ. F. R. Walton, εισ. Μ. Ι. Μανούσακας, Γεννάδειος Βιβλιοθήκη-Αμερικάνικη Σχολή Κλασσικών Σπουδών, Αθήνα 1976.
Δικτυογραφία
«Ιωάννης Ανδρέας Τρώιλος: Χορικό από το Ροδολίνο», στα «Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας (Α΄ Γενικού Λυκείου)-Βιβλίο Μαθητή (Εμπλουτισμένο)», στο «Ψηφιακό Σχολείο, Διαδραστικά Σχολικά Βιβλία», Διόφαντος (ΙΤΥΕ).
«B΄ περίοδος, 1570-1669. Κρητική Λογοτεχνία-Περίοδος της ακμής», στην «Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας», e-logotexnia.
«Βασιλεύς ο Ροδολίνος (1952). Εθνικό Θέατρο: Κεντρική Σκηνή (πρόγραμμα παράστασης)», στο «Αρχείο του Εθνικού Θεάτρου-Οπτικοακουστικό υλικό», Εθνικό Θέατρο.
«Πρόσωπα και θέματα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας: Κρητική λογοτεχνία», στις «Ψηφίδες για την ελληνική γλώσσα και τη γλωσσική εκπαίδευση», Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
* Τελευταία πρόσβαση στη δικτυογραφία: Δεκέμβριος 2017.
Ετικετες Αναζητησης
Λογοτεχνικό Γένος
ΠοίησηΕποχές - Περίοδοι
Κρητική λογοτεχνία της ακμής ή Κρητική Αναγέννηση (1580-τέλη 17ου αι.) Δημώδης γραμματεία μετά την Άλωση (16ος-18ος αι.) Λογοτεχνία σε φραγκοκρατούμενα-βενετοκρατούμενα μέρη (15ος-17ος αι.)Φύση Προσώπων
Άνθρωποι
Κατάλογος Έργων
- Αισώπου Μύθοι
- Ανακάλημα της Κωνσταντινόπολης
- Άνθη ευλαβείας
- Άνθος των χαρίτων
- Απόκοπος
- Αφήγησις Λιβίστρου και Ροδάμνης
- Αφήγησις παράξενος του ταπεινού Σαχλίκη
- Βαρλαάμ και Ιωάσαφ
- Βασιλεύς ο Ροδολίνος
- Βίοι αγίων
- Διγενής Ακρίτης
- Διήγησις Βελισαρίου
- Διήγησις εξαίρετος Βελθάνδρου του Ρωμαίου
- Διήγησις εξαίρετος ερωτική και ξένη του Ιμπερίου θαυμαστού και κόρης Μαργαρώνης
- Διήγησις εξαίρετος ερωτική και ξένη Φλωρίου του πανευτυχούς και κόρης Πλάτζια Φλώρης
- Διήγησις Ιεροθέου Αββατίου
- Διήγησις και οπτασία ωφέλιμος ορθοδόξου τινός Δημητρίου
- Διήγησις του Αχιλλέως
- Διήγησις του Πωρικολόγου
- Διήγησις του Ρεμπελιού των Ποπολάρων
- Εξήγησις της γλυκείας χώρας Κύπρου, η ποία λέγεται Κρόνικα, τουτέστιν Χρονικόν
- Ερωτικόν ενύπνιον
- Ερωτόκριτος
- Ερωτοπαίγνια
- Ερωφίλη
- Η Βοσκοπούλα
- Η Θυσία του Αβραάμ
- Η Καινή Διαθήκη
- Η Κοσμογέννησις
- Η Φυλλάδα του Μεγαλέξαντρου
- Θησαυρός
- Θρήνος εις τα Πάθη και την Σταύρωσιν του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού
- Θρήνος της Θεοτόκου
- Θρήνος της Κρήτης
- Θρήνος της Κωνσταντινούπολης
- Ιατροσόφια
- Ιστορία και όνειρο
- Ιστορία του Ταγιαπιέρα
- Κατζούρμπος
- Κλίνη Σολομώντος
- Λαϊκές αφηγήσεις
- Λεηλασία της Παροικιάς της Πάρου
- Λόγοι διδακτικοί του πατρός προς τον υιόν
- Λόγος παρηγορητικός περί Δυστυχίας και Ευτυχίας
- Μεγάλον θανατικόν από πανόκλα
- Ο Βίος του Αισώπου
- Ο Έπαινος των γυναικών
- Ο Κρητικός Πόλεμος
- Ο Οψαρολόγος
- Ο Χρονογράφος
- Παιδιόφραστος διήγησις των ζώων των τετραπόδων
- Παλαιά τε και Νέα Διαθήκη
- Πανουργίαι υψηλόταται του Μπερτόλδου
- Πανώρια
- Πένθος θανάτου, ζωής μάταιον και προς Θεόν επιστροφή
- Περί ηρώων, στρατηγών, φιλοσόφων, αγίων και άλλων ονομαστών ανθρώπων, οπού εβγήκασιν από το νησί της Κύπρου
- Περί της ξενιτείας
- Πόλεμος της Τρωάδος
- Πτωχοπρόδρομος
- Ριμάδα κόρης και νιου
- Ρίμες αγάπης (Κυπριακά ερωτικά)
- Σιντίπας
- Σπανέας
- Σπανός
- Στάθης
- Στεφανίτης και Ιχνηλάτης
- Στίχοι γραμματικού Μιχαήλ του Γλυκά ούς έγραψε καθ΄ ον κατεσχέθη καιρόν εκ προσαγγελίας χαιρεκάκου τινός
- Συναξάριον του τιμημένου γαδάρου
- Το κατά Καλλίμαχον και Χρυσορρόην ερωτικόν διήγημα
- Το Χρονικόν του Μορέως
- Φορτουνάτος
- Φυσιολόγος
- Χρονικό του Γαλαξειδιού
- Χρονικό του μοναστηριού του Αγίου Θεοδώρου Κυθήρων
- Χρονικό των Σερρών
- Χρονικόν