σύρμα,
το, ουσ.
[<αρχ. σύρμα], το σύρμα. 1. αγωγός ηλεκτρικού ρεύματος: «πρόσεξε μην
πιάσεις το σύρμα, γιατί θα σε τινάξει». (Τραγούδι: σύρμα πάνω
σύρμακάτω και στα Φάρσαλα μαντάτο). 2.(στη γλώσσα
της αργκό) η φυλακή: «προχτές βγήκε απ’ το σύρμα». Από το ότι κατά την ημέρα
των επισκέψεων στη φυλακή, ανάμεσα στο φυλακισμένο και τον επισκέπτη του υπήρχε
ένα δικτυωτό σύρμα. (Λαϊκό τραγούδι: αντιλαλούν δυο φυλακές τ’ Ανάπλι κι ο
Γεντί Κουλές, αντιλαλούν δυο σύρματα Συγγρού και Παραπήγματα).3.
το στρατόπεδο συγκέντρωσης: «μόλις τον συνέλαβαν τον έστειλαν στο σύρμα μαζί με
τους άλλους». 4. μεταλλική χορδή. (Λαϊκό τραγούδι: σύρμα πάνω
σύρμα κάτω παίζω εγώ τον μπαγλαμά και η βλάμισσα χορεύει όμορφο καρσιλαμά).
Συνών. τέλι (2). 5α. στον πλ. τα σύρματα, τα ηλεκτροφόρα
καλώδια από κολόνα σε κολόνα: «στα σύρματα πήγε και κάθισε ένα σμάρι από
σπουργίτια». β. (παλιότερα) το στρατόπεδο συγκέντρωσης: «όσους έπιαναν,
τους έστελναν στα σύρματα χωρίς άλλη διαδικασία». Από το ότι τα στρατόπεδα
συγκέντρωσης ήταν συνήθως περιφραγμένα με αγκαθωτά σύρματα για να μην μπορούν
να τα υπερπηδούν οι κρατούμενοι και να φεύγουν. Υποκορ. συρματάκι, το·
- άναψαν
τα σύρματα, έγιναν αλλεπάλληλα τηλεφωνήματα μεταξύ των ενδιαφερομένων ή η
τηλεφωνική συνδιάλέξη κάποιου με κάποιον κράτησε πάρα πολλή ώρα: «μόλις
μαθεύτηκε πως θα ’ρχόταν ο τάδε απ’ το εξωτερικό, άναψαν τα σύρματα, για να
ειδοποιηθούν όλα τα παιδιά της παρέας || επιτέλους, κλείσε αυτό το τηλέφωνο, ρε
παιδάκι μου, γιατί άναψαν τα σύρματα!»·
- δίνω
σύρμα βλ. συνηθέστ. ρίχνω σύρμα·
- δούλεψαν
τα σύρματα, βλ. συνηθέστ. έπεσαν τα σύρματα·
- έπεσαν
τα σύρματα, οι ενδιαφερόμενοι ειδοποιήθηκαν τηλεφωνικά: «μόλις μαθεύτηκε
πως θα περνούσε ο αρχηγός του κόμματός μας απ’ την πόλη μας, έπεσαν τα σύρματα
για να του ετοιμάσουμε υποδοχή»·
- η
άλλη άκρη του σύρματος, η άλλη άκρη της τηλεφωνικής σύνδεσης, το σημείο από
το οποίο μας τηλεφωνεί κάποιος: «απ’ την άλλη άκρη του σύρματος ακούστηκε
χαρούμενη η φωνή του γιου μου»·
- πέφτει
σύρμα, με προειδοποιούν, προειδοποιούμαι, ενημερώνομαι τηλεφωνικά: «κάθε
φορά που έρχονται να με συλλάβουν για διάφορα χρέη μου στο δημόσιο, πέφτει
σύρμα από έναν φίλο μου αστυνομικό και κρύβομαι»·
- ρίχνω
σύρμα, προειδοποιώ τηλεφωνικά κάποιον: «μόλις δεις να ’ρχεται ο τάδε, ρίξε
μου σύρμα να μην του ανοίξω την πόρτα, γιατί, κάθε φορά που έρχεται, μου ζητάει
δανεικά»·
- τον
βάζω στο σύρμα, βλ. συνηθέστ. τον ρίχνω στο σύρμα·
- τον
ρίχνω στο σύρμα, τον
φυλακίζω: «μετά την καταδικαστική απόφαση του δικαστηρίου τον έριξαν στο σύρμα»·
- χτύπα
κάνα σύρμα, (αόριστα) τηλεφώνησε, τηλεφώνησέ μου: «χτύπα κάνα σύρμα στον
τάδε, γιατί παραπονιέται πως τον έχεις ξεχάσει || αν δεν έχεις τίποτα να
κάνεις, χτύπα κάνα σύρμα να βγούμε». Συνών. χτύπα κάνα τηλέφωνο.