Η Θυσία του Αβραάμ
Συγγραφέας: Ανώνυμος
Θρησκευτικό δράμα, αποτελούμενο στην παρούσα έκδοση από 1.144 ομοιοκατάληκτους δεκαπεντασύλλαβους στίχους, ένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά έργα του κρητικού θεάτρου. Γράφτηκε πιθανότατα στις αρχές του 17ου αιώνα, ενώ πολλοί μελετητές το αποδίδουν στον Βιτσέντζο Κορνάρο, ποιητή του Ερωτόκριτου. Η υπόθεση του δράματος είναι το γνωστό επεισόδιο της Παλαιάς Διαθήκης, όπου ο Θεός, θέλοντας να δοκιμάσει την πίστη του Αβραάμ, του ζητά να θυσιάσει τον μονάκριβο γιο του.
Wim F. Bakker & Arnold F. van Gemert (επιμ.), Η Θυσία του Αβραάμ, κριτική έκδοση, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1996.
Εισαγωγή
Το θρησκευτικό δράμα Η Θυσία του Αβραάμ είναι ένα από τα πιο εγκωμιασμένα και αντιπροσωπευτικά έργα του κρητικού θεάτρου . Στην έκδοση του Μέγα (1954), αποτελείται από 1.154 ζευγαρωτά ομοιοκατάληκτους δεκαπεντασύλλαβους στίχους, ενώ στην πιο πρόσφατη, των Bakker και van Gemert (1996 και 1998), το σύνολο των στίχων ανέρχεται στους 1.144. Στις παλαιότερες βενετικές εκδόσεις η Θυσία επιγραφόταν ως «ιστορία ψυχωφελεστάτη ευγαλμένη από την Aγίαν Γραφήν». Λαμβάνοντας υπόψη, όμως, τις έμμεσες οδηγίες που παρεμβάλλονται στο κείμενο για τον ηθοποιό, είναι φανερό ότι το έργο γράφτηκε για το θέατρο (Bakker 1997, 235) και πιθανώς παραστάθηκε στην Κρήτη ή στη Βενετία (Μέγας 1954, 82).
Το πρότυπο και οι πηγές
Η Θυσία του Αβραάμ δεν έχει θεατρικούς προδρόμους στον κρητικό και γενικά στον ελληνικό κόσμο – με εξαίρεση δύο θρησκευτικά κείμενα με υποτυπώδη, ωστόσο, θεατρική δομή (Bakker 1997, 223-224). Οι μόνες ελληνικές πηγές που μπορεί να χρησιμοποίησε ο ποιητής ή να εμπνεύστηκε απ’ αυτές είναι θρησκευτικές ομιλίες και θεολογικές πραγματείες, ύμνοι και θρησκευτικά συγγράμματα της εποχής για το θέμα αυτό. Στη Δύση, όμως, βρίσκουμε μια εντελώς διαφορετική εικόνα· εκεί η βιβλική ιστορία της θυσίας του Αβραάμ έγινε υπόθεση για ένα από τα πιο δημοφιλή μυστήρια . Το 1928 ο Ι. Μαυρογορδάτος ανακάλυψε στο Λονδίνο το ιταλικό έργο που στάθηκε πρότυπο της Θυσίας, το βιβλικό δράμα Lo Isach του τυφλού ποιητή Luigi Grotto (1541-1585), το οποίο εκδόθηκε το 1586, έναν χρόνο μετά τον θάνατο του ποιητή του, και αφού είχε ήδη παρασταθεί δύο φορές (Bakker & van Gemert 1996, 36-39). Η Θυσία του Αβραάμ δεν αποτελεί μετάφραση του ιταλικού προτύπου. Ο κρητικός ποιητής ακολούθησε, βέβαια, σε γενικές γραμμές το έργο του Grotto, εισήγαγε όμως πολλές αλλαγές στην πλοκή , στην «εξωτερική» δράση, τροποποιώντας έτσι και τη δομή του δράματος. Εισήγαγε, ακόμη, πολλές τροποποιήσεις και στην «εσωτερική» δράση, δηλαδή στην ψυχοσύνθεση των προσώπων και την εξέλιξή τους. Από την αρχή τα πρόσωπα της Θυσίας είναι διαφορετικά και διαφοροποιούνται κι άλλο, καθώς εξελίσσονται (Bakker & van Gemert 1996, 40-41).
Χρονολόγηση και συγγραφέας
Λαμβάνοντας υπόψη πως το πρότυπό της δημοσιεύτηκε το 1586, υπολογίζεται ότι η Θυσία γράφτηκε μεταξύ των ετών 1586 και 1635 , με περισσότερες πιθανότητες για τις αρχές του 17ου αιώνα, αφού είναι φυσικό να είχε περάσει κάποιο χρονικό διάστημα, ώσπου ο Isach να γίνει πλατύτερα γνωστός και να φτάσει και στην Κρήτη (Τσαντσάνογλου 1975, 12). Σε άμεση συνάρτηση με τη χρονολογία της συγγραφής του έργου, προβάλλει και το δεύτερο περιμάχητο πρόβλημα: ποιος είναι ο ποιητής του. Το όνομά του δεν μας παραδόθηκε από καμία γραπτή πηγή, αλλά πολλοί μελετητές (π.χ. Ξανθουδίδης, Κριαράς, Πολίτης), στηριζόμενοι σε εσωτερικές ενδείξεις –λεξιλογικές, φραστικές και στιχουργικές ομοιότητες ανάμεσα στον Ερωτόκριτο και στη Θυσία– υποστήριξαν πως δημιουργός και της Θυσίας είναι ο Βιτσέντζος Κορνάρος και μάλιστα πως η Θυσία γράφτηκε κατά τη νεότητά του και λίγο πριν τον Ερωτόκριτο. Πρέπει να σημειώσουμε, πάντως, πως δεν υπάρχει γι’ αυτό βέβαιη μαρτυρία.
Η υπόθεση
Η υπόθεση του έργου προέρχεται από το γνωστό επεισόδιο της Παλαιάς Διαθήκης (Γένεση, κεφ. 22). Το δράμα αρχίζει με την εμφάνιση ενός αγγέλου που ξυπνά τον Αβραάμ και του αναγγέλλει τη θεϊκή προσταγή να θυσιάσει τον μονάκριβο γιο του. Ο πιστός Αβραάμ, έπειτα από έντονη ψυχική δοκιμασία, αποφασίζει να υπακούσει. Όταν εκμυστηρεύεται στη Σάρρα, που έχει ξυπνήσει και τον ρωτά επίμονα τί συμβαίνει, το φοβερό μαντάτο, αυτή ξεσπά σε γοερό θρήνο και λιποθυμά. Ο Αβραάμ, ύστερα από έναν εκτενή και οδυνηρό μεταξύ τους διάλογο, την πείθει να αποδεχθεί τη θέληση του Θεού και προετοιμάζει τον Ισαάκ για το ταξίδι, με το πρόσχημα ότι θα θυσιάσουν ένα αρνί. Ύστερα από έναν σπαρακτικό αποχαιρετισμό της μάνας, πατέρας και γιος, συνοδευμένοι από δύο υπηρέτες, ξεκινούν για την κορυφή του βουνού, όπου πρόκειται να γίνει η θυσία. Κατά την πορεία οι δούλοι, παρατηρώντας τη θλίψη του αφέντη τους, ζητούν να μάθουν τί τον βασανίζει. Ο Αβραάμ τούς αποκαλύπτει την αλήθεια και φανερώνει, για ακόμη μία φορά, τη σταθερή απόφασή του να εκτελέσει τη διαταγή του Θεού. Όταν φτάνουν στην κορυφή του βουνού, ο Αβραάμ ανακοινώνει στον Ισαάκ τον πραγματικό σκοπό του ταξιδιού τους και ο Ισαάκ προσπαθεί να τον μεταπείσει, αλλά τελικά υποκύπτει. Τη στιγμή που ο Αβραάμ ετοιμάζεται να τελέσει τη θυσία, εμφανίζεται πάλι ο άγγελος και λυτρώνει τον Ισαάκ αντικαθιστώντας τον με ένα αρνί. Το έργο τελειώνει με την επιστροφή πατέρα και γιου στο σπίτι και την προσευχή του Αβραάμ, που υμνεί την παντοδυναμία και ευσπλαχνία του Θεού.
Δομή
Ούτε το χειρόγραφο ούτε οι βενετικές εκδόσεις διαιρούν το έργο σε πράξεις και σκηνές , αντιθέτως η Θυσία παραδίδεται ως ενιαίο κείμενο. Λείπουν, επίσης, ο πρόλογος και τα χορικά , ενώ δεν τηρούνται οι νεοκλασικές συμβάσεις της ενότητας του χώρου (η δράση λαμβάνει χώρα όχι μόνο μέσα και έξω από το σπίτι του Αβραάμ, αλλά και πάνω στο βουνό και στους πρόποδές του) και της ενότητας του χρόνου (η δράση καλύπτει τουλάχιστον τρεις μέρες αντί για τις καθιερωμένες 24 ώρες). Ο ποιητής δεν αναφέρεται πουθενά στην εποχή και στον τόπο, όπου εκτυλίσσεται η δράση. Αυτά, άλλωστε, ήταν γνωστά στο κοινό του (Bakker & van Gemert 1996, 66-70).
Ενώ από το έργο, όπως μας παραδίδεται, λείπουν οι σκηνικοί τίτλοι και οι άμεσες σκηνικές οδηγίες, οι μελετητές καταλήγουν στο συμπέρασμα πως υπάρχει σκηνική δράση, η οποία προσδιορίζεται από τον ποιητή με έμμεσες σκηνικές οδηγίες μέσα στον λόγο των προσώπων. Η Θυσία του Αβραάμ έχει τρία σημεία κορύφωσης: τη συζήτηση ανάμεσα στον Αβραάμ και τη Σάρρα, την αναμέτρηση του Αβραάμ με τον Σιμπάν και τον Σόφερ και, τελικά, τον αγώνα με τον γιο του. Στη δομή του κειμένου, λοιπόν, γίνεται φανερή η σκιαγραφία πέντε "πράξεων" (Bakker & van Gemert 1996, 65-67). Επίσης, διαβάζοντας προσεκτικά το τελευταίο μέρος του έργου, καταλαβαίνουμε πως η Θυσία έχει στην πραγματικότητα επίλογο στον οποίο ο κεντρικός ήρωας του δράματος (Αβραάμ) καλεί όλους, ηθοποιούς και ακροατήριο, να ευχαριστήσουν τον Θεό· ο επίλογος τελειώνει με μια ευχή (Bakker & van Gemert 1996, 70-71).
Παρόλο που ο κρητικός ποιητής ακολουθεί βασικά την πλοκή του Grotto, εισάγει μερικές καινούριες σκηνές, ιδίως στη μέση του δράματος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η σκηνή των υπηρετών, η οποία ξαναπλάθεται και παίρνει σχεδόν τις διαστάσεις μιας "πράξης". Με τον τρόπο αυτό, ο κρητικός ποιητής δημιουργεί ένα από τα πιο αποτελεσματικά και σημαντικά επεισόδια του δράματος, τη σύγκρουση του ευλαβούς Αβραάμ με τους εξίσου ευλαβείς, μα ρεαλιστές, υπηρέτες του. Μερικοί ερευνητές επέκριναν τη Θυσία, γιατί δεν έχει, κατά τη γνώμη τους, αρκετή δράση. Πρέπει, όμως, να έχουμε υπόψη μας πως, παρόλο που για το δράμα η «εξωτερική» δράση είναι απαραίτητη, η ουσία του βρίσκεται στην «εσωτερική» δράση, δηλαδή μέσα στα πρόσωπα (Bakker & van Gemert 1996, 41-43).
Τα πρόσωπα: Ο Αβραάμ
Ο Αβραάμ, που αποτελεί το κύριο πρόσωπο του έργου, όπως χαρακτηριστικά φαίνεται και στον τίτλο του, από δραματουργική άποψη είναι ένα πρόσωπο περιορισμένων περιθωρίων δράσης. Ο κρητικός ποιητής, όμως, κατόρθωσε να δημιουργήσει έναν ήρωα που διανύει μια εσωτερική πορεία και βρίσκει τελικά, ύστερα από πολύ σκληρό αγώνα, την αυτοκυριαρχία του. Αρχικά, ο Αβραάμ βρίσκει αποτρόπαιο αυτό που του ζητά ο Κύριος και γι’ αυτό δεν υποτάσσεται αμέσως. Δεν αρνείται, βέβαια, στον Δημιουργό το δικαίωμα να διατάζει τα πλάσματά του. Η πρώτη του σκέψη είναι να θυσιαστεί αυτός αντί του παιδιού του, αλλά η προσφορά του μένει χωρίς απάντηση από την πλευρά του Θεού (Μέγας 1954, 88). Ύστερα, όμως, από τις αναμετρήσεις με τη Σάρρα, τους υπηρέτες και τον Ισαάκ, γίνεται ο «πρωταθλητής της πίστεως», που δεν υποτάσσεται απλώς στην εντολή του Κυρίου, δεν είναι ένα άβουλο όργανο στα χέρια του Θεού· έχει αποφασίσει να κάνει τη θυσία με όλη την καρδιά του, ως συνεργάτης Κυρίου. Ο χαρακτήρας του διαγράφεται καθαρά στη σκηνή που διεξάγεται καθ’ οδόν μεταξύ αυτού και των δούλων. Ο Σόφερ προβάλλει στον κύριό του τις πλέον σοβαρές αντιρρήσεις κατά της επικείμενης θυσίας. Εντούτοις, ο λόγος του δεν κλονίζει τον Αβραάμ, αλλά φέρνει ακριβώς το αντίθετο αποτέλεσμα, αφού ο νους του φωτίζεται ακόμη περισσότερο και η πίστη του εκδηλώνεται σταθερή. Ο Αβραάμ πλέον δεν είναι μόνο πρόθυμος να εκτελέσει το θέλημα του Θεού, αλλά και αισθάνεται αγαλλίαση και ευχαριστεί τον Θεό που σκέφτηκε από αγάπη να του στείλει αυτή τη δοκιμασία. Καταλαβαίνει ότι αυτό που περιμένει ο Θεός είναι μια "θυσία". Έτσι, ο Αβραάμ, μετά από βαθμιαία εσωτερική εξέλιξη, φτάνει στο ύψιστο σημείο της τελειώσεως (Μέγας 1954, 91-94). Η αληθινή θυσία, λοιπόν, είναι ένα βίωμα του πνεύματος: στο τέλος ο Ισαάκ πραγματικά θυσιάζεται και ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο ο Θεός τον δίνει πίσω στον Αβραάμ. Δεν έχει, λοιπόν, σημασία αν πραγματοποιείται στο τέλος η θυσία ή όχι, αφού την έκανε κιόλας η Σάρρα, ο Ισαάκ και ο ίδιος ο Αβραάμ (Bakker & van Gemert 1996, 50-54).
Η Σάρρα
Όταν αρχίζει να λαμβάνει ενεργό μέρος στο δράμα η Σάρρα, ανοίγεται μια καινούρια διάσταση: μπαίνει στη σκηνή η μητέρα κι έτσι ο Αβραάμ έχει να ξεπεράσει ένα ακόμη εμπόδιο. Στο τέλος, η Σάρρα δεν υποτάσσεται απλώς στο αναπόφευκτο, αλλά παραδίδει το παιδί της και κάνει πράγματι και αυτή τη θυσία (Bakker & van Gemert 1996, 44-45).
Ο Ισαάκ
Στη Θυσία ο ρόλος του Ισαάκ είναι ουσιώδης. Το παιδί, που παρουσιάζεται υπάκουο, ικετεύει τον Αβραάμ να του χαρίσει τη ζωή και έτσι γίνεται ακόμα πιο δύσκολο για τον πατέρα να κάνει αυτό που πρέπει. Ο κρητικός ποιητής προσπαθεί να βρει τρόπους να μας απεικονίσει τον Ισαάκ πιο καθαρά και το πετυχαίνει με την προσθήκη τριών καινούριων –σε σύγκριση με το πρότυπο– σκηνών: τη σκηνή του ξυπνήματος, τη σκηνή του ντυσίματος και τη σκηνή της συνάντησής του με τη Σάρρα. Προσθέτοντας αυτές τις σκηνές, ο ποιητής μάς δείχνει πώς θέλει να βλέπουμε τον Ισαάκ: όχι σαν ένα παθητικό χαρακτήρα, σαν ένα άβουλο θύμα, αλλά ως πρόσωπο που παίζει τον δικό του ρόλο, δηλαδή τον ρόλο ενός παιδιού που συμμετέχει στη θυσία ως μέλος της οικογένειας (Bakker & van Gemert 1996, 47-49).
Οι υπηρέτες
Στη Θυσία ο ποιητής δίνει στους υπηρέτες (Σιμπάν και Σόφερ) σημαντικό ρόλο, καθώς αυτοί παρουσιάζονται ως μέλη της οικογένειας που βλέπουν ό,τι συμβαίνει και καταλαβαίνουν τα προσωπικά αισθήματα, που οι άλλοι προσπαθούν να κρύψουν απ’ αυτούς. Άλλωστε, το επεισόδιο με τους υπηρέτες και τον Αβραάμ είναι μοναδικό: δεν απαντά σε κανένα από τα άλλα ομόθεμα δράματα (Bakker & van Gemert 1996, 46).
Γλώσσα και στιχουργία
Ο κρητικός ποιητής χρησιμοποιεί τη γλώσσα με τρόπο αβίαστο και ανεπιτήδευτο, με απλότητα, ενάργεια και εκφραστική δύναμη, χαρακτηριστικά που απαντούμε επίσης στα σημαντικότερα μνημεία της κρητικής γλώσσας. Το έργο περιλαμβάνει πλήθος γνωμών, παροιμιών και παροιμιωδών φράσεων, ευχών, μοιρολογιών, διστίχων κλπ., που αποτελούν δείγματα άριστης χρήσης της λαϊκής γλώσσας. Το δράμα είναι δεμένο με την ψυχή του λαού του, του τόπου του και του καιρού του και είναι γραμμένο στο ιδίωμα της ανατολικής Κρήτης και σε άψογο ομοιοκατάληκτο δεκαπεντασύλλαβο στίχο.
Η διάδοση του έργου
Το παλαιότερο κείμενο της Θυσίας που γνωρίζουμε σήμερα είναι το χειρόγραφο που βρίσκεται στη Μαρκιανή Βιβλιοθήκη της Βενετίας, στον Νανιανό κώδικα (Μ) μαζί με άλλα έργα της εποχής, και γράφτηκε στη Ζάκυνθο σε λατινικό αλφάβητο . Παρ’ όλα αυτά, ο Εμμανουήλ Κριαράς υποστηρίζει ότι το γνησιότερο, άρα και ιδιωματικότερο, κείμενο της Θυσίας παραδίδεται από το συγκεκριμένο χειρόγραφο, το οποίο εν πάση περιπτώσει θεωρείται πιο αξιόπιστος μάρτυρας από τον κώδικα Κολυβά (K) του 18ου αι., που πιθανόν αντιγράφει κάποια παλιότερη έντυπη έκδοση, γι’ αυτό και είναι ήσσονος σημασίας. Όπως και να ’χει, Η Θυσία του Αβραάμ πρέπει να έγινε γρήγορα δημοφιλέστατη, γιατί αναφέρονται ή και σώζονται πάμπολλες εκδόσεις της από το 1668 κι έπειτα (βλ. Τσαντσάνογλου 1975, 10-11)· ωστόσο, πιθανότατα πρωτοτυπώθηκε το 1696 (Bakker 1997, 225), ενώ η πρώτη σωζόμενη έκδοσή της είναι του 1713 (Β) από το βενετικό τυπογραφείο του Antonio Bortoli (Πούχνερ 2007, 883), που, σημειωτέον, την ίδια χρονιά εκτύπωσε και την πρώτη έκδοση του Ερωτόκριτου. Ο ποιητής, όταν έγραφε το θρησκευτικό δράμα, μάλλον το προόριζε να παιχτεί (ή να παίζεται) το Μεγάλο Σάββατο. Η θεματική και η συντομία του έργου (και η πιθανή ημέρα παράστασης) συνηγορούν υπέρ ενός μεικτού και ευρύτερου κοινού, του λαού του Μεγάλου Κάστρου (Ηράκλειο). Πολύ αργότερα, όταν αυτός ο μεικτός –λαϊκός και λόγιος– πολιτισμός έφτασε στο τέλος του, το κείμενο έγινε δημοφιλές μόνο ως λαϊκό ανάγνωσμα (Bakker & van Gemert 1996, 74-75).
Στη σύγχρονη εποχή το κείμενο αποκατέστησε κριτικά ο Μέγας (1943 και αναθεωρημένη έκδοση το 1954), ενώ ακολούθησαν χρηστικές εκδόσεις από τον ίδιο τον Μέγα (χ.χ.έ.), τον Τωμαδάκη (1971) και την Τσαντσάνογλου (1971). Η τελευταία κριτική έκδοση εκπονήθηκε από τους διαπρεπείς ολλανδούς κρητολόγους Bakker και van Gemert (1996), και την διαδέχτηκε η χρηστική έκδοση των ίδιων δύο χρόνια αργότερα (1998), την ίδια χρονιά που κυκλοφόρησε η μετάφραση του έργου στα ισπανικά, με αναδημοσίευση του ελληνικού κειμένου των Bakker & van Gemert και εισαγωγή, επίσης στα ισπανικά, από τον Manuel González Rincón. Εδώ τα αποσπάσματα ανθολογούνται με βάση την κριτική έκδοση Bakker & van Gemert 1996, που αποτελεί καρπό μιας εικοσάχρονης (και πλέον) συστηματικής μελέτης και επεξεργασίας των (βασικών) μαρτύρων, χειρόγραφων και έντυπων, και περιλαμβάνει ως παράρτημα ολόκληρο το κείμενο του Μαρκιανού χειρογράφου (Νανιανός κώδικας) σε διπλωματική έκδοση, δηλαδή με όλα τα αρχικά χαρακτηριστικά (π.χ. τονισμό, στίξη, ορθογραφία), φέρνοντας έτσι σε επαφή τον σύγχρονο αναγνώστη με τις αντιγραφικές συνήθειες της εποχής εκείνης (βλ. Bakker & van Gemert 1996, 351-379).
Αποσπάσματα
Διάλογος Αβραάμ-Σάρρας (στ. 129-194)
Για να δοκιμάσει την πίστη του Αβραάμ, ο Θεός στέλνει τη νύχτα άγγελο σ’ αυτόν και ζητά να του προσφέρει σε θυσία τον μονογενή του γιο, Ισαάκ. Ο Αβραάμ ξυπνά έντρομος και παρακαλά τον Θεό να του πάρει όλα του τα πλούτη, να πάρει αυτόν τον ίδιο, αλλά να αφήσει τον Ισαάκ. Καμία, όμως, απάντηση δεν έρχεται από τον ουρανό. Στο μεταξύ, ξυπνά η Σάρρα και με τις ερωτήσεις της επιτείνει την αγωνία του Αβραάμ.
130 | ΑΒΡΑΑΜ Ἐκεῖνον ὁποὺ μοῦ ζητᾶς καὶ πεθυμᾶς νὰ μάθεις, μάθεις το θὲς καὶ δεῖς το θές, καημένη, σὰν τὸ πάθεις· μὰ πρὶ γενεῖ, ἀποκοτιὰ νὰ σοῦ τὸ πῶ δὲν ἔχω, γιατὶ τὴ γνώμη σου γρικῶ, τσὶ πράξες σου κατέχω, καὶ θὲς νὰ κάμεις ταραχή, σὰ σοῦ τὸ μολογήσω, κι ὅντα βαλθῶ νὰ σοῦ τὸ πῶ, πάντα γυρίζω ὀπίσω. |
|
135 | Τάξε μου καὶ νὰ μὴ σφαγεῖς καὶ κακοθανατίσεις καὶ μηδὲ νὰ σκανταλιστεῖς, εἰς ὅ,τι κι ἂ γρικήσεις· νὰ κάμεις πέτρα τὴν καρδιά, νὰ μὴ σοῦ δώσει πόνο, καὶ τότε νὰ σοῦ δηγηθῶ ἐκεῖνο ποὺ σοῦ χώνω. ΣΑΡΡΑ Μολόγησέ μου το κι ἐμέ, ἂν ἀγαπᾶς τὴ Σάρρα, |
|
140 (Μ: 213v) Μ: 213v | πέ μου το καὶ μηδὲ δειλιᾶς κι ἂς πάψει αὐτὴ ἡ τρομάρα· καὶ νὰ μὲ δεῖς πολλὰ κλιτή, πολλὰ σιγανεμένη, ἂ μοῦ ’πες πὼς ὁ Ἰσαὰκ σήμερον ἀποθαίνει. ΑΒΡΑΑΜ Καημένη, κι ἐπροφήτεψες ὡς ἦρθες ἐκ τὸ στρῶμα κι ηὕρηκες τό ’χω στὴν καρδιά, πρὶ νὰ τὸ πεῖ τὸ στόμα. |
|
(Μ: 213r) 145
Β: 9 | ΣΑΡΡΑ Δέ με, Ἀβραάμ, γονατιστὴ ποὺ σοῦ ζητῶ τὴ χάρη νὰ μοῦ τὸ πεῖς, καὶ τὴν καρδιὰ νὰ κάμω σὰ λιθάρι, ν’ ἀφουκραστῶ μ’ ἀπομονὴ κι εἰς ὅ,τι μοῦ μιλήσεις ποτὲ νὰ μὴν ἀντισταθῶ, μὰ νὰ γενεῖ τ’ ὁρίσεις. Ὅσο πλιὰ λὲς κι εἶναι βαρὺ ἐτοῦτο τὸ μαντάτο, |
|
150 | ἐτόσο πλιὰ τὰ λογικὰ μοῦ βάνεις ἄνω κάτω, κι ἐτόσο πλιὰ αὐτὴ ἡ καρδιὰ μὲ ξεκινᾶ καὶ θέλει νὰ μάθω τί ’ναι τὸ βαρὺ κακὸν ὁποὺ μᾶς μέλλει. Μὴ στέκεις, σὲ παρακαλῶ, μὲ χείλη σωπασμένα, μά, νὰ χαρεῖς τὸν Ἰσαάκ, μολόγα το κι ἐμένα. |
|
(Μ: 213v) 155 | ΑΒΡΑΑΜ Κάτεχε πὼς Ἀφέντης μας καὶ Πλάστης καὶ Θεός μας θυσίαν ἐπεθύμησε νὰ κάμω τὸν ὑγιό μας. Τὸν Ἰσαὰκ μοῦ ’ζήτηξε, κι ὅρισε δίχως ἄλλο νὰ τόνε σφάξω κι εἰς πυρρὴ φωτιὰ νὰ τόνε βάλω· καὶ θέλει μὲ τὴ χέρα μου ὅλα νὰ τὰ τελειώσω |
|
160 | κι ἀπάνω σὲ ψηλὸ βουνὶ εὐκαριστιὰ νὰ δώσω. Λοιπὸ τὴν πρίκα, ὡς φρόνιμη, διῶξε ἀποὺ τὴν καρδιά σου, διῶξε καὶ πάσα σαρκικὴ λύπη ἀπὸ κοντά σου. Τοῦτη εἶναι ὀρδινιὰ Θεοῦ, ὁποὺ τὰ πάντα ὁρίζει, τσὶ δούλους του τσὶ μπιστικοὺς τέτοιας λογῆς γνωρίζει. |
|
165 | Παρηγοροῦ, σὰ γνωστική, τίποτα μὴ βαραίνεις, μόνο φκαρίστα τὸν Θεὸ εἰς ὅ,τι κι ἂν παθαίνεις. Αὐτὸς ὁρίζει ἐσὲ κι ἐμὲ καὶ θέλει τὸν ὑγιό μας· τὸ θέλημά του νὰ γενεῖ, ἀμ’ ὄχι τὸ δικό μας. Τὸ τέκνο μας δὲν εἶναι ἐμᾶς, μόν’ εἶναι πλιὰ δικό του· |
|
170
Μ: 214r Β: 10 | τώρα τὸ θέλει· ποιὸς μπορεῖ νὰ βγεῖ ἐκ τὸν ὁρισμό του; ΣΑΡΡΑ Ὄφου μαντᾶτο, ὄφου φωνή, ὄφου καρδιᾶς λακτάρα, ὄφου φωτιὰ ποὺ μ’ ἔκαψε, ὄφου κορμιοῦ τρομάρα! Ὄφου μαχαίρια καὶ σπαθιά, ποὺ ’μπῆκαν στὴν καρδιά μου κι ἐκάμαν ἑκατὸ πληγὲς μέσα τὰ σωθικά μου! |
|
175 | Μὲ ποιὰν ἀπομονὴ νὰ ζῶ, νὰ μὴν ἐβγεῖ ἡ ψυχή μου, ἀξάφνου μ’ ἔτοιο θάνατο νὰ χάσω τὸ παιδί μου; Κι ἂς ἤθελα γενεῖ κουφή, τυφλὴ στὰ γερατειά μου, νὰ μὴ θωροῦ τὰ μάτια μου, νὰ μὴ γρικοῦ τ’ αὐτιά μου· μὰ νὰ γρικῶ καὶ νὰ θωρῶ, ὑγιέ μου, πὼς σὲ χάνω, |
|
180 | χίλιες πληγὲς εἰς τὴν καρδιὰ τούτη τὴν ὥρα βάνω. Πῶς νὰ τὸ πλεροφορεθῶ, νὰ μὴν παραλογίσω, καὶ τὸ μαντάτο τὸ πρικὺ τίνος νὰ τὸ γρικήσω; Ὦ μεγαλότατε Κριτή, καὶ πάψε τὸ θυμό σου, στὴ σημερνὴν ἀπόφαση ἄλλαξε τὸ σκοπό σου. |
|
185 | Τσῆ δικιοσύνης τὸ σπαθὶ βάλε το στὸ φηκάρι καὶ πιάσ’ τσ’ ἐλεημοσύνης σου, ποὺ ἔχει μεγάλη χάρη· καὶ μετὰ κεῖνο κρίνε τα σήμερο τὰ κακά μας κι ἄφησ’ τὸ τέκνο μας νὰ ζεῖ τώρα στὰ γερατειά μας. Ἤ δῶσ’ μου ἐμένα θάνατο, πρὶ ν’ ἀποθάνει ἐκεῖνο, |
|
190 | καὶ μὴν τ’ ὁρίσει ἡ χάρη σου δίχως του ν’ ἀπομείνω.
Ἐχάθηκέ μου ἡ δύναμη, ἐκόπη ἡ καρδιά μου, ἡ ψή μου συμμαζώνεται κι ἦρθαν τὰ ὕστερά μου. Βοηθᾶτε μου, καὶ δὲ μπορῶ, γρικῶ κι ἐβγαίνει ἡ ψή μου, ἐτέλειωσαν τὰ ἔτη μου, ἐδιάβη ἡ ζωή μου. |
|
- Μακέτα σκηνικού του Κλεόβουλου Κλώνη για την παράσταση της Θυσίας του Αβραάμ από το Εθνικό Θέατρο, 1933.
Πηγή: Διαδραστικά Σχολικά Βιβλία - Το σκηνικό από την παράσταση του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος (Κ.Θ.Β.Ε.), σκηνοθεσία: Θάνος Κωτσόπουλος, 1967-1968.
Πηγή: Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος - James Jacques Joseph Tissot, Ο Αβραάμ συμβουλεύει τη Σάρα, περ. 1896-1902, υδατογραφία, Εβραϊκό Μουσείο Νέας Υόρκης.
Πηγή: Wikimedia Commons - Εικόνα από τη βενετική έκδοση του εβραϊκού Haggadah το 1609. Διακρίνονται οι 3 γυναίκες του Αβραάμ και οι γιοι του. Στο κέντρο ο Αβραάμ με τη Σάρα και τον μικρό Ισαάκ.
Πηγή: Wikimedia Commons - Η σελίδα τίτλου της πρώτης σωζόμενης έκδοσης της Θυσίας του Αβραάμ, βενετικό τυπογραφείο του Antonio Bortoli, 1713.
Πηγή: Wikimedia Commons - Σάρα και Αβραάμ, σκηνή από την παράσταση της Θυσίας, που ανέβασε το Εθνικό Θέατρο το 1990.
Πηγή: Ψηφιοποιημένο Αρχείο Εθνικού Θεάτρου - Το κρητικό θρησκευτικό δράμα στη σειρά κόμικ «Κλασσικά Εικονογραφημένα», η οποία κυκλοφόρησε στη δεκαετίες του 1950 και 1960, τχ. 125.
Πηγή: Παλαιοβιβλιοπωλείο ΠΕΛΑΡΓΟΣ
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Το απόσπασμα (στ. 129-194) διασκευασμένο για τη ραδιοφωνική εκπομπή «Το Θέατρο της Τετάρτης» από την Ελληνική Ραδιοφωνία, ραδιοσκηνοθεσία: Λάμπρος Κωστόπουλος, μουσική επιμέλεια: Δόμνα Σαμίου, Αρχείο ΕΡΤ.
Πηγή: YouTube
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Ο Αβραάμ παρηγορεί τη Σάρρα (στ. 321-402)
Ο άγγελος εμφανίζεται για δεύτερη φορά, προκειμένου να υπενθυμίσει στον Αβραάμ το πρόσταγμα του Κυρίου. Ο Αβραάμ αποφασίζει να φύγει με τον Ισαάκ, πριν συνέλθει η Σάρρα από τη λιποθυμία. Διατάζει λοιπόν τους δούλους να κάνουν τις απαραίτητες ετοιμασίες. Ο ίδιος ζώνεται στη μέση το σπαθί που θα χρησιμεύσει στη θυσία, όταν μία από τις υπηρέτριες της Σάρρας έρχεται και του αναγγέλλει ότι η κυρία της συνήλθε από τη λιποθυμία και τον ζητά. Ο Αβραάμ πηγαίνει να την παρηγορήσει.
Β: 16 | * ΑΒΡΑΑΜ Πόνος παιδιοῦ, πόνος γυνῆς μὲ πολεμοῦν ὁμάδι, τσῆ Σάρρας θλίψη, δάκρυα μὲ βάνουν εἰς τὸν Ἅδη. Ἂς πάγω μέσα νὰ τὴ βρῶ, νὰ τὴν παρηγορήσω, νὰ σιγανέψει τσὶ φωνὲς, κι ὥρά ’ναι νὰ κινήσω. |
|
325 | * ΣΑΡΡΑ Δὲν ἔχω πλιό μου νάκαρα, ἡ δύναμή μου ἐχάθη· ἐτοῦτα φέρνουν οἱ καημοί, τῶ σωθικῶ τὰ πάθη. Δὲν ἔχω πόδια νὰ σταθῶ, ζαλίζομαι νὰ πέσω, δὲν ἔχω νοῦ νὰ δέομαι καὶ νὰ παρακαλέσω. |
|
330 | ΑΒΡΑΑΜ Ἠγαπημένη μου γυνή, μὴν κάνεις σὰν κοπέλι· τοῦτο ποὺ θὲ νὰ πάθομε Ἀφέντης μας τὸ θέλει. Σίμωσε, κάτσε μετὰ μέ, μὴν κλαίγεις, μὴ θρηνᾶσαι, μὲ κλάηματα καὶ μὲ δαρμούς, καημένη, δὲ φελᾶσαι. Τὸ τέκνον ὁποὺ ἐκάμαμε δὲν εἶν’ δική μας χάρη· ὁ Πλάστης μᾶς τὸ ’χάρισε, τώρα θὲ νὰ τὸ πάρει. |
|
335 | Τί θέλεις, ὦ βαριόμοιρη, νὰ κλαίγεις, νὰ θρηνᾶσαι, καὶ τυραννᾶς με, τὸ φτωχό, κι ἐσὺ μηδὲ φελᾶσαι; Δὲν εἶν’ καιρὸς γιὰ κλάηματα, Σάρρα μου, θυγατέρα, εἶναι καιρὸς παρηγοριᾶς, ἀπομονῆς ἡμέρα. ΣΑΡΡΑ Ἴντα μυστήριο φρικτό, ἴντα καημὸς καὶ πάθος, |
|
340 | ὅντα μοῦ ποῦσι, τέκνο μου, τὸ πὼς ἐγίνης ἄθος!
Ὄφου, μὲ ποιὰν ἀποκοτιὰ νὰ δυναστεῖς νὰ σφάξεις τέτοιο κορμὶ ἀκριμάτιστο καὶ νὰ μηδὲν τρομάξεις; Θέλεις το νὰ σκοτεινιαστοῦ τὰ μάτια σου, τὸ φῶς σου, καὶ νὰ νεκρώσει τὸ παιδί, νὰ ξεψυχήσει ὀμπρός σου; |
|
Β: 17 345 |
Μὲ ποιᾶς καρδιᾶς ἀπομονὴ ν’ ἀκούσεις τὴ φωνή του, ὅντα ταράξει ὡσὰν ἀρνὶ ὀμπρός σου τὸ κορμί του; Ὄφου, παιδὶ τσ’ ἀπακοῆς, ποῦ μέλλεις νὰ στρατέψεις, ’ς ποιὸν τόπο σ’ ἐκαλέσασι νὰ πᾶς νὰ ταξιδέψεις; Κι ὣς πότε νὰ σὲ καρτερεῖ ὁ κύρης κι ἡ μητέρα, |
|
350 | ποιὰν ἑβδομάδα, ποιὸν καιρό, ποιὸ μήνα, ποιὰν ἡμέρα; Ὄφου, τὰ φύλλα τσῆ καρδιᾶς καὶ πῶς νὰ μὴν τρομάσσου, ὅνταν εἰς ἀλλουνοῦ παιδὶ ἀκούσω τ’ ὄνομά σου; Τέκνο μου, πῶς νὰ δυναστῶ τὴν ἀποχώρισή σου, πῶς νὰ γρικήσω ἀλλοῦ φωνή κι ὄχι τὴν ἐδική σου; |
|
355 | Τέκνο μου, καὶ γιατὶ ’θελες νὰ λείψεις ἀπὸ μένα; Ἐγίνης τόσα φρόνιμο παρὰ παιδί κιανένα! Τάσσω μου, ὑγιέ μου, τὸν καιρὸ ποὺ θέλω ἀκόμη ζήσει, νὰ μὴν ἀφήσω κοπελιοῦ γλώσσα νὰ μοῦ μιλήσει, καὶ νὰ θωροῦ τὰ μάτια μου πάντα στσῆ γῆς τὸν πάτο |
|
360
Μ: 217v | καὶ νὰ θυμοῦμαι πάντοτε τὸ σημερνὸ μαντᾶτο. ΑΒΡΑΑΜ Σάρρα, μὴ δίδεις πλιὰ καημὸ καὶ πάθος τσῆ καρδιάς μου καὶ κάμεις με ἀνυπόληφτο δοῦλο στὰ γερατειά μου. Μὴ μοῦ δειλιᾶς τὴν ὄρεξη, νὰ μὴ γιαγείρω ὀπίσω, πιάσω μαχαίρι καὶ σφαγῶ καὶ κακοθανατίσω. |
|
365 | Τὸ λογισμὸ συνήφερε, τὰ σφάλματά σου φτιάσε, καὶ δὲν ἀρέσου τοῦ Θεοῦ ἐτοῦτα τὰ δηγᾶσαι. Καὶ τίνος ἀντιστένεσαι, κλαίγεις καὶ δὲν ἀρνεύγεις καὶ τοῦ Θεοῦ τοὺς ὁρισμοὺς κάθεσαι καὶ γυρεύγεις; Τὸ τέκνο μας, ἡ σάρκα μας, ἐμεῖς καὶ τὰ καλά μας, |
|
370 Β: 18 | ὅλα ’ν’ τοῦ πλάστη πελελή, δὲν εἶναι ἐμᾶς δικά μας. Ποῦρι νὰ πέψει ἡ χάρη του, σὰν πάει στὸ πρόσωπό του τούτη ἡ θυσία ποὺ μελετῶ, νὰ πάψει τὸ θυμό του. Δὲ θέλω πλιὸ νὰ καρτερῶ, δὲ θέλω ν’ ἀνιμένω, πά νὰ ξυπνήσω τὸ παιδί, νὰ σηκωθεῖ, νὰ πηαίνω. |
|
375 | * ΣΑΡΡΑ Ἐννιὰ μῆνες σ’ ἐβάσταξα, τέκνο μου, κανακάρη, ’ς τοῦτο τὸ κακορίζικο καὶ σκοτεινὸ κουφάρι. Τρεῖς χρόνους, γιέ μου, σοῦ ’διδα τὸ γάλα τῶ βυζώ μου, κι ἐσύ ’σουνε τὰ μάτια μου κι ἐσύ ’σουνε τὸ φῶς μου. Ἐθώρου κι ἐμεγάλωνες ὡσὰ δεντροῦ κλωνάρι |
|
380 | κι ἐπλήθαινες στὲς ἀρετὲς, στὴ γνώση καὶ στὴ χάρη. Καὶ τώρα, πέ μου, ποιὰ χαρὰ βούλεσαι νὰ μοῦ δώσεις; Ὡσὰ βροντή, σὰν ἀστραπὴ θὲ νὰ χαθεῖς, νὰ λιώσεις. Κι ἐγὼ πῶς εἶναι μπορετὸ δίχως σου πλιὸ νὰ ζήσω; Ποιὸ θάρρος ἔχω, ποιὰ δροσά, στὰ γέρα μου τὰ ὀπίσω; |
|
385 | Πόση χαρὰ τ’ ἀντρόγυνον ἐπήραμεν ἀντάμι, ὅντα μᾶς εἶπεν ὁ Θεὸς τὸ πὼς σὲ θέλω κάμει! Καημένο σπίτι τοῦ Ἀβραάμ, πόσες χαρὲς ἐξώθης, παιδάκι μου, ὅντα σ’ ἔκαμα στὴ γῆ κι ἐφανερώθης! Πῶς ἐγυρίσαν οἱ χαρὲς σὲ θλῖψη ’ς μιὰν ἡμέρα, |
|
390 | πῶς ἐσκορπίσα σὰν καπνὸς, σὰ νέφη στὸν ἀέρα! ΑΒΡΑΑΜ Μὴν τὰ λογιάζομεν αὐτά, μέλλει του ν’ ἀποθάνει, οὐδ’ ὄφελος μηδὲ καλὸ τὸ κλάημα σου τοῦ κάνει. Μόνο βαραίνεις τὸ Θεὸ καὶ χάρη δὲ μᾶς ἔχει εἰς τὴ θυσία τὴν κάνομε, γιατὶ ὅλα τὰ κατέχει. |
|
395
Β: 19 | Ζύγωξε τσ’ ἀναστεναγμούς, ζύγωξε καὶ τὴν πρίκα, καὶ τὸ Θεὸ φκαρίστησε εἰς ὅ,τι μᾶς εὑρῆκα. ΣΑΡΡΑ Ἄγομε, νοικοκύρη μου, ἐπειδὴ ὁ Θεὸς τὸ θέλει· ἄμε καὶ νά ’ναι ἡ στράτα σας γάλα, δροσὲς καὶ μέλι· ἄμε ποὺ νὰ σ’ ἀφουκραστεῖ ὁ Θεός, νὰ σ’ ἀπακούσει, |
|
400 | γλυκιὰ φωνὴ εἰς τὸ βουνὶ σήμερο νὰ σοῦ ποῦσι· κι ἂς τάξω, δὲν τὸ ’γέννησα, μηδ’ εἰδέ ’δα το ποτέ μου, μὰ ἕνα κερὶν ἀφτούμενον ἐκράτου κι ἤσβησέ μου. |
|
- Ο Αβραάμ, η Σάρα και ο Ισαάκ. Στο απόσπασμα αυτό η Σάρα θρηνεί για την επικείμενη θυσία του παιδιού της, αναπολώντας ευτυχισμένες οικογενειακές στιγμές σαν αυτή που απεικονίζει το έργο.
Πηγή: Pinterest - Ο αποχαιρετισμός της Σάρας στον Ισαάκ, σκηνή ιδιαίτερα φορτισμένη, η οποία τοποθετείται μεταξύ αυτού και του επόμενου ανθολογούμενου αποσπάσματος, από την παράσταση του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος (Κ.Θ.Β.Ε.), σκηνοθεσία: Θάνος Κωτσόπουλος, 1967-1968.
Πηγή: Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος - Από αριστερά προς τα δεξιά: Άντα, Σάρα, Αβραάμ και Τάμαρ, σκηνή από την παράσταση του Εθνικού Θεάτρου (Κεντρική Σκηνή), σκηνοθεσία: Φώτος Πολίτης, 1933. Ο Αβραάμ και οι δύο υπηρέτριες προσπαθούν να συμπαρασταθούν στην απαρηγόρητη Σάρα.
Πηγή: Ψηφιοποιημένο Αρχείο Εθνικού Θεάτρου - Αβραάμ και Σάρα, σκηνή από την παράσταση της Θυσίας, που ανέβασε το Εθνικό Θέατρο το 1990.
Πηγή: Ψηφιοποιημένο Αρχείο Εθνικού Θεάτρου - Μια ακόμα σκηνή με τον Αβραάμ και τη Σάρα από την παράσταση του Εθνικού Θεάτρου το 1990.
Πηγή: Ψηφιοποιημένο Αρχείο Εθνικού Θεάτρου
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Το απόσπασμα (στ. 321-402, εδώ στ. 325 κ.ε.) διασκευασμένο για τη ραδιοφωνική εκπομπή «Το Θέατρο της Τετάρτης» από την Ελληνική Ραδιοφωνία, ραδιοσκηνοθεσία: Λάμπρος Κωστόπουλος, μουσική επιμέλεια: Δόμνα Σαμίου, Αρχείο ΕΡΤ.
Πηγή: YouTube
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Διάλογος Αβραάμ-δούλων (στ. 635-738)
Ο Αβραάμ συγκρατεί τον πόνο του και προσπαθεί να πείσει τη Σάρρα να υποταχθεί και αυτή στο θέλημα του Θεού. Όταν πηγαίνουν να ξυπνήσουν τον Ισαάκ, η Σάρρα δεν μπορεί να συγκρατήσει τον πόνο της και αρχίζει το μοιρολόι. Ο Αβραάμ τής ζητά επίμονα να απομακρυνθεί, μήπως με τα κλάματά της ξυπνήσει το παιδί, και αυτή αποσύρεται στο διπλανό δωμάτιο. Ο ίδιος ξυπνά με δυσκολία τον γιο του και λίγο πριν ξεκινήσουν για το βουνό ο Ισαάκ ζητά να αποχαιρετήσει τη μητέρα του. Ακολουθεί μία από τις πλέον συγκινητικές σκηνές του έργου, ο αποχωρισμός μάνας και παιδιού. Κατά την πορεία προς το βουνό, ο Ισαάκ παρατηρεί τη λύπη του πατέρα του και ζητά να μάθει την αιτία της. Την ίδια ερώτηση του υποβάλλουν κατόπιν οι δύο δούλοι που τους συνοδεύουν, ο Σοφέρ και ο Σιμπάν. Για να μπορέσει να τους μιλήσει, ο Αβραάμ στρώνει κάτω από ένα δέντρο το «ρούχο» του για να αναπαυθεί ο Ισαάκ και κατόπιν αποκαλύπτει στους δούλους την προσταγή του Θεού.
635 | * ΑΒΡΑΑΜ Δοῦλοι καλοὶ καὶ μπιστικοί, τὸ πράμα τὸ ζητᾶτε, νὰ σᾶς τὸ πῶ, γιατὶ θωρῶ μὲ πόθο καὶ ρωτᾶτε. Ἀπόψε τὸ μεσάνυκτο ἀπὸ φωνὴν ἀγγέλου ἤκουσα πὼς τὸ τέκνο μου εἰς τσ’ ὀρανοὺς τὸ θέλου. Τὸ τέλος του ἔχει νὰ γενεῖ μ’ ἔτοιο βαρὺ κανόνα |
|
640 Μ: 223v | ὁποὺ δὲν ἐγρικήθηκεν ἀκόμη στὸν αἰώνα. Ὅρισε κι εἶπεν ὁ Θεός ἡ χέρα μου νὰ πιάσει, νὰ σφάξει, κάψει τὸ παιδί καὶ νὰ τὸ θυσιάσει. Κι οὐδ’ εἶναι πλιὸ μετανιωμός, γιατὶ τοῦ Ποιητῆ μου θυσίαν ἄξα σήμερο τοῦ κάμω τὸ παιδί μου. |
|
645 | Ἐμάθετέ τα τὰ κουρφὰ καὶ πλιὸ μὴ μὲ ρωτᾶτε, γιατὶ μὲ σκανταλίζετε, κι ὄχι νὰ μὲ φελᾶτε. ΣΙΜΠΑΝ Ἀπεὶς δὲν εἶ μετανιωμός, δὲν εἶναι δικιοσύνη! Πράμα μᾶς λές ὁποὺ ποτὲ στὸν κόσμο δὲν ἐγίνη, νὰ σφάξει ὁ κύρης τὸ παιδί, τὸ πλιὰ ἀκριβὸ ποὺ νά ’χει |
|
650
Β: 30 | καὶ νὰ τοῦ δώσει θάνατο δίχως κακιὰ καὶ μάχη. Μεγάλον εἶναι καὶ βαρύ, κι ὅσοι τὸ θέλου ἀκούσει μεγάλη καταδίκαση γιὰ σένα θὲ νὰ ποῦσι. ΑΒΡΑΑΜ Δὲν εἶναι ἐπὰ μετανιωμός κι Ἀφέντης μου τὸ θέλει, ’ς τόπον ἀρνιοῦ, ’ς τόπο ριφιοῦ νὰ σφάξω τὸ κοπέλι. |
|
655 | ΣΟΦΕΡ Ἀφέντη, λόγιασε καλά, ἴντά ’ν’ αὐτά τὰ κάνεις καὶ τὸ παιδάκι ἄδικα μὴ θὲς νὰ τ’ ἀποθάνεις. Δὲς κι ἂν ἐπαραγρίκησες, συνήφερε τὸ νοῦ σου, κι ἐτοῦτον εἶναι φάντασμα, πείραξη τ’ ὄνειρού σου. Ὄνειρο ἦτον, Ἀβραάμ, ὄχι φωνὴ ἀγγέλου, |
|
660 | καὶ τὰ ’νειροφαντάσματα νὰ σὲ πειράξου θέλου. Πῶς εἶναι τοῦτο μπορετό, ὁ Πλάστης νὰ θελήσει τέτοιο μυστήριο νὰ γενεῖ, ποὺ κάνει δίκια κρίση; Ἡ ζυγαρὰ ἡ ἄσφαλτος, ὁποὺ τὰ δίκια κρίνει, πῶς εἶναι μπορετὸν ἐδὰ νὰ σφάλει καὶ νὰ κλίνει; |
|
665 | Παιδιὰ κι ἐγγόνια σοῦ ’ταξεν ὁ Κύριος νὰ σοῦ δώσει, κι ἐδὰ πῶς εἶναι μπορετὸ τὸ τάσσιμο νὰ λιώσει; Ἡ Σάρρα, πού ’τον ἄκαρπη καὶ γρὰ κατὰ τὴ φύση μηδ’ ἦτο γιὰ νὰ γαστρωθεῖ καὶ τέκνο νὰ ποιήσει, ὁ Κύριος τὴν εὐλόγησε, καὶ μετὰ σένα ὁμάδι |
|
670 | τὸν Ἰσαὰκ ἐσπείρετε κι ἐκάμετε ὁμάδι. Κι ἡ φύσις πούρι ἐτρόμαξε νὰ δεῖ τοῦτο τὸ θάμα, κι ἐδά ’πε νὰ τὸ κάψετε; Δὲν εἶναι τέτοιο πράμα. Θυμᾶσαι πὼς σοῦ ἤταξεν ὁ Θεὸς τὴν ὥρα ἐκείνη τὸ σπέρμα του, τοῦ Ἰσαὰκ, σὰν τ’ ἄστρα νὰ πληθύνει |
|
675
Β: 31 | καὶ ὅλοι νὰ τὸν προσκυνοῦ, μεγάλο νὰ τὸν ἔχου, τὰ νέφαλα γιὰ λόγου του πάντα δροσὲς νὰ βρέχου; Κι ἐδὰ λογιάζεις ὁ Θεὸς τόνε ζητᾶ θυσία, στὰ γέρα σας κι ἀνημποριές, ὁποὺ σᾶς κάνει χρεία; Ἄσ’ το αὐτὸ τὸ μελετᾶς, ἔβγαλ’ το ἀποὺ τὸ νοῦ σου, |
|
680 | μὴ θὲς νὰ καταδικαστεῖς, ὁπού ’σαι τοῦ καιροῦ σου. Πάψε τσ’ αὐτοὺς τσὶ λογισμούς, διῶξε τσ’ ἀπὸ σιμά σου, μὴ βγάλεις τέτοιον ὄνομα ἐδὰ στὰ γερατειά σου· μὴν τὸ φονέψεις τὸ παιδὶ μὲ δίχως νὰ σοῦ φταίσει, κύρη ἄπονο κι ἀλύπητο μὴν κάμεις νὰ σὲ λέσι. |
|
685 | Ξένοι, δικοὶ τὸ ρέγονται τὸ τέκνο, ὅσοι τὸ δοῦσι, γιατὶ περίσσα γνωστικὸ παρὰ ἄλλο τὸ κρατοῦσι, ὄμορφο, ἀξαζόμενο, ἀπ’ ἀρετὲς γεμᾶτο, ἀφέντης ἔχει νὰ γενεῖ εἰσὲ πολὺ φουσάτο. Κι ἐσὺ πῶς εἶναι μπορετὸ νὰ τὸ ματοκυλήσεις |
|
690 | καὶ τὴν κερά μας εἰς πολλὴ κακομοιριὰ ν’ ἀφήσεις, καὶ πάντα μετὰ λόγου σου βαρὰ καρδία νά ’χει; Ἀφέντη, μὴν τὸ βουληθεῖς νὰ μπεῖς εἰς τέτοια μάχη. Μὴν ἔμπεις ’ς τέτοιο πόλεμο μὲ τὴν κερὰ τὴ Σάρρα, μὴν κάμεις, ὅντα σοῦ γρικᾶ, νὰ τσῆ κολλᾶ τρομάρα, |
|
695 | ἄπονο κύρη μὴ σὲ πεῖ κι ἀγρίκητο στὸν πόνο· τὴ στράτα τὴν περιπατεῖς ἄλλαξε καὶ τὸ δρόμο. ΑΒΡΑΑΜ Σοφέρ, εἰς τοῦτα τὰ μιλεῖς τὴν ψή σου κριματίζεις καὶ τὰ δηγᾶσαι δὲ γρικᾶς, τὰ λέγεις δὲ γνωρίζεις. Σφάνεις νὰ λὲς πὼς ἤτονε ὀνειροφαντασμάτου |
|
700
Β: 32 | τ’ Ἀφέντη μου οἱ παραγγελιὲς καὶ τὰ θελήματά του. Καὶ τίς μπορεῖ ν’ ἀντισταθεῖ εἰς ὅ,τι μᾶς ὁρίσει; καὶ τὰ κουρφά του ποιὸς μπορεῖ ποτὲ νὰ τὰ γρικήσει; Στὸ ὑψηλότατο θρονὶ ὅ,τι ἀποφασίσει, ἄθρωπος δὲν τήνε γρικᾶ τὴ φοβερή του κρίση. |
|
705 | Ἀπὸ κακὸ βγάνει καλό, χαρὰ ἀποὺ τὴ θλίψη, κι ἀπ’ ὅ,τι ὁρίσει κι ὅ,τι πεῖ ἄθρωπος μὴν τοῦ λείψει. Τὸ τέκνον ὁποὺ ’ζήτηξε, πράμα δικό του θέλει· σκλάβος του ἐγώ, ἡ μάνα του, σκλάβος καὶ τὸ κοπέλι. Κιανένα πόνο δὲ γρικῶ, μά ’χω χαρὰ μεγάλη |
|
710 | πὼς μ’ ἐσπλαχνίστη ὁ Θεὸς στὰ γερατειά μου πάλι. Πλιὰ ἄξον ἐδιάλεξεν ἐμὲ παρὰ κιανέναν ἄλλο εἰς τὸ κανίσκι τὸ ζητᾶ, καὶ θέλεις νὰ τοῦ σφάλω; Ἡ σάρκα ἂν εἶναι καὶ πονεῖ, ἀπομονὴν ἂς ἔχει· γρικᾶ το ὁ λογαριασμός, ὁποὺ καλλιὰ κατέχει. |
|
715 | Ἄπονο κύρη ἂς μὲ ποῦν οἱ γλῶσσες τῶν ἀθρώπω κι ἂς κάμω τό ’πεν ὁ Θεὸς μὲ μπιστεμένο τρόπο. Τσῆ μάνας ἂν κακοφανεῖ, ἂ λυπηθεῖ, ἂν κλάψει, πάλι μὲ μέρες καὶ καιρὸ ἡ θλῖψη θέλει πάψει. Κλάηματα, πόνους δὲ θωρῶ, δὲ βάνω τα στὸ νοῦ μου, |
|
720 | γιατὶ ἔχω πάντα πεθυμιὰ ν’ ἀρέσω τοῦ Θεοῦ μου. Τσὶ δούλους του τσὶ μπιστικοὺς ἔτσι ἀναγυρεύει ὁ εὑρισκόμενος παντοῦ, ὁποὺ ὅλους περισσεύει. Ποιὸς νοῦς, ποιὰ γνώση δύνεται ποτὲ νὰ λογαριάσει τὰ τοῦ Θεοῦ μυστήρια κι ἔτσι ψηλὰ νὰ φτάσει; |
|
725 | Καὶ πεθυμήσει τό ’θελα μόνος καὶ μοναχός μου τὸ ζήτημα ποὺ μοῦ ’καμεν ὁ Βασιλεὺς τοῦ κόσμου. Κι ἐσύ, Σοφέρ, τώρα μοῦ λὲς ὀπίσω νὰ γυρίσω καὶ τὴ θυσία τὴ μελετῶ ἀκάμωτη ν’ ἀφήσω; Βάλε ἄλλο νοῦ καὶ λογισμὸ, κι ἐγὼ δὲν ἔχω πόνο, |
|
730 Β: 33 | μὰ τ’ ὅρισεν Ἀφέντης μου γλήγορα ξετελειώνω. Τσῆ σάρκας τὰ πλανέματα ὀπίσω μου τ’ ἀφήνω, πάντα λογιάζω στὸν Κριτή, πάντά ’μαι μετὰ κεῖνο. Καὶ κάθου ἐδῶ μὲ τὸ Σιμπὰν, κι ἐγὼ μὲ τὸ κοπέλι πᾶμεν ἀπάνω στὸ βουνί, καθὼς ὁ Θεὸς τὸ θέλει· |
|
735 | κι ἐκεῖ τὸ σφάζω νὰ καγεῖ, εὐκαριστιὰ νὰ δώσω, καλόκαρδος κι ὁλόχαρος τὸ χρέος μου νὰ πλερώσω. Πὰ νὰ ξυπνήσω τὸ παιδί, θωρῶ το καὶ σαλεύγει καὶ πασπατεύγει νὰ μὲ βρεῖ, καμμυῶντας μὲ γυρεύγει. |
|
- Ο Αβραάμ, ο Ισαάκ και οι δύο υπηρέτες τους στην πορεία προς το βουνό, σκηνή από την παράσταση του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος (Κ.Θ.Β.Ε.), σκηνοθεσία: Θάνος Κωτσόπουλος, 1967-1968.
Πηγή: Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος - Αβραάμ, Ισαάκ, Σιμπάν και Σοφέρ, σκηνή από την παράσταση του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος (Κ.Θ.Β.Ε.), σκηνοθεσία: Θάνος Κωτσόπουλος, 1967-1968.
Πηγή: Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος - Ο Αβραάμ και ο Ισαάκ ετοιμάζονται να αναχωρήσουν για το βουνό, όπου θα λάβει χώρα η θυσία. Κατά την πορεία αυτή θα διεξαχθεί ο διάλογος του Αβραάμ με τους υπηρέτες του, που ανθολογείται στο απόσπασμα.
Πηγή: Pinterest - Αβραάμ, Σιμπάν και Σόφερ, σκηνή από την παράσταση του Εθνικού Θεάτρου το 1990.
Πηγή: Ψηφιοποιημένο Αρχείο Εθνικού Θεάτρου - Αβραάμ, Σιμπάν, Σόφερ και Ισαάκ, σκηνή από την παράσταση του Εθνικού Θεάτρου το 1990.
Πηγή: Ψηφιοποιημένο Αρχείο Εθνικού Θεάτρου
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Το απόσπασμα (στ. 635-738) διασκευασμένο για τη ραδιοφωνική εκπομπή «Το Θέατρο της Τετάρτης» από την Ελληνική Ραδιοφωνία, ραδιοσκηνοθεσία: Λάμπρος Κωστόπουλος, μουσική επιμέλεια: Δόμνα Σαμίου, Αρχείο ΕΡΤ.
Πηγή: YouTube
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Ο θρήνος του Ισαάκ (στ. 869-934)
Ο Αβραάμ διατάζει τους δούλους να μείνουν πίσω και να τους περιμένουν, ενώ ο ίδιος, μαζί με τον Ισαάκ, συνεχίζει την ανάβαση στο βουνό. Μετά από οδοιπορία τριών ημερών φτάνουν στον τόπο της θυσίας. Ο Ισαάκ, για να ξεκουράσει τον πατέρα του, κατασκευάζει ο ίδιος το θυσιαστήριο και, όταν ο πατέρας του τού αποκαλύπτει την αλήθεια, προσπαθεί με παρακλήσεις και δάκρυα να μεταβάλει την απόφασή του. Όταν, όμως, μαθαίνει ότι είναι σύμφωνη και η μητέρα του, τότε πλέον υποτάσσεται και αυτός, ζητώντας την ευλογία του πατέρα του.
870 | Ἀόρατε, λυπήσου με, ἄναρχε, πόνεσέ με, καὶ πολυέλεε Θεέ, τώρα ἐλευθέρωσέ με· σπλαχνίσου τοὺς γονέους μου ἐδὰ στὰ γερατειά τως, δῶσ’ μου ζωὴ νὰ τὼς βοηθῶ εἰς τὴν ἀνημποριά τως. Μ’ ἄν ἔν’ καὶ σὰν ἁμαρτωλοὶ δὲ μᾶσε πρέπει χάρη, πέψε τσῆ φύσης θάνατο πάραυτας νὰ μὲ πάρει, |
|
875
Μ: 226r | νὰ μοῦ σφαλίσει ὁ κύρης μου τὰ μάτια καὶ τὸ στόμα, νὰ κάμει λάκκο τοῦ κορμιοῦ, νὰ τὸ σκεπάσει χῶμα· νὰ μὴ γρικήσω τὸ σπαθὶ νὰ κόψει τὸ λαιμό μου, μηδὲ τρομάρα φοβερὴ κι ἄγρια στὸ θάνατό μου.
Δὲν εἶναι πλιὸ μετάθεση, δὲν εἶναι ἐλεημοσύνη; |
|
880 | Ἀπείτις ἔτσι τ’ ὅρισεν ὁ Κύριος ὁποὺ κρίνει, μιὰ χάρη μόνο σοῦ ζητῶ στὸν ἀποχωρισμό μου: νὰ μὴ θελήσεις ἄπονα νὰ κόψεις τὸ λαιμό μου· μὰ σφάξε με κανακιστά, σιργουλιστὰ κι ἀγάλια, γιὰ νὰ θωρεῖς τὰ δάκρυα, ν’ ἀκοῦς τὰ παρακάλια· |
|
885 | νὰ σὲ θωρῶ, νὰ μὲ θωρεῖς, νὰ δῶ ἀνὲ λακταρίζεις καὶ τὸ φτωχὸ τὸν Ἰσαὰκ γιὰ τέκνο ἂ γνωρίζεις. Καὶ ὡσὰν ταράξω, νὰ μὲ δεῖς σὰν πρόβατον ὀμπρός σου, ἁπάλυνε τὴν ὄρεξη καὶ πάψε τὸ θυμό σου. Καὶ μὴ θελήσεις ἄπονα κι ἄλλο κακὸ νὰ πάθω: |
|
890 | μηδὲ μὲ βάλεις στὴ φωτιά, μηδὲ μὲ κάμεις ἄθο· ὡσὰ μὲ σφάξεις, μὴν καγῶ, μὴν κάμεις τέτοια κρίση, νὰ μὴν τὸ μάθει ἡ μάνα μου καὶ κακοθανατίσει. Τὸ σφάμα καὶ τὸ σκότωμα πούρι βαστάξει θέλει, μὰ τῆς φωτιᾶς ἡ μάχαιρα νεκρώνει της τὰ μέλη. |
|
895 | Μάνα μου, καὶ νὰ ’πρόβαινες, νὰ μ’ ἔβλεπες δεμένο καὶ νὰ σοῦ σύρω τὴ φωνὴ καὶ νὰ σοῦ πῶ «ἀποθαίνω!»· συμπάθιο νὰ σοῦ ’ζήτουνα, νὰ σὲ γλυκοφιλήσω καὶ νὰ σὲ σφικταγκαλιαστῶ, νὰ σ’ ἀποχαιρετήσω. Μάνα μου, πλιὸ δὲν ἔρχεσαι στὸ στρῶμα νὰ μὲ ντύσεις, |
|
900 Β: 40 | νὰ μὲ ξυπνήσεις σπλαχνικὰ καὶ νὰ μὲ κανακίσεις. Μισεύγω σου καὶ χάνεις με σὰ χιόνι ὅντα λύσει κι ὡσὰν ὅντα κρατεῖς κερὶ κι ἄνεμος σοῦ τὸ σβήσει. Ἐκεῖνος ὁποὺ τ’ ὅρισε νά ’ναι παρηγοριά σου καὶ πέτρα τῆς ἀπομονῆς νὰ κάμει τὴν καρδιά σου.
|
|
905
Μ: 226v | Κύρη μου, ἀνὲ κιαμιὰ φορὰ σοῦ ’φταιξα ὡσὰν κοπέλι, συμπάθησε τοῦ Ἰσαάκ, καὶ νὰ μισέψει θέλει· καὶ φίλησέ με σπλαχνικὰ καὶ δῶσ’ μου τὴν εὐκή σου καὶ τάξε πὼς κιαμιὰ φορὰ ἤμου κι ἐγὼ παιδί σου. Πῶς νὰ τὸ κάμει ἡ χέρα σου νὰ κόψει τὸ λαιμό μου |
|
910 | καὶ πῶς νὰ τόνε δυναστεῖς τὸν ἀποχωρισμό μου; Τὴ χάρη ὁποὺ σοῦ ’ζήτηξα σήμερο κάμε μού τη, ἐπάκουσε τοῦ Ἰσαὰκ σκιὰς τὴ βολὰν ἐτούτη: ἀνάδια μου, νὰ σὲ θωρῶ, ἔβγαλε τὸ μαχαίρι καὶ σίμωσέ μου το κοντά, νὰ σὲ φιλῶ στὸ χέρι. |
|
915 | Κύρη, μὴ σφίγγεις τὸ σκοινί, ἄσ’ το ἀχαμνὸ δαμάκι καὶ μὴ μὲ βιάζεις κι ἄσι με ν’ ἀκροσταθῶ λιγάκι. Ἐκείνη ἡ χέρα, ὁποὺ πολλὰ μέ ’χε κανακεμένο, τὰ μοῦ τὰ κάνει σήμερο δὲ μέ ’χει μαθημένο. Γιὰ νὰ θυμᾶσαι ὅ,τι σοῦ ’πῶ, γλυκὺ φιλὶ σοῦ δίδω: |
|
920 | σήμερο τὴ μητέρα μου ἐσὲ τὴν παραδίδω. Μίλειε τση, παρηγόρα τη, ἂς εἶστε πάντα ὁμάδι, καὶ πέ τση πὼς ὁλόχαρος πάγω νὰ βρῶ τὸν Ἅδη. Ὅ,τι ἐδικό μου εὑρίσκεται στὰ μέσα τοῦ σπιτιοῦ μας δῶσε τα τοῦ Ἐλισεέκ, τοῦ γειτονόπουλού μας, |
|
925
Β: 41 | τὰ ροῦχα μου καὶ τὰ χαρτιά, ἄγραφα καὶ γραμμένα, καὶ τὸ σεπέτι τὸ μικρό μ’ ὅ,τι ἔχει πράμα ἐμένα, γιατὶ εἶναι συνομήλικος καὶ συνανάθροφός μου, φίλο καλὸ καὶ σπλαχνικὸ τὸν ηὗρα στὸ σκολειό μου· καὶ κάμε νὰ τὸ δυναστεῖς, κάμε νὰ τὸ βαστάξεις, |
|
930 | εἰς τὸ ποδάρι τοῦ παιδιοῦ τὸν Ἐλισεὲκ νὰ τάξεις. Ἄλλο δὲν ἔχω νὰ σοῦ πῶ καὶ νὰ σοῦ παραγγείλω, μόνο πὼς ἀποχαιρετῶ πᾶσα ἐδικὸ καὶ φίλο. Κύρη μου, ὁποὺ μ’ ἔσπειρες, καὶ πῶς δὲ μὲ λυπᾶσαι; Ὦ Πλάστη μου, βοήθα μου! Μάνα μου, καὶ ποῦ νά ’σαι; |
|
- Johann Heinrich Ferdinand Olivier, Αβραάμ και Ισαάκ, 1817. Πατέρας και γιος κατευθύνονται στον τόπο της θυσίας, πριν από την αδύναμη στιγμή του Αβραάμ και τον θρήνο του Ισαάκ, λάδι σε ξύλο, Εθνική Πινακοθήκη, Λονδίνο.
Πηγή: The National Gallery of London - Πίνακας ανώνυμου καλλιτέχνη με τίτλο Ο Αβραάμ και ο Ισαάκ στον δρόμο για τη θυσία στο όρος Μοριά (Γένεσις 22:8).
Πηγή: Artnet - Jan Victors, Ο Αβραάμ και ο Ισαάκ πριν από τη θυσία, 1642, λάδι σε καμβά, Μουσείο Τέχνης Τελ Αβίβ, Ισραήλ.
Πηγή: Wikimedia Commons - Ισαάκ και Αβραάμ, σκηνή από την παράσταση του Εθνικού Θεάτρου το 1990.
Πηγή: Ψηφιοποιημένο Αρχείο Εθνικού Θεάτρου
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Το απόσπασμα (στ. 869-934) διασκευασμένο για τη ραδιοφωνική εκπομπή «Το Θέατρο της Τετάρτης» από την Ελληνική Ραδιοφωνία, ραδιοσκηνοθεσία: Λάμπρος Κωστόπουλος, μουσική επιμέλεια: Δόμνα Σαμίου, Αρχείο ΕΡΤ.
Πηγή: YouTube
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Το τέλος του δράματος (στ. 941-984)
Ο Αβραάμ είναι έτοιμος τελέσει τη θυσία, όταν ξαφνικά παρουσιάζεται ο άγγελος και συγκρατεί το χέρι του.
Μ: 227r | * Ο ΑΓΓΕΛΟΣ Ὦ Ἀβραάμ, τὴ μάχαιρα γιάγειρε στὸ φηκάρι· τσ’ ἀγγέλους ἐπερίσσεψεν ἡ ἐδική σου χάρη. Χαρὰ σ’ ἐσένα, Ἀβραάμ, κι εἰς τ’ ἄσφαλτό σου ζάλο μὲ τὴν ἐμπιστοσύνη σου, ποὺ δὲν εὑρέθη εἰς ἄλλο. |
|
945 | Ἀβραάμ, μεγάλη ἡ πίστη σου, μεγάλη ἡ ὄρεξή σου, σήμερο ἐστεφανώθηκες ἐσὺ καὶ τὸ παιδί σου· μεγάλη νίκην ἔκαμες στὸν πόλεμο ὁποὺ ’μπῆκες, νὰ σὲ πλανέσου τὰ φθαρτὰ τοῦ κόσμου δὲν ἀφῆκες. Λύσε του τὰ δεματικά, λύτρωσε τὸ κοπέλι, |
|
950 | καὶ τὴ θυσία ποὺ μελετᾶς Ἀφέντης πλιὸ δὲ θέλει. Δοῦλε πιστέ, δοῦλε καλέ, ἄντρα χαριτωμένε, εἰς τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πύργε ξετελειωμένε, ἐγνώρισεν ὁ Κύριος κι εἶδε τὴν ὄρεξή σου· εὐλογημένος νά ’σαι ἐσύ, τὸ τέκνο κι ἡ γυνή σου. |
|
Β: 42 955 |
Ὅσά ’ναι τ’ ἄστρα τ’ οὐρανοῦ, φύλλα στὰ δέντρη ἀντάμι, τόση σπορὰ τὸ τέκνο σου, παιδόγγονα νὰ κάμει. Ἐθώρειεν την ὁ Ποιητὴς τὴν πίστη σου τὴν τόση, μά ’θελε καὶ τῶν ἀλλωνῶ νὰ τήνε φανερώσει, γιατὶ χωστὸ γὴ ἀπόκρυφο τὸν Κύριο δὲν κομπώνει· |
|
960 | κατέχει καθανὸς καρδιὰ κι εἰς πάσα τόπο σώνει. Κι ἐτοῦτον ὁποὺ σ’ ὅρισε τὴν περασμένη σκόλη ἦτο γιὰ νὰ μαρτυρηθεῖς, νὰ σὲ γνωρίσουν ὅλοι, νὰ παίρνου ξόμπλιν ἀπὸ σέ, τὸν Πλάστη νὰ δοξάζου, νὰ βάνουν πόθο κι ὄρεξη στσὶ πράξες νὰ σοῦ μοιάζου. |
|
965 | * ΑΒΡΑΑΜ Ὦ Βασιλεῦ τῶν οὐρανῶν, ὁποὺ τὰ πάντα ὁρίζεις καὶ τῶν ἀθρώπω τσ’ ὄρεξες καὶ τσὶ καρδιὲς γνωρίζεις, μεγάλο σπλάχνος σήμερον ἤδειξες εἰς ἐμένα· ὅ,τι ἤσφαλα τσῆ χάρης σου ἂς εἶν’ συμπαθημένα. Ἂν εἶν’ κι ἐπαραδείλιασα στὸ σφάμα τοῦ παιδιοῦ μου, |
|
970
Μ: 227v | τσῆ σάρκας εἶν’ τὸ φταίσιμο, ὄχι τοῦ λογισμοῦ μου. Κι ἂν ἐλυπήθη κι ἤκλαψεν ἡ μάνα ἡ καημένη, σὰν ἄθρωπος ἐπόνεσε, κι ἂς εἶν’ συμπαθημένη.
Καὶ τὸ σκοινὶ, ὁπού ’δεσα, γλήγορα νὰ τὸ λύσω καὶ τὸ παιδὶ, ποὺ ’σκότωνα, νὰ τὸ γλυκοφιλήσω! |
|
975 | Τέκνο μου, ἐδὰ ποὺ σ’ ἔλυσα, ἄμε νὰ φκαριστήσεις σ’ ἐκεῖνον ποὺ σ’ εὐκήθηκε ν’ ἀθεῖς καὶ νὰ καρπίσεις. Φίλειε τὴ γῆ γονατιστός, τὸν Πλάστη παρακάλει, που ὅρισε κι ἐμετάθεκε τέτοια δουλειὰ μεγάλη. Κι ἐγὼ θωρῶ μέσ’ στὰ κλαδιὰ καὶ στέκει ἕνα κριάρι· |
|
980 Β: 43 | ἀντὶς γιὰ σένα τό ’πεψεν ἡ ἐδική του χάρη· ὁ Πλάστης μᾶς τὸ ’χάρισε σὲ τούτη μας τὴ χρεία, μὴν κατεβοῦμε ἐκ τὸ βουνὶ μὲ δίχως τὴ θυσία. Κι ἐδὰ κινῶ χαιράμενος καὶ πάγω νὰ τὸ πιάσω, ’ς τόπον ἐσένα γλήγορα νὰ τοῦ τὸ θυσιάσω. |
|
- Αναπαράσταση της θυσίας του Αβραάμ σε μικρογραφία ισλανδικού χειρογράφου που περιέχει ιστορίες της Παλαιάς Διαθήκης, 14ος αι., Ινστιτούτο Árni Magnússon, Ισλανδία.
Πηγή: Wikimedia Commons - Πίνακας του Peter Paul Rubens, που απεικονίζει την κρίσιμη στιγμή κατά την οποία ο άγγελος παρεμποδίζει τον Αβραάμ, 1614.
Πηγή: Wikimedia Commons - Caravaggio, Η θυσία του Ισαάκ, 1594-1596, λάδι σε καμβά, Πινακοθήκη Uffizi, Φλωρεντία.
Πηγή: Wikimedia Commons - Η θυσία του Αβραάμ, νωπογραφία στην παλιά εκκλησία του Raduil στη Βουλγαρία.
Πηγή: Wikimedia Commons - Άγγελος (πάνω αριστερά), Αβραάμ και Ισαάκ (κέντρο), Σόφερ και Σιμπάν (κάτω), σκηνή από την παράσταση του Εθνικού Θεάτρου (Κεντρική Σκηνή), σκηνοθεσία: Φώτος Πολίτης, 1933.
Πηγή: Ψηφιοποιημένο Αρχείο Εθνικού Θεάτρου - Εικονογράφηση του Otto Adolph Stemler για παιδικό ανάγνωσμα με βιβλικές ιστορίες. Ο Αβραάμ αγκαλιάζει τον γιο του Ισαάκ, αφού τον λαμβάνει πίσω από τον Θεό, 1927.
Πηγή: Wikimedia Commons - Η αφίσα της παράστασης του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος (Κ.Θ.Β.Ε.), σκηνοθεσία: Θάνος Κωτσόπουλος, 1967-1968.
Πηγή: Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος - Αβραάμ, Ισαάκ και Άγγελος, σκηνή από την παράσταση του Εθνικού θεάτρου το 1990.
Πηγή: Ψηφιοποιημένο Αρχείο Εθνικού Θεάτρου
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Το απόσπασμα (στ. 941-984) διασκευασμένο για τη ραδιοφωνική εκπομπή «Το Θέατρο της Τετάρτης» από την Ελληνική Ραδιοφωνία, ραδιοσκηνοθεσία: Λάμπρος Κωστόπουλος, μουσική επιμέλεια: Δόμνα Σαμίου, Αρχείο ΕΡΤ.
Πηγή: YouTube
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Βιβλιογραφία
- Αλεξίου 1954
- Στυλιανός Αλεξίου, «Η κρητική λογοτεχνία και η εποχή της», Κρητικά Χρονικά 8 (1954), σ. 76-108.
- Bakker & van Gemert 1996
- Wim F. Bakker & Arnold F. van Gemert (επιμ.), Η Θυσία του Αβραάμ, κριτική έκδοση, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1996.
- Bakker & van Gemert 1998
- Wim F. Bakker & Arnold F. van Gemert (επιμ.), Η Θυσία του Αβραάμ, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1998 [χρηστική έκδοση].
- Bakker 1997
- Wim F. Bakker, «Θρησκευτικό δράμα», Κοινωνία και λογοτεχνία στην Κρήτη της Αναγέννησης, επιμ. David Holton, μτφρ. Ναταλία Δεληγιαννάκη, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1997, σ. 223-252.
- González Rincón 1998
- Manuel González Rincón (επιμ.), El sacrificio de Abraham de Vicenzo Cornaro, Labrys ediciones, Σεβίλλη 1998.
- Ζώρας 1937
- Γεώργιος Θ. Ζώρας, «“Ερωτόκριτος” και “Θυσία του Αβραάμ”», Νέα Εστία, τ. 22, τχ. 261 (1 Νοεμβρίου 1937), σ. 1605-1614.
- Ζώρας 1945
- Γεώργιος Θ. Ζώρας, Μελετήματα περί τας πηγάς της «Θυσίας του Αβραάμ», χ.ε.ο., Αθήνα 1945.
- Κριαράς 1947
- Εμμανουήλ Κριαράς, «Ζητήματα της Θυσίας του Αβραάμ (Χρονολόγηση – Ο ποιητής)», Κρητικά Χρονικά 1 (1947), σ. 227-238.
- Μανούσακας 1947
- Μανούσος Ι. Μανούσακας, «Ζητήματα του Κρητικού Θεάτρου», Κρητικά Χρονικά 1 (1947), σ. 47-73.
- Μανούσακας 1964
- Μανούσος Ι. Μανούσακας, Κριτική βιβλιογραφία του «Κρητικού Θεάτρου», χ.ε.ο., Αθήνα 21964.
- Μέγας 1934
- Γεώργιος Α. Μέγας, Δύο χειρόγραφα της Θυσίας του Αβραάμ. Εις μνήμην Σπ. Λάμπρου, χ.ε.ο., Αθήνα 1934.
- Μέγας 1946
- Γεώργιος Α. Μέγας, «Κείμενον και γλώσσα της Θυσίας του Αβραάμ», Νέα Εστία, τ. 40, τχ. 452-453 (1-15 Μαΐου 1946), σ. 528-536.
- Μέγας 1954
- Γεώργιος Α. Μέγας (επιμ.), Η Θυσία του Αβραάμ, κριτική έκδοση, Ελληνική Εκδοτική Εταιρεία, Αθήνα 1954.
- Πούχνερ 2007
- Βάλτερ Πούχνερ, «Η Θυσία του Αβραάμ», Λεξικό νεοελληνικής λογοτεχνίας. Πρόσωπα, έργα, ρεύματα, όροι. Πατάκης, Αθήνα 2007, σ. 882-884.
- Σπανδωνίδης 1949
- Πέτρος Σ. Σπανδωνίδης, «Η αρχαϊκή τέχνη και η “Θυσία του Αβραάμ”», Νέα Εστία, τ. 54, τχ. 519 (10 Φεβρουαρίου 1949), σ. 212-215 και τχ. 520 (1η Μαρτίου 1949) σ. 313-318. Διαθέσιμα και διαδικτυακά εδώ και εδώ .
- Τσαντσάνογλου 1975
- Ελένη Τσαντσάνογλου (επιμ.), Βιτσέντζος Κορνάρος Η Θυσία του Αβραάμ [Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη - Θέατρο, 14], εισ. Άγγελος Τερζάκης, Ερμής, Αθήνα 1975 (1η έκδ. 1971).
- Τωμαδάκης 1971
- Νικόλαος Β. Τωμαδάκης (επιμ.), Κορνάρου Βιτσέντζου Η Θυσία του Αβραάμ. Ανωνύμου Η Εύμορφη Βοσκοπούλα, Προλεγόμενα, εισαγωγαί, κείμενα, λεξιλόγιον Ν. Β. Τωμαδάκη, Εκδόσεις Γρηγόρη, Αθήνα 1971.
Δικτυογραφία
«Θυσία του Αβραάμ», Academic Dictionaries and Encyclopedias.
«Βιτσέντζος Κορνάρος, Η Θυσία του Αβραάμ», 24 Γράμματα: Εβδομαδιαίο Περιοδικό Πολιτισμού.
«Μελέτες για τη Νεοελληνική Λογοτεχνία. Μελέτες σε θέματα της λογοτεχνίας: Κρητική Λογοτεχνία», στην «Πύλη για την ελληνική γλώσσα και τη διδασκαλία της», Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
«Πρόσωπα και θέματα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας: Κρητική λογοτεχνία», στις «Ψηφίδες για την ελληνική γλώσσα & τη γλωσσική εκπαίδευση», Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
* Τελευταία πρόσβαση στη δικτυογραφία: Δεκέμβριος 2017.
Ετικετες Αναζητησης
Λογοτεχνικό Γένος
Ποίηση
Κατάλογος Έργων
- Αισώπου Μύθοι
- Ανακάλημα της Κωνσταντινόπολης
- Άνθη ευλαβείας
- Άνθος των χαρίτων
- Απόκοπος
- Αφήγησις Λιβίστρου και Ροδάμνης
- Αφήγησις παράξενος του ταπεινού Σαχλίκη
- Βαρλαάμ και Ιωάσαφ
- Βασιλεύς ο Ροδολίνος
- Βίοι αγίων
- Διγενής Ακρίτης
- Διήγησις Βελισαρίου
- Διήγησις εξαίρετος Βελθάνδρου του Ρωμαίου
- Διήγησις εξαίρετος ερωτική και ξένη του Ιμπερίου θαυμαστού και κόρης Μαργαρώνης
- Διήγησις εξαίρετος ερωτική και ξένη Φλωρίου του πανευτυχούς και κόρης Πλάτζια Φλώρης
- Διήγησις Ιεροθέου Αββατίου
- Διήγησις και οπτασία ωφέλιμος ορθοδόξου τινός Δημητρίου
- Διήγησις του Αχιλλέως
- Διήγησις του Πωρικολόγου
- Διήγησις του Ρεμπελιού των Ποπολάρων
- Εξήγησις της γλυκείας χώρας Κύπρου, η ποία λέγεται Κρόνικα, τουτέστιν Χρονικόν
- Ερωτικόν ενύπνιον
- Ερωτόκριτος
- Ερωτοπαίγνια
- Ερωφίλη
- Η Βοσκοπούλα
- Η Θυσία του Αβραάμ
- Η Καινή Διαθήκη
- Η Κοσμογέννησις
- Η Φυλλάδα του Μεγαλέξαντρου
- Θησαυρός
- Θρήνος εις τα Πάθη και την Σταύρωσιν του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού
- Θρήνος της Θεοτόκου
- Θρήνος της Κρήτης
- Θρήνος της Κωνσταντινούπολης
- Ιατροσόφια
- Ιστορία και όνειρο
- Ιστορία του Ταγιαπιέρα
- Κατζούρμπος
- Κλίνη Σολομώντος
- Λαϊκές αφηγήσεις
- Λεηλασία της Παροικιάς της Πάρου
- Λόγοι διδακτικοί του πατρός προς τον υιόν
- Λόγος παρηγορητικός περί Δυστυχίας και Ευτυχίας
- Μεγάλον θανατικόν από πανόκλα
- Ο Βίος του Αισώπου
- Ο Έπαινος των γυναικών
- Ο Κρητικός Πόλεμος
- Ο Οψαρολόγος
- Ο Χρονογράφος
- Παιδιόφραστος διήγησις των ζώων των τετραπόδων
- Παλαιά τε και Νέα Διαθήκη
- Πανουργίαι υψηλόταται του Μπερτόλδου
- Πανώρια
- Πένθος θανάτου, ζωής μάταιον και προς Θεόν επιστροφή
- Περί ηρώων, στρατηγών, φιλοσόφων, αγίων και άλλων ονομαστών ανθρώπων, οπού εβγήκασιν από το νησί της Κύπρου
- Περί της ξενιτείας
- Πόλεμος της Τρωάδος
- Πτωχοπρόδρομος
- Ριμάδα κόρης και νιου
- Ρίμες αγάπης (Κυπριακά ερωτικά)
- Σιντίπας
- Σπανέας
- Σπανός
- Στάθης
- Στεφανίτης και Ιχνηλάτης
- Στίχοι γραμματικού Μιχαήλ του Γλυκά ούς έγραψε καθ΄ ον κατεσχέθη καιρόν εκ προσαγγελίας χαιρεκάκου τινός
- Συναξάριον του τιμημένου γαδάρου
- Το κατά Καλλίμαχον και Χρυσορρόην ερωτικόν διήγημα
- Το Χρονικόν του Μορέως
- Φορτουνάτος
- Φυσιολόγος
- Χρονικό του Γαλαξειδιού
- Χρονικό του μοναστηριού του Αγίου Θεοδώρου Κυθήρων
- Χρονικό των Σερρών
- Χρονικόν