Ανακάλημα της Κωνσταντινόπολης
Συγγραφέας: Ανώνυμος
Το Ανακάλημα της Κωνσταντινόπολης είναι ένας θρήνος για την άλωση της Πόλης. Διασώθηκε ανώνυμο, ενώ ο χρόνος της συγγραφής του τοποθετείται μετά το 1453. Είναι γραμμένο σε 118 ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους στίχους και σε γλώσσα απλή, όμως με κάποιους αρχαϊσμούς και ιδιωματικά στοιχεία.
Εμμανουήλ Κριαράς (επιμ.), Ανακάλημα της Κωνσταντινόπολης, το κείμενο με εισαγωγή, σχόλια και γλωσσάριο, ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη 1965.
Εισαγωγή
Το ποίημα Ανακάλημα της Κωνσταντινόπολης ανήκει στους θρήνους, δηλαδή στα ποιήματα με θέμα την άλωση της Πόλης (ή και την άλωση άλλων αστικών κέντρων) από τους Οθωμανούς, η οποία συνέβη στις 29 Μαΐου του 1453. Κάποια κοινά στοιχεία που συναντώνται σε αυτή την κατηγορία των στιχουργημάτων είναι ο θρήνος για την απώλεια της πόλης, η αφήγηση των τελευταίων γεγονότων πριν από την πτώση, η αναφορά στον τελευταίο αυτοκράτορα, η περιγραφή των λεηλασιών, η αναφορά των αιτίων της άλωσης, η επίκληση των ευρωπαϊκών λαών για βοήθεια και η δυνατότητα απελευθέρωσης με τη βοήθεια του Θεού και τον αγώνα των Ελλήνων (Ζώρας 1956, 37).
Ο συγκεκριμένος θρήνος, που είναι αρκετά πρώιμος και με ιδιαίτερη λογοτεχνική αξία, αρχίζει με την αναγγελία της είδησης της Άλωσης μέσα από τον διάλογο δύο πλοίων που συναντώνται «στα μέρη της Τενέδου» (στ. 6). Ο διάλογος αυτός αναδεικνύει τη συμβολή του τελευταίου βυζαντινού αυτοκράτορα στην υπεράσπιση της Πόλης. Στην αφήγηση εγκιβωτίζονται τα λόγια του αυτοκράτορα, που ζητά από τους Κρητικούς να του πάρουν το κεφάλι, ώστε να αποφύγει την εξευτελιστική θανάτωση από τους ίδιους τους Τούρκους. Στους επόμενους στίχους (57-88) ο ποιητής θρηνεί για τα τραγικά συμβάντα που έλαβαν χώρα στη Βασιλεύουσα, ενώ περιγράφει με ρεαλιστικό τρόπο τις λεηλασίες των Οθωμανών. Ακόμη, επικαλείται τον ουρανό και τη γη να αντιδράσουν στις ανομίες των κατακτητών. Στους στίχους 89-118 γίνεται αναφορά στον Μέγα Κωνσταντίνο και τον Ιουστινιανό, οι οποίοι ως ήλιοι έκαναν την Πόλη να λάμψει σαν τη σελήνη. Το ποίημα κλείνει με τη δυσοίωνη έλευση του Μωάμεθ Β΄ του Πορθητή. Όπως φαίνεται, σε αντίθεση με τους άλλους θρήνους, εδώ απουσιάζει η ανάλυση των αιτιών της πτώσης της Πόλης και η αναφορά στη δυνατότητα απολύτρωσής της σε μελλοντικό χρόνο.
Όσον αφορά στον χρόνο συγγραφής του ποιήματος, έχει υποστηριχθεί η άποψη ότι πρόκειται για ποίημα το οποίο γράφτηκε κατά την περίοδο που συνέβη η άλωση της Πόλης. Αντιστοίχως, ο συγγραφέας του θεωρείται σύγχρονος των γεγονότων που περιγράφει. Ο Κριαράς (1965, 14) θεωρεί αναμφισβήτητo ότι ο χρόνος συγγραφής του είναι κοντά στο γεγονός που περιγράφει. Η έλλειψη ρίμας τον οδηγεί να το τοποθετήσει χρονικά στα μέσα του 15ου αιώνα και όχι αργότερα, εφόσον μέχρι τότε, όπως ισχυρίζεται, η ομοιοκαταληξία δεν χρησιμοποιούνταν στη νεοελληνική ποίηση.
Ιδιαίτερα ασχολήθηκαν κάποιοι μελετητές με τη σχέση του με ένα άλλο ποίημα, την Άλωσιν Κωνσταντινουπόλεως. Η ομοιότητα ορισμένων στίχων τούς οδήγησε στο συμπέρασμα ότι ο συγγραφέας του ποιήματός μας γνώριζε την Άλωσιν και, σε κάποιο βαθμό, επηρεάστηκε από αυτήν. Βέβαια, υπάρχουν και κάποιοι που αρνούνται οποιαδήποτε σχέση ανάμεσα στα δύο κείμενα. Ο Κρουμπάχερ (1900 [1974], 114), όπως και άλλοι μελετητές, θεώρησε ότι το Ανακάλημα γράφτηκε μετά την Άλωσιν, ακολουθώντας τον Γεώργιο Χατζιδάκι (1905, 538-540), ο οποίος απέδειξε ότι το δεύτερο ποίημα γράφτηκε τον ίδιο τον χρόνο της Άλωσης. Ο Κριαράς (1965, 17-21) καταλήγει στο συμπέρασμα ότι υπάρχει κάποια σχέση ανάμεσα στα δύο ποιήματα, η οποία δεν είναι δυνατό να αποδοθεί σε κοινούς τόπους ή να θεωρηθεί συμπτωματική. Σίγουρα ο ένας ποιητής γνώριζε το έργο του άλλου, αλλά δεν είναι εύκολο να υποστηριχτεί με βεβαιότητα ποιο ποίημα είναι προγενέστερο.
Για τον εντοπισμό της γεωγραφικής περιοχής στην οποία συντάχτηκε το έργο, χρησίμευσε ιδιαίτερα η μελέτη των γλωσσικών του στοιχείων. Καλό είναι να αναφερθεί ότι παλαιότερα εικαζόταν πως γράφτηκε στην Κρήτη και από Κρητικό, λόγω της ιδιαίτερης μνείας που γίνεται στο νησί και στη συνεισφορά των κατοίκων του στον αγώνα. Η άποψη αυτή εκφράστηκε πρώτα από τον Κρουμπάχερ το 1900 και έγινε δεκτή από τους μετέπειτα μελετητές. Ο Αθανάσιος Παπαδόπουλος-Κεραμεύς (1903, 267), λ.χ., αναφέρει χαρακτηριστικά: «ως φαίνεται εκ τινών φιλοκρητικών στίχων συνετάχθη εν τη νήσω Κρήτη ευθύς μετά την Άλωσιν της Κωνσταντινουπόλεως». Επίσης, ο Καμπάνης (1948, 58) στη γραμματολογία του (Ιστορία της νέας ελληνικής λογοτεχνίας) δέχεται την κρητική καταγωγή του ποιητή. Όμως μπορεί να θεωρηθεί, όπως επισημαίνει ο Κριαράς (1965, 11), ότι η παρουσία των Κρητικών, όπως και ο ηρωισμός που έδειξαν κατά την υπεράσπιση της Πόλης, ενδεχομένως να μαθεύτηκε και στην Κύπρο. Άλλωστε, δεν εξαίρονται ιδιαίτερα οι αρετές τους, ούτε είναι ξεχωριστή η αναφορά σε αυτούς, ώστε να υποτεθεί ότι ο συγγραφέας έχει μια ιδιαίτερη σχέση μαζί τους:
θωρεί, φεύγουν οι Κρητικοί, φεύγουν οι Γενουβήσοι·
φεύγουσιν οι Βενέτικοι κ’ εκείνος απομένει. (στ. 31-32)
Κόψετε το κεφάλιν μου, χριστιανοί Ρωμαίοι·
επάρετέ το, Κρητικοί, βαστάτε το στην Κρήτην,
να το ιδούν οι Κρητικοί να καρδιοπονέσουν,
να δείρουσι τα στήθη τους, να χύσουν μαύρα δάκρυα
και να με μακαρίσουσιν ότι ούλους τους αγάπουν· (στ. 37-41).
Φαίνεται ότι απλώς αναφέρονται συμβάντα που ήταν γνωστά, όπως ότι συμμετείχαν στην υπεράσπιση. Η αγάπη του αυτοκράτορα προς αυτούς και η προτροπή να πάρουν το κεφάλι του στην Κρήτη, έναν τόπο που ακόμη δεν είχε υποταχθεί στους Τούρκους, δεν αποτελούν αποδεικτικά στοιχεία για την κρητική καταγωγή του ποιητή. Η προτροπή του αυτοκράτορα στους Κρητικούς, σε σχέση με τους Γενουάτες και τους Βενετούς, είναι δικαιολογημένη και για τον λόγο ότι οι Κρητικοί είναι Έλληνες.
Εξάλλου, μια πιο επισταμένη μελέτη της γλώσσας του ποιήματος, που πραγματοποιήθηκε από τον Κριαρά, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι είτε γράφτηκε στην Κύπρο είτε ο συγγραφέας του είχε κυπριακή προέλευση. Αρχικά, το ουσιαστικό «ανακάλημα» του τίτλου μόνο στην κυπριακή διάλεκτο έχει τη σημασία του «θρήνου», ενώ σε άλλες περιοχές συναντάται με διαφορετικές σημασίες. Όσον αφορά τώρα στους διαλεκτικούς τύπους που συναντώνται στο κείμενο, ο Κριαράς επισημαίνει ότι κάποιοι από αυτούς είναι κοινοί και στην Κύπρο και στα Δωδεκάνησα. Αν απομονωθούν, όμως, οι κοινοί τύποι, εξακολουθούν να υπάρχουν λέξεις κυπριακής προέλευσης (π.χ. ανακάλημα, ακ, τυραννίζω, τράπεζα, γομάριν, σπατιά, σωτικά). Γενικά παρατηρείται ότι κανενός άλλου τόπου τα ιδιωματικά στοιχεία δεν βρίσκονται συγκεντρωμένα σε τέτοιο βαθμό μέσα στο ποίημα. Το γεγονός ότι δεν είναι αποκλειστικά γραμμένο σε κυπριακή γλώσσα δεν συνεπάγεται ότι δεν πρόκειται για κυπριακό δημιούργημα, εφόσον και στον Θρήνο της Κύπρου, ποίημα γραμμένο στην Κύπρο, ο ποιητής έκανε ανάλογες γλωσσικές επιλογές και χρησιμοποίησε μόνο κάποια διαλεκτικά στοιχεία. Ο Κριαράς, λοιπόν, με πειστικό τρόπο απέδειξε την κυπριακή του προέλευση και η άποψή του έγινε αποδεκτή από τους περισσότερους μελετητές.
Ακόμη, αξίζει να επισημανθεί ότι το ποίημα γενικά παραπέμπει στο ύφος των δημοτικών τραγουδιών και πιθανόν ο συγγραφέας του να άντλησε στοιχεία από κάποιο από αυτά. Στη διαπίστωση αυτή συμβάλλει τόσο η χρήση του πολιτικού στίχου όσο και η γλώσσα. Συγκεκριμένα, το κείμενο είναι γραμμένο σε 118 ανομοιοκατάληκτους ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους στίχους και παρουσιάζει τομή μετά την όγδοη συλλαβή, όπως συμβαίνει κανονικά στον πολιτικό στίχο. Ο διασκελισμός σχεδόν απουσιάζει, κάτι που μαρτυρεί ότι το κείμενο είναι επηρεασμένο από την τεχνοτροπία των δημοτικών τραγουδιών. Η γλώσσα του είναι η κοινή και σε πολλά σημεία συγγενεύει με τη γλώσσα των δημοτικών τραγουδιών, αν και σε ορισμένους στίχους εντοπίζονται κάποιοι αρχαϊσμοί. Συγκεκριμένα, οι στίχοι 1-13, 16-20, 30-42 έχουν έντονα λαϊκό χρώμα. Στους υπόλοιπους στίχους είναι εντονότερα τα λόγια στοιχεία και οι αρχαϊσμοί, οι οποίοι αυξάνονται προς το τέλος του ποιήματος. Συνοψίζοντας, το ποίημα αποκτά φυσικότητα και ζωντάνια στα σημεία όπου χρησιμοποιείται η λαϊκή γλώσσα, ενώ στα σημεία όπου κυριαρχούν οι αρχαϊσμοί συναντώνται πλατειασμοί και παλιλλογίες. Στις αρετές του συγκαταλέγονται η συντομία του, οι ρεαλιστικές περιγραφές, η εικόνα της συμφοράς, η συνάντηση των καραβιών με τη στιχομυθία τους, κατά τη διάρκεια της οποίας ανακοινώνεται η άλωση της Πόλης.
Τέλος, αξίζει να αναφερθούν οι εκδόσεις του έργου. Πρώτη έκδοση του ποιήματος πραγματοποιήθηκε από τον Émile Legrand το 1875. Σύμφωνα με τον Κριαρά (1965, 22), ο μελετητής είναι αρκετά προσεκτικός, αλλά οι διορθώσεις του, πολλές φορές, δεν είναι ικανοποιητικές. Ακολούθησε η έκδοση από τον Αγαθάγγελο Ξηρουχάκη (1908, 39-43), στην οποία παραλείπονται πολλοί ιδιωματικοί τύποι του χειρογράφου. Το 1955 εξέδωσε το κείμενο ο Φαίδων Μπουμπουλίδης (1955, 3-5), συμβουλευόμενος τις υπάρχουσες εκδόσεις, με αποτέλεσμα να μη συμβάλει ουσιαστικά στη βελτίωση του κειμένου, αφού δεν έδωσε τη δέουσα προσοχή στο χειρόγραφο. Του τελευταίου η δημοσίευση βασίστηκε σε διορθώσεις του Αθανάσιου Παπαδόπουλου-Κεραμέως (1905, 495-497), οι οποίες, όμως, σε μεγάλο βαθμό είναι άστοχες. Ο Κριαράς, του οποίου την έκδοση χρησιμοποιούμε εδώ, λαμβάνοντας σοβαρά υπόψη του τις γραφές που παραδίδει το χειρόγραφο, εξέδωσε το ποίημα αρχικά το 1956 και ξανά το 1965 (β΄ έκδοση συμπληρωμένη), συμβάλλοντας ουσιαστικά στην αποκατάσταση του κειμένου και στην ανάδειξη του ιδιωματικού του χαρακτήρα. Νεότερη επεξεργασία της έκδοσης αυτής έχει κυκλοφορήσει από το Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών [Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη], η οποία περιλαμβάνει, σύμφωνα με τις εκδοτικές προδιαγραφές της εκδοτικής σειράς «Παλιότερα Κείμενα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας», το ποίημα σε μονοτονικό σύστημα και με εκσυγχρονισμένη ορθογραφία, καθώς και πλούσιο επίμετρο του καθηγητή Γ. Κεχαγιόγλου σχετικά με το ίδιο το κείμενο και τη γραμματεία με θέμα την Άλωση εν γένει (βλ. Κριαράς 2012).
Κείμενο
Ανακάλημα της Κωνσταντινόπολης (θρήνος)
Το Ανακάλημα της Κωνσταντινόπολης είναι ένας θρήνος για την άλωση της Πόλης από τους Οθωμανούς. Αποτελείται από 118 ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους στίχους και είναι γραμμένο σε κοινή απλή γλώσσα, χωρίς ωστόσο να απουσιάζουν ορισμένοι αρχαϊσμοί αλλά και κάποια ιδιωματικά στοιχεία κυπριακής προέλευσης. Εικάζεται, λοιπόν, ότι το ποίημα γράφτηκε στην Κύπρο ή ότι ο συγγραφέας του, που πρέπει να έζησε τα γεγονότα της Άλωσης, ήταν Κύπριος. Η σύνταξή του τοποθετείται αμέσως μετά την πτώση της Πόλης, την οποία και περιγράφει. Στο ποίημα παρουσιάζεται αρχικά η είδηση της Άλωσης (στ. 1-56), η οποία μεταδίδεται μέσα από τον διάλογο που πραγματοποιείται ανάμεσα σε ένα καράβι και ένα κάτεργο. Έπειτα τονίζεται ο ρόλος του τελευταίου αυτοκράτορα και στη συνέχεια (στ. 57-88) ο ποιητής θρηνεί για τις λεηλασίες που συνέβησαν στη Βασιλεύουσα. Ακολουθεί (στ. 89-118) η ανάμνηση του πρότερου κάλλους της, στο οποίο συνέβαλαν ο Μέγας Κωνσταντίνος και ο Ιουστινιανός.
187r | ΑΝΑΚΑΛΗΜΑ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΠΟΛΗΣ Θρήνος, κλαυμὸς καὶ ὀδυρμὸς καὶ στεναγμὸς καὶ λύπη, θλῖψις ἀπαραμύθητος ἔπεσεν τοῖς Ρωμαίοις. Ἐχάσασιν τὸ σπίτιν τους, τὴν Πόλην τὴν ἁγία, τὸ θάρρος καὶ τὸ καύχημα καὶ τὴν ἀπαντοχήν τους. |
|
5
187v | Τίς τό ’πεν; Τίς τὸ μήνυσε; Πότέ ’λθεν τὸ μαντάτο; Καράβιν ἐκατέβαινε στὰ μέρη τῆς Τενέδου καὶ κάτεργον τὸ ὑπάντησε, στέκει καὶ ἀναρωτᾶ το: —«Καράβιν, πόθεν ἔρκεσαι καὶ πόθεν κατεβαίνεις;» —«Ἔρκομαι ἀκ τ’ ἀνάθεμα ǀ κ’ ἐκ τὸ βαρὺν τὸ σκότος, |
|
10 | ἀκ τὴν ἀστραποχάλαζην, ἀκ τὴν ἀνεμοζάλην· ἀπὲ τὴν Πόλην ἔρχομαι τὴν ἀστραποκαμένην. Ἐγὼ γομάριν δὲ βαστῶ, ἀμμὲ μαντάτα φέρνω κακὰ διὰ τοὺς χριστιανούς, πικρὰ καὶ δολωμένα: Οἱ Τοῦρκοι ὅτε ήρθασιν, ἐπήρασιν τὴν Πόλην, |
|
15 | ἀπώλεσαν τοὺς χριστιανούς ἐκεῖ καὶ πανταχόθεν». —«Στάσου, καράβι, νὰ χαρῆς, πάλι νὰ σὲ ρωτήσω: Ἐκεῖ ’λαχε ὁ βασιλεύς, ὁ κύρης Κωνσταντῖνος, ὁ φρένιμος, ὁ δυνατός, ὁ περισσὰ ἀνδρειωμένος, ὁ πράγος, ὁ καλόλογος, ἡ φήμη τῶν Ρωμαίων;» |
|
20
188r | —«Εκεῖ ’λαχεν ὁ Δράγασης ὁ κακομοιρασμένος. Σὰν εἶδεν τ’ ἄνομα σκυλιὰ κ’ ἐχάλασαν τοὺς τοίχους κ’ ἐτρέξασιν κ’ ἐμπήκασιν πεζοὶ καὶ καβαλλάροι κ’ ἐκόπταν τοὺς χριστιανοὺς ὡς χόρτο στὸ λιβάδιν, βαριὰ-βαριὰ ’ναστέναξεν μετὰ κλαυθμοῦ ǀ καὶ εἶπε: |
|
25 | «Ἐλέησον! πράγμα τὸ θωροῦν τὰ δολερὰ μου μάτια! Πῶς ἔχω μάτια καὶ θωρῶ! Πῶς ἔχω φῶς καὶ βλέπω! Πῶς ἔχω νοῦν καὶ πορπατῶ στὸν ἄτυχον τὸν κόσμον! Θωρῶ, οἱ Τοῦρκοι ’νέβησαν εἰς τὴν ἁγίαν Πόλην καὶ τῶρα ἀφανίζουσιν ἐμὲν καὶ τὸν λαόν μου». |
|
30 | Ἐβίγλισεν ὁ ταπεινὸς δεξιὰ καὶ ἀριστερά του· θωρεῖ, φεύγουν οἱ Κρητικοί, φεύγουν οἱ Γενουβῆσοι· φεύγουσιν οἱ Βενέτικοι κ’ ἐκεῖνος ἀπομένει. Ἐλάλησεν ὁ ταπεινὸς μὲ τὰ καμένα χείλη: —«Ἐσεῖς, παιδιά μου, φεύγετε, πᾶτε νὰ γλυτωθῆτε· |
|
35 | κ’ ἐμέναν ποῦ μ’ ἀφήνετε, τὸν κακομοιρασμένο; Ἀφήνετέ με στὰ σκυλιὰ κ’ εἰς τοῦ θεριοῦ τὸ στόμα. Κόψετε τὸ κεφάλιν μου, χριστιανοὶ Ρωμαῖοι· ἐπάρετέ το, Κρητικοί, βαστᾶτε το στὴν Κρήτην νὰ τὸ ἰδοῦν οἱ Κρητικοί, νὰ καρδιοπονέσουν, |
|
40 188v | νὰ δείρουσι τὰ στήθη τους, νὰ χύσουν μαῦρα δάκρυα καὶ νὰ μὲ μακαρίσουσιν ǀ ὅτι οὕλους τοὺς ἀγάπουν· μηδὲν μὲ πιάσουν τὰ σκυλιά, μηδὲν μὲ κυριεύσουν· (ὅτι ἀνελεήμονα τῶν ἀσεβῶν τὰ σπλάχνα) μηδὲν μὲ πᾶν στὸν ἀμιρά, τὸ σκύλον Μαχουμέτην, |
|
45 | μὲ τὸ θλιμμένον πρόσωπον, μὲ τὰ θλιμμένα μάτια, μὲ τὴν τρεμούραν τὴν πολλήν, μὲ τὰ καμένα χείλη· καὶ θέση πόδαν ἄτακτο εἰς τὸν ἐμὸν αὐχένα· (εἰς βασιλέως τράχηλον δὲν πρέπει ποὺς ἀνόμου) μὴ μὲ ρωτήσ’ ὁ ἄνομος, νὰ πῆ: «Ποῦ ’ν’ ὁ Θεός σου;», |
|
50 | νὰ ρίση ὁ σκύλος τὰ σκυλιὰ νὰ μὲ κακολογήσουν, νὰ παίξουσιν τὸ στέμμα μου, νὰ βρίσουν τὴν τιμήν μου∙ ἀπὴν μὲ βασανίσουσιν καὶ τυραννίσουσίν με, νὰ κόψουν τὸ κεφάλιν μου, νὰ μπήξουν εἰς κοντάριν, νὰ σκίσουν τὴν καρδία μου, νὰ φᾶν τὰ σωτικά μου, ǀ |
|
189r 55 |
νὰ πιοῦν ἀπὸ τὸ αἷμα μου, νὰ βάψουν τὰ σπατιά τους καὶ νὰ καυχοῦντ’ οἱ ἄνομοι εἰς τὴν ἀπώλειάν μου».
Ἥλιε μου, ἀνάτειλε παντοῦ, σ’ οὗλον τὸν κόσμον φέγγε κ’ ἔκτεινε τὰς ἀκτῖνας σου σ’ ὅλην τὴν οἰκουμένη κ’ εἰς τὴν Κωσταντινόπολην, τὴν πρώην φουμισμένην |
|
60 | καὶ τώρα τὴν Τουρκόπολην, δὲν πρέπει πιὸ νὰ φέγγης. Ἀλλ’ οὐδὲ τὰς ἀκτῖνας σου πρέπει ἐκεῖ νὰ στέλλης νὰ βλέπουν τ’ ἄνομα σκυλιὰ τὲς ἀνομιές νὰ κάμνουν, νὰ ποίσου στάβλους ἐκκλησιές, νὰ καίουν τὰς εἰκόνας, νὰ σχίζουν, νὰ καταπατοῦν τὰ ’λόχρουσα βαγγέλια, |
|
65
189v | νὰ καθυβρίζουν τοὺς σταυρούς, νὰ τοὺς κατατσακίζουν, νὰ παίρνουσιν τ’ ἀσήμια τους καὶ τὰ μαργαριτάρια καὶ τῶν ἁγίων τὰ λείψανα τὰ μοσχομυρισμένα νὰ καίουν, ν’ ἀφανίζουσιν, στὴν θάλασσα νὰ ρίπτουν, νὰ παίρνουν | τὰ λιθάρια των καὶ τὴν εὐκόσμησίν των |
|
70 | καὶ στ’ ἅγια δισκοπότηρα κοῦπες κρασὶ νὰ πίνουν. Ἄρχοντες, ἀρκοντόπουλοι, ἀρχόντισσες μεγάλες, εὐγενικὲς καὶ φρένιμες, ἀκριβαναθρεμμένες, ἀνέγλυτες πανεύφημες, ὕπανδρες καὶ χηράδες καὶ καλογριὲς εὐγενικές, παρθένες, ἡγουμένες |
|
75 | (Ἄνεμος δὲν τοὺς ἔδιδε, ἥλιος οὐκ ἔβλεπέν τες, ἐψάλλαν, ἐνεγνώθασι εἰς τ’ ἅγια μοναστήρια) ἡρπάγησαν ἀνηλεῶς ὡς καταδικασμένες! Πῶς νὰ τὲς πάρουν στὴν Τουρκιά, σκλάβες νὰ πουληθοῦσιν καὶ νὰ τὲς διασκορπίσουσιν Ἀνατολήν καὶ Δύσην! |
|
80
190r
| Γυμνὲς καὶ ἀνυπόλυτες, δαρμένες, πεινασμένες, νὰ βλέπουν βούδια, πρόβατα, ἄλογα καὶ βουβάλια, παπίτσες, χῆνες καὶ ἕτερα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . | καὶ τὸ βραδὺ νὰ μένουσιν με τοὺς μουσουλουμάνους καὶ νὰ τὲς μαγαρίζουσιν, μπαστάρδια νὰ γεννοῦσιν, |
|
85 | μουσουλουμάνοι νὰ γενοῦ καὶ σκύλοι ματοπίνοι, νὰ πολεμοῦν χριστιανοὺς καὶ νὰ τοὺς ἀφανίζουν! Μὴν τὸ πομένης, οὐρανέ, καὶ, γῆ, μὴν τὸ βαστάξης· ἥλιε, σκότασε τὸ φῶς, σελήνη, μὲν τοὺς δώσης. Εἴπω καὶ τίποτε μικρὸν ἀλληγορίας λόγον: |
|
90 | Ἥλιον τάξε νοητὸν τὸν Μέγαν Κωνσταντῖνο· σελήνη ἐπονόμασε τὴν νέαν του τὴν Πόλην. Μὴ σοῦ φανῆ παράξενο τοῦτον ἀποὺ σοῦ λέγω: κόσμο μέγαν τὸν ἄνθρωπον Θεὸς ἐπονομάζει, ὃν ἔθετο εἰς τὸν μικρὸν κόσμον, τὴν πάσα κτίση. |
|
95
190v | Αὐτὸς λοιπὸν ἐκόσμησε ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος τὴν Πόλην τὴν ἐξάκουστην, ἣν βλέπεις καὶ ἀκούεις, καθὼς τὴν κλῆσιν ἔλαβεν καὶ τὴν ἐπωνυμίαν· Ὁμοίως Οὐστινιανὸς | ἐκόσμησεν μεγάλως, ἔκτισεν τὴν Ἁγιὰν Σοφιά, τὸ θέαμαν τὸ μέγα· |
|
100 | παραπλησίον γέγονε Σιὼν τῆς παναγίας. Ἐκεῖνοι ἦσαν ἥλιος κ’ ἡ Πόλη ’ν’ ἡ σελήνη. (Xωρὶς ἡλίου πούποτε σελήνη οὐδὲν λάμπει). Ἐκεῖνοι γὰρ οἱ βασιλεῖς, οἱ εὐσεβεῖς, οἱ θεῖοι, ἕλαμπον, ἐφωτίζασιν τὴν παναγίαν Πόλην, |
|
105 | τὴν Δύσην, τὴν Ἀνατολήν, ὅλην τὴν οἰκουμένην. Ὅταν εἰς νοῦν ἀθυμηθῶ τῆς Πόλεως τὰ κάλλη, στενάζω καὶ οδύρομαι καὶ τύπτω εἰς τὸ στῆθος, κλαίω καὶ χύνω δάκρυα μεθ’ οἰμωγῆς καὶ μόχθου. Ὁ κόσμος τῆς Ἁγιᾶς Σοφιᾶς, τὰ πέπλα της Τραπέζας |
|
110
191r | τῆς παναγίας, τῆς σεπτῆς, τὰ καθιερωμένα τὰ σκεύη τὰ πανάγια καὶ ποῦ νὰ καταντήσαν; Ἆρα ἔβλεπεν ὁ ἄγγελος, ὡς ἦτον τεταγμένος, ὅστις καὶ ἔταξεν ποτὲ τοῦ πάλαι νεανίσκου; Εἶπεν | γὰρ «οὐκ ἐξέρχομαι ἕως ὅτου νὰ ἔλθης». |
|
115 | Ὁ νεανίας ἔρχεται, ὁ ἄγγελος ἀπῆλθεν· οὐχὶ ἐκεῖνος ὁ ποτὲ παίδας τῶν ἐκτητόρων, ἀλλ’ ἄλλος παίδας ἔφθασε, πρόδρομος Ἀντιχρίστου, καὶ ἄγγελοι καὶ ἅγιοι πλέον οὐ βοηθοῦσι. |
|
- Ο Ιουστινιανός προσφέρει στη Θεοτόκο την Αγια-Σοφιά και ο Μέγας Κωνσταντίνος την Πόλη, ψηφιδωτό από τον Ιερό Ναό της του Θεού Σοφίας της Κωνσταντινούπολης.
Πηγή: Wikimedia Commons - Απεικόνιση της άλωσης της Κωνσταντινούπολης από άγνωστο καλλιτέχνη, νωπογραφία στην Εκκλησία της Μονής Moldavita, στη Ρουμανία.
Πηγή: Wikimedia Commons - Jean-Joseph Benjamin-Constant, H είσοδος του Μωάμεθ Β΄ στην Κωνσταντινούπολη την 29η του 1453, 1876, λάδι σε καμβά, Μουσείο των Αυγουστίνων, Toulouse, Γαλλία.
Πηγή: Wikimedia Commons - Εικόνα της άλωσης της Πόλης, φιλοτεχνημένη από τον γνωστό λαϊκό ζωγράφο Θεόφιλο Χατζημιχαήλ.
Πηγή: Wikimedia Commons - Πατριάρχης Γεννάδιος Β΄ και σουλτάνος Μωάμεθ Β΄, ψηφιδωτό από τον Πατριαρχικό Οίκο στην Κωνσταντινούπολη.
Πηγή: Wikimedia Commons - Σημερινή άποψη της Πύλης του Χαρίσιου, από την οποία μπήκε στην Κωνσταντινούπολη ο Μωάμεθ Β΄. Στα δεξιά, μαρμάρινη επιγραφή-υπενθύμιση του γεγονότος.
Πηγή: Wikimedia Commons
- Aπόσπασμα από την εκπομπή της ΕΤ1 «Θρήνοι της Αλώσεως», ένα αφιέρωμα στα γεγονότα, τους θρήνους και τα μοιρολόγια με αφορμή την Άλωση, σκηνοθεσία: Γιώργος Μούλιος, κείμενα-παρουσίαση: Παναγιώτης Μυλωνάς, Αρχείο της ΕΡΤ.
Πηγή: YouTubeAπόσπασμα από την εκπομπή της ΕΤ1 «Θρήνοι της Αλώσεως», ένα αφιέρωμα στα γεγονότα, τους θρήνους και τα μοιρολόγια με αφορμή την Άλωση, σκηνοθεσία: Γιώργος Μούλιος, κείμενα-παρουσίαση: Παναγιώτης Μυλωνάς, Αρχείο της ΕΡΤ.
Πηγή: YouTubeAπόσπασμα από την εκπομπή της ΕΤ1 «Θρήνοι της Αλώσεως», ένα αφιέρωμα στα γεγονότα, τους θρήνους και τα μοιρολόγια με αφορμή την Άλωση, σκηνοθεσία: Γιώργος Μούλιος, κείμενα-παρουσίαση: Παναγιώτης Μυλωνάς, Αρχείο της ΕΡΤ.
Πηγή: YouTubeΝτοκιμαντέρ για την Άλωση, από το οπτικοακουστικό λεύκωμα «1453: Η άλωση της Πόλης» του National Geographic σε συνεργασία με τον Δημοσιογραφικό Οργανισμό Λαμπράκη, σκηνοθεσία: Γιώργος Λουίζος, αφήγηση: Χρήστος Σιμαρδάνης, 2008.
Πηγή: YouTube - «Η Ρωμανία πάρθεν», παραδοσιακό τραγούδι του Πόντου για την άλωση της Πόλης.
Πηγή: YouTube«Δρόμος Βυζαντινός», σύνθεση-ενορχήστρωση & στίχοι: Σταμάτης Σπανουδάκης, ερμηνεία: Γιώργος & Κώστας Μπιλάλης, βυζαντινή χορωδία Σπύρου Λάμπρου, από το άλμπουμ Αλέξανδρος ΙΙ. Δρόμοι που δεν περπάτησες, Lyra 2009.
Πηγή: Επίσημο κανάλι του Σταμάτη Σπανουδάκη στο YouTube«Γιατί πουλί μ’ δεν κελαηδείς», παραδοσιακό τραγούδι της Ανατολικής Θράκης, ερμηνεία: Χρόνης Αηδονίδης, από το άλμπουμ Τ’ Αηδόνια της Ανατολής, Minos-Emi 1990.
Πηγή: YouTube«Τρεις καλογήροι Κρητικοί», παραδοσιακό τραγούδι, μουσική: Νίκος Γράψας, ερμηνεία: Κώστας Μαράβας, από το άλμπουμ Μια κόρη από την Αμοργό και άλλες βυζαντινές μπαλάντες, Lyra 1995.
Πηγή: YouTube«Μαρμαρωμένος Βασιλιάς», στίχοι: Πυθαγόρας, μουσική: Απόστολος Καλδάρας, πρώτη εκτέλεση: Χαρούλα Αλεξίου στο άλμπουμ Μικρά Ασία, εδώ ερμηνευμένο από το Μουσικό Σχολείο Βόλου, στην εκπομπή «Στην υγειά μας», προβολή: ΝΕΤ, 07/04/2012.
Πηγή: YouTube«Σημαίνει ο Θος, σημαίνει η γη», παραδοσιακό τραγούδι για την Άλωση, από το Νεοχώρι Χαλκιδικής.
Πηγή: YouTube
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Βιβλιογραφία
- Αλεξίου 1969
- Στυλιανός Αλεξίου, «Κρητικά σύμμεικτα. 3. Το Ανακάλημα της Κωνσταντινόπολης», Ελληνικά, τ. 22, τχ. 2 (1969) σ. 444-447.
- Αλεξίου 1999
- Στυλιανός Αλεξίου, Κρητικά φιλολογικά. Μελέτες, Στιγμή, Αθήνα 1999, σ. 179-183.
- Ζώρας 1956
- Γεώργιος Θ. Ζώρας (επιμ.), Βυζαντινή ποίησις, Ζαχαρόπουλος, Αθήνα 1956.
- Καμπάνης 1948
- Άριστος Καμπάνης, Ιστορία της νέας ελληνικής λογοτεχνίας, Εστία, Αθήνα 51948.
- Κριαράς 1965
- Εμμανουήλ Κριαράς (επιμ.), Ανακάλημα της Κωνσταντινόπολης, το κείμενο με εισαγωγή, σχόλια και γλωσσάριο, ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη 21965.
- Κριαράς 2012
- Εμμανουήλ Κριαράς (επιμ.), Ανακάλημα της Κωνσταντινόπολης [Παλιότερα Κείμενα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, 4], επίμετρο Γ. Κεχαγιόγλου, ΑΠΘ, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη), Θεσσαλονίκη 2012.
- Κρουμπάχερ 1900 (1974)
- Καρλ Κρουμπάχερ, Ιστορία της βυζαντηνής λογοτεχνίας, μεταφρασθείσα υπό Γεωργίου Σωτηριάδου, τ. 3, Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου, Αθήνα 1900 [και φωτομηχανική ανατύπωση το 1974].
- Λεντάρη 2007
- Τίνα Λεντάρη, «Ανακάλημα της Κωνσταντινόπολης», Λεξικό νεοελληνικής λογοτεχνίας. Πρόσωπα, έργα, ρεύματα, όροι, Πατάκης, Αθήνα 2007, σ. 101.
- Μαστροδημήτρης 2005
- Παναγιώτης Δ. Μαστροδημήτρης, Εισαγωγή στη νεοελληνική φιλολογία, εκδ. Δόμος, Αθήνα 72005 (1974).
- Μητσάκης 1989
- Κάρολος Μητσάκης, Εισαγωγή στη νέα ελληνική λογοτεχνία: πρωτονεοελληνικοί χρόνοι. Μέρος πρώτο: Από τα τραγούδια του ακριτικού κύκλου έως τους θρήνους για το πάρσιμο της Πόλης, Καρδαμίτσας, Αθήνα 21989, σ. 174-178.
- Morgan 1960
- Gareth Morgan, «Cretan Poetry: Sources and Inspiration. 7. The Appeal of Constantinople», Κρητικά Χρονικά 14 (1960) σ. 394-404.
- Μουρτζόπουλος 1970
- Αγαμέμνων Τ. Μουρτζόπουλος, «Διορθωτικό στο “Ανακάλημα της Κωνσταντινούπολης”», Ελληνικά, τ. 23, τχ. 2 (1970), σ. 337-346.
- Μπουμπουλίδης 1955
- Φαίδων Κ. Μπουμπουλίδης (επιμ.), Κρητική λογοτεχνία, Ζαχαρόπουλος, Αθήνα 1955.
- Ξηρουχάκης 1908
- Αγαθάγγελος Ξηρουχάκης (επιμ.), Ο κρητικός πόλεμος (1645-1669), ή συλλογή των ελληνικών ποιημάτων Ανθίμου Διακρούση Μαρίνου Ζάνε, Τύποις του αυστριακού Λόυδ, Τεργέστη 1908.
- Παπαδόπουλος-Κεραμεύς 1903
- Αθανάσιος Παπαδόπουλος-Κεραμεύς, «“Θρήνος της Κωνσταντινουπόλεως”», Byzantinische Zeitschrift, τ. 12, τχ. 1 (1903), σ. 267-272.
- Παπαδόπουλος-Κεραμεύς 1905
- Αθανάσιος Παπαδόπουλος-Κεραμεύς, «Διορθώσεις εις το Ανακάλημα της Κωνσταντινούπολης», Byzantinische Zeitschrift 14 (1905), σ. 495-497.
- Χατζηφώτης 1973
- Ι. Μ. Χατζηφώτης, «Το “Ανακάλημα της Κωνσταντινούπολης” και η πολιτιστική ενότητα του ελληνικού νότου από την Κρήτη ως την Κύπρο», Πρακτικά του Α΄ Διεθνούς Κυπρολογικού Συνεδρίου (Λευκωσία, 14-19.4.1969), τ. Γ΄ 2 , Εταιρεία Κυπριακών Σπουδών, Λευκωσία 1973, σ. 305-308.
- Χατζιδάκις 1905
- Γ. Ν. Χατζιδάκις, «Είναι ο Γεωργιλλάς συγγραφεύς της Αλώσεως;», Μεσαιωνικά και Νέα Ελληνικά 1 (1905), σ. 538-540.
Ετικετες Αναζητησης
Λογοτεχνικό Είδος
ΘρήνοιΛογοτεχνικό Γένος
ΠοίησηΕποχές - Περίοδοι
Ο αιώνας της Άλωσης (15ος αι.) Λογοτεχνία σε φραγκοκρατούμενα-βενετοκρατούμενα μέρη (15ος-17ος αι.)Φύση Προσώπων
Άνθρωποι
Κατάλογος Έργων
- Αισώπου Μύθοι
- Ανακάλημα της Κωνσταντινόπολης
- Άνθη ευλαβείας
- Άνθος των χαρίτων
- Απόκοπος
- Αφήγησις Λιβίστρου και Ροδάμνης
- Αφήγησις παράξενος του ταπεινού Σαχλίκη
- Βαρλαάμ και Ιωάσαφ
- Βασιλεύς ο Ροδολίνος
- Βίοι αγίων
- Διγενής Ακρίτης
- Διήγησις Βελισαρίου
- Διήγησις εξαίρετος Βελθάνδρου του Ρωμαίου
- Διήγησις εξαίρετος ερωτική και ξένη του Ιμπερίου θαυμαστού και κόρης Μαργαρώνης
- Διήγησις εξαίρετος ερωτική και ξένη Φλωρίου του πανευτυχούς και κόρης Πλάτζια Φλώρης
- Διήγησις Ιεροθέου Αββατίου
- Διήγησις και οπτασία ωφέλιμος ορθοδόξου τινός Δημητρίου
- Διήγησις του Αχιλλέως
- Διήγησις του Πωρικολόγου
- Διήγησις του Ρεμπελιού των Ποπολάρων
- Εξήγησις της γλυκείας χώρας Κύπρου, η ποία λέγεται Κρόνικα, τουτέστιν Χρονικόν
- Ερωτικόν ενύπνιον
- Ερωτόκριτος
- Ερωτοπαίγνια
- Ερωφίλη
- Η Βοσκοπούλα
- Η Θυσία του Αβραάμ
- Η Καινή Διαθήκη
- Η Κοσμογέννησις
- Η Φυλλάδα του Μεγαλέξαντρου
- Θησαυρός
- Θρήνος εις τα Πάθη και την Σταύρωσιν του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού
- Θρήνος της Θεοτόκου
- Θρήνος της Κρήτης
- Θρήνος της Κωνσταντινούπολης
- Ιατροσόφια
- Ιστορία και όνειρο
- Ιστορία του Ταγιαπιέρα
- Κατζούρμπος
- Κλίνη Σολομώντος
- Λαϊκές αφηγήσεις
- Λεηλασία της Παροικιάς της Πάρου
- Λόγοι διδακτικοί του πατρός προς τον υιόν
- Λόγος παρηγορητικός περί Δυστυχίας και Ευτυχίας
- Μεγάλον θανατικόν από πανόκλα
- Ο Βίος του Αισώπου
- Ο Έπαινος των γυναικών
- Ο Κρητικός Πόλεμος
- Ο Οψαρολόγος
- Ο Χρονογράφος
- Παιδιόφραστος διήγησις των ζώων των τετραπόδων
- Παλαιά τε και Νέα Διαθήκη
- Πανουργίαι υψηλόταται του Μπερτόλδου
- Πανώρια
- Πένθος θανάτου, ζωής μάταιον και προς Θεόν επιστροφή
- Περί ηρώων, στρατηγών, φιλοσόφων, αγίων και άλλων ονομαστών ανθρώπων, οπού εβγήκασιν από το νησί της Κύπρου
- Περί της ξενιτείας
- Πόλεμος της Τρωάδος
- Πτωχοπρόδρομος
- Ριμάδα κόρης και νιου
- Ρίμες αγάπης (Κυπριακά ερωτικά)
- Σιντίπας
- Σπανέας
- Σπανός
- Στάθης
- Στεφανίτης και Ιχνηλάτης
- Στίχοι γραμματικού Μιχαήλ του Γλυκά ούς έγραψε καθ΄ ον κατεσχέθη καιρόν εκ προσαγγελίας χαιρεκάκου τινός
- Συναξάριον του τιμημένου γαδάρου
- Το κατά Καλλίμαχον και Χρυσορρόην ερωτικόν διήγημα
- Το Χρονικόν του Μορέως
- Φορτουνάτος
- Φυσιολόγος
- Χρονικό του Γαλαξειδιού
- Χρονικό του μοναστηριού του Αγίου Θεοδώρου Κυθήρων
- Χρονικό των Σερρών
- Χρονικόν