Ο Κρητικός Πόλεμος
Συγγραφέας: Μπουνιαλής Μαρίνος Τζάνε
Έμμετρο χρονικό του εικοσιπενταετούς πολέμου για την κατάληψη της Κρήτης από τους Οθωμανούς Τούρκους, το οποίο ολοκληρώθηκε στο διάστημα 1669-1677. Ο ποιητής, σε περίπου 12.000 στίχους, αφηγείται την κατάληψη των Χανιών και του Ρεθύμνου, της ιδιαίτερης πατρίδας του, αναφέρεται σε εχθροπραξίες στο Αιγαίο πέλαγος, και επικεντρώνεται στην εικοσαετή πολιορκία της πρωτεύουσας του νησιού, του Κάστρου, το οποίο προσωποποιείται και συμμετέχει στα δρώμενα με εκτενείς μονολόγους.
Στυλιανός Αλεξίου & Μάρθα Αποσκίτη (επιμ.), Μαρίνου Τζάνε Μπουνιαλή του Ρεθυμναίου, Ο Κρητικός Πόλεμος (1645-1669), Στιγμή, Αθήνα 1995.
Εισαγωγή
Ο Κρητικός Πόλεμος είναι το εκτενέστερο έργο της κρητικής λογοτεχνίας. Αποτελείται από περίπου 12.000 δεκαπεντασύλλαβους στίχους, με ζευγαρωτή ομοιοκαταληξία, και πρόκειται για ένα χρονικό της κατάκτησης της Κρήτης από τους Τούρκους, δηλαδή του εικοσιπενταετούς πολέμου που ξεκίνησε με την άλωση των Χανιών (1645), συνεχίστηκε με την κατάκτηση του υπόλοιπου νησιού και ολοκληρώθηκε με την παράδοση του Χάνδακα (σημερινό Ηράκλειο) μετά από πολιορκία είκοσι ενός ετών (1669). Πρόκειται δε για ένα από τα πέντε σωζόμενα κείμενα της ελληνικής γραμματείας που έχουν εμπνευστεί από τα γεγονότα του Κρητικού Πολέμου και είναι όλα έμμετρα.
O ποιητής αρχίζει την εξιστόρησή του από ένα επεισόδιο που έγινε μακριά από το νησί, αλλά στάθηκε η αφορμή για να κινηθεί ο τουρκικός στόλος προς τα Χανιά, και κατόπιν παρακολουθεί τα γεγονότα με τη χρονική τους σειρά, αφηγούμενος πρώτα την κατάληψη της δυτικής Κρήτης. Ξεχωριστή αναφορά κάνει στην άλωση της ιδιαίτερης πατρίδας του, του Ρεθύμνου, σε ένα τμήμα του έργου με αυτοτελή χαρακτήρα, που εικάζεται ότι γράφτηκε νωρίτερα από το υπόλοιπο έργο.
Η μεγάλη προσφορά του έργου αυτού του Μαρίνου Τζάνε Μπουνιαλή στα νεοελληνικά γράμματα μπορεί να συνοψιστεί στο συμπέρασμα του πιο πρόσφατου εκδότη του, Στυλιανού Αλεξίου, ότι «Η Κρητική Λογοτεχνία, με τον Τζάνε, περνά από τα γραμματολογικά είδη του θεάτρου και του ερωτικού μυθιστορήματος στο ρεαλιστικό είδος του πολεμικού χρονικού: μια τρομακτική πραγματικότητα καταξιώνεται με την ποίηση» (Αλεξίου 2008, 17). Πράγματι, το ρεαλιστικό στοιχείο του έργου αναδεικνύεται με τα ονόματα (τόπων, ανθρώπων, λαών), τους πολυποίκιλους στρατιωτικούς όρους (για καράβια, όπλα, στρατιωτικούς βαθμούς και αξιώματα) και κυρίως, βέβαια, στα αφηγούμενα γεγονότα: τόσο σε όσα συνέβησαν μέσα στην Κρήτη όσο και στα γεγονότα του πολέμου εκτός Κρήτης, π.χ., ναυμαχίες και άλλες εχθροπραξίες στα νησιά του Αιγαίου, αλλά και σε φυσικά φαινόμενα, όπως η έκρηξη του ηφαιστείου της Σαντορίνης τον Σεπτέμβριο του 1650, που δημιούργησε επικίνδυνο παλιρροϊκό κύμα το οποίο έφτασε ώς το λιμάνι του Χάνδακα.
Ωστόσο, δεν πρέπει να δοθεί η εντύπωση ότι πρόκειται για ένα στεγνό πολεμικό χρονικό, χωρίς λογοτεχνικές αξιώσεις. Ο ποιητής του μπορεί να μην φτάνει στο ύψος των μειζόνων Χορτάτση και Κορνάρου και συχνά η αφήγησή του να γίνεται κουραστική, αλλά έχει και πρωτότυπες εμπνεύσεις, με τις οποίες σπάει το μονοπώλιο του ρεαλιστικού στοιχείου που είδαμε παραπάνω: συναρπαστικές εικόνες όπως οι θαλασσογραφίες του, εκτενείς παρομοιώσεις του τύπου που συναντούμε στα ομηρικά έπη και στον Ερωτόκριτο, αλλά κυρίως οι προσωποποιήσεις των πόλεων του Ρεθύμνου και του Κάστρου-Χάνδακα, που η πρώτη διαλέγεται με το ποιητικό υποκείμενο και η δεύτερη εκφωνεί είκοσι μονολόγους συνολικής έκτασης χιλίων περίπου στίχων, είναι τα σημεία όπου ο ποιητής φανερώνει καλύτερα τις λογοτεχνικές του φιλοδοξίες και τις οφειλές του στο κρητικό θέατρο.
Ο Μαρίνος Τζάνε Μπουνιαλής έζησε περίπου στο διάστημα μεταξύ 1620 και 1685 και ανήκε σε οικογένεια βενετικής καταγωγής που ήταν ορθόδοξη ως προς το δόγμα. Πατρίδα του ήταν το Ρέθυμνο, στο οποίο επιφυλάσσει μέσα στο έργο του την ιδιαίτερη μεταχείριση που είδαμε, να το προσωποποιεί και να διαλέγεται μαζί του εκτενώς. Δεν φαίνεται (ίσως λόγω του νεαρού τότε της ηλικίας του) να στρατεύθηκε στη διάρκεια του Κρητικού Πολέμου – ήταν όμως αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων του Ρεθύμνου. Από εκεί μεταφέρθηκε μαζί με άλλους πρόσφυγες στην Κέρκυρα, όπου πρέπει να ζούσε μαζί με τον αδελφό του, γνωστό αγιογράφο Εμμανουήλ. Όταν ο Εμμανουήλ εγκαταστάθηκε στη Βενετία το 1655, τον ακολούθησε εκεί και ο Μαρίνος.
Η συγγραφή του έργου τοποθετείται ανάμεσα στα 1669/1670 και 1677 και ο ποιητής έχει βασιστεί σε διάφορες πηγές: για τα γεγονότα των Χανιών στο ομότιτλο χρονικό του κεφαλλονίτη ιερομόναχου Ακάκιου-Άνθιμου Διακρούση, για τα γεγονότα του Ρεθύμνου στην προσωπική του μαρτυρία και για την πολιορκία του Χάνδακα στις μαρτυρίες κατοίκων της πόλης, που ο Μπουνιαλής γνώρισε αργότερα ως πρόσφυγες στη Βενετία. Άλλωστε, ο Κρητικός Πόλεμος του Μπουνιαλή εκδόθηκε πρώτη φορά στην πόλη αυτή το 1681. Άλλα έργα του είναι ο Διάλογος Ψυχής και Νεκρού ή, όπως αλλιώς αναφέρεται στη βιβλιογραφία, Κατάνυξις Ωφέλιμος, ποίημα με έντονο μεταφυσικό χαρακτήρα (γνωστό στην Κρήτη ως Φυλλάδα της Ψυχής), του 1684, και η Φιλονικ(ε)ία Χάνδακος και Ρεθέμνου, στο οποίο προσωποποιεί τις ίδιες δύο πόλεις που προσωποποίησε και στον Κρητικό Πόλεμο, παρουσιάζοντάς τες να διαλέγονται ανταγωνιζόμενες για το ποια έχει προσφέρει στον κόσμο πιο ένδοξα τέκνα.
Ο Κρητικός Πόλεμος του Μπουνιαλή δεν είχε στη μεταγενέστερη λογοτεχνία την απήχηση που είχαν τα έργα του κρητικού θεάτρου και ο Ερωτόκριτος, παρόλο που γνώρισε και δεύτερη βενετική έκδοση το 1710. Ίσως μόνο στα Επτάνησα να μην είχε λησμονηθεί το έργο, καθώς υπάρχουν ενδείξεις ότι μπορεί να το γνώριζε ο Σολωμός (Αλεξίου & Αποσκίτη 1995, 113).
Αποσπάσματα
Η αρχή της διήγησης (145, 15 - 146, 9)
Μετά από μια αποστροφή στους αναγνώστες του, με τίτλο «Προς τους ανδρειοτάτους και θεοσεβεστάτους Χριστιανούς Μαρίνος ο Τζάνες ο Μπουνιαλής», και την αφιέρωση «Τω ευγενεστάτω και περιανεστάτω Κυρίω Κυρίω Μάρκω τω Καγιάννη», ο ποιητής αρχίζει το κύριο σώμα της αφήγησής του με τους στίχους που ακολουθούν. Δηλώνει ότι θα αρχίσει από την εξιστόρηση των γεγονότων στα Χανιά, αλλά θα δείξει και τί συνέβη στην πρωτεύουσα Χάνδακα και στο Ρέθυμνο. Πρώτα, όμως, θα αναφερθεί στο συμβάν που αποτέλεσε την αφορμή του πολέμου.
| ΑΡΧΗ Διὰ τὸν πόλεμον τῶ Χανιῶν Γράφω σας νὰ γροικήσετε, ἄρχοντες τιμημένοι, |
|
20 | τὸν πόλεμο καὶ τὴ σκλαβιά, ποὺ πάθαν οἱ καημένοι, τῆς Κρήτης ὅλο τὸ νησί, χῶρες, χωριὰ καὶ τόποι, ποὺ πέφτανε σὰν τὰ πουλιὰ μὲ βόλια οἱ ἀνθρῶποι. Κ’ ἔρχομαι ἀπὸ τὰ Χανιὰ τὸν πόλεμο ν’ ἀρχίσω καὶ νὰ τὰ πῶ καταλεπτῶς, στὸν κόσμο νὰ τ’ ἀφήσω, |
|
25
146 | νὰ τὰ διαβάζουνε συχνιὰ κι ὅλα νὰ τὰ θυμοῦνται, ποὺ τόσοι ἐχαθήκανε, νὰ κλαῖνε, νὰ θρηνοῦνται. Κι ἂν εἶναι κ’ ἐφτωχύνασι, κι ἄλλος πολλὰ πλουτίζει, ἔτσ’ ἀποφάσισε ὁ Θεὸς ἁπ’ ὅλους μᾶς ὁρίζει. Νὰ δείξω Χάντακα, Χανιά, Ρέθεμνος, νὰ κοιτάξει νὰ κλάψει ἀπὸ τὴν καρδιὰ κι ὅλος ν’ ἀναστενάξει· |
|
5 | νὰ χύσου δάκρυα ποταμὸ πὼς αἰχμαλωτιστῆκα ἀπὸ τὸ γένος τῶν Τουρκῶν καὶ καταρημαστῆκα. Λοιπὸν τώρα γροικήσετε τὸ τέλος πῶς ἐγίνη, πῶς ἐρημάστη τὸ νησὶ κ’ ἔτυχε σκλαβοσύνη· πῶς ἤτονε ἡ ἀφορμὴ ὁ Τοῦρκος ν’ ἀρματώσει |
|
10 | νά ’ρθει σ’ τσῆ Κρήτης τὸ νησὶ τὸν πόλεμο νὰ δώσει. |
|
- Χάρτης της βενετοκρατούμενης Κρήτης, χωρισμένης στις 4 διοικητικές περιφέρειες.
Πηγή: Wikimedia Commons - Χάρτης της Κρήτης (κάτω) και του πολιορκούμενου Χάνδακα (πάνω), 1680.
Πηγή: Wikimedia Commons - Άποψη της πόλης των Χανίων με τα ενετικά τείχη, έργο του Jakob von Sandrart από βιβλίο του που τυπώθηκε στη Νυρεμβέργη το 1686.
Πηγή: Travelogues, Ίδρυμα Αικατερίνης Λασκαρίδη - Τα Χανιά, σχέδιο από το περιηγητικό βιβλίο του Φλαμανδού Olfert Dapper, Amsterdam 1688.
Πηγή: Travelogues, Ίδρυμα Αικατερίνης Λασκαρίδη - Η σελίδα τίτλου της έκδοσης του Ξηρουχάκη (Τεργέστη 1908), η οποία περιέχει τα δύο ποιήματα, των Διακρούση και Μπουνιαλή, για τον Κρητικό Πόλεμο.
Πηγή: Κουζουλάδες (ιστολόγιο) - Μια μαλτέζικη γαλέρα, τύπος πλοίου που έπαιζε σημαντικό ρόλο στη μεσογειακή ναυσιπλοΐα του 17ου αιώνα.
Πηγή: Wikimedia Commons
- Απόσπασμα από το τηλεοπτικό ντοκιμαντέρ-αφιέρωμα στον Μεγάλο Κρητικό Πόλεμο, επιμέλεια-παρουσίαση: Σταύρος Μουντουφάρης, σκηνοθεσία: Δημήτρης Φραγκιαδουλάκης, παραγωγή & προβολή: Κρήτη TV.
Πηγή: YouTube - Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Η ανατίναξη του προμαχώνα του Αγίου Δημητρίου στα Χανιά (166, 17 - 168, 2)
Βρισκόμαστε στα τέλη Ιουλίου του 1645 και η πόλη των Χανιών ήδη πολιορκείται από τους Τούρκους από τις αρχές Ιουνίου. Για την ενίσχυση της άμυνας, έχει φτάσει βενετικό στράτευμα από την υπόλοιπη Κρήτη, καθώς και βενετικά πλοία από την Κέρκυρα, που όμως δεν τόλμησαν να πλησιάσουν την πόλη. Ο τούρκος πασάς έχει προτείνει στους πολιορκημένους να παραδοθούν, αλλά οι Βενετοί δήλωσαν ότι θα συνεχίσουν τον αγώνα. Στο απόσπασμα που ακολουθεί, οι Τούρκοι ανατινάσσουν με υπόνομο («μίνα») ένα τμήμα του προμαχώνα του Αγίου Δημητρίου και βομβαρδίζουν την πόλη από τη θάλασσα, αν και χωρίς αποτέλεσμα. Ο ποιητής δίνει έμφαση στις εικόνες θανάτου και προσωποποιεί τον Χάρο.
20 | Ἤτονε τσ’ εἰκοσιεφτὰ μηνὸς τοῦ Ἰουλίου, <ὁ>ποὺ γκρεμίσαν τὸ τειχιὸ τ’ Ἁγίου Δημητρίου. Ρωμαῖοι, Φράγκοι κι ἄρχοντες ἐστέκα ν’ ἀνιμένου τὸ τέλος πού ’χε νὰ γενεῖ, κ’ οἱ Τοῦρκοι ν’ ἀνεβαίνου. |
|
25 | Πλῆθος πολὺ ἐμπαίνασι μέσ’ ἀποὺ τὴ χαλάστρα, καὶ σαϊτιὲς καὶ λουμπαρδιὲς ἐπέφταν ὡσὰν τ’ ἄστρα. Ταμπόκια νὰ κτυπούσινε, νιάκαρα νὰ λαλοῦσι, τοὺς Τούρκους ν’ ἀναγκάζουνε ἀπάνω ν’ ἀνεβοῦσι. Ὢ ἥλιε λαμπρότατε, τώρα ἂς σκοτεινιαστοῦσι |
|
167
5 | οἱ λάμψες σου, νὰ μηδὲ δοῦ φόνους ποὺ θὰ γενοῦσι· καὶ, θάνατε σκληρότατε, φύγε κ’ ἐσύ, κρουβήσου καὶ μὴ φανεῖ στοὺς Χριστιανοὺς σήμερο ἡ μπόρεσή σου. Γύρου τριγύρου τῶν τειχιῶν ἤτονε μαζωμένοι οἱ Τοῦρκοι, ν’ ἀνεβαίνουνε ἦτον ἑτοιμασμένοι. Μὰ πάλι ἀπὸ τὸ πέλαγος τὰ κάτεργα ἐβροντοῦσα |
|
36
10 | λουμπάρδες, γιὰ νὰ φοβηθοῦ, μ’ ἄλλο δὲν ἐμποροῦσα, οὔτε κ’ ἐπηαίνανε σιμά, κανένα, νὰ βοηθήσει, γιατ’ ἤκρουγε τὸ ρεβελὶ κ’ ἤθελε τὸ βουλήσει. Μὰ τότες ἐφανήκανε ποιοί ’τον οἱ καβαλιέροι, Ρωμαῖοι ἄξοι τοῦ σπαθιοῦ, παπαδοκαλογέροι. |
|
15 | Καὶ μέσα γιὰ νὰ μπαίνουσι πασάδες ἀνεβαῖνα, κ’ οἱ Χριστιανοὶ ἀμολέρνασι μπάλες καὶ τοὺς ἐπαῖρνα. Βρύσες νὰ τρέχουν αἵματα ’πὸ μιὰ μεριὰ κι ἀπ’ ἄλλη, ’πὸ μέσα νὰ μαλώνουσι, <νὰ> μπαίνου ἀκόμη κι ἄλλοι, κ’ ἐκόφτασινε τοὺς φτωχοὺς Ρωμαίους εἰς τὲς στράτες |
|
21 | κ’ ἡ χώρα μπόμπες ἔριχνε ἀπ’ ὅλες της <τσὶ> μπάντες. Ἀπάνω κάτω ἔβλεπες ἄντρες ἀποθαμένους κ’ ἐκείτουνταν ἐδῶ κ’ ἐκεῖ, στὸν κάμπο ξαπλωμένους. Τὸ Χάρον ἐκοιτάζανε στὴ μέση νὰ πετᾶται, νὰ κόφτει Τούρκους καὶ Ρωμιούς, Φράγκους νὰ μὴ λυπᾶται· ψυχὲς νὰ βγάνει ἀπὸ κορμιά, αἷμα πολὺ νὰ χύνει, |
|
25 | κ’ ἡ ὄργητά του ἡ κακὴ ν’ ἅφτει σὰν τὸ καμίνι. Ἐπέτα μὲ διχῶς φτερὰ κ’ ἐκράτειε τὸ δρεπάνι, ἔξω καὶ μέσα νὰ κολᾶ, κακὸ πολὺ νὰ κάνει· ἀστάχια ἐθέριζε ξερὰ κι ἄλλα ξεσταχιασμένα, |
|
168 | κι ἄλλά ’κοφτε πλησότατα, μόνο ξεφυτρωμένα· τοῦτοί ’τον ἄντρες τοῦ σπαθιοῦ καὶ γέροντες ὁμάδι, νέοι, γυναῖκες καὶ παιδιὰ καὶ τσ’ ἔπαιρνε στὸν Ἅδη. |
|
- Άποψη του λιμανιού των Χανίων, από έκδοση του Jakob Peeters, Αμβέρσα 1686.
Πηγή: Travelogues, Ίδρυμα Αικατερίνης Λασκαρίδη - Τμήμα του προμαχώνα Lando ή Sciavio ή Αγίου Δημητρίου σήμερα.
Πηγή: Wikimapia - Τα Χανιά σε γκραβούρα του Marco Boschini, από έκδοση του 1651.
Πηγή: Wikimedia Commons
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Ο ποιητής διαλέγεται με την προσωποποιημένη πόλη του Ρεθύμνου (178, 1 - 181, 20)
Μετά την αφήγηση της πολιορκίας και της παράδοσης των Χανιών στους Τούρκους, στις 12 Αυγούστου του 1645, ο ποιητής συνεχίζει την εξιστόρησή του με τα γεγονότα του Ρεθύμνου, τα οποία θα εγκιβωτίσει σε έναν διάλογό του με μια γυναίκα: την προσωποποιημένη πατρίδα του. Το απόσπασμα που ακολουθεί είναι η αρχή αυτού του διαλόγου, όπου η Πατρίδα, δηλαδή το Ρέθυμνο, θρηνεί, παραπονιέται για την υποδούλωσή της και κάνει στον ποιητή ερωτήσεις για την τύχη των κατοίκων της. Στο τέλος, του ζητά να της αφηγηθεί τα γεγονότα του πολέμου και αυτός αρχίζει.
178/ | Διήγησις εἰς τὲς ἀρχὲς τοῦ Ρεθέμνου |
|
5 | Στὸ Ρέθεμνος ὅπού ’μουνε μοῦ φάνηκε πὼς εἶδα γυναίκα ὡσὰ νά ’τονε ἡ ἴδια μας πατρίδα καὶ τουφεκιὲς ἀσκόλαστες ἄκουα νὰ λαλοῦσι ἀπόξω οἱ Τοῦρκοι στὰ τειχιά, νὰ τηνὲ πολεμοῦσι· |
|
10 | καὶ λουμπαρδιὲς ἀπὸ μακρὰ στὸ κάστρο νὰ πετοῦσι, καὶ σκάλες γιὰ νὰ βάνουσιν ἀπάνω ν’ ἀνεβοῦσι. Κ’ ἐκείνη νὰ σκοτώνεται καὶ νὰ μοιρολογᾶται, κ’ εἰς τὰ παιδιὰ π’ ἀνάθρεψε γιὰ νὰ παραπονᾶται· κ’ ἔλεγε: «Νὰ βουλίζανε κ’ εἰς τ’ ἄκταφα νὰ πᾶσι |
|
15 | τὰ σπίτια, καὶ τὸ πέλαγος ἐμένα <νὰ> σκεπάσει. Ἀλλ’ ὤ, καὶ πῶς τὸ κάτεχε μέσα ἡ καρδιά μου μένα, πὼς θὲ νὰ μὲ ξεσκίσουσι λιοντάρια θυμωμένα. Ἔτσι ἀπ’ ἀρχῆς ἐγίνηκα, ὀγιὰ νὰ πολεμοῦμαι, καὶ νὰ μὲ παίρνουσι συχνά, πάντα, καὶ νὰ χαλοῦμαι. |
|
20 | Ποτέ μου δὲν τὸ λόγιαζα, οὐδὲ ποτὲ τὸ θάρρου νά ’μαι μὲ τόσους Χριστιανοὺς κ’ οἱ Τοῦρκοι νὰ μὲ πάρου! Ξανάστροφα μοῦ φαίνεται πὼς εἶναι γυρισμένος ὁ ὑψορόφος οὐρανὸς κ’ εἶναι σκοτεινιασμένος, ὁποὺ τὴ χώρα μου θωρῶ κ’ οἱ Χριστιανοὶ χαθῆκα |
|
25 | κ’ ἐμὲ εἰς πάθη ἀμέτρητα καὶ βάσανα μ’ ἀφῆκα». Κ’ ἐγὼ σὰν τὴν ἐγνώρισα (κλαίοντας τοῦ τα ἐλάλει), σιμώνω καὶ τὴν ἐρωτῶ, γιατί ’χε τόση ζάλη, καὶ ποιά ἀφορμὴ τὴν ἔκαμε περίσσα καὶ λυπᾶται καὶ κλαίει περαζόμενα βάσανα καὶ θυμᾶται. |
|
179/ 48
5 | «Μέρα καὶ νύκτα», λέγει μου, «ἔπρεπε νὰ χουγιάζω, στὰ σκοτεινὰ νὰ κρούβγομαι κι ὅλη ν’ ἀναστενάζω. Κι ὅσοι στὸ δίσκον», ἔλεγε, «τοῦ κόσμου προπατοῦσι, ὅλοι γιὰ μένα ἂς κλάψουσι κι ὅλοι ἂς μὲ λυπηθοῦσι, τὸ πῶς ἐκαταστάθηκα καὶ βάσανα μ’ εὑρῆκα· |
|
10 | γιαταῦτος ἡ βαριόμοιρη ἔχω καημὸ καὶ πρίκα. Ἐκεῖνοι ὁποὺ μ’ ἐκτίσασι μ’ ἔχου θεμελιωμένη πάντα σὲ τοῦτο νά ’ρχομαι καὶ νά ’μαι χαλασμένη. Ποιός νὰ μὴν κλάψει ἀκούοντας τὴ μάχη μου τὴν τόση καὶ πλήσιους ἀναστεναμοὺς γιὰ μένα νὰ μὴ δώσει;». |
|
15 | Γιαῦτος τὴν παρακάλεσα τὰ χείλη της νὰ ποῦσι πῶς στέκει μὲ τσ’ Ἀγαρηνοὺς ὁποὺ τηνὲ κρατοῦσι. Καὶ τὴν ἐξαναρώτησα ποιοί ’ναι στὴ συντροφιά τση, καὶ τάχα μένου Χριστιανοὶ στὰ σπίτια τὰ δικά τση; Κ’ εἶπε μου: «Ὅταν λάχομε μαζί, θὰ σοῦ μιλήσω |
|
20 | τοὺς πόνους μου τοὺς ἄμετρους, νὰ σὲ παρηγορήσω». Κ’ ἐσίμωσε στὸ πλάϊ μου κ’ ἐστάθη μετὰ μένα στὰ σπίτια τση τὰ θλιβερά, τὰ κατακρεμισμένα. Καὶ ταπεινὰ μοῦ σύντυχε: «Κοίταξε, τὸ παιδί μου· τούτή ’ναι», μοῦ ’πε, «τάχατες ἡ χώρα ἡ δική μου; |
|
25 | Γιατί μ’ ἀπαρνηθήκετε καὶ σκλάβα <τως> μ’ ἐπιάσα οἱ Τοῦρκοι, κι ἀνελύπητα βλέπεις καὶ μ’ ἐχαλάσα!». Μ’ ἔδωκε καὶ τὸ χέρι της κ’ ἐγὼ ἄρχισα νὰ κλαίγω καὶ πρὸς ἐκείνη νὰ μιλῶ καὶ ταπεινὰ νὰ λέγω: «Νά ’χα φτερὰ νὰ πέτουνα, νὰ φύγω ἀπ’ ὀμπρός σου, |
|
180/ 49
5 | νὰ μὴ θωρῶ, πατρίδα μου, τὸν πλήσιο χαλασμό σου». Κ’ εἶπε μου: «Γροίκα νὰ σοῦ πῶ τὰ πάθη μου ἡ καημένη· πολλὲς βολὲς μ’ ἐπήρασι κ’ ἔμεινα ρημασμένη». <ΠΟΙΗΤΗΣ> Ἴντα κατάρα σοῦ γροικῶ, δίχως καλὸ κανένα, πὼς πάντα σ’ ἐχαλούσανε κ’ ἔτσι σ’ ἐκαταστένα; < ΠΑΤΡΙΔΑ> Φοινίτσα εἰσὲ σφράγιση σοῦ ’λεγα κ’ εἶχα μόνο, κι ὅλοι τὴν ἐκοιτάζασι, γιαῦτος τὴ φανερώνω. Καὶ μοῦ ’δωκεν εἰσὲ καιροὺς νά ’χω καημὸ καὶ πόνο, |
|
10 | νὰ καίγομαι καὶ νὰ χαλῶ, νὰ ξανακαινουργιώνω. <ΠΟΙΗΤΗΣ> Πατρίδα μου, ἴντά ’παθες εἰς τὴ ζωή μου μένα, καὶ στέκομαι γιὰ λόγου σου, Ρέθεμνος, πικραμένα; <ΠΑΤΡΙΔΑ> «Ρέθεμνος μὴ μὲ κράζεις πλιό, μὰ κράζε λυπημένη χώρα μου τουρκοκίνητη καὶ φονοσκλαβωμένη». |
|
15 | Κ’ ἔκλαιγε κ’ ἐλυπάτονε γιὰ τοὺς Χστιανοὺς ποὺ χάσε, κ’ ἔλεγε πὼς θανατικὸ καὶ πόλεμος τὴν πιάσε. Κ’ ἐκείνους ὁποὺ στόλιζε καὶ μὲ τιμή ’χε θρέψει πρῶτοι τὴν ἀρνηθήκασι κ’ ἠθέλασι μισέψει, κ’ ἔφυγαν ἀπὸ λόγου τση κ’ ἐπιβουλιὰν ἐδεῖξα, |
|
20 | κι ἄκουσε κι ἀποθάνασι κ’ εἰς τὸ γιαλὸ τσ’ ἐρίξα. «Στὴ γῆ τὴν τετραπέρατην ἤμου μελετισμένη, γιατὶ μὲ πλήσιες ἀρετὲς ἤμουνα στολισμένη. Κι ἀπείτις ἐσκλαβώθηκα κ’ οἱ Τοῦρκοι μ’ ἐπατῆσα, σ’ ὅλο τὸν κόσμο βλάστησαν τὰ δέντρη μου κι ἀνθῆσα· |
|
25 | μὰ ’γὼ τιμὲς δὲ συντηρῶ γιατ’ εἶμαι χωρισμένη, καὶ δὲν κοιτάζω Χριστιανούς, σὰν ἤμου μαθημένη. Μὰ γροίκησέ μου νὰ σοῦ πῶ, μὲ θάρρος νὰ σοῦ δείξω· γιὰ τὰ παιδιὰ ποὺ ζούσινε θὰ σὲ ξαναρωτήξω». <ΠΟΙΗΤΗΣ> Ζοῦσι πολλοὶ κ’ εὑρίσκουνται σ’ τόπους ὅπού ’ναι χρεία, |
|
181/ 50
5 | καὶ μὲ τοὺς Τούρκους μάχουνται σὰν ἄγρια θηρία. Πλούσιοι, παπάδες καὶ φτωχοὶ εἶναι καλὰ καὶ ζοῦσι, κι ἂν τρῶσι κι ἂν εὐφραίνουνται, ἐσένα πιθυμοῦσι. <ΠΑΤΡΙΔΑ> Τάχα νὰ ζοῦν οἱ ἱερεῖς ὅλοι ποὺ μ’ ἀγαποῦσα, ἐκεῖνοι ποὺ μ’ ἐστόλιζαν κι ὅλοι ποὺ μ’ ἐτιμοῦσα; <ΠΟΙΗΤΗΣ> Στὴ Ζάκυνθο στέκουν πολλοὶ κι ὁλοῦθε προπατοῦσι, σ’ Κεφαλλονία καὶ Κορφούς, κι ὅλοι σ’ ἀναζητοῦσι. <ΠΑΤΡΙΔΑ> Γιὰ τὲς γυναῖκες σὲ ρωτῶ τὲς μυριοτιμημένες, |
|
10 | πῶς πᾶσι μὲ τσ’ Ἀγαρηνοὺς ὁπ’ εἶναι σκλαβωμένες; <ΠΟΙΗΤΗΣ> Ὕπανδρες, νέες, καλογρές, ὅλες ἐπῆγαν ἴσα, πολλὲς ἐσκλαβωθήκασι κι ἄλλες ἐμαγαρίσα· κι ἄξιες κ’ εὐγενικότατες καὶ ξακουστές σου κόρες δουλεύουσιν ἀνέγνωρες, σκλάβες σὲ ξένες χῶρες. |
|
15 | <ΠΑΤΡΙΔΑ> Καὶ τὰ παιδιὰ π’ ἀφήκασι οἱ μάνες κι ἀρνηθῆκα, τάχα τί νὰ τὰ κάμανε οἱ Τοῦρκοι σὰν τὰ βρῆκα; <ΠΟΙΗΤΗΣ> Ἤκουσα πὼς τὰ πιάσασι, σ’ τσ’ ἀγκάλες τως τὰ βάνα, κι ἀπὸ τὴν πείνα κλαίασι μιὰ νύκτα κι ἀποθάνα. <ΠΑΤΡΙΔΑ> Ὤφου, τ’ αὐτιά μου τί ἀγροικοῦν, ὤ λόγια πικραμένα, |
|
20 | καὶ γιάντα νὰ τ’ ἀφήσουνε ἐτότε μετὰ μένα; Ἂν εἶσαι ἀπὸ τὸ Ρέθεμνος, κι ἂν εἶμ’ ἐγὼ δική σου, τὴ μάχη μου καταλεπτῶς σήμερο μοῦ δηγήσου. <ΠΟΙΗΤΗΣ> Κι ὀγιὰ πολλὴ βεβαίωση πὼς σ’ ἀγαπῶ περίσσια, τὸν πόλεμο θὰ δηγηθῶ καὶ τὰ κακὰ τὰ πλήσια ὁποὺ στὴν Κρήτην ἤρθασι καὶ τὰ Χανιὰ παρθῆκα κ’ οἱ Ρεθεμνιῶτες μ’ ἄδικο θάνατο τελειωθῆκα. |
|
- Επιχρωματισμένος χάρτης της πόλης και της Φορτέτζας του Ρεθύμνου, από την έκδοση Cretae Regnum/Το Βασίλειον της Κρήτης του Francesco Basilicata, 1618.
Πηγή: Travelogues, Ίδρυμα Αικατερίνης Λασκαρίδη - Άποψη του λιμανιού του Ρεθύμνου, χαρακτικό του Jakob von Sandrart από έκδοση που τυπώθηκε στη Νυρεμβέργη το 1686.
Πηγή: Travelogues, Ίδρυμα Αικατερίνης Λασκαρίδη - Χάρτης της πόλης του Ρεθύμνου με το λιμάνι και τα περίχωρα, σχέδιο από το περιηγητικό βιβλίο του Φλαμανδού Olfert Dapper, Amsterdam 1688.
Πηγή: Travelogues, Ίδρυμα Αικατερίνης Λασκαρίδη - Η πόλη του Ρεθύμνου στις αρχές του 17ου αιώνα.
Πηγή: Wikimedia Commons
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Θρήνος του ποιητή και των κατοίκων του Ρεθύμνου (195, 7 - 197, 18)
Βρισκόμαστε στο φθινόπωρο του 1646 και η πολιορκία του Ρεθύμνου έχει ενταθεί. Η πόλη υποφέρει από τους βομβαρδισμούς και τις επιδημίες. Οι ευγενείς έχουν ζητήσει από τον βενετό στρατηγό Cornaro να επιτρέψει την απομάκρυνση των γυναικόπαιδων και των ηλικιωμένων, που θα οδηγηθούν στον Χάνδακα παίρνοντας μαζί τους ό,τι μπορούν να κουβαλήσουν. Στο απόσπασμα αυτό ο ποιητής θρηνεί για την εκκένωση της πόλης από τον άμαχο πληθυσμό και οι κάτοικοι που φεύγουν παρακαλούν τον Θεό να τους βοηθήσει, εγκωμιάζοντας την πόλη τους.
64
10 | Θρῆνος τῶν Ρεθεμνιώτων Τειχιὰ τῆς χώρας, πέσετε, κ’ οἱ ἀναστεναγμοί μας μίνα νὰ δώσου στὴν καρδιὰ νὰ σβήσουν τὴ ζωή μας. Κρήτης, ποτάμια κίνησε, κλαῖγε κ’ ἐσὺ καὶ θρήνου, πατρίδα κακοτύχιστη καὶ χώρα τοῦ Ρεθύμνου, |
|
15 | νὰ μᾶς πονέσουν τά ’μορφα ὄρη τὰ χιονισμένα, καὶ τὰ λαγκάδια καὶ δεντρὰ νὰ κλαῖσι μετὰ μένα. Κλάψε καὶ δάρσου, Ρέθεμνος, στὴν παραπόνεσή σου, πατρίδα, πὼς τὰ τέκνα σου μισεύγου νὰ σ’ ἀφήσου. Πρόβατα, βόες, κλαῖτε μας, κτήνη, θεριὰ τοῦ δάσου, |
|
20 | καὶ λυπηθῆτε με, πουλιὰ καὶ ψάρια τῆς θαλάσσου! Ποτάμια, ὅλα κλάψετε, λίμνες, ποτίσετέ μας, φαρμάκι, βρύσες, τρέχετε καὶ φαρμακώσετέ μας, π’ ἄρχισαν νὰ πὰ πηαίνουσι, μὰ οἱ ἄντρες θὰ σταλάρου· καὶ τότες μόνο κοίταζες θάνατο μονοτάρου, |
|
196
5 | πῶς ἀποχαιρετούντανε καὶ τα’ ἄντρες νὰ φιλοῦσι· καὶ πλιὰ δὲν τσὶ κοιτάζουσι, γιατὶ θὰ σκοτωθοῦσι. Ἐγροίκας ἀναστεναγμοὺς κ’ ἐβιάζουντα νὰ βροῦσι βάρκες, νὰ φύγουν οἱ φτωχὲς νὰ πὰ ξενιτευτοῦσι. Τώρα μισεύγου τὰ παιδιά, Ρέθεμνος, καὶ σ’ ἀφήνου, τὰ σπίτια μένουν εὔκαιρα κι ἄμε μέσα καὶ θρήνου. Λιγάκια ροῦχα στὰ σακκιὰ ἐβάνασι κ’ ἐκλαῖγα τόσα περίσσια ἀλύπητα καὶ μοιρολόγια λέγα: «Ἀνάθεμα στὴ μοίρα μας κι ἂς ἤθελε μᾶς θάψει |
|
65 10 | ἐδῶ, γὴ νά ’πεφτε φωτιὰ τώρα νὰ μασὲ κάψει. Τάχα, Θεέ μου, νὰ βρεθεῖ ποθὲς νερὸ νὰ πιοῦμε; Ρέθεμνος, τώρα φεύγομε καὶ πλιὰ δὲ σὲ θωροῦμε. Δός μας, Θεέ μου, ὑπομονή, Χριστὲ καὶ ποιητά μας, σ’ τόσο κακὸ ποὺ βλέπομε στὰ σπίτια τὰ δικά μας. |
|
15 | Ρέθεμνος, ποὺ κρατούσουνε ἄξιο καὶ τιμημένο, γιατ’ εἶχες εὔμορφο νερὸ κ’ ἤσουν καὶ στολισμένο μὲ δόξες καὶ μὲ ἀρετὲς καὶ μὲ πολλὴν ἀνδρεία, ἔθρεφες πάντα, Ρέθεμνος, ὅλα σου τὰ παιδία. Ὁ Χάντακας σ’ εἶχε κυρὰ <εἰς> τὴν πολλὴ σοφία |
|
20 | καὶ τ’ ὄνομά σου ἀκούετο μέσα στὴν Κυδωνία». Τοῦτα τὰ λόγια λέγασι καὶ τ’ ῾ὢχ ὀιμένα’ μόνο, κ’ ἐτρέχασι τὰ μάτια τως, μετρήσετε τὸν πόνο! Καὶ συντροφιὲς ἐσμίγασι κι ὅλο μοιρολογοῦντα, κ’ οἱ μπάλες ἐσφυρίζασι κ’ ἐκεῖνες ἐφοβοῦντα. |
|
25 | Οἱ ἄντρες τσὶ γυναῖκες τως ἐπαίρνασι κ’ ἐμπαῖνα σ’ τσὶ βάρκες, κ’ ἐναυλῶνα τσι καὶ μετ’ αὐτὲς ἐπηαῖνα. Στὰ περιγιάλια ἐκάθουνταν πολλὲς κ’ ἐκαρτεροῦσα τὲς βάρκες, νὰ σιμώσουσι καὶ τσὶ παρακαλοῦσα· σκοῦδα, τσεκίνια δίδασι κ’ ἐλέγαν: «Πάρετέ μας |
|
197
5 | σ’ τὲς βάρκες σας, κ’ εἰς τὰ Φρασκιὰ ἀμέτε, ρίξετέ μας». Κ’ ἐμπαίνασινε βιαστικὰ κ’ ἤτανε πρικαμένες, κίτρινες κι ἀνεγνώριστες ἦτον, κι ἀρρωστημένες. Κ’ οἱ ἄντρες τως, νὰ τὲς θωροῦν, στιὰν εἶχαν στὴν καρδιά τως, ζιμιὸ κ’ ἐκεῖνοι ἐπηαίνασι νά ’ναι στὴ συντροφιά τως. Μέσα σ’ τσὶ βάρκες ἤτονε κι ἄρχισαν νὰ μισεύγου κ’ ἔτρεμαν κ’ ἐμουγκούντανε κι ὅλες μαζὶ νὰ κλαίγου. Ὅλα τὰ πράματά τωνε ὁπού ’χαν ἀπομείνει |
|
66 10 | οἱ κατεργάροι ἐβγαίνασι κ’ ἐπαῖρναν τα, κ’ ἐκεῖνοι στὴ στράταν ἀρρωστούσανε κ’ ἔλεγαν νὰ τσὶ βγάνου στὴ γῆ καὶ στὴν ἀκρογιαλιά, κ’ ἔπειτ’ ἂς ἀποθάνου. Κ’ εἰς τὰ Φρασκιὰ τσ’ ἐπήγασι, βγαίνου, τὸν τόπο πιάσα, κ’ ἔπιασι πλήσιο τὸ νερὸ πολλότατοι κ’ ἐσκάσα· |
|
15 | κι ἄλλοι στὸ Κάστρο πήγασι, βάνου τσι σ’ τσ’ ἀρσανάδες, κι ἀγκαλιαστὰ ἀποθάνασι τέκνα μὲ τσὶ μανάδες. Γυμνοὶ ἤτονε καὶ ἄταφοι κ’ ἐκείτουντα στὸ δρόμο κ’ οἱ μύγες τσ’ ἐσκεπάζασιν ἀπὸ τὸν τόσο βρῶμο. Στὴν Κρήτη, ὁποὺ ἤτονε Χστιανοὶ, δὲν ηὗρα ἐλεημοσύνη, |
|
| ὄχι, μὰ τσὶ γογγύζασι μὲ πλήσια κακοσύνη. Σωπαίνω σ’ ὅ,τι ἐπάθασι κι ὣς ἐδεπὰ τ’ ἀφήνω, κι οὐδένα δὲν κακολογῶ οὐδὲ καὶ κατακρίνω. |
|
- Απόσπασμα από το τηλεοπτικό ντοκιμαντέρ-αφιέρωμα στον Μεγάλο Κρητικό Πόλεμο, επιμέλεια-παρουσίαση: Σταύρος Μουντουφάρης, σκηνοθεσία: Δημήτρης Φραγκιαδουλάκης, παραγωγή & προβολή: Κρήτη TV.
Πηγή: YouTube - Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Η αρχή της πολυετούς πολιορκίας του Κάστρου-Χάνδακα (231, 5 - 233, 10)
Αφού ολοκλήρωσε την αφήγηση της πολιορκίας και της παράδοσης του Ρεθύμνου (την οποία είχε εγκιβωτίσει σε έναν διάλογο με την προσωποποιημένη αυτή πόλη και πατρίδα του), ο ποιητής αρχίζει την εξιστόρηση της μεγάλης πολιορκίας του Κάστρου. Ξεκινά διαπιστώνοντας τη δυσκολία μιας τέτοιας αφήγησης και μιλά για τα βάσανα που αντιμετωπίζουν τώρα (δηλαδή μετά την τουρκική κατάκτηση) οι Κρητικοί, τόσο αυτοί που έμειναν στο νησί όσο και εκείνοι που έφυγαν πρόσφυγες και γυρίζουν στα ξένα.
5 | Ἀρχὴ τοῦ πολέμου τοῦ Κάστρου |
|
10 | Ποιά χέρα γρηγορότρεχη, μὲ δίχως νὰ σκοντάψει, νὰ δηγηθεῖ τὰ βάσανα τοῦ Χάντακος, νὰ γράψει, ἢ ποιῶν φρονίμων λογισμὸς ἢ ποιητὲς μεγάλοι, ἢ φιλοσόφων μάθησις, <ὀ>γιὰ ν’ ἀναθιβάλει μάχην εἴκοσι δυὸ χρονῶν καὶ τὲς ματοχυσίες, |
|
15 | τὸ χαλασμὸν ὁπού ’καμε μέσα στὲς ἐκκλησίες; Ὁπού ’τον τόσες ἐκκλησιὲς στὴν Κρήτη στολισμένες, στὲς χῶρες, κι ὄξω στὰ χωριά, ἔμορφα στορισμένες, κ’ ἐχάλασε κι ἀφάνισε καὶ πλιὸ δὲ λειτουργοῦνται, οὔτε παπάδες φαίνονται, οὔτε καὶ μελετοῦνται, |
|
20 | μὰ φόβον ἔχουν ἄμετρο, μὴν πᾶν νὰ τσ’ ἀφανίσου νὰ κάψουν τὰ κονίσματα κ’ ἐκείνους καταλύσου! Παιδιὰ κι ἂ θὰ βαφτίσουσι, τυχαίνει νὰ γραφτοῦσι, κι ἂ θέλου νὰ στεφανωθοῦ, κι ἂ λάχει νὰ θαφτοῦσι, θέλημα θέλου νά ’χουσι, ριάλια νὰ μετροῦσι, |
|
25 | νὰ κλίνουν τὰ κεφάλια τους, νὰ τοὺς παρακαλοῦσι. Κ’ οἱ Τοῦρκοι δίδου θέλημα, γὴ πάλι τοὺς γυρίζου, κι οὐδένα πράμα κάνουσι, οὐδὲ παιδιὰ βαφτίζου. Ὢ παιδωμὴ τῶ Χριστιανῶ, ζωὴ τυραννισμένη· ἦτον πολλὰ καλύτερα νά ’τον ἀποθαμένοι! |
|
232/ 104
5 | Νὰ φάσινε δὲν ἠμποροῦν, οὐδὲ μποροῦ νὰ πιοῦσι, καὶ τὰ μικρὰ παιδάκια τους διὰ παντὸς πεινοῦσι. Κρασὶ δὲν τοὺς ἀφήνουσι, ψωμὶ δὲ γεματίζου, ἂν εἶν’ καὶ τίποτ’ ἔχουσι χωσμένο, δὲν τὸ ρίζου. Ἂν κάμου πίταν οἱ φτωχές, χωστὰ θὲ νὰ τὴν ψήσου· |
|
10 | ἔχουσι φόβο, ὡσὰν ψηστεῖ, μήπως δὲν τὴ δειπνήσου. Ὅπου κι ἂν κάμουν ἐργατιές, καὶ [οἱ] Τοῦρκοι νὰ περνοῦσι, ψωμὶ δὲν τοὺς ἀφήνουσιν οὐδὲ κρασὶ νὰ πιοῦσι. Κι ἀντὶς χαράτσι, τὰ παιδιὰ παίρνουσι καὶ πουλοῦν τα, κι ἀλλοῦ ποθὲς δὲν ἔτυχεν, οὔτ’ ἐγινῆκαν τοῦτα. |
|
15 | Γιαταῦτος κ’ οἱ Χριστιανοὶ τοὺς στίχους σὰ διαβάσου, τῶν Κρητικῶν τὰ βάσανα τυχαίνει νὰ λογιάσου: ἕνα νησὶ περίφημο πῶς ἐκαταπατήθη, κ’ ἐσκοτωθῆκαν ἄμετροι καὶ πόσον αἷμα χύθη, ὁπού ’χεν ὅλο τὸ νησὶ χιλιάδες ἑξακόσες |
|
20 | ἀνθρώπους, κ’ ἐστολίζαν το μὲ τέχνες ἄξιες τόσες. Ποῦ τόσον αἷμα χύθηκε (κι ἀκόμη πλήσιο χύνου) ὡσὰν τῆς Κρήτης τὸ νησί, κι ὅλους οἱ Τοῦρκοι κρίνου; Πλιάτερα σὰν τοὺς Κρητικούς, τόσους καιρούς, ποιοί κάμα πόλεμο μὲ τσ’ Ἀγαρηνοὺς ποὺ σμίγασιν ἀντάμα; |
|
25 | Ἂν εἶχαν ἔλθει τακτικά, νὰ μπαίνει ἕνας μ’ ἕνα, ἐφαίνονταν τὰ δυνατὰ χέρια καὶ τ’ ἀνδρειωμένα. Εἰς ἕνα δέκα πέφτανε· πῶς ἤθελαν νὰ δείξου τὴ δύναμιν ὁπού ’χανε, ἔξω πολλοὶ νὰ σμίξου; Ἂν μαζωχτοῦν οἱ Κρητικοὶ ὅλοι, δὲν εἶναι, κρίνω, |
|
233/ 105
5 | δέκα χιλιάδες ζωντανοὶ ’ποὺ τὸν καιρὸν ἐκεῖνο, γιατὶ ἐσκοτωθήκανε, γιατὶ ἐσκλαβωθῆκα, στὲς χῶρες οἱ κακότυχοι ἐδιαμοιραστῆκα· κι ἂν σμίξου, δὲν γνωρίζουνται, μόνον ὁποὺ ρωτοῦσι: «Ἀπὸ ποιό τόπο, ξένε μου, εἶσαι;», μὰ δὲν μποροῦσι ἄλλο νὰ συντυχαίνουσι, μ’ «ἀπὸ τὴν Κρήτη», λέσι κι ὁ εἰς τὸ χέρι τ’ ἀλλουνοῦ πιάνουσινε καὶ κλαῖσι. Ἄλλοι εἶναι ἀπὸ τὸ Ρέθυμνος καὶ ἄλλοι ἀπὸ τὴν Κρήτη, |
|
10 | κι ἄλλοι εἶναι ἀπὸ τὰ Χανιά, ἀπὸ μεγάλο σπίτι, κι ἀρχόντισσες εὐγενικὲς εἰς διακονιὰ γυρίζου, κ’ οἱ δοῦλοι τους δὲν τοὺς θωροῦν, οὔτε τοὺς ἐγνωρίζου: τῆς Κρήτης τότε κλώσματα ἡ τύχη δίκαια φτιάνει, ἄλλους νὰ ρίχτει χαμηλὰ κι ἄλλους ψηλὰ νὰ βάνει! |
|
- Χάρτης που δείχνει το βεληνεκές των βολών από τους προμαχώνες του Παλαιοκάστρου και των τειχών του Ηρακλείου, από την έκδοση Cretae Regnum/Το Βασίλειον της Κρήτης του Francesco Basilicata, 1618.
Πηγή: Travelogues, Ίδρυμα Αικατερίνης Λασκαρίδη - Άποψη του Χάνδακα/Ηρακλείου, από το βιβλίο-χρονικό του ενετοτουρκικού πολέμου του Roger Palmer, Earl of Castlemaine, Φρανκφούρτη 1669.
Πηγή: Travelogues, Ίδρυμα Αικατερίνης Λασκαρίδη
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Ο πρώτος μονόλογος του πολιορκούμενου Κάστρου (299, 8 - 300, 24)
Μετά την κατάληψη του Ρεθύμνου, οι Τούρκοι συνεχίζουν να καταλαμβάνουν χωριά της κρητικής υπαίθρου, φτάνοντας μέχρι τις πόλεις Σητεία και Ιεράπετρα στην ανατολική Κρήτη. Κάτοικοι της Σητείας αλλά και χριστιανοί από τα περίχωρα του Χάνδακα έχουν καταφύγει στην πρωτεύουσα, όπου υπάρχει άφθονο νερό από πηγάδια και δεξαμενές (οι Τούρκοι εντωμεταξύ είχαν κόψει την παροχή νερού από την πηγή στο Καρυδάκι, έξω από την πόλη). Οι εχθροπραξίες έχουν αρχίσει και βλήματα από τα εχθρικά κανόνια φτάνουν καμιά φορά μέχρι το κέντρο της πόλης. Οι δύο αντίπαλοι οργανώνονται, φτιάχνοντας χαρακώματα και σκάβοντας υπονόμους (οι Τούρκοι) ή διαμορφώνοντας κατάλληλα χώρους των τειχών (οι Βενετοί). Μετά από μία υποχώρηση των Τούρκων και τη διάλυση ενός στρατοπέδου τους, ο Χάνδακας, προσωποποιημένος, θα εκφωνήσει τον πρώτο από τους είκοσι μονολόγους που θα πει μέχρι το τέλος του ποιήματος.
10 | Τὸ Κάστρο τσῆ Κρήτης «Χάντακας τώρα κράζομαι καὶ Κρήτης τιμημένη, γιατ’ εἶμαι ἀποὺ τσ’ Ἀγαρηνοὺς πλῆσα πολεμημένη, ὁποὺ μοῦ δῶκαν πόλεμο καὶ τὰ τειχιὰ μοῦ ρίξα |
|
15 | τοῦ Μαρτινέγκο, τοῦ Γεζοῦ, μὰ οἱ πόρτες δὲν ἀνοῖξα. Κι ἀπάνω ἀνεβήκασι γιὰ νὰ μὲ κυριέψου, κι ὅλη νὰ μὲ σκλαβώσουσι καὶ νὰ μηδὲ μισέψου· κι ἀδυνατὰ χουγιάζασι ὀγιὰ νὰ φοβηθοῦνε, νὰ μπούσινε στὰ κάτεργα γὴ νὰ παραδοθοῦνε, |
|
300
5 | κι ὅλους νὰ τοὺς φονεύσουσι, ἔτσι λογιάζαν τότες, νὰ μασὲ καταλύσουνε σὰν καὶ τοὺς Ρεθεμνιῶτες. Μὰ οἱ στρατηγοί μου ἐτρέξανε καὶ κάτω τοὺς κρεμίσα μὲ πόλεμον ἀμέτρητο, κ’ αἷμα πολὺν ἐχύσα. Μ’ ἀπείτις μοῦ μακρύνανε, θὰ κτίσω τὰ τειχιά μου, κ’ εἰς Δύση κ’ εἰς Ἀνατολὴ θὲ ν’ ἀκουστεῖ ἡ χαρά μου. Στῶ σολνταδῶ μου τὴν καρδιὰ τόσα περίσσα ἐμπαίνει χαρά, καὶ πλιὰ παρὰ ποτὲ εἶναι ἀναγαλλιασμένοι. Κάτεργα δὲ συγχαίρεστε εἰς τὴ χαρά μου ἐμένα, |
|
175 10 | καὶ λουμπαρδιὲς νὰ ρίξετε περίσσες ἕνα ἕνα, στὴ λύτρωση τῶν Χριστιανῶν, τὴ σημερνὴν ἡμέρα; Καὶ φαίνεταί μου σ’ τσ’ ὀρανοὺς πετῶ κ’ εἰς τὸν ἀέρα. Χαίρεστε, ἄρχοντες, φτωχοί, γυναῖκες μου χαρῆτε, χαίρεστε τσ’ ἀναγάλλιασες ὁποὺ σ’ ἐμὲ θωρεῖτε. |
|
15 | Τὴν τόσην ἄμετρη χαρά, κρίνω, δὲν ἔχου ἐκεῖνοι, σκλάβος ἀποὺ τὴν Μπαρμπαριὰ λεύτερος ν’ ἀπομείνει, οὔτε τὸ ψάρι στὸ γιαλὸ τόση χαρὰ μεγάλη δὲ γνώθει, μήτε τὸ πουλὶ σὲ μιὰ μερὰ κ’ εἰς ἄλλη δὲν πέτεται μὲ πλιάτερη χαρὰ οὔτε καλοσύνη, |
|
20 | ὅταν θωρεῖ τὸν κυνηγὸ πὼς θέλει ἀπομακρύνει· μήτε κ’ οἱ ναῦτες, ὅταν δοῦ τοὺς κλέφτες τῆς θαλάσσου πὼς δὲ μπορὰ τοὺς φτάξουσι, πὼς δὲ μπορὰ τοὺς πιάσου. Ὅταν ’πολύκουν τὸ ἀρνί, σὰ φύγει, γὴ πουλάκι ὅταν γλυτώσει ἀπὸ κακὸ κι ἀδυνατὸ γεράκι, |
|
| μηδ’ ἕνας ὁποὺ πνίγεται κι ἄλλος τονὲ γλυτώσει ἐκ τὸ θυμὸ τῆς θάλασσας, χαρὰ δὲν παίρνει τόση σὰν τούτη τὴν ἀμέτρητη λύτρωση τὴ δική μου καὶ τὴν ἀμέτρητη χαρὰν ὁπού ’ρθε στὸ κορμί μου. |
|
- Το Μεγάλο Κάστρο του Χάνδακα με το Φρούριο Ρόκα αλ Μάρε ή Κουλές, από το βιβλίο-χρονικό του ενετοτουρκικού πολέμου του Roger Palmer, Earl of Castlemaine, Φρανκφούρτη 1669.
Πηγή: Travelogues, Ίδρυμα Αικατερίνης Λασκαρίδη
- Απόσπασμα από το τηλεοπτικό ντοκιμαντέρ-αφιέρωμα στον Μεγάλο Κρητικό Πόλεμο, επιμέλεια-παρουσίαση: Σταύρος Μουντουφάρης, σκηνοθεσία: Δημήτρης Φραγκιαδουλάκης, παραγωγή & προβολή: Κρήτη TV.
Πηγή: YouTube - Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Δέκα χρόνια μετά την έναρξη του πολέμου (354, 9 - 355, 23)
Όταν η προσωποποιημένη πόλη του Χάνδακα εκφωνεί τον τρίτο της μονόλογο, βρισκόμαστε στα 1655, δέκα χρόνια μετά την έναρξη του πολέμου. Πλήθος γεγονότων έχουν συμβεί εντωμεταξύ, από τον πρώτο μονόλογο, του 1648, που είδαμε στο απόσπασμα 6 («Ο πρώτος μονόλογος του πολιορκούμενου Κάστρου»). Ο ποιητής δεν εστίασε μόνο στις εχθροπραξίες στο Κάστρο-Χάνδακα και την υπόλοιπη Κρήτη, αλλά και στη δράση του βενετικού στόλου στο Αιγαίο όλα αυτά τα χρόνια. Μάλιστα, στάθηκε και σ’ ένα εντυπωσιακό φυσικό γεγονός: την έκρηξη του ηφαιστείου της Σαντορίνης τον Σεπτέμβριο του 1650, όταν το παλιρροϊκό κύμα που δημιουργήθηκε έφτασε μέχρι το λιμάνι του Χάνδακα. Η πόλη τώρα καυχάται που, παρά τις δυσκολίες, έχει αντέξει τόσα χρόνια.
10 | Το Κάστρο λέει «Ὣς δέκα χρόνοι πάσινε ποὺ μ’ ἔχου σφαλισμένη, κι ὁλημερνὶς μὲ πολεμοῦ Τοῦρκοι καταραμένοι. |
|
15 | Μιὰ μάχη δὲν ἀκούστηκε ὡσὰν τὴν ἐδική μου καὶ πόσες πλῆσες λουμπαρδιὲς ἐπῆρε τὸ κορμί μου! Γιατὶ σὲ μόσχο μ’ ἔχουνε ἀπάνω καθισμένη κι ὁ Ἅγιος Μάρκος μὲ κρατεῖ κ’ ἔχει με ἀγκαλιασμένη· καὶ βρίσκεται στὲς πόρτες μου καὶ βλέπει τὴν αὐλή μου, |
|
20 | νὰ μηδέν ἔμπουν οἱ ἐχθροὶ νὰ πάρου τὴν τιμή μου. Κι ὁλημερνὶς μὲ πολεμοῦ κι ὁληνυκτὶς μὲ δέρνου, μὰ οἱ ἄρχοντες τῆς Βενετιᾶς ἔρχουνται καὶ μὲ γιαίνου. Καλὰ κι ἂν θ’ ἀποθαίνουσι, πάσινε τιμημένα, καὶ χύνουσι τὸ αἷμα τως γιὰ ὄνομά μου ἐμένα. |
|
25 | Κόφτεται ἡ πέτρα μὲ σκοινί, τὸ σίδερο σηπιέται, καὶ χαρακώνει τὸ νερό, κι ἄνθρωπος καταλυέται· ζῶα, πουλιὰ σκοτώνουνται, τὰ ψάρια κυνηγοῦσι, λιοντάρια κι ἄγρια θεριὰ μὲ τέχνες τὰ νικοῦσι. Μά, τέχνες, τί νὰ δηγηθῶ σ’ ὅ,τί ’χει τὸ κορμί μου, |
|
355
5 | σ’ ὅ,τί ’χουν οἱ σολντάδοι μου, ἀκόμη κ’ οἱ ἐχθροί μου; Τὰ δέντρη ξεριζώνουσι, τοὺς τόπους μου πουλοῦσι, κ’ οἱ Τοῦρκοι στὰ περβόλια μου μένου καὶ κατοικοῦσι· καὶ τὴ μεγάλη τως χαρὰ ὁπού ’χουσι παρμένα, πὼς τῶν ἀρχόντων τὰ χωριὰ ἔχουσι κερδεμένα! Τὴ θάλασσα πολλὲς βολὲς ἄνεμος τὴν ταράσσει μὲ βρουχισμούς, μὲ κύματα, κ’ εἰς ὥρα λίγη ἀλλάσσει· |
|
227
10 | κ’ ἐγὼ ’χω πλῆσες λουμπαρδιές, καθημερνὸ πολέμους, βροχὴ τσὶ μπάλες, σαϊτιὲς καὶ θάνατο τσ’ ἀνέμους. Καὶ ἡ φωτιὰ εἰσὲ καιρούς, σὲ τόπους, νὰ κεντήσει, ν’ ἅφτει, νὰ καίει, καὶ νερὸ λίγο νὰ τηνὲ σβήσει· μὰ μιὰ φωτιὰ στοῦ λόγου μου ἔχω καὶ τριγυρίζει, |
|
15 | καὶ τῶν Τουρκῶν τοὺς λογισμοὺς τινὰς δὲν τοὺς γυρίζει. Κι ἀέρας μὲ τὰ νέφαλα ἀστράφτου καὶ βροντοῦσι, μὰ τὴ βροχὴ σὰ ρίξουνε, λυούσινε καὶ σκορποῦσι· κ’ οἱ Χριστιανοὶ ἀνάπαυση δὲν ἔχου νύκτα μέρα, γιατί κρατοῦσι τ’ ἄρματα ἀδυνατὰ στὴ χέρα. |
|
20 | Τὸν ἄνθρωπο καμιὰ φορά, κόσμε, τονὲ μπερδένεις στὰ βρόχια σου, καὶ μὲ σπαθὶ δίστομο τονὲ δέρνεις· στὸ ἴδιο τοῦτο βρίσκουνται, στὰ βάσανα κοιμοῦνται, στοῦ λόγου σου τσὶ μπέρδεσες πλήσια, καὶ πολεμοῦνται· καὶ δίδεις του πολλὲς τιμὲς καὶ βασιλιὸ τὸν κάνεις, |
|
| μὰ παίρνεις τὸ χαράτσι σου πλήσιο καὶ δὲν τὸ χάνεις. Καὶ τώρα γιάντα ἐβάλθηκες νέα νὰ μοῦ χαρίσεις, καὶ νὰ μοῦ δώσεις παιδωμὲς καὶ νὰ μὲ βασανίσεις; ». |
|
- Χάρτης του Ηρακλείου/Χάνδακα και αλληγορική παράσταση με τη Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Βενετίας και την οθωμανική αυτοκρατορία ως πολεμιστές, από το βιβλίο-χρονικό του ενετοτουρκικού πολέμου του Roger Palmer, Earl of Castlemaine, Φρανκφούρτη 1669.
Πηγή: Travelogues, Ίδρυμα Αικατερίνης Λασκαρίδη
- Απόσπασμα από το τηλεοπτικό ντοκιμαντέρ-αφιέρωμα στον Μεγάλο Κρητικό Πόλεμο, επιμέλεια-παρουσίαση: Σταύρος Μουντουφάρης, σκηνοθεσία: Δημήτρης Φραγκιαδουλάκης, παραγωγή & προβολή: Κρήτη TV.
Πηγή: YouTube - Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Το Κάστρο θρηνεί και παραπονιέται στην τύχη του (432, 1 - 433, 8)
Στα 1660 πια η κατάσταση για την πρωτεύουσα της Κρήτης έχει δυσκολέψει. Οι εχθροπραξίες, την τελευταία πενταετία, συνεχίζονται σε όλο το Αιγαίο (Σκύρο, Μονεμβασία, Τένεδο, Λήμνο, μέχρι τα Δαρδανέλλια). Στο τέλος Αυγούστου του 1660, στον πολιορκούμενο Χάνδακα είχε έρθει και γαλλική βοήθεια. Ωστόσο, όσοι Γάλλοι κατάφεραν να επιζήσουν, από τις μάχες και τη δυσεντερία, επέστρεψαν στην πατρίδα τους. Η πόλη δεν έχει την αισιοδοξία (ακόμη και έπαρση) των πρώτων μονολόγων και θρηνεί για την κακή της τύχη.
432
5 | Τὸ Μεγάλο Κάστρο «Ὢ οὐρανέ, πῶς δύνεσαι τὸν κόσμο νὰ κοιτάζεις σὲ τόσα πλήσια βάσανα, καὶ δὲν ἀναστενάζεις, ὁπού ’ρχονται καθημερνὸ καὶ βρίσκουσιν ἐμένα; Τάχατες ἀποὺ τὸ Θεὸ εἶναι ἀποφασισμένα, νὰ σκύψω μὲ τὴν κεφαλή, γιὰ νὰ τοῦ φκαριστήσω, |
|
10 | κι ἂν ἔλθου κι ἄλλα βάσανα, νὰ μὴν ἀδημονήσω; Ζημιὲς ἀκόμη τρέχουνε στοὺς Χριστιανοὺς ἀπάνω, καὶ τώρα σὲ κοντολογιὰ τοῦτα τὰ λόγια βάνω, πὼς Ἀλμερίγος ἔλεγε πὼς ἔχει νὰ νικήσει κ’ ἐβγήκανε προθυμεροὶ τὸν Τοῦρκο νὰ κτυπήσει, |
|
301
15 | ἀμὴ γιὰ περηφάνεια ἐγύρισε κ’ ἐχάθη κ’ ἐπέσαν οἱ ὀλπίδες του στ’ ὠκεανοῦ τὰ βάθη. Τώρα γνωρίζω, βέβαια ξάφτου τὰ κρίματά μου, κι ὅλα μὲ πολεμούσινε καὶ κόφτουν τὰ παιδιά μου· ὁποὺ σὲ λίγο ἔστεκε νὰ μπεῖ καὶ νὰ νικήσει, |
|
20 | νὰ φύγει κ’ εἰς τ’ Ἀγαρηνοῦ τὰ χέρια νὰ τσ’ ἀφήσει. Μ’ ἂν πάψουνε τὰ κρίματα, θωρῶ τὴ λευτεριά μου, μ’ ἂν εἶναι καὶ πληθύνουνε, θὰ ρίξου τὰ τειχιά μου νὰ μπούσινε στὴ χώρα μου σκάφτοντας, νὰ μὲ πιάσου, κ’ ἐκεῖνοι ὁποὺ μὲ βλέπουνε θέλουσι νὰ μὲ χάσου. |
|
25 | Ὣς πότε, τύχη ἄπονη, ἐμένα νὰ γυρεύγεις καὶ νὰ μοῦ δίδεις χαλασμοὺς κι ὅλο νὰ μὲ παιδεύγεις; Ὣς πότε, τύχη, βούλεσαι, ὣς πότε, τύχη νά ’χεις νὰ δίδεις τέλος τουτηνῆς τσ’ ἀσβολωμένης μάχης; Νὰ βλέπουνε τὰ μάτια μου νά ’ναι ἀνακατωμένα |
|
433
5 | τὰ δυὸ φουσάτα νὰ κολοῦ, εὑρίσκουνται κλαημένα. Εἰς τοὺς Φραντσέζους ὣς ἐπὰ ἔστεκεν ἡ χαρά μου νά ’λθου νὰ πολεμήσουνε ὀγιὰ βοήθειά μου. Ὢ κακομοίρα μου καρδιά, ἴντα φωτιὰ σ’ ἐπιάσε καὶ δὲ μπορεῖς νὰ γιατρευτεῖς, μὰ ὁλημερνὶς χαλᾶσαι; Μὲ τόση μάνητα Τουρκῶν, τόσο λαὸ νὰ βάλει, |
|
| νὰ τύχουνε στὰ χέρια τως, νὰ φύγουν οἱ μεγάλοι! Γιατί μὲ δίχως μέτρηση, ὁπού ’πρεπε νὰ γνώσει, ἐπῆγε τοὺς σολντάδους του τοῦ Τοῦρκο νὰ τοὺς δώσει;». |
|
- Άποψη του κάστρου του Χάνδακα, σχέδιο από το περιηγητικό βιβλίο του Φλαμανδού Olfert Dapper, Amsterdam 1688.
Πηγή: Travelogues, Ίδρυμα Αικατερίνης Λασκαρίδη - Peter Casteleyn, Μάχη των Δαρδανελλίων (1656), 1657. Στα Δαρδανέλλια δόθηκε μία από τις σημαντικότερες μάχες στο πλαίσιο των εχθροπραξιών στο Αιγαίο, που είχαν ως αποτέλεσμα να σφίξει ακόμα περισσότερο ο κλοιός στον πολιορκούμενο Χάνδακα, γεγονός που περιγράφεται στο απόσπασμα αυτό.
Πηγή: Wikimedia Commons - Χάρτης της Κρήτης με το λιοντάρι του Αγίου Μάρκου της Βενετίας, γκραβούρα του Marco Boschini, 1651.
Πηγή: Wikimedia Commons
- Απόσπασμα από το τηλεοπτικό ντοκιμαντέρ-αφιέρωμα στον Μεγάλο Κρητικό Πόλεμο, επιμέλεια-παρουσίαση: Σταύρος Μουντουφάρης, σκηνοθεσία: Δημήτρης Φραγκιαδουλάκης, παραγωγή & προβολή: Κρήτη TV.
Πηγή: YouTubeΑπόσπασμα από το τηλεοπτικό ντοκιμαντέρ-αφιέρωμα στον Μεγάλο Κρητικό Πόλεμο, επιμέλεια-παρουσίαση: Σταύρος Μουντουφάρης, σκηνοθεσία: Δημήτρης Φραγκιαδουλάκης, παραγωγή & προβολή: Κρήτη TV.
Πηγή: YouTube - Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Η άφιξη του μαρκήσιου de Ville με στόλο και στρατιώτες (447, 26 - 448, 28)
Ενώ η πολιορκία του Χάνδακα κοντεύει πια τα είκοσι χρόνια, φτάνει στην Κρήτη, τον Μάρτιο του 1667, με στόλο από φλαμανδικά, αγγλικά και γαλλικά πλοία ο μαρκήσιος de Ville μαζί με τον γερμανό μηχανικό Werdmüller, σε βοήθεια της άμυνας του νησιού. Όταν φτάνουν στη Σούδα, η κακοκαιρία καθυστερεί την είσοδο του στόλου στον κόλπο, ενώ χιονίζει πυκνά. Εντωμεταξύ, είχε συμβεί ένα πρωτοφανές γεγονός κανιβαλισμού στο Κάστρο, που το αφηγήθηκε ο ποιητής σε προηγούμενους στίχους: μισθοφόροι από τη Σαβοΐα σκότωσαν Τούρκους τους οποίους μαγείρεψαν και έφαγαν.
25 | Ὅταν ἐπῆγε ὁ μαρκέζες Βίλας Ὅλ’ ἡ ἀρμάδα κίνησε μὲ τὸ μαρκέζε Βίλα, |
|
448
5 | κ’ ἔσερνε μετὰ λόγου του Τεντέσκον Βερτεμίλα, στὴ Σούδα γιὰ νὰ πάσινε, κι ἀπεὶς ἐσηκωθῆκα, ἀνέμοι ἐφυσήξανε κ’ ἤλεγαν κ’ ἐχαθῆκα. Καὶ παρευθὺς ἡ θάλασσα τὴν πρώτη καλοσύνη καὶ τὴν πολλὴν ἀνάπαψη σὲ μιὰ μεριὰν ἀφήνει. Κι ἂν εἴδετε κιαμιὰ φορὰ στὴ μανισμένη μάχη |
|
10 | πὼς φίλοι δὲν γνωρίζουνται, μὰ σφάζετ’ ὅποιος λάχει, τέτοιας λογῆς κ’ ἡ θάλασσα εἰς τὴ φορὰν ἐκείνη ἤχασε πάσα διάκριση καὶ πάσα καλοσύνη. Ἀφέντη δὲν ἐγνώριζεν, οὔτε κανέναν ἄλλο, μὰ φούσκωνε μὲ μανισμὸ τόσο πολλὰ μεγάλο, |
|
15 | ὁπού ’κανε τὰ κύματα ὡσὰν βουνιά, κι ἀφρίζα, κι ὧρες ἐκοκκινίζανε κι ὧρες ἀπομαυρίζα. Οἱ οὐρανοὶ ἐθολώθησαν κ’ ἡ θάλασσα βρουχᾶτο καὶ τὴν ἀρμάδα ἤθελε νὰ ρίξει ἄνω κάτω. Ἄστραφτεν ἡ ἀνατολὴ κ’ ἡ δύσις ἐμουγκᾶτο |
|
316
20 | κ’ ἐδιπλοσφύριζε ὁ βορράς, κι ὁ νότος ἀπονᾶτο. Ὅλα τὰ κάλλη τ’ οὐρανοῦ πάραυτας ἐχαθῆκα καὶ μὲ μαγνιὰ σοῦ φαίνετο μαύρη κ’ ἐσκεπαστῆκα· τὰ νέφη τρέχαν σὰν θεριά, μαῦρα, σκοτεινιασμένα, κ’ οἱ θάλασσες στὰ κάτεργα πληθαίνοντας ἐμπαῖνα. |
|
25 | Κ’ ἐκινδυνεύσανε πολλά, κ’ ἐστάθη νὰ πνιγοῦσι, στὴ Σούδα δὲν ἐμπόρεσαν ἐτότες γιὰ νὰ μποῦσι. Μ’ ἀπείτις ἐγαλήνευσε κι ὁ ἄνεμος μερώνει στὴ Σούδα νὰ γυρίσουνε, ἔριξε πολὺ χιόνι, τόσο περίσσο, πού ’φραξε τὲς στράτες καὶ γεμώνου, |
|
| κ’ εἰς τὴν Κολάτα πάσινε, γιὰ νὰ τοὺς ξεφορτώνου. Καὶ βγάνουσινε τὸ λαὸ καὶ τοὺς σολντάδους πᾶσι σὲ τέτοιο κρύος καὶ χιονιὰ κ’ ἐστάθη νὰ τοὺς χάσει. |
|
- Jan Peeters ο Πρεσβύτερος, Οθωμανικές δυνάμεις επιτίθενται σε ένα νησιωτικό φρούριο, πιθανότατα τη Γραμβούσα, κατά την πολιορκία του Χάνδακα, 1667, λάδι σε καμβά.
Πηγή: Wikimedia Commons - Lambert van de Bos, Ναυμαχία κατά τη διάρκεια της πολιορκίας του Χάνδακα, 1675, Βιβλιοθήκη Παλατιού Ειρήνης, Χάγη, Ολλανδία.
Πηγή: Wikimedia Commons
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Η πόλη θρηνεί και προσεύχεται, έναν χρόνο πριν από την πτώση της (496, 9 - 499, 10)
Η κατάσταση της πολιορκίας έχει δυσκολέψει πολύ. Την αρχηγία στην ξηρά έχει ο προβλεπτής Caterin Cornaro, ενώ στη θάλασσα ο Francesco Morosini. Ο στρατιωτικός Barozzi, που ακούει τη συζήτηση του Μοροζίνι με άλλον αξιωματούχο για τα αδύναμα σημεία της άμυνας, μεταφέρει αυτήν την πληροφορία στον τούρκο βεζίρη. Είναι ο «σκύλος ο προδότης» των δημοτικών τραγουδιών για την άλωση του Χάνδακα. Μέσα στην πόλη δεν υπάρχει σπίτι ή ναός που να μην έχει χτυπηθεί από τα τουρκικά κανόνια. Στην άμυνα βοηθούν τα πληρώματα του στόλου, ακόμη και πολλές γυναίκες. Έτσι, το 1668, που η πόλη εκφωνεί τον γεμάτο λογοτεχνικές αρετές μονόλογο αυτού του αποσπάσματος, το τέλος φαίνεται πια να πλησιάζει.
10 | Τὸ Κάστρο λέει «Ποιές βρύσες μὲ κρυὰ νερά, ποιοί κάμποι μὲ χορτάρια, ποιά δάση πυκνοφύτευτα, ποιά ζῶα ἢ λιοντάρια, |
|
15 | ν’ ἀκούσουνε τὰ βάσανα ὁπού ’χω παθωμένα, νὰ μὴν ἀναστενάξουνε καὶ νὰ θλιβοῦ γιὰ μένα, ὁπού ’ρθε σ’ τσ’ ἑξηνταοκτὼ κοντὰ κ’ ἐσίμωσέ μου σὲ δυὸ μερὲς τσῆ χώρας μου καὶ κατακρέμνισέ μου τὰ τείχη μου τὰ δυνατὰ καὶ βρίσκομαι ἀνοιμένη, |
|
20 | μὰ ἔχει ντήρηση πολλὴ καὶ μέσα δὲν ἐμπαίνει! Ἔμπα στὴ χώρα μου λοιπόν, ἔμπα καὶ μὴ ντηρᾶσαι, ἔμπα καὶ τοὺς σολντάδους μου τοὺς πλήσους μὴ φοβᾶσαι· ἄπονε, δίχως λύπηση βιζίρη, δὲ γνωρίζεις ἄδικα νὰ μὲ πολεμᾶς κι ὅλη νὰ μ’ ἀφανίζεις; |
|
25 | Καὶ δὲν ἐβαρεθήκετε χάμαι νὰ κατοικᾶτε, στὰ χώματα νὰ κείτεστε, γιὰ νὰ μὲ πολεμᾶτε; Πληγὲς βαστῶ στοῦ λόγου μου πολλὲς μὲ τὴν πικρότη κι ὀφέτος μοῦ ξανάρθανε πλιάτερα ἀπὸ τὴν πρώτη σὲ βόλια π’ ἀμολέρνουσι μεγάλα, ὀγδοήντα |
|
497 361
5 | σὲ κάθα ὥρα κ’ ἔρχουντα καὶ τὴν πολλὴ σαΐτα. Βροχὴ τὲς πέτρες ρίχνει μου, τσὶ μπάλες σὰ χαλάζι, ἀστροπελέκια λουμπαρδιὲς καὶ νὰ μηδὲ σκολάζει. Ἀφάνισέ μου τσ’ ἐκκλησιές, τοὺς πύργους εἶχε ρίξει κι ὡσὰν σιφούνι ἔτρεχε νὰ μὲ καταρουφήξει. Τοὺς ἄρχοντες ἐσκότωσε καὶ φόβον εἶχαν πάρει, |
|
10 | καὶ τοὺς σολντάδους τοὺς καλοὺς ὁπού ’χανε τὴ χάρη. Ἄνθρωπος δὲν ἐπήγαινε σὲ σπίτι νὰ κοιμᾶται, οὔτε ποθὲς νὰ προπατεῖ καὶ νὰ μηδὲ φοβᾶται. Ὅλη θλιμμένη βρίσκομαι, γιατ’ εἶμαι στολισμένη κορμιὰ νεκρὰ Χριστιανῶν καὶ καταματωμένη. |
|
15 | Ἦλθα σὲ τέρμενα κοντά, σολντάδους εἶχα λίγους· ἐκεῖ ἁποὺ τὰ γκρεμνίσανε, ἐκεῖ ’χασινε χίλιους κ’ ἐτρέξασιν εἰς τὰ τειχιὰ τὰ κατακρεμισμένα, κ’ ἐκεῖν’ οἱ λίγοι ἐδώκανε δύναμη πλήσια μένα. Κάτεργα ἐξαρμάτωσε κ’ ἔξω λαὸν ἐφέρα |
|
20 | κ’ ἐγίνη μέγα σκοτωμὸς ἐκείνη τὴν ἡμέρα· κορμιὰ ἐθώρειες ξαπλωτά, κομμάτια καμωμένα, κεφάλια, χέρια καὶ μεριὰ κ’ ἤτονε χωρισμένα· ἄθαφτους τοὺς ἀφήνασι, γιατὶ δὲν εἶχαν τόπο καὶ λύπηση δὲν ἤτονε στὰ κάλλη τῶν ἀνθρώπω. |
|
25 | Ὅσοι κι ἂ μὲ κατέχασι, πλέον δὲ μὲ γνωρίζου, καὶ δέρνουσι τὰ στήθη τως γιὰ μένα καὶ δακρύζου. Ἐλᾶτε οἱ Ζακυθινοί, Κορφιάτες καὶ Παξῶτες καὶ σμίξετε προθυμερὰ μὲ τοὺς Κεφαλλονιῶτες ἀντίδικα εἰς τὸν ἐχθρὸν ὁποὺ πολλὰ μὲ κρίνει. |
|
498
362 5 | κι ἂς ἔχει δόξα τ’ ὄνομα Φραντζέσκου Μορεζίνη κ’ εἰς τοῦ Κορνάρου Κατερῆ ποὺ σμίξασι σ’ ἐμένα καὶ διώχνουν τοὺς Ἀγαρηνούς, στὰ μοῦ ’χουν καμωμένα. Ἕνα θεριὸν ὁ Ἡρακλὴς ἤθελε θανατώσει κι ἄφηκε μνήμην εἰς τὴ γῆ γιατ’ ἤθελε γλυτώσει, κ’ ἐτοῦτοι κόφτουνε θεριὰ καὶ τὰ θεριὰ γεννοῦσι |
|
10 | θεριὰ μὲ δέκα κεφαλὲς κι ὅλες μὲ πολεμοῦσι. Λιοντάρι χρυσοπτέρυγο, στὸν κόσμο δοξασμένο, γύρισε πρὸς τὸν ὀχουθρὸ καὶ γίνου μανισμένο· πέταξε καὶ ξολόθρεψε φουσάτο τοῦ Ὀτομάνο κι ὅλους γιαμιὰ τοὺς ξέσκισε κ’ ἕνα προδότη πλάνο |
|
15 | ποὺ βγῆκε καὶ τ’ ἀρμήνεψε τέχνες κ’ ἐχάλασέ με κ’ ἐκεῖνο πρωτοφόνεψε κ’ ἐμένα γδίκησέ με! Ἄνδρες, γυναῖκες καὶ παιδιὰ κι ὅσοι μὲ καρτερεῖτε, ὀγιὰ νὰ μὴ μὲ πάρουσι, συχνιὰ παρακαλεῖτε· ὅλη ἂς μὲ ρίξουν εἰς τὴ γῆ κι ὅλη ἂς μὲ καταλύσου, |
|
20 | μονάχας οἱ Ἀγαρηνοὶ μὴ μὲ σαλαβατίσου, μηδὲ μοῦ βγάλουν τὸ σταυρὸ καὶ βάλουν τὸ φεγγάρι, τὸ Μαουμέτη μηδὲ δῶ ἀπάνω στὸ λιοντάρι· μὴ μπούσινε σ’ τσὶ ροῦγες μου τ’ ἄρματα νὰ κρατοῦνε, τοὺς Χριστιανοὺς νὰ κυνηγοῦ καὶ νὰ τωνὲ κολοῦνε. |
|
25 | Δέομαι μὲ τὰ δάκρυα, Θεέ, ἀπάκουσέ με, κι ἀπὸ τὰ τόσα βάσανα ὁπού ’χω λύτρωσέ με εἰς τ’ ἄδικο ποὺ μ’ εὕρηκε τόσους καιροὺς καὶ χρόνους κ’ ἔχω πληγὲς εἰς τὴν καρδιὰ ἀμέτρητες καὶ πόνους. Κ’ ἐσύ, ὢ ὑπερθαύμαστη κυρία Μαριάμ μου, |
|
499
5 | ξελύτρωσέ με τὴ φτωχή, Μεσοπαντίτισσά μου· κι Ἅγιοι Δέκα Μάρτυρες, κι Ἅγιε Τίτε δικέ μου, σμίξετ’ ἐσεῖς οἱ ἕντεκα τώρα, βοηθήσετέ μου· μὴ μποῦνε οἱ Ἀγαρηνοὶ νὰ μὲ καταπατήσου, νὰ βγάλουν τὲς εἰκόνες σας ὅλες νὰ τὲς τσακίσου, καὶ νὰ τὲς βάλουσι στὴ στιὰ μέσα, γιὰ νὰ τὲς κάψου, |
|
363
10 | κ’ ἐμένα τὰ ματάκια μου γιὰ λόγου σας νὰ κλάψου. Ὅ,τι μοῦ μέλλει θὰ γενεῖ καὶ δὲν παραπονοῦμαι, μόνο τὴ μάχη τὴν πολλὴν ὁπού ’δα θὰ θυμοῦμαι, γιατὶ φοβοῦμαι βέβαια, ἂν εἶν’ καὶ μὲ νικήσου, ὅσους κι ἂν πιάσου ζωντανούς, θὲ νὰ τοὺς καταλύσου». |
|
- Πορτρέτο του Βενετού Francesco Morosini, αρχιναύαρχου του βενετικού στόλου στην όψιμη αυτή φάση του Κρητικού Πολέμου, έργο του Pieter van Gunst, 17ος αιώνας.
Πηγή: Wikimedia Commons - Ο βενετικός στόλος, υπό την ηγεσία του Francesco Morosini, καταδιώκει τα οθωμανικά καράβια, έργο ανώνυμου καλλιτέχνη, 17ος αιώνας.
Πηγή: Wikimedia Commons - Άποψη του Χάνδακα στα 1667-1668, κατά την τελική φάση της πολιορκίας από τους Οθωμανούς, από το βιβλίο-χρονικό του ενετοτουρκικού πολέμου του Roger Palmer, Earl of Castlemaine, Φρανκφούρτη 1669.
Πηγή: Travelogues, Ίδρυμα Αικατερίνης Λασκαρίδη - Η τελευταία φάση της πολιoρκίας του Χάνδακα, όπως απεικονίζεται σε γερμανικό χάρτη.
Πηγή: Wikimedia Commons - Χάρτης της κεντρικής Κρήτης. Στο πρώτο επίπεδο η ναυμαχία της 8ης Μαρτίου 1668 έξω από τον Χάνδακα. Σε δεύτερο επίπεδο ο στρατηγός Morosini πατά πάνω σε οθωμανούς αιχμαλώτους, από το βιβλίο-χρονικό του ενετοτουρκικού πολέμου του Roger Palmer, Earl of Castlemaine, Φρανκφούρτη 1669.
Πηγή: Travelogues, Ίδρυμα Αικατερίνης Λασκαρίδη
- Απόσπασμα από το τηλεοπτικό ντοκιμαντέρ-αφιέρωμα στον Μεγάλο Κρητικό Πόλεμο, επιμέλεια-παρουσίαση: Σταύρος Μουντουφάρης, σκηνοθεσία: Δημήτρης Φραγκιαδουλάκης, παραγωγή & προβολή: Κρήτη TV.
Πηγή: YouTubeΑπόσπασμα από το τηλεοπτικό ντοκιμαντέρ-αφιέρωμα στον Μεγάλο Κρητικό Πόλεμο, επιμέλεια-παρουσίαση: Σταύρος Μουντουφάρης, σκηνοθεσία: Δημήτρης Φραγκιαδουλάκης, παραγωγή & προβολή: Κρήτη TV.
Πηγή: YouTube - Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Η πόλη μένει αβοήθητη (526, 15 - 527, 26)
Οι Βενετοί ήταν έτοιμοι να συμφωνήσουν στην πρόταση ειρήνης των Τούρκων, που προέβλεπε τα Χανιά και το Ρέθυμνο να ανήκουν στον σουλτάνο και ο Χάνδακας στους ίδιους, όταν ο βασιλιάς της Γαλλίας στέλνει μήνυμα ότι θα βοηθήσει την άμυνα της πόλης. Βασιζόμενος λοιπόν στη γαλλική υπόσχεση, ο δόγης αρνήθηκε τελικά την ειρηνευτική πρόταση των αντιπάλων και οι μάχες ξανάρχισαν. Τη γαλλική βοήθεια συνόδευε ο περίφημος δούκας Μποφώρ. Οι Γάλλοι ακολουθούν διαφορετική τακτική απ’ αυτήν που προτείνει ο βενετός στρατηγός και δεν θέλουν τη βοήθειά του. Μια σειρά από αστοχίες και ατυχίες φέρνουν την καταστροφή στους Γάλλους· όσοι επέζησαν μπαίνουν στα πλοία για το ταξίδι της επιστροφής, ενώ οι Τούρκοι κλοτσούν σαν μπάλα του κεφάλι του δούκα μπροστά στον βεζίρη. Στο απόσπασμα που ακολουθεί, η πόλη θρηνεί ότι μόνο οι Ρωμιοί μπορούν πια να τη βοηθήσουν.
| Τὸ Κάστρο λέει Ὢ θάνατε ἀλύπητε, σταμάτησε κοντά σου, |
|
15 | στὸ αἷμα ὁποὺ χύνεται καὶ κλείσου στὴ φωλιά σου. Ποτὲ δὲν ἐγανάκτησες στὴ μέση νὰ γυρίζεις μὲ τὸ δρεπάνι τ’ ἄπονο πάντα νὰ τοὺς θερίζεις, ζηλόφθονε, ἀδιάκριτε, ἀλύπητε, καὶ πόσες ζωὲς στὸ θάνατο κρατεῖς κι ἀκόμα θέλεις τόσες |
|
20 | ψυχὲς Τουρκῶ, Χριστιανῶ στὸν Ἅδη νὰ σφαλίζεις, ἀλλόφυλων, καὶ λύπηση στὸ νοῦ σου δὲ γνωρίζεις, καὶ δὲ χορταίνεις νὰ θωρεῖς καὶ χορτασμὸ δὲν ἔχεις στὴ χώρα τούτη τὴ φτωχή, μ’ ἀκόμη θὰ ξετρέχεις, ὥστε ποὺ νά ’ναι μιὰ ζωὴ ἀνθρώπου, νὰ τὴ βλάψεις, |
|
25 527
5 | καὶ σὰ δὲν ἔχεις, στανικῶς σοῦ πρέπει γιὰ νὰ πάψεις! Ξέχωρα, σ’ ὅλες τὲς ψυχές, ἔπρεπε νὰ διαλέξεις τῶν Καστρινῶ ὅλα τὰ κορμιά, κλαίοντας νὰ τὲς βρέξεις ρανίδα ἀπὸ τὰ μάτια σου, λίγο γιὰ νὰ πλυθοῦσι, γιατὶ τσ’ ἐπῆρες ξαφνικά, πρίχου νὰ καρτεροῦσι τὸ θάνατο, καὶ τάχατες νά ’τον διορθωμένοι; |
|
10 | κ’ ἐλεημοσύνη νά ’βρασι ἐτοῦτ’ οἱ φονεμένοι; Ὣς πότε Τούρκω νὰ κολᾶς, ὣς πότε Τούρκους νά ’χει, τσ’ ἀνθρώπους γιὰ νὰ μοῦ χαλᾶς σὲ τούτη μου τὴ μάχη; Σκορπᾶ μὲ κύματα ὁ γιαλὸς τσ’ ἀφροὺς στὸ περιγιάλι, ἐξάφτ’ ἡ λάβρα τσῆ φωτιᾶς μὲ δύναμη μεγάλη· |
|
389
15 | μιὰ πέτρα πέφτει ἀπὸ ψηλὰ μὲ βάρος γεμισμένη καὶ τρέχει στὰ βαθύτερα μέρη καὶ κατεβαίνει· δυὸ ἐχθροὶ συναπαντούσινε κι ὁ εἷς τ’ ἀλλοῦ νὰ δώσει γυρεύγει τέλος μὲ σπαθί, νὰ τονέ θανατώσει. Σὰν πολυαφρίσει κι ὁ γιαλὸς κι ὡσὰν πολυφουσκώσει, |
|
20 | σὲ μέρες πάλιν ἡσυχᾶ τὴ μάχη του τὴν τόση· κι ὡσὰν ψηλώσει τσῆ φωτιᾶς ἡ φλόγα τση ἡ μεγάλη, καὶ ξύλα δὲν τσῆ ρίξουνε, σβήνεται ἀγάλι ἀγάλι· κ’ ἡ πέτρα, ὡσὰν κατεβεῖ, στὴ γῆ ἔρχεται καὶ σώνει, κι ὡς ἐδεκεῖ τὸ τρέξιμο γγίζοντας τσῆ τελειώνει· |
|
25 | σὰν ἀπαντήξουν κ’ οἱ ἐχθροὶ καὶ σμίξουσιν ἀντάμι, κ’ ἑνοὺς τ’ ἀλλοῦ νὰ μὴ μπορεῖ ποτὲ κακὸ νὰ κάμει, τότες τὴ μάχη παύτουνε, ἢ ἄλλος κανεὶς λαχαίνει καὶ γιὰ νὰ μηδὲ φονευτοῦν, τρέχει, στὴ μέση μπαίνει. Ἀμὴ τοῦ Τούρκου ὁ πολὺς πόλεμος δὲ σκολάζει, |
|
| ἀμὴ σὰ δράκος βλαβερὸς ράσσει καὶ μὲ σπαράζει». |
|
- Γκραβούρα ανώνυμου Γερμανού, με θέμα την πολιορκία του Χάνδακα στο τελευταίο έτος του πολέμου (1669). Η γαλλική επέμβαση αποτυπώνεται στην εικόνα του Δούκα του Beaufort πάνω αριστερά.
Πηγή: Wikimedia Commons - Ο Francois de Vendome, Δούκας του Μποφώρ, πορτρέτο του Robert Nanteuil, βασισμένο σε σχέδιο του Jean Nocret, 1651, Ψηφιακές Συλλογές του Princeton.
Πηγή: Wikimedia Commons - Σχεδιάγραμμα των τουρκικών και των ενετικών χαρακωμάτων και υπονόμων κατά τη διάρκεια της πολιορκίας, έργο του Johann Bernhard Scheither, 1672.
Πηγή: Wikimedia Commons
- Απόσπασμα από το τηλεοπτικό ντοκιμαντέρ-αφιέρωμα στον Μεγάλο Κρητικό Πόλεμο, επιμέλεια-παρουσίαση: Σταύρος Μουντουφάρης, σκηνοθεσία: Δημήτρης Φραγκιαδουλάκης, παραγωγή & προβολή: Κρήτη TV.
Πηγή: YouTube - Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Το Κάστρο παρακολουθεί με απόγνωση την εκκένωσή του (553, 13 - 556, 6)
Όταν ο Χάνδακας εκφωνεί έναν από τους τελευταίους του μονολόγους, η εκκένωσή του έχει ήδη αρχίσει, μετά τη συνθηκολόγηση με τους Τούρκους. Οι Βενετοί αδειάζουν τους ναούς και μεταφέρουν ιερά σκεύη και λείψανα στα πλοία. Οι ντόπιοι ρωμιοί κάτοικοι δεν επιθυμούσαν να εγκαταλείψουν την πόλη τους, αλλά υποχρεώθηκαν, από τους δώδεκα εκπροσώπους τους, να το κάνουν. Όταν και οι τελευταίοι που στέκονταν στις ουρές επιβιβάστηκαν στα καράβια, η πόλη θρηνεί.
15 | Tὸ Κάστρο λέει, «Ὤφου, καὶ πῶς τὸ λόγιαζα, κι ὁ νοῦς μου πῶς τὸ γροίκα ἡ ἄργητα κι ὁ πόλεμος πὼς θὰ μοῦ φέρει πρίκα. Κλαίοντας ὅλ’ οἱ Κρητικοὶ τότες νὰ καρτεροῦσι |
|
20 | στὴ Ντία νὰ τοὺς πάσινε, νὰ μ’ ἀποχωριστοῦσι. Ξόδια στ’ ἀρσίλια κάνουσι οἱ πολυπρικαμένοι γιὰ λόγου μου, καὶ θάνατος στὴ στράταν ἀνιμένει. Ὤφου, ποιός νά ’τον ἀφορμή, ποιά τύχη ἀσβολωμένη, γὴ ποιό τυφλὸ μελλούμενο, ποιά τέχνη τυφλωμένη, |
|
25 | καὶ σ’ ἔφερε στὰ μέρη μου γιὰ τὴν κακή μου μοίρα, ποιοί ἀνέμοι σοῦ βοηθήσανε, ποιά κύματα σ’ ἐσύρα, ποιό ἄστρο στράτα σοῦ ’δειξε, ποιός ἄτυχος πλανήτης καί σ’ ἔβγαλε γιὰ λόγου μου εἰς τὸ νησὶ τῆς Κρήτης; Κ’ ἦρθες καὶ μ’ ἐπολέμησες, καὶ θέλεις τὸ δηγᾶσαι, |
|
554
5 | μὰ πὼς μ’ ἐπῆρες μὲ σπαθὶ ποτέ σου μὴν καυχᾶσαι. Τὰ κρίματα ἐσυντρέξανε, ἀμ’ ὄχι ἡ δύναμή σου, μὰ πάλι δὲ μ’ ἐνίκησες τώρα μὲ τὸ σπαθί σου. Ἐπάψασιν οἱ λουμπαρδιὲς μαζὶ κ’ ἡ κακοσύνη κ’ οἱ φόνοι οἱ ἀμέτρητοι ποὺ δίδασιν ἐκεῖνοι· γιατὶ ὁ Θεὸς ἔτσ’ ὅρισε κ’ εἶχεν ἀποφασίσει, |
|
414
10 | πλιὸ αἷμα δῶ νὰ μὴ χυθεῖ καὶ μόνια νὰ μ’ ἀφήσει· νὰ δώσει τέλος ὣς ἐπὰ μ’ ἀγάπη τιμημένη στὴ χώρα τὴν ἀδυνατὴ κ’ εἰς τὴν ἀντρειωμένη, τῆς Κρήτης τ’ ὀμορφότατο Κάστρο τὸ φημισμένο ὁποὺ στὰ πέρατα τῆς γῆς κράζεται τιμημένο, |
|
15 | μ’ ἀποὺ τὸ σήμερο κι ὀμπρὸς Τουρκιὰ θὲ νὰ μὲ κράζου κ’ ἐκείνους ὁποὺ πλούτιζα θέλου νὰ μ’ ἀτιμάζου. Σκίσου, καρδιά μου, σήμερο, χίλια κομμάτια γίνου σ’ τοῦτα λοιπὸν τὰ βάσανα τὰ τόσα ὁποὺ μὲ κρίνου. Κ’ ἐσᾶς, παιδιὰ τοῦ Ἰσμαήλ, μέλλει νὰ σασὲ κρίνει, |
|
20 | γιατὶ τὴν Κρήτη ἐπήρετε μὲ δίχως δικιοσύνη. Ὁ χωρισμὸς τῶν Χριστιανῶν δίκιό ’χει νὰ γυρεύγει, ὀγιὰ νὰ πέψει ἐκδίκηση, νά ’ρθει νὰ σᾶς παιδεύγει. Ὀμπρὸς στὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ θὰ στέκει νὰ φωνάζει, ἀντίμεψη στὰ ’κάμετε, πάσα ψυχὴ νὰ κράζει. |
|
25 | Θωρώντας τόσα κλάηματα τὰ κάνουν τὰ παιδιά μου, τὰ μέλη μου νεκρώνουνται κι ἅφτου τὰ σωθικά μου. Πλιὸ παρακάλια δὲ γροικῶ κ’ ἐσφάγηκ’ ἡ καρδιά μου κ’ ἐμίσεψες, Παρθένα μου, Μεσοπαντίτισσά μου. Οἱ Ἅγιοι Δέκα πάσινε καὶ πλιὸ δὲ λειτουργοῦνται, |
|
555
5 | οὐδὲ παπάδες ἄξιους ὁπού ’χα μελετοῦνται. Ὁ Ἅγιος Τίτος θὰ γενεῖ μετζίτι καὶ σμαΐδα, κι ἀγάπη ἐγίνη στερεὰ καὶ πλιὸ δὲν ἔχω ἐλπίδα. Μὰ φόρισι κιαμιὰ φορὰ θέλω γυρίσει πάλι στὰ χέρια ποὺ μ’ ὁρίζανε, νά ’χου χαρὰ μεγάλη. Ὤφου, ἀλλαξὰ ποὺ θὰ γενεῖ, ἄλλους θὰ κάμω τώρα |
|
415 9 | ἀφέντες, φίλους καὶ δικούς, καὶ θὰ μοῦ δώσου γνώρα. Σήμερο τὰ παλάτια μου Τοῦρκος θὰ τὰ πατήσει καὶ τὰ τειχιὰ τῆς χώρας μου ὁπού ’ριξε θὰ κτίσει. Οἱ σαϊτιὲς ἐπάψανε κ’ οἱ μπάλες οἱ περίσσες, |
|
15 | κ’ οἱ βροντισμοὶ τῶ σαρμπανῶ κ’ οἱ τουφεκιὲς οἱ πλῆσες. Ἔπαρε τὲς καμπάνες μου, τὰ σκεύη φύλαξέ μου καὶ τσ’ ἐκκλησὲς τσὶ ἄξιες ὅλες ξεστόλισέ μου. Μάτια μου, τί κοιτάζετε; Τώρα σκοτεινιαστῆτε, τοὺς Τούρκους ὁποὺ θὲ νὰ μποῦν ὀγιὰ νὰ μὴν τοὺς δῆτε. Τ’ αὐτιά μου ἂς κουφαθούσινε, ὀγιὰ νὰ μὴ γροικήσου |
|
20 | τὸ στόμα τῶν Ἀγαρηνῶν νὰ μὲ σαλαβατίσου. Ἂν ἤτονε μελλούμενο, βιζίρη, νὰ μὲ πιάσεις, γιάντα νὰ μὴ μὲ λυπηθεῖς, ἀμὲ νὰ μὲ χαλάσεις; Πιστεύω καὶ τὸ δίκιο μου εἰς τὸ Θεὸ ν’ ἀνέβει, νὰ λάβει δίστομο σπαθί, στὸν κόσμο νὰ κατέβει, |
|
25 | γιὰ νὰ πλερώσει τὰ κακὰ ποὺ κάμανε σ’ ἐμένα, νὰ πλερωθεῖ τὸ δίκιο μου εἰσὲ καιρὸ κανένα. Ὤφου, ποῦ ’ν’ τόσος μου λαός, ποῦ ’ν’ τόσοι πλοῦσοι ἀνθρῶποι, ποῦ ’ν’ οἱ δασκάλοι κ’ οἱ σοφοί; Δάρσου, καημένη Εὐρώπη! Ἐπέσαν οἱ ὀλπίδες σας στὸ μαυρισμένον Ἅδη |
|
556
5 | κ’ οἱ τέχνες οἱ ἀμέτρητες ὁπού ’χαν οἱ σολντάδοι. Μηδὲ φανεῖ στὸν οὐρανὸν ἄστρο, οὔτε μὴ φέξει, μὰ πάλι εἰς τὴ χώρα μου αἷμα γιὰ μένα ἂς βρέξει· οὔτε φεγγάρι, οὔτε φῶς, ἀστέρας γὴ πλανήτης, ἀμ’ ἂς θλιβεῖ γιὰ λόγου μου κάθε λοῆς κομήτης, σημάδι τοῦ πολέμου μου ὁπού ’δειχνε σ’ ἐμένα |
|
| εἰς τὰ μουράγια τὰ ψηλά, τὰ ξεθεμελιωμένα». |
|
- Δεν βρέθηκαν εικόνες
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
«Το Κάστρο αποχαιρετά τους αφέντες» (561, 11- 564, 26)
Μετά την εκκένωση του Χάνδακα, τα κλειδιά της πόλης παραδόθηκαν στον βεζίρη, ο οποίος βρισκόταν στον Αλμυρό ποταμό, άνοιξαν οι πύλες και οι Τούρκοι, που μπήκαν περιμένοντας να βρουν πλούτη, αντικρίζουν μια πόλη άδεια και έρημη. Έξι μέρες αργότερα μπήκε και ο βεζίρης θριαμβευτικά με τη συνοδεία του. Οι χριστιανοί κάτοικοι, που βρίσκονται ακόμη στο νησί Δία απέναντι από την πόλη, βλέπουν από κει τα πυροτεχνήματα της νίκης και ακούνε τους εορταστικούς κανονιοβολισμούς. Η πόλη αποχαιρετά οριστικά την παλιά της ζωή στον προτελευταίο της μονόλογο.
15 | Τὸ Κάστρο ἀποχαιρετᾶ τοὺς ἀφέντες «Ἀντίπερα ἐκάθισεν Ἀδὰμ τοῦ Παραδείσου, τ’ ὅμοιο γιὰ τοὺς Κρητικούς· κλάψε, ψυχή, θρηνήσου. Ψυχή μου, νά ’το μπορετὸ στὴ Σούδα νὰ σ’ ἐπῆγα, ὀγιὰ νὰ δεῖς τί κάνουσι ἐκεῖνοι ὁποὺ φύγα· ἄν ἔχουνε παρηγοριὰ γὴ κλαῖνε λυπημένα, |
|
20 | γὴ δέρνουν τὸ στομάχι τως καὶ μοῦ θυμοῦνται ἐμένα. Ἀμέτε ὅλ’ οἱ Κρητικοὶ νὰ στέκετε στὰ ξένα, καὶ πλιὸ νὰ μηδὲν καρτερῶ νὰ δῶ ἀπὸ σᾶς κανένα, ἐκείνους ὁποὺ στόλιζα κ’ εἴχασι πλήσα χάρη, καὶ τώρα μένου μετὰ μὲ ἄτυχοι γιανιτσάροι. |
|
421
25 | Μηδὲν καυχᾶστε, Κρητικοί, πὼς εἶστε ἀγαπημένοι, μὰ τί καλὸ ἐδείξετε σ’ ἐμὲ τὴν πρικαμένη; Τόσους καιροὺς μ’ ἐβλέπετε, γιὰ μένα ἐπολεμᾶτε τοὺς Τούρκους, ἀμ’ ἐφύγετε καὶ πλιὸ δὲ μ’ ἀγαπᾶτε. Θεέ μου, μὴ μ’ ἀπαρνηθεῖς εἰς τὰ πολλά μου βάρη, |
|
562
5 | καὶ δῶσε μου παρηγοριὰ νὰ βλέπω τὸ φεγγάρι. Καὶ τὴν ὀλπίδα μού ’χασα καὶ τὴν ἀπαντοχή μου κ’ οἱ Χριστιανοὶ μοῦ ἐφύγασι κ’ ἔμεινα μοναχή μου. Μιὰ νύκτα, ὅ,τι ἔπαθα ἐτότες, τὰ θυμούμου, κι ὅλη τὴ νύκτα ἐδέρνουμου κ’ ἔκλαιγα κ’ ἐθρηνούμου. Ἔχε χαρά, Ἀγαρηνέ, ἔχε, Ἰσμαηλίτη, |
|
10 | χαίρου, βιζίρη, μὲ καρδιὰ πὼς ἔπιασες τὴν Κρήτη. Κόκκαλα τοῦ Σελτὰρ πασᾶ, γιὰ χόρεμα ἂς σπαράσσου, πὼς ἐνικήθη τὸ νησὶ ὅλο γιὰ ὄνομά σου, πού ’βαλες πρῶτος τὴν ἀρχὴ εἰς τοῦ νησοῦ τὴ μάχη καὶ τὰ Χανιὰ ἐνίκησες κι ὁ βασιλιός σου τά ’χει. |
|
15 | Καὶ, Χουσαΐνη γρὰν πασά, λιοντάρι μανισμένο, ὁπού ’πιασες τὸ Ρέθεμνος κ’ ἔμεινε χαλασμένο, κι ὁ Σὰν πασὰς ὁ φρόνιμος, ὁπού ’χε πλήσα χάρη, νὰ μηδὲν εἶναι ζωντανός, χαρὰ πολλὴ νὰ πάρει! Μὰ πέσαν τὰ κεφάλια τως πρίχου τὸ τέλος δοῦσι, |
|
20 | πρίχου τὴ χώρα πιάσουσι καὶ μὲ χαρὰ νὰ μποῦσι· πρὶν τὲς καμπάνες σπάσουνε καὶ τσ’ ἐκκλησὲς νὰ γδύσου, πρὶν τὰ παλάτια τά ’μορφα νὰ δοῦ νὰ ξεστολίσου. Τώρα πληθαίνει ἡ πρίκα μου, τώρα τὰ βάσανά μου· ὤφου, τσαλμάδες μὲ πατοῦ καὶ σποῦ τὰ κόκκαλά μου! |
|
422
25 | Ὀιμένα, τί κοιτάζω ἐδῶ, ὀιμένα ἡ πρικαμένη, δίχως παιδιὰ πῶς ἔμεινα καὶ ποιός μὲ παραμένει; Στὸ πόρτο μου ἐμπήκασι ὅλα τὰ μπεηλίκια, ὤφου, στοῦ λόγου μου θωρῶ ἀλλαξοβασιλίκια! Ὤφου, ὤχ, ὀιμένα, τί κακὸ ὁπού ’βρηκεν ἐμένα |
|
563
5 | νὰ βλέπω ἄλλα πρόσωπα ἀσκημομαυρισμένα! Κλαῖτε με, σκλάβοι, κλαῖτε με, κλαῖτε με τὴν καημένη, κλαῖτε με ὅπου βρίσκεστε κι ὅπού ’στε ξορισμένοι, γιατ’ ἤστεκα χαιραμένη κ’ ἤμουν ἀναπαημένη, κ’ ἡ Βενετία μ’ ἔσκεπε ἡ ἀξιοπαινεμένη. Ὤφου, καὶ νά ’τον μπορετὸ μαντάτο γιὰ νὰ δώσου |
|
10 | ὅπου κι ἂν εἶναι Κρητικοὶ σήμερο νὰ τὸ γνώσου, ὤφου, νὰ κλάψουνε δριμιά, ὤφου, νὰ θρηνιστοῦσι, ὤφου, καὶ νά ’τον μπορετὸ σήμερο νὰ μὲ δοῦσι ὁποὺ ὁ βιζίρης μ’ ἔπιασε κ’ ἐγλυκοφίλησέ με, ὁπού ’μουνε Χριστιανὴ κι ὅλη μαγάρισέ με! |
|
15 | Τάχα νὰ χάρηκε πολλὰ εἰς τὸν ξελοθρεμό μου, κ’ ἐμπῆκε κ’ εἰς τὴ χώρα μου κ’ εἶδε τὸ χαλασμό μου; Μ’ ἀπεὶς ἐμπῆκε, ὁ λαὸς τρέχου στοὺς μαγατζάδες, κ’ ἐκεῖ σαλαβατίζανε οἱ πλῆσοι του χοτζάδες· κι ἀπεὶς ἐπῆρε τὰ κλειδιὰ μετὰ χαρὰ μεγάλη, |
|
20 | ἔδωκε λόγο τὸ σταυρὸ ἀποδεκεῖ νὰ βγάλει· κ’ οἱ πόρτες σὰν ἐνοίξανε καὶ μέσα δριμωθῆκα, πλῆσες χαρὲς ἐκάμανε, μὰ πλούτη δὲν εὑρῆκα. Ἐτρέχανε στ’ ἀρχοντικὰ νὰ βρούσινε νὰ κλέψου, καὶ τὲς γυναῖκες πού ’ταν κεῖ νὰ ἔμπου νὰ πομπέψου, |
|
423 25 | κ’ ηὗραν τὸν τόπον εὔκαιρον ὁποὺ δὲν τὸ θαρροῦσα, τὸ πὼς δὲν κάνουσι πουγγὶ ἐτρώγουντα κ’ ἐσκοῦσα· τὸ πὼς γυναῖκες, κορασὲς δὲν ηὗραν νὰ φιλήσου, ὅλη μὲ ξεπατώνουσι καὶ θὰ μὲ καταλύσου. Ἐμένα ξένοι μοναχὰς μὲ βλέπου τὴν καημένη |
|
564
5 | κι ὅποιος μὲ δεῖ, ἀντὶς χαρὰ σὲ πρίκαν ἀπομένει. Κ’ ἐκεῖνοι ὁποὺ μοῦ φύγανε τάχατες τί προσέχου κ’ ἐπήγανε νὰ ξοριστοῦ κ’ ἴντα καλὸ ἀπαντέχου; Χίλιες βολὲς εἶναι καλλιὰ ὅλοι οἱ ἀποθαμένοι, παρὰ νὰ στέκου οἱ Κρητικοί, νά ’χου ζωὴ κριμένη· καὶ λένε: ‘Πῶς ἐγίνηκες, Κρήτη μου ἠγαπημένη, |
|
10 | καὶ σ’ ἔπιασεν Ἀγαρηνὸς καὶ σ’ ἔχει σποδωμένη, γιατὶ ἐμισέψαν ἀπὸ σὲ οἱ τοπικοὶ κ’ ἐφύγα, κ’ ἐσέναν ἀρνηθήκανε κ’ εἰς τὴ Φραγκιὰν ἐπῆγα’. Δίχως σταυρὸ μ’ ἐθάψανε καὶ δίχως ἅγιο λάδι, καὶ κράζω καὶ τὸ Ρέθεμνος νὰ σμίξομεν ὁμάδι, |
|
15 | ὁποὺ κ’ ἐκεῖνοι ἐφύγανε, τ’ ὅμοιο κ’ οἱ δικοί μου, κι ὁλόγδυμνον ἀφήκασι καὶ στέκει τὸ κορμί μου. Κλάψε, οὐρανέ μου, σήμερο, γιὰ λόγου μου θρηνήσου, κ’ ἡ Κρήτης ἡ ’κατόμπολη, γιὰ ὄνομά μου σείσου, νὰ πέσου τὰ καμπαναρειά, τοὺς Τούρκους νὰ πλακώσου, |
|
20 | καὶ περισσότερο κακὸ στὴ χώρα μου νὰ δώσου, στὸν κόσμο γιὰ νὰ γροικηθεῖ τ’ ἄδικο τὸ δικό μου, νὰ κλάψουσιν οἱ Χριστιανοὶ ὅλοι τὸν ἐπαρμό μου· τὸ πὼς μ’ ἐδῶκαν τῶν Τουρκῶ κ’ ἔμεινα σκλαβωμένη, ἡ Κρήτης ἡ περίφημη, ἡ παντοδοξασμένη. |
|
25 | Τώρα γδυμένη μὲ κρατοῦ, σ’ τσὶ ροῦγες μου γυρίζω καὶ συντηρῶ νὰ δῶ Ρωμιὸ κι οὐδένα δὲ γνωρίζω, γιατὶ τὸν Τοῦρκο δὲ μπορῶ νὰ βλέπω, τὸν ἐχθρό μου, καὶ σφάζουσί μου τὴν καρδιάν, ὅντα τοὺς βλέπω ὀμπρός μου· καὶ δέρνομαι καὶ δέομαι κι ὅλη παραπονοῦμαι, |
|
| καὶ κλαίω, καὶ τῶ γυναικῶ τῶν ἄξιω μου θυμοῦμαι. |
|
- Χάρτης του νησιού Δία ή Ντία, όπου είχαν καταφύγει οι χριστιανοί μετά τη συνθηκολόγηση και εκκένωση του Χάνδακα, σχέδιο από το περιηγητικό βιβλίο του Φλαμανδού Olfert Dapper, Amsterdam 1688.
Πηγή: Travelogues, Ίδρυμα Αικατερίνης Λασκαρίδη - Άποψη του λιμανιού της Σούδας, του επόμενου μετά την Ντία σταθμού των καστρινών προσφύγων, χαρακτικό του Jakob von Sandrart από έκδοση που τυπώθηκε στη Νυρεμβέργη το 1686.
Πηγή: Travelogues, Ίδρυμα Αικατερίνης Λασκαρίδη - Οχυρό στη βραχονησίδα στην είσοδο του κόλπου της Σούδας, σχέδιο από το περιηγητικό βιβλίο του Φλαμανδού Olfert Dapper, Amsterdam 1688.
Πηγή: Travelogues, Ίδρυμα Αικατερίνης Λασκαρίδη
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- «Κάστρο και πού ’ναι οι πύργοι σου», ριζίτικο τραγούδι για την πτώση του Χάνδακα, ερμηνεία: Κώστας Μουντάκης, από το άλμπουμ Σπάνιες ζωντανές ηχογραφήσεις (πολυτελής κασετίνα με 5 CDs και βιβλίο), Αεράκης-Σείστρον: Κρητικό Μουσικό Εργαστήρι 2002.
Πηγή: YouTube
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Επίλογος (579, 7 - 581, 8)
Αφού ολοκλήρωσε την εξιστόρηση του μεγάλου Κρητικού Πολέμου, τόσο μέσα στο νησί (με κυρίαρχο γεγονός την υπερεικοσαετή πολιορκία της πρωτεύουσας Κάστρο), όσο και στο Αιγαίο πέλαγος, ο ποιητής υπογράφει το έργο του και αναφέρει τον χρόνο και τις συνθήκες υπό τις οποίες έγραψε το έργο του. Στο τέλος, ζητά από το κοινό του να πει ένα «μικρό συχωρεμό για την ψυχή» του.
437 10 | Ἐπίλογος Μαρίνος Τζάνες Μπουνιαλὴς τὰ σύνθεσεν, ἐτοῦτος ὁ Ρεθεμναῖος ὁ φτωχός, εἰσὲ μεγάλο πλοῦτος· γιατὶ τὰ πλούτη χάνουνται καὶ μὲ καιρὸ χαλοῦνται, καὶ ἄλλοι τ’ ἀποκτήζουνε κ’ ἐκεῖνοι λησμονοῦνται· |
|
15 | μὰ τοῦτα θὲ νὰ βρίσκουνται, παντοτινὰ νὰ μένου, νὰ ἐπαινοῦνται πανταχοῦ κ’ εἰς δόξες ν’ ἀνεβαίνου. Χιλίους ἑξακόσιους τσὶ ἕξι καὶ σαράντα ἐτέλειωσε τὸ Ρέθεμνος καὶ τοῦ θυμοῦμαι πάντα, γιατ’ ἤτονε πατρίδα μου κ’ ἔβλεπα ὅ,τι γίνη, |
|
20 | κ’ ἐτύχαινέ μου ὣς ἐδεκεῖ ὁ κόπος ν’ ἀπομείνει, καὶ νὰ μὴ γράψω πλιότερα, μὰ τότες νὰ σκολάσω, μὰ μπῆκα μέσα σὲ δεντρὰ ἀμέτρητα κ’ εἰς δάσο. Σαρανταπέντε τὰ Χανιά, τὸν Ἄγουστο, ἂ δὲ σφάνω, τὰ δώκανε, στὲς ἕνδεκα, στὸ χέρι τοῦ Ὀτομάνο. |
|
25 | Λίγά ’γραψα γιὰ τὰ Χανιά, γιατ’ ἦτον καμωμένα ἀπό ’ναν ἄξιον ἱερὴ κ’ εἶχε τα τυπωμένα. Στοὺς χίλιους ἑξακόσιους ἐννέα καὶ ἑξήντα, εἰς ἕξι μῆνες λείποντας νὰ φτάξει ἑβδομήντα, εἰς τὰς ὀκτὼ τοῦ Σεπτεβριοῦ τὸ Κάστρο τοῦ ’χαν δώσει, |
|
580
5 | τὸν φημισμένο Χάνδακα ὅπου χαθῆκαν τόσοι, κ’ ἐφύγασ’ οἱ Χριστιανοί, τὴ χώραν ἀρνηθῆκα, κ’ οἱ Τοῦρκοι μέσα μπήκανε κι ὁλόφκαιρη τὴ βρῆκα. Κι ἀπεὶς ἀποφασίσανε τὴν Κρήτη νὰ τοῦ δώσου, κ’ οἱ φόνοι κ’ οἱ ματοχυσὲς ποὺ γίνουντα νὰ σώσου, ἐγὼ ἄρχισα τσὶ παιδωμὲς νὰ γράψω καὶ ν’ ἀφήσω, |
|
10 | καὶ τὸ Χριστὸ μὲ τὴν καρδιὰ ὅλη νὰ προσκυνήσω πὼς μ’ ἄξωσε κ’ ἐτέλειωσα μὲ παιδωμὴ καὶ κόπο, νὰ τὸν ἀφήσω πίσω μου στὰ χέρια τῶν ἀνθρώπω, γιὰ νὰ μὲ μακαρίζουνε ὅλοι, σὰν τονὲ δοῦνε, κ’ ἐκεῖνοι ν’ ἀγωνίζουνται καὶ πλῆσα νὰ ποθοῦνε |
|
438
15 | νὰ μάθουν περισσότερα εἰς πάσαν ἀληθεία, εἰς ἐπιστῆμες θεϊκὲς κ’ εἰς τὴ φιλομαθία. Καλὰ καὶ νά ’ναι ἰδιωτικοὶ κι ὄχι σωστὰ βγαλμένοι καὶ δίχως μέτρος συλλαβῶ δασκάλω καμωμένοι, μ’ ὅλον ἐτοῦτο, ἀφέντες μου, τὴν ὄρεξη δεχτῆτε |
|
20 | μ’ ἀγάπη θείου ἔρωτος κι ἄλλο κακὸ μὴν πῆτε· γιατ’ ἤγραψα πολλότατους, κατὰ τὴ μπόρεσή μου, κ’ ἐπῆρε κόπον ἄμετρο ὁ νοῦς καὶ τὸ κορμί μου· κι ὅποιος τοὺς πιάσει νὰ τοὺς δεῖ κι ὅλους νὰ τοὺς διαβάσει, ἂν εὕρει μέσα σφάλματα, μὴ μὲ καταδικάσει· |
|
25 | μὴν ψέξουσι τὸν ποιητή, τοὺς στίχους μὴ γελάσει, γιατὶ μιὰ γλώσσα φρόνιμη τὸ σφάλμα ἀλλοῦ φυλάσσει. Χωράφια πού ’χανε δεντρὰ κ’ ἔχουν τα κουκλωμένα, ἐκεῖνα δὲν καρποφοροῦν, μηδ’ ἔναι προκομμένα· στὸ ἴδιο βρίσκομαι κ’ ἐγὼ ὁποὺ ἡ φτωχειὰ μὲ κρίνει, |
|
581
5 | κι ἂ θὲ νὰ κάμω πλιότερα, ἐκείνη δὲ μ’ ἀφήνει, γιατὶ κρατεῖ τὸ χέρι μου, τὸ νοῦ μου ταπεινώνει, ξελησμονῶ τὸ θὲ νὰ πῶ, τὸ στόμα μου στουμπώνει· καὶ περισσότερο νὰ δῶ μοῦ λέγει, νὰ ξετάσω σὲ πράμα διαφορετικό, καὶ τοῦτα νὰ σωπάσω. Μὴ μὲ καταδικάσετε, μὰ μοναχὰς τὰ δέτε |
|
| κ’ ἕνα μικρὸ συχωρεμὸ γιὰ τὴν ψυχή μου πέτε, ὀγιὰ νὰ λάβω ἄφεσιν εἰς τ’ ἁμαρτήματά μου καὶ μὲ τοὺς δίκαιους κ’ ἐγὼ νά ’χω τὴν κατοικιά μου. Τέλος καὶ τῷ Θεῷ δόξα. |
|
- Πορτρέτο του βεζίρη Κιοπρουλού Φαζίλ Αχμέτ Πασά (Κιοπρουλής), γκραβούρα του Nicolas II de Larmessin, 1690.
Πηγή: Wikimedia Commons - Η έκδοση του ποιήματος του Μπουνιαλή από το βενετικό τυπογραφείο του Giuliani, 1681.
Πηγή: Κουζουλάδες (ιστολόγιο) - Ο μεγάλος βεζίρης Αχμέτ Φαζίλ Κιοπρουλής, που μπήκε κατακτητής στον Χάνδακα με τη συνθηκολόγηση και την εκκένωσή του.
Πηγή: Wikimedia Commons
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Βιβλιογραφία
- Αλεξίου & Αποσκίτη 1995
- Στυλιανός Αλεξίου & Μάρθα Αποσκίτη (επιμ.), Μαρίνου Τζάνε Μπουνιαλή του Ρεθυμναίου, Ο Κρητικός Πόλεμος (1645-1669), Στιγμή, Αθήνα 1995.
- Αλεξίου 2008
- Στυλιανός Αλεξίου, «Ο Κρητικός Πόλεμος του Μαρίνου Τζάνε Μπουνιαλή ως λογοτέχνημα», Ο Κρητικός Πόλεμος. Από την ιστορία στη λογοτεχνία, επιμ. Στέφανος Κακλαμάνης, Εταιρία Κρητικών Ιστορικών Μελετών, Ηράκλειο 2008, σ. 13-20.
- Αποσκίτη 2003
- Μάρθα Αποσκίτη, «Γλώσσα και ύφος του Κρητικού Πολέμου του Μαρίνου Τζάνε Μπουνιαλή», Κρητολογικά. Αναγεννησιακά και νεώτερα, Στιγμή, Αθήνα 2003, σ. 153-159.
- Markomihelaki 2014
- Tasoula Markomihelaki, «“Kastro says…”: The personification of Chandakas in Cretan Literature of the Venetian period», «His Words Were Nourishment and His Counsel Food»: A Festschrit for David W. Holton, επιμ. Efrosini Camatsos & Tassos A. Kaplanis & Jocelyn Pye, Cambridge Scholars Publishing, Cambridge 2014, σ. 101-121.
- Μαρκομιχελάκη 2015
- Τασούλα Μ. Μαρκομιχελάκη, Εδώ, εις το Κάστρον της Κρήτης... Ένας λογοτεχνικός χάρτης του βενετσιάνικου Χάνδακα [Νέα Ελληνική Φιλολογία 7], University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2015.
- Μαυρομάτης 2008
- Γιάννης Μαυρομάτης, «Ο Κρητικός Πόλεμος (1645-1669) σε ελληνικά κείμενα του 17ου αιώνα», Ο Κρητικός Πόλεμος. Από την ιστορία στη λογοτεχνία, επιμ. Στέφανος Κακλαμάνης, Εταιρία Κρητικών Ιστορικών Μελετών, Ηράκλειο 2008, σ. 21-34.
- Νενεδάκης 1979
- Α. Ν. Νενεδάκης (επιμ.), Μαρίνος Τζάνε Μπουνιαλής, Ο Κρητικός Πόλεμος (1645-1669), έκδοση κριτική, εισαγωγή-επιμέλεια, χ.ε.ο., Αθήνα 1979.
- Ξηρουχάκης 1908
- Αγαθάγγελος Ξηρουχάκης (επιμ.), Ο Κρητικός Πόλεμος (1645-1669) Ή συλλογή των ελληνικών ποιημάτων Ανθίμου Διακρούση Μαρίνου Ζάνε, συλλεγέντων και εκδιδομένων υπό του αρχιμανδρίτου Αγαθαγγέλου Ξηρουχάκη, Τύποις του αυστριακού Λόυδ, Τεργέστη 1908.
- Σάθας 1869
- Κωνσταντίνος Ν. Σάθας, Τουρκοκρατουμένη Ελλάς: ιστορικόν δοκίμιον περί των προς αποτίναξιν του Οθωμανικού ζυγού επαναστάσεων του ελληνικού έθνους (1453-1821), Εκ της τυπογραφίας των τέκνων Ανδρέου Κορομηλά, Αθήνα 1869, σ. 223 κ.ε.
- Vlassopoulou 2000
- Maria Vlassopoulou, Literary Writing and the Recording of History. A Study of Marinos Tzane Bounialis’ The Cretan War (17th Century), ανέκδοτη διδακτορική διατριβή, University of Cambridge, Cambridge 2000.
Ετικετες Αναζητησης
Λογοτεχνικό Γένος
ΠοίησηΕποχές - Περίοδοι
Κρητική λογοτεχνία της ακμής ή Κρητική Αναγέννηση (1580-τέλη 17ου αι.) Δημώδης γραμματεία μετά την Άλωση (16ος-18ος αι.) Λογοτεχνία σε φραγκοκρατούμενα-βενετοκρατούμενα μέρη (15ος-17ος αι.)Θέματα
Θάνατος Μουσουλμάνοι Πόνος Συμφορά Χριστιανισμός Θρησκευτική παράδοση Πίστη Φύση (περιγραφή/φυτικός κόσμος) Γνώση Ξενιτειά Ξένος Φτώχεια Ασθένεια Τόπος (περιγραφή) Λαϊκή παράδοση Περιπλάνηση Ανδρεία/ηρωισμός Ζώα (περιγραφή/ζωικός κόσμος) Χαρά Δυτικοί Τύχη/μοίρα Φυσικά φαινόμενα (περιγραφή) Δικαιοσύνη Φόνος Όνειρο, όραμα
Κατάλογος Έργων
- Αισώπου Μύθοι
- Ανακάλημα της Κωνσταντινόπολης
- Άνθη ευλαβείας
- Άνθος των χαρίτων
- Απόκοπος
- Αφήγησις Λιβίστρου και Ροδάμνης
- Αφήγησις παράξενος του ταπεινού Σαχλίκη
- Βαρλαάμ και Ιωάσαφ
- Βασιλεύς ο Ροδολίνος
- Βίοι αγίων
- Διγενής Ακρίτης
- Διήγησις Βελισαρίου
- Διήγησις εξαίρετος Βελθάνδρου του Ρωμαίου
- Διήγησις εξαίρετος ερωτική και ξένη του Ιμπερίου θαυμαστού και κόρης Μαργαρώνης
- Διήγησις εξαίρετος ερωτική και ξένη Φλωρίου του πανευτυχούς και κόρης Πλάτζια Φλώρης
- Διήγησις Ιεροθέου Αββατίου
- Διήγησις και οπτασία ωφέλιμος ορθοδόξου τινός Δημητρίου
- Διήγησις του Αχιλλέως
- Διήγησις του Πωρικολόγου
- Διήγησις του Ρεμπελιού των Ποπολάρων
- Εξήγησις της γλυκείας χώρας Κύπρου, η ποία λέγεται Κρόνικα, τουτέστιν Χρονικόν
- Ερωτικόν ενύπνιον
- Ερωτόκριτος
- Ερωτοπαίγνια
- Ερωφίλη
- Η Βοσκοπούλα
- Η Θυσία του Αβραάμ
- Η Καινή Διαθήκη
- Η Κοσμογέννησις
- Η Φυλλάδα του Μεγαλέξαντρου
- Θησαυρός
- Θρήνος εις τα Πάθη και την Σταύρωσιν του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού
- Θρήνος της Θεοτόκου
- Θρήνος της Κρήτης
- Θρήνος της Κωνσταντινούπολης
- Ιατροσόφια
- Ιστορία και όνειρο
- Ιστορία του Ταγιαπιέρα
- Κατζούρμπος
- Κλίνη Σολομώντος
- Λαϊκές αφηγήσεις
- Λεηλασία της Παροικιάς της Πάρου
- Λόγοι διδακτικοί του πατρός προς τον υιόν
- Λόγος παρηγορητικός περί Δυστυχίας και Ευτυχίας
- Μεγάλον θανατικόν από πανόκλα
- Ο Βίος του Αισώπου
- Ο Έπαινος των γυναικών
- Ο Κρητικός Πόλεμος
- Ο Οψαρολόγος
- Ο Χρονογράφος
- Παιδιόφραστος διήγησις των ζώων των τετραπόδων
- Παλαιά τε και Νέα Διαθήκη
- Πανουργίαι υψηλόταται του Μπερτόλδου
- Πανώρια
- Πένθος θανάτου, ζωής μάταιον και προς Θεόν επιστροφή
- Περί ηρώων, στρατηγών, φιλοσόφων, αγίων και άλλων ονομαστών ανθρώπων, οπού εβγήκασιν από το νησί της Κύπρου
- Περί της ξενιτείας
- Πόλεμος της Τρωάδος
- Πτωχοπρόδρομος
- Ριμάδα κόρης και νιου
- Ρίμες αγάπης (Κυπριακά ερωτικά)
- Σιντίπας
- Σπανέας
- Σπανός
- Στάθης
- Στεφανίτης και Ιχνηλάτης
- Στίχοι γραμματικού Μιχαήλ του Γλυκά ούς έγραψε καθ΄ ον κατεσχέθη καιρόν εκ προσαγγελίας χαιρεκάκου τινός
- Συναξάριον του τιμημένου γαδάρου
- Το κατά Καλλίμαχον και Χρυσορρόην ερωτικόν διήγημα
- Το Χρονικόν του Μορέως
- Φορτουνάτος
- Φυσιολόγος
- Χρονικό του Γαλαξειδιού
- Χρονικό του μοναστηριού του Αγίου Θεοδώρου Κυθήρων
- Χρονικό των Σερρών
- Χρονικόν