Ριμάδα κόρης και νιου
Συγγραφέας: Ανώνυμος
Έργο άγνωστου ποιητή των αρχών του 15ου αιώνα, εκτείνεται σε 198 ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους ομοιοκατάληκτους στίχους και ανήκει στην κρητική λογοτεχνική παραγωγή της λεγόμενης περιόδου της προετοιμασίας (14ος αι.-περ. 1580). Πρόκειται για μια ερωτική ιστορία με θέμα την ερωτική αποπλάνηση της νεαρής πρωταγωνίστριας που αρνείται να υποκύψει στον ορμητικό νέο. Το ερωτικό στοιχείο σμίγει εδώ με την κατάρα της απαρνημένης. Το ποίημα διακρίνεται για την αφηγηματική του χάρη, καθώς και για έναν αισθησιακό ρεαλισμό ανάμεικτο με ευγένεια και λυρισμό, στοιχεία που βρίσκουμε σε δημοτικά τραγούδια της αγάπης.
Γεώργιος Θ. Ζώρας (επιμ.), Μνημεία της μεσαιωνικής και νεωτέρας φιλολογίας μας, χ.ε.ο., Αθήνα 1955, σ. 2-8.
Εισαγωγή
Το ποίημα Ριμάδα κόρης και νέου ή αλλιώς Ριμάτα κόρης και νέου (Ζώρας 1955α, 426· Βουτιερίδης 1976, 128), γραμμένο σε διαλογική μορφή, είναι έργο άγνωστου ποιητή, πιθανότατα, του αρχόμενου 15ου αιώνα – η παλιότερη τοποθέτησή του στον 16ο αιώνα (βλ. λ.χ. παρακάτω το Κρουμπάχερ 1900) έχει εγκαταλειφθεί. Σώζεται σε δύο παραλλαγές, μία συντομότερη που αποτελείται από 154 ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους ομοιοκατάληκτους στίχους και μία εκτενέστερη σε 198 στίχους, επέκταση που μάλλον οφείλεται σε μεταγενέστερες προσθήκες (Beck 1993, 286). Το ανώνυμο αυτό έργο ανήκει στην κρητική λογοτεχνική παραγωγή της λεγόμενης περιόδου της προετοιμασίας (14ος αι.-περ. 1580), ενώ οι μελετητές του αναφέρουν και έναν δεύτερο τίτλο: Ερωτική απάτη (Ζώρας 1955α, 426· Βουτιερίδης 1976, 128).
Πρόκειται για μια ερωτική ιστορία με θέμα τη νυχτερινή αποπλάνηση –ερωτικό εκβιασμό– της νεαρής πρωταγωνίστριας που αρνείται να υποκύψει στον ορμητικό νέο. Ο νεαρός εραστής ζητά επίμονα από την κοπέλα να ενδώσει στον έρωτά του, ωστόσο εκείνη δεν υποχωρεί, απαιτώντας προηγουμένως διαβεβαίωση γάμου. Αφού έχει επαναλάβει τις ερωτικές του προτάσεις πολλάκις, χωρίς αντίκρισμα, προσποιείται πως εγκαταλείπει την προσπάθεια, προκειμένου να την καθησυχάσει αλλά και να την πιάσει κυριολεκτικά στον ύπνο. Έτσι, μετά από διάστημα σχεδόν ενός έτους, εισβάλλει κρυφά στο δωμάτιο της νεαρής και κατορθώνει με βίαιο και απατηλό τρόπο να την αποπλανήσει ενώ κοιμάται. Η ερωτική του επιτυχία τού δίνει την άνεση να μιλά με αυθάδεια και ειρωνεία προς την αγαπημένη του, χλευάζοντας τις αλλοτινές αντιστάσεις της. Εκείνη τον καταριέται για την αναίδειά του και σπεύδει να προφυλάξει με συμβουλές τις φίλες της από την ιταμότητα και την αισχρότητα των ανδρών.
Το ερωτικό στοιχείο σμίγει εδώ με την κατάρα της απαρνημένης. Το ποίημα διακρίνεται για την αφηγηματική του χάρη, καθώς και για έναν αισθησιακό ρεαλισμό ανάμεικτο με ευγένεια και λυρισμό, στοιχεία που βρίσκουμε σε δημοτικά τραγούδια της αγάπης (Πολίτης 1999, 51). Παρόλο που πρόκειται για ερωτικό εκβιασμό, τίποτα το χυδαίο ή απρεπές στον λόγο δεν χαρακτηρίζει το κείμενο.
Ο Βουτιερίδης (1976, 128) χαρακτηρίζει το ποίημα ένα «από τα τεχνικώτερα δημώδη λογοτεχνικά μνημεία της εποχής» ενώ ο Κρουμπάχερ (1900, 65) ως «γνήσιο υπόδειγμα της δημοτικής ποίησης του 16ου αιώνα». Άκρως τιμητική για τον ποιητή της Ριμάδας είναι η παρατήρηση του A. F. van Gemert (2006, 92) ότι το ποίημα είναι «μια ιστορία στο ύφος του Βοκάκιου […] ένα από τα καλύτερα έργα της πρώιμης κρητικής λογοτεχνίας», κρίση που επαληθεύεται και από το γεγονός ότι παραλλαγές του ποιήματος επιβίωσαν στη μεταγενέστερη προφορική παράδοση, με ευδιάκριτα ίχνη μέχρι και σήμερα σε νησιά όπως η Κέρκυρα και η Κως (Beck 1993, 286).
Το ύφος του ποιήματος θυμίζει έντονα τη δημοτική ποίηση, ενώ στην ιδέα περί κρητικής καταγωγής του οδηγούν ορισμένοι γλωσσικοί τύποι, καθώς και η ομοιότητά του στο θέμα της ερωτικής επιθυμίας και συνάντησης με τα δύο ερωτικά ποιήματα του Μαρίνου Φαλιέρου (Ιστορία και όνειρο και Ερωτικόν ενύπνιον). Ο εκδότης των τελευταίων μάλιστα, Arnold van Gemert, τείνει να αποδώσει το έργο στον Φαλιέρο, συμφωνώντας σ’ αυτό με τον Στυλιανό Αλεξίου (van Gemert 1980, 23), υπόθεση που επαναλαμβάνει και στην έκδοση των Λόγων διδακτικών του κρητικού ποιητή.
Το έργο παραδίδεται σε δύο χειρόγραφους μάρτυρες του 16ου αιώνα, τους Vindob. theol. gr 244 (V) και Ambros. Υ 89 sup. (A), και εκδόθηκε από τον Émile Legrand δύο φορές, με βάση αντίστοιχα τους δύο κώδικες: αρχικά στον τόμο Recueil de chansons populaires grecques το 1874 και λίγα χρόνια αργότερα στον δεύτερο τόμο της Bibliothèque grecque vulgaire το 1881. Το ποίημα δεν έπαψε να απασχολεί τους μελετητές και έτσι εκδόθηκε ξανά, στο πρώτο μισό του εικοστού αιώνα, από τον Γάλλο Hubert Pernot (1931), που βασίστηκε στο πρώτο από τα παραπάνω χειρόγραφα. Αντιθέτως, η επόμενη έκδοση έγινε με βάση τον άλλο κώδικα, από τον Γεώργιο Θ. Ζώρα, ο οποίος δημοσίευσε τη Ριμάδα στο περιοδικό Νέα Εστία (Ζώρας 1955α), ανατυπώνοντας την ίδια χρονιά το κείμενο και στον τόμο Μνημεία της Μεσαιωνικής και Νεωτέρας Φιλολογίας μας (Ζώρας 1955β). Η τελευταία συμβολή στην καλύτερη γνωριμία του σύγχρονου αναγνωστικού κοινού με τον ερωτικό αυτό διάλογο οφείλεται στην Caracausi (2003)· πρόκειται για μια έκδοση αρκετά διαφορετική από τις προηγούμενες, καθώς είναι συνοπτική, δηλαδή παρουσιάζει και τις δύο παραλλαγές, συντομότερη και εκτενέστερη, ενώ συνοδεύεται από πλούσιο σχολιασμό καθώς και ιταλική μετάφραση.
Το ποίημα παρατίθεται εδώ όπως δημοσιεύτηκε στο Ζώρας 1955β – πρόκειται, πέρα από ελάχιστες αλλαγές κυρίως στην ορθογραφία, για την έκδοση του Legrand, του 1881. Ωστόσο, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι, επειδή η έκδοση Ζώρα δεν είναι αυστηρώς κριτική, για τις ανάγκες της παρούσας ανθολόγησης έχει δημιουργηθεί ένα καινούριο κριτικό υπόμνημα, όπου τα σχόλια (τα οποία φωτίζουν περισσότερο την παράδοση του συγκεκριμένου ποιήματος αλλά και τη ρευστότητα των δημωδών κειμένων εν γένει) γίνονται με βάση το υπόμνημα της έκδοσης Pernot 1931, όταν οι επιλογές των δύο εκδοτών ταυτίζονται, ενώ παράλληλα παρουσιάζονται επιλεκτικά και οι μεταξύ τους αποκλίσεις.
Αποσπάσματα
Πρώτη νυχτερινή συνάντηση των νέων (στ. 1-32)
Σε αυτή την πρώτη νυχτερινή συνάντηση των νέων γίνεται ήδη φανερή η διαφωνία τους, που αποτελεί και τον πυρήνα του κειμένου: ο νέος, παρορμητικός και με ανέμελη διάθεση, προσεγγίζει ερωτικά την κοπέλα και προσπαθεί να την πείσει να ενδώσει, ενώ εκείνη, συνετή και μετρημένη, αντιστέκεται σε αυθόρμητες κινήσεις που δεν της εξασφαλίζουν συναισθηματική και τυπική δέσμευση.
| Κόρη καὶ νιὸς δικάζεται ἀπό ’να παραθύρι μιὰ νύκτα, ὅσα πὤδωσεν αὐγῆς τὸ σημαντήρι. Ὁ νιώτερος ζητᾷ φιλὶ κ’ ἡ κόρη δακτυλίδι· ὁ νιὸς τὸ δακτυλίδιν του τῆς κόρης δὲν τὸ δίδει, |
|
5 | μὰ μὲ κρυφὰ κομπώματα δώσει το θέλει λέγει· καὶ πῶς καὶ τί καὶ ποταπῶς, μὲ τί τρόπον τὸ λέγει: «Ὅνταν ὁ σκύλος καὶ ὁ λαγὸς κάμουν ἀδελφοσύνη, κ’ ἡ κάτα μὲ τὸ ποντικὸν κάμνουν συντεκνοσύνη, ὅντεν ὁ κόρακας γενῇ ἄσπρος σὰν περιστέρι, |
|
10 | ὅντας ἰδῇς ἀσπούργιτα νὰ διώχνῃ τὸ ξυφτέρι, ὅντεν ἡ θάλασσα σπαρθῇ σιτάρι καὶ κριθάρι, ὅντεν ἰδῇς εἰς τὸ βουνὶ νὰ περπατῇ τὸ ψάρι, ὅντεν ἰδῇς τὸ πέλαγος ν’ ἀρχίσῃ ν’ ἀποφρίσσῃ, τότες ἐμὲν καὶ σέν, κυρά, θέλουσιν εὐλογήσει». |
|
15 | Ἡ κόρη ὡς ἦτον φρόνιμη, μὲ γνῶσιν ἐγροικήθη, καὶ πρὸς αὐτὸν τὸν νιώτερον ἤτις ἐπιλογήθη: «Ὅντεν ὁ μέγας οὐρανὸς πέσῃ κάτω ’ς τὸ χῶμα, καὶ ἡ ἀλήθεια, νιώτερε, φανερωθῇ γιὰ ψῶμα, ὅντεν ἰδῇς τὴν θάλασσαν καὶ ἀρχίσῃ νὰ γλυκάνῃ, |
|
20 | ὅντε βρεθῇ γιὰ τοὺς νεκροὺς ἀνάστασης βοτάνι, ὅντεν ὁ γάϊδαρος γενῇ ἄγγελος νὰ πετάξῃ, ὅντεν ὁ ἥλιος τ’ οὐρανοῦ τὴ στράτα του ν’ ἀλλάξῃ, ὅντεν ἰδῇς τζ’ ἀσπάλαθους καὶ νὰ γενοῦν μυρσίνη, ὅντεν γενοῦν οἱ μέλισσες τοῦ λαγκαδίου σκῖνοι |
|
25 | ὅντε τὸ φέγγος τ’ οὐρανοῦ πέσῃ ’ς τὴ γῆ νὰ σβήσῃ, τότες ἐσέν, ἀφέντη μου, θέλω γλυκοφιλήσει». Καὶ μέσα ’ς τ’ ὄχι κ’ εἰς τὸ ναί, μέρωμα κ’ εἰς ἀγριάδα, ἔσωνε καὶ κατάντανε τῆς μέρας ἡ ἀσπράδα, κ’ ἐκίνα ὁ κὺρ ἥλιος τοῦ δρόμου νὰ φουσκώνῃ, |
|
30 | τῆς νύκτας τὲς κουρφόβλεψες νὰ τὲς ξεφανερώνῃ. Τότες ὁ νιὸς ἐμίσσεψε ἀπὸ τὴν κορασίδα, καὶ σὲ καμμιὰ συνήβασιν δὲν ἤλθασιν, ὡς εἶδα. |
|
- Edvard Munch, Το φιλί/The Kiss, 1897, ελαιογραφία σε καμβά, Μουσείο Munch, Όσλο, Νορβηγία.
Πηγή: Wikimedia Commons - Νικηφόρος Λύτρας, Το φίλημα, πριν το 1878, λάδι σε μουσαμά, Συλλογή Ιδρύματος Ε. Κουτλίδη, Εθνική Πινακοθήκη Αθηνών.
Πηγή: Εθνική Πινακοθήκη - M.Chagall, Οι εραστές της Βανς/Amoureux de Vence, 1957, ελαιογραφία σε καμβά.
Πηγή: Art.com - Marc Chagall, Πράσινοι Εραστές/Green Lovers, 1915, ιδιωτική συλλογή.
Πηγή: Wikiart
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- «Πόσο σ’ αγαπώ», στίχοι-μουσική-ερμηνεία: Σταμάτης Κραουνάκης, από το άλμπουμ Πόσο σ’ αγαπώ!, Λυχνία 2007.
Πηγή: YouTube
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Δεύτερη νυχτερινή συνάντηση των νέων (στ. 33-126)
Στη δεύτερη νυχτερινή συνάντηση των νέων δίνονται βεβαιώσεις αγάπης και έρωτα και από τους δύο. Ωστόσο, ο νέος αρνείται πεισματικά την υπόσχεση γάμου που λαχταρά η κοπέλα και επιχειρηματολογεί για τη στάση του. Η ελευθεριάζουσα οπτική του για τον έρωτα ξενίζει την αγαπημένη του, που θυμώνει με την ωμότητά του και τον διώχνει.
35 | Δεύτερη νύκτα ’ς ὧρες τρεῖς ἐκάτζε τὸ φεγγάρι, ὁ νιὸς ἐγύρεψε νὰ μπῇ ’ς τῆς λυγερῆς τὴν χάρι. Καὶ ἀπείτις ἀναπάηκε ἡ στράτα τῶν ἀνθρώπων, ὁ νιὸς αὐτεῖνος ἔσωσε ’ς τὸ μαθημένον τόπον. Κ’ ἡ κόρη, ὡς ἦτον πρὸς αὐτὸν καμπόσο βαρεμένη, ἐκάθετο καὶ ’νίμενε, κ’ ἦτον ἐγνοιασμένη, ὅτ’ ἤτονε ’ς τὸν ἔρωτα τοῦ πόθου πλανεμένη, |
|
40 | καὶ ’ς τῆς ἀγάπης τὰ φιλιὰ ἦτον πεδουκλωμένη. Ὅντεν ὁ νιὸς ἀπέσωσεν ἔξω ’ς τὸ παραθύρι, ἡ λυγερὴ ἀπὸ ραθυμιᾶς ἤτονε χρειὰ νὰ γύρῃ, καὶ μὲ τοῦ δρόμου τὴ φιλιὰ ’ς τὸ παραθύρι σώνει, ἔφτασεν καὶ ἀκκούμπησε, κ’ ἔλαμψε σὰν τὸ χιόνι. |
|
45 | Καὶ ἀπῆν τὴν εἶδε ὁ νιώτερος, γλυκιὰ ἐχαιρέτισέ την, καὶ ἀπὸ τὴν πίκραν τὴν πολλὴ ἐπαρηγόρησέ την· κ’ εἶπε της: «Τάχα, μάτια μου, κρατεῖς μου κακοσύνη ’ς τὰ λόγια, ’ς τὴν ὑπόθεσιν τὴν ψεσινὴν ἐκείνη!» «Ἂ σοῦ ’χα θέλει κάκητα, δὲν ἤθελα προβάλει· |
|
50 | δοσμένον ἔν ’ς τὸν ἄνθρωπον ἐσὲν καὶ ἀλλοῦ νὰ σφάλῃ. Καὶ ἂν ἤσφαλες ἐκ τὰς ἀρχὰς τὰ σύντυχες μετά σου, δύνεσαι τώρα ἡ γνώμη σου ν’ ἀλλάξῃ τὴν καρδιά σου· καί, ἄν ἔν’ καὶ θέλεις μου καλόν, μηδὲ μὲ πεισματώνῃς, γιατὶ τὸν πόνο τῆς ἱστιᾶς τὴ φλόγα μὲ γεμώνεις. |
|
55 | Εἶτα καὶ θέλεις μου κακόν, κ’ ἔχεις με ὁγιὰ ’χθρό σου, ν’ ἀπέχῃς καὶ νὰ μ’ ἀγαπᾷς ἔναι ’ς τὸν ὁρισμό σου· ἂν ἔν’ καὶ ξεύρεις με γιὰ ’χθρὸν ’ς τὴν ἐδική σου κρίσι, ἔπρεπε νὰ μ’ ἀπαρνηθῇς ὡσὰν τὸ θέλει ἡ φύσι». «Ὦ γλυκοπεριστέρα μου, πῶς μοῦ μιλεῖς, κυρά μου, |
|
60 | ὦ δρόσος τῆς ἀγάπης μου καὶ γλύκα τῆς καρδιᾶς μου, δὲν εἶσαι παρηγόρημα τῆς πίκρας μου τῆς τόσης, θέλημα ἔχεις νὰ μὲ ζῇς καὶ ’ξιὰ νὰ μὲ σκοτώσῃς. Ἐσὺ κρατεῖς ’ς τὰ χέρια μου τὸ πνεῦμα τῆς ζωῆς μου, κ’ εἶσ’ ἄγγελος μὲ τὸ σπαθὶ νὰ πάρῃς τὴν ψυχήν μου· |
|
65 | κ’ ἤθελα νά ’το μπορετὸ νά ’στεκες πάντα μπρός μου ἀλήθεια ’ς τὴν ἐπιθυμιά, ’ς τὸν πόθον εἶσ’ ἐχθρός μου, διατὶ τέτοια καμώματα μάχην οὐδὲ κρατοῦσι, οὐδὲ γιὰ μάχην τά ’χουσι αὐτεῖνοι ὁποὺ ποθοῦσι. Λοιπὸν γιὰ γλυκοποθητὴν σ’ ἔχω καὶ γιὰ κυρά μου, |
|
70 | γιατὶ γιὰ σέν’ ὁ ἔρωτας ἔσφαξε τὴν καρδιά μου· καὶ ’ς ὅ,τι θέλεις μ’ ὥρισε νά ’μαι κ’ ἐγώ, τρυγόνα, μὴ μοῦ ζητήξῃς μοναχά, ἀφέντρα μου, ἀρραβῶνα, διατὶ γυρίζω ἐλεύθερος καὶ θὲ νὰ μὲ σκλαβώσῃς, ἔχω καλλιὰ συζώντανον τοῦ Χάρου νὰ μὲ δώσῃς». |
|
75 | «Τὸ λοιπονὶς δὲ μ’ ἀγαπᾷς στεριὰ καὶ μπιστεμένα, ἢ τίποτες κακὸ γροικᾷς, ὡσὰ θωρῶ, γιὰ μένα.» «Ἴντα κακὸ θὲς νὰ γροικῶ, κυρά, ’ς τὴν εὐγενειά σου; καὶ τί κακὸ μπορῶ νὰ πῶ μπρὸς τὰ συγγενικά σου; Ὁ κύρις σου ἔναι εὐγενικός, μᾶλλον καὶ ἡ μητέρα, |
|
80 | καὶ σύ ’σαι ἀστέρας λαμπιρὸς νύκτα καὶ τὴν ἡμέρα· εἶσαι ’ς τὰ πλούτη θησαυρός, τῆς ἐμορφιᾶς ἡ χάρι, καὶ πᾶσα νιὸς ὀρέγεται τέτοιαν κόρην νὰ πάρῃ». «Ἀμμ’ ἂ γνωρίζῃς καὶ θωρῇς ’ς ἐμένα τέτοια εἴδη, γιατὶ περηφανεύγεσαι νὰ δώσῃς δακτυλίδι;» |
|
85 | «Διατὶ ποτὲ τ’ ἀντρόγυνα δὲν πέφτου ’ς μιὰν καρδίαν, μά, σὰν ἀπομακρύνουσι, χάνουν τὴν ἐρωτίαν. Σὰν κάμουν ἕνα δυὸ παιδιὰ τὸν πόθον ἀπαρνοῦνται, καὶ τὴν ἀγάπην συχαίνονται, τὸν ἔρωτα λησμονοῦνται, καὶ ὁπὦναι νιὸς καὶ δὲν πατεῖ ’ς τὸν ἔρωταν ἀπάνω, |
|
90 | ’ς τὴν συντροφιὰ τῶν ζωντανῶν ἐγὼ δὲν τὸν ἐβάνω. Ὡσὰν λαρδὶ κουρουπιαστὸ ὀκτὼ χρονῶν ἢ δέκα, ἐδέτζι ἔναι ’ς τὸν ἄνθρωπον βλογητικὴ γυναῖκα· εὐλόγησεν ὁ Ἔρωτας τὸν κουρσεμένον πόθο, πῶς θὲς ν’ ἀλλάξω τὸ λοιπὸν ἐκεῖνον ὅπου γνώθω; |
|
95 | Λοιπόν, μαλαματένη μου, τοῦτον ὁ νοῦς σου σφάνει καὶ ἂς φᾶμεν τὴν ἀγάπη μας μὲ διχωστὰ στεφάνι· καὶ ἂς πιοῦμεν ἀπὸ τῆς φιλιᾶς τὸ δροσισμένο μέλι, καὶ αὐτὰ τ’ ἀρρεβωνιάσματα ὁ νοῦς σου μὴ τὰ θέλῃ. Νέα κοροῦλα βρίσκεσαι ἐρωτοπλουμισμένη, |
|
100 | σκόπισε ὅτι ὁ καιρὸς τὰ κάλλη σου μαραίνει, ψύγει καὶ συζαρώνει σε, σὲ γερατειὰ σὲ φέρνει, ὁ θάνατος πλακώνει σε, καὶ τότε τί κερδαίνεις; Προδώσου τὸ λοιπονιθὲς καὶ ἄφες τὸ δακτυλίδι, καὶ ἂς φᾶμε μὲ συνήβασι βασιλικὸν ἀπίδι, |
|
105 | καὶ ἂς στέκωμε τὴν νιότη μας ἀλλήλως μας ὁμάδι, καὶ ἂς ἤμεστεν ἐλεύθεροι ’ς τοῦ πόθου τὸ λιβάδι, ὁπού ’ν’ τὰ ρόδα τὰ πολλά, τὰ λούλουδα καὶ τ’ ἄθη· κ’ εἴτις ἐμπῇ ’ς τέτοιαν ὁδόν, κ’ εἰς τέτοιαν στράτα νά ’ρθῃ, γἡ ἀγάπη ἔναι ζάχαρι, μέλι καὶ γλυκορρίζι, |
|
110 | καὶ τὰ παιδιὰ ἐκ τὲς μάννες τως ὁ ἔρωτας χωρίζει. Καὶ πάντις μή ’μαι χρυσοχὸς νὰ κάμνω δακτυλίδια, νὰ τὰ χαρίζω ἐδῶ κ’ ἐκεῖ σὰ μυρισμέν’ ἀπίδια; Ἡ νιότη μου ’ς τὰ χέρια σου μαζὶ μὲ τὸ κορμί μου, ἴντα θέλεις καλλιώτερο τὸ λοιπονίς, ψυχή μου; |
|
115 | «Ὦ Παναγία, ποῦ τά ’μαθες καὶ ’ς ποιὸ σκολειὸν ἐμπῆκες καὶ ξόμπιασες καὶ πῆρες τα; τίβοτες δὲν ἀφῆκες ὡς νά ’θελες νὰ τό ’καμνες νά ’παιρνες τέτοιαν κόρη, καὶ μίλησες ἔτζι χοντρά, σὰ νά ’σουν ἐκ τὰ ὄρη. Καὶ ἂν ἤμουν πάλι τούρκισσα ἢ σκλάβας θυγατέρα, |
|
120 | ἔτζι δὲ μοῦ ’θελες εἰπεῖ ἐτούτη τὴν ἡμέρα, ὁπού ’σαι ἀπὸ τοὺς ἄρχοντες καὶ ἀπὸ τοὺς τιμημένους, καὶ ἀπὸ καλοὺς κ’ εὐγενικοὺς τοὺς τόπους γεννημένους, ἔπρεπεν τοῦτον εἰς ἐσὲν ἐμένα νὰ διατάσῃς, ἂν ἔβλεπες νὰ πρόδιδα νὰ μὲ καταδικάσῃς. |
|
125 | Μὰ σὺ δὲ ’μολογᾷς Θεόν, μὰ θὲ νὰ μὲ ’ντροπιάσῃς· σύρε καλῶς καὶ μὴ θαρρῇς τότε νὰ μὲ γελάσῃς». |
|
- Auguste Renoir, Εραστές/Lovers, 1875, ελαιογραφία σε καμβά, Εθνική Πινακοθήκη στην Πράγα.
Πηγή: Wikimedia Commons - Edward John Poynter, Η Ψυχή στον Ναό της Αγάπης/Psyche in the Temple of Love, 1882, ελαιογραφία σε καμβά, Πινακοθήκη Τέχνης Walker, Λίβερπουλ.
Πηγή: Wikimedia Commons - William Dyce, Francesca da Rimini, 1837, ελαιογραφία σε καμβά, Εθνική Πινακοθήκη Σκωτίας, Εδιμβούργο.
Πηγή: Wikimedia Commons
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- «Καίγομαι και σιγολιώνω», παραδοσιακό ηπειρώτικο τραγούδι, ερμηνεία: Δημήτρης Υφαντής, από το άλμπουμ Από χώμα & νερό, Mercury 1999.
Πηγή: YouTube«Παραδώσου», στίχοι: Λίνα Νικολακοπούλου, μουσική: Σταμάτης Κραουνάκης, ερμηνεία: Δήμητρα Γαλάνη, από το άλμπουμ Κανονικά, Minos 1984.
Πηγή: YouTube
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
"Ενύπνιος" έρωτας χωρίς συγκατάθεση (στ. 127-198)
Στην τελευταία ενότητα του ποιήματος, και αφού έχουν προηγηθεί διαφωνίες και καβγάδες για την προοπτική της σχέσης, ο νέος αποφασίζει να πάψει τις προσπάθειες ερωτικής αποπλάνησης. Μετά από σχεδόν έναν χρόνο απουσίας, όμως, επανέρχεται και καταφέρνει να συνευρεθεί ερωτικά με την κοπέλα την ώρα που εκείνη κοιμάται. Όταν εκείνη συνειδητοποιεί την ατίμωσή της, τον καταριέται και μιλά απαξιωτικά για το ανδρικό γένος.
| Καὶ μὲ τοὺς ἀναστεναγμοὺς σφαλᾷ τὸ παραθύρι, καὶ ὀμπρὸς ὀπίσω ἐγύρισε τοῦ πόθου τὸ ζαφείρι. Καὶ ὁ ἄγουρος ἐγέλασε καί ’μοσε νὰ ξεδράμῃ, |
|
130 | εἴτι πεισματικὸν μπορεῖ τῆς λυγερῆς νὰ κάμῃ. Ἐμίσσεψε κ’ ἐφῆκε την, ὥστε νὰ λησμονήσῃ, καὶ μὲ καιρὸν νὰ θυμηθῇ ὀπίσω νὰ γυρίσῃ· διατ’ ἤτονε πολυπαθὴς τῆς ἐρωτιᾶς κουρσιάρης, εἰς τούτην ἔκαμνε κανεὶς εἰς τὴν φιλιὰν τῆς χάρης· |
|
135 | τεχνίτης εἰς τὴν συντυχιά, δάσκαλος εἰς τὴν πρᾶξι, καὶ μοναχὴ τὴν ἄφηκεν ὁγιὰ νὰ μὴν πλατάξῃ. Καὶ δὲν ἀπέρασε ἀπὸ κεῖ τρακόσιες μιὰ ἡμέρα κ’ ἦρθε καὶ ’πολησμόνησεν ἡ ἄσπρη περιστέρα. Καὶ τότες εὐγωδώθηκεν ὁ νιὸς ἀρματωμένος, |
|
140 | τὸν πόθον ἐδικάζετον καὶ τὴν φιλιὰν καημένος. Ἄρχιζε καὶ δικάζετον καὶ τὴν φιλιὰν ἐρώτα· ὁ ἔρωτας τὸν ἔσωσεν ’ς τῆς λυγερῆς τὴν πόρτα. Τὴν πρώτην πόρταν ἤνοιξε, τὴν δεύτερην ραγίζει, οὐδ’ ἄνθρωπος τὸ γροίκησε, οὐδὲ σκυλὶ γαυγίζει. |
|
145 | Κι’ ηὗρε τὴν κόρην καὶ κοίτετον ’ς τ’ ὡριόν της τὸ κρεββάτι, προσκεφαλάδι ὁλάργυρο ’ς τὸ στῆθος της ἐκράτει. Ὁ ἄγουρος σβήνει τὸ κερί, καὶ τ’ ἄρματά του βγάνει, κ’ εἶπεν· «Ὁπ’ ἐγεννήθηκε σήμερον ἂς ποθάνῃ!» Εἰς τὴν κασσέλα ἐκάθισε, ἀτός του ἐξυπολήθη, |
|
150 | καὶ βγαίνει τὸ προσκέφαλο ’κ τῆς λυγερῆς τὰ στήθη. Ἄβουλά της ἐσήκωσε, ’ς τὰ χέρια της ἐμπῆκε, καὶ τὸ ’πεθύμαν εἰς καιρούς, εἰς μιὰν ὥραν τὸ ποῖκε. Καὶ ξύπνησεν ἡ λυγερὴ ’ς τὰ κανακίσματά της, καὶ γνώρισε ὅτι ἔχασε εἰς μιὸν τὴν παρθενιά της. |
|
155 | Καὶ ὁ νιώτερος πεισματικὰ ἄρχισε νὰ τῆς λέγῃ, θωρῶντα πῶς ἐμάνισε εἰς αὔτονε νὰ κλαίγῃ: «Ἐσύ ’σαι κείνη πὤλεγες νὰ βάλῃς δακτυλίδι; βάλε ἀρραβῶνα χάμαρη, καὶ βλόγησι σφαγίδι!» Καὶ μέσα ’ς τὲς ἀγκάλες της τὸν ἄγουρον ἐτήρα, |
|
160 | κ’ ἔκλαιγεν καὶ βαραίνετον ’ς τὴν δολερήν της μοῖραν. Ὡς πέρδικα μοιρολογᾷ, ὡσὰν τρυγόνα κλαίγει, καὶ πρὸς αὐτὸν τὸν νιώτερον τοῦτα τὰ λόγια λέγει: «Ἂ βουληθῇς νὰ μ’ ἀρνηθῇς καὶ νὰ μ’ ἀλησμονήσῃς, εἰς τὴν Τουρκιὰ ’ς τὰ σίδηρα πολλὰ ν’ ἀγανακτήσῃς· |
|
165 | σὲ τούρκικα σπαθιὰ βρεθῇς, σὲ Κατελάνου χέρια, τὰ κριάτα σου νὰ κόψουσι μὲ δίστομα μαχαίρια, Ἀράπηδες νὰ σ’ εὕρουσι καὶ Μῶροι νὰ σὲ σώσου, καὶ σ’ ὄχλον σαρακήνικον τρεῖς μαχαιρὲς σοῦ δώσου· οἱ δυὸ νὰ ’γγίζου ’ς τὴν καρδιὰ κ’ ἡ ἄλλη ’ς τὰ μυαλά σου, |
|
170 | κ’ εἰς τὸν ἀφρὸν τῆς θάλασσας νὰ βροῦσι τὰ μαλλιά σου· τὰ πόδια καὶ τὰ χέρια σου νὰ βροῦν εἰς παραγιάλι, καὶ τὰ μουσούδια τὰ βαστᾷς ’ς τὴν ἄμμον νὰ τὰ βγάλῃ νὰ δράμου νά ’ρθουν νὰ σὲ ’δοῦ ἐκ τὰ συγγενικά σου, ἡ μάννα σου νὰ κουρευτῇ θωρῶντα τὰ μαλλιά σου. |
|
175 | Καὶ τότες νά ’ρθω νὰ σὲ ’δῶ γιὰ παρηγόρημά μου, ’ς τὸ ξόδι σου νὰ ’γδικιωθῶ, νὰ δροσιστῇ ἡ καρδιά μου!» Καὶ πάλι κλαίει, θλίβεται, πάλι μοιρολογᾶται, καὶ μετὰ τὶς γειτόνισσες ἄκου τὸ τί δηγᾶται: «Ἀκούσετε, γειτόνισσες καὶ συνανάθροφές μου, |
|
180 | καὶ σεῖς, κοράσια, ξεύρετε, οἱ ξένες καὶ δικές μου· ἀμέριμνα μὴ κάθεστε, τὸν ὕπνον μὴ ἀγαπᾶτε, τὰ μεσημέρια κοίτεστε, τὲς νύκτες ἀγρυπνᾶτε. Διατάσσω σας καὶ λέγω σας γιὰ τὸ δικό μου βάρος, γιατὶ ὁ ὕπνος εἰς ἐμὲ ἦτον μεγάλος Χάρος. |
|
185 | Τὸν πόθον εἶχα μέσα μου ὡσὰν ἕνα παιγνίδι, τινὸς οὐδὲν ἐπρόδιδα χωρὶς τὸ δακτυλίδι. Μὰ στανικῶς, δυναστικῶς ἦλθε καὶ ἔπαρέ με, κι’ εἴτ’ ἤθελ’ ἔκαμε ’ς ἐμέ, κ’ ὕστερα ἐνέμπαιζέ με. Λοιπὸν ὁπὦναι φρόνιμη ἂς σφικτομανταλώνῃ, |
|
190 | διατὶ ὁ ἄνδρας τὴν γυνὴ πάντα τήνε κομπώνει. Βρύσι, νερὸ τρεχάμενο, ’ς τὰ λόγια ’ν’ ἡ γυναῖκα· πιστεύγω το σὰν τὸ γροικῶ φράγκικα καὶ ρωμαῖκα. Ἀπὸ πολλοὺς νὰ ’βρῇς τινα νὰ τὴν εὐλογηθοῦσι, μὰ πλέα εἶναι πίβουλος, ὁποὺ τὴ συγγελοῦσι· |
|
195 | ἀρνοῦσι καὶ τοὺς ὅρκους των, τὸ θέλουσι νὰ κάμου, μὸν νὰ χαροῦν λίγον καιρὸν ’ς τὰ ψώματα τοῦ γάμου. Μὴ μὲ κατηγορήσετε γιατὶ σᾶς τ’ ὁρμηνεύγω, ἀφῆν ἐμπῆκα ’ς τὸ χορό, χρειὰ μὦναι νὰ χορεύγω. |
|
- Gustav Klimt, Το Φιλί/The Kiss, 1908-1909, ελαιογραφία σε καμβά, Αυστριακή Πινακοθήκη Belvedere, Βιέννη.
Πηγή: Wikimedia Commons - Jean-Baptiste Santerre, Νεαρή γυναίκα που κοιμάται/Young Woman Sleeping, πριν το 1710, ελαιογραφία σε καμβά, Εθνικό Μουσείο Τέχνης της Καταλονίας, Βαρκελώνη.
Πηγή: Wikimedia Commons - Κορίτσι που κοιμάται/Sleeping Girl, 1620-1622, πίνακας που αποδίδεται είτε στον Domenico Fetti είτε στον Sigismondo Coccapani, ελαιογραφία σε καμβά, Μουσείο Καλών Τεχνών Βουδαπέστης.
Πηγή: Wikimedia Commons - Rembrandt, πίνακας που είναι γνωστός ως «Η εβραία νύφη»/«The Jewish bride», περ. 1665-1669, ελαιογραφία σε καμβά, Μουσείο Rijksmuseum, Άμστερνταμ.
Πηγή: Wikimedia Commons
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- «Θάρθω μεσάνυχτα», στίχοι: Λάκης Τεάζης, μουσική: Σπύρος Παπαβασιλείου, ερμηνεία: Δημήτρης Μητροπάνος, από το άλμπουμ Λαϊκές στιγμές, Philips 1983.
Πηγή: YouTube«Θα ’ρθω μια γλυκιά βραδιά», στίχοι & μουσική: Βασίλης Τσιτσάνης (1η φωνογράφηση: 1938, 1η εκτέλεση: Στράτος Παγιουμτζής), από την ψηφιακή συλλογή 100 χρόνια Βασίλης Τσιτσάνης, 1915-2015, FM Records 2014.
Πηγή: Επίσημο κανάλι της FM Records στο YouTube«Μην κλείσεις το παράθυρο», στίχοι: Άκος Δασκαλόπουλος, μουσική: Μίμης Πλέσσας, ερμηνεία: Γιάννης Πουλόπουλος, από το άλμπουμ Γιάννης Πουλόπουλος 2, Lyra 1967.
Πηγή: YouTube
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Βιβλιογραφία
- Beck 1993
- Hans-Georg Beck, Ιστορία της βυζαντινής δημώδους λογοτεχνίας, μτφρ. Νίκη Eideneier, ΜΙΕΤ, Αθήνα 21993, σ. 285-286.
- Βουτιερίδης 1976
- Ηλίας Π. Βουτιερίδης, Σύντομη ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, 1000-1930, με συμπλήρωμα του Δημήτρη Γιάκου (1931-1976), Παπαδήμας, Αθήνα 31976, σ. 128-129.
- Caracausi 2003
- Maria Caracausi (επιμ.), Ριμάδα κόρης και νέου. Contrasto di una fanciulla e di un giovane, Edizione critica, introduzione, commento e traduzione di Maria Caracausi [Ricerche. Lingue e letterature straniere, 127], Carocci, Ρώμη 2003.
- Δημαράς 2000
- Κ. Θ. Δημαράς, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Από τις πρώτες ρίζες ως την εποχή μας, Γνώση, Αθήνα 92000, σ. 89 & 675-676.
- Ζώρας 1955α
- Γεώργιος Θ. Ζώρας (επιμ.), «Από την μεσαιωνικήν και την νεωτέραν φιλολογίαν μας. 2. Ριμάτα κόρης και νέου», Νέα Εστία, τ. 57, τχ. 666, (Ιανουάριος-Ιούνιος 1955), σ. 426-431.
- Ζώρας 1955β
- Γεώργιος Θ. Ζώρας (επιμ.), Μνημεία της μεσαιωνικής και νεωτέρας φιλολογίας μας, χ.ε.ο., Αθήνα 1955, σ. 2-8.
- Κασίνης 2010
- Κωνσταντίνος Γ. Κασίνης (επιμ.), Νεοελληνική λογοτεχνία από τις αρχές έως την επανάσταση. Συγχρονική ανθολογία κειμένων: ποίηση – πεζογραφία – θέατρο – διάλογος – επιστολή, Πορεία, Αθήνα 2006, σ. 226-228.
- Κρουμπάχερ 1900
- Καρλ Κρουμπάχερ, Ιστορία της βυζαντηνής λογοτεχνίας, μεταφρασθείσα υπό Γεωργίου Σωτηριάδου, τ. Γ΄, Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου, Αθήνα 1900 [φωτοτυπική ανατύπωση 1974], σ. 65-66.
- Legrand 1874
- Émile Legrand (επιμ.), Recueil de chansons populaires grecques, publiées et traduites pour la première fois [Collection de monuments pour servir a l’ etude de la langue neo-hellenique 1], Maisonneuve & Cie, Παρίσι 1874, σ. 20-35.
- Legrand 1881
- Émile Legrand (επιμ.), Bibliothèque grecque vulgaire, τ. 2, Maisonneuve et Cie, Παρίσι 1881, σ. 51-57.
- Μαστροδημήτρης 1991
- Π. Δ. Μαστροδημήτρης (επιμ.), Η ποίηση του νέου ελληνισμού (ανθολογία), Ίδρυμα Γουλανδρή-Χορν, Αθήνα, σ. 38-39, 305-306, 353-358.
- Pernot 1931
- Hubert Pernot (επιμ.), Chansons populaires grecques des XV et XVI siècles, Collection de l’ Institut Néo-Hellénique de l’ Université de Paris, Belles Lettres, Παρίσι 1931, σ. 72-87.
- Πολίτης 1999
- Λίνος Πολίτης, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, ΜΙΕΤ, Αθήνα 101999, σ. 51.
- van Gemert 1980
- Arnold F. van Gemert (επιμ.), Μαρίνου Φαλιέρου Ερωτικά Όνειρα, κριτική έκδοση με εισαγωγή, σχόλια και λεξιλόγιο [Βυζαντινή και Νεοελληνική Βιβλιοθήκη, 4], Τυπογραφεία Στ. & Ιω. Σφακιανάκη, Θεσσαλονίκη 1980.
- van Gemert 2006
- Arnold F. van Gemert, «Λογοτεχνικοί πρόδρομοι», Λογοτεχνία και κοινωνία στην Κρήτη της Αναγέννησης, επιμ. David Holton, μτφρ. Ναταλία Δεληγιαννάκη, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2006, σ. 72 & 92-93.
- Vitti 1994
- Mario Vitti, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Οδυσσέας, Αθήνα 31994, σ. 39-40.
Ετικετες Αναζητησης
Λογοτεχνικό Είδος
Ποίηση ερωτικήΛογοτεχνικό Γένος
ΠοίησηΕποχές - Περίοδοι
Πρώιμη κρητική λογοτεχνία ή Περίοδος της προετοιμασίας (14ος αι.-1580) Ο αιώνας της Άλωσης (15ος αι.) Λογοτεχνία σε φραγκοκρατούμενα-βενετοκρατούμενα μέρη (15ος-17ος αι.)Φύση Προσώπων
Άνθρωποι
Κατάλογος Έργων
- Αισώπου Μύθοι
- Ανακάλημα της Κωνσταντινόπολης
- Άνθη ευλαβείας
- Άνθος των χαρίτων
- Απόκοπος
- Αφήγησις Λιβίστρου και Ροδάμνης
- Αφήγησις παράξενος του ταπεινού Σαχλίκη
- Βαρλαάμ και Ιωάσαφ
- Βασιλεύς ο Ροδολίνος
- Βίοι αγίων
- Διγενής Ακρίτης
- Διήγησις Βελισαρίου
- Διήγησις εξαίρετος Βελθάνδρου του Ρωμαίου
- Διήγησις εξαίρετος ερωτική και ξένη του Ιμπερίου θαυμαστού και κόρης Μαργαρώνης
- Διήγησις εξαίρετος ερωτική και ξένη Φλωρίου του πανευτυχούς και κόρης Πλάτζια Φλώρης
- Διήγησις Ιεροθέου Αββατίου
- Διήγησις και οπτασία ωφέλιμος ορθοδόξου τινός Δημητρίου
- Διήγησις του Αχιλλέως
- Διήγησις του Πωρικολόγου
- Διήγησις του Ρεμπελιού των Ποπολάρων
- Εξήγησις της γλυκείας χώρας Κύπρου, η ποία λέγεται Κρόνικα, τουτέστιν Χρονικόν
- Ερωτικόν ενύπνιον
- Ερωτόκριτος
- Ερωτοπαίγνια
- Ερωφίλη
- Η Βοσκοπούλα
- Η Θυσία του Αβραάμ
- Η Καινή Διαθήκη
- Η Κοσμογέννησις
- Η Φυλλάδα του Μεγαλέξαντρου
- Θησαυρός
- Θρήνος εις τα Πάθη και την Σταύρωσιν του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού
- Θρήνος της Θεοτόκου
- Θρήνος της Κρήτης
- Θρήνος της Κωνσταντινούπολης
- Ιατροσόφια
- Ιστορία και όνειρο
- Ιστορία του Ταγιαπιέρα
- Κατζούρμπος
- Κλίνη Σολομώντος
- Λαϊκές αφηγήσεις
- Λεηλασία της Παροικιάς της Πάρου
- Λόγοι διδακτικοί του πατρός προς τον υιόν
- Λόγος παρηγορητικός περί Δυστυχίας και Ευτυχίας
- Μεγάλον θανατικόν από πανόκλα
- Ο Βίος του Αισώπου
- Ο Έπαινος των γυναικών
- Ο Κρητικός Πόλεμος
- Ο Οψαρολόγος
- Ο Χρονογράφος
- Παιδιόφραστος διήγησις των ζώων των τετραπόδων
- Παλαιά τε και Νέα Διαθήκη
- Πανουργίαι υψηλόταται του Μπερτόλδου
- Πανώρια
- Πένθος θανάτου, ζωής μάταιον και προς Θεόν επιστροφή
- Περί ηρώων, στρατηγών, φιλοσόφων, αγίων και άλλων ονομαστών ανθρώπων, οπού εβγήκασιν από το νησί της Κύπρου
- Περί της ξενιτείας
- Πόλεμος της Τρωάδος
- Πτωχοπρόδρομος
- Ριμάδα κόρης και νιου
- Ρίμες αγάπης (Κυπριακά ερωτικά)
- Σιντίπας
- Σπανέας
- Σπανός
- Στάθης
- Στεφανίτης και Ιχνηλάτης
- Στίχοι γραμματικού Μιχαήλ του Γλυκά ούς έγραψε καθ΄ ον κατεσχέθη καιρόν εκ προσαγγελίας χαιρεκάκου τινός
- Συναξάριον του τιμημένου γαδάρου
- Το κατά Καλλίμαχον και Χρυσορρόην ερωτικόν διήγημα
- Το Χρονικόν του Μορέως
- Φορτουνάτος
- Φυσιολόγος
- Χρονικό του Γαλαξειδιού
- Χρονικό του μοναστηριού του Αγίου Θεοδώρου Κυθήρων
- Χρονικό των Σερρών
- Χρονικόν