σκοτωτός, -ή, -ό, επίθ. [<σκοτώνω], που κινείται με μεγάλη
ταχύτητα, που κινείται αστραπιαία, ιδίως με κάποιο μεταφορικό μέσο: «καβάλησε
τ’ αυτοκίνητό του και πήγε και γύρισε σκοτωτός». Επίρρ. σκοτωτά,
αστραπιαία: «μόλις έμαθε πως ο φίλος του είχε πρόβλημα, έφυγε σκοτωτά να πάει
να τον βοηθήσει»·
-
δουλεύω σκοτωτά, έχω πάρα πολλή δουλειά, δουλεύω εξοντωτικά: «τον
τελευταίο καιρό έχει πέσει τόση πολλή δουλειά, που δουλεύω σκοτωτά για να
προλάβω να την τελειώσω».