Ιστορία και όνειρο
Συγγραφέας: Φαλιέρος Μαρίνος
Το ποίημα (758 στίχοι) χρονολογείται γύρω στα 1418, και είναι η αφήγηση ενός ονείρου του ήρωα/αφηγητή. Πρόκειται για δραματοποιημένη διήγηση, αποτελούμενη από θεατρικούς διαλόγους που τους συνδέει μεταξύ τους ο αφηγητής. Ο ήρωας ονειρεύεται μια ερωτική συνάντηση με την αγαπημένη του και πυρήνας του έργου είναι ο διάλογος των δύο ερωτευμένων στο παράθυρο. Τα κύρια (αφηγητής, Αθούσα) και τα δευτερεύοντα (Μοίρα, Ποθούλα) πρόσωπα του έργου διαλέγονται, μέχρι να διακοπεί το όνειρο την αυγή από το τσίμπημα ενός ψύλλου.
Arnold F. van Gemert (επιμ.), Μαρίνου Φαλιέρου Ερωτικά Όνειρα, κριτική έκδοση με εισαγωγή, σχόλια και λεξιλόγιο [Βυζαντινή και Νεοελληνική Βιβλιοθήκη, 4], ΜΙΕΤ, Αθήνα 2006.
Εισαγωγή
Το κείμενο είναι, σύμφωνα με τους μελετητές, ο πρώτος θεατρικός διάλογος της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Πρόκειται για δραματοποιημένη διήγηση μιας ερωτικής σκηνής, αποτελούμενη από μερικούς θεατρικούς διαλόγους που τους συνδέει μεταξύ τους ο αφηγητής. Ο τελευταίος, που σημειώνεται με το γράμμα Φ (Φαλιέρος), είναι και ο κύριος χαρακτήρας και διηγείται σε πρώτο πρόσωπο στους «αδελφούς» του ένα όνειρο που είδε. Τα πρόσωπα που παρουσιάζονται στο όνειρο είναι τέσσερα: ο ερωτοχτυπημένος αφηγητής Φαλιέρος, η εκλεκτή αγαπημένη του (η Αθούσα), η Μοίρα, ένας συνδυασμός Τύχης και προξενήτρας, και η υπηρέτρια της αγαπημένης, η Ποθούλα. Ο πυρήνας του έργου –που καταλαμβάνει το μισό περίπου κείμενο– είναι ο διάλογος των δύο ερωτευμένων στο σιδερόφραχτο παράθυρο, ενώ η δυσάρεστη κατάληξή του αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα των ερωτικών ονείρων. Η Μοίρα και η Ποθούλα είναι δευτερεύοντα πρόσωπα, ωστόσο ο ρόλος τους στην εξέλιξη της ιστορίας είναι καίριος, καθώς συμβάλλουν στην ευτυχή ένωση του ζευγαριού· τα πρόσωπα αυτά κατάγονται από τους χαρακτήρες της μεσίτριας και της υπηρέτριας, που απαντούν στην παράδοση της λατινικής και ιταλικής κωμωδίας. Τόσο η Μοίρα όσο και η Ποθούλα δεν διαθέτουν παρά μόνο την όψη υπεράνθρωπης δύναμης και έχουν μετατραπεί σε εντελώς ανθρώπινα πρόσωπα (την προξενήτρα και την υπηρέτρια) που συμμετέχουν σ’ έναν διάλογο γεμάτο κωμικά στοιχεία.
Παρόλο που το έργο δεν κρίθηκε άξιο προς εκτύπωση από το βενετικό τυπογραφικό δίκτυο –ή, τουλάχιστον, δεν σώζεται/μαρτυρείται κάποια πρώιμη βενετική έκδοσή του–, γνώρισε κάποια διάδοση, αν κρίνουμε από τη χειρόγραφη παράδοσή του, η οποία περιλαμβάνει τρεις κώδικες των αρχών του 16ου αιώνα, τους Ambrosianus Y suppl. (Α), Vaticanus gr. 1563 (V) και Neapolitanus gr. III B 27 (N). Βασισμένος κάθε φορά και σε άλλο χειρόγραφο, το κείμενο εξέδωσε, σε διαφορετικές χρονικές στιγμές, ο Γ. Ζώρας (1940, 1961 και 1971-72 αντίστοιχα). Ασφαλώς, η πιο ικανοποιητική του παρουσίαση έγινε από τον ολλανδό νεοελληνιστή Arnold van Gemert (2006· 1η έκδ. 1980), ο οποίος στηρίχθηκε στη συγκριτική εξέταση και των τριών χειρογράφων. Το κείμενο παρατίθεται εδώ βάσει της δικής του έκδοσης.
Η Ιστορία και όνειρο εκτείνεται σε 758 ομοιοκατάληκτους δεκαπεντασύλλαβους στίχους και διακρίνεται σε τρεις σκηνές. Στην πρώτη σκηνή εμφανίζεται η Μοίρα για να ενθαρρύνει τον αφηγητή να πλησιάσει την αγαπημένη του και στη δεύτερη η Μοίρα και ο ποιητής, αφού μεταβαίνουν στο σπίτι της κοπέλας, διαπραγματεύονται με την Ποθούλα προκειμένου να τους ανοίξει. Στην τρίτη και τελευταία σκηνή ο Φαλιέρος και η Αθούσα συνομιλούν από το παράθυρο και την ώρα που η κοπέλα ενδίδει ένας ψύλλος τσιμπά τον ποιητή και το όνειρο διακόπτεται. Ο Φαλιέρος χρησιμοποιεί το μέτρο και την ομοιοκαταληξία με αξιοσημείωτη φαντασία και ποικιλία, συνθέτοντας ένα απολαυστικό ανάγνωσμα.
Το ποίημα είναι ένα ερωτικό όνειρο με κωμικο-ρεαλιστικά χαρακτηριστικά, που ο Φαλιέρος το διηγείται με πολύ κέφι. Το όνειρο εδώ δεν είναι μαντικό, αφού η αγαπημένη δεν είναι άγνωστη όπως στα μαντικά όνειρα. Ως όνειρο επιθυμίας αναδεικνύει την ερωτική ανυπομονησία που φτάνει στα όρια της απελπισίας και ασθένειας. Το μεγαλύτερο μέρος του, όπως ειπώθηκε, καταλαμβάνει ένας διάλογος στο παράθυρο, στον οποίο ο Φαλιέρος προσπαθεί να πείσει την Αθούσα, με λόγια και χειρονομίες, να τον αφήσει να μπει μέσα. Σε αντίθεση με το ευγενές ιδεώδες του αυλικού/ιπποτικού έρωτα των δυτικών και, σε μικρότερο βαθμό, των βυζαντινών μυθιστοριών, στο ποίημα του Φαλιέρου βρίσκει κανείς έναν καθαρά σωματικό έρωτα. Το ποίημα, ως ερωτικό όνειρο, ανήκει βέβαια στη δυτική παράδοση. Η θεατρική μορφή και το λογοτεχνικό είδος του contrasto, δηλαδή του διαλόγου στο παράθυρο, ενισχύουν την άποψη πως ο Φαλιέρος εμπνεύστηκε από τη λαϊκή λογοτεχνική παραγωγή της Βενετίας του πρώτου μισού του 15ου αιώνα και μάλιστα, άμεσα ή έμμεσα, από το ερωτικό έργο του βενετού συγχρόνου του, Leonardo Giustinian, αλλά και από την ουμανιστική κωμωδία (14ος-15ος αιώνας) της εποχής του.
Το έργο προοριζόταν πιθανότατα για τον γάμο του με τη Fiorenza Zeno, γόνο αριστοκρατικής οικογένειας των Κυκλάδων, που έγινε το 1418. Το όνομα της αγαπημένης στο ποίημα, Αθούσα, είναι μάλλον ελληνική μετάφραση του ονόματος της γυναίκας του. Συνηθιζόταν στους κύκλους των ευγενών Βενετών της Κρήτης να ανεβάζονται στους γάμους «maritazzi» με σατιρική και ρεαλιστική διάθεση και βιογραφικούς υπαινιγμούς για τη ζωή του γαμπρού και της νύφης. Υποθέτουμε, λοιπόν, ότι ο ερωτικός διάλογος με την Αθούσα πρέπει να γράφτηκε γύρω σ’ εκείνα τα χρόνια.
Τη λογοτεχνική αξία του ποιήματος πρόσεξαν πολλοί αξιόλογοι μελετητές της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Αναφέρουμε χαρακτηριστικά τον Λίνο Πολίτη (1987, 22), ο οποίος στη Συνοπτική ιστορία της νέας ελληνικής λογοτεχνίας σημειώνει για το ποίημα: «φανερώνεται μια λυρικότερη διάθεση και ένα τεχνικό μεταχείρισμα της γλώσσας και του στίχου». Ο μελετητής του Φαλιέρου Γ. Ζώρας (1961, 13), στη δική του έκδοση του έργου το 1961, παρατηρεί «τας ποιητικάς εικόνας» και «τινά ζωηρότητα και χάριν εις το στιχούργημα του Φαλιέρου», ενώ ο Arnold van Gemert, που επιμελήθηκε την έκδοση των δύο ερωτικών ονείρων του Φαλιέρου το 1980, υπογραμμίζει το πολυπρισματικό ενδιαφέρον του έργου.
Τόσο η Ιστορία και όνειρο όσο και το συντομότερο και απλούστερο Ερωτικόν ενύπνιον –που παραδίδεται αμέσως μετά το πρώτο ποίημα (μόνο) στον Νεαπολιτικό κώδικα– ανήκουν στο είδος του ερωτικού ονείρου, της ιστορίας δηλαδή που διηγείται την ονειρεμένη ερωτική ευτυχία ή επιτυχία και το απογοητευτικό ξαφνικό ξύπνημα την ώρα που η επιθυμία του πρωταγωνιστή κοντεύει να ικανοποιηθεί. Ποιήματα που διηγούνται όνειρα ή οράματα, ειδικά σε σύγκριση με τη Δύση, είναι εξαιρετικά σπάνια στη μεσαιωνική ελληνική λογοτεχνία. Το μόνο είδος που είχε κάποια διάδοση ήταν το όραμα του Κάτω Κόσμου, που αποτελεί και το αφηγηματικό πλαίσιο σε πολλά πρώιμα δημώδη κείμενα (βλ. Λαμπάκης 1982, 156-214), τα περισσότερα από τα οποία εγγράφονται στην πρώτη φάση της κρητικής λογοτεχνίας – ανάμεσά τους ξεχωρίζουν ο εμβληματικός Απόκοπος (α΄ ή β΄ μισό του 15ου αιώνα) του Μπεργαδή και η Ρίμα θρηνητική του Πικατόρου (πιθανότατα β΄ μισό του 15ου αιώνα). Το ερωτικό όνειρο το βρίσκουμε μόνο ως μικρό επεισόδιο στα δημώδη μεσαιωνικά ερωτικά μυθιστορήματα. Αντίθετα, στη Δύση το όνειρο ή το όραμα ήταν ένας από τους δημοφιλέστερους τύπους της μεσαιωνικής ποίησης. Χρησίμευε ως πλαίσιο για έργα πολλών ειδών, μεταξύ αυτών και τα ποιήματα ερωτικού περιεχομένου, επειδή είναι ο πιο άμεσος τρόπος για να μεταφερθεί ο εραστής στον περιπόθητο τόπο του έρωτα και να περιγράψει τις ονειρευτές ηδονές αλλά και την απόγνωση του ξαφνικού ξυπνήματος. Πάντως, το όνειρο, ως αυτοτελές ποίημα, είναι γνωστό από τα ελληνιστικά χρόνια. Το βλέπουμε να εμφανίζεται σε μερικά επιγράμματα και επίσης να ενσωματώνεται και στα μεταγενέστερα μυθιστορήματα. Στη λατινική λογοτεχνία το συναντάμε στον Οβίδιο, ενώ φαίνεται να είναι γνωστό και πριν από την Αναγέννηση και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες (λ.χ. Γερμανία, Ολλανδία κ.ά.).
Ο ποιητής Μαρίνος Φαλιέρος
Ποιητής ευγενικής βενετικής καταγωγής, ο Μαρίνος Φαλιέρος γεννήθηκε περίπου το 1397 και πέθανε το 1474. Ήταν ο δεύτερος γιος του Marco Falier, του μόνου κληρονόμου του κρητικού κλάδου της ευγενούς βενετικής οικογένειας των Falier. Κατείχε γενικά σπουδαία θέση στους κύκλους των βενετοκρητικών φεουδαρχών, αφού ήταν ένας από τους πιο μεγάλους φεουδάρχες και γαιοκτήμονες της κεντρικής και ανατολικής Κρήτης, ενώ δραστηριοποιήθηκε και πολιτικά. Από τα είκοσι πέντε του χρόνια ήταν μέλος του Μείζονος Συμβουλίου του Χάνδακα και τακτικά και της Γερουσίας. Το 1426 προθυμοποιήθηκε να αρματώσει με δικά του έξοδα μια γαλέρα για να πολεμήσει τους Τούρκους. Τον επόμενο χρόνο υπηρετούσε ως «supracomitus», δηλαδή ως καπετάνιος, σε ένα από τα δύο πολεμικά πλοία που διέθετε η Κρήτη για τις αμυντικές ανάγκες της Βενετίας.
Η μόρφωσή του δεν πρέπει να ήταν μεγάλη. Γράφει τα ελληνικά που άκουγε γύρω του, στους δρόμους και στις ορθόδοξες εκκλησίες. Ήδη στα 1400, έπειτα από δύο αιώνες ζωής στην Κρήτη, οι Βενετοί είχαν γλωσσικά εξελληνισθεί. Το περίπλοκο ύφος του Φαλιέρου και η χρήση σπάνιων λέξεων και εκφραστικών τρόπων δείχνουν ότι μητρική γλώσσα του ποιητή ήταν τα ελληνικά. Τη λόγια βυζαντινή λογοτεχνία, όπως φυσικά και τα αρχαία ελληνικά, δεν φαίνεται να τα ήξερε. Οι σχετικά λίγοι αρχαϊσμοί είναι σχεδόν όλοι παρμένοι από την εκκλησιαστική γλώσσα. Από τη δημώδη μεσαιωνική λογοτεχνία μάλλον είχε διαβάσει ερωτικά/ιπποτικά μυθιστορήματα. Εκτός από ελληνικά, ήξερε, βέβαια, τα ιταλικά και τα βενετσιάνικα και επηρεάζεται σημαντικά από τη δυτική λογοτεχνία της εποχής του.
Στον Μαρίνο Φαλιέρο αποδίδονται με ασφάλεια πέντε ποιητικά έργα : δύο ερωτικά όνειρα, το Ιστορία και όνειρο και το Ερωτικόν ενύπνιον, δύο παραινετικά-παρηγορητικά, η Ρίμα παρηγορητική και οι Λόγοι διδακτικοί του πατρός προς τον υιόν και, ακόμη, ένα θρησκευτικό, ο Θρήνος εις τα Πάθη και την Σταύρωσιν του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού. Πιθανότατα όλα τα ποιήματά του συντέθηκαν στην περίοδο 1418/1420-1430, με τα δύο ερωτικά όνειρα να θεωρούνται τα παλαιότερα έργα του. Είναι γραμμένα σε ομοιοκατάληκτους δεκαπεντασύλλαβους στίχους και παρουσιάζουν ενδιαφέρον από λαογραφική, γλωσσική και γραμματολογική άποψη. Επιπλέον, όλα τα ποιήματα του Φαλιέρου αποπνέουν ένα δυτικό πνεύμα, με εξαίρεση βέβαια τους Λόγους διδακτικούς που, όμως, αποτελούν πολύτιμη πηγή πληροφοριών για την καθημερινή ζωή των αρχοντικών βενετικών οικογενειών της Κρήτης (van Gemert 2007, 158).
Οι φίλοι και αδερφοί στους οποίους απευθύνεται ο Φαλιέρος στα ποιήματά του πρέπει να ανήκαν στους ίδιους κύκλους με τον ποιητή· από τη μια, ζούσαν μέσα στο πολιτιστικό κλίμα της Βενετίας και παρακολουθούσαν και εκτιμούσαν τη λογοτεχνική της κίνηση, από την άλλη, ήταν κάτοχοι και της ελληνικής γλώσσας. Γι’ αυτούς τους ανθρώπους που ζούσαν ανάμεσα στους δύο κόσμους προορίζονταν τα ποιήματα του Φαλιέρου.
Αποσπάσματα
Εισαγωγή. Αρχή της πρώτης σκηνής: ο ποιητής συνομιλεί με τη Μοίρα του (στ. 1-80)
Οι στίχοι 1-8 αποτελούν την εισαγωγή του ποιήματος. Αφού πληροφορήσει τους αναγνώστες του για τα πρόσωπα του έργου, ο Φαλιέρος μάς εισάγει στο θέμα του ποιήματος: το ερωτικό όνειρο τον επισκέφθηκε σε μια στιγμή που οι καημοί του έρωτα τον έριξαν σε έναν βαθύ και βασανισμένο από ερωτικά παράπονα ύπνο. Μετά την εισαγωγή, ξεκινά η περιγραφή του ονείρου με κάθε λεπτομέρεια. Από τον στίχο εννιά, αρχίζει η πρώτη σκηνή του έργου με τον ποιητή και τη Μοίρα να συζητούν στο δωμάτιό του. Η προσωπική Μοίρα του ποιητή εμφανίζεται στον ύπνο του και του φέρνει το ευχάριστο μήνυμα πως η αγαπημένη του αρχίζει να ενδίδει. Η Μοίρα δείχνει μητρική φροντίδα για τον Φαλιέρο, που ανυπομονεί να σιγουρευτεί για την καλή είδηση και δεν σταματά να παραπονιέται για την οδύνη του ερωτικού πόθου. Από τον στίχο 80 και μέχρι να τελειώσει η πρώτη σκηνή (στ. 172), η Μοίρα αγανακτεί με τα παράπονά του και τον βεβαιώνει ότι και η ίδια υποφέρει για χατίρι του και δεν είναι όσο παντοδύναμη και άτρωτη νομίζει ο Φαλιέρος. Την αδυναμία της την εξηγεί με αναφορά στην Τριάδα: Ριζικό, Τύχη, Μοίρα, τρία πρόσωπα με μία φύση, που συχνά βρίσκουν αφορμές για διενέξεις και μπελάδες.
|
ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΟΝΕΙΡΟ
|
|
| τοῦ εὐγενεστάτου ἄρχοντος κυρίου Μαρίνου Φαλιέρου Ὅπου θωρεῖς Φ μιλεῖ ὁ Φαλιέρος καὶ ὅπου θωρεῖς Μ μιλεῖ ἡ Μοίρα
|
|
5 | Φ. καθὼς ἐδόθη μὲ πικριὲς τέτοιας γλυκιᾶς αἰτίας νὰ πέφτουν ἀπὸ πόθου τους ἄθλιοι καὶ πονεμένοι, διαπὰς μὲ παραπόνεσιν ἔστοντας βυθισμένοι, ἴτις ἐγίνη πρὸς ἐμὲν κι ἔπεσα βυθισμένος, |
|
10 | ἄθλιος εἰς τὴν κλίνη μου καὶ παραπονεμένος· κι οἱ μέριμνες τοῦ πόθου μου τόσα ποὺ μ’ ἐσκοτίσαν, γιὰ νά ’ν’ πολλὲς καὶ δυνατές, εἰσμιὸν μ’ ἀποκοιμίσαν. Κι ἐφάνη μου στὸν ὕπνο μου κι ἦλθε τὸ Ριζικό μου καὶ ἀπὸ τὸν φόβον νὰ τὸ πῶ τίποτις δὲν ἐτρόμου, |
|
15 | δὲν ἀποκότου νὰ τὸ πῶ τὰ ρέγουμουν ποθώντα, ὁ νοῦς μου στὰ φερνάμενα ποτάποια νά ’ν’ φοβώντα, μ’ ἀπόμεινα μὲ λογισμὸν δύσκολος κι ἐκειτάμη καὶ μετὰ πόθου καὶ χαρᾶς ἄρχισα κι ἐτρεμάμη. Καὶ ἀπάνω ὅνταν ἐβούλουμου νὰ τοῦ ζητήσω ἐκεῖνο |
|
20 | τὸ δὲν ἠμπόρου νὰ βαστῶ οὐδὲ νὰ τ’ ἀπομείνω, διαπὰς ἀπεὶ μ’ ἐβύθισε εἰς λογισμὸν μεγάλο ὁπ’ ὧρες τοῦτο μ’ ἔφερνε, ὧρες ἐκεῖνον τ’ ἄλλο, τὸ Ριζικό μου τὴν χαρὰ τὴν εἴχενε φερμένη, γνωρίζοντα τὴν κόπιδα τὴν ἔχει ὁπ’ ἀνεμένει |
|
25 | καὶ ἀπεὶ μὀσίμωσε κοντὰ κι εἶδεν κι εἰς τὰ λαλήση δὲν ἔν’ τινὰς διὰ μέσου μας διὰ νὰ μᾶς σκανδαλίση, μὲ πρόσωπον πασίχαρο ἤρχισε ν’ ἀναφέρνη, οὐδὲν τοῦ φαίνοντα καιρὸς πλέο νὰ παραδέρνη. Κι εἶπε μου: |
|
30 | Μ. νὰ τρύπησε τὸ μάρμαρο, νά ’λυσε τὸ λιθάρι; Τ’ ἄγριο θεριὸν ἐσύμπεσε νὰ σὲ ψυχοπονᾶται καὶ μετὰ τό ’χεν ὄργητα ἄρχισε ν’ ἀγαπᾶται. Πέσε, σκεπάσου, τέκνο μου. Τί ἔχεις καὶ ἀνακατώθης; Γιὰ τὴν χαρὰν τὴν ἔλαβες βλέπω τὸ κρυὸ δὲ γνώθεις. |
|
|
χίλια καλῶς ἀπέσωσεν τὸ παρηγόρημά μου. Ἀλίμονον, ἀπέθαινα ἂν ἤθελεν ἀργήσει ἄλλο δαμὶ ὁ πόθος σου νὰ μὲ παρηγορήση. Μ. |
|
| τὸν πόθον πόσα δύνεται πρὸς τὸν ἐμπιστεμένο. Δόξα σοι ὁ Θιὸς καὶ βλέπω σε ὅλη ἀναγαλλιασμένη· χίλια καλῶς ἀπέσωσεν ἡ ἀναζητημένη! Μ. Φ. |
|
| μά ’θελα νὰ τὸ γνώριζε ἴτις καλὰ κι ἐκείνη ὁποὺ κατὰ τὴν ὄρεξιν τὴν ἐδικήν της κρίνει. Μ. στράτα γοργὸ τὰ κόπια μας τὰ τόσα ν’ ἀντιμέψη. Φ. |
|
50 | ἡ χρεία τῆς ἀγάπης μου, ὁ χρόνος νὰ μὲ γιάνη; Μ. γιατὶ ἔχω ἀκριβότατη φιλότριαν τὴ ζωή σου. Φ. ὅτι ὁποὺ κρίνει μέλλεται τὰ κρίνει νὰ τὰ γνώθη. |
|
| Καὶ ἂν ἔναι ἀλήθεια καὶ ἀγαπᾶς νὰ γλυκαθῆ ἡ πικριά μου, τώρα τὸ θέλω στοχαστῆ μὲ δοκιμὴ στὴν χρειά μου. Μ. ἀμ’ ἤθελα νὰ σκέπαζες καμπόσο τὸ κορμί σου! Φ. |
|
60 | Τὴν προθυμιὰν τῆς νιότης μου μοῦ λὲς νὰ βάλω κάτω; Ἐγὼ γρικῶ τὰ μέλη μου καὶ πάσχου νὰ πλαντάξου κι ἐσὺ μοῦ λές: Εἰς τὴν ἰστιὰν ἔμπα γοργό, φυλάξου! Μ. Φ. ἄσι μ’ ἐδὰ καὶ χαίρομαι σότά ’ρθεν ἡ χαρά μου. |
|
65 |
καὶ ἀπείτις κρυάν’ ἡ θέρμη σου, στανιό σου θέλεις πέσει. Φ. ὁπὄχει πόθο μέσα του πῶς ἠμπορεῖ νὰ κρυάνη; Μὰ πέ μου πούρι: Ἐμέρωσε τ’ ἄγριο θεριὸν ἐκεῖνο; |
|
|
Φ. Μ. Πρῶτας ἐντύσου κι ὕστερα θέλομε συντυχαίνει. Φ. |
|
|
Φ. Μ. Φ. ἅπλωσ’ ἐδῶ καὶ θὲς ἰδεῖ πῶς λακταρεῖ ἡ καρδιά μου. Μ. |
|
80 | κάμνουν ζεστὰ τὰ μέλη σου καὶ τρέμεται ἡ καρδιά σου. Φ. Μ. Φ. Μ. μ’ ἂ θέλει ὁ Θιός, παρηγοριὰ θαρρῶ γοργὸ νὰ δοῦμε. |
|
- Rembrandt, Νεαρός άνδρας που κοιμάται/Sleeping young man.
Πηγή: Pinterest - José de Ribera, Το όνειρο του Ιακώβ/Jakob’s dream, 1639, ελαιογραφία σε καμβά, Μουσείο Prado, Μαδρίτη.
Πηγή: Wikimedia Commons
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- «Liebestraum-Love Dream» του ούγγρου συνθέτη και βιρτουόζου του πιάνου Franz Liszt (19ος αιώνας), σε σύγχρονη εκτέλεση.
Πηγή: YouTube«Ενύπνιο» (ορχηστρικό), από το άλμπουμ του Θανάση Παπακωνσταντίνου Αγρύπνια, Lyra 2007.
Πηγή: Επίσημο κανάλι του Θανάση Παπακωνσταντίνου στο YouTube«Μόνο στα όνειρα», στίχοι: Θανάσης Βούτσινος, μουσική & ερμηνεία: Μιχάλης Χατζηγιάννης, από το άλμπουμ Παράξενη γιορτή, RCA 2000.
Πηγή: YouTube«Πάρε με στο όνειρο», στίχοι & μουσική: Γιώργος Ανδρέου, ερμηνεία: Ελένη Τσαλιγοπούλου & Αλκίνοος Ιωαννίδης, από το άλμπουμ Αλλάξει κάθε που βραδυάζει, Ακτή 1999.
Πηγή: YouTube«Το όνειρο», στίχοι: Διονύσιος Σολωμός, μουσική: Μάνος Χατζιδάκις, ερμηνεία: Δημήτρης Ψαριανός, από το άλμπουμ Ο Μεγάλος Ερωτικός, Νότος 2006 (1η κυκλοφορία 1972).
Πηγή: YouTube«Το όνειρο», στίχοι-μουσική-ερμηνεία: Νίκος Παπάζογλου, από το άλμπουμ Μέσω νεφών, Lyra 1986.
Πηγή: YouTube«Χθες βράδυ στο όνειρό μου», στίχοι: Ηλίας Κατσούλης, μουσική: Νίκος Τάτσης, ερμηνεία: Δημήτρης Ζερβουδάκης, από το άλμπουμ Έχε το νου σου..., Minos 1994.
Πηγή: YouTube«Όνειρο ήτανε», μουσική-στίχοι-ερμηνεία: Αλκίνοος Ιωαννίδης, από το άλμπουμ Ανεμοδείκτης, Cobalt Music 2006 (1η κυκλοφορία: Mercury 1999).
Πηγή: Επίσημο κανάλι της Cobalt Music στο YouTube
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Αρχή της δεύτερης σκηνής: ο ποιητής συνομιλεί με τη Μοίρα και την Ποθούλα πριν την εμφάνιση της αγαπημένης του (στ. 173-296)
Από τον στίχο 173 αρχίζει η δεύτερη σκηνή του ποιήματος, όπου ο Φαλιέρος συζητά με τη Μοίρα και την Ποθούλα στην πίσω πόρτα του σπιτιού της αγαπημένης του. Κι ενώ στην πρώτη σκηνή τα πρόσωπα που διαλέγονταν ήταν δύο, ο ποιητής και η Μοίρα, τώρα εμφανίζεται στο όνειρο και η Ποθούλα, η υπηρέτρια της κοπέλας, που ενθαρρύνει κι αυτή τον ερωτευμένο νέο. Η Μοίρα οδηγεί τον Φαλιέρο στο σπίτι της αγαπημένης του και ανοίγει μια μυστική πόρτα, απ’ όπου προβάλλει η Ποθούλα. Ο Φαλιέρος λιποθυμά από την αγωνία του δύο φορές και τελικά η πόρτα κλείνει μπροστά του. Στον στίχο 297 ο ποιητής αρχίζει να συνέρχεται και μέχρι το τέλος της δεύτερης σκηνής (στ. 394) δέχεται τα ενθαρρυντικά λόγια της Μοίρας, ενώ εντωμεταξύ η Ποθούλα επωμίζεται την ευθύνη να πείσει την αγαπημένη του να δεχτεί στο σπίτι της τον ερωτοχτυπημένο Φαλιέρο.
|
ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΟΝΕΙΡΟ στ. 173-296
|
|
175 | Φ. ἐπαίρνει με καὶ βγάνει με στὸ νυκτικὸν ἀέρα καὶ ὁ νοῦς μου ἐδιαλογίζετο τὸ τέλος νά ’ν’ ποτάποιο. |
|
180 | Μὲ τῶν ἀστέρων τὴν φωτιὰ ἔπαιρνα σὰν θαράπιο κι ἐδῶ κι ἐκεῖ παγαίνοντας μὲ τὴν πιδεξιοσύνη μὲ κόπον ἀποσώσαμε καὶ μὲ ἀγαλοσύνη εἰς θύραν ἀπερίκοπην, παλιὰ καὶ ἀραχνιασμένη, πολλὰ στριφνιὰ καὶ δυνατὰ ὁπού ’τον σφαλισμένη. |
|
| Λέγει μου: Μ. Φ. κι ἐσώπασα, δὲν ἤξευρα ἀπιλογιὰ νὰ δώσω. Κι ἐκείνη ὁποὺ τὰ γνώριζε τὰ σωθικά μου ἀπόσω, Μ. |
|
190 | τούτη ἔναι ὁποὺ σοῦ κόπιαζε τὸ λεύτερό σου πνέμα. Μὰ ’δὰ σοῦ θέλει ἀντιμευτῆ πλιὸ παρὰ ποὺ κοπιάζεις, ὁπὄβανε ψυχή, κορμὶ γιαταῦτο νὰ πειράζης. Κι ἡ πόρτα τούτη μὲ κρουφὸ τρόπον ὀγιὰ ν’ ἀνοίγη, πίστεψε, καὶ γιὰ νά ’ν’ στενή, τὴν ξεύρουσιν ὀλίγοι. |
|
195 | Φ. λέγει μου: Μ. Φ. μέσα ἐκ τὴν πόρταν, ἔπασκε ὅλη νὰ τὴν παστρεύγη κι ἐσκόπουν κι ἐθαυμάζουμου τὸ τίντα νὰ γυρεύγη. Δεύτερον πιάνει τὸ κλειδί, λέγει μου: |
|
200 | Μ. ὁπὄδωσε τὴν δύναμη τοῦ πόθου σου κι ἐκτίστη. Φ. τοὺς εἶχα στὴν ἀνάγκη μου καθημερνοὺς πειράκτες. Λέγει μου: Μ. ἐδῶ κι ἡ ταπεινότητα, ἔ κι ἡ καλογνωμιά σου. |
|
205 | Βλέπεις πῶς κόφτου σίδερα, ξύλα, καὶ λυοῦν τὴν πέτρα; Τοῦτο τὸ μέσο μ’ ἔφερε στὰ σημερνὰ τὰ μέτρα. Κι ἐχάρηκα κι ἐδάκρυσα στὰ καλοσυνεμένα, τὴν κρίσιν καὶ τὸ δίκιο μου τό ’βλεπα εἰς ἐμένα, κι ἐδόξαζα τὸν Ἔρωτα πρῶτον ὡς δουλευτής του |
|
210 | κι ἐκείνη καὶ τὲς πρόλοιπες φίλαινες εὐχαρίστου κι εἰσμιὸν μὀκίνησε γλυκιὰ μέριμνα νὰ μοῦ μπαίνη. Τότες ἀνοίγει καὶ θωρῶ τρυγόνι καὶ προβαίνει. Καὶ ὁ νοῦς μου νὰ συχαίρεται τὴν τύχη μου σκοπώντα, διαπὰς χλωρὸν κλαδὶν ἐλιᾶς στὸ στόμαν του βαστώντα. |
|
215 | Καὶ ὁ σπλαχνικότατος βοηθὸς πρὸς τὸν τσιγαρισμένο μὲ πρόσωπον πασίχαρο καὶ καλοσυνεμένο μοῦ λέγει: Π. Ἀκόμη δὲν ἐσώπασες νὰ κλαίγης, νὰ θρηνᾶσαι; Ἀγάλλου κι ἔχεις τοὺς βοηθοὺς ὀμπρὸς εἰς τὴν κυρά σου: |
|
220 | τὸν πόθο σου, τὴν πίστη σου καὶ τὴν ἁπλότητά σου. Κι ἦτον ἀνάγκη νά ’ν’ κι οἱ τρεῖς ὁμάδι ὀκαὶ νὰ σμίξου, ὅτι γιὰ νὰ μπορέσουσιν ἔμπασμα νὰ σ’ ἀνοίξου. Φ. ἐκ τὴν χαρὰν ἐκίνησε τὸ φῶς μου νὰ δακρυώνη |
|
225 | καὶ ἀπείτις τὸν χαιρετισμὸν ἔδωκε πληρωμένο, τοῦτο τῆς ἀπεκρίθηκα μὲ σχῆμα τιμημένο: «Ὁποὺ πονεῖ δὲν ἔν’ καλὰ καὶ ὁπ’ ἀστενεῖ δὲ γιαίνει καὶ δίχως κόπιδα καμιὰ δὲν στέκει ὁπ’ ἀνιμένει καὶ ὁποὺ βοηθᾶ τ’ ἀνήμπορου καὶ τῶν ἀπολπισμένω |
|
230 | ἔργον πιτήδειον πολεμᾶ καὶ πολυπαινεμένο. Καὶ εὐχαριστῶ κι ἐσὲν πολλὰ καὶ τὴ γλυκιά μου Μοίρα καὶ αὐτὸν τὸν Θιὸν ὁπ’ ἄνοιξεν τὴν τρίζινην τὴν θύρα». Καὶ μέσα ’ς τούτην τὴ λαλιὰ ἄρχιζε σὰν ἡμέρα νὰ διαφωτίζη, νά ’ρχεται μ’ ἕναν γλυκὺν ἀέρα, |
|
235 | κι ἐγὼ φοβώντας μή ’ν’ αὐγὴ – ἢ καὶ πουρνὸ κρατώντα – καὶ πέσω εἰσὲ πειρασμὸν γὴ ἀδέξιο μελετώντα λέγω τῆς Μοίρας μου: «Γοργό, σπούδαξε νὰ στραφοῦμε», καὶ αὐτὴ γρικώντας καὶ τὸ πῶς κι ἔγνωθε πῶς φοβοῦμαι ἀρχίζει νὰ συχνογελᾶ κι ἐμένα πλιὰ τρομάρα |
|
240 | μ’ ἀνέβαινε θωρώντα τη, νά ’ρθω εἰς λιγωμάρα. Λέγει μου: Μ. Τί ἔχεις καὶ δίχως σκάνδαλο δειλιαστικὸς ἐχάθης; Αὐτὴ ἡ λάμψη τὴν θωρεῖς δὲν ἔναι τοῦ πλανήτη, οὐδ’ ἀπολπίσει θὲς ἐσὺ πριχοῦ νὰ βγῆς ’κ τὸ σπίτι, |
|
| ἀμ’ ἔν’ αὐγὴ τῆς μαρτυριᾶς, τὸ φῶς τῆς γῆς τοῦ ἡλίου καὶ σύρνεται ἀνατέλλοντα στὴ στράτα τοῦ πουλίου καὶ ἔχει σῶμα σαρκικό, ἔχει καὶ ἀνθρώπου πνέμα καὶ αὐτή ’ναι ἥλιος καὶ ἄνθρωπος, οἱ δυό, κατὰ τὸ βλέμμα. Φ. |
|
250 | νὰ συβουλέψη, νὰ μοῦ πῆ εἰς τέτοιαν χρειὰν ὁπού ’μου, τότε μοῦ λέγει: Μ. ἔ καὶ ὁ γιατρὸς τοῦ πόθου σου ὁποὺ σὲ θέλει γιάνει. Κι ἐγὼ τ’ ἀκούσειν ἔτρεμα καὶ ἀγάλλουμου ποθώντα μοίραν ἀπὸ τὰ πράματα ὁπού ’χα συντηρώντα |
|
255 | καὶ ἀπόμεινα μὲ μία χροιὰ καὶ μ’ ἕνα τέτοιον σχῆμα ὁπού ’τον νὰ μὲ δῆ τινὰς λύπηση κι ἕνα κρίμα. Καὶ ὡς ἦλθε καὶ ὡς ἐπρόβαλε κι ἐφάνην ἡ κυρά μου, λέγει μου: Μ. Φ. ξαμώνω νὰ τὴν στοχαστῶ κι ἐμέναν ἡ φωτιά της, |
|
260 | ὥσπερ ἡ λάμψη τοῦ ἡλιοῦ ὅντ’ ἔναι στὰ ψηλά της θαμπώνει ὅσοι τὸν ἰδοῦ κι εἰσμιὸν τὸ φῶς τους σβήνει, ἔτσι κι ἐμέναν ἔποικε ἡ λάμψη της ἐκείνη. Κι ἤσβησε κι ἐσκοτείνιασε ἴτις πολλὰ τὸ φῶς μου ’τι δὲν ἐξεκαθάριζα καθόλου τί ἔναι ὀμπρός μου. |
|
265 | Καὶ ὡς ἦτον ἀγαθότατη, ἴδιον καὶ φυσικόν της τὸν ξένο πόνο νὰ πονῆ ὡσὰν τὸν ἐδικόν της, ἐγρίκησα τὴ Μοίρα μου μαζὶ μὲ τὸ τρυγόνι ὀκ’ ἐλυπήθηκε πολλά, κι εἰσμιὸν τὴν ὥρα ἁπλώνει τὸ Ριζικὸ στὸ χέρι μου καὶ σφίγγει καὶ κρατεῖ με |
|
270 | καὶ ὡς φρόνιμη γνωρίζοντα τοὺς πόνους μου πονεῖ με: Μ. Τώρα τυχαίνει ἀπόκοτος κατὰ τοῦ πόθου νά ’σαι. Εἰς τόσο λίγο τίποτις τρομάσσεις καὶ ἀποθαίνεις! Πῶς θὲς γενῆ μὲ τὸ πουλὶ ἐκεῖνο τ’ ἀνιμένεις; |
|
| Ἄντρεψε τὴν καρδίτσα σου, συνήφερε τὸ νοῦ σου καὶ στάσου μὲ τὴν συμβουλὴ γιὰ ’δὰ τοῦ Ριζικοῦ σου. Βλέπω την καὶ κοντεύγεται κι ἔλα γοργὸ νὰ δοῦμε, ὀκ’ ἐδεπὰ δὲν ἔν’ καιρὸς νὰ στέκωμε ν’ ἀργοῦμε. Φ. |
|
280 | τό ’τι ’τον χρειὰ ν’ ἀποκοτᾶ νὰ πιάση καὶ ν’ ἀφήση, ἀπάνω ὅνταν ἐμπαίναμε στὴν πόρταν, ἀφικροῦμαι, ἀκῶ μιὰ σκλόπα κι ἔκραζε καὶ ἀρχίζω νὰ φοβοῦμαι καὶ ’ς τοῦτον ἐξεσύρθηκα καὶ ὁ πόρος ἐσφαλίστη κι ἐγὼ τὴν ὥρα ἐκ τὴν πικριὰν ἔπεσα κι ἐζαλίστη |
|
285 | κι ἐγρίκου νὰ μαζώνεται πρὸς τὴν καρδιὰ τὸ αἷμα καὶ ἀγάλια ἀγάλια νὰ ζητᾶ νὰ βγῆ ἀπὸ μὲν τὸ πνέμα. Κι ἐκείνη ὁποὺ μ’ ἐκήδευγε, θωρώντα με πῶς ἤμου, μὲ τὸ ψυχρόν της φύσισμα ἐκράτειε τὴν πνοή μου καὶ μὲ τὸ μαντιλάκιν της ὧρες καὶ μὲ τὴ χέρα |
|
290 | μ’ ἐσφόγγιζε κι ἐχάριζε παρηγοριὰ καὶ ἀέρα καὶ μὄλεγε: Μ. μηδὲ γι’ αὐτεῖνο τὸ θαρρεῖς θελήσης ν’ ἀπολπίζης. Τέτοια συχνιὰ συγέρνουσι πρὸς τοὺς ποθοκρατοῦντας. Καὶ τίς τὸ ξεύρει κάλλια σου μὲς στοὺς πολυπαθοῦντας; |
|
295 | Φέρε, σηκώσου καὶ ἄνοιξε τὰ μάτια σου, παιδί μου, γιατ’ εἶδα καὶ πολλὲς φορὲς ἦλθεν εἰς ἀκοή μου ἐκεῖνον ὁποὺ φαίνεται καὶ μάχει καὶ ἀντιτείνει ν’ ἀλλάξη καὶ πολλὰ γοργὸ νὰ στρέψη εἰς καλοσύνη καὶ τὸ κακὸ νὰ γίνεται πολλὲς βολὲς βοτάνι |
|
| κι ἐκεῖνον τὸν κρατοῦν νεκρὸν ν’ ἀνασταθῆ, νὰ γιάνη. |
|
- Gustave Courbet, Ο απελπισμένος άνδρας/The Desperate Man, αυτοπροσωπογραφία, ελαιογραφία σε καμβά, περ. 1843, ανήκει σε ιδιωτική συλλογή.
Πηγή: Wikimedia Commons
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Αρχή της τρίτης σκηνής: ο ποιητής εκστασιασμένος από την εμφάνιση της αγαπημένης (στ. 395-422)
Η τρίτη –και τελευταία– σκηνή του έργου ξεκινάει από τον στίχο 395. Στη σκηνή αυτή εμφανίζονται όλα τα πρόσωπα (Φαλιέρος, Αθούσα, Μοίρα, Ποθούλα) και συνομιλούν μπροστά σ’ ένα παράθυρο, στο σπίτι της Αθούσας. Αποτελεί το σημαντικότερο μέρος του ποιήματος, μιας και πρόκειται για τον ερωτικό διάλογο του ποιητή με την αγαπημένη του. Στους στίχους 395-422 ο Φαλιέρος αντικρίζει την καλή του και, αποσβολωμένος από την ομορφιά της, χωρίς όμως να χάνει χρόνο, εκδηλώνει την ερωτική του επιθυμία.
|
ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΟΝΕΙΡΟ στ. 395-422
|
|
| Φ. |
|
400 | χιονάτη καὶ γλυκότατη ἦλθε μὲ μιὰ γλυκάδα ἀξείκαστη κι ἐστάθηκε τὴν ἐρωτιὰ γεμάτη κι ἕναν ἀπίδιν ὄμορφο, βασιλικὸν ἐκράτει κι ἔδειχνε μὲ τὸ χέριν της κι ἐλάλειε κι ἐσυγέλα, καὶ ὡς ἔγνωθα καὶ τὸ ’θελα κι ἐκεῖνες πὼς τὸ θέλα, |
|
405 | μὲ φόβον καὶ ντροπὴν πολλὴ καὶ ἀποκοτιὰν καὶ ἀγάπη, καλὰ καὶ μὲ τὰ πάθη αὐτὰ ὅλα νὰ παρατράπη, καὶ ἀπείτις τῆς ἐσίμωσα κι εἶδα την καὶ θωρεῖ με κι ἐγνώρισα μὲ τ’ ἄλλον της σημάδι καὶ πονεῖ με, μὲ γλώσσα καὶ μὲ πρόσωπον γλυκὺ καὶ ἀγαπημένο |
|
410 | τὸ ρόδο μου ἐχαιρέτησα τὸ πολυζητημένο, παινώντα τὴν ἀγάπην της καὶ τὴν καλογνωμιάν της καὶ εὐχαριστώντα την πολλὰ μετὰ τὴν συντροφιάν της: «Ὦ πολυζητημένη μου, ὦ φῶς μου καὶ ψυχή μου, καὶ ποιὰ καρδιὰ νὰ δηγηθῆ τὴν ἀναγάλλιασή μου! |
|
415 | Δόξα σοι ὁ Θιὸς κι ἐπίτυχε ὁ δοῦλος τὴν κυράν του νὰ τὴν θωρῆ καλόγνωμη κατὰ τὴν πεθυμνιάν του. Δόξα σοι ὁ Θιὸς ὀκαὶ ὁ καιρὸς καὶ ὁ τόπος προξενοῦσι· ἀλίμονον ὁπ’ ἀγαποῦν νὰ σκύφτου νὰ φιλοῦσι! Μὰ τοῦτο τὸ μεσότοιχο, λέγω, τὸ σιδερένο |
|
420 | εὑρίσκω νά ’ναι ὀγιὰ ἐχθρὸς καὶ νά ’ν’ κατακριμένο. Ὦ Λουλουδούσα, τί ἔν’ τ’ ἀργεῖς; Κάμε ν’ ἀναγαλλιάσω, βεργέτα με τὸ χέρι σου δουμάκι νὰ τὸ πιάσω, χαιρέτησέ με σπλαχνικὰ καὶ μετὰ μὲ θαρρέψου, ἔπαρ’ κι ἐσὺ καὶ δῶσ’ κι ἐμὲ δρόσος καὶ θαραπέψου. |
|
| Μηδὲν ὀκνῆς καὶ κάμε το, ὅτι ὁ καιρὸς τὸ δίδει νὰ φᾶμε μὲ γλυκότητα τοῦ πόθου μας τ’ ἀπίδι. |
|
- George Romney, Η Λαίδη Χάμιλτον ως Κίρκη/Lady Hamilton as Circe, περ. 1782, ελαιογραφία σε καμβά, Μουσείο Tate Britain, Λονδίνο.
Πηγή: Wikimedia Commons - Sophie Anderson, Take the fair face of Woman... (επίσης γνωστό ως Η βασίλισσα των νεράιδων/The Fairy Gueen). Πίνακας που απεικονίζει την ιδανική γυναικεία ομορφιά, ελαιογραφία σε καμβά, άγνωστης χρονολογίας, μέρος ιδιωτικής συλλογής.
Πηγή: Wikimedia Commons
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- «Σημαδεμένος απ’ την αγάπη», στίχοι: Μιχάλης Γκανάς, μουσική: Μίκης Θεοδωράκης, ερμηνεία: Βασίλης Λέκκας, από το άλμπουμ Ασίκικο πουλάκη, Ακτή 1996.
Πηγή: Επίσημο κανάλι του Βασίλη Λέκκα στο YouTube
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Ερωτικός διάλογος στο παράθυρο ανάμεσα στον ποιητή και την αγαπημένη (στ. 455-534)
Η τρίτη –και τελευταία– σκηνή του έργου ξεκινάει από τον στίχο 395. Στη σκηνή αυτή εμφανίζονται όλα τα πρόσωπα (Φαλιέρος, Αθούσα, Μοίρα, Ποθούλα) και συνομιλούν μπροστά σ’ ένα παράθυρο στο σπίτι της Αθούσας. Αποτελεί το σημαντικότερο μέρος του ποιήματος, μιας και πρόκειται για τον ερωτικό διάλογο του ποιητή με την αγαπημένη του. Στους στίχους 455-534 –κι ενώ στο μεταξύ η Μοίρα και η Ποθούλα μεσολαβούν για να πείσουν την Αθούσα να ενδώσει– η κόρη παρουσιάζεται επιφυλακτική και αντιστέκεται στην ορμή του ποιητή. Τον αναγκάζει να περιοριστεί μόνο στα λόγια, αν θέλει να αποδείξει ότι η αγάπη του είναι ειλικρινής. Τα δύο πρόσωπα ανταλλάσσουν σκέψεις για τον έρωτα και τη σχέση των δύο φύλων, με τον Φαλιέρο να μετέρχεται κάθε λεκτικό δόλωμα (τρυφερές προσφωνήσεις, γλαφυρές διαβεβαιώσεις) για να την κερδίσει.
|
ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΟΝΕΙΡΟ στ. 455-534
|
|
| Α. |
|
460 | ὅτι πολλάκις δείχνει ὁ νοῦς ἕναν καὶ ἀλλέως βγαίνει. Ὅλοι γιὰ τὴν ξεφάντωσιν τοῦ πόθου λιγωρᾶτε καὶ σὰν σᾶς τήνε δώσουσιν οὐδὲν τήνε ψηφᾶτε. Φ. βλέπω σε νὰ διανεύεσαι μὲ θαυμαστὴν ἐγνώρα. |
|
465 | Καὶ ἀρέσει μου ν’ ἀποκοτᾶς, νὰ δείχνης καὶ φοβᾶσαι, μετὰ τὴν ξεκαθάριση πλιὰ θαρρετὴ γιὰ νά ’σαι. Α. ἐσὺ ποὺ δείχνεις καὶ ψοφᾶς καὶ λιγωρᾶς γιὰ μένα; Νά ’ναι ποτὲ νὰ μὲ λαλῆς μ’ ἀλήθεια καὶ μὲ φύση |
|
470 | ἢ σὰν αὐτὸν ὁποὺ χαλᾶ τὰ πάσκει, ἀφεὶν τὰ κτίση; Φ. ἀκόντα τέτοιο ρώτημα παράξενον ὀμπρός μου· φιλώντα τὰ ματάκια της καὶ τά ’μνοστά της χείλη ἐπέφτασιν τὰ δάκρυα μου στ’ ὡριόν της τὸ τραχήλι. |
|
475 | Γλυκιά, μὲ παραπόνεση, πολλὰ τῆς ἀπεκρίθη: Τί ἔν’ τὸ παράξενον αὐτὸ στὸ νοῦ σου ὁπὀγεννήθη, ὦ σπλαχνικό μου σκάνδαλο, γλυκὺ καὶ πειρασμέ μου, ἴντα δηγᾶσαι, τί ἔν’ τὸ λὲς στὲς ἀναγάλλιασές μου; Ρωτᾶς με ἂν ἔν’ καὶ σ’ ἀγαπῶ μὲ δίχως δολοσύνη; |
|
480 | Ἄλλην οὐκ ἔχω παρὰ σέν. Τίς νὰ τὸ ξεδιαλύνη καὶ τέτοιον πράγμα μὲ λαλεῖς; Ἄδικον μέγαν ἔχεις νὰ θὲς νὰ δείχνης ἄγνωρη σ’ ἐκεῖνο τὸ κατέχεις. Τόσος καιρὸς δὲν σ’ ἔσωσεν οὐδὲ τὰ τόσα πάθη, ὁ νοῦς σου τὴν ἀγάπη μου ἀκόμη νὰ τὴ μάθη; |
|
| Δὲ μὲ θωρεῖς, δὲν τ’ ἄκουσες μὲ τὴν ἐμπιστοσύνη τὸ πὼς τὸν πόθο σου βαστῶ μ’ ὅλην τὴ δικιοσύνη; Ἀλίμονον, Ἀθούσα μου, σφάζεις με νὰ σ’ ἀκούγω καὶ ἀπὸ τὴν κάψα βλέπεις με ἐμὲν κι ἐσὲ νὰ λούγω. Α. |
|
490 | ’ς τοῦτον ἂς εἶσαι θαρρετός: ὁπ’ ἀγαπᾶ φοβᾶται. Ἐμεῖς κρατοῦμε μετὰ σᾶς νά ’χωμε δικιοσύνη καὶ ὡσὰν θωρῶ δὲν ἔχετε σ’ ἐμᾶς ἐλεημοσύνη κι ἐσεῖς εἰς ὅ,τι φταίσετε ὅλα εἶν’ συμπαθημένα καὶ τὰ δικά μας ἔχετε πάντα κατακριμένα. |
|
495 | Ὅλα σ’ ἐμᾶς τῶν ἄτυχων συμπέφτουσιν τὰ βάρη κι ἐκεῖνα τά ’χομε ντροπὴ ἔχετ’ ἐσεῖς καμάρι. Φ. μὰ μὲ τὲς δυσκολιὲς αὐτὲς μὲ κάμνεις ν’ ἀναφέρω τέτοιον καιρὸν τὸ δίκιο μου ὁπὄχω νὰ γυρεύγω |
|
500 | ψυχούλα μου, νὰ σὲ φιλῶ καὶ νὰ σὲ κολακεύγω. Δὲν ξεύρεις καὶ ὅντε τρῶ τινὰς δὲν πρέπει νὰ δηγᾶται; Εἰς κάθεν λόγον μιὰ γουλιὰ χάνει καὶ δὲ γρικᾶται. Πῶς δὲ νοᾶς τὴν προτιμὴν τ’ ἀντρὸς κατὰ τὴν φύση καὶ κατὰ τὴν συνήθισιν, τὴν σαρκικὴν τὴν κρίση; |
|
| Μὲ δίκιο πρέπει τὸ λοιπὸν νά ’ν’ τῆς ἀρσενικότης κυριότατον τὸ θέλημα, παρὰ τῆς γυναικότης. Ἀμ’ ἕνα πράμα τὰ κινᾶ: ὁπὄχει πλιὰ τὸν πόθο γοργότερα συγκλίνεται, ὅσο γρικῶ καὶ γνώθω. Α. |
|
510 | ἢ θηλυκὸς γὴ ἀρσενικὸς θέλοντα νὰ τ’ ἀρτύση. Φ. ἂς γίνεται καὶ τῶν ἀλλῶν καθεεὶς ἂς ἀφήση. Ὦ πωρικό μου ἀχόρταγο καὶ τῆς καρδιᾶς μου τ’ ἄθος, μηδὲ φοβᾶσαι καὶ ἀπὸ μὲ νά ’ρθης ποτέ σου εἰς λάθος. |
|
515 | Στὸν ἄνθρωπον τὸν ἄχρηστον τινὰς μὴ δώση θάρρη, σ’ αὐτὸ νὰ πῶ, ὀκαὶ τινὰς δὲν ἔχει τί νὰ πάρη. Ἴτις τὸ δὲν ἠξεύρομε ὡσὰν τὸ δὲ θωροῦμε ἐμᾶς τὸ γένος φυσικὰ μᾶς κάμνει ν’ ἀγαποῦμε. Κι ἐσὺ ὁπού ’σαι ὀμορφιά, στολίδι τῶν ἀνθρώπων |
|
520 | καὶ ὁπού ’σαι ὁμάδι μετὰ μὲν ’ς Κάστρον καὶ σ’ ἕναν τόπον, ὁπὄχεις τὸ κουφάρι μου τώρα γιαπὰς γεμάτο μοίραν ἀπὸ τοῦ πόθου μας τ’ ἀχόρταγο δροσάτο καὶ ὁποὺ κρατῶ καὶ ὁποὺ φιλῶ καὶ ὁποὺ περιλαμπάνω καὶ ὁπὄχω ἐλπίδα στὲς πικριὲς ὅλες μου νὰ γλυκάνω |
|
525 | –καὶ περιπλιὸ τ’ ἀπόκρυφο καὶ πολυαγαπημένο, ἐκεῖνο τό ’χω πλιὰ ἀκριβὸ νὰ στέκω ν’ ἀνιμένω, καὶ ἄλλα πολλὰ τὰ δὲ μπορῶ, γλυκότατό μου ταίρι, ἔχει νὰ πῆ ἡ γλώσσα μου καὶ ὁ νοῦς μου ν’ ἀναφέρη– πῶς θέλει νὰ μηδὲν κρατῶ καὶ νὰ μηδὲν φυλάσσω |
|
530 | μὲ πίστιν τὴν ἀγάπη μας τὴν τρέμομαι νὰ χάσω θυμώντας μὴ ἔρθω εἰς δυσκολιά, σ’ ἐκείνη τὴ βανία, καὶ πέσω στὴν ἀζιγανιά, ντηροῦμαι μὴ ἔν’ ἐννοία; Μ’ ἂν ἔναι νὰ φοβούμεστε καὶ τὴν τιμή σου ἐπῆρα, σοῦ φέρνω τὴν καλόγνωμην αὐτὴν τὴν ἴδια Μοίρα. |
|
| Καὶ αὐτὸν τὸ μέσον ἔν’ καλὸ καὶ πρέπει νὰ κρατοῦμε καὶ τὸ λοιπὸν μηδὲν ἐβγῆς, κυρά μου: νὰ φιλοῦμε! Π. ἀφήνω σας καὶ πὰ νὰ δῶ καὶ πάλι νὰ γυρίσω. |
|
- Edmund Leighton, The end of the song (Τριστάνος και Ιζόλδη), 1902, ελαιογραφία σε καμβά, ιδιωτική συλλογή.
Πηγή: Wikimedia Commons
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Η Αθούσα συγκρατημένη απέναντι στην ερωτική ορμή του ποιητή (στ. 599-614)
Η Αθούσα, που και στους προηγούμενους στίχους αντιστέκεται στην ερωτική ορμή του Φαλιέρου, συνεχίζει κι εδώ να είναι συγκρατημένη και επιφυλακτική. Το ακόλουθο απόσπασμα δείχνει πώς αντιδρά με σύνεση και λογική απέναντι στις υπερβολές του ποιητή.
|
ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΟΝΕΙΡΟ στ. 599-614
|
|
| Α. Φ. |
|
605 | Α. καὶ ὁποὺ τοῦ λείπει τίβοτες κλωνάρι, νὰ τὸ βάλη. Φ. καὶ τὸ σκουλήκι τῆς καρδιᾶς καὶ ὁ ξηλωμός τοῦ νοῦ μου, τέτοιαν ἀγάπην δυνατὴ κι ἔτις ἐμπιστεμένη |
|
610 | ’ς τοῦτον τὸν κόσμον, πίστεψε, δὲν ἔναι γεννημένη. Καὶ αὐτό, κυρά μου, τὸ πολὺ καὶ τὸ γλυκὺ τὸ ζῆλος μὲ μαρτυρᾶ μὲ πλιὰ καρδιά: τὴν ἔχομεν ἀλλήλως. Καὶ τὸ λοιπὸν καταλλακτὰ βαστάζομεν τὸν πόθο καὶ διακριμένη μετ’ αὐτὸ τὴν διαφορά μας γνώθω. |
|
614 | Μά τὴν ἀλήθειαν ἔπρεπε, κυρά μου, ἀπὸ δικοῦ σου νὰ μ’ ἐσπλαχνίστης μ’ ὅλα αὐτὰ τὰ κάλλη τοῦ κορμιοῦ σου. Ἂν ἔν’ καὶ μ’ ἐκοπιάσασι ὅλα μὲ δικιοσύνη, τυχαίνει τώρα πρὸς ἐμὲ νά ’ρθουν μὲ καλοσύνη. |
|
- William Dyce, Francesca da Rimini, 1837, ελαιογραφία σε καμβά, Εθνική Πινακοθήκη Σκωτίας, Εδιμβούργο.
Πηγή: Wikimedia Commons - William-Adolphe Bouguereau, Μια νεαρή κοπέλα αντιστέκεται στον Έρωτα/A Young Girl Defending Herself Against Eros, περ. 1880, ελαιογραφία σε καμβά, Μουσείο Getty, Λος Άντζελες, Καλιφόρνια.
Πηγή: Wikimedia Commons
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Η Αθούσα είναι επιφυλακτική και ζητά τη συνδρομή της Μοίρας και της Ποθούλας (στ. 657-680)
Η Αθούσα, που και στους προηγούμενους στίχους αντιστέκεται στην ερωτική ορμή του Φαλιέρου, συνεχίζει κι εδώ να είναι συγκρατημένη και επιφυλακτική. Στις υπερβολές του ποιητή, αντιδρά με σύνεση και λογική. Ομολογεί ότι φοβάται να πιστέψει τις ανδρικές υποσχέσεις και ζητά τη συνδρομή της Μοίρας και της Ποθούλας, προκειμένου να αποφασίσει σωστά για το ερωτικό της μέλλον.
|
ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΟΝΕΙΡΟ στ. 657-680
|
|
660 | Φ. ζοῦσι, κυρά, καὶ χαίρουνται καὶ δίχως φὰ χορταίνου. Α. Φ. Καὶ ἀπόκεις, συνοδούλα μου, δίχως σου πῶς νὰ ζήσω; |
|
665 | Α. μὰ μ’ ὅλα αὐτεῖνα τοῦ ἀντρὸς τὲς δυσκολιὲς φοβοῦμαι. Φ. ὡς ὅσον δίκιον ἔχουσι τὰ πάθη μου τὰ τόσα, ὅτι θαρρέσειν ἤθελα νὰ σὲ καταπονέσω |
|
670 | καὶ μ’ ἕναν ἀχαμνὸ σκοινὶ νὰ πιάσω νὰ σὲ δέσω. Μὰ δὲ μπορῶ ν’ ἀντισταθῶ φοβώντα τὴ ζωή μου στὰ χέρια σου πολλὰ κλιτὴ τόσον καιρόν, ψυχή μου. Γιὰ ’γὼ καλλιά ’χω νὰ κρατῶ τὰ πάσχω σωπασμένα καὶ μ’ ἔργο πλιὰ γοργότερο νά ’ναι μαρτυρημένα. |
|
| Α. καὶ ἂς ἔρθωμεν στὴ μαρτυριὰ κι ἐμεῖς τῶν δυῶν ἀνθρώπων, σότα ’ν’ ἐδῶ κι ἡ θαρρετή, καὶ ἂς ἔν’ καὶ πλιὰ δική σου, καὶ ἂς ποῦν τὸ δίκιον πασανὸς καὶ ἂς ποῦσι τὰ γρικήσου. Π. |
|
680 | τὸ δίκιον του καλύτερο δικάζεται ποθώντα. Ξύπνα κι ἐσὺ καὶ λάλησε. Μ. καὶ ὁπὄχει δίκιο φαίνεται καὶ ποθομολογᾶται. Φ. ἀλίμονον, Ἀθούσα μου, δεῖξε κι ἐσὺ κομμάτι. |
|
- Auguste Renoir, Εραστές/Lovers, 1875, ελαιογραφία σε καμβά, Εθνική Πινακοθήκη στην Πράγα.
Πηγή: Wikimedia Commons - Stone Marcus, Ερωτευμένοι/In Love.
Πηγή: Wikimedia Commons
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Το τέλος του ονείρου (στ. 713-757)
Όπως είδαμε στα προηγούμενα αποσπάσματα, η Αθούσα αντιστέκεται στην ερωτική ορμή του Φαλιέρου, όντας συγκρατημένη κι επιφυλακτική. Στις υπερβολές του ποιητή, αντιδρά με σύνεση και λογική. Ομολογεί ότι φοβάται να πιστέψει τις ανδρικές υποσχέσεις και ζητά τη συνδρομή της Μοίρας και της Ποθούλας, προκειμένου να αποφασίσει σωστά για το ερωτικό της μέλλον. Τελικά, στους στίχους 713-757 –και αφού η διαχυτική συμπεριφορά του Φαλιέρου δεν την πείθει για την ειλικρίνεια των αισθημάτων του– του ζητά να ορκιστούν σε ένα εικόνισμα και μόνο τότε αρχίζει να ενδίδει. Τη στιγμή που ετοιμάζεται να του ανοίξει την πόρτα, ο ποιητής ξυπνά από το τσίμπημα ενός ψύλλου και έτσι το όνειρο χάνεται άδοξα. Στριφογυρίζει ψάχνοντας να ξαναβρεί το όνειρό του, αλλά η ανατολή του ήλιου διώχνει κάθε ελπίδα.
|
ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΟΝΕΙΡΟ στ. 713-757
|
|
715 | Φ. δύνονται νὰ κατασαστοῦν μὲ διχωστὰς ὀδύνη. Σ’ ἐσένα στέκει καὶ ἄνοιξε. Σώνεις κι ἐσὲν κι ἐμένα, |
|
720 | καὶ κάμε το, ψυχούλα μου, γοργὸ καὶ ἀγαπημένα. Καὶ ἂν ἔχεις πρὸς τὴν πίστη μου δειλίασιν καμία, θέλω σοῦ μόσει μὲ ψυχὴν καθάρια τώρα ’ς μία τὸ πὼς μὲ λόγον καὶ καρδιά, μὲ ὅλα μου τὰ ἤθη οὐδέποτέ μου μετὰ μέ, ψυχή μου, νὰ σ’ ἀρνήθη, |
|
725 | οὐδέποτέ μου βούλομαι ’τι νὰ σ’ ἀζιγανέψω, μὰ πλιὰ παρὰ ποὺ τάσσομαι ὀλπίζω νὰ στερέψω. Α. καὶ ἀπὸ στεριότητα ψυχῆς, ἀπεὶν ἐποδιαντράπης, θέλω, γιὰ νά ’χωμεν καὶ αὐτὸν τὸν ὅρκο μαρτυρία, |
|
730 | νὰ μόσης πρῶτα στὸν Χριστόν, δεύτερο στὴν Κυρία, ὅτι νὰ σὄναι ἡ τιμὴ γι’ ἀγάπη φυλαμένη καὶ ὁ εἷς τ’ ἀλλοῦ μας νὰ βαστᾶ ψυχὴν ἐμπιστεμένη. Φ. φέρε γοργὸν τὸ κόνισμα, Χριστιανῶν τὴ βούλα, |
|
| τύπωσε τὰ ’ρκωμοτικὰ ὅλα καὶ βούλωσέ τα καὶ μέσα στὸ σεντούκι σου βάλε καὶ κλείδωσέ τα. Π. καὶ θέλετ’ ἔρθει ἀνέγνοιαστοι στοῦ πόθου τὴ φιλία. Α. |
|
740 | Φ. «Μνέγω σου πρῶτα στὸν Χριστὸν καὶ στὴν Κυρὰ τοῦ κόσμου, ὥστε νὰ πάρη τὴν ζωὴν τούτην ὁ θάνατός μου, ν’ ἀποκρατῶ τὸν πόθο σου στεριὸν κι ἐμπιστεμένα». Μὰ ἤθελα καὶ ἀπὸ σὲ νὰ δῶ τὸ τάσσεσαι μοσμένα. |
|
| Α. ὄξω ἀπὸ τὴν ἀγάπη μας ἄλλο νὰ μὴ λογιάσω. Φ. ἔχεις τὸν νοῦν καὶ τὴν καρδιὰ ἀναπαημένη τώρα; Α. |
|
750 | καὶ ἡ ἀγάπη ἡμέρωσεν κι ἐδείκτησεν κι ἐσφίκτη. Φ. Ὕπα ν’ ἀνοίξης κι ἔρχομαι μὲ τὴν ἐπεθυμνιά μου. Καὶ μέσα ’ς τούτην τὴν χαρὰν τὴν δὲ μπορῶ ξεικάσω, γιατ’ εἶχα τῶν πολλῶν χρονῶν τὴν πείναν νὰ χορτάσω, |
|
755 | ἦλθεν εἷς ψύλλος ἄπονος κι ἐκαρδιοδάκασέ με καὶ ἀπὸ τὴν ἐξεφάντωσιν τὴν εἶχα ἐξύπνησέ με. Καὶ μεταφνίδιο ξύπνησα ὡσὰν παρατρεμμένος, ἐχώνουμουν κι ἐκρύβγουμου ὡσὰν ἀστοχισμένος. Κι ἐδῶθεν κεῖθ’ ἐγύριζα τάχατες νὰ γυρίση |
|
| τ’ ὄνειρο πάλι πρὸς ἐμὲ νὰ μὲ παρηγορήση. Καὶ μὲ τὸ ξανακύλισμα ὁ ἥλιος ἐβγῆκε καὶ τοῦτο ὅλο τ’ ἄδικο ὁ ψύλλος μοῦ τὸ ποῖκε. |
|
- George Romney, Δύο εραστές/Two Lovers (Άνδρας ξυπνάει από όνειρο/Man Awakening from a Dream), αχρονολόγητο σχέδιο, Κέντρο του Yale για τη Βρετανική Τέχνη, Connecticut, ΗΠΑ.
Πηγή: Wikimedia Commons - William Dobell, Νεαρός άνδρας που κοιμάται/Young man sleeping, 1935.
Πηγή: artnet.com
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Βιβλιογραφία
- Αλεξίου 1969
- Στυλιανός Αλεξίου (επιμ.), Κρητική Ανθολογία (ΙΕ΄-ΙΖ΄ αιώνας), εισαγωγή, ανθολόγηση και σημειώματα Στυλιανού Αλεξίου. Δεύτερη έκδοση, Εταιρία Κρητικών και Ιστορικών Μελετών, Ηράκλειο 1969, σ. 78-80.
- Αλεξίου 1999
- Στυλιανός Αλεξίου, Κρητικά Φιλολογικά. Μελέτες, Στιγμή, Αθήνα 1999, σ. 299-311.
- Beck 1993
- Hans-Georg Beck, Ιστορία της βυζαντινής δημώδους λογοτεχνίας, μτφρ. Νίκη Eideneier, ΜΙΕΤ, Αθήνα 21993, σ. 304-306.
- Βουλγαρίδου 2012
- Δέσποινα Βουλγαρίδου, Εικόνες γυναικών στην πρώιμη κρητική ποίηση (14ος-16ος αιώνας), διπλωματική μεταπτυχιακή εργασία, ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη 2012, σ. 47-53.
- Βουτιερίδης 1976
- Ηλίας Π. Βουτιερίδης, Σύντομη ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, 1000-1930, με συμπλήρωμα του Δημήτρη Γιάκου (1931-1976), Παπαδήμας, Αθήνα 31976, σ. 136.
- Γεωργούλα 2010
- Αναστασία Γεωργούλα, Τα όνειρα στην κρητική λογοτεχνία: όνειρο και ποιητική στην πρώιμη και αναγεννησιακή κρητική λογοτεχνία, διπλωματική μεταπτυχιακή εργασία, ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη 2010, σ. 4-9.
- Ζώρας 1940
- Γεώργιος Θ. Ζώρας (επιμ.), «Ιστορία και όνειρον του Φαλιέρου (εκ του ανεκδότου Αμβροσιανού κωδικός)», Επιθεώρησις Ελληνοϊταλικής Πνευματικής Επικοινωνίας 3 (1940), σ. 311-320, 373-385.
- Ζώρας 1948
- Γεώργιος Θ. Ζώρας, «Ο ποιητής Μαρίνος Φαλιέρος», Κρητικά Χρονικά 2 (1948), σ. 7-46.
- Ζώρας 1961
- Γεώργιος Θ. Ζώρας (επιμ.), Μαρίνου Φαλιέρου Ιστορία και Όνειρον (κατά τον Βατικανόν ελληνικόν κώδικα 1563), Σπουδαστήριον Βυζαντινής και Νεοελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, Αθήνα 1961.
- Ζώρας 1971-72
- Γεώργιος Θ. Ζώρας (επιμ.), «Μαρίνου Φαλιέρου Ιστορία και όνειρον (κατά τον Νεαπολιτικόν κώδικα ΙΙΙ. Β.27)», Rivista di Studi Bizantini e Neoellenici 8-9 (1971-72), σ. 25-49.
- Κασίνης 2010
- Κωνσταντίνος Γ. Κασίνης (επιμ.), Νεοελληνική λογοτεχνία από τις αρχές έως την επανάσταση. Συγχρονική ανθολογία κειμένων: ποίηση – πεζογραφία – θέατρο – διάλογος – επιστολή, Πορεία, Αθήνα 2006, σ. 10.
- Κρουμπάχερ 1900
- Καρλ Κρουμπάχερ, Ιστορία της βυζαντηνής λογοτεχνίας, μεταφρασθείσα υπό Γεωργίου Σωτηριάδου, τ. 3, Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου, Αθήνα 1900 [φωτοτυπική ανατύπωση 1974], σ. 71-74.
- Λαμπάκης 1982
- Στέλιος Λαμπάκης, Οι καταβάσεις στον Κάτω Κόσμο στη βυζαντινή και στη μεταβυζαντινή λογοτεχνία, διδακτορική διατριβή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Αθήνα 1982, σ. 156-214.
- Λεντάρη 2007
- Τίνα Λεντάρη, «Φαλιέρος, Μαρίνος (Κρήτη, π. 1397-1474)», Λεξικό νεοελληνικής λογοτεχνίας. Πρόσωπα, έργα, ρεύματα, όροι, Πατάκης, Αθήνα 2007, σ. 2261-2262.
- Μαστροδημήτρης 1991
- Π. Δ. Μαστροδημήτρης (επιμ.), Η ποίηση του νέου ελληνισμού: ανθολογία, Ίδρυμα Γουλανδρή-Χορν, Αθήνα 1991, σ. 305-306.
- Πολίτης 1987
- Λίνος Πολίτης, Συνοπτική ιστορία της νέας ελληνικής λογοτεχνίας, Δωδώνη, Αθήνα 1987, σ. 22.
- van Gemert 2002
- Arnold F. van Gemert, «Λογοτεχνικοί πρόδρομοι», Λογοτεχνία και κοινωνία στην Κρήτη της Αναγέννησης, επιμ. David Holton, μτφρ. Ναταλία Δεληγιαννάκη, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2002, σ. 70-74, 93.
- van Gemert 2006
- Arnold F. van Gemert (επιμ.), Μαρίνου Φαλιέρου Ερωτικά Όνειρα, κριτική έκδοση με εισαγωγή, σχόλια και λεξιλόγιο [Βυζαντινή και Νεοελληνική Βιβλιοθήκη 4], ΜΙΕΤ, Αθήνα 2006 (α΄ έκδ. 1980).
- van Gemert 2007
- Arnold F. van Gemert, «Η συμβολή των “ξένων” στην πρώιμη κρητική λογοτεχνία», Ελληνικά, τ. 57, τχ. 1 (2007), σ. 155-163.
- Vitti 1994
- Mario Vitti, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Οδυσσέας, Αθήνα 31994, σ. 35-37.
Δικτυογραφία
«Επίτομο Λεξικό Κριαρά», στην «Πύλη για την ελληνική γλώσσα και τη διδασκαλία της», Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
«Πηγές του Αναλυτικού Λεξικού Κριαρά: Μαρίνος Φαλιέρος (ci. 1395-1474)», στην «Πύλη για την ελληνική γλώσσα και τη διδασκαλία της», Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
«Πρόσωπα και θέματα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας: Κρητική λογοτεχνία», στις «Ψηφίδες για την ελληνική γλώσσα & τη γλωσσική εκπαίδευση», Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
* Τελευταία πρόσβαση στη δικτυογραφία: Δεκέμβριος 2017.
Ετικετες Αναζητησης
Λογοτεχνικό Γένος
Ποίηση
Κατάλογος Έργων
- Αισώπου Μύθοι
- Ανακάλημα της Κωνσταντινόπολης
- Άνθη ευλαβείας
- Άνθος των χαρίτων
- Απόκοπος
- Αφήγησις Λιβίστρου και Ροδάμνης
- Αφήγησις παράξενος του ταπεινού Σαχλίκη
- Βαρλαάμ και Ιωάσαφ
- Βασιλεύς ο Ροδολίνος
- Βίοι αγίων
- Διγενής Ακρίτης
- Διήγησις Βελισαρίου
- Διήγησις εξαίρετος Βελθάνδρου του Ρωμαίου
- Διήγησις εξαίρετος ερωτική και ξένη του Ιμπερίου θαυμαστού και κόρης Μαργαρώνης
- Διήγησις εξαίρετος ερωτική και ξένη Φλωρίου του πανευτυχούς και κόρης Πλάτζια Φλώρης
- Διήγησις Ιεροθέου Αββατίου
- Διήγησις και οπτασία ωφέλιμος ορθοδόξου τινός Δημητρίου
- Διήγησις του Αχιλλέως
- Διήγησις του Πωρικολόγου
- Διήγησις του Ρεμπελιού των Ποπολάρων
- Εξήγησις της γλυκείας χώρας Κύπρου, η ποία λέγεται Κρόνικα, τουτέστιν Χρονικόν
- Ερωτικόν ενύπνιον
- Ερωτόκριτος
- Ερωτοπαίγνια
- Ερωφίλη
- Η Βοσκοπούλα
- Η Θυσία του Αβραάμ
- Η Καινή Διαθήκη
- Η Κοσμογέννησις
- Η Φυλλάδα του Μεγαλέξαντρου
- Θησαυρός
- Θρήνος εις τα Πάθη και την Σταύρωσιν του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού
- Θρήνος της Θεοτόκου
- Θρήνος της Κρήτης
- Θρήνος της Κωνσταντινούπολης
- Ιατροσόφια
- Ιστορία και όνειρο
- Ιστορία του Ταγιαπιέρα
- Κατζούρμπος
- Κλίνη Σολομώντος
- Λαϊκές αφηγήσεις
- Λεηλασία της Παροικιάς της Πάρου
- Λόγοι διδακτικοί του πατρός προς τον υιόν
- Λόγος παρηγορητικός περί Δυστυχίας και Ευτυχίας
- Μεγάλον θανατικόν από πανόκλα
- Ο Βίος του Αισώπου
- Ο Έπαινος των γυναικών
- Ο Κρητικός Πόλεμος
- Ο Οψαρολόγος
- Ο Χρονογράφος
- Παιδιόφραστος διήγησις των ζώων των τετραπόδων
- Παλαιά τε και Νέα Διαθήκη
- Πανουργίαι υψηλόταται του Μπερτόλδου
- Πανώρια
- Πένθος θανάτου, ζωής μάταιον και προς Θεόν επιστροφή
- Περί ηρώων, στρατηγών, φιλοσόφων, αγίων και άλλων ονομαστών ανθρώπων, οπού εβγήκασιν από το νησί της Κύπρου
- Περί της ξενιτείας
- Πόλεμος της Τρωάδος
- Πτωχοπρόδρομος
- Ριμάδα κόρης και νιου
- Ρίμες αγάπης (Κυπριακά ερωτικά)
- Σιντίπας
- Σπανέας
- Σπανός
- Στάθης
- Στεφανίτης και Ιχνηλάτης
- Στίχοι γραμματικού Μιχαήλ του Γλυκά ούς έγραψε καθ΄ ον κατεσχέθη καιρόν εκ προσαγγελίας χαιρεκάκου τινός
- Συναξάριον του τιμημένου γαδάρου
- Το κατά Καλλίμαχον και Χρυσορρόην ερωτικόν διήγημα
- Το Χρονικόν του Μορέως
- Φορτουνάτος
- Φυσιολόγος
- Χρονικό του Γαλαξειδιού
- Χρονικό του μοναστηριού του Αγίου Θεοδώρου Κυθήρων
- Χρονικό των Σερρών
- Χρονικόν