Συναξάριον του τιμημένου γαδάρου
Συγγραφέας: Ανώνυμος
Σατιρικό και διδακτικό ανομοιοκατάληκτο στιχούργημα του 14ου-15ου αιώνα με χιουμοριστικό και σκωπτικό τόνο. Το έργο ανήκει στην παράδοση των διηγήσεων στις οποίες πρωταγωνιστούν ζώα με ανθρωπομορφικά στοιχεία· εν προκειμένω, ήρωες είναι η αλεπού, ο λύκος και ο γάιδαρος. Τον 16ο αιώνα διασκευάστηκε σε ομοιοκατάληκτους στίχους και αναδείχθηκε σε ένα από τα δημοφιλέστερα λαϊκά αναγνώσματα του νέου ελληνισμού.
Ulrich Moennig (επιμ.), «Das Συναξάριον του τιμημένου γαδάρου: Analyse, Ausgabe, Wӧrterverzeichnis», Byzantinische Zeitschrift 102 (2009), σ. 109-166.
Εισαγωγή
Το Συναξάριον του τιμημένου γαδάρου είναι ένα σατιρικό και διδακτικό στιχούργημα του 14ου-15ου αιώνα με χιουμοριστικό και σκωπτικό τόνο και ήρωες τρία αγαπητά στο κοινό της εποχής –και όχι μόνο– ζώα με ανθρωπομορφικά στοιχεία: την αλεπού, τον λύκο και τον γάιδαρο.
Ο λύκος και η αλεπού σχεδιάζουν να επιτεθούν στον κακοπαθημένο και αγαθό γάιδαρο. Τον προσεγγίζουν, λοιπόν, και τον πείθουν να κάνουν όλοι μαζί ένα ταξίδι με βάρκα για τους Άγιους Τόπους, έχοντας απώτερο σκοπό τους να τον φάνε. Στο καράβι η αλεπού και ο λύκος είναι τιμονιέρηδες και ο γάιδαρος κωπηλατεί. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού πέφτουν σε κακοκαιρία και, τότε, η αλεπού αναφέρει ένα δυσοίωνο όνειρο που είδε, καλώντας τους συνταξιδιώτες της σε εξομολόγηση. Πρώτα εξομολογείται ο λύκος και παίρνει άφεση αμαρτιών, έπειτα εξομολογείται η αλεπού, δηλώνει τη μετάνοιά της και παίρνει και αυτή άφεση. Όμως, όταν έρχεται η σειρά του γαϊδάρου, είναι εξαιρετικά αυστηροί: ο γάιδαρος αποκαλύπτει πως το μόνο του παράπτωμά του είναι το ότι, ταλαιπωρημένος όντας και πολύ πεινασμένος, έφαγε ένα μαρουλόφυλλο από το φορτίο του αφεντικού του. Όταν οι δύο "κριτές" αντιδρούν με αγανάκτηση και τον καταδικάζουν σε θάνατο, ο γάιδαρος τούς αποκαλύπτει πως στο πίσω πόδι του κρύβει ένα χάρισμα το οποίο δεν θέλει να πάει χαμένο. Με αυτό το δέλεαρ παρασύρεται ο λύκος, ο οποίος όλο απληστία σκύβει να το αποσπάσει, αλλά τότε, αιφνιδιαστικά, με μια κλωτσιά ο γάιδαρος τον πετάει στο νερό, εκεί όπου καταλήγει και η έντρομη πλέον αλεπού. Οι δύο συνεργοί αναγνωρίζουν την εξυπνάδα του γαϊδάρου, καθώς και το γεγονός ότι τον υποτίμησαν, και γι’ αυτό τον προσφωνούν «νικόν» και «Νικήτα». Το κείμενο τελικά κλείνει με την πιο κωμική ανατροπή: ο "χοντροκομμένος" και "απαίδευτος" γάιδαρος βγαίνει νικητής εις βάρος των "ανώτερων" αντιπάλων του.
Οι ιστορίες με ήρωες ζώα ήταν πολύ αγαπητές από την αρχαιότητα ακόμα – ενδεικτική είναι η τεράστια δημοτικότητα των μύθων του Αισώπου. Ανάλογοι αρχαίοι μύθοι επιβιώνουν στη μεσαιωνική Δύση, όπου δημιουργείται ένας κύκλος σημαντικών έργων με πρωταγωνίστρια μια αρσενική αλεπού· στη Γαλλία του 13ου αιώνα γράφεται το «Μυθιστόρημα της Αλεπούς», το Roman du Renard. Το 1250 μεταφέρεται στις Κάτω Χώρες και το 1487 τυπώνεται, σχολιασμένο από τον Hendrik van Alkmaar. Στην έκδοσή του βασίζεται η πρώτη γερμανική διασκευή, τυπωμένη με τον τίτλο Reynke de vos στο Lübeck, το 1498. Μια αρκετά μεταγενέστερη ανατύπωσή της (1711) χρησίμεψε στον Goethe για τη δική του έμμετρη διασκευή Reineke Fuchs το 1794 (Αλεξίου 1955, 82). Στο ίδιο πλαίσιο τοποθετούνται και τα έργα του γάλλου επιγόνου του Αισώπου La Fontaine καθώς και του σατιρικού Mathurin Régnier. Ο τελευταίος, μάλιστα, θεωρεί πως ο μύθος αυτός, τον οποίο διασκευάζει σε μια από τις σάτιρές του, μεταφέρθηκε από τους Έλληνες στους Ιταλούς (Αλεξίου 1955, 82).
Υπάρχει, λοιπόν, ένας ευρύς κύκλος ελληνικών αλλά και δυτικοευρωπαϊκών παραμυθιών με μεγάλη διάδοση και εξαιρετικό ενδιαφέρον, στα οποία πρωταγωνιστεί η τυπικά πονηρή, υποκρίτρια, ψευδο-θρησκευόμενη και χωρίς ηθικό χαλινό αλεπού, και που σκοπός τους είναι να σατιρίσουν ανθρώπινους τύπους. Μάλιστα, τα χαρακτηριστικά της αλεπούς στο Συναξάριον είναι τυπικά μισογυνικά, κάτι που ασφαλώς αποσκοπεί σε κωμικό αποτέλεσμα αλλά και οφείλεται στις τάσεις της βυζαντινής λογοτεχνίας (Moennig 2009, 124-125). Από την άλλη, το «συναξάριον» αποτελεί εκκλησιαστικό όρο που σημαίνει μια σύντομη ή εκτενή διήγηση για τον βίο, την πολιτεία και το μαρτύριο κάποιου αγίου. Κατά συνέπεια, ο τίτλος του κειμένου ισοδυναμεί με μια «ευτράπελη παρωδία» (Πολίτης 1993, 49), αφού η λέξη «συναξάριον», όπως και το επίθετο «τιμημένος», δημιουργούν μια αστεία αντίφαση και αποτελούν ένδειξη της επικείμενης αφήγησης των ηρωικών (!) προσπαθειών του συμπαθητικού τετράποδου (Moennig 2009, 122).
Παρόλο που υπάρχει η πιθανότητα της επίδρασης ενός βασικού δυτικού προτύπου στο Συναξάριον, τα χαρακτηριστικά των ζώων σ’ αυτό σκιαγραφούνται σύμφωνα με τις ελληνικές αντιλήψεις, αλλά και ο κόσμος που παρουσιάζεται είναι εν γένει ελληνικός, όπως επανειλημμένα έχουν υποδείξει οι μελετητές (λ.χ. Μητσάκης 1973, 157· Beck 1999, 276). Επιπρόσθετα, ένας από αυτούς, ο Πάνος Βασιλείου (1996, 152), καταλήγει στο συμπέρασμα πως το πρότυπο του Συναξαρίου είναι ο αισωπικός μύθος Λύκος και όνος δικαζόμενοι, στον οποίο χρησιμοποιείται το μοτίβο της «στημένης» εξομολόγησης με σκοπό την καταδίκη. Αναντίρρητα και εδώ, όπως άλλωστε και στις υπόλοιπες μεσαιωνικές δημώδεις ιστορίες ζώων –π.χ. Πουλολόγος, Διήγησις των τετραπόδων ζώων, Οψαρολόγος– είναι ευδιάκριτες οι επιδράσεις της αισώπειας αλληγορίας και του διδακτισμού. Εντούτοις, οι βασικοί άξονες του Συναξαρίου είναι το χιούμορ και η πολυεπίπεδη σάτιρα απέναντι στους φορείς της εξουσίας του φεουδαρχικού Μεσαίωνα. Οι περισσότεροι μελετητές συγκλίνουν στην άποψη ότι βασική πτυχή του κειμένου είναι το ιδιαίτερα δημοφιλές στη μεσαιωνική γραμματεία αντικληρικό πνεύμα. Έτσι, ο Beck (1999, 276-277), λ.χ., υποστηρίζει πως η σάτιρα έχει ως στόχο την Εκκλησία και, κυρίως, τους λόγιους με εκκλησιαστικά αξιώματα που καταπιέζουν και εκμεταλλεύονται ξεδιάντροπα τους ασθενέστερους. Κατά μία άλλη άποψη, στο πρόσωπο τής αλεπούς, η οποία εμφανίζεται ως γνώστρια των νόμων (του Νομοκάνονα) και μπορεί να δικάζει, να κρίνει και να επιβάλλει ποινές, σατιρίζεται το σύνολο των υποκριτών λογίων της εποχής (Βασιλείου 2008, 138). Μία τρίτη γνώμη διακρίνει στη σάτιρα του κειμένου έναν σαφή κοινωνικό προσανατολισμό: τα τρία πρόσωπα του μύθου αντιστοιχούν στα ισάριθμα μεσαιωνικά δυτικοευρωπαϊκά κοινωνικά στρώματα: των ευγενών (λύκος), του κλήρου (αλεπού) και της τρίτης τάξης, της πλέμπας, δηλαδή του απλού λαού (γάιδαρος). Έτσι, με συγκαλυμμένο και ανώδυνο τρόπο, καυτηριάζεται η εκμετάλλευση και η αυθαιρεσία των δύο προνομιούχων τάξεων επί της τελευταίας (Αλεξίου 1955, 84). Εντέλει ως μοναδικό όπλο του απλού λαού στην αντιμετώπιση των ασυδοσιών εις βάρος του προκρίνεται το χιούμορ, με το οποίο αυτός μπορεί να θριαμβεύσει (Beck 1993, 277).
Το Συναξάριον αποτελείται από 393 ανομοιοκατάληκτους δεκαπεντασύλλαβους στίχους και η σύνθεσή του τοποθετείται χρονικά, από τους περισσότερους μελετητές, στον 15ο αιώνα – για μια πρωιμότερη χρονολόγηση στον 14ο αι., βλ. Moennig 2009, 128. Ο Λευτέρης Αλεξίου (1955, 87-88), με βάση τη γλωσσική μορφή, χρονολογεί το ποίημα πολύ πριν το 1500, κοντά στα χρόνια της Άλωσης ή/και πρωτύτερα, στην περιοχή της Κρήτης, η οποία ήδη από τον προηγούμενο αιώνα παρουσιάζει τα σημάδια μιας ακμαίας τοπικής λογοτεχνικής παράδοσης. Ακόμα, θεωρεί πως οι στίχοι του Συναξαρίου είναι «πρωτόγονοι» και θυμίζουν κάποια βυζαντινά δεκαπεντασύλλαβα με άτεχνους στίχους, ενώ για τον ποιητή εικάζει πως ήταν λαϊκός με μέτριο ταλέντο. Παρ’ όλα αυτά, αναγνωρίζει στο κείμενο τη ζωντάνια των εκφράσεών του και το χιούμορ (Αλεξίου 1955, 88). Ο Moennig (2009, 115-117), από την άλλη, εντοπίζει αρετές του κειμένου ανάμεσα στις οποίες είναι οι αστείες ανατροπές, τα βυζαντινά λογοπαίγνια, τα ζεύγη συνωνύμων και αντιθέσεων, οι παρηχήσεις που εντείνουν το κωμικό αποτέλεσμα αλλά και ρητορικά στοιχεία. Με βάση αυτά τα δεδομένα, απορρίπτει την περίπτωση του «απαίδευτου» συγγραφέα, θεωρώντας πως ο/η δημιουργός του έργου είχε λάβει ανώτερη ρητορική μόρφωση.
Το Συναξαρίον πρωτοεκδόθηκε από τον Wilhelm Wagner και συμπεριλήφθηκε στα περίφημα Carmina graeca medii aevi, που τυπώθηκαν στη Λειψία το 1874. Ο γερμανός φιλόλογος και εκδότης στηρίχτηκε στον μοναδικό μάρτυρα που παραδίδει το κείμενο –ωστόσο, στο κριτικό υπόμνημα συμπεριλαμβάνει και προτάσεις των Βικέλα και Bursian–, τον περίφημο κώδικα Vindobonensis theologicus gr. 244 (V) του 16ου αιώνα, ο οποίος περιέχει τα περισσότερα –και κατά βάση αξιόλογα– λογοτεχνικά κείμενα της δημώδους γραμματείας μας. Περισσότερο από έναν αιώνα αργότερα, η Cornelia Pochert (Κολωνία 1991) εξέδωσε το κείμενο για δεύτερη φορά. Και τα δύο προαναφερθέντα πονήματα, μολονότι πολύ σημαντικά για την ιστορία της διάδοσης του κειμένου, βαρύνονται από πολλές παραναγνώσεις και ποικίλες εκδοτικές επεμβάσεις που λειτούργησαν εις βάρος της λογοτεχνικότητάς του, γι’ αυτό και σήμερα θεωρούνται ξεπερασμένα, αν όχι αναξιόπιστα (Moennig 2009, 131-133). Εντωμεταξύ, η από καιρό προαναγγελλόμενη κριτική έκδοση του Πάνου Βασιλείου δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ –μια ιδέα της μόνο δίνουν τα παραθέματα των σχετικών μελετημάτων του–, το κενό ωστόσο ήρθε να καλύψει πρόσφατα ο Ulrich Moennig (2009) στο ιστορικό περιοδικό Byzantinische Zeitschrift. Η δημοσίευση/έκδοσή του στηρίζεται σε μια νέα ανάγνωση του χειρογράφου (καθώς και των εκδόσεων) και είναι η πληρέστερη, δεδομένου ότι αποκαθιστά τις εσφαλμένες γραφές του παρελθόντος, το διαταραγμένο ώς τότε τέλος και, το κυριότερο, τον κωμικό χαρακτήρα του ποιήματος. Γι’ αυτούς τους λόγους προτιμήθηκε ως πηγή της παρούσας ανθολόγησης.
Κείμενο που σχετίζεται στενά με το Συναξάριον είναι η Γαδάρου, λύκου κι αλουπούς διήγησις ωραία, η περισσότερο γνωστή και ως Φυλλάδα του γαδάρου. Το στιχούργημα αυτό, γραμμένο οπωσδήποτε στην Κρήτη πιθανότατα στον αρχόμενο 16ο αιώνα, εκδόθηκε στη Βενετία το 1539 και αναδείχθηκε σε ένα από τα προσφιλέστερα διαχρονικά αναγνώσματα του νέου ελληνισμού, με πυκνές ανατυπώσεις ώς και τον 19ο αιώνα. Μολονότι η κρητικής προέλευσης Φυλλάδα φαίνεται να ακολουθεί αρκετά κοντά το νόημα και τη δομή του υστεροβυζαντινού Συναξαρίου, το οποίο αναπλάθει σε 540 ομοιοκατάληκτους δεκαπεντασύλλαβους στίχους, η μεταξύ τους σχέση δεν έχει ακόμα ξεκαθαριστεί. Σύμφωνα με τους περισσότερους μελετητές, το νεότερο ποίημα είναι απευθείας διασκευή του προγενέστερου (λ.χ. Αλεξίου 1955, 87· Πολίτης 1993, 51), «στο πλαίσιο της γενικότερης τάσης του 16ου αι. να διασκευάζονται παλαιότερα ανομοιοκατάληκτα στιχουργήματα σε ομοιοκατάληκτα (τις λεγόμενες ριμάδες)» (Λεντάρη 2007α, 345). Απεναντίας, κάποιοι άλλοι υποστηρίζουν ότι και τα δύο έργα με πρωταγωνιστή τον γάιδαρο αποτελούν ανεξάρτητες διασκευές/παραλλαγές ενός κοινού αλλά χαμένου πια προτύπου (Κρουμπάχερ 1900, 192 και 196· Τσαντσάνογλου 1971, 63· Βασιλείου 1996, 153). Όπως και να είναι, η επίσης ανώνυμη Φυλλάδα διατηρεί όλα τα θετικά στοιχεία του Συναξαρίου: τις ζωντανές εκφράσεις, τη σατιρική διάθεση και προπαντός το χιούμορ, αποδίδοντάς τα σε καλοδουλεμένες ρίμες και ακολουθώντας σαφώς τις λογοτεχνικές συμβάσεις της εποχής της. Παρ’ όλα αυτά, τα δύο κείμενα, που συνήθως είτε συνεκδίδονταν (Wagner 1874, Pochert 1991) είτε «συνεξετάζονταν» στις διάφορες λογοτεχνικές ιστορίες/γραμματολογίες, θα πρέπει να αντιμετωπίζονται ως δύο ξεχωριστά έργα (Moennig 2009, 112-113), στην κατεύθυνση που ακολουθείται, π.χ., στο μελέτημα της Μαρκομιχελάκη (2002).
Αποσπάσματα
Οι περιπέτειες του γαϊδάρου: η αρχή του ταξιδιού (στ. 1-111)
Ο πρωταγωνιστής της ιστορίας, ο γάιδαρος, περνάει τα πάνδεινα στα χέρια του αφέντη του, αλλά, σαν να μην έφτανε αυτό, πέφτει και θύμα σκευωρίας του λύκου και της αλεπούς, οι οποίοι τον παρασέρνουν σε ένα θαλάσσιο ταξίδι.
fol. 126v | Συναξάριον τοῦ τιμημένου Γαδάρου
καὶ πάντα κακορίζικος ἔτυχεν εἰς αὐθέντη πτωχὸν καὶ κακομάζαλον, κακὰ δυστυχισμένον· ποτέ του ’δὲν ἐχόρτασεν, ποτέ του οὐκ ἀναπαύτη. |
|
5 | Ἀλλ’ ὅμως καὶ τάχα καὶ ποτέ, λαμπρὰ ἡμέρα ἦτον, ἐπέστρωσαν, ἀπόλυσαν τὸν γάδαρον ἐκεῖνον, τάχα νὰ παραβοσκινθῆ, καμπόσο νὰ ἀνασάνη ἀπὸ τὸν κόπον τὸν πολὺν καὶ τὴν ταλαιπωρίαν. Κ’ ἐκεῖ παραβοσκίζετον κοντὰ πρὸς τὸ ρυάκιν. |
|
10 | Ὁ λύκος μὲ τὴν ἀλουποῦ ἤρχονταν κυνηγώντας, εὑρίσκουσιν τὸν γάδαρον καὶ καλοχαιρετοῦν τον: «Καλῶς σὲ ηὕραμεν, γάδαρε, αὐθέντη, καλῶς κάμνεις; Καλῶς ποιεῖς; Καλῶς τὰ χαίρεσαι; Καλῶς τὸ ἀμπουκώνεις; Ἐμεῖς ἀκόμη νηστικοὶ εἴμεσθεν ἕως τώρα. |
|
15 | Τί νὰ ποιήσωμεν καὶ ἡμεῖς ὡς διὰ νὰ προγευτοῦμε;» Ὁ δὲ ἰδὼν ὁ γάδαρος αὐτοὺς τριγύῥ ’στέκουν, καὶ τί λαλοῦσι πρὸς αὐτὸν καὶ πῶς τὸν παραβλέπουν, ἐνόησεν ὡς φρόνιμος τὰ μέλλοντα γενέσθαι, καὶ τὸ φαγεῖν ἐστάθηκεν, κακὰ ἀναστενάζει, |
|
20 | ἀπιλογεῖται πρὸς αὐτοὺς μετὰ πολλῶν τῶν ἄλλων, καὶ τοῦτον τὸ ἐφεύρεμαν μετὰ πολλοὺς τοὺς λόγους εἶπεν: «Ἐγὼ ταλαίπωρον πτωχὸν ζῶον εἰμὶ τοῦ κόσμου, εἰς τὸ κορμί μου ’δὲν ἔχω κρέας ἀλλ’ οὐδὲ αἷμα, κλονίζομαι νὰ περπατῶ, τρέμω νὰ θέλω πέσει. |
|
25 | Καὶ ὁ αὐθέντης ὁ πικρὸς ὁποὺ ἐμέναν εἶχεν, κανεὶς οὐδὲν τὸν ἔσφαλεν νὰ μὴν τὸν θανατώση. Κ’ ἐγὼ θωρῶ τὸ κάλλος σας, τὴν ὡραιότητάν σας, τὴν παίδευσιν καὶ φρόνεσιν τὴν ἔχετε εἰς τὸν κόσμον, καὶ θέλω διὰ νὰ ἐγλυτώσετε, νά ’χετε τὴν ζωήν σας, |
|
30 | καὶ φύγετε πολλὰ γοργὰ, ὅτι αὐτὸς βιγλίζει. Ἔχει καὶ σκύλους δυνατούς, τριάκοντα καὶ πλέον, ζαγάρια, βαρύσκυλους, ζαγαρογυρευτάδες, λαγωνικούς, χοντρόσκυλους ἀπὸ τὴν Λουμπαρδέαν. Πάντες διασκορπίζονται ἐν μέσῳ τοῦ δρυμῶνος |
|
35 fol. 127r | ὡς ζάγανοι καὶ σταυραϊτοί, ξιφθερογυρευτάδες, ὅταν θελήση νὰ ἐβγῆ, νὰ πᾶ νὰ κυνηγήση. | Kαὶ τὰ βουνὰ συντρίβονται, τὰ ὄρη συντρομάσσουν, ἀρκοῦδες, ἀγριόχοιροι, λέοντες καὶ παρδάλοι και τ’ ἄλλα πάντα καθεξῆς μικρά τε καὶ μεγάλα – |
|
40 | μεγάλην θνῆσιν πολεμεῖ εἰς ἅπαντα τὰ ζῶα. Λοιπὸν, εἰ θέλετε τοῦ ζῆν, φύγετε, μὴν σταθῆτε». Ταῦτά ’λεγεν ὁ γάδαρος, ὅπως τοὺς δελεάση καὶ φύγουσιν καὶ λυτρωθῆν αὐτὸς ἀπὸ κινδύνου. Ἡ δὲ ἀλώπηξ πονηρὰ οὖσα καὶ μηχανοῦργος |
|
45 | οὐκ ἔλαθεν αὐτὴν καὶ τοῦ γαδάρου λόγοι· ψευδοτεχνεῖ εἰς ρήμασι τούτους καταφοβῆσαι, βουλόμενος τούτους φυγεῖν καὶ ἐλευθερωθῆναι. Ἡ δὲ ἀλουποῦ εὐθὺς τὸν γάδαρον ἐλάλει: «Μηδὲν ξυλοσοφῆς πολλὰ, ὅτι χωριάτης εἶσαι, |
|
50
52a 52b | βάναυσος καὶ ἀπαίδευτος, χοντρὸς καὶ ψευδολόγος· ὄντως πρέπει σε, γάδαρε, γάδαρον νὰ σὲ λέγουν. Φρόνιμος ἦτον ἄνθρωπος < ... > < ... > καὶ πρὸς τὴν θεωρίαν, τὴν ἔχεις εἰς τὰ ἄλλα σου ἐπάνω εἰς τὸ κορμί σου, ὅλα ’ναι παρασούλικα μετὰ τῆς θεωρίας. |
|
55 | Μὰ τὴν ἀλήθειαν οὐδαμῶς θέλω τὸ ὄνομά σου! Ἀκούω σε ὅτι βάρβαρος, πολλὰ χοντρὸς ὑπάρχεις. Ἐγὼ ’μαι ἀστρονόμισσα, ἐγὼ εἶμαι καὶ μαντεύτρια, ἐγὼ τὸ νομοκάνονον ἐξεύρω τον ἐκτήθου, ἐγὼ ’μαι διδασκάλισσα τῆς γνώσεως ἁπάσης, |
|
60 | κ’ ἐσὺ γελᾶς μας φανερὰ μέσα στὸ πρόσωπόν μας. Μὰ τὴν ἀλήθειαν, πρέπει σε μεγάλως παιδευθῆναι, ἀλλ’ ἐπειδή ’σαι ἀπαίδευτος, ὡς φαίνεται τὸ πρᾶγμα, γράμματα οὐ μεμάθηκας καὶ παίδευσιν οὐκ οἶδας, διὰ τοῦτο πρέπει σε λοιπὸν ὅπως ἔχης συγγνώμην. |
|
65 | λέγω σε οὖν ἀπὸ τοῦ νῦν, μάθε νὰ συντυχαίνης, ψέμαν οὐδὲν εἰπῆς ποτέ, ἀλήθειαν λέγε πάντα, νὰ ἔχης καὶ προτίμησιν, ἀγάπην παρὰ πάντας, νὰ ἔχωμεν καὶ ἡμεῖς μισθὸν εἰς ἅπαντα τὸν κόσμον· θωροῦμεν ὅτι ῥιζικὸν καλὸν καὶ τύχην ἔχεις |
|
70 | καὶ μεθ’ ἡμῶν εὑρέθηκες νὰ τιμηθῆς μεγάλως, καὶ νὰ σὲ μαθητεύσωμεν, νὰ ’σαι διὰ τιμή μας, ἂν τό ’χη καὶ ἡ φύσις σου καὶ παίδευσιν νὰ μάθης, χαρὰς ἐσὲν, χαρὰς ἑμᾶς καὶ μὲ τὸν μαθητήν μας· καὶ ἂν ἰδοῦμεν προκοπὴν, τὴν πρέπουσαν νὰ μάθης, |
|
75 | νὰ συντυχαίνης φρόνιμα καὶ καλοπαιδευμένα, νὰ σὲ χειροτονήσωμεν, νά ’σαι ἀποκρισιάρης, εἰς τὰς βουλάς μας νὰ χωρῆς, εἰς ὅλας μας τὰς πράξεις. Ἀπὸ τοῦ νῦν νὰ λυτρωθῆς ἐκ τὸν ὠμὸν αὐθέντην, ὁποὺ σὲ καταμάρανεν ἐκ τὸν πολὺν τὸν κόπον, |
|
80 80a | νὰ γένης σύντροφος ἡμῶν, ἀξία σου καὶ τιμή σου, καὶ μεθ’ ἡμῶν νὰ περπατῆς, ν’ ἀναπαυθῆς, νὰ ζήσης, καὶ νὰ περάσωμεν ὁμοῦ τὴν θάλασσαν τὴν βλέπεις, νὰ πᾶμεν στὴν Ἀνατολὴν, εἰς τὸν καλὸν τὸν τόπον, καὶ νὰ σὲ ’λευθερώσωμεν ἐκ τὸν πικρὸν αὐθέντην, ὁποὺ σὲ κατεδίκασεν καὶ ἐτιμώρησέν σε, |
|
85 | νὰ λάβωμεν καὶ ἡμεῖς μισθὸν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος». Λοιπὸν ὁ γάδαρος ἰδὼν τὰς ἀποφάσεις τούτων, ὅτι οὐ δυνατὸν ἐστὶν τούτους ἀπαλλαγῆναι, μὴ θέλων, μὴ βουλόμενος, ἀλλ’ ὥσπερ δυναστείᾳ ἐγένετον ὑπήκοος ταῖς τούτων συμβουλίαις· |
|
90 | προβλέπων δὲ τὸν θάνατον αὐτοῦ τὸν καθ’ ἡμέραν καὶ διαλογιζόμενος τί μηχανὴν ποιῆσαι – καθάπερ καὶ ἐποίησεν, ὡς ἔδειξεν τὸ τέλος. Λοιπὸν ἐν τῷ αἰγιαλῷ συντόμως καταβάντες, ἐμβάντες εἰς πλοιάριον ἀπέπλευσαν ἐκεῖθεν, |
|
95
fol. 127v | μεσάσαντες τὸ πέλαγος μετὰ καλῆς εὐδίας. Ἡ δὲ ἀλουποῦ ἡ πονηρὰ τοιούτους λόγους λέγει: «Ἀφέντη μου, κὺρ σύντεκνε, καλὰ νὰ τὸ γνωρίσης, ὅτι ἀποχωριζόμεθα τὴν σήμερον ἡμέραν, ὡς τό ’δα ἐψὲς στὸν ὕπνον μου, βλέπω το καὶ ἐξύπνου, | |
|
100 | ἐσυννέφιασεν ὁ οὐρανός, ἄνεμος θέλει ποίσει, καὶ πρὶν νὰ σώση πρὸς ἡμᾶς νὰ μᾶς καταποντίση, ποιήσωμεν τὰ πρέποντα ἐν ἐξομολογήσει. Λοιπὸν ἐσὺ, κὺρ σύντεκνε, ὡς πρῶτος ὁποὺ εἶσαι, ἐξομολόγησιν ὀρθὴν ποίησον κατὰ πρῶτον, |
|
105
| καὶ μετὰ ταῦτα δὲ ἐγὼ νὰ πῶ τὰ κρίματά μου, καὶ ὕστερον ὁ γάδαρος – ν’ ἀκούσωμεν ἀλλήλους, τίς ἔχει πλέον πταίσιμον, νὰ κρίνωμεν τὸ δίκαιον, νὰ δῆ ὁ θεὸς τὴν κρίσιν μας καὶ τὴν δικαιοσύνη καὶ ἐλεήσαι καὶ ἡμᾶς ὡς πάλαι Νινευίτας· |
|
110 | ὡς Ἰωνᾶν ἐρρύσατο ἐκ κήτους τῆς κοιλίας, ἐλευθερώσαι καὶ ἡμᾶς ἐκ τοῦ πικροῦ θανάτου». |
|
- Οι «σύντεκνοι» αλεπού και λύκος, προμετωπίδα από έκδοση του παραμυθιού Reineke fuchs (Η αλεπού Ράινεκε), που αποτελεί διασκευή του Μυθιστορήματος της αλεπούς.
Πηγή: Wikimedia Commons - Wenceslaus Hollar, Ο λύκος και η αλεπού, από εικονογραφημένη έκδοση των Μύθων του Αισώπου, Βιβλιοθήκη Σπάνιων Βιβλίων Thomas Fisher, Πανεπιστήμιο Τορόντο, Καναδάς.
Πηγή: Wikimedia Commons - Η "ευλαβής αλεπού" διαβάζει τον Νομοκάνονα φορώντας μοναχικό ράσο. Λεπτομέρεια μικρογραφίας από το Βιβλίο των Ωρών (Book of Hours, περ. 1460), Μουσείο Meermano, Χάγη, Ολλανδία.
Πηγή: Wikimedia Commons - Η "άριστη γνώστρια" του Νομοκάνονα αλεπού διδάσκει τα υπόλοιπα ζώα. Στη μικρογραφία αυτή του άγνωστου χφου η αλεπού βαστάει ποιμαντορική ράβδο.
Πηγή: Art Side - Η αλεπού, ο λύκος και ο γάιδαρος, από τη γερμανική διασκευή του Μυθιστορήματος της αλεπούς (1498). Η εικόνα είναι από τη σελίδα τίτλου μια ανατύπωσης του 1752.
Πηγή: Wikimedia Commons
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
"Εξομολόγηση" των δύο συντέκνων, του λύκου και της αλεπούς (στ. 112-223)
Κατά τη διάρκεια του θαλάσσιου ταξιδιού και στο πλαίσιο του πονηρού σχεδίου για την εξόντωση του γαϊδάρου, οι πρωταγωνιστές "εξομολογούνται" ο καθένας τα σφάλματά του. Πρώτος ξεκινά ο λύκος και ακολουθεί η αλεπού.
| Ὁ λύκος δὲ ὡς ἤκουσεν μάλιστα ἐφοβήθη καὶ τρόμος ὑπελάβετο αὐτὸν ὑπερβαλλόντως, ὅλον μὴ γνοὺς τὸν δόλιον τρόπον τῆς ἀλωπέκου |
|
115
117a | μηδὲ τὸ ἐπιβούλευμα, ὃ ἦν κατὰ γαδάρου· ὅμως δὲ λέγει πρὸς αὐτὴν ὁ λύκος εὐγνωμόνως: «Πρέπει τοῦτο, συντέκνισσα, < ... > καὶ νομοδιδασκάλισσα ἁπάντων τῶν πραγμάτων, πρέπει ἐξομολόγησις νὰ γένηται, ὡς ἔφης, ἐν συνειδότι καθαρῷ, γνώμῃ ἀνυποκρίτῳ». |
|
120 | Λοιπὸν συνωμοφώνησαν ἐξομολογηθῆναι, λέγουν: «Κ’ ἐσὺ, κὺρ γάδαρε, πῶς ἔναι ἡ βουλή σου, πρέπει τοῦτο ποιήσωμεν ἢ νὰ χαθοῦμεν ὅλοι;» Ἐκεῖνος δὲ ἀπέγνωσεν αὐτοῦ τὴν σωτηρίαν καὶ τὴν βουλήν του δέδωκεν ἐξομολογηθῆναι. |
|
125 | Λοιπὸν ὁ λύκος ἤρξατο τοῦ ἐξομολογεῖσθαι, λέγει: «Ἐγὼ καὶ πρόβατα, βούδια καὶ μοσχάρια, ἐλάφους καὶ γορούνια καὶ πάντα ὅσα εὕρω, σκοτώνω τα καὶ τρώγω τα καὶ τ’ ἄλλα πάλε κρύβω εἰς τὸ βουνὶν, εἰς τὸ κλαδὶν, αὔριον πάλε νά ’χω. |
|
130 | Πλὴν ἀνεβαίνω εἰς τὸ βουνὶν ὁποὺ ’ναι τὸ τσιμάδι καὶ κυλιοῦμαι παρευθὺς καὶ ἐξομολογοῦμαι, καὶ γίνομαι καλόγερος, τὴν ράχην μου μαυρίζω, γίνομαι μεγαλόσχημος, ἡγούμενον ὁμοιάζω, καὶ μεταγνώθω τὸ κακὸν τὸ πολεμῶ εἰς τὸν κόσμον, |
|
135 | ἄλλον οὐδὲν ἐπίσταμαι ἁμάρτημαν νὰ ποίσω». Ἀκούσας δὲ ἡ ἀλουποῦ τὴν ἀρετὴν τοσαύτην ἐθαύμασεν, ἐπαίνεσεν, καὶ ἐσυγχώρησέν τον καὶ ἐδικαίωσεν αὐτὸν πρὸς τὴν ἐπίγνωσίν του. Λέγει καὶ αὐτὴ πρὸς αὐτὸν ἐν ἐξομολογήσει |
|
140 | τὰ ταύτης πανουργεύματα καὶ τὰς διαβολίας καὶ τὰ ἐπιτηδεύματα τά ’καμνεν εἰς τὸν κόσμον: «Ἐγὼ πάντα μου πολεμῶ νὰ κλέψω, μὴ νὰ ζήσω, αὐτὸ μὲ καθωδήγησαν ἐκεῖνοι οἱ γονεῖς μου· μὰ τὴν ἀλήθειαν, ζῶ καλὰ, αὐθεντικὰ εἰς τὸν κόσμον: |
|
145 | πάντα χλωροφαγίαν τρώγω, πάντά ’μαι χορτασμένη. Εἰς τὰ κρυφὰ κλεψίματα καὶ τὰς πιδεξιοσύνας ὁμοιάζω τὴν μητέρα μου, ἐκείνην τὴν ἁγίαν, εἰς τὰ τσιληπουρδίσματα ὁμοιάζω τὸν πατήρ μου. Τίποτα δὲν ἀπόμεινεν, ὅσά ’ξευραν ἐκεῖνοι, |
|
150 | νὰ μὴ μὲ μαθητεύσουσιν, ὅλα νὰ τὰ ἠξεύρω· ἐφεῦρα δὲ καὶ ἐγὼ πολλὰ οἴκοθεν γνώσεώς μου· πολλά μὲ ἐθαυμάζονταν καὶ συνεχαίροντό μοι, διότι ἐγέννησαν φυτὸν πολλὰ προτερημένον· δι’ αὐτὸ καὶ μακαρίζω τους, ἐκείνους τοὺς γονεῖς μου. |
|
155 | Ὁ κόσμος καταρᾶται με ἡμέρας καὶ τὰς νύκτας, οἱ χῆρες οἱ πτωχούτσικες κλαίουσιν καὶ λυπῶνται, πλὴν ἡ εὐχὴ τῆς μάνας μου καὶ τοῦ καλοῦ πατρός μου πάντοτε βοηθοῦσι μὲ καὶ τὰ κακὰ γλυτώνω. Πόσες φορὲς ἐγλύτωσα ἐκ τῶν ἀρχόντων τὰ σπίτια, |
|
160 | ὅτι ἔχουν σκύλους δυνατούς, νὰ μὴ μὲ θανατώσουν. Καὶ μία χήρα ἄπορος, καλὰ οὐκ ἐθεώρειεν· εἶχεν καὶ ὄρνιθαν χοντρὴ κ’ ἐλάλειε τὴν Καβάκαν. αὐγὰ ἐγέννα δίκροκα, χοντρὰ ὡσὰν τῆς χήνας, καὶ μετ’ ἐκείνην ἔτρωγεν κ’ ἔπινεν κάθ’ ἡμέραν· |
|
165
fol. 128r | πρὸ πάντων δὲ ἐκάθετον ἐκ τὸ πολὺν τὸ πάχος. Πολλὰ ἐπιβουλεύτηκα νὰ τῆς τὴ θέλω πάρει, ἀλλὰ οὐδὲν ἠμπόρεσα νὰ πάρω τὴν Καβάκαν. Λοιπὸν < ... > | ἄκουσον τί ἐποῖκα. | Ἐβλέπω, περιεργάζομαι, ἔχει κάτον ἡ γραῖα, |
|
170 | χοντρὸν κοτσάκιν κόκκινον, τὴν τρίχα μου ὁμοιάζει. Ἔχει ἀγάπην εἰς αὐτὸ ὡσὰν καὶ εἰς τὴν Καβάκα, τὸν κάτον διὰ τοὺς ποντικοὺς, τὴν ὄρνιθαν διὰ τὰ αὐγά της. Καὶ μιὰν ἡμέραν ηὕρηκα ἄδειαν, ὡσὰν μὲ πρέπει. Ὁ κάτος κάπου ἔλειπεν, καὶ ἐγὼ ἀντὶς τὸν κάτον |
|
175 | < ... > ἔρχομαι πρὸς τὴν γραῖαν, καὶ μὲ ταπείνωσιν πολλὴν, μὲ ταπει<ν>ὸν τὸ σχῆμα. Θωρεῖ ἡ γραιὰ πὼς ἔρχομαι, ἔχει το, κάτος ἔναι, καὶ κράζει με ἡ ἄτυχος εἰς τὸ ὄνομα τοῦ κάτου· καὶ <Πὄλειπες, Παρδίτση μου> καὶ <Ποῦ ’σουν τόσην ὥραν;> |
|
180 | Κ’ ἐβούλετον ἡ ἄτυχος, ἐκείνη ἡ λουλόγρια, νὰ μὲ φαγίση τίποτες καὶ νὰ μὲ ὁμαλίση, ὡσὰν εἶχεν συνήθιον ἡ γραῖα πρὸς τὸν κάτο. Ἐγὼ καλοζυγώνω την καὶ πιάνω τὴν Καβάκα, θωρεῖ ἡ γραῖα καὶ λέγει με: <Τὴν ἀδελφή σου παίζεις;>. |
|
185 | Ἐγὼ δὲ τσαγκαρώνω την, ἐκείνην τὴν Καβάκα, κ’ ἐκείνη ἐνεφταράκισεν καὶ <κάκα κάκα> λέγει· σηκώνω την καὶ σύρνω την καὶ σήκωμαν οὐκ ἔχει, ἐφώναζεν ἡ ὄρνιθαν καὶ ἡ γραῖα ἀπὸ πίσω: <Παρδίτση μου, Παρδίτση μου, καὶ μὴ τὴν ἀδελφήν σου>. |
|
190 | Ἐγὼ ὑπάγω στὸ κλαδὶν κ’ ἐκράτουν τὴν Καβάκα, ἐκάθισα ν’ ἀναπαυτῶ, ν’ ἀκούσω καὶ τὴν γραῖαν· πολλὰ ἐκείνη ἔκλαυσεν, μεγάλως ἐλυπήθην. Πολλὰς κατάρας ἤκουσα ἀπὸ τὴν γραῖαν ἐκείνην· πολλὰ μὲ κατηγόρησαν ἐκείνην τὴν ἡμέραν. |
|
195 | Καὶ ἂν θέλω λέγει τὰ ἄκουσα καὶ ὅλα ὅσ’ ἀκούγω, πόσο μελάνιν καὶ χαρτὶν νὰ σώσουσιν νὰ γράψω, ὅ,τ’ ἔποικα καὶ πολεμῶ ἡμέρας καὶ τὰς νύκτας; Λοιπὸν τῆς γραίας μ’ ἔκαψαν οἱ λόγοι κ’ οἱ κατάρες, καὶ ἦλθα εἰς κατάνυξιν καὶ ἐνελογισάμην |
|
200 | τὰς ἁμαρτίας μου τὰς πολλὰς καὶ <τὰ> κακὰ τὰ ἐποῖκα, καὶ ἀνεβαίνω εἰς τὸ βουνὶν, τάχα νὰ θέλω κλάψει, πρὸς τὰ κακὰ τὰ ἔποικα νὰ σώσω τὴν ψυχήν μου, καὶ δάκρυα οὐδὲν ἔχω καὶ σφίγγομαι ὀλίγο, καὶ τὴν οὐράν μου κατουρῶ, τὰ ὀμμάτιά μου βρέχω, |
|
205 | καὶ εἰς τὰ ματοφρύδια μου κρεμάζονται οἱ κόμποι, καὶ ὁμοιάζουν δάκρυα καὶ ἔχω μέγα θάρρος, ὅτι ὁ θεὸς τὰ δάκρυα περὶ πολλοῦ τὰ ἔχει». Ὁ λύκος δὲ ὡς ἤκουσεν κατάνυξιν τοσαύτην καὶ τὴν ἐξομολόγησιν τὴν καθαρὰν ἐκείνην, |
|
210 | ἐθαύμασεν τὴν σύνεσιν, μεταβολὴν τοσαύτην, καὶ ὑποδέξατο αὐτὴν καὶ ἐσυγχώρησέν την, λέγων καὶ ταῦτα πρὸς αὐτήν: «Κυρία μου ἁγία, τὸν Μανασσῆν ἐνίκησας, τὴν πόρνην ἐμιμήσω, καὶ γέγονας σὺ ὅμοιος πάλε ὥσπερ ἐκείνους, |
|
215 | ὁσία μου, ἁγία μου καὶ δεδικαιωμένη, καλότυχη, καλόμοιρη καὶ δεδικαιωμένη, < ... > κλαδὶν τῆς παραδείσου, νὰ ἔτυχα καὶ ἐγὼ ἐκεῖ εἰς τὴν ἀνάπαυσίν σου. Ὄντως, κυρὰ συντέκνισσα, ἡ ἀρετή σου αὕτη |
|
220 | ὑπὲρ ἐμὲ ἐγένετον, εἶσαι συγχωρεμένη». Λοιπὸν οἱ δυὸ ἠστάθησαν, συγχώρησιν ἐποῖκαν, λέγουσιν καὶ τὸν γάδαρον: «Εἰπὲ κ’ ἐσὺ, καλέ μου, μηδὲν τὴν κρύψῃς ἀφ’ ἡμῶν, τῆς ἀληθείας λόγον». |
|
- Wenceslaus Hollar, Ο λύκος και το αρνί, από εικονογραφημένη έκδοση των Μύθων του Αισώπου, Βιβλιοθήκη Σπάνιων Βιβλίων Thomas Fisher, Πανεπιστήμιο Τορόντο, Καναδάς.
Πηγή: Wikimedia Commons - Wenceslaus Hollar, Η αλεπού και ο γάτος, από εικονογραφημένη έκδοση των Μύθων του Αισώπου, Βιβλιοθήκη Σπάνιων Βιβλίων Thomas Fisher, Πανεπιστήμιο Τορόντο, Καναδάς.
Πηγή: Wikimedia Commons - «Ο γάτος παρδίτζης και η αλεπού». Το σχέδιο, που θα μπορούσε να απεικονίζει (και) τα ζώα του ποιήματός μας, είναι έργο του Gustave Doré για εικονογραφημένη έκδοση των μύθων του Jean de la Fontaine.
Πηγή: Wikimedia Commons - Η αλεπού μετανοεί για τα κρίματά της, σχέδιο που απεικονίζει τη διάσημη πρωταγωνίστρια του Μυθιστορήματος της αλεπούς στον δρόμο για το προσκύνημα στη Ρώμη.
Πηγή: Art Side - «και ήλθα εις κατάνυξιν και ενελογισάμην / τας αμαρτίας μου τας πολλάς...» (στ. 199-200). Άγαλματίδιο από ελεφαντόδοτο μιας αλεπούς ως μοναχού με ένα κομποσκοίνι στα χέρια, εποχή της Μεταρρύθμισης στη Δανία (δεκαετία 1530), Εθνικό Μουσείο Samlinger της Δανίας.
Πηγή: Wikimedia Commons - Ο λύκος εν δράσει, εικονογράφηση του μύθου «Το αγόρι βοσκός και ο λύκος», από το ηλεκτρονικό βιβλίο Ο Αίσωπος για παιδιά (2006) με σχέδια του Milo Winter.
Πηγή: Wikimedia Commons - Οι τρεις πρωταγωνιστές της ιστορίας κατά τη διάρκεια του θαλάσσιου ταξιδιού, σκηνή από το κουκλοθέατρο της ΧΑΝΘ «Η αλεπού, ο λύκος και ο γάιδαρος» το 2013, ένα παραμυθόδραμα που αποτελεί διασκευή του μύθου.
Πηγή: Road story.gr
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Ο γάιδαρος "εξομολογείται" τα κρίματά του (στ. 224-285)
Μετά τις "εξομολογήσεις" του λύκου και της αλεπούς, ο οποίοι παίρνουν με δόλο άφεση για τα εγκλήματά τους, έρχεται η σειρά του γαϊδάρου.
| Ὁ γάδαρος ἐστέναξεν ἐκ μέσης τῆς καρδίας |
|
225 | καὶ λέγει ταῦτα πρὸς αὐτοὺς ἐν ἐξομολογήσει: «Ἐκεῖνος ὁ ἀφέντης μου ἐβαρυφόρτωνέ με μαρούλια καὶ λάχανα καὶ ἄλλα τὰ τοιαῦτα, κ’ ἐγὼ ἀπὸ τὴν πεῖνάν μου < ... >, ἐγύριζα τὸ στόμα μου κ’ ἐμπουκωνόμην φύλλον· |
|
230 | ἀλλότε μόλις ἔσωνα κ’ ἐμπουκωνόμην φύλλον, καὶ ἀλλότε οὐκ ἔσωνα, καὶ ἐκοπάνιζέ με, μὲ ρέκλαν στραβοδίκωλον τὸ κωλοκούκουρόν μου, κ’ ἐβέργιζεν ὁ κῶλος μου καὶ ἐσυχνοπορδοκόπουν. Τιμὴ νὰ ἔχετε, ἀφέντες μου, αὐτὰ μὲ ἐπολέμαν |
|
235
fol. 128v | ἐκεῖνος ὁ αὐθέντης μου κ’ ἐπεδυνάμουν τόσον, ὅτι ἀπὸ τὴν πεῖναν μου δύναμιν οὐδὲν εἶχα καὶ τὸ βαρὺν τὸ φόρτωμαν κι ἀπὸ τὸ δόσμαν κροῦσμαν ἔτρεμαν τὰ ποδάρια μου, ἔτρεμεν τὸ κορμί μου, | καὶ συχνοεκοντύλιζα κ’ ἐβούλομουν νὰ πέσω. |
|
240 | Κ’ ἐγὼ ἀπὸ τοῦ φόβου μου νὰ μὴ μὲ θανατώση, <οἱ μύξαις νεῦρα ἐγίνονταν>, ὡσὰν τὸ λέγει ὁ μῦθος. Λοιπὸν ὡς εἶδεν ὁ θεὸς τοσαύτην καταδίκην τὴν γενομένην εἰς ἐμὲν ἐκ τὸν πικρὸν ἀφέντην, ἐλέησέ με ὁ θεὸς καὶ ἐξαπόστειλέ σας, |
|
245 | τοιούτους ἄρχοντας καλοὺς πρὸς τὴν ἐλευθερίαν μου. Εὐχαριστῶ οὖν τὸν θεὸν καὶ τὴν ἀντίληψίν σας, ὅτι καὶ παίδευσιν καλὴν θέλετε μὲ παιδεύσει καὶ γράμματα καὶ διδαχὴν, κ’ ἐγὼ πάλε ὡς δοῦλος εἰς ὅ,τι μὲ ὁρίσετε γοργὸν νὰ τὸ πληρώσω». |
|
250 | Ταῦτα ἔλεγεν ὁ γάδαρος ὡς φρόνιμος ὁποὺ ’τον, μὴ νὰ γλυτώση ἀπ’ αὐτοὺς τάχα ἐν ὑποκρίσει. Ἡ δὲ ἀλουποῦ ἡ πονηρὰ, ἡ δολιοπανοῦργος, λέγει τὸν γάδαρον εὐθὺς μὲ ἀπειλὴν μεγάλην· «Τί τσαμπουνίζεις, γάδαρε, καὶ τί στραβοκωλίζεις; |
|
255 | Στάσου ὀμπρός μας σύντομα καὶ ἐξομολογήσου, καὶ πέ μας τὴν ἀλήθειαν, ὅσας κλεψίας ἐποῖσες. Ἄφες τὰ τσαμπουνίσματα αὐτὰ τὰ τσαμπουνίζεις, αὐτὰ σκατά, πηλὰ εἶναι καὶ ψεματολογίες. Οὐ στέργομεν, οὐ θέλομεν τοιαύτας διηγήσεις». |
|
260 | Τότε ἰδὼν ὁ γάδαρος καὶ ὅλως ἀπελπίσας καὶ πρὸς αὐτὰς φθεγξάμενος τοιαῦτα ἀναφέρει: «Καλὰ νὰ τὸ ἐγνωρίσετε, ἀφέντες ἐδικοί μου, ἀπὸ τὸ μαρουλόφυλλον ἐκεῖνον, ὅσον εἶπα, ἄλλον οὐδὲν ἐπίσταμαι, ὁ Κύριος τὸ βλέπει». |
|
265 | Ἀκούσας δὲ ἡ πονηρὰ ἀλώπηξ οὕτως ἔφη: «Καὶ τί ἄλλον ἁμάρτημαν χειρότερον στὸν κόσμον;» Ὅμως ἐδώκασιν βουλὴν τοῦ ἀποκτεῖναι τοῦτον. Ὁ γάδαρος δὲ θεωρῶν αὐτῶν τὰς πανουργίας, τὰς ἀδικίας τὰς αὐτῶν καὶ τὰς διαβολίας, |
|
270 | εἰς ἑαυτὸν ἐνόησε ποιῆσαι πρᾶγμα ξένον, ἐπαινετὸν καὶ ἀκουστόν, ὡς ἔδειξεν τὸ τέλος. καὶ τί ἐμηχανήσατο, ἄκουσον καὶ θαυμάσεις, καὶ πῶς ἐπιβουλεύεται καὶ τί ποιεῖ πρὸς τούτους. Λέγει: «Τὸ δίκαιον θωρῶ, κατὰ τὸ πταίσιμόν μου |
|
275 | προκεῖται μοι ὁ θάνατος, ὡς πέφυκεν ἡ κρίσις. Λοιπὸν πρὶν τοῦ θανάτου μου τὸ τάλαντον οὐ κρύψω, μήπως καὶ κολασθήσομαι ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ. Ὄπισθεν εἰς τὸν πόδαν μου χάρισμα ἔχω μέγαν, παρὰ θεοῦ δεδώρημαι τοῦτο, οὐκ ἀπ’ ἀνθρώπων. |
|
280 | Θέλω γοῦν δεῖξαι τὸ χρυσοῦν τὸ πέταλον, ὃ ἔχω, καὶ ὅστις μόνον τὸ ἰδῆ, τὸ πέταλον, ὃ ἔχω, πρὶν τοῦ θανάτου μου ἰδεῖν, χάριν πολλὴν λαμβάνει. Ἀκούει, βλέπει καὶ μακρὰ ἡμέρας τρεῖς καὶ πλέον, καὶ τοὺς ἐχθρούς του βλέπει τους, ἀκούει τί λαλοῦσιν, |
|
285 | καὶ πῶς ἐπιβουλεύονται, τί θέλουσιν νὰ ποίσουν». |
|
- Ο γάιδαρος περνάει δύσκολα στα χέρια του αφεντικού του. Σχέδιο από το βιβλίο της Emilie Poulsson Ο δραπέτης γάιδαρος και άλλα ποιήματα για παιδιά σε εικονογράφηση του L. J. Bridgman.
Πηγή: Project Gutenberg - «και εκοπάνιζέ με / με ρέκλαν στραβοδίκωλον...» (στ. 231-232). Jacques Callot, Χωρικός μαστιγώνει τον γάιδαρό του, έργο χαρακτικής του 1628. Εκτίθεται στην Εθνική Πινακοθήκη Τέχνης στην Ουάσινγκτον.
Πηγή: Artsy.net
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Η δικαίωση του γαϊδάρου (στ. 286-393)
Ο γάιδαρος βρίσκεται σε δύσκολη θέση και κινδυνεύει. Ο λύκος και η αλεπού τον κρίνουν ένοχο για ένα ανύπαρκτο παράπτωμα, με σκοπό να τον φάνε. Ο πρωταγωνιστής μας, ωστόσο, αντιδρά απρόσμενα.
| Ἀκούσας δὲ ἡ ἀλουποῦ, μὴ γνοὺς τὴν πονηρίαν, τὴν τοῦ γαδάρου, παρευθὺς τὸν σύντεκνόν της λέγει: «Ἀφέντη μου, κὺρ σύντεκνε, τὸ χάρισμαν ἐτοῦτο γοργὰ ἐπιμελήσου το καὶ ἀπ’ ἐσὲν μὴ λείψη, |
|
290 | τοιαύτη χάρις θαυμαστὴ νὰ μὴν χαθῆ ἐκ τὸν κόσμον, ὅτι ἔχεις ἐχθροὺς πολλοὺς ὁποὺ κακὸν σοῦ θέλουν» . Ὁ λύκος δὲ ὡς ἤκουσεν τῆς ἀλουποῦς τοὺς λόγους, καὶ πᾶσαν τὴν συγκρότησιν ἐπίστευσεν εὐθέως, καὶ λέγει πρὸς τὸν γάδαρον: «Γάδαρε, δεῖξε μέ το». |
|
295 | Καὶ λέγει ὁ γάδαρος εὐθὺς: «Μετὰ χαρᾶς, αὐθέντη. Ἀνέβα εἰς τὸ πόδωμα κ’ ἐκεῖ νὰ σὲ τὸ δείξω, καὶ κάτσε ἀνακούρκουδα, καὶ τὰ ἐμπροσθινὰ σου πόδια μηδὲν πατῆς <σ>τὸ πόδωμαν ἐπάνω οὐδεόλως· ἄνοιξε τὰ ὀμμάτια σου, γρύλλωσ’ τα ὅσον ἔχεις, |
|
300 | μὴ πάγη τὸ κεφάλι σου ἐδῶθες ἢ ἐκεῖθες, ὁ κῶλος σου ἂς κάθεται στὸ πόδωμαν καὶ μόνον, καὶ λέγε <Κύριε ἐλέησον, Κύριε, συμπάθησέ με, Κύριε, δός με χάρισμα ἐκεῖνο, τὸ γυρεύω». Ταῦτα ἐκομπολόγησε ὁ γάδαρος ἐκεῖνος, |
|
305 | τὸν λύκον, καὶ ἐποίησεν καθὼς τὸν ὀρδινιάσεν, ἀνέβην εἰς τὸ πόδωμαν ὁ λύκος καὶ ἐκάτσεν, – καλὰ τὸν ἐκατέστησεν στὸν ποῦντον, ὅπου πρέπει – γρυλλώνει ὁ λύκος νὰ ἰδῆ τὸ πότε νά ’λθη χάρις, ὅταν ἰδῆ τὸ πέταλον ἀντάμα μὲ τὴν χάριν. |
|
310
fol. 129r | Ὁ γάδαρος βολίζει τον, τσιληπουρδᾶ καὶ κροῦ τον μὲ ὅλην του τὴν δύναμιν, ὅσον καὶ ἄν ἐδυνήθην, καὶ ἐκτύπησέ τον μὲ θυμὸν καὶ ἐχαρβάλωσέ τον. Ἐ|ν πρώτοις τὸν ἐρόντζεψεν στὴν μέσην τοῦ πελάγους. Eὐθὺς βάνει τὸν φώναρον καὶ ἐξεματσουκώνει |
|
315 | καὶ σφυροκατουρεῖ συχνὰ καὶ συχνοπορδαλίζει, σηκώνει τὴν οὐράκλαν του, ἀνοίγει καὶ τὸ στόμα, καὶ οὐριάζει δυνατά καὶ τσινᾶ κ’ ἐξοίκισεν τὸν κόσμον, γυρεύει καὶ τὴν ἀλουποῦ μὴ νὰ τὴν κουκουδώση. Ἡ ἀλουποῦ τὸ νὰ ἰδῆ τὴν ἀπειλὴν ἐκείνην, |
|
320 | ἐκρήμνισεν καὶ ἔδωκεν στὴν θάλασσαν ἀπέσω. Ἐπῆραν την τὰ κύματα, στὸν λύκον τὴν ἐπῆγαν· ὁ λύκος δὲ κατὰ λεπτὸν τὴν ἀλουποῦ ἐρώταν· λέγει: «Καὶ τί μὲ ἐρωτᾶς καὶ τί μὲ συντυχαίνεις; Ὁ θεὸς μᾶς ἐλευθέρωσεν νὰ μὴ μᾶς θανατώση. |
|
325 | Ἐκ τὴν κοιλίαν του ἐξέβαλεν ὡσὰν ἀπελατίκι, μακρὺν, χοντρὸν καὶ ἔμπροσθεν εἶχεν ὡσὰν καπάσι. Ἀλὶ τὸν δώση μία φοράν, ζωὴν ποσῶς οὐκ ἔχει. Ἐγύρεψεν κ’ ἐμὲν πολλὰ μὴ νὰ μὲ κουκουδώση, πλὴν τῆς μητρός μου ἡ εὐχὴ καὶ τοῦ καλοῦ πατρός μου |
|
330 | ἔσωσάν με καὶ ἐγκρεμνίστηκα στὴν θάλασσαν ἀπέσω κ’ ἐγλύτωσα τὴν συμφορὰν ἐκείνην ὅση εἶδα, καὶ πλέα μὴ δοῦν τὰ μάτια μου τοιαύτην καταδίκην». Ὁ λύκος δὲ τὴν ἀλουποῦ πάλιν ἐξανερώταν: «Εἰπέ μοι, κυρὰ συντέκνισσα, καλὰ μὲ τὸ ξηγήσου, |
|
335 | τὸ μπουσδουγάνι πού τὸ ’χεν κ’ ἐγὼ οὐδὲν τὸ εἶδα;». Λέγει: «Ἂν τό ’χες δεῖν, κὺρ σύντεκνε, ἐκ τὴν κοιλίαν του ἐξέβην, ὁμοιάζει ἡ κοιλία του ἔχει ἀρματοθήκη, ματσούκας καὶ κοντάρια, χοντρὰ ἀπελατίκια, σκλόπους, λουμπάρδας, βόλια, δισάκια γιομάτα· |
|
340 | ἀνακαράδες βουκινεῖ, χοντρὰ ἀπελατίκια, συρλάδες καὶ τὰ μπίφαρα, ἀνακαρὰν τὸν μέγαν, καὶ βούκινον ὁπὄδωκεν κ’ ἐξοίκισεν τὸν κόσμον, < ... > καὶ ἄλλα πλέα εἶδα, τὰ ὅποια ἀλησμόνησα ἀπὸ τὴν ζάλισίν μου». |
|
345 | Λέγει: «Ἐγὼ, κυρὰ συντέκνισσα, < ... > νὰ ἠξεύρης ὅτι ὡσὰν μ’ ἐκτύπησεν τὴν κοπανέαν ἐκείνην, τὴν δολερὰν καὶ τὴν πικρὰν καὶ τὴν θανατηφόρον, εὐθὺς ὡσὰν μ’ ἐκτύπησεν μέσα εἰς τὸ τσακάτι, ἐφάνη με, ὁ οὐρανὸς ἐχάλασεν ἐπάνω |
|
350 | καὶ ἤστραψεν κ’ ἐβρόντησεν κ’ ἐχάλασεν ὁ κόσμος, τὰ μάτιά μου ἔστραψαν ὡσὰν τοὺς τσιμπιλίδας, ὁ μυελός μου ἐτρόμαξεν καὶ τὸ κορμί μου ὅλον, καὶ ἐγενόμην τρομικὸς ἐκ τὸν πολὺν τὸν φόβον, καὶ βλέπεις με, συντέκνισσα, μὲ τό ’να μάτιν εἶμαι, |
|
355 | μὲ τό ’να μάτι σὲ θωρῶ, καὶ τ’ ἄλλ’ οὐδὲν σὲ βλέπω. Ὅμως ἐγὼ ἐθάρρεσα, κυρά μου, εἰς ἐσένα, νὰ μὴ σὲ λάθη τίποτε εἰς ὅλην σου τὴν γνῶσιν, καὶ οὐ περιεργάστηκα τούτου τὴν πονηρίαν». Ὑπολαβὼν ἡ ἀλουποῦ τὸν λύκον ταῦτα λέγει: |
|
360 | «Ἀφέντη μου, κὺρ σύντεκνε, νὰ πῶ τὴν ἀφεντία σου, ἡ γνῶσις ἔναι πανταχοῦ, στὸν κόσμον ἐσπαρμένη. Καὶ τί ἂν ἔναι γάδαρος καὶ περιφρονημένος; Εἶδε τὸν θάνατον αὐτοῦ καὶ τὴν ἐπιβουλίαν καὶ ἀδικίαν δόλιον καὶ τὴν συκοφαντίαν, |
|
365 | χωρὶς νὰ πταίση τίποτες ἄξιον καταδίκης, ἡμεῖς ἐδιεκρίναμεν αὐτοῦ τὸν θανατῶσαι. Καὶ ὁ θεὸς ἰδὼν αὐτοῦ τὴν ταπεινοφροσύνην ἐδῶκεν τον καὶ φρόνεσιν, ἐδῶκεν τον καὶ γνῶσιν, ἵνα γλυτώση ἀφ’ ἡμῶν μὲ τὴν προτίμησίν του. |
|
370 | Οὐ μόνον δὲ ἐγλύτωσεν, ἀλλὰ χαρβάλωσέν μας, καὶ ἔποικέν μας ἄπρακτους καὶ ἐντροπίασέ μας». Ὕστερον δὲ καὶ ἐπαρηγορήθησαν μετὰ αἰσχύνης πλείστης, πολλὰ δὲ ἐσυντύχασιν λόγια πρὸς ἀλλήλους, καὶ ὕστερον ὠμόσασιν γάδαρον μὴ συντύχουν, |
|
375 | μηδὲ καταφρονήσωσιν ὡς περιφρονημένον. Ἀλλὰ καὶ ὄνομα αὐτοῦ ἔστησαν νὰ τὸν λέγουν, ἀπὸ τοῦ νῦν εἰς τὸ ἐξῆς νικὸν νὰ τὸν λαλοῦσιν, καὶ πλέον γάδαρον αὐτὸν ποσῶς μὴ τὸν εἰποῦσι, ἀλλὰ νικὸν ἂς τὸν λαλοῦν: «Ὅτι ἐνίκησέν μας, |
|
380 | τὸν λύκον καὶ τὴν ἀλουποῦ, καὶ ἐθανάτωσέ μας. καὶ μυριοεντροπιάσεν μας < ... >, καὶ ἐτύφλωσεν κ’ ἐποῖκέ μας μυριοκιντυνεμένους. Μὲ γνῶσιν καὶ ταπείνωσιν ἐκομπολόγησέ μας καὶ ἔποικέν μας ἄπρακτους καὶ κατεσβόλωσέν μας.» |
|
385 | Χαρὰς ἐσέν, κὺρ γάδαρε, μὲ τὴν προτίμησίν σου, τὸ πάρεον ἐκέρδισες καὶ τὴν τιμὴν τοῦ κόσμου· ὦ γάδαρε, κὺρ γάδαρε, πλεὸν γάδαρος οὐκ εἶσαι, νικὸν ἂς εἶσαι ἀπὸ τοῦ νῦν, Νικήτα νὰ σὲ λέσιν. Λοιπὸν ὅσοι τὸ ἀκούσασιν καὶ ὅσοι τὸ ἀκούγουν: |
|
390 | διὰ τὴν τιμήν σας, γάδαρον ποσῶς μὴ τὸν εἰπῆτε, καθὼς καὶ ἐπεκράτησεν, τινὲς καλοὶ ἀνθρῶποι – ὡσὰν τὴν ἀφεντίαν σας – γάδαρον δὲν τὸν λέγουν, ἀλλὰ Νικήτα καὶ νικόν, ὅσοι τὴν γνῶσιν ἔχουν. Τέλος του Γαδάρου |
|
- «ο γάδαρος... και κρου τον / με όλην του την δύναμιν...» (στ. 310-311). Σχέδιο του εικονογράφου Milo Winter για έκδοση των Μύθων του Αισώπου (1919).
Πηγή: Fables of Aesop. A complete collection - Ο γάιδαρος εκδικείται τον αλαζόνα λύκο.
Πηγή: mythfolklore.net - Ο θριαμβευτής γάιδαρος.
Πηγή: Στοχασμός-Πολιτική
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Βιβλιογραφία
- Αλεξίου 1955
- Λευτέρης Αλεξίου (επιμ.), «Η Φυλλάδα του γαδάρου, ήτοι Γαδάρου, λύκου κι αλεπούς διήγησις ωραία», Κρητικά Χρονικά 9 (1955), σ. 81-118.
- Βασιλείου 1996
- Πάνος Βασιλείου, «Ο Λούκιος ή Όνος του Λουκιανού πηγή της Φυλλάδας του Γαδάρου», Ελληνικά, τ. 46, τχ. 1 (1996), σ. 147-153.
- Βασιλείου 1998
- Πάνος Βασιλείου, «Η ελληνικότητα των πηγών του κρητικού έργου Γαδάρου, Λύκου κι αλουπούς διήγησις ωραία», Cretan Studies 6 (1998), σ. 267-285.
- Βασιλείου 2006
- Παναγιώτης Βασιλείου, «Οι βενετικές και άλλες εκδόσεις της “Φυλλάδας του Γαδάρου”», Ελληνικά, τ. 56, τχ. 1 (2006), σ. 99-131.
- Βασιλείου 2008
- Παναγιώτης Βασιλείου, «Ο αισωπικός μύθος Λύκος και Όνος δικαζόμενοι κύρια πηγή της εξομολόγησης των τριών ζώων στη “Φυλλάδα του Γαδάρου”», Ελληνικά, τ. 58, τχ. 1 (2008), σ. 129-138.
- Beck 1999
- Hans-Georg Beck, Ιστορία της βυζαντινής δημώδους λογοτεχνίας, μτφρ. Νίκη Eideneier, ΜΙΕΤ, Αθήνα 31999, σ. 275-277.
- Δανιήλ 2007
- Χρήστος Δανιήλ, «συναξάρι», Λεξικό νεοελληνικής λογοτεχνίας. Πρόσωπα, έργα, ρεύματα, όροι, Πατάκης, Αθήνα 2007, σ. 2113.
- Κρουμπάχερ 1900
- Καρλ Κρουμπάχερ, Ιστορία της βυζαντηνής λογοτεχνίας, μεταφρασθείσα υπό Γεωργίου Σωτηριάδου, τ. 3, Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου, Αθήνα 1900 [φωτοτυπική ανατύπωση 1974], σ. 192-197.
- Λεντάρη 2007α
- Tίνα Λεντάρη, «Γαδάρου, λύκου και αλουπούς διήγησις ωραία ή Φυλλάδα του γα(ϊ)δάρου», Λεξικό νεοελληνικής λογοτεχνίας. Πρόσωπα, έργα, ρεύματα, όροι, Πατάκης, Αθήνα 2007, σ. 344-345.
- Λεντάρη 2007β
- Τίνα Λεντάρη, «Συναξάριον του τιμημένου γαδάρου», Λεξικό νεοελληνικής λογοτεχνίας. Πρόσωπα, έργα, ρεύματα, όροι, Πατάκης, Αθήνα 2007, σ. 2113-2114.
- Μαρκομιχελάκη 2002
- Αναστασία Μαρκομιχελάκη, «Γαδάρου, λύκου κι αλουπούς διήγησις. Σατιρικά και κωμικά αποτελέσματα από τις αφαιρέσεις και τις προσθήκες στο κείμενο του Συναξαρίου του τιμημένου γαδάρου», «Τ’ αδόνιν κείνον που γλυκά θλιβάται». Εκδοτικά και ερμηνευτικά ζητήματα της δημώδους ελληνικής λογοτεχνίας στο πέρασμα από τον Μεσαίωνα στην Αναγέννηση (1400-1600). Πρακτικά του 4ου Διεθνούς Συνεδρίου Neograeca Medii Aevi (Νοέμβριος 1997, Λευκωσία), επιμ. Π. Αγαπητός & Μ. Πιερής, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2002, σ. 467-483.
- Μητσάκης 1973
- Κάρολος Μητσάκης, Εισαγωγή στη νέα ελληνική λογοτεχνία: πρωτονεοελληνικοί χρόνοι. Πανεπιστημιακές παραδόσεις, ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη 1973.
- Moennig 2009
- Ulrich Moennig (επιμ.), «Das Συναξάριον του τιμημένου γαδάρου: Analyse, Ausgabe, Wӧrterverzeichnis», Byzantinische Zeitschrift 102 (2009), σ. 109-166.
- Pochert 1991
- Cornelia Pochert (επιμ.), Die Reimbildung in der spät- und postbyzantinischen Volksliteratur [Neograeca Medii Aevi IV], Romiosini, Κολωνία 1991.
- Πολίτης 1993
- Λίνος Πολίτης, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, ΜΙΕΤ, Αθήνα 71993, σ. 41-44 και 49-52.
- Τσαντσάνογλου 1971
- Κυριάκος Τσαντσάνογλου, «Περί όνου…», Ελληνικά, τ. 24, τχ. 1 (1971), σ. 54-64.
- Wagner 1874
- Wilhelm Wagner (επιμ.), Carmina graeca medii aevi, Teubner, Λειψία 1874, σ. 112-123.
Δικτυογραφία
«Η περίοδος της Φραγκοκρατίας (1204-1453)», στην «Ιστορία Νεοελληνικής Λογοτεχνίας (Α, Β, Γ Γυμνασίου)», στο «Ψηφιακό Σχολείο, Διαδραστικά Σχολικά Βιβλία», Διόφαντος (ΙΤΥΕ).
«Α΄ περίοδος, 1204-1453. Αλληγορική ποίηση», στην «Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας», e-logotexnia.
«Δημώδης λογοτεχνία: Αλληγορικά σατιρικά έργα», στην «Βυζαντινή Λογοτεχνία», Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού.
«Πηγές του Αναλυτικού Λεξικού Κριαρά: Το Συναξάριον του τιμημένου γαδάρου και η Φυλλάδα του Γαδάρου», στην «Πύλη για την ελληνική γλώσσα και τη διδασκαλία της», Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
«Νέα Έκδοση: Το Συναξάριον του τιμημένου Γαδάρου», Πρώιμες Νεοελληνικές Σπουδές: Neograeca Medii Aevi. Εκδόσεις και βοηθήματα.
* Τελευταία πρόσβαση στη δικτυογραφία: Δεκέμβριος 2017.
Ετικετες Αναζητησης
Λογοτεχνικό Είδος
Αφήγηση ηθικοδιδακτική Ποιήματα και πεζά με πρωταγωνιστές ζώα και φυτά Ποίηση αλληγορική Σάτιρα ή/και παρωδίαΛογοτεχνικό Γένος
ΠοίησηΕποχές - Περίοδοι
Παλαιολόγεια περίοδος (13ος-15ος αι.) Δημώδης γραμματεία πριν από την Άλωση (12ος-15ος αι.)
Κατάλογος Έργων
- Αισώπου Μύθοι
- Ανακάλημα της Κωνσταντινόπολης
- Άνθη ευλαβείας
- Άνθος των χαρίτων
- Απόκοπος
- Αφήγησις Λιβίστρου και Ροδάμνης
- Αφήγησις παράξενος του ταπεινού Σαχλίκη
- Βαρλαάμ και Ιωάσαφ
- Βασιλεύς ο Ροδολίνος
- Βίοι αγίων
- Διγενής Ακρίτης
- Διήγησις Βελισαρίου
- Διήγησις εξαίρετος Βελθάνδρου του Ρωμαίου
- Διήγησις εξαίρετος ερωτική και ξένη του Ιμπερίου θαυμαστού και κόρης Μαργαρώνης
- Διήγησις εξαίρετος ερωτική και ξένη Φλωρίου του πανευτυχούς και κόρης Πλάτζια Φλώρης
- Διήγησις Ιεροθέου Αββατίου
- Διήγησις και οπτασία ωφέλιμος ορθοδόξου τινός Δημητρίου
- Διήγησις του Αχιλλέως
- Διήγησις του Πωρικολόγου
- Διήγησις του Ρεμπελιού των Ποπολάρων
- Εξήγησις της γλυκείας χώρας Κύπρου, η ποία λέγεται Κρόνικα, τουτέστιν Χρονικόν
- Ερωτικόν ενύπνιον
- Ερωτόκριτος
- Ερωτοπαίγνια
- Ερωφίλη
- Η Βοσκοπούλα
- Η Θυσία του Αβραάμ
- Η Καινή Διαθήκη
- Η Κοσμογέννησις
- Η Φυλλάδα του Μεγαλέξαντρου
- Θησαυρός
- Θρήνος εις τα Πάθη και την Σταύρωσιν του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού
- Θρήνος της Θεοτόκου
- Θρήνος της Κρήτης
- Θρήνος της Κωνσταντινούπολης
- Ιατροσόφια
- Ιστορία και όνειρο
- Ιστορία του Ταγιαπιέρα
- Κατζούρμπος
- Κλίνη Σολομώντος
- Λαϊκές αφηγήσεις
- Λεηλασία της Παροικιάς της Πάρου
- Λόγοι διδακτικοί του πατρός προς τον υιόν
- Λόγος παρηγορητικός περί Δυστυχίας και Ευτυχίας
- Μεγάλον θανατικόν από πανόκλα
- Ο Βίος του Αισώπου
- Ο Έπαινος των γυναικών
- Ο Κρητικός Πόλεμος
- Ο Οψαρολόγος
- Ο Χρονογράφος
- Παιδιόφραστος διήγησις των ζώων των τετραπόδων
- Παλαιά τε και Νέα Διαθήκη
- Πανουργίαι υψηλόταται του Μπερτόλδου
- Πανώρια
- Πένθος θανάτου, ζωής μάταιον και προς Θεόν επιστροφή
- Περί ηρώων, στρατηγών, φιλοσόφων, αγίων και άλλων ονομαστών ανθρώπων, οπού εβγήκασιν από το νησί της Κύπρου
- Περί της ξενιτείας
- Πόλεμος της Τρωάδος
- Πτωχοπρόδρομος
- Ριμάδα κόρης και νιου
- Ρίμες αγάπης (Κυπριακά ερωτικά)
- Σιντίπας
- Σπανέας
- Σπανός
- Στάθης
- Στεφανίτης και Ιχνηλάτης
- Στίχοι γραμματικού Μιχαήλ του Γλυκά ούς έγραψε καθ΄ ον κατεσχέθη καιρόν εκ προσαγγελίας χαιρεκάκου τινός
- Συναξάριον του τιμημένου γαδάρου
- Το κατά Καλλίμαχον και Χρυσορρόην ερωτικόν διήγημα
- Το Χρονικόν του Μορέως
- Φορτουνάτος
- Φυσιολόγος
- Χρονικό του Γαλαξειδιού
- Χρονικό του μοναστηριού του Αγίου Θεοδώρου Κυθήρων
- Χρονικό των Σερρών
- Χρονικόν