ρομπότ,
το, άκλ. ουσ.
[<τσεχ. <robot, ρωσ. Robota (= μηχανική, διατεταγμένη εργασία). Η
ονομασία ανήκει στον Τσέχο Κάρελ Τσάπεκ], το ρομπότ· άνθρωπος που ενεργεί χωρίς
δική του πρωτοβουλία, που τον κατευθύνει άλλος ή άλλοι, που είναι ετεροκίνητος:
«είναι τόσο ρομπότ αυτός ο άνθρωπος, που δεν κάνει την παραμικρή κίνηση αν δεν
του πουν οι άλλοι». Από την εικόνα ορισμένων ρομπότ που έχουν μορφή ανθρώπου
και τείνουν να τον αντικαταστήσουν σε ορισμένες μηχανικές λειτουργίες. Υποκορ. ρομποτάκι,
το·
- δουλεύει
σαν ρομπότ ή δουλεύει σαν το ρομπότ, δουλεύει ακούραστα, σκληρά και
μηχανικά, χωρίς να παραπονιέται ή χωρίς να μιλάει καθόλου: «απ’ τη μέρα που
ανέλαβε τη διεύθυνση του εργοστασίου ο τάδε, όλοι οι εργάτες δουλεύουν σαν
ρομπότ». Για συνών. δουλεύει σαν σκυλί ή δουλεύει σαν το σκυλί, λ.
σκυλί·
- έσκασε
το ρομπότ, (στη γλώσσα της φυλακής) εμφανίστηκε ο ρουφιάνος: «μάγκες,
αλλάξτε κουβέντα, γιατί έσκασε το ρομπότ».