Πένθος θανάτου, ζωής μάταιον και προς Θεόν επιστροφή
Συγγραφέας: Γλυκός ή Γλυκύς Γιούστος
Το Πένθος θανάτου, ζωής μάταιον και προς Θεόν επιστροφή είναι ένα ηθικοδιδακτικό-παραινετικό ποίημα που συνέταξε ο Γιούστος Γλυκός (ή Γλυκύς) στην Κορώνη. Αποτελείται από 632 δεκαπεντασύλλαβους ομοιοκατάληκτους στίχους και η γλώσσα του είναι η δημώδης της εποχής, μπολιασμένη με κάποια λόγια στοιχεία. Η ημερομηνία συγγραφής του είναι η 5η Μαΐου του 1520.
Γεώργιος Θ. Ζώρας (επιμ.), Πένθος θανάτου, ζωής μάταιον και προς Θεόν επιστροφή [Βιβλιοθήκη Βυζαντινής και Νεοελληνικής Φιλολογίας 49], Σπουδαστήριον Βυζαντινής και Νεοελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, Αθήνα 1970.
Εισαγωγή
Το ποίημα Πένθος θανάτου, ζωής μάταιον και προς Θεόν επιστροφή είναι ένα ηθικοδιδακτικό/παραινετικό ποίημα το οποίο σώζεται σε ένα χειρόγραφο, τον Νεαπολιτικό κώδικα gr. ΙΙΙ. Β. 27 (συντ. κριτ. υπομνήματος: N), καθώς και σε έντυπες εκδόσεις της Βενετίας (1η έκδ. 1524· βλ. αναλυτικά τέταρτη και τελευταία παράγραφο). Αποτελείται από 632 δεκαπεντασύλλαβους στίχους με ζευγαρωτή ομοιοκαταληξία και η γλώσσα του είναι μείγμα δημώδους με λόγιους γραμματικούς τύπους. Ο ποιητής του Γιούστος Γλυκός (ή Γλυκύς) προτάσσει στο κείμενό του τέσσερις στίχους, στους οποίους συνοψίζεται το περιεχόμενο του έργου του:
Εις την αρχήν το σύνταγμα έναι διά να πενθούσι
γυναίκες τούς εχάσασιν· ’ς το μέσον που τ’ ακούση
θέλει νοήσει της ζωής το μάταιον· και τέλος
επιστροφή προς τον Θεόν και παύεται το μέλος.
Η ποιητική σύνθεση, λοιπόν, αρχικά αναφέρεται στην απώλεια των αγαπημένων προσώπων και το πένθος γι’ αυτά. Ο ποιητής παρατηρεί ότι τα ανθρώπινα πράγματα διακρίνονται από κάποια αστάθεια, ενώ μόνο η μοίρα του θανάτου είναι κοινή για όλους. Αυτό το διαπιστώνει εύκολα κανείς, αν αναλογιστεί τους ανθρώπους του περιβάλλοντός του που τώρα είναι νεκροί. Άρα, συνετό είναι να προετοιμάζεται κανείς από την παρούσα ζωή. Ειδικά η διαπίστωση ότι το σωματικό κάλλος, τα πλούτη και τα αξιώματα αφανίζονται, μόλις πεθάνει κανείς, οδηγεί στη συνειδητοποίηση της ματαιότητας της παρούσας ζωής. Επομένως, η επιδίωξη της απόκτησης αιωνίων αγαθών χρειάζεται να ξεκινήσει από την επίγεια ζωή. Ο συγγραφέας παρατηρεί ότι είναι σύνηθες οι άνθρωποι να διαπράττουν ανομίες και να περιμένουν να στραφούν στον Θεό, όταν πλησιάζει ο θάνατός τους. Όμως, αυτή η πρακτική είναι επιζήμια για την ψυχή τους, γιατί γίνεται από ωφελιμισμό και όχι από αγαθή προαίρεση. Στο τελευταίο μέρος γίνεται αντιληπτό ότι η σωτηρία του ανθρώπου εξασφαλίζεται με την επιστροφή του στον Θεό. Ουσιώδους σημασίας είναι η ελεημοσύνη και η προσευχή, μέσω της οποίας ο άνθρωπος μπορεί να προσελκύσει το έλεος του Θεού, η μετάνοια για τα αμαρτήματα και η εξαγορά τους. Με αυτόν τον τρόπο, ο άνθρωπος λαμβάνει την άφεση και γίνεται κληρονόμος της Βασιλείας του Θεού.
Αρχικά, αξίζει να σημειωθεί ότι για το συγκεκριμένο ποίημα είναι γνωστά με ακρίβεια ο τόπος και ο χρόνος της συγγραφής του, καθώς αυτές τις πληροφορίες τις δίνει ο ίδιος ο συγγραφέας μετά το τέλος του ποιήματός του. Έτσι, στο τέλος του φ. 12r του μοναδικού χειρογράφου στο οποίο παραδίδεται το έργο, αναφέρεται: Εν έτει, ͵αω φω κω, εν μηνί Μαΐω εη — Κορώνη. Το ποίημα, λοιπόν, είναι σαφές ότι γράφτηκε στη βενετοκρατούμενη Κορώνη την 5η Μαΐου του 1520, όπως προκύπτει από τη σημείωσή του.
Πληροφορίες για τον συγγραφέα του έργου μπορεί να αντλήσει κανείς από την πρώτη έκδοση του ποιήματος, η οποία πραγματοποιήθηκε το 1524 σε βενετσιάνικο τυπογραφείο από έναν λόγιο στιχουργό από τη Ζάκυνθο, τον Δημήτριο Ζήνο. Σε αυτή την έκδοση προτάσσεται ένας πρόλογος του εκδότη του στιχουργήματος, ο οποίος αποτελείται από 34 δεκαπεντασύλλαβους ομοιοκατάληκτους στίχους. Σε αυτόν τον πρόλογο ο Ζήνος παρέχει πληροφορίες για τον εαυτό του, τον συγγραφέα, τον τόπο και τον χρόνο σύνθεσης του έργου. Έτσι, καθίσταται γνωστό ότι ο συγγραφέας του, όπως προαναφέρθηκε, είναι ο Γιούστος Γλυκός, γιος του κληρικού και λόγιου Ιωάννη Γλυκού. Προκύπτει ότι πρόκειται για έναν άνθρωπο που διέθετε κάποια μόρφωση και σύνεση, αλλά βρισκόταν σε δεινή οικονομική θέση λόγω κάποιων εκκρεμών χρεών του. Τη στιγμή που εκδίδεται το έργο, ο ποιητής δεν βρίσκεται στη ζωή. Ίσως, όταν έγραφε το ποίημά του, να βρισκόταν σε προχωρημένη ηλικία και αποφάσισε να καταγράψει σε ένα στιχούργημα την πείρα που αποκόμισε από τη ζωή αφήνοντάς το ως υποθήκη στους ανθρώπους. Ενδεχομένως έτσι ερμηνεύεται και η διαρκής παρουσία του θανάτου μέσα στο ποίημα (Μητσάκης 1989, 136). Όπως μας πληροφορεί ο Ζήνος, ο ποιητής πέθανε το 1522, δηλαδή δύο χρόνια προτού πραγματοποιηθεί η έκδοση του στιχουργήματος και δύο χρόνια μετά τη συγγραφή του.
Το ποίημα έχει θρησκευτικό χαρακτήρα και παρουσιάζει αναλογίες με άλλα μεσαιωνικά έργα με ηθικοδιδακτικό περιεχόμενο. Το συγκεκριμένο έργο έχει δεχτεί επιδράσεις από διάφορα έργα της αρχαιότητας, των Γραφών και της εκκλησιαστικής ποίησης. Στο κείμενο κάποιοι στίχοι είναι σαφώς επηρεασμένοι από κείμενα, όπως είναι, λόγου χάρη, οι Ψαλμοί του προφητάνακτα Δαβίδ και τα Ευαγγέλια της Καινής Διαθήκης. Συνάγεται, λοιπόν, με σαφήνεια ότι ο συγγραφέας του ήταν καλός γνώστης της ποίησης του καιρού του και της Αγίας Γραφής.
Το στιχούργημα φαίνεται να ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένο στην εποχή του, αφού μάλιστα έχει ασκήσει επιρροή σε διάφορους μεταγενέστερους ποιητές. Ο Λίνος Πολίτης (1979, 48) στη γραμματολογία του (Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας) το χαρακτηρίζει ως έργο άνισο που, όμως, είχε μεγάλη διάδοση. Απηχήσεις του έργου διακρίνονται σε εμβληματικά κείμενα της λεγόμενης Κρητικής Αναγέννησης, όπως η τραγωδία Ερωφίλη του Χορτάτση και η μυθιστορία Ερωτόκριτος του Κορνάρου (Δημαράς 1964, 69), ενώ πολλαπλές επιδράσεις φαίνεται να έχει δεχτεί ο κεφαλλονίτης ιερομόναχος Άνθιμος Διακρούσης στη σύνθεση της έμμετρης ιστορικής αφήγησης Κρητικός Πόλεμος (Πηδώνια 1974, 160-162)· μάλιστα, ο τελευταίος διασκεύασε το Πένθος θανάτου στο Βιβλίον ωραιότατον περιέχον στίχους πολιτικούς κατά πολύ ψυχωφελείς (Λεντάρη 2007, 1770). Επιπλέον, Η Θυσία του Αβραάμ φαίνεται να έχει επηρεαστεί από το εν λόγω κείμενο.
Όπως προαναφέρθηκε, η πρώτη έκδοση του στιχουργήματος έγινε το 1524 στη Βενετία. Ουσιαστικά είναι από τα πρώτα δημώδη νεοελληνικά έντυπα. Αντίτυπο αυτής της έκδοσης δεν έχει διασωθεί και είναι γνωστή μόνο από βιβλιογραφικές αναφορές . Ακολούθησαν τρεις ακόμη έντυπες εκδόσεις του τα έτη 1528 (συντ. κριτ. υπομνήματος: S), 1543 (συντ. κριτ. υπομνήματος: D) και 1564 (συντ. κριτ. υπομνήματος: L). Το πολύ μικρό χρονικό διάστημα που μεσολάβησε ανάμεσα στις δύο πρώτες εκδόσεις ίσως οφείλεται στο γεγονός ότι η παραγωγή λαϊκών εντύπων την εποχή εκείνη βρισκόταν σε δοκιμαστικό στάδιο. Η πρώτη έκδοση ήταν μια δοκιμή και, εφόσον το έργο είχε επιτυχία, επανεκδόθηκε σύντομα με τον ίδιο έμμετρο πρόλογο (Olsen 1994, 126). Μετά τον πρόλογο ακολουθεί μια περιγραφή του Χάρου τόσο στην πρώτη όσο και στις ακόλουθες εκδόσεις. Ανάμεσα στο χειρόγραφο και τις εκδόσεις του κειμένου επιχείρησαν σύγκριση ο Knös (1960, 186-193) και ο Μπουμπουλίδης (1962/1963, 366-374), αλλά δεν έλαβαν υπόψη τους όλες τις εκδόσεις του στιχουργήματος, με αποτέλεσμα να υπάρχουν αβλεψίες στο έργο τους. Ο Ζώρας επιχείρησε κριτική (επαν)έκδοση του έργου, βασιζόμενος στο μοναδικό χειρόγραφο του 16ου αιώνα (N), που σώζεται στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Νεάπολης στην Ιταλία, συνεπικουρούμενος και από τις προαναφερθείσες έντυπες εκδόσεις του έργου. Η έκδοση αυτή πραγματοποιήθηκε το 1970 και χρησιμοποιήθηκε για τους σκοπούς της παρούσας ανθολόγησης.
Αποσπάσματα
Αστάθεια ανθρώπινων πραγμάτων (στ. 1-40)
Η αστάθεια των ανθρώπινων πραγμάτων και το αναπόφευκτο του θανάτου αποτελούν αφορμή για να γράψει ο ποιητής το στιχούργημά του.
[1] | Τοῦ κόσμου τὸ ἀβέβαιον καὶ τὸ πεπλανημένον, καὶ τοῦ καιροῦ τὸ ἄστατον καὶ διαβεβλημένον, καὶ τῶν πραγμάτων ἡ φορὰ καὶ κοσμικὲς φροντίδες, καὶ τῶν ἀνθρώπων ὁ σκοπὸς καὶ μάταιες ἐλπίδες, |
|
5 | τοῦ χρόνου τὸ ἀκράτητον, ποὺ ἀενάως τρέχει ὡσὰν ποτάμι πάντοτε καὶ στάσιμον δὲν ἔχει, αὐτὰ μ’ ἐπαρεκίνησαν καὶ ἀδύνατον νὰ πάψω· λοιπό ’ναι ἀνάγκη τίποτε ὀλίγον γιὰ νὰ γράψω βλέποντα σίμωσ’ ὁ καιρὸς κ’ οἱ μέρες ἐκοντέψαν, |
|
10 | κ’ ἐκεῖθεν ποὺ μᾶς καρτεροῦν μαντᾶτα μᾶς ἐπέψαν. Οἱ τρίχες μας ἀσπρίσασιν, τὸ δέρμα μας ζαρώνει καὶ πρὸς τὸν ᾍδην μὲ σπουδὴν μᾶς σύρνουσιν οἱ χρόνοι· τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια μας τὴν δύναμιν ἐχάσαν καὶ πρὸς τὸ τέλος τῆς ζωῆς γροικοῦμεν ὅτι ἐφθάσαν· |
|
15 | τὸ φῶς μας ἀδυνάτισεν, τὰ δόντια μας ἐπέσα, σὰν λέγουσιν, τὸ πόδι μας ἔναι εἰς τὸν τάφον μέσα. Ἐπεὶ λοιπὸν ἐβλέπομεν ’τι ἀχάμνισαν τὰ μέλη, γιὰ πλοῦτον, δόξαν καὶ τιμὴν δὲν πρέπει νὰ μᾶς μέλῃ· ὅλες τοῦ κόσμου τὲς χαρὲς ἂς τὲς παρατηθοῦμεν, |
|
20 | καὶ, ὅπου μᾶς ὁδηγεῖ ὁ καιρός, ἐκεῖθε ἂς ἀκλουθοῦμεν. Καὶ ἂς ποῦμεν σὰν τοὺς φρόνιμους, ἀφοῦ ἡ ζωὴ παγαίνει, τὸ δὲν θέλεις καὶ γίνεται, κἂν θέλε το καὶ ἂς γένῃ, ὅτι ’ς ἐμᾶς δὲν στέκεται ὁ χρόνος νὰ μακρύνῃ, στέκει ’ς Ἐκεῖνον τὸν κριτήν, ὁποὺ μᾶς θέλει κρίνει· |
|
25 | Ἐκεῖνος ποὺ μᾶς ἔδωσεν, αὐτὸς ἔναι ὁπ’ ὁρίζει καὶ τὴν ψυχὴ ἀπὸ τὸ κορμὶ Ἐκεῖνος τὴν χωρίζει. Λοιπὸν ἂς ἑτοιμάσωμεν ἀφείτις μᾶς γυρεύγει, ’τι ἀπ’ ὅσ’ ὁρίζει δὲν πορεῖ τινάς μας ν’ ἀποφεύγῃ. Τοῦ κόσμου τὲς ἀπόλαυσες ἂς τὲς ξεχωριστοῦμεν |
|
30 | κ’ ἐκεῖνα τὰ χρειαζόμεσταν ἐδῶθεν νὰ βαστοῦμεν· αὐτὰ ἂς οἰκονομήσωμεν καὶ μὲν ἀκαρτεροῦμεν, ’τι, ἂ δὲν τὰ πάρωμ’ ἀπ’ ἐδῶ, ἐκεῖθε νὰ τὰ βροῦμεν. Ὀγάϊ εἰς ἐκεῖνον πὄμεινε ποτὲ εἰς αὐτὸ τὸ θάρρος, μ’ ἐλπίδα γιὰ νὰ βοηθηθῇ, ἀφοῦ τὸν λάβῃ ὁ Χάρος. |
|
35 | Καὶ πλέον μηδὲν ἀργήσωμεν ’τι ἐσίμωσαν οἱ χρόνοι καὶ ὁ θάνατος μετὰ σπουδῆς, βλέπετε, μᾶς πετρώνει, καὶ ὥραν τὴν ὥρα ὁ μηνυτὴς φθάνει νὰ μᾶς σηκώσῃ ἀπὸ τὸν κόσμον πού ’μεσταν, κ’ ὑπάει νὰ μᾶς πλακώσῃ εἰς τόπον ἄλλον σκοτεινὸν καὶ γῆν χωρὶς ἀέραν, |
|
40 | ἥλιον νὰ μὲν ἐβλέπωμεν ἢ νὰ γροικοῦμε ἡμέραν. |
|
- Salvador Dali, Η εμμονή της μνήμης, 1931, ελαιογραφία σε καμβά, Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, Νέα Υόρκη.
Πηγή: Salvador Dali: Paintings, biography and quotes
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Ο θάνατος: κοινή μοίρα των ανθρώπων (στ. 105-190)
Ο θάνατος φθείρει το σώμα όλων ανεξαιρέτως των ανθρώπων, ενώ τα υλικά αγαθά αποδεικνύονται μάταια.
105 | Δὲν εἶστε σεῖς πὀζήσετε μὲ δόξαν καὶ μὲ πλοῦτον, καὶ πῶς τὸ καταδέχεσθε κ’ εἶστε εἰς τὸν τάφον τοῦτον; Παιδιά, γονεῖς μου, ἀδέλφια μου, καὶ οὐδὲν σᾶς ἐγνωρίζω, ἀπὸ τοὺς ἄλλους ποὺ εἶναι αὐτοῦ δὲν σᾶς ἀποχωρίζω! Ἐβλέπω ’τι ὅλοι ὁμοιάζετε ὁ ἕνας μὲ τὸν ἄλλον |
|
110 | καὶ δὲν γνωρίζεται ὁ μικρὸς ποσῶς ὀκ τὸν μεγάλον, καὶ οὐδὲν ἠξεύρω ποιούς νὰ βρῶ καὶ τίνες νὰ ρωτήσω, τὸ ποιούς πρέπει ν’ ἀγκαλιαστῶ καὶ ποιούς νὰ χαιρετίσω, ποιούς νὰ φιλήσω ὡς ἐδικοὺς καὶ ποιούς νὰ προσκυνήσω, καθένα πρὸς τὴν τάξιν του καὶ ὡς πρέπει νὰ τιμήσω. |
|
115 | Πλούσιοι, κριτάδες καὶ ἄρχοντες καὶ στρατηγοὶ μεγάλοι, ρηγάδες καὶ ἄλλους βασιλεῖς, τοὺς εἶχαν αὐτοῦ βάλει, ποίοι εἶναι; Νὰ δείξωμεν ’ς αὐτοὺς τιμὴν καὶ δουλοσύνην, καὶ πάλι εἰς τοὺς μικρότερους σπλάχνος καὶ καλωσύνην· μήπως καί, οὐδὲν γνωρίζοντα, σφάλωμεν καὶ ἐντραποῦμεν, |
|
120 | ’τι ἀφίνομε τοὺς βασιλεῖς καὶ τοὺς μικροὺς τιμοῦμεν. Ἐδῶ σημάδια οὐδὲν βαστοῦν ὀχ τὰ βασιλικά τους, γιὰ νὰ τοὺς ἐγνωρίσωμεν, μόνον τὰ φυσικά τους· καὶ τὰ σημεῖα τὰ φυσικὰ εἰς ὅλους εἶναι ἐπίσης, καί, ἂν ἔναι ὅτι ’ναι μιᾶς λογῆς, πῶς νὰ τοὺς ἐγνωρίσῃς; |
|
125 | Οἱ βασιλεῖς κ’ οἱ πένητες εἰς τὴν ζωὴν χωρίζουν, καί, ὡσὰν φθαροῦσιν εἰς τὴν γῆν, βλέπω δὲν τοὺς γνωρίζουν· ὅλα τὰ στιάτα μοιάζουσιν, ὁμοίως καὶ τὰ κεφάλια, καὶ οὐδὲν γνωρίζει ἐδῶ τινὰς νὰ εἰπῇ ποιά ἦσαν τὰ κάλλια. Καὶ ποῦ εἶναι τὰ παλάτια τους, ποῦ ἐχάθη ἡ βασιλειά τους, |
|
130 | ποῦ ἐσκόρπισαν οἱ ἀνθρῶποι τους, ποῦ ἐδιέβη ἡ φαμελιά τους; Καὶ ποῦ εἶναι τὰ φουσσᾶτα τους, καὶ ποῦ εἶναι οἱ στρατιῶτες, οἱ στρατηγοὶ κ’ ἡ δύναμις, ποὺ εἶχαν ’ς τὸν κόσμον τότες; Ποῦ ἐφθάρησαν οἱ θησαυροί, τὰ πλούτη τὰ μεγάλα, οἱ παρρησιὲς κ’ οἱ δόξες τους καὶ τὰ λαμπρὰ τους τ’ ἄλλα; |
|
135 | Ποῦ εἶναι τὰ τόσα ἄρματα, τὰ πλήθη τῶν ἀλόγων, δὲν εἶναι αὐτοὶ πὀτρόμασσαν τὸν κόσμον μ’ ἕνα λόγον; Δὲν εἶναι αὐτοὶ ὁποὺ τὸ συχνὸ ’ς τοὺς κάμπους ἐτεντῶναν καὶ μὲ γεράκια καὶ σκυλιὰ πάντοτ’ ἐξεφαντῶναν; Καὶ τώρα πῶς ἐγίνησαν καὶ τοὺς καταφρονοῦσιν |
|
140 | καὶ ὡσὰν καὶ τοὺς ἐπίλοιπους πατοῦν τους καὶ περνοῦσιν! Δὲν εἶναι αὐτοὶ ποὺ μ’ ὁρισμὸν τὸν κόσμον ἐταράσσαν, καὶ νέοι πῶς ἤλθασιν αὐτοῦ; Γιατί δὲν ἐγεράσαν ’ς τὴν δόξαν καὶ τὴν βασιλειὰν καὶ τὴν πολλὴν ἀξίαν, ἀμμ’ ἤλθασιν καὶ κείτονται ’ς τὴν τόσην μοναξίαν; |
|
145 | Δὲν εἶναι αὐτοὶ ποὺ ἐδόξαζαν νὰ ζοῦν περίσσους χρόνους κ’ ἐκεῖ ’ς τὰ πέρατα τῆς γῆς νὰ στήσουν ἄλλους θρόνους; Κ’ ἰδέτε τοὺς ταλαίπωρους πόσον καιρὸν ἐμεῖναν· χρόνους πολλοὺς ἐδόξαζαν καὶ οὐδὲν ἐζῆσαν μῆναν, ὅτι ἔφθασεν ἀπάνω τους τοῦ Χάρου τὸ δρεπάνι |
|
καὶ τὸν καθένα ἐθέρισεν, καὶ οὐδὲ ἦτον οὐδ’ ἐφάνη. Καὶ τὰ φουσσᾶτα τὰ πολλὰ κ’ ἡ δύναμις ἡ τόση καὶ ὁ βιὸς δὲν ἐδυνήθηκεν γιὰ νὰ τοὺς ἐγλυτώσῃ· καὶ τὰ πολλὰ πλευσίματα πὀγίνετον ὁ στόλος, ποὺ ἀκούοντά τον ἔτρεμε κ’ ἔφευγε ὁ κόσμος ὅλος, |
| |
155 | ποσῶς δὲν τοὺς ἐβόηθησαν νὰ μὲν ἐλθοῦν ’ς τὸν ᾍδη, ἀμμ’ ἤλθασιν καὶ κείτονται μὲ τοὺς λοιποὺς ὁμάδι. Ποῦ εἶναι οἱ πολέμοι πὄκαμαν κ’ οἱ νῖκες ποὺ νικῆσαν, καὶ τώρα δὲν γνωρίζονται νὰ εἰπῇ τινὰς τὸ ποιοί ’σαν! Δὲν εἶναι αὐτοὶ τοὺς ἔτρεμεν ὁ κόσμος κ’ ἡ οἰκουμένη, |
|
160 | καὶ πῶς ἐκαταστάθησαν γυμνοὶ καὶ ἀραχνιασμένοι; Ποῦ ἐσβήσθησαν οἱ αὐθεντιές, ποῦ εἶναι τὰ μεγαλειά τους, ποῦ ἐγίνησαν οἱ σάρκες τους, ποὺ ἐπέσαν τὰ μαλλιά τους; Γυμνὰ κεφάλια ’πέμειναν καὶ κόκκαλα κομμάτια, φόβος καὶ τρόμος φαίνονται τὸ στόμα καὶ τὰ μάτια! |
|
165 | Καὶ τ’ ἄλλα μέλη τοῦ κορμιοῦ ποιός νὰ τ’ ἀποχωρίσῃ, τό ’να ’πὸ τ’ ἄλλο καθαρὰ νὰ ἰδῇ καὶ νὰ γνωρίσῃ; Ποῦ εἶναι οἱ ἐλπίδες πὄλπιζαν, τὰ θάρρη πὀθαρροῦσαν, τὰ βούλοντα νὰ κάμουσιν κ’ ἔλεγαν κ’ ἐμετροῦσαν; πῶς ἦτον νὰ τ’ ἀφήσουσιν, πῶς δὲν τὰ κατωρθῶσαν, |
|
170 | σὰν δούλους πῶς τοὺς ἤφεραν ἐδῶ καὶ τοὺς ἐχῶσαν; Θάνατε, πῶς τὸ ἐτόλμησες ; Χάρο, πῶς τὸ θυμήθης; τὴν δύναμίν τους τὴν πολλὴν πῶς δὲν τὴν ἐφοβήθης; Καὶ ἂν ἔναι ὅτι τοὺς βασιλεῖς δὲν βλέπεις νὰ προσέχῃς, τοὺς ἄλλους τοὺς ἐπίλοιπους πῶς πρέπει νὰ τοὺς ἔχῃς; |
|
175 | Ἐπεὶ λοιπὸν ’ς τοὺς βασιλεῖς μὲ τέτοιαν τόλμην πάγεις, ὅλους, ὡσὰν ἐβλέπομεν, βούλεσαι νὰ μᾶς φάγῃς! Ὀϊμέ, καὶ πῶς νὰ κάμωμεν, πῶς νὰ σὲ λυτρωθοῦμεν, τί γιατρικὸν νὰ εὑρίσκαμεν νὰ μὲν σὲ φοβηθοῦμεν; Εἰς τὲς πληγές σου, ὡς λέγουσιν, δὲν βρίσκεται βοτάνι, |
|
180 | καὶ ὅποιον λαβώσῃς παρευθὺς χρειά ’ναι γιὰ ν’ ἀποθάνῃ. Λοιπὸν ποῦ νὰ ’σφαλίστημαν νὰ μὲν παραδοθοῦμεν, καὶ τὶ ἄρματα νὰ βρίσκαμεν γιὰ νὰ διαφεντευθοῦμεν; Σὰν ποῦ νὰ καταφύγωμεν, μήπως καὶ οὐδὲν μᾶς εὕρῃς, ἀλλὰ καὶ γῆν καὶ θάλασσαν ἐσὺ ὅλην τὴν ἠξεύρεις! |
|
185 | Κ’ ἐκεῖ ὅπου ψήνει τὸ ψωμὶν ὁ ἥλιος, σὰν τὸ λέγουν, ὅσοι εἶν’ ἐκεῖ πάντ’ ἀπὸ σὲ νύκτα κ’ ἡμέραν κλαίγουν. Δὲν ἔχει ὁ κόσμος ποὔπετε κανένα καταφύγι, ποὺ νὰ πορέσῃ νὰ κρυφθῇ ἄνθρωπος, νὰ σοῦ φύγῃ, οὐδὲ σκουτάρια ἢ ἄρματα ποὺ νὰ μᾶς διαφεντέψουν |
|
190 | καὶ τέχνη ὁποὺ σαγίττες σου ’ς ἐμᾶς νὰ μὲν κοντέψουν. |
|
- Ο Άγιος Σισώης φρίττει αντικρίζοντας το νεκρό του Μ. Αλεξάνδρου, αγιογραφία του 1556 που αποδίδεται στον Γεώργιο Φράγκο, Μονή Βαρλαάμ Μετεώρων.
Πηγή: History of Macedonia
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Η δύναμη της μετάνοιας (στ. 401-460)
Οι άνθρωποι ζουν αμελώντας για τη σωτηρία της ψυχής τους και συνειδητοποιούν το λάθος τους όταν είναι πλέον αργά. Αποτελεσματικός τρόπος σωτηρίας είναι η μετάνοια.
[401] | Ἐδῶ ’ναι ἡ μετάνοια, τὲς ἁμαρτιὲς νὰ λύσουν καὶ νά ’βρουσιν συγχώρησιν, ἂν μόνον τὸ θελήσουν. Πρὸ πάντων τ’ ἁμαρτήματα καὶ τὰ κακὰ ν’ ἀφήσουν καὶ τὴν ἀκόλαστον ζωήν, τὴν πρώτην, νὰ πενθήσουν, |
|
405 | θυμούμενοι τὲς ἁμαρτιές, τὰ δάκρυα τους νὰ τρέχουν καὶ κάθε νύκτα, ὡς τὸν Δαυΐδ, τὸ στρῶμα τους νὰ βρέχουν. Καὶ ὅσα περισυνάξασιν ἄδικα, νὰ τὰ στρέψουν, πτωχούς, γυμνούς, ἀδύνατους καὶ ὀρφανὰ νὰ θρέψουν· τοὺς ἀχαμνοὺς καὶ ἀσθενεῖς νὰ δώσουν νὰ γιατρέψουν, |
|
410 | τοὺς πάντας, κατὰ δύναμιν καὶ ὡς πρέπει, νὰ λατρέψουν, καὶ νὰ στραφοῦν πρὸς τὸν Θεόν, ἀπὸ καρδιᾶς νὰ κλαύσουν, καὶ τότε ἂς εἶναι θαρρετοὶ καὶ αὐτοὶ ὅτι ν’ ἀπολαύσουν. Ἂς κράζουν τό: Ἐλέησον, Κύριε, ἐλέησόν μας, κατὰ τὴν εὐσπλαγχνίαν σου, σῶσον, συγχώρησόν μας. |
|
415 | Μηδὲν μνησθῇς ἁμαρτιῶν τῶν ἐκ νεότητός μας, ἀλλ’, ὡς Θεὸς φιλάνθρωπος, τὴν λύσιν τούτων δός μας. Ἐλέησον ὡς τὸν ληστήν, σῶσον μας ὡς τὴν πόρνη, ὅτι ἐν ματαιότητι ἐξέλιπον οἱ χρόνοι. Τὲς ἐντολὲς ἀφήκαμεν καὶ τὰ προστάγματά σου· |
|
420 | ποτὲ δὲν ἐπορεύθημαν εἰς τὰ θελήματά σου. Κακῶς ἐδαπανήσαμεν, Δέσποτα, τὸν καιρόν μας, νῦν δὲ ἐπιστρεφόμενοι, βοῶμεν: Οἴκτιρόν μας· ἐν τῷ καιρῷ τοῦ γήρους μας μηδὲν μᾶς ἀπορρίψῃς, τὸ ἔλεός σου ἀφ’ ἡμῶν μηδὲν τὸ ἀποκρύψῃς. |
|
425 | Ἐλάβωσέν μας ὁ ἐχθρός, κ’ ἐσὺ νὰ μᾶς γιατρέψῃς, τὴν θεραπειάν σου θέλομεν, μηδὲν μᾶς ἀποστρέψῃς. Τὰ τραύματά μας τὰ πολλὰ ποιός νὰ τὰ θεραπέψῃ, ἂν ἡ φιλανθρωπία σου βοήθειαν δὲν μᾶς πέψῃ; Πληγὲς εἶναι θανάσιμες καὶ ποιοί τὲς ἐγνωρίζουν, |
|
430 | τί γιατρικὰ νὰ κάμουσιν καὶ ποιά βοτάνια χρῄζουν; Μόνον Ἐσύ, ὡς ἰατρὸς ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων, ὁ Πλάστης καὶ δημιουργὸς ἁπάντων τῶν κτισμάτων, δέξε μας ἐπιστρέφοντας, δέξε μετανοοῦντας, δέξε μας ὡς τὸν Ἄσωτον, ἐπιστροφὴν αἰτοῦντας, |
|
435 | πρεσβείαις τῆς πανάγνου Σου μητρὸς καὶ τῶν ἁγίων ἁπάντων ταῖς δεήσεσι· καὶ γὰρ τῶν ἐπιγείων καὶ τῶν προσκαίρων, Δέσποτα, μέριμναν οὐ ποιοῦμαι, τὴν γὰρ φρικτὴν καὶ φοβερὰν ἡμέραν ἐνθυμοῦμαι, ὅταν καθίσῃς ὡς Κριτὴς κρῖναι τοὺς ἀπ’ αἰῶνος, |
|
440 | οὓς πάντας ὑπερβέβηκα ταῖς ἁμαρτίαις μόνος. Διὸ κἀγὼ προσπίπτω Σοι, Θεέ, μετὰ δακρύων· δέξε μου τὴν ἐπιστροφήν, ὡς πρὶν τῶν Ἀσσυρίων. Αὐτὰ ποὺ λέγω, ἄνθρωπε, ἂν κάμνῃς καὶ νὰ λέγῃς κ’ ἡμέρα – νύκτα πάντοτε πρὸς τὸν Θεὸν νὰ κλαίγῃς |
|
καὶ νὰ ζητῇς συγχώρησιν, θέλει σοῦ συμπαθήσει, καὶ ἀμέτοχον εἰς τὰ ζητεῖς οὐδὲν σὲ θέλει ἀφήσει, ’τι ἡ εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ νικᾷ τὰ σφάλματά σου, καὶ δράμε πρὸς τὸν ἰατρόν, δεῖξε τὰ τραύματά σου. Γυμνώσου, μὴ τὸν ντρέπεσαι νὰ δείξῃς τὸ κορμί σου, |
| |
450 | ὅτι ἐντροπὴ δὲν ἔναι αὐτό, μᾶλλο ’ναι καὶ τιμή σου. Εἰπέ του τὰ λαβώματα καὶ δεῖξε τὲς πληγές σου, ἐξαγορεύσου τὰ κακὰ κ’ εἶπε τὲς ἁμαρτιές σου· φώναξε τὴν ἀσθένειαν σου, μολόγα τὴν αἰτιάν σου, ἂν ἔναι ὅτι ἔχεις ὄρεξιν νὰ λάβῃς τὴν ὑγειάν σου. |
|
455 | Ποὺ κρύβει τὴν ἀσθένειαν του, γιατρειὰν ’ς αὐτὴν δὲν βρίσκει, καὶ τέλος πάντων μετ’ αὐτήν, σὰν λέγουν, ἀποθνῄσκει. Λέγε τὲς ἁμαρτίες σου καὶ νὰ σὲ δικαιώσῃ καὶ τὴν αἰώνιον ζωὴν ὕστερον νὰ σοῦ δώσῃ. Τοῦτο ὁ Προφήτης λέγει το καὶ, ἐὰν οὐδὲν τὸ ξεύρῃς, |
|
460 | ἀνάγνωσε τὸν Ἠσαΐαν, πάραυτα νὰ τὸ εὕρῃς. |
|
- Pompeo Batoni, Η επιστροφή του ασώτου υιού, 1773, λάδι σε καμβά, Μουσείο Ιστορίας της Τέχνης, Βιέννη.
Πηγή: Wikimedia Commons - Η του ασώτου παραβολή, φορητή εικόνα σε ξύλο στον Ελληνικό Ναό του Αγίου Γεωργίου στη Βενετία, πιθανότατα έργο του ζωγράφου Εμπορίου Βενεδίκτου.
Πηγή: users.sch.gr - Η παραβολή του ασώτου υιού, νωπογραφία του 1786 στον Ιερό Ναό του Αγίου Νικολάου στο Ζαγόρι Ηπείρου.
Πηγή: Θησαυρός Γνώσεων και Ευσεβείας (ιστολόγιο)
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Η σωτήρια στροφή προς τον Θεό (στ. 535-632)
Η αποφυγή της απληστίας και η στροφή προς τον Θεό αποτελεί μέσο σωτηρίας για τον άνθρωπο.
535 | Γιατὶ ἄνθρωπος ὅντα πεινᾷ κ’ εὕρῃ φαγί, χορταίνει καὶ ὁποὺ διψᾷ κ’ εὕρῃ ποτόν, ἡ δίψα του διαβαίνει, ἄνθρωπον δὲ φιλάργυρον καὶ ποιός νὰ τὸν χορτάσῃ; Ὅλα τοῦ κόσμου νά ’παιρνε, δὲν τό ’χω νὰ σωπάσῃ. Ἂν ἔβρεχεν ἀπάνω τους χρυσάφι ὡσὰν χαλάζι, |
|
540 | πάλι ἀπὸ τὴν ἐπιθυμιὰν τοῦ πλούτου δὲν σκολάζει. Ἂν περπατῇ, ἂν κάθηται καὶ νύκτα ὅντα κοιμᾶται, ἄλλο οὐδὲν συλλογίζεται, μόνον χρυσὸν θυμᾶται, καὶ αὐτοῦ ἔναι ὁ νοῦς τους πάντοτε καὶ αὐτὴ ἔναι ἡ ἐπιθυμιά τους, καὶ αὐτὰ ποὺ κάμνουν οἱ γονεῖς μαθαίνουν τὰ παιδιά τους. |
|
545 | Καὶ μέσον τούτου ὁ θάνατος φθάνει· καὶ τί ἐκερδίσαν; μόνον τὰ βάρη τῆς ψυχῆς· καὶ τ’ ἄλλα ἐδῶ τ’ ἀφῆσαν. Καὶ αὐτοῦ τελειώνει ὁ κόπος τους κ’ ἡ ἀγανάκτησίς τους εἰς κόλασιν αἰώνιον καὶ καῦσιν τῆς ψυχῆς τους. Καὶ γιὰ μικρὴν ἀπόλαυσιν, ποὺ ἦτον καὶ αὐτὴ μὲ κόπον, |
|
550 | ὑπῆγαν εἰς τὸν Τάρταρον καὶ τοῦ κλαθμοῦ τὸν τόπον καὶ ’ς σκότος ἀτελεύτητον, ἐκεῖ νὰ κατοικοῦσι, πρᾶγμα φρικτὸν καὶ φοβερὸν ’ς ἄνθρωπον νὰ τ’ ἀκούσῃ. Καὶ ἐμεῖς λοιπὸν τί ἐβλέπομεν; πᾶσα ταχὺ βραδυάζει καὶ ὥραν τὴν ὥραν τὴν ζωὴν ὁ χρόνος τὴν ξοδιάζει· |
|
555 | καθὴν ἡμέραν τὸ κορμὶ γροικοῦμεν ’τι ἀχαμνίζει καὶ ἀπ’ ἄλλο αὐτὸ δὲν γίνεται, μόνε ἡ ζωὴ ἐγκρεμνίζει. Ἐπῆρεν τὸν κατήφορον καὶ ποιός νὰ τὴν γυρίσῃ; ’Σ αὐτὸ ἄνθρωπος δὲν δύνεται νὰ μᾶς παρηγορήσῃ, μόνον αὐτὸς ὁ Ποιητής· ἀλλ’ οὐδ’ αὐτὸς τὸ θέλει |
|
560 | ’ς τὴν πρώτην τάξιν νὰ στραφοῦν τοῦ σώματος τὰ μέλη. Γιατὶ τὸ μάκρος τοῦ καιροῦ τὰ πάντα παλαιώνει, καὶ ὁ χρόνος ὅλα φθείρει τα, δὲν τὰ ξανανεώνει, καὶ αὐτὸ ἔναι πρόσταγμα Θεοῦ· πᾶσ’ ἕνας τὸ γνωρίζει, ’τι ἡ μέρα τούτη ἡ σημερινὴ ’ς τὸν κόσμον δὲν γυρίζει. |
|
565 | ’Επέρασεν καὶ ἄλλη ἔφθασεν, καὶ αὐτὴ πάλι διαβαίνει, καὶ μιὰ τὴν ἄλλην φθάνοντα ὁ χρόνος μᾶς παγαίνει· καὶ μέσον τούτου οἱ ἄνθρωποι γεροῦσιν καὶ παλιώνουν, παγαίνοντα εἰς ἀφανισμόν, οἱ μέρες τους τελειώνουν. Ἐπεὶ λοιπὸν γνωρίζομεν λοξὰ περιπατοῦμεν, |
|
570 | πρέπει νὰ τὴν ἀφήσωμεν τὴν στράταν ποὺ κρατοῦμεν, καὶ ἄλλην ὁδὸν νὰ πιάσωμεν, ’τι αὐτὴ ἔναι πλανεμένη καὶ ὅσοι τὴν ἀπεράσουσιν βρίσκονται κομπωμένοι, καλὰ καὶ φαίνεται πλατειὰ κ’ ἴσα, καθὼς μᾶς δείχνει, ἀλλ’ ὅσοι τὴν περάσουσιν εἰς τὸν βυθὸν τοὺς ρίχνει. |
|
575 | Καὶ αὐτὴ ὁποὺ δείχνει ἐδῶ πλατεά, ἐκεῖ στενοχωροῦνται ὅσοι τὴν ἐπεράσασιν, καὶ κλαίουσιν καὶ λυποῦνται, πὼς γιὰ μικρὴν ἀπόλαυσιν ἀφῆκαν τὴν μεγάλην κ’ ἐχάσασιν τὴν μιὰν ζωήν, στεροῦνται καὶ τὴν ἄλλην. Πλατεῖα καὶ εὐρύχωρος ἡ ὁδὸς τῆς ἀπωλείας |
|
580 | καὶ τεθλιμμένη καὶ στενὴ ἔναι τῆς βασιλείας, καὶ αὐτὴ ὁποὺ δείχνει δύσκολος, στενὴ καὶ τεθλιμμένη, ὅσοι περάσουν ἀπ’ αὐτὴν μνέσκουν εὐλογημένοι καὶ βασιλείας οὐρανῶν γίνονται κληρονόμοι, καθὼς τὸ θέλ’ ἡ ἐκκλησιά, τῶν χριστιανῶν οἱ νόμοι. |
|
585 | Καὶ ὅσοι περάσουν τὴν πλατεὰν εἰς κόλασιν παγαίνουν καὶ σκότος τὸ αἰώνιον, καὶ πλέο τους δὲν ἐβγαίνουν, διότι ἐκεῖ κολάζονται μετὰ τοῦ διαβόλου καὶ τῶν ἀγγέλων τῶν αὐτοῦ καὶ συνεδρίου ὅλου. Σὺ δέ, Θεὲ φιλάνθρωπε, ταύτης τῆς καταδίκης |
|
590 | καὶ φοβερᾶς κολάσεως ρῦσαι με πρὸ τῆς δίκης, μὴ γένωμαι κατάβρωμα καὶ σπάραγμα τοῦ λύκου τοῦ νοητοῦ καὶ δράκοντος, ἐχθροῦ καὶ ἀντιδίκου. Εἰ γὰρ καὶ ἁμαρτάνομεν, Δέσποτα, καθ’ ἑκάστην, ἀλλὰ κ’ Ἐσὲ δοξάζομεν δημιουργὸν καὶ πλάστην |
|
595 | καὶ εὐεργέτην τῶν καλῶν καὶ ρύστην τῶν κινδύνων· διὸ ἀξίωσον τυχεῖν τῶν ἀγαθῶν ἐκείνων καὶ τῆς εὐκταίας Σου φωνῆς: Δεῦτε οἱ εὐλογημένοι τὴν βασιλείαν λάβετε, ἥτις ἡτοιμασμένη ὑμῖν πρὸ κόσμου κτίσεως ἐστίν, καὶ κληρονόμους |
|
600 | αὐτῆς ὑμᾶς ποιοῦμαι νῦν· πιστοὺς γὰρ οἰκονόμους εὗρον ὑμᾶς καὶ βοηθοὺς ἀεὶ τῶν δεομένων, γυμνῶν, πεινώντων, ἀσθενῶν καὶ τῶν ἀδικουμένων καὶ πρὸς τοὺς ἐν ταῖς φυλακαῖς πᾶσαν παραμυθίαν ἐδείξατε καὶ πρόνοιαν, σπουδὴν καὶ προθυμίαν. |
|
605 | Καὶ δι’ αὐτὸ τὰς ἀμοιβὰς τῶν πράξεων καὶ κόπων ἐκείνων νῦν λαμβάνετε· καὶ δεῦτε εἰς τὸν τόπον τῆς βασιλείας καὶ τρυφῆς καὶ δόξης ἀκηράτου καὶ αἰωνίων ἀγαθῶν Θεοῦ τοῦ ἀοράτου. Ὧν γένοιτο ἐπιτυχεῖν ἡμᾶς, τῇ μεσιτείᾳ |
|
610 | τῆς παναμώμου Σου μητρὸς καὶ Σοῦ φιλανθρωπίᾳ. Σὺ δέ, παρθένε Δέσποινα, ἡ τὸν Θεὸν τεκοῦσα, ὑπὲρ ἡμῶν πρὸς τὸν υἱὸν μὴ παύσῃ δυσωποῦσα. Σὲ γὰρ κεκτήμεθ’, ἄχραντε, σκέπην καὶ προστασίαν, καὶ διὰ Σοῦ πρὸς τὸν Θεὸν ἔχομεν παρρησίαν, |
|
615 | πρὸς Ὅν, ἁγνή, ἱκέτευε ὑπὲρ τῶν Σὲ ὑμνούντων, ὅπως ρυσθείημεν δεινῶν ἀεὶ περιστοιχούντων. Τὸ πρῶτον φύλλον, πρόσεχε, ἄγραφον νὰ τ’ ἀφήσῃς καὶ τάφον ἕνα δολερὸν ’ς αὐτὸ νὰ ζωγραφίσῃς, νὰ γέμῃ στιάτα ἀνθρωπινά· καὶ γύρω ἂς στέκουν πλῆθος |
|
620 | ἄνδρες, γυναῖκες, λυπηρὰ καὶ μὲ θλιμμένον ἦθος. Καὶ ὀλίγο ἀπάνω ἂς στέκεται ὁ Χάρος καὶ ἂς βαστάζῃ τῶν τριῶν λογῶν τὰ ἄρματα, ἐκεῖνα ποὺ μᾶς σφάζει: τὸ δρέπανον καὶ τὸ σπαθί, δοξάρι μὲ σαγίττες, καὶ ὀμπρός του ἂς εἶναι κεφαλές, καὶ ἂς δείχνῃ ὅτι πατεῖ τες.
|
|
625
| Καὶ τοὺς στίχους ὅπου βάνω, γράψε ἀπὸ τὸν Χάρ’ ἀπάνω: Ἄνθρωποι, μὴ θαυμάζετε, ξεύροντα ’τ’ εἶμ’ ἐχθρός σας κ’ ἡμέρα – νύκτα πάντοτε δὲν λείπω ’χ τὸ πλευρό σας, μὲ πάντα τρόπον θέλοντα ’χ τὸν κόσμον νὰ σᾶς βγάλω, |
|
’τι αὐτοῦ ὁποὺ κείτονται καὶ αὐτοὶ βιάζομαι νὰ σᾶς βάλω. Οὕτως γὰρ ἔνι πρόσταγμα καὶ ὁρισμὸς Κυρίου, διὰ τὴν πλάνην τοῦ Ἀδὰμ καὶ δόλον τοῦ θηρίου. Τέλος |
|
- Μιχαήλ Άγγελος (Michelangelo), Η Ημέρα της Κρίσης, 1536-1541, νωπογραφία στην Capella Sistina, παρεκκλήσι του Αποστολικού Παλατιού, στην πόλη του Βατικανού.
Πηγή: Wikimedia Commons - Η Δευτέρα Παρουσία.
Πηγή: Διακόνημα - Η Δευτέρα Παρουσία και η Τελική Κρίση.
Πηγή: Κατήχησις - Η Δευτέρα Παρουσία και η Μέλλουσα Κρίση.
Πηγή: Διακόνημα
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Βιβλιογραφία
- Δημαράς 1968
- Κ. Θ. Δημαράς, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Από τις πρώτες ρίζες ώς την εποχή μας, Ίκαρος, Αθήνα 41968, σ. 69.
- Ζώρας 1970
- Γεώργιος Θ. Ζώρας (επιμ.), Πένθος θανάτου, ζωής μάταιον και προς Θεόν επιστροφή [Βιβλιοθήκη Βυζαντινής και Νεοελληνικής Φιλολογίας 49], Σπουδαστήριον Βυζαντινής και Νεοελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, Αθήνα 1970.
- Knös 1960
- Börje Knös, «Une édition jusqu’à présent inconnue de “Πένθος θανάτου”», Αθηνά 64 (1960), σ. 186-193.
- Κρουμπάχερ 1900
- Καρλ Κρουμπάχερ, Ιστορία της βυζαντηνής λογοτεχνίας, μεταφρασθείσα υπό Γεωργίου Σωτηριάδου, τ. 2, Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου, Αθήνα 1900, σ. 365-366.
- Λαμπάκης 1982-1984
- Στέλιος Λαμπάκης «Το “Πένθος Θανάτου”, ο “Απόκοπος” και οι καταβάσεις της δημώδους λογοτεχνίας», Πελοποννησιακά 15 (1982-1984), σ. 249-254.
- Λεντάρη 2007
- Τίνα Λεντάρη, «Πένθος θανάτου, ζωής μάταιον και προς Θεόν επιστροφή», Λεξικό νεοελληνικής λογοτεχνίας. Πρόσωπα, έργα, ρεύματα, όροι, Πατάκης, Αθήνα 2007, σ. 1770.
- Μητσάκης 1989
- Κάρολος Μητσάκης, Εισαγωγή στη νέα ελληνική λογοτεχνία: πρωτονεοελληνικοί χρόνοι. Μέρος πρώτο: από τα τραγούδια του ακριτικού κύκλου έως τους θρήνους για το πάρσιμο της Πόλης, Καρδαμίτσας, Αθήνα 21989, σ. 136-137.
- Μπουμπουλίδης 1962-1963
- Φαίδων Κ. Μπουμπουλίδης: «Παρατηρήσεις εις μεσαιωνικά κείμενα», Επιστημονική Επετηρίς της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών 13 (1962-1963), σ. 366-374.
- Olsen 1994
- Birgit Olsen, «Η νεοελληνική Θησηίδα και η προετοιμασία ενός λαϊκού εντύπου», Ελληνικά, τ. 44, τχ. 1 (1994), σ. 123-133.
- Πηδώνια 1974
- Κομνηνή Δ. Πηδώνια, «Στίχοι του Πένθους θανάτου στον Κρητικό πόλεμο του Άνθιμου Διακρούση», Ελληνικά, τ. 27, τχ. 1 (1974), σ. 160-162.
- Πολίτης 1979
- Λίνος Πολίτης, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, ΜΙΕΤ, Αθήνα 21979, σ. 48.
Δικτυογραφία
«Πηγές του Αναλυτικού Λεξικού Κριαρά: Γιούστος Γλυκύς, Πένθος θανάτου, ζωής μάταιον και προς Θεόν επιστροφή (1520)», στην «Πύλη για την ελληνική γλώσσα και τη διδασκαλία της», Κέντρο Ελληνικής γλώσσας.
«Γλυκός Γιούστος (4 παραθέματα)», στο «Λεξικό Παραθεμάτων και Αφορισμών», Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού.
* Τελευταία πρόσβαση στη δικτυογραφία: Δεκέμβριος 2017.
Ετικετες Αναζητησης
Λογοτεχνικό Είδος
Ποίηση διδακτική/παραινετικήΛογοτεχνικό Γένος
Ποίηση
Κατάλογος Έργων
- Αισώπου Μύθοι
- Ανακάλημα της Κωνσταντινόπολης
- Άνθη ευλαβείας
- Άνθος των χαρίτων
- Απόκοπος
- Αφήγησις Λιβίστρου και Ροδάμνης
- Αφήγησις παράξενος του ταπεινού Σαχλίκη
- Βαρλαάμ και Ιωάσαφ
- Βασιλεύς ο Ροδολίνος
- Βίοι αγίων
- Διγενής Ακρίτης
- Διήγησις Βελισαρίου
- Διήγησις εξαίρετος Βελθάνδρου του Ρωμαίου
- Διήγησις εξαίρετος ερωτική και ξένη του Ιμπερίου θαυμαστού και κόρης Μαργαρώνης
- Διήγησις εξαίρετος ερωτική και ξένη Φλωρίου του πανευτυχούς και κόρης Πλάτζια Φλώρης
- Διήγησις Ιεροθέου Αββατίου
- Διήγησις και οπτασία ωφέλιμος ορθοδόξου τινός Δημητρίου
- Διήγησις του Αχιλλέως
- Διήγησις του Πωρικολόγου
- Διήγησις του Ρεμπελιού των Ποπολάρων
- Εξήγησις της γλυκείας χώρας Κύπρου, η ποία λέγεται Κρόνικα, τουτέστιν Χρονικόν
- Ερωτικόν ενύπνιον
- Ερωτόκριτος
- Ερωτοπαίγνια
- Ερωφίλη
- Η Βοσκοπούλα
- Η Θυσία του Αβραάμ
- Η Καινή Διαθήκη
- Η Κοσμογέννησις
- Η Φυλλάδα του Μεγαλέξαντρου
- Θησαυρός
- Θρήνος εις τα Πάθη και την Σταύρωσιν του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού
- Θρήνος της Θεοτόκου
- Θρήνος της Κρήτης
- Θρήνος της Κωνσταντινούπολης
- Ιατροσόφια
- Ιστορία και όνειρο
- Ιστορία του Ταγιαπιέρα
- Κατζούρμπος
- Κλίνη Σολομώντος
- Λαϊκές αφηγήσεις
- Λεηλασία της Παροικιάς της Πάρου
- Λόγοι διδακτικοί του πατρός προς τον υιόν
- Λόγος παρηγορητικός περί Δυστυχίας και Ευτυχίας
- Μεγάλον θανατικόν από πανόκλα
- Ο Βίος του Αισώπου
- Ο Έπαινος των γυναικών
- Ο Κρητικός Πόλεμος
- Ο Οψαρολόγος
- Ο Χρονογράφος
- Παιδιόφραστος διήγησις των ζώων των τετραπόδων
- Παλαιά τε και Νέα Διαθήκη
- Πανουργίαι υψηλόταται του Μπερτόλδου
- Πανώρια
- Πένθος θανάτου, ζωής μάταιον και προς Θεόν επιστροφή
- Περί ηρώων, στρατηγών, φιλοσόφων, αγίων και άλλων ονομαστών ανθρώπων, οπού εβγήκασιν από το νησί της Κύπρου
- Περί της ξενιτείας
- Πόλεμος της Τρωάδος
- Πτωχοπρόδρομος
- Ριμάδα κόρης και νιου
- Ρίμες αγάπης (Κυπριακά ερωτικά)
- Σιντίπας
- Σπανέας
- Σπανός
- Στάθης
- Στεφανίτης και Ιχνηλάτης
- Στίχοι γραμματικού Μιχαήλ του Γλυκά ούς έγραψε καθ΄ ον κατεσχέθη καιρόν εκ προσαγγελίας χαιρεκάκου τινός
- Συναξάριον του τιμημένου γαδάρου
- Το κατά Καλλίμαχον και Χρυσορρόην ερωτικόν διήγημα
- Το Χρονικόν του Μορέως
- Φορτουνάτος
- Φυσιολόγος
- Χρονικό του Γαλαξειδιού
- Χρονικό του μοναστηριού του Αγίου Θεοδώρου Κυθήρων
- Χρονικό των Σερρών
- Χρονικόν