φάλαγγα, η, ουσ. [<αρχ. φάλαγξ], η φάλαγγα. 1. η
οριζόντια μεταλλική ράβδος από την οποία κρέμονταιοι δυο πλάστιγγες της
ζυγαριάς: «η φάλαγγα είχε επάνω της διάφορες ανάγλυφες παραστάσεις». 2.
είδος σωματικού βασανιστηρίου κατά το οποίο, αυτός που βασανίζεται, δέχεται
χτυπήματα στα πέλματά του τα οποία είναι ακινητοποιημένα, καθώς και το σχετικό
όργανο με το οποίο γίνεται η ακινητοποίηση των ποδιών, ο φάλαγγας: «κατά τη
διάρκεια της δικτατορίας πολλοί αγωνιστές γνώρισαν το βασανιστήριο της φάλαγγας
|| ξύλινη φάλαγγα»·
-
δούλεψε φάλαγγα, επιβλήθηκαν βασανισμοί, μαρτύρια σε κάποιον: «μόλις
δούλεψε φάλαγγα, τα ξέρασε όλα στην Ασφάλεια»·
-
πέμπτη φάλαγγα, α. κατάσκοποι που δρουν σε εχθρική χώρα και που
χρησιμοποιούν για το σκοπό τους προδότες της ίδιας της εχθρικής χώρας. β.
κάθε οργανωμένη ομάδα ανθρώπων που με τη στάση τους υπονομεύουν εκ των ένδον
ένα κίνημα ή έναν αγώνα για κάτι καλύτερο. Ο όρος καθιερώθηκε στον ισπανικό
εμφύλιο πόλεμο, στη διάρκεια του οποίου άτομα της νόμιμης δημοκρατικής
κυβέρνησης ενίσχυαν με διάφορες ενέργειές τους το στρατηγό Φράνκο και τις
τέσσερις στρατιωτικές φάλαγγές του·
-
περνώ από φάλαγγα, υποβάλλομαι στο βασανιστήριο της φάλαγγας, που είναι
ξυλοδαρμός στα πέλματα, συνήθως με βρεγμένη σανίδα: «όποιος δεν πέρασε από
φάλαγγα, δεν ξέρει τι πάει να πει πραγματικός πόνος».