πιστόνι,
το, ουσ.
[<γαλλ. piston, ιταλ. pistone <λατιν. pistare], το πιστόνι. 1. το
πέος, ο πούτσος: «έχει ένα πιστόνι σαν αγγούρι καλυβιώτικο». Από παρομοίωση του
πέους με το έμβολο κινητήρων και μηχανών εσωτερικής καύσεως. 2. οι
προσβάσεις που διαθέτει κανείς για να πετυχαίνει το στόχο του ή για να
προστατεύεται, το μέσο, το βύσμα, το δόντι: «είχε γερό πιστόνι ο γέρος του και
κατάφερε να τον χώσει στην τράπεζα»·
- δουλεύει
το πιστόνι; ειρωνική ερώτηση σε άντρα, αν μπορεί να επιβάλει τη σεξουαλική
πράξη: «θα σου φέρω μια γκομενάρα, που θα τρίβεις τα μάτια σου, αλλά, πες μου
πρώτα, δουλεύει το πιστόνι;». Συνών. δουλεύει το εργαλείο(;)·
-
έσπασε το πιστόνι, τρελάθηκε,
παραφρόνησε: «είχε τόσο μεγάλα προβλήματα ο φουκαράς, που στο τέλος δεν άντεξε
κι έσπασε το πιστόνι». Από το ότι δημιουργείται μεγάλο πρόβλημα στη μηχανή,
όταν σπάσει το πιστόνι.