γαζί, το,
ουσ. [<αραβ. kazzy (= μεταξωτός)], το γαζί· (στη γλώσσα των ναρκωτικών) τα
συνεχόμενα στίγματα στο δέρμα του κορμιού του χρήστη από τη χρήση της βελόνας
για την ενδοφλέβια ένεση: «χειμώνα καλοκαίρι κυκλοφορεί με μακριά μανίκια για
να μη φαίνεται το γαζί στα χέρια του». Από την εικόνα του γαζιού σε ύφασμα ή
δέρμα με ραπτομηχανή·
-
δεν αφήνεις το ψιλό γαζί! προτροπή σε κάποιον να σταματήσει να μας
ειρωνεύεται, να μας κοροϊδεύει, γιατί τον αντιληφθήκαμε: «αρκετά έκανα πως δεν
καταλαβαίνω. Δεν αφήνεις το ψιλό γαζί!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το έλα
και κλείνει με το λέω ’γω·
-
κόφ’ το γαζί ή κόψ’ το γαζί, (απειλητικά) σταμάτα την ειρωνεία,
την κοροϊδία ή σταμάτα την πολυλογία, την γκρίνια: «έλα, κόφ’ το γαζί που δεν
υπάρχει άλλος πιο όμορφος από μένα! || κόφ’ το γαζί, γιατί άρχισες να μου τη
δίνεις στα νεύρα». (Λαϊκό τραγούδι: άσε με στη βαθιά σκοτούρα και μην
αρχίζεις τη μουρμούρα· κόφ’ το γαζί μην το τραβούμε, σβήσε το φως να
κοιμηθούμε) ·
-
περνώ χοντρά γαζιά, (στη γλώσσα της αργκό) περνώ μεγάλες δυσκολίες,
ιδίως οικονομικές: «με την αναδουλειά που έχει πέσει στην αγορά, περνώ χοντρά
γαζιά». Συνών. περνώ χοντρά λέκια / περνώ χοντρό λούκι·
-
τον δουλεύω ψιλό γαζί, α. τον ειρωνεύομαι, τον κοροϊδεύω με τόσο έξυπνο
τρόπο, που δεν το καταλαβαίνει: «μια ώρα τον δούλευαν ψιλό γαζί κι αυτός δεν
έπαιρνε χαμπάρι». β. τον τυλίγω, τον ξεγελώ, τον εξαπατώ: «τον δούλεψε
ψιλό γαζί και του πήρε τα δανεικά που ήθελε». γ. τον καταφέρνω, τον
πείθω να κάνει αυτό που θέλω: «μόνο εσύ μπορείς να τον δουλέψεις ψιλό γαζί για
να υπογράψει τα συμβόλαια»·
-
ψιλό γαζί, έντεχνη ειρωνεία, έντεχνη κοροϊδία, που δε γίνεται αντιληπτή
από αυτόν που την υφίσταται, ή η πολυλογία, η γρίνια: «είναι μάνα στο ψιλό
γαζί». (Λαϊκό τραγούδι: με τους καβγάδες στήσαμε κι οι δυο ψιλό γαζί, η
γρίνια που αρχίσαμε δεν ξέρω τι θα βγάλει).