κουλάρω
κουλάρω, ρ. [<κουλ + κατάλ. -άρω], (στη νεοαργκό) ηρεμώ: «περίμενε να κουλάρει πρώτα ο άνθρωπος κι έπειτα του κάνουμε την πρόταση».
κουμαντάρω
κουμαντάρω κ. κουμαντέρνω, ρ. [<ιταλ. comandare]. 1. διευθύνω, διοικώ, κυβερνώ, ρυθμίζω, αντιμετωπίζω, κατευθύνω: «ποιος κουμαντάρει αυτή τη δουλειά; || ποιος κουμαντάρει, επιτέλους, αυτό το δύστυχο κράτος; || μπορεί και κουμαντάρει μονάχη της ολόκληρο σπίτι». 2. επιβάλλομαι σε κάποιον: «δεν μπορεί κανένας να κουμαντάρει αυτόν τον αγριάνθρωπο».
κουράρω
κουράρω, ρ. [<ιταλ. curare (= φροντίζω)]. 1. νοσηλεύω ή θεραπεύω άρρωστο: «ποιος γιατρός σε κουράρει;». 2. ξεκουράζομαι, τεμπελιάζω: «μετά από τόσα χρόνια δουλειάς, είναι καιρός να κουράρω κι εγώ λιγάκι».
κουσουμάρω
κουσουμάρω, ρ. [;], 1. (στη γλώσσα της αργκό) περιποιούμαι, φροντίζω: «ευτυχώς που η γριά έχει τα παιδιά της που την κουσουμάρουν». 2. παρουσιάζω, επιδεικνύω: «δε χάνει ευκαιρία να κουσουμάρει το γαμπρό του || το κόμμα τον κουσουμάρει για βουλευτή στις νέες εκλογές». 3. συμπαθώ, αγαπώ: «τον κουσουμάρουν όλα τα κορίτσια της γειτονιάς». 4. προσποιούμαι, συμπεριφέρομαι: «είναι φτωχαδάκι, αλλά κουσουμάρει το λεφτά». (Λαϊκό τραγούδι: και οι γκόμενες αντρίκεια κουσουμάρουν και με μάγκες τρέχουνε για να φουμάρουν). 5. χειρίζομαι, χρησιμοποιώ: «ποιος κουσουμάρει αυτό το μηχάνημα;». (Λαϊκό τραγούδι: βρε μάγκα, το μαχαίρι σου για να το κουσουμάρεις, πρέπει να έχεις την ψυχή, καρδιά για να το βγάλεις).
κουστουμάρω
κουστουμάρω κ. κουστουμαρίζω κ. κοστουμάρω κ. κοστουμαρίζω, ρ. [<κουστούμι + κατάλ. -άρω], (ιδίως για άντρα) ντύνω κάποιον με κουστούμι: «πήρε το γιο του και τον πήγε σ’ ένα κατάστημα για να τον κουστουμάρει».
κριτικάρω
κριτικάρω, ρ. [<ιταλ. criticare], ασκώ κριτική σε κάποιον για κάτι, θέτω υπό εξέταση, αναλύω και εκφράζω αφοριστική γνώμη, συνήθως αποδοκιμασίας: «όλοι κάθονται στα καφενεία και κριτικάρουν τους πάντες και τα πάντα».
κωλοβαρώ
κωλοβαρώ
κ. κωλοβαράω,
ρ. [<κωλο- + βαρώ], δεν κάνω τίποτα, τεμπελιάζω: «εμείς σκοτωνόμαστε στη
δουλειά κι αυτός κάθεται και κωλοβαράει»·
- το
κωλοβαρώ, α. δεν κάνω τίποτα, χάνω τον καιρό μου, τεμπελιάζω: «απ’
τη μέρα που τον απέλυσαν απ’ τη δουλειά, κάθεται και το κωλοβαράει». β.
καθυστερώ, κωλυσιεργώ να τελειώσω κάτι που μου έχουν αναθέσει: «μην το
κωλοβαράς, γιατί η δουλειά πρέπει να τελειώσει σήμερα».
λαμπικάρω
λαμπικάρω, ρ. [<βενετ. lambicar], λαμπικάρω. 1. ξαναβρίσκω τη διαύγεια του μυαλού μου: «αν δε λαμπικάρω πρώτα, δεν πρόκειται να προβώ σε καμιά ενέργεια». 2. ξεκαθαρίζω, διευκρινίζω: «αν δε λαμπικάρει το ζήτημα, δεν μπορώ να εκφέρω γνώμη».
λανσάρω
λανσάρω, ρ. [<γαλλ. lancer]. 1. παρουσιάζω στην αγορά ένα νέο είδος: «μόλις λάνσαρε το εμπόρευμα που έφερε απ’ το εξωτερικό, τρελάθηκε στις παραγγελίες». 2. παρουσιάζω ένα νέο τρόπο ζωής, προτείνω κάτι καινούριο: «ο τάδε λάνσαρε το στιλ η γυναίκα στο σπίτι κι η γκόμενα στα μπουζούκια || στο σχολείο μου είχαμε λανσάρει τις εξετάσεις με ανοιχτό βιβλίο, πριν αυτό γίνει μόδα». 3. (γενικά) παρουσιάζω: «κάθε τόσο μας λανσάρει και μια καινούρια γκόμενα». 4. προβάλλω: «το κόμμα τον λανσάρει για υποψήφιο βουλευτή στο νομό μας».
λασκάρω
λασκάρω,
ρ. [<ιταλ.
lascare]. 1. ξεσφίγγω, χαλαρώνω: «λάσκαρε λίγο τη βίδα, γιατί θα σπάσει ||
πρέπει να λασκάρεις λίγο τον κόμπο, γιατί είναι πολύ σφιχτά δεμένος». 2.
χαλαρώνω την επίβλεψη κάποιου και γενικά χαλαρώνω: «κάθε φορά που λασκάρω την
επίβλεψή τους, όλο και κάποιος την κοπανάει || μόλις λασκάρω απ’ τα χρέη μου,
θα μπορέσω να σε βοηθήσω»· βλ. και λ. ξελασκάρω. 3. στην προστακτ. λάσκα,
βλ. φρ. λάσκα φλόκο(!)·
- λάσκα
φλόκο! προειδοποιητικό ή απειλητικό επιφώνημα με την έννοια φύγε,
απομακρύνσου, γιατί θα έχεις κακές συνέπειες: «ό,τι και να κάνεις, εγώ θα ’ρθω.
-Κι εγώ σου λέω, λάσκα φλόκο!». Από τη ναυτική ορολογία·
- λάσκαρε
η δουλειά ή λάσκαραν οι δουλειές, βλ. λ. δουλειά·
- μου
λασκάρει η βίδα ή λασκάρει η βίδα μου, βλ. λ. βίδα·
- λασκάρω
απ’ τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- του
λάσκαρε βίδα ή του λάσκαρε η βίδα ή του λασκάρισε μια βίδα, βλ. λ. βίδα·
- του
λασκάρω τα λουριά ή του λασκάρω το λουρί, βλ. λ. λουρί.
λαστιχάρω
λαστιχάρω,
ρ. [<λάστιχο
+ κατάλ. -άρω], (στη γλώσσα της αργκό) επιμηκύνω, δίνω διάρκεια σε κάτι: «ήρθε
για λίγο να μου πει μια καλημέρα κι απ’ το πρωί έκατσε στο γραφείο μου και
λαστιχάρει». Από την εικόνα του λάστιχου που, όταν το τραβήξουμε από τις δυο
άκρες του αυξάνει στο μήκος του λόγω της ελαστικότητάς του·
-
λαστιχάρει η δουλειά, βλ. λ. δουλειά.
λαχταρώ
λαχταρώ
κ. λαχταράω, ρ.
[<μσν. λακταρῶ <λακτάρα]. 1. επιθυμώ, ποθώ έντονα κάποιον ή κάτι:
«κανείς δεν μπορεί να καταλάβει πόσο λαχταρώ αυτή τη γυναίκα || πόσο λαχτάρησα
να κάνω κι εγώ ένα ταξίδι!». (Λαϊκό τραγούδι: δεν αγάπησα γυναίκα, δε
λαχτάρησα κορμί, όσο αγαπώ εσένα κούκλα μου μελαχρινή // έτσι το θέλει η
τύχη μου βάσανα να περνάω, όλοι γλεντούνε στη ζωή και εγώ τη λαχταράω).
2. φοβάμαι πάρα πολύ, τρομάζω: «λαχτάρησα, μόλις τον είδα να τραβάει
μαχαίρι και να κινείται επιθετικά προς το μέρος μου || αμάν, ρε παιδάκι μου, με
λαχτάρησες έτσι ξαφνικά που παρουσιάστηκες μπροστά μου!», εξού και το Λάρσα
Λάρσα σ’ είδα και λαχτάρσα, από το ότι κατά την περίοδο του καλοκαιριού
στην περιοχή της Λάρισας κάνει αφόρητη ζέστη. (Λαϊκό τραγούδι: κι αύριο
μάγκα, αύριο στον κόσμο αυτό τον άγριο έβγα και κάν’ τα γυάλα. Πες της εγώ
σπατσάρισα με σένανε λαχτάρησα και τώρα πάω γι’ άλλα).3.
συγκινούμαι έντονα: «να δεις πώς λαχτάρησα, καθώς έβλεπα μετά από τόσα
χρόνια την αγαπημένη μου Θεσσαλονίκη!». 4. (για ψάρια) σπαρταρώ ακόμη σε
ημιζώντανη κατάσταση: «έχω μπαρμπούνια που λαχταράνε», δηλ. που είναι ολόφρεσκα·
- άλλος
το ’χει και το κατουράει κι άλλος δεν το ’χει και το λαχταράει, βλ. λ. άλλος·
- λαχταρά
η καρδιά μου ή η καρδιά μου λαχταρά, βλ. λ. καρδιά·
- λαχταρά
η ψυχή μου ή η ψυχή μου λαχταρά, βλ. λ. ψυχή·
- λαχτάρησε
η καρδιά μου, βλ. λ. καρδιά·
- ό,τι
λαχταρά η καρδιά σου, βλ. λ. καρδιά·
- ό,τι
λαχταρά η ψυχή σου, βλ. λ. ψυχή.
λιμάρω
λιμάρω,
ρ. [<ιταλ.
limare], λιμάρω· φλυαρώ ακατάσχετα: «είναι εδώ και δυο ώρες, που λιμάρει και δε
μας αφήνει να φύγουμε»·
- τα
λιμάρω (ενν. τα ζάρια), βλ. φρ. λιμάρω τα ζάρια, λ. ζάρι. (Λαϊκό
τραγούδι: έλα, βρε Μανωλάκη, να τα λιμάρουμε,να στρώσουμε
κουβέρτα να τους τα πάρουμε).
λιντσάρω
λιντσάρω, ρ. [από το όν. του αμερικανού δικαστή Ch. Lynch που διατύπωσε το νόμο της επιτόπου θανάτωσης-εκτέλεσης εγκληματία από τον όχλο χωρίς δίκη ή κατ’ άλλους, από το όν. της πόλης Lynchberg], αυτοδικώ μαζί με άλλους εναντίον κάποιου, που μπορεί να έχει αθωωθεί από το δικαστήριο, αλλά όχι και από την κοινή γνώμη και, κατ’ επέκταση, δέρνω κάποιον άγρια: «ο κόσμος όρμησε να λιντσάρει το δολοφόνο || αν ξαναπειράξεις την κόρη μου, να ξέρεις πως θα σε λιντσάρω».
λουφάρω
λουφάρω, ρ. [<λούφα + κατάλ. -άρω], (ιδίως στη γλώσσα του στρατού) αποφεύγω την εργασία, ξεκόβω από μια ομάδα εργασίας για να αποφύγω τη δουλειά, την αγγαρεία και γενικά, επιδιώκω να παραμείνω κάπου κρυμμένος ή απαρατήρητος για να μη μου ανατεθεί κάποια εντολή ή διαταγή, κάνω λούφα: «κατά τη διάρκεια της θητείας τους όλοι οι στρατιώτες έχουν κατά διαστήματα λουφάρει». (Λαϊκό τραγούδι: είμαστε πέντε φαντάροι και την έχουμε λουφάρει, αγγαρεία κάνουν άλλοι, τα στραβάδια και οι χάνοι).
μαϊνάρω
μαϊνάρω, ρ. [<ιταλ. mainare]. 1α. (στη ναυτική γλώσσα) υποστέλλω: «οι ναύτες μόλις μαϊνάρουν τα πανιά αρχίζουν και τα μαζεύουν». β. κατεβάζω: «ο λιμενεργάτης άρχισε να μαϊνάρει το φορτίο με το βαρούλκο». 2. κατευνάζω, ηρεμώ, συγκρατώ κάποιον: «πρέπει να μαϊνάρεις λίγο το φίλο σου, γιατί αλλιώς θα γίνει καβγάς». 3. (για κακοκαιρία) γαληνεύω, ηρεμώ: «μαϊνάρισε ο βοριάς || μαϊνάρισε η φουρτούνα».
μανιπουλάρω
μανιπουλάρω, ρ. [<ιταλ. manipolare (= δουλεύω με τα χέρια)], (στη νεοαργκό) χειραγωγώ: «είναι τόσο ατίθασος χαρακτήρας, που κανένας δεν μπορεί να τον μανιπουλάρει».
μανουβράρω
μανουβράρω, ρ. [<μανούβρα + κατάλ. -άρω]. 1. εκτελώ τους κατάλληλους χειρισμούς για να φέρω στην κατάλληλη θέση μηχανοκίνητο μέσο, ιδίως αυτοκίνητο: «μανουβράρει μια ώρα για να παρκάρει το αυτοκίνητό του». 2. ελίσσομαι κατάλληλα για να πετύχω θεμιτό ή αθέμιτο κέρδος ή σκοπό: «έχει το σκοπό του κάθε φορά που αρχίζει και μανουβράρει». (Λαϊκό τραγούδι: θα μανουβράρουμε μαζί την ακατάστατη ζή. Μια σφαίρα είναι ο ντουνιάς και θα γυρίσει και για μας). 3. αλλάζω τακτική: «μόλις κατάλαβα πως δε θα περνούσε η πρότασή μου, άρχισα να μανουβράρω και τους παρουσίασα μια καινούρια».
μαρκάρω
μαρκάρω, ρ. [<ιταλ. marcare]. 1. βάζω μάρκα, ιδίως σε βιομηχανικό προϊόν: «μου μένει να μαρκάρω την τελευταία παραγγελία». 2. διαχειρίζομαι τις μάρκες σε εστιατόριο, κυλικείο, καφενείο, χαρτοπαιχτική λέσχη ή καζίνο, είμαι στη μάρκα (βλ. λ.): «νομίζεις είναι εύκολο να κάθεσαι να μαρκάρεις όλο το βράδυ με τόσο κόσμο πάνω απ’ το κεφάλι σου;». 3. ξεχωρίζω, διακρίνω κάποιον ανάμεσα σε πλήθος: «είχε την εντύπωση πως δεν τον είχε δει κανένας, αλλά δεν ήξερε πως τον είχα μαρκάρει». 4. βάζω κάπου κάποιο χαρακτηριστικό σημάδι, επισημαίνω: «στον τουριστικό οδηγό, είχε μαρκάρει όλα τα ξενοδοχεία της Χαλκιδικής». (Τραγούδι: έχω μαρκάρει στο χάρτη καιρό, ένα νησί πονηρό). 5. (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου, μπάσκετ) παρεμποδίζω αντίπαλο παίχτη, ώστε να μην μπορεί να αναπτύξει το παιχνίδι του: «όταν άρχισε να τον μαρκάρει ο τάδε, δεν μπόρεσε ν’ ακουμπήσει την μπάλα».
Μαρμάρω
Μαρμάρω, η, άκλ. [ως κύρ. όν., από το μάρμαρο], χαϊδευτικός χαρακτηρισμός αυτοκινήτου, από τον οδηγό ή τον ιδιοκτήτη του, που είναι κάπως παλιό: «αύριο θα πάω τη Μαρμάρω στο συνεργείο || ωπ, Μαρμάρω, όπως τρέχουμε θα σκοτωθούμε».
άλλος
άλλος,
-η, -ο, αντων.
και επίθ. γεν. αρσ. και ουδ. άλλου και αλλουνού· γεν. θηλ. άλλης
και αλληνής· γεν. πληθ. άλλων και αλλωνών [<αρχ. ἄλλος],
άλλος. (Λαϊκό τραγούδι: η μάνα σου η μπλου καιρός ν’ αλλάξει νου γιατί
και να το θέλει δεν γίνεσαι αλλουνού // να σου δώσω μια να σπάσεις αχ ρε
κόσμε γυάλινε να φτιάξω μια καινούρια κοινωνία, άλληνε // κι επειδή των αλλονών
κάνω τη βάρδια για να κλαίω την αγάπη μου τα βράδια με φωνάζουνε το θύμα ο
Νικολός).1α. το αρσ. ως ουσ. ο άλλος, ο άλλος άντρας,
ο άλλος γκόμενος, ο άλλος εραστής, ο άλλος ερωμένος: «την είδα με τον άλλον,
την ώρα που τον μοστράριζε στις φιλενάδες της». (Λαϊκό τραγούδι: αυτός ο
άλλος που σε πήρε από μένα, αυτό ο άλλος, αυτό ο άλλος, είναι ευεργέτης μου
μεγάλος). β. ο επόμενος: «να περάσει ο άλλος». 2. το θηλ. ως
ουσ. η άλλη, η άλλη γυναίκα, η άλλη γκόμενα, η άλλη ερωμένη: «τον είδα
με την άλλη να κάνει βόλτα στην παραλία». (Λαϊκό τραγούδι: υπάρχει άλλη,
υπάρχει άλλη, εσύ που μ’ έλεγες αγάπη σου μεγάλη).3. το ουδ.
ως ουσ. το άλλο, όχι αυτό, όχι το ίδιο, το διαφορετικό: «δε θέλω αυτό,
θέλω το άλλο». 4. συνήθως χωρίς άρθρο άλλος, αντί του επόμενος. 5.
σε ερωτηματικό τύπο άλλος; υπάρχει κανένας άλλος που ακολουθεί ή που
περιμένει(;): «με τον κύριο τελειώσαμε. Άλλος;». 6. ως επιφών. άλλος!
λέγεται συνήθως από άντρα όταν, ενώ χρησιμοποιεί την τουαλέτα, έρχεται
κάποιος που χτυπάει ή σπρώχνει την πόρτα για να μπει να τη χρησιμοποιήσει.
Πολλές φορές, αντί του επιφωνήμ. ο άντρας που βρίσκεται μέσα στην τουαλέτα
βήχει δυνατά για να κάνει αισθητή την παρουσία του. 7. συνήθως στον πλ.
χωρίς άρθρο, άλλοι, άλλες, άλλα, σημαίνει κάποιοι, μερικοί, κάποιες, μερικές,
κάποια, μερικά : «το καλοκαίρι άλλοι πηγαίνουν διακοπές στη θάλασσα, άλλοι στο
βουνό, ενώ άλλοι δεν πάνε πουθενά || άλλες γυναίκες είναι όμορφες και άλλες
άσχημες || άλλα αυτοκίνητα είναι ακριβά κι άλλα φτηνά». 8. το ουδ. στον
πληθ. ως ουσ. τα άλλα, τα υπόλοιπα: «αυτά που μου λες τα ξέρω, θέλω να
μου πεις τα άλλα, που δεν ξέρω». (Ακολουθούν 352 φρ.)·
- άλλ’
αντ’ άλλα ή άλλ’ αντ’ άλλων ή άλλα αντί άλλων ή άλλα των
άλλων, λόγια χωρίς νόημα, χωρίς ειρμό, μπερδεμένα, ασυνάρτητα, οι
ασυναρτησίες: «μιλούσε μια ώρα και μας έλεγε άλλ’ αντ’ άλλων»·
- άλλ’
αντ’ άλλα, κι άλλο της Παρασκευής το γάλα, βλ. λ. γάλα·
- άλλα…
(κι, και) άλλα…, δηλώνει αντίφαση: «άλλα μου λέει ο πατέρας της κι άλλα
μου λέει η μάνα της». (Τραγούδι: άλλα μου λεν τα μάτια σου και
άλλα η καρδιά σου, άλλα μου λεν τα χείλη σου και άλλα τα φιλιά σου)·
- άλλα
κόλπα! βλ. λ. κόλπο·
- άλλα
λέει η θεια μου κι άλλα ακούν τ’ αφτιά μου, βλ. λ. θεια·
- άλλα
λες κι άλλα μου κάνεις, βλ. λ. λέω·
- άλλα
λόγια ν’ αγαπιόμαστε, βλ. λ. λόγος·
- άλλα
μελετούν τα βόδια κι άλλα μελετά ο ζευγάς, βλ. λ. βόδι·
- άλλα
μετράει ο άνθρωπος κι άλλα ο Θεός ορίζει, βλ. λ. Θεός·
- άλλα
στάνταρ, βλ. λ. στάνταρ·
- άλλα
τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας ή άλλα μάτια έχει ο λαγός κι
άλλα η κουκουβάγια, βλ. λ. μάτι·
- άλλα
τόσα, α. στον ίδιο βαθμό: «ξέρω πως πέρασες πολλά βάσανα , αλλά κι
εγώ πέρασα άλλα τόσα». β. στην ίδια ποσότητα: «ξέρω πως έχασες λεφτά,
αλλά κι εγώ έχασα άλλα τόσα». (Λαϊκό τραγούδι: ποντάρει σε άλογο κουτσό και
παίρνει πεντακόσια, ποντάρω γω σε αετό και χάνω άλλα τόσα)·
- άλλα
του λέω κι άλλα ακούει, βλ. λ. ακούω·
- άλλα
χρόνια, βλ. λ. χρόνος·
- άλλα
χρόνια τότε! βλ. λ. χρόνος·
- άλλες
εποχές, βλ. λ. εποχή·
- άλλες
εποχές τότε! βλ. λ. εποχή·
- άλλες
νυφάδες ήρθανε κι άλλα κουλούρια πλάσανε, βλ. λ. νύφη·
- άλλες
τόσες, στο ίδιο πλήθος: «στο ’πα πολλές φορές και θα στο πω άλλες τόσες».
(Λαϊκό τραγούδι: πείνασα, δίψασα, κοιμήθηκα στους δρόμους για την γυναίκα π’
αγαπούσα την κακή τόσες φορές κυνηγημένος απ’ τους νόμους και άλλες τόσες τραβηγμένος
φυλακή)·
- άλλες
χρονιές, βλ. λ. χρονιά·
- άλλες
χρονιές τότε! βλ. λ. χρονιά·
- άλλη
δουλειά δεν είχα! ή άλλη δουλειά δεν έχω! ή άλλη δουλειά δεν
είχαμε! ή άλλη δουλειά δεν έχουμε! βλ. λ. δουλειά·
- άλλη
δουλειά κι αυτή! βλ. λ. δουλειά·
- άλλη
έγνοια δεν είχα! ή άλλη έγνοια δεν έχω! ή άλλη έγνοια δεν είχαμε!
ή άλλη έγνοια δεν έχουμε! βλ. λ. έγνοια·
- άλλη
καμιά δε γέννησε, μόν’ η Μαριώ το Γιάννη, βλ. λ. Γιάννης·
- άλλη
μια φορά, βλ. λ. φορά·
- άλλη
όρεξη δεν είχα! ή άλλη όρεξη δεν έχω! ή άλλη όρεξη δεν είχαμε! ή
άλλη όρεξη δεν έχουμε! βλ. λ. όρεξη·
- άλλη
σκασίλα δεν είχα! ή άλλη σκασίλα δεν έχω! ή άλλη σκασίλα δεν
είχαμε! ή άλλη σκασίλα δεν έχουμε! βλ. λ. σκασίλα·
- άλλη
σκοτούρα δεν είχα! ή άλλη σκοτούρα δεν έχω! ή άλλη σκοτούρα δεν
είχαμε! ή άλλη σκοτούρα δεν έχουμε! βλ. λ. σκοτούρα·
- άλλη
στεναχώρια δεν είχα! ή άλλη στεναχώρια δεν έχω! ή άλλη στεναχώρια
δεν είχαμε! ή άλλη στεναχώρια δεν έχουμε! βλ. λ. στεναχώρια·
- άλλη
φαγούρα δεν είχα! ή άλλη φαγούρα δεν έχω! ή άλλη φαγούρα δεν
είχαμε! ή άλλη φαγούρα δεν έχουμε! βλ. λ. φαγούρα·
- άλλη
φορά, βλ. λ. φορά·
- άλλη
χάρη έχει (κάτι από κάτι άλλο), βλ. λ. χάρη·
- άλλο
από…, δηλώνει αποκλειστικότητα: «δε λέει άλλο από βλακείες» ή εξαίρεση:
«δεν πίνει άλλο από μπίρα»·
-
άλλο δεν κάνει απ’ το να… ή
δεν κάνει άλλο απ’ το να…, βλ. λ. κάνω·
- άλλο
θόρυβο κάνει ένας ντενεκές γεμάτος κι άλλο θόρυβο κάνει ένας ντενεκές άδειος, βλ. λ. ντενεκές·
- άλλο
και τούτο! ή άλλο και τούτο πάλι! ή άλλο πάλι και τούτο! έκφραση
έκπληξης ή απορίας, για αναπάντεχη ή παράξενη τροπή ή κατάληξη ενέργειας, λόγου
ή κατάστασης: «το περίμενες να μαλώσουν αυτοί οι δύο; -Άλλο πάλι και τούτο!
Αυτοί ήταν τόσο αγαπημένοι! || το περίμενες να παντρευτεί ο τάδε; -Άλλο πάλι
και τούτο! Αυτός δεν ήταν κατά του γάμου;». Πολλές φορές, η φρ. συνοδεύεται και
από το να δούμε τι άλλο θ’ ακούσουμε ή από το να δούμε τι άλλο θα
δούμε· βλ. και φρ. άλλο πάλι(!)·
- άλλο
κάρο με πατάτες, βλ. λ. κάρο·
- άλλο
κι αυτό! ή άλλο κι αυτό πάλι! ή άλλο πάλι κι αυτό! βλ. φρ. άλλο
και τούτο(!)·
- άλλο
κόλπο αυτό! βλ. λ. κόλπο·
- άλλο
λέει η καρδιά κι άλλο λέει το μυαλό, βλ. λ. καρδιά·
- άλλο
να στο λέω κι άλλο να το βλέπεις, λέγεται στην περίπτωση, που δεν μπορούμε
να αποδώσουμε την πραγματικότητα κάποιου γεγονότος με λόγια: «είναι πολύ
όμορφος άντρας αλλά άλλο να στο λέω κι άλλο να το βλέπεις || έχει τέτοιες
σπάνιες ομορφιές η Χαλκιδική, όμως άλλο να στο λέω κι άλλο να το βλέπεις»·
- άλλο
να τ’ ακούς κι άλλο να στα λέω, θα καταλάβεις, θα κατανοήσεις πολύ καλύτερα
αυτό για το οποίο γίνεται λόγος, αν σου το αναπτύξω προσωπικά, γιατί δε θα
μείνεις μόνο με την εντύπωση των φημών που έφτασαν στ’ αφτιά σου: «άκουσα πως ο
τάδε μάλωσε με τη γυναίκα του. -Άλλο να τ’ ακούς κι άλλο να στα λέω»·
- άλλο
να τ’ ακούς κι άλλο να το βλέπεις, βλ. φρ. άλλο να στο λέω κι άλλο να το
βλέπεις·
- άλλο
ναύτης κι άλλο καντηλανάφτης ή άλλο πέος κι άλλο Ευρωπαίος ή άλλο
κουμπαράς κι άλλο κολομπαράς ή άλλο Τουπαμάρος κι άλλο το μουνί της
Μάρως ή άλλο παίχτης κι άλλο τσουτσουνοπαίχτης ή άλλο γκούλας κι
άλλο Γιαγκούλας ή άλλο ξίδι κι άλλο ταξίδι ή άλλο πότης κι άλλο
ιππότης ή άλλο ψάρια κι άλλο μακαρόνια ή άλλο Βόλος κι άλλο
έρωτας κεραυνοβόλος ή άλλο βούρτσα κι άλλο πούτσα ή άλλο Μαντώ κι
άλλο Μαντόνα ή άλλο Πέπη κι άλλο πρέπει κ. ά. και εκ των τελευταίων
άλλο Βερσαλλίες κι άλλο παραλίες ή άλλο λέων κι άλλο χαμαιλέων, λέγεται
ειρωνικά, όταν προσπαθεί κάποιος να συγκρίνει δυο εντελώς ανόμοια πράγματα ή
λέγεται ειρωνικά, όταν θέλουμε να υπογραμμίσουμε μια μεγάλη αντίθεση ανάμεσα
σε δυο πράγματα ή καταστάσεις: «μα καλά, μπορείς να συγκρίνεις το κατσαριδάκι
σου με τη Μερσεντές μου; Άλλο ναύτης κι άλλο καντηλανάφτης». Πρβλ.: άλλο θα
πει Χαλκιδική κι άλλο θα πει Χαλκίδα (Λαϊκό τραγούδι). Οι εκφράσεις αυτές
υπήρξαν της μόδας στη δεκαετία του 1970 και 1980·
- άλλο
ντέρτι δεν είχα! ή άλλο ντέρτι δεν έχω! ή άλλο ντέρτι δεν είχαμε!
ή άλλο ντέρτι δεν έχουμε! βλ. λ. ντέρτι·
- άλλο
πάλι! δηλώνει δυσαρέσκεια για κάτι που προστίθεται σε αυτά που μας είναι
ήδη γνωστό πως πρέπει να κάνουμε: «επίσης θα πρέπει να κάνεις και μια δήλωση
του νόμου 105, ότι δεν έχεις καμιά απαίτηση από τα τυχόν κέρδη. -Άλλο πάλι!»·
βλ. και φρ. άλλο και τούτο(!)·
- άλλο
που δε θέλω, δηλώνει απόλυτη ικανοποίηση για την πραγματοποίηση κάποιας
επιθυμίας μας ή για κάποια ενέργεια, που μας ευνοεί απόλυτα: «άλλο που δε
θέλω, αν μου δώσεις αυτό το εισιτήριο για τον κυριακάτικο αγώνα || θα πήγαιναν
εκδρομή και μου ανακοίνωσαν πως θα μ’ έπαιρναν μαζί τους. Καταχάρηκα, γιατί
άλλο που δεν ήθελα || αν ξανακάνεις φασαρία θα σε απολύσω απ’ τη δουλειά. -Άλλο
που δε θέλω, γιατί θα πάρω κάτι εκατομμύρια για αποζημίωση»·
- άλλο
πράγμα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- άλλο
πράμα! βλ. λ. πρά(γ)μα·
- άλλο
σεβντά δεν είχα! ή άλλο σεβντά δεν έχω! ή άλλο σεβντά δεν είχαμε!
ή άλλο σεβντά δεν έχουμε! βλ. λ. σεβντάς·
- άλλο
σχέδιο αυτό! βλ. λ. σχέδιο·
- άλλο
τίποτα, υπάρχει μεγάλη ποσότητα, βρίσκεται σε μεγάλη αφθονία: «από λεφτά,
άλλο τίποτα»·
- άλλο
τίποτα; ειρωνική παρατήρηση σε κάποιον, που μας ζητάει πολλά και απίθανα
πράγματα: «θέλεις να σου πληρώσω τη Δ.Ε.Η., τον Ο.Τ.Ε., τα κοινόχρηστα και να
σου δώσω κι εκατό χιλιάρικα από πάνω. Άλλο τίποτα;»· ειρωνική παρατήρηση σε
κάποιον, που μας καταμαρτυρά πολλές αρνητικές ιδιότητες: «είσαι κλέφτης,
απατεώνας, χαρτοπαίχτης, ναρκομανής! -Άλλο τίποτα;»·
- άλλο
το ’να (κι) άλλο τ’ άλλο, αποτελεί άλλη υπόθεση, άλλη ιστορία, έτερον
εκάτερον: «δεν πρέπει να μπερδεύεις τις γκομενοδουλειές σου με το σπίτι σου.
Άλλο το ’να κι άλλο τ’ άλλο»·
- άλλο
το πρόσωπο, άλλη η καρδιά, βλ. λ. πρόσωπο·
- άλλο
τόσο, στον ίδιο βαθμό: «όσο καλός είναι ο μικρός του ο γιος, άλλο τόσο
είναι κι ο μεγάλος»· στην ίδια ποσότητα: «ό,τι ποσό βάλεις εσύ, θα βάλω κι εγώ
άλλο τόσο»·
- άλλο
τόσο κι εγώ, έκφραση με την οποία επικροτούμε απόλυτα τα λεγόμενα κάποιου
για καλό ή για κακό: «δεν τον εκτιμώ διόλου αυτό τον άνθρωπο. -Άλλο τόσο κι εγώ
– πολύ τον εκτιμώ αυτόν τον άνθρωπο. -Άλλο τόσο κι εγώ»·
- άλλο
φαΐ τώρα, βλ. λ. φαΐ·
- άλλοι
καιροί τότε! βλ. λ. καιρός·
- άλλοι
κάνουν φίλους κι άλλοι κάνουν φίδια, βλ. λ. φίλος·
- άλλοι
κι άλλοι, πολύ και διάφοροι, χωρίς να είναι τίποτα σπουδαίοι: «εγώ πιστεύω
πως έτσι έγιναν τα πράγματα, αλλά άλλοι κι άλλοι έχουν διαφορετική γνώμη. Από
σένα εξαρτάται ποιους θα πιστέψεις»·
-
άλλοι τα γένια επιθυμούν κι άλλοι που τα ’χουνε τα φτουν, βλ. λ. γένια·
- άλλοι
τόποι, άλλοι άνθρωποι ή άλλοι τόποι, άλλοι ανθρώποι, βλ. λ. τόπος·
- άλλον
γκαϊλέ δεν είχα! ή άλλον γκαϊλέ δεν έχω! ή άλλον γκαϊλέ δεν
είχαμε! ή άλλον γκαϊλέ δεν έχουμε! βλ. λ. γκαϊλές·
- άλλον
καημό δεν είχα! ή άλλον καημό δεν έχω! ή άλλον καημό δεν είχαμε! ή
άλλον καημό δεν έχουμε! βλ. λ. καημός·
- άλλον
νταλκά δεν είχα! ή άλλον νταλκά δεν έχω! ή άλλον νταλκά δεν
είχαμε! ή άλλον νταλκά δεν έχουμε! βλ. λ. νταλκάς·
- άλλος
αγαπάει τον παπά κι άλλος την παπαδιά, βλ. λ. παπάς·
- άλλος
γαμάει κι άλλος πληρώνει τα γαμησιάτικα, βλ. λ. γαμησιάτικα·
- άλλος
έχει τ’ όνομα κι άλλος έχει τη χάρη, βλ. λ. όνομα·
- άλλος
και τούτος! ή άλλος και τούτος πάλι! ή άλλος πάλι τούτος! έκφραση
απορίας ή έκπληξης για τις αναπάντεχες ή απαράδεκτες ενέργειες ή λόγια κάποιου:
«ξαφνικά σηκώθηκε κι άρχισε να πετάει τα ρούχα του από πάνω του μπροστά στον
κόσμο! -Άλλος και τούτος! || κι εκεί που έλεγαν να ηρεμήσουν τα πράγματα,
σηκώθηκε ο δικός σου και μας αποκάλυψε πως και ο τάδε είχε πάει φυλακή. -Άλλος
και τούτος πάλι!»·
- άλλος
κι αυτός! ή άλλος κι αυτός πάλι! ή άλλος πάλι κι αυτός! βλ.
φρ. άλλος και τούτος(!)·
- άλλος
λίγο, άλλος πολύ, βλ. λ. λίγος·
- άλλος
πάλι! α. δηλώνει δυσαρέσκεια για κάποιον που προστίθεται σε μια
ομάδα ατόμων τους οποίους πρέπει να εξυπηρετήσουμε ή να αντιμετωπίσουμε: «ο
προσωπάρχης μου είπε, πως πρέπει να ελέγξεις τα τιμολόγια του μηνός. -Άλλος
πάλι! Ακόμα δεν ξεμπέρδεψα με την καταμέτρηση του εμπορεύματος που έχουμε στην
αποθήκη!». β. έκφραση δυσαρέσκειας, όταν για πολλοστή φορά ακούμε κάποιο
διαφορετικό άτομο να φωνάζει το όνομά μας, για να μας πει ή να μας επιφορτίσει
με κάτι: «Αντωνόπουλος; -Άλλος πάλι!»·
- άλλος
πληρώνει κι άλλος πίνει, άλλος αγωνίζεται για την επίτευξη κάποιας
επιτυχίας και άλλος απολαμβάνει τις ωφέλειες από αυτή την επιτυχία. (Λαϊκό
τραγούδι: εγώ πληρώνω κι άλλος πίνει, βρε κουκλί μου τι θα
γίνει)·
- άλλος
πληρώνει τα κερατιάτικα, βλ. λ. κερατιάτικα·
- άλλος
πληρώνει τη νύφη, βλ. λ. νύφη·
- άλλος
πληρώνει το μάρμαρο, βλ. λ. μάρμαρο·
- άλλος
σπέρνει κι άλλος θερίζει, λέγεται στην περίπτωση που, άλλος εργάζεται
σκληρά και άλλος απολαμβάνει τους κόπους από την εργασία του αυτή: «ο καθένας
θ’ αμείβεται σύμφωνα με τους κόπους του, γιατί σ’ αυτή την επιχείρηση δεν
ισχύει το άλλος σπέρνει κι άλλος θερίζει»·
- άλλος
το ’χει και το κατουράει κι άλλος δεν το ’χει και το λαχταράει, λέγεται για
κάποιο αγαθό που ενώ αυτός που το έχει δεν το υπολογίζει καθόλου, την ίδια
στιγμή για κάποιον άλλον που δεν το κατέχει είναι εντελώς απαραίτητο·
- αν
κάνει ο Μάρτης δυο νερά κι ο Απρίλης άλλο ένα, χαρά σ’ αυτόν το γεωργό που ’χει
πολλά σπαρμένα, βλ. λ. νερό·
- αν
μη τι άλλο, α. τουλάχιστο: «παρά τις οικονομικές δυσκολίες που
είχαμε, αν μη τι άλλο, μπορέσαμε να κάνουμε μια αξιοπρεπή αρχή». β. πέρα
από οτιδήποτε άλλο, το λιγότερο που θα μπορούσε να κάνει κάποιος: «αν μη τι
άλλο, θα μπορούσε να σου πει ένα ευχαριστώ που του συμπαραστάθηκες»·
- αν
ρίξει ο Απρίλης δυο νερά κι ο Μάης άλλο ένα, χαρά σ’ αυτόν το γεωργό που ’χει
πολλά σπαρμένα, βλ. λ. νερό·
- ανάμεσα
στ’ άλλα, βλ. φρ. ανάμεσα·
- αναπνέω
άλλον αέρα, βλ. λ. αέρας·
- ανοίγω
κι άλλη τρύπα στο ζωνάρι (μου), βλ. λ. ζωνάρι·
- απ’
τ’ άλλο μου τ’ αφτί, βλ. λ. αφτί·
- απ’
τη μια… απ’ την άλλη όμως…, βλ. λ. μια·
- απ’
τη μια… κι απ’ την άλλη…, βλ. λ. μια·
- απ’
τη μια μέρα στην άλλη, βλ. λ. μέρα·
- απ’
τη μια μεριά… απ’ την άλλη μεριά όμως…, βλ. λ. μεριά·
- απ’
τη μια μεριά… κι απ’ την άλλη μεριά…, βλ. λ. μεριά·
- απ’
τη μια πλευρά…, από την άλλη πλευρά όμως…, βλ. λ. πλευρά·
- απ’
τη μια πόρτα μπήκα κι απ’ την άλλη βγήκα, βλ. λ. πόρτα·
- απ’
τη μια στιγμή στην άλλη, βλ. λ. στιγμή·
- απ’
τη μια ώρα στην άλλη, βλ. λ. ώρα·
- απ’
την άλλη, επιπλέον:
«ενώ απ’ τη μια μου χρωστάς ένα σωρό λεφτά, απ’ την άλλη μου ζητάς πάλι
δανεικά!»·
- απ’
το ένα αφτί μπαίνει (μπαίνουν) κι απ’ τ’ άλλο βγαίνει (βγαίνουν), βλ. λ.αφτί·
- απ’
τον έναν στον άλλον, βλ. λ. ένας·
- από
δουλειά άλλο τίποτα, βλ. λ. δουλειά·
- από
δω πάν’ κι άλλοι, α. έκφραση αδιαφορίας στη δήλωση κάποιου πως θα
διακόψει τη φιλική, ερωτική ή εργασιακή σχέση που έχει μαζί μας και υποτίθεται
πως του δείχνουμε το δρόμο να φύγει, όπως κάναμε και στους προηγούμενους, που
δήλωσαν το ίδιο πράγμα ή που έπαψαν να μας ενδιαφέρουν. β. έκφραση
αδιαφορίας στη δήλωση κάποιου πως θα επιδιώξει να μας κάνει κακό, κι έχει την
έννοια, πως και όσοι προηγούμενοι το επιχείρησαν έφυγαν από τον υποτιθέμενο
δρόμο που του δείχνουμε χωρίς να πετύχουν τίποτα·
- από
λεφτά άλλο τίποτα, βλ. λ. λεφτά·
- από
λόγια άλλο τίποτα, βλ. λ. λόγος·
- από
μυαλό άλλο τίποτα, βλ. λ. μυαλό·
- από
προβλήματα άλλο τίποτα, βλ. λ. πρόβλημα·
- από
υγεία άλλο τίποτα, βλ. λ. υγεία·
- από
ψέμα άλλο τίποτα, βλ. λ. ψέμα·
-
αύριο άλλος ήλιος άλλη μέρα, βλ. λ. αύριο·
- αυτά
μας τα ’παν κι άλλοι, βλ. λ. είπα·
- αυτό
είν’ άλλη ιστορία, βλ. λ. ιστορία·
- αυτό
είν’ άλλη παράγραφος, βλ. λ. παράγραφος·
- αυτό
είν’ άλλο, βλ. λ. αυτός·
- αυτό
είν’ άλλο καπέλο, βλ. λ. καπέλο·
- αυτό
είν’ άλλο κεφάλαιο, βλ. λ. κεφάλαιο·
- αυτό
είν’ άλλο πράγμα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- αυτό
είν’ άλλου (αλλουνού) παπά βαγγέλιο, βλ. λ. παπάς·
- αυτό
είν’ αλλουνού καπέλο, βλ. λ. καπέλο·
- αυτός
είναι και κανένας άλλος, βλ. λ. αυτός·
- αυτός
είναι κι άλλος δεν είναι, βλ. λ. αυτός·
- βάζω
το ’να πόδι πάνω στ’ άλλο, βλ. λ. πόδι·
- βλέπω
μ’ άλλο μάτι (κάποιον ή κάτι), βλ. λ. μάτι·
- για
τ’ άλλα, για τα υπόλοιπα: «εγώ σας είπα αυτά που ήξερα, για τ’ άλλα θα σας
πληροφορήσει ο ίδιος ο διευθυντής». (Λαϊκό τραγούδι: του ’πα για το φέρσιμό
σου και για τ’ άλλα σου, τ’ ασυγχώρητα τα λάθη τα μεγάλα σου)·
- …
γιατί θα ’χουμε άλλα, επιθετική έκφραση σε άτομο που δε συμμορφώνεται στις
εντολές μας: «φάε το φαγητό σου, γιατί θα ’χουμε άλλα || πήγαινε στη δουλειά
σου, γιατί θα ’χουμε άλλα || δώσε μου τα λεφτά που μου χρωστάς, γιατί θα ’χουμε
άλλα»·
- γίνομαι
άλλος άνθρωπος, βλ. λ. άνθρωπος·
- δε
βάζω άλλο (άλλη) μπροστά σου, είσαι ασύγκριτος, ασύγκριτη: «έχει τόσο καλό
φίλο, που δε βάζω άλλο μπροστά του || έχει τόσο καλή γυναίκα, που δε βάζει άλλη
μπροστά της». (Λαϊκό τραγούδι: τίποτα πια δεν λογαριάζω άλλον μπροστά σου
εγώ δεν βάζω, αφού έχεις εσύ καρδιά χρυσή και σ’ αγαπώ, αγάπα με και συ)·
- δε
βαστιέμαι άλλο, α. δεν μπορώ να συγκρατηθώ περισσότερο, ώστε να μην
πω ή να μην κάνω κάτι: «δε βαστιέμαι άλλο, θα τον δείρω με τις ανοησίες που
λέει || μυρίζει τόσο όμορφα αυτό το φαγητό, που δε βαστιέμαι άλλο». β.
έφτασα στο σημείο να μην μπορώ να συγκρατήσω περισσότερο το κάτουρό μου ή τα
κόπρανά μου, πρέπει οπωσδήποτε να αφοδεύσω, γιατί θα τα κάνω απάνω μου: «αμάν,
μια τουαλέτα, ρε παιδιά, γιατί δε βαστιέμαι άλλο»·
- δε
βαστώ άλλο ή δε βαστώ άλλο πια ή δε βαστώ πια άλλο, α. δεν
αντέχω περισσότερο, δεν μπορώ να κάνω περισσότερο υπομονή και ξεσπώ: «δε
βάσταξα άλλο με τις ανοησίες που έλεγε και τον άρχισα στις μπάτσες || έπαθε
τέτοια καταστροφή, που δε βάσταξε πια άλλο κι έβαλε τα κλάματα». β. δεν
αντέχω περισσότερο, δεν μπορώ να κάνω περισσότερο υπομονή και υποκύπτω,
υποχωρώ, ενδίδω: «μη μου φορτώνεσαι περισσότερο, γιατί δε βαστώ άλλο || έπεσαν
όλοι επάνω μου για να δώσουμε τα χέρια, ώσπου δε βάσταξα άλλο πια και
συμφιλιώθηκα μαζί του»·
- δε
με παίρνει άλλο, παύω
να ενεργώ με τον τρόπο που ενεργούσα, γιατί αντιλαμβάνομαι πως δεν έχω τις
δυνάμεις ή τις δυνατότητες που είχα ή γιατί δεν μου το επιτρέπει περισσότερο το
περιβάλλον στο οποίο βρίσκομαι: «απ ’τη στιγμή που ήρθε ο τάδε, δε με παίρνει
άλλο να κάνω το μάγκα, γιατί αυτός είναι πιο μάγκας από μένα || ο οικοδεσπότης
μου έκανε νόημα πως δε μ’ έπαιρνε άλλο να συνεχίσω να λέω σόκιν ανέκδοτα, γιατί
είχε κάνει την παρουσία του ο πατέρας του»·
- δε με σηκώνει άλλο, βλ.
φρ. δε με παίρνει άλλο·
- δε
σηκώνει άλλο, δεν μπορεί να συνεχιστεί να γίνεται ανεκτό κάτι, δεν αντέχω,
δεν μπορώ να κάνω περισσότερη υπομονή: «μέχρι τώρα υπέμενα τις ιδιοτροπίες σου,
αλλά από δω και πέρα δε σηκώνει άλλο»·
- δεν
αντέχω άλλο, βλ. λ. αντέχω·
- δεν
έχει άλλο, α. (για αγαθά) τελείωσε, εξαντλήθηκε: «δεν έχει άλλο απ’
αυτό το είδος». β. (για παροχές, συνήθως ειρωνικά) παύω, σταματώ να
δίνω: «μέχρι τώρα ό,τι μου ζητούσες σου το ’δινα, από δω και πέρα όμως δεν έχει
άλλο»·
- δεν
έχει μάτια γι’ άλλον (γι’ άλλη), βλ. λ. μάτι·
- δεν
κάνει τίποτ’ άλλο απ’ το να…, τίποτα·
- δεν
μπαίνει ο ένας στ’ αμπέλια του άλλου, βλ. λ. αμπέλι·
- δεν
μπαίνει ο ένας στα οικόπεδα του άλλου, βλ. λ. οικόπεδο·
- δεν
μπαίνει ο ένας στα χωράφια του άλλου, βλ. λ. χωράφι·
- δεν
πάει άλλο, α.
δεν μπορεί να
συνεχιστεί να γίνεται ανεκτό κάτι, δεν αντέχω, δεν μπορώ να κάνω περισσότερο
υπομονή, δεν μπορεί να συνεχιστεί η ίδια δυσάρεστη κατάσταση: «δεν πάει άλλο μ’
αυτή την φτώχεια που περνώ || δεν πάει άλλο μ’ αυτή την γκρίνια σου». (Λαϊκό
τραγούδι: λέω πως δεν πάει άλλο, είσαι βάσανο μεγάλο)· βλ. και
φρ. δε με παίρνει άλλο. β.(για πορεία) υπάρχει αδιέξοδο ή
έφτασε στο τέρμα της: «ο δρόμος δεν πάει άλλο || το αστικό δεν πάει άλλο»·
- δεν παίρνει άλλο, δεν αντέχω
περισσότερο, δεν πάει άλλο, δε σηκώνει άλλο: «είναι τόσο γκρινιάρα, που δεν
παίρνει άλλο, θα τη χωρίσω || είναι ένας αδιόρθωτος χαρτοπαίχτης, γι’ αυτό κι
εγώ θα τον χωρίσω, γιατί δεν παίρνει άλλο». (Λαϊκό τραγούδι: σαν να μου τα
’κανες πολλά φθάνει δεν παίρνει άλλο, κοίταξε να συμμορφωθείς γιατί θα
σε ξεκάνω)·
- δεν
παίρνει άλλο νερό, βλ. φρ. νερό·
- δεν
περνούν άλλο τα λεφτά μου ή δεν περνούν πια τα λεφτά μου, βλ. λ.λεφτά·
- δεν
προχωράει άλλο, βλ. συνηθέστ. δεν πάει άλλο·
- δεν
υπάρχει άλλος δρόμος, βλ. λ. δρόμος·
- δεν
υπάρχει άλλος τρόπος, βλ. λ. τρόπος·
- δεν
υπάρχει τίποτ’ άλλο, βλ. λ. τίποτα·
- δίνει
άλλον αέρα, βλ. λ. αέρας·
- δίχως
άλλο, οπωσδήποτε, εξάπαντος: «πρέπει το βράδυ δίχως άλλο να ’ρθεις μαζί μου
στη συγκέντρωση»· βλ. και φρ. το δίχως άλλο·
- έγινε
άλλος τόσος, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος έγινε διπλάσιο σε όγκο από
ότι ήταν: «τον τελευταίο καιρό το ’ριξε στο φαγητό και στον ύπνο κι έγινε άλλος
τόσος»·
- εγώ
κρατώ την κλείδα (το κλειδί) μου και άλλος την καλύβα μου, βλ. λ. καλύβα·
- είμαι
με το ’να πόδι να φύγω και με τ’ άλλο πόδι να μείνω, βλ. λ. πόδι·
- είμαι
μια η άλλη ή είμαι μια την άλλη, ισοφαρίζω έσοδα και έξοδα, δεν έχω
κέρδος: «με την αναδουλειά που υπάρχει, είμαι ευχαριστημένος που είμαι μια η
άλλη»·
- είναι
άλλου είδους ταραχή, βλ. λ. είδος·
- είναι
απ’ άλλο ανέκδοτο, βλ. λ. ανέκδοτο·
- είναι
από άλλον πλανήτη, βλ. λ. πλανήτης·
-
είναι γεννημένοι ο ένας για τον άλλον, βλ. λ. γεννημένος·
- είναι
καμωμένοι ο ένας για τον άλλον, βλ. λ. καμωμένος·
- είναι
καμωμένος από άλλη πάστα, βλ. λ. πάστα·
- είναι
ο ένας χειρότερος απ’ τον άλλον ή είναι ο ένας χειρότερος του άλλου, βλ. λ. χειρότερος·
- είναι
πάρ’ τον έναν (και) χτύπα τον άλλον, βλ. λ. ένας·
- είναι
πιάσ’ τον έναν (και) χτύπα τον άλλον, βλ. λ. ένας·
- είναι
πλασμένοι ο ένας για τον άλλον, βλ. λ. πλασμένος·
- είναι
πλασμένος από άλλη πάστα, βλ. λ. πάστα·
- είναι
πολύ κοντά ο ένας με τον άλλον, βλ. λ. κοντά·
- είναι
σ’ άλλη γη, σ’ άλλα μέρη, βλ. λ. γη·
- είναι
το άλλο μου μισό, (και για τα δυο φύλα) βλ. λ. μισός·
- είναι
το κάτι άλλο, το πρόσωπο ή το πράγμα για το οποίο γίνεται λόγος έχουν μια
έντονη ιδιαιτερότητα, καλή ή κακή: «η ομορφιά του είναι το κάτι άλλο || η
ασχήμια του είναι το κάτι άλλο || αγόρασε έν’ αυτοκίνητο που είναι το κάτι
άλλο»·
- εκείνος
που περιμένει απ’ άλλονε, πολύ αργά δειπνάει, βλ. λ. εκείνος·
- εκτός
των άλλων, εκτός από όλα όσα έχουμε ήδη προαναφέρει, επιπλέον,
επιπροσθέτως: «εκτός των άλλων μου χρωστάς ακόμα εκατό χιλιάδες»·
- έναν
καιρό ήμουν άγγελος, τώρ’ αγγελεύουν άλλοι (στη βρύση που έπινα νερό, τώρα το
πίνουν άλλοι), βλ. λ. άγγελος·
- έρχονται
άλλα χρόνια, βλ. λ. χρόνος·
- έρχονται
άλλες εποχές, βλ. λ. εποχή·
- έρχονται
άλλες χρονιές, βλ. λ. χρονιά·
- έχει
άλλο πρόσωπο, βλ. λ. πρόσωπο·
- έχει
άλλον αέρα, βλ. λ. αέρας·
- έχει
αυτό το κάτι άλλο, βλ. φρ. έχει αυτό το κατιτίς, λ. κατιτίς·
- έχει
κι άλλα παιδιά η μάνα σου σαν κι εσένα; ή έχει κι άλλα παιδιά σαν κι
εσένα η μάνα σου; βλ. λ. παιδί·
- έχει
κι άλλον πονηρό σαν κι εσένα η μάνα σου; ή έχει κι άλλον σαν κι εσένα
πονηρό η μάνα σου; βλ. λ. πονηρός·
- έχει
ο αφέντης μας αφέντρα κι η κυρά μας άλλον άντρα, βλ. λ. άντρας·
- έχει
το ’να πόδι πάνω στ’ άλλο, βλ. λ. πόδι·
- έχω
κι άλλα χαρτιά, βλ. λ. χαρτί·
- ζει
σε άλλη εποχή, βλ. λ. εποχή·
- ζει
σε άλλον αιώνα, βλ. λ. αιώνας·
- ζει
σε άλλον κόσμο, βλ. λ. κόσμος·
- ζει
σε άλλον πλανήτη, βλ. λ. πλανήτη·
- ζητώ
κι άλλο πιάτο, βλ. λ. πιάτο·
- η
άλλη άκρη του σύρματος, βλ. λ. σύρμα·
- η
άλλη ζωή, βλ. λ.ζωή·
- η
άλλη όχθη, βλ. λ. όχθη·
- η
άλλη όψη του νομίσματος, βλ. λ. όψη·
- η
άλλη πλευρά του νομίσματος, βλ. λ. πλευρά·
- η
αξίνα θέλει κώλο και κομμάτι απ’ άλλον κώλο, βλ. λ. κώλος·
- η
ζωή είναι ένα αγγούρι. Άλλος το τρώει και ζορίζεται κι άλλος το τρώει και
δροσίζεται, βλ. λ. ζωή·
- η
μία, η άλλη, βλ. λ. μία·
- η
μια κι η άλλη, βλ. λ. μία·
- η
μια κουβέντα έφερε την άλλη, βλ. λ. κουβέντα·
- η
μια πάνω στην άλλη, βλ. λ. μία·
- η
μια της βρομάει (κι) η άλλη της μυρίζει, βλ. λ. μυρίζω·
- η
μια της βρομάει (κι) η άλλη της ξινίζει, βλ. λ. ξινίζω·
- η
μια του βρομούσε (κι) η άλλη του μύριζε, βλ. λ. μυρίζω·
- η
μια του βρομούσε (κι) η άλλη του ξίνιζε, βλ. λ. ξινίζω·
- ήρθαν
άλλες εποχές, βλ. λ. εποχή·
- ήρθαν
άλλοι καιροί, βλ. λ. καιρός·
- ήρθαν
πιο κοντά ο ένας στον άλλον, βλ. λ. κοντά·
- ήρθε
από άλλον πλανήτη, βλ. λ. πλανήτης·
- θα
σφίξουν κι άλλο οι κώλοι, βλ. λ. κώλος·
- κάθε
άλλο, βλ. λ. κάθε·
- και
εις άλλα με υγεία! ή και σ’ άλλα με υγεία! βλ. λ. υγεία·
- κάλλιο
να ’χω στο σπίτι μου ελιές και παξιμάδι, παρά στο ξένο ζάχαρη και να μ’ ορίζουν
άλλοι, βλ. λ. σπίτι·
- κάνω
άλλα κι άλλα, κάνω πολλά και διάφορα πράγματα σημαντικά ή ασήμαντα: «εσύ
που μπορείς και κάνεις άλλα κι άλλα, σίγουρα θα μπορέσεις να με βοηθήσεις σε
αυτή την υπόθεση || εσύ κάνεις άλλα κι άλλα, σ’ αυτή τη λεπτομέρεια θα
κωλώσεις;»·
- κατά
τ’ άλλα, ως προς τα υπόλοιπα, ως προς εκείνα που συμβαίνουν ή συνέβησαν:
«είχα μια μικρή ατυχία, αλλά κατά τ’ άλλα είμαι μια χαρά || μέχρι αυτή τη
στιγμή τα πράγματα είναι σ’ αυτή την κατάσταση, κατά τ’ άλλα ο Θεός βοηθός»·
-
κατά τ’ άλλα καλά, φράση που ακολουθεί με κάποια ειρωνική διάθεση, μετά την
εξιστόρηση κάποιας άτυχης στιγμής ή γεγονότος που πέρασε κάποιος: «τράκαρα κι
έσπασα το πόδι μου, κατά τ’ άλλα καλά». (Τραγούδι: αυτά, κατά τ’ άλλα
καλά, αυτά, η ζωή να περνά)·
- κι
άλλα τόσα, σε διπλάσια ποσότητα: «όσα λεφτά βάλεις εσύ, εγώ θα βάλω κι άλλα
τόσα»·
- κι
άλλο τόσο, σε διπλάσια ποσότητα: «ό,τι ποσό βάλεις εσύ, εγώ θα βάλω κι άλλο
τόσο»·
- κοντά
στ’ άλλα, βλ. λ. κοντά·
- λέγε
λίγα με τους άλλους και πολλά με τον εαυτό σου, βλ. λ. εαυτός·
- λέω
άλλ’ αντ’ άλλων ή λέω άλλ’ αντ’ άλλων Μαριγώ ή λέω άλλα αντί
άλλων ή λέω άλλα των άλλων, μιλώ χωρίς νόημα, μιλώ μπερδεμένα,
ακατανόητα, ασυνάρτητα: «μιλούσε μια ώρα, αλλά δε βγάλαμε νόημα, γιατί έλεγε
άλλ’ αντ’ άλλων»·
- λέω
άλλα (ενν. λόγια), διαφορετικά, ανασκευάζω αυτά που είχα πει: «γιατί τώρα
λες άλλα από κείνα που μας έλεγες προηγουμένως;»·
- λίγο
ο ένας, λίγο ο άλλος, βλ. λ. λίγος·
- μ’
άλλα λόγια, βλ. λ. λόγος·
- μ’
έστειλε στον άλλο κόσμο, βλ. λ. κόσμος·
- μ’
έφερε ίσαμ’ εκεί που δεν πάει άλλο, βλ. λ. εκεί·
- μ’
έφερε ίσαμ’ εκεί που δεν παίρνει άλλο, βλ. λ. εκεί·
- μας
έβγαλε άλλο φασούλι ή μας έβγαλε κι άλλο φασούλι, βλ. λ. φασούλι·
- μας
τα ’παν άλλοι, βλ. λ. είπα·
- μας
τα ’παν κι άλλοι, βλ. λ. είπα·
- με
πιάνει το άλλο μου, συμπεριφέρομαι εντελώς διαφορετικά από ό,τι συνήθως,
παραφέρομαι, τρελαίνομαι: «πρόσεξε μη με πιάσει το άλλο μου, γιατί θα τα κάνω
όλα γυαλιά καρφιά»·
- με
το ένα, με το άλλο, βλ. λ. ένας·
- με
το ’να και με τ’ άλλο, βλ. λ. ένας·
- με
τον έναν ή (με) τον άλλον τρόπο, βλ. λ. τρόπος·
- με
τούτα και με τ’ άλλα, βλ. λ. τούτος·
- μεταξύ
των άλλων, βλ. φρ. εκτός των άλλων·
- μέχρι
να κουνήσει το ένα του πόδι, βρομάει τ’ άλλο, βλ. λ. πόδι·
- μέχρι
να σηκώσει το ένα του πόδι, αραχνιάζει τ’ άλλο ή μέχρι να σηκώσει το ένα
του πόδι, βρομάει τ’ άλλο ή μέχρι να σηκώσει το ένα του πόδι, του τρώει
ο λύκος τ’ άλλο, βλ. λ. πόδι·
- μην
ξοδεύεις άλλο το σάλιο σου! βλ. λ. σάλιο·
- μην
το ζαλίζεις άλλο, (προτρεπτικά ή συμβουλευτικά) πάψε να ασχολείσαι άλλο με
αυτή την υπόθεση, γιατί είναι έτσι όπως σου τα λέω, ή γιατί δεν υπάρχει
περίπτωση να αλλάξουν τα πράγματα προς το καλύτερο: «σε συμβουλεύω να μην το
ζαλίζεις άλλο και να πάρεις επιτέλους κάποια απόφαση || οι πιο πολλοί πολιτικοί
ενδιαφέρονται μόνο για την πάρτη τους, μην το ζαλίζεις άλλο»·
- μια
άλλη φορά, βλ. λ. φορά·
- μια
ο ένας, μια ο άλλος, βλ. λ. ένας·
- μιλάει
με άλλο κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- μιλάμε
άλλη γλώσσα, βλ. λ. γλώσσα·
- να
’ταν κι άλλη! α.(για δουλειές) την τελείωσα γρήγορα και με
μεγάλη ευχέρεια, είτε γιατί είχε οικονομικό ενδιαφέρον για μένα είτε γιατί ήταν
πολύ εύκολη: «την τέλειωσες τη δουλειά που σου ανάθεσαν; -Να ’ταν κι άλλη!». β.
(για γυναίκες) την κατέκτησα ή της επέβαλα τη σεξουαλική πράξη: «εντάξει με την
τάδε που σου σύστησα; -Να ’ταν κι άλλη!»·
- να
’ταν κι άλλο! (για φαγητά) το έφαγα όλο, είτε επειδή πεινούσα πολύ είτε
επειδή ήταν πολύ νόστιμο: «έφαγες όλο το φαγητό σου; -Να ’ταν κι άλλο!»·
- να
’ταν κι άλλος! τον νίκησα ή τον ξεγέλασα με ευκολία: «τον νίκησες τον τάδε;
-Να ’ταν κι άλλος! || πήρες απ’ τον τάδε τα δανεικά που σου χρειάζονταν; -Να
’ταν κι άλλος!»·
- ο …
(ακολουθεί επώνυμο), ο … (ακολουθεί επώνυμο) και τ’ άλλα παιδιά, βλ. λ.παιδί·
- ο
άλλος κόσμος, βλ. λ. κόσμος·
- ο
άλλος εαυτός μου ή ο άλλος μου εαυτός, βλ. λ. εαυτός·
- ο
ένας κι ο άλλος, βλ. λ. ένας·
- ο
ένας λόγος έφερε τον άλλον, βλ. λ. λόγος·
- ο ένας
με τον άλλον, βλ. λ. ένας·
- ο
ένας, ο άλλος, βλ. λ. ένας·
- ο
ένας πάνω στον άλλον, βλ. λ. ένας·
- ο
ένας στη Δύση κι ο άλλος στην Ανατολή, βλ. λ. ένας·
- ο
ένας της βρομούσε (κι) ο άλλος της μύριζε, βλ. λ. μυρίζω·
- ο
ένας της βρομούσε (κι) ο άλλος της ξίνιζε, βλ. λ. ξινίζω·
- ο
ένας το μακρύ του κι ο άλλος το κοντό του, βλ. λ. κοντός·
- ο
ένας του βρομάει (κι) ο άλλος του μυρίζει, βλ. λ. μυρίζω·
- ο
ένας του βρομάει (κι) ο άλλος του ξινίζει, βλ. λ. ξινίζω·
- ο
Θεός άλλους ανεβάζει κι άλλους κατεβάζει, βλ. λ. Θεός·
- ο
Θεός άλλους έπλασε κι άλλους έκλασε, ή ο Θεός άλλους τους έπλασε κι
άλλους τους έκλασε, βλ. λ. Θεός·
- ο
κόσμος είναι μια σκάλα. Άλλοι την ανεβαίνουν κι άλλοι την κατεβαίνουν, βλ. λ. κόσμος·
- οι
επιθυμίες του ανθρώπου είναι σαν τις μέρες: μια πάει, άλλη έρχεται, βλ. λ. επιθυμία·
- όποιος
ανοίγει το λάκκο τ’ αλλουνού, πέφτει ο ίδιος μέσα, βλ. λ. λάκκος·
- όποιος
αφήνει το έργο του κι άλλες δουλειές γυρεύει, ο διάβολος στον κώλο του φασούλια
μαγειρεύει, βλ. λ. δουλειά·
- όποιος
σκάβει το λάκκο τ’ αλλουνού, πέφτει ο ίδιος μέσα, βλ. λ. λάκκος·
- όσα
ξέρει ο Κωνσταντής, δεν τα ξέρει άλλος κανείς, βλ. λ. ξέρω·
- όσο
δεν παίρνει άλλο, βλ. λ. όσος·
- όσο
ο ένας τόσο κι ο άλλος, βλ. λ. τόσος·
- όταν
έρθει το κακό, καρτέρει να ’ρθει κι άλλο, βλ. λ. κακός·
- παίζει
σ’ άλλη ταινία, βλ. λ. ταινία·
- πάμε
γι’ άλλα; (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) ερώτηση που απευθύνει ένας παίχτης
προς στους υπόλοιπους, αν δέχονται να ξαναγίνει το μοίρασμα των φύλλων, γιατί
αυτά που έχει πάρει στα χέρια του είναι εντελώς άσχετα μεταξύ τους. Αν οι
περισσότεροι παίκτες συμφωνήσουν, επειδή και αυτοί βρίσκονται στην ίδια άσχημη
θέση (ανάλογα, βέβαια, και με τους κανόνες του καρέ), τότε τα χαρτιά
μαζεύονται, ανακατώνονται και μοιράζονται από την αρχή·
-
πάμε γι’ άλλα, έκφραση
που δηλώνει πως ξεπεράσαμε τη δύσκολη κατάσταση στην οποία βρισκόμασταν και πως
είμαστε έτοιμοι για τις νέες δυσκολίες που ενδέχεται να προκύψουν στη ζωή μας:
«τι έδειξαν οι ακτινογραφίες του στήθους σου; -Πάμε γι’ άλλα || πώς πήγε το
δικαστήριο που είχες με τον τάδε; -Πάμε γι’ άλλα»·
- πάρε
το κουβαδάκι σου και σ’ άλλη παραλία, βλ. λ. κουβαδάκι·
- πάσα
ο ένας, πάσα ο άλλος! βλ. λ. πάσα·
- πάω
γι’ άλλα, α. ξεκινώ άλλη δουλειά, άλλη ασχολία, είτε γιατί τελείωσα
αυτή με την οποία είχα καταπιαστεί είτε γιατί απέτυχα: «ό,τι έχω αναλάβει μέχρι
τώρα, το έχω τελειώσει και τώρα πάω γι’ άλλα || απέτυχα στην προηγούμενη
δουλειά μου, αλλά ο Θεός να μ’ έχει γερό, γιατί τώρα πάω γι’ άλλα». β. χωρίζω
με το έτερο ήμισυ μου και επιδιώκω νέο δεσμό: «με την τάδε χώρισα και τώρα πάω
γι’ άλλα». (Λαϊκό τραγούδι: γι’ άλλα, γι’ άλλα πάμε γι’ άλλα, δε μ’
αγάπησες μια στάλα)·
- πες
ο ένας, πες ο άλλος, βλ. λ. είπα·
- πετιέμαι
απ’ το ένα θέμα στ’ άλλο, βλ. λ. θέμα·
- πέφτω
σ’ άλλα φιλιά, βλ. λ. φιλί·
-
πήγε στον άλλο κόσμο, βλ. λ. κόσμος·
- πήρε
διαβατήριο για τον άλλο κόσμο, βλ. λ. κόσμος·
- πιάσ’
τον έναν (και) χτύπα τον άλλον, βλ. λ. ένας·
- πλάκα
ο ένας, πλάκα ο άλλος, βλ. λ. πλάκα·
- πότε
η μια της βρομάει κι (και πότε) η άλλη της μυρίζει, βλ. λ. μυρίζω·
- πότε
η μια της βρομάει κι (και πότε) η άλλη της ξινίζει, βλ. λ. ξινίζω·
- πότε
η μια του βρομούσε κι (και πότε) η άλλη του μύριζε, βλ. λ. μυρίζω·
- πότε
η μια του βρομούσε κι (και πότε) η άλλη του ξίνιζε, βλ. λ. ξινίζω·
- πότε
ο ένας της βρομούσε κι (και πότε) ο άλλος της μύριζε, βλ. λ. μυρίζω·
- πότε
ο ένας της βρομούσε κι (και πότε) ο άλλος της ξίνιζε, βλ. λ. ξινίζω·
- πότε
ο ένας του βρομάει κι (και πότε) ο άλλος του μυρίζει, βλ. λ. μυρίζω·
- πότε
ο ένας του βρομάει κι (και πότε) ο άλλος του ξινίζει, βλ. λ. ξινίζω·
- πότε
το ένα της βρομάει και (και πότε) τ’ άλλο της μυρίζει, βλ. λ. μυρίζω·
- πότε
το ένα της βρομάει και (και πότε) τ’ άλλο της ξινίζει, βλ. λ. ξινίζω·
- πότε
το ένα του βρομάει και (και πότε) τ’ άλλο του μυρίζει, βλ. λ. μυρίζω·
- πότε
το ένα του βρομάει και (και πότε) τ’ άλλο του ξινίζει, βλ. λ. ξινίζω·
- σ’
άλλα μέρη, βλ. λ. μέρος·
- σ’
άλλη γη, βλ. λ. γη·
- σαν
άλλος…, έκφραση με την οποία παρομοιάζουμε την ενέργειά μας ή την ενέργεια
κάποιου με αυτή κάποιου άλλου: «όρμησα σαν άλλος παλαιστής εναντίον του || ήρθε
σαν άλλος δικηγόρος κι άρχισε ν’ αγορεύει υπέρ του φίλου του». (Λαϊκό τραγούδι:
με τα μάτια ορθάνοιχτα το ταβάνι καρφώνω, περασμένα μεσάνυχτα το κρίμα μου
μετρώ, το καθάριο σου πρόσωπο με φιλιά το λερώνω και σαν άλλος Ιούδας
μετανιώνω και θρηνώ)·
- σ’
άλλους γεννάς τ’ αβγό, σε μένα κακαρίζεις, βλ. λ. αβγό·
- σαν
να μη μας έφταναν όλα τ’ άλλα ή σαν να μην έφταναν όλα τ’ άλλα, βλ. λ. όλος·
- σου
λέει ο άλλος! έκφραση με την οποία θέλει να προλάβει ο ομιλητής τις τυχόν
απορίες ή αντιρρήσεις του ατόμου στο οποίο απευθύνεται: «θέλει να χτίσει κι
αυτός ένα σπίτι στην εξοχή, όμως, σου λέει ο άλλος, πώς θα το χτίσεις, ρε
κύριε, μ’ ένα ψωρομισθό που παίρνεις;»·
- στην
άλλη άκρη του κόσμου, βλ. λ. άκρη·
- στις
εννιά του μακαρίτη, άλλος έρχεται στο σπίτι ή στις εννιά του
μακαρίτη, άλλος μπήκε μέσ’ στο σπίτι ή στις εννιά του μακαρίτη, άλλον
έβαλε στο σπίτι, βλ. λ. μακαρίτης·
- στο
άλλο άκρο, βλ. λ. άκρο·
- συν
τοις άλλοις, βλ. φρ. εκτός των άλλων·
- τα
κάνω γι’ άλλα, επιφέρω από θυμό ή από κέφι τέτοια καταστροφή σε ένα κλειστό
χώρο, που πρέπει τα πάντα να αντικατασταθούν με καινούρια (με άλλα): «μπήκε
αγριεμένος στο μαγαζί, τα ’κανε όλα γι’ άλλα κι έτσι, την επόμενη μέρα, έμεινε
κλειστό || όταν άρχισαν να παίζουν τα όργανα, τα ’κανε όλα γι’ άλλα πάνω στον
ενθουσιασμό του». Συνών. τα κάνω γιάλλα / τα κάνω γυάλα·
- τα
φέρνω μια η άλλη ή τα φέρνω μια την άλλη, α. ισοφαρίζω κέρδος
και χασούρα, τα πατσίζω, δεν κερδίζω τίποτα: «για ποιο κέρδος μου μιλάς, που
ένα χρόνο τώρα τα φέρνω μια η άλλη!». β. ζω υποφερτά, συντηρητικά,
περίπου τα βολεύω, τα κουτσοβολεύω: «με την κρίση που έχει σήμερα η αγορά,
πρέπει να ’σαι ευχαριστημένος, αν καταφέρνεις να τα φέρνεις μια την άλλη»·
- τη
μια έτσι, την άλλη αλλιώς, βλ. λ. έτσι·
- την
άλλη, την προηγούμενη ή την επόμενη φορά: «την άλλη μου είχες πει άλλα
πράγματα || την άλλη θα σου δώσω περισσότερα». (Λαϊκό τραγούδι: τη μια δε σε
τιμώρησα, την άλλη σε συγχώρεσα, την τρίτη και φαρμακερή σε χώρισα)·
- την
άλλη φορά ή την άλλη τη φορά, βλ. λ. φορά·
- την
άλλη χρονιά ή την άλλη τη χρονιά, βλ. λ. χρονιά·
- τι
άλλο; δηλώνει πως το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος ασχολείται με αυτό με
το οποίο συνήθως ασχολείται ή βρίσκεται στην κατάσταση στην οποία συνήθως
βρίσκεται. Η φρ. δίνεται ως απάντηση στην ερώτηση κάποιου τι κάνει (ο τάδε):
«τι κάνει το φιλαράκι σου; -Τι άλλο; Ασχολείται με τα γραμματόσημά του || τι
κάνει το φιλαράκι σου; -Τι άλλο; Τρέχει από γιατρό σε γιατρό, γιατί είναι κατά
φαντασίαν ασθενής || τι κάνει ο τάδε; -Τι άλλο; Πάλι σουρωμένος είναι»·
- τι
άλλο, έκφραση με την οποία επιβεβαιώνουμε την ερώτηση κάποιου αν ασχολείται
το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος με αυτό που μας αναφέρει, από τη στιγμή που
γνωρίζουμε καλά πως συνήθως ασχολείται, ή αν βρίσκεται στην κατάσταση που μας
αναφέρει, από τη στιγμή που γνωρίζουμε καλά πως συνήθως βρίσκεται: «πάλι με τα
γραμματόσημά του ασχολείται το φιλαράκι σου; -Τι άλλο || πάλι στους γιατρούς
τρέχει το φιλαράκι σου; -Τι άλλο || πάλι σουρωμένος είναι ο τάδε; -Τι άλλο».
Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμ·
- τι
άλλο θ’ ακούσουμε ακόμα! βλ. λ. ακόμα·
- τι
άλλο θα δούμε ακόμα! βλ. λ. ακόμα·
- τι
κάνει ο άλλος! α. λέγεται θαυμαστικά για τις ενέργειες ή τις πράξεις
κάποιου: «πω πω, τι κάνει το άτομο, όταν έχει κέφια!». β. λέγεται
ειρωνικά, κοροϊδευτικά ή επιτιμητικά για τις άστοχες ενέργειες ή πράξεις
κάποιου: «τι κάνει το άτομο, όταν είναι μεθυσμένο!». Συνήθως της φρ.
προτάσσεται το για δες. Συνών. τι κάνει ο άνθρωπος! / τι κάνει ο
δικός σου! / τι κάνει το άτομο! / τι κάνει το πρόσωπο(!)·
- τι
λέει ο άλλος! α. λέγεται θαυμαστικά για τα λόγια που λέει κάποιος:
«πω πω τι λέει ο άλλος όταν έχει κέφια!». β. λέγεται ειρωνικά,
κοροϊδευτικά ή επιτιμητικά για τις ανοησίες που λέει κάποιος: «τι λέει μωρέ ο
άλλος!». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το για δες. Συνών. τι λέει ο
άνθρωπος! / τι λέει ο δικός σου! / τι λέει το άτομο! / τι λέει το πρόσωπο(!)·
- τι
να πει κανείς για το μουνί της αλληνής, βλ. λ. μουνί·
- τίποτ’
άλλο; βλ. λ. τίποτα·
- τις
άλλες, πριν από μερικές μέρες: «τις άλλες συνάντησα τον τάδε και ρωτούσε
για σένα». (Λαϊκό τραγούδι: τις άλλες τα ’μπλεξα κι εγώ με μια
ξανθιά μικρούλα που έχει μάτια έμορφα είναι και μοδιστρούλα)·
- το
άλλο εγώ μου ή το άλλο μου εγώ, βλ. λ. εγώ·
- το
άλλο με τον Τοτό το ξέρεις; βλ. λ. Τοτός·
- το
βλέπω μ’ άλλο μάτι, βλ. λ. μάτι·
- το
δίχως άλλο, α. οπωσδήποτε, εξάπαντος: «θέλω το δίχως άλλο να μου
επιστρέψεις τα λεφτά που μου χρωστάς, γιατί τα έχω ανάγκη || θα πάρεις
επιτέλους το γιο μου στη δουλειά σου; -Το δίχως άλλο». β. δηλώνει και
ειρωνική άρνηση: «θα μου δώσεις επιτέλους εκείνα τα δανεικά που σου ζητάω; -Το
δίχως άλλο»·
- το
ένα της βρομάει (και) τ’ άλλο της μυρίζει, βλ. λ. μυρίζω·
- το
ένα της βρομάει (και) τ’ άλλο της ξινίζει, βλ. λ. ξινίζω·
- το
ένα του βρομάει (και) τ’ άλλο του μυρίζει, βλ. λ. μυρίζω·
- το
ένα του βρομάει (και) τ’ άλλο του ξινίζει, βλ. λ. ξινίζω·
- το
ένα του μάτι βλέπει στην ανατολή και τ’ άλλο στη δύση, βλ. λ. μάτι·
- το
ένα, το άλλο, βλ. λ. ένας·
- το
ένα φέρνει τ’ άλλο, βλ. λ. ένα·
- το
καλό το παλικάρι ξέρει κι άλλο μονοπάτι, βλ. λ. παλικάρι·
- το
’να και τ’ άλλο, βλ. λ. ένας·
- το
’να πάνω στ’ άλλο, βλ. λ. ένας·
- το
’να τσαρούχι και τ’ άλλο παπούτσι, βλ. λ. παπούτσι·
- το
’να χέρι νίβει τ’ άλλο (και τα δυο το πρόσωπο), βλ. λ. χέρι·
- τον
βλέπω μ’ άλλο μάτι, βλ. λ. μάτι·
- τον
διώχνεις απ’ τη μια πόρτα κι έρχεται απ’ την άλλη, βλ. λ. πόρτα·
- τον
έστειλε στον άλλο κόσμο, βλ. λ. κόσμος·
- τόσα
κι άλλα τόσα, βλ. λ. τόσος·
- τόσο
κι άλλο τόσο, βλ. λ. τόσος·
- τόσο
ο ένας όσο κι ο άλλος, βλ. λ. τόσος·
- υπάρχει
άλλος αέρας, βλ. λ. αέρας·
- υπάρχει
κι άλλος δρόμος, βλ. λ. δρόμος·
- υπάρχει
κι άλλος τρόπος, βλ. λ. τρόπος·
- χωρίς
άλλη κουβέντα, βλ. λ. κουβέντα·
- χωρίς
άλλη συζήτηση, βλ. λ. συζήτηση·
- χωρίς
άλλο, βλ. φρ. δίχως άλλο·
- ως
άλλος… (ακολουθεί ουσιαστικό, ιδίως κύριο όνομα), που μοιάζει ως προς τις
ιδιότητες, τις ικανότητες του προσώπου που αναφέρεται: «ήρθε ως άλλος
δικτάτορας να επιβάλει τις ιδέες του || έχει μεγάλη ιδέα για τα ποιήματά του
και συμπεριφέρεται ως άλλος Ελύτης»·
-
ώσπου να κουνήσει το ένα του πόδι, βρομάει τ’ άλλο, βλ. λ. πόδι·
-ώσπου να σηκώσει το ένα του πόδι,
αραχνιάζει τ’ άλλο ή
ώσπου να σηκώσει το ένα του πόδι, βρομάει τ’ άλλο ή ώσπου να σηκώσει
το ένα του πόδι, το τρώει ο λύκος τ’ άλλο, βλ. λ. πόδι.
βίδα
βίδα,
η, ουσ.
[<βενετ. vida], η βίδα. 1. η λόξα, η μανία, η μονομανία: «είναι
γνωστή η βίδα του για τη συλλογή γραμματοσήμων». 2. η τρέλα: «τέτοια
βίδα δεν έχω ξαναδεί σε άνθρωπο». (Ακολουθούν 21 φρ.)·
- γίναμε
βίδες, μαλώσαμε άγρια, ανταλλάξαμε βίαια χτυπήματα, σκληρά λόγια ή απειλές:
«είχαμε παλιές διαφορές και μόλις συναντηθήκαμε, γίναμε βίδες». Για συνών. βλ.
φρ. γίναμε μπίλιες, λ. μπίλια·
- γίνομαι
βίδες, παθαίνω πολλαπλά κατάγματα, ιδίως σε τροχαίο δυστύχημα: «τράκαρε
στην εθνική οδό κι έγινε βίδες»·
- είναι
βίδα, είναι τρελός, ανισόρροπος ή πολύ ιδιόρρυθμος, ιδιότροπος: «μην κάνεις
πολλά αστεία μαζί του, γιατί είναι βίδα || μην τον συνερίζεσαι τον άνθρωπο,
γιατί είναι βίδα»·
- έχει
βίδα, α. έχει κάποια λόξα, κάποια μανία, κάποια μονομανία: «έχει
βίδα με τ’ αγωνιστικά αυτοκίνητα». β. το άτομο για το οποίο γίνεται
λόγος, είναι τρελό, ανισόρροπο: «δεν τον κοντράρει κανένας, γιατί έχει βίδα»·
- έχει
λασκαρισμένη βίδα, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, είναι τρελό,
ανισόρροπο: «δεν τον παίρνει κανένας μας στα σοβαρά, γιατί έχει λασκαρισμένη
βίδα ο άνθρωπος»·
- θα
γίνουμε βίδες, απειλητική προειδοποίηση σε κάποιον να καθίσει φρόνιμα ή να
πάψει να μας ενοχλεί ή να ασχολείται μαζί μας, γιατί αλλιώς θα μαλώσουμε πολύ
άγρια: «πάψε να μ’ ενοχλείς κάθε τόσο, γιατί θα γίνουμε βίδες»·
- θα
μου λασκάρει η βίδα, βλ. φρ. θα μου στρίψει η βίδα·
- θα
μου ξελασκάρει η βίδα, βλ. συνηθέστ. θα μου στρίψει η βίδα·
- θα
μου στρίψει η βίδα, βρίσκομαι σε πολύ μεγάλη ψυχική ή πνευματική πίεση και
δεν ξέρω πώς να ενεργήσω, βρίσκομαι σε μεγάλη απόγνωση, θα τρελαθώ: «τέλος του
μηνός έχω να πληρώσω ένα σωρό χρέη και θα μου στρίψει η βίδα, γιατί δεν έχω
ούτε δραχμή»·
- θα
τα κάνω βίδες, απειλητική προειδοποίηση σε κάποιον να καθίσει φρόνιμα, να
πάψει να μας ενοχλεί ή να ασχολείται μαζί μας, γιατί θα προκαλέσουμε μεγάλη
καταστροφή στο χώρο στον οποίο βρισκόμαστε: «άσε με στην ησυχία μου, γιατί θα
τα κάνω βίδες εδώ μέσα»·
- μου
λασκάρει η βίδα ή λασκάρει η βίδα μου, βλ. φρ. μου στρίβει η βίδα·
- μου
ξελασκάρει η βίδα ή
ξελασκάρει η βίδα
μου, βλ.
συνηθέστ. μου
στρίβει η βίδα·
- μου
στρίβει η βίδα ή
στρίβει η βίδα μου,α. τρελαίνομαι, παραφρονώ: «πώς να μη
μου στρίψει η βίδα με τόσες στενοχώριες που με βασανίζουν!». β.
συμπεριφέρομαι ακατανόητα, ανισόρροπα, παράλογα: «όταν μου στρίβει η βίδα, δεν
ξέρω τι κάνω || πρόσεχε, γιατί όταν στρίβει η βίδα μου γίνομαι πολύ
επικίνδυνος»·
- τα
κάνω βίδες, καταστρέφω τα πάντα σε ένα χώρο, ιδίως κλειστό, τα κάνω άνω
κάτω: «ήρθε αγριεμένος στο μαγαζί, και τα ’κανε βίδες». Από την εικόνα του
μηχανικού που, όταν αποσυνδέει ένα μηχάνημα, αφήνει τις βίδες άτακτα εδώ κι
εκεί·
- το
κάνω βίδες, α. (για μηχανήματα) το αποσυνδέω εντελώς, το διαλύω: «το
’κανε βίδες το μηχάνημα, για να βρει πού ήταν η βλάβη». Έχει όμως και την
έννοια κατέχω πάρα πολύ καλά τη δομή ενός μηχανήματος, που το αποσυναρμολογώ
εντελώς και το συναρμολογώ με μεγάλη ευχέρεια. β. (για αυτοκίνητα) το
καταστρέφω εντελώς: «τράκαρε με τ’ αυτοκίνητο και το ’κανε βίδες»·
- τον
έκανε βίδες, τον έδειρε άγρια και, κατ’ επέκταση, τον κατανίκησε: «τον
έπιασε έξω απ’ το ουζερί και τον έκανε βίδες»·
- του
λάσκαρε βίδα ή του λάσκαρε η βίδα ή του λασκάρισε μια βίδα, βλ.
φρ. του ’στριψε βίδα·
- του
ξελάσκαρε βίδα ή του ξελασκάρισε η βίδα ή του ξελασκάρισε μια
βίδα, βλ. φρ. του ’στριψε βίδα·
- του
λείπει βίδα ή του λείπει η βίδα ή του λείπει μια βίδα, είναι
τρελός, ανισόρροπος: «μην παίρνεις στα σοβαρά αυτά που σου λέει, γιατί του
λείπει βίδα τ’ ανθρώπου». Από την εικόνα του μηχανήματος που παύει να
λειτουργεί φυσιολογικά, όταν του λείπει κάποια βίδα·
- του
’στριψε βίδα ή του ’στριψε η βίδα ή του ’στριψε μια βίδα,
ενεργεί παράλογα, παράξενα, τρελάθηκε, παραφρόνησε: «είχε τόσα βάσανα, που στο
τέλος του ’στριψε η βίδα και τώρα παριστάνει το Μέγα Ναπολέοντα». Από την
εικόνα του μηχανήματος που παύει να λειτουργεί κανονικά, όταν στρίψει, λασκάρει
κάποια βίδα από την κανονική της θέση·
- του
’φυγε βίδα ή του ’φυγε η βίδα ή του ’φυγε μια βίδα, βλ. φρ. του
λείπει βίδα. (Τραγούδι: Αχ, μητέρα Ελλάδα, comparsita νόμισες θα μάθω τάξη και διαγωγή
μου ’φυγε η βίδα, έμαθα και είδα μόνο λούφα και παραλλαγή).
δουλειά
δουλειά,
η, ουσ.
[<μσν. δουλειά <αρχ. δουλεία (= σκλαβιά) <δουλεύω ]. 1α. η
έμμισθη εργασία, το επάγγελμα: «η δουλειά του είναι μηχανικός αυτοκινήτων».
(Λαϊκά τραγούδια: πάντα με χαμόγελο πρωί πρωί ξυπνάμε και ξεκινάμε για τη
δουλειά // μη βροντοχτυπάς τις χάντρες, η δουλειά κάνει τους άντρες,
το γιαπί, το πηλοφόρι, το μυστρί). β. ο χώρος όπου δουλεύει κανείς:
«πηγαίνω στη δουλειά μου». 2. η ασχολία, η υποχρέωση: «σήμερα έχω πολλές
δουλειές, γιατί πρέπει να πάω να πληρώσω τη Δ.Ε.Η., τον Ο.Τ.Ε., να δω ένα φίλο
μου, που νοσηλεύεται στο νοσοκομείο, κι ύστερα να περάσω απ’ το ράφτη μου για
πρόβα». 3. εμπορική ή βιομηχανική επιχείρηση, γενικά η επιχείρηση:
«είναι υπάλληλος στη δουλειά του τάδε || τον τελευταίο χρόνο έκανε μια καλή δουλειά
κι έβγαλε πολλά φράγκα». 4. η απασχόληση: «όταν δεν έχει κάποια δουλειά
να περνάει την ώρα του, ασχολείται με τις υποθέσεις των άλλων». Υποκορ. δουλίτσα,
η (βλ. λ.). (Ακολουθούν 925 φρ.)·
- αβανταδόρικη
δουλειά ή αβανταδόρικες δουλειές, α. επάγγελμα που παρέχει σε
αυτόν που το ασκεί διάφορα πλεονεκτήματα για κοινωνική προβολή: «ο πολιτικός
μηχανικός, όσο να πεις, είναι αβανταδόρικη δουλειά». β. δουλειά από την
οποία μπορεί κανείς να αποκομίσει οικονομικά οφέλη: «ασχολείται μόνο με
αβανταδόρικες δουλειές»·
- αβασάνιστη
δουλειά, που προγραμματίστηκε, που σχεδιάστηκε, που εκτελέστηκε χωρίς
έλεγχο, χωρίς πολύ σκέψη, και, ως εκ τούτου, δουλειά τη διακρίνει προχειρότητα,
τσαπατσουλιά: «έκανε αβασάνιστη δουλειά και την πάτησε»·
- αβάσταχτη
δουλειά, α. που είναι πάρα πολύ κουραστική, που δεν μπορεί κανείς να
την αντέξει: «το να ’σαι χαμάλης στο λιμάνι είναι αβάσταχτη δουλειά». β.
δουλειά συνεχής και έντονη, που για το λόγο αυτό δεν μπορεί κανείς να την
αντέξει για πολύ: «δεν ξέρω τι έκαναν οι άλλοι, πάντως εγώ στην περίοδο των
γιορτών είχα αβάσταχτη δουλειά»·
- αβγάτισαν
οι δουλειές του, αυξήθηκαν οι δουλειές του, μεγάλωσαν, του απέφεραν
σημαντικά κέρδη: «έπεσε σε καλή περίοδο και με λίγη τύχη αβγάτισαν οι δουλειές
του»·
- αβέρτα
δουλειά, δουλειά συνεχής, χωρίς διακοπή: «όλον αυτόν το μήνα είχα αβέρτα
δουλειά»·
- αεριτζίδικη
δουλειά ή αεριτζίδικες δουλειές, α. ευκαιριακή δουλειά,
δουλειά τέτοια ώστε, αυτός που την κάνει, δε διακινδυνεύει προσωπικά κεφάλαια:
«κάθε φορά που μυρίζεται αεριτζίδικη δουλειά, κάνει πώς και πώς να πάρει κι
αυτός μέρος» β. δουλειά που δεν προϋποθέτει την ύπαρξη μόνιμης έδρας ή
καταστήματος: «γυρίζει μέσ’ στην πιάτσα και κάνει αεριτζίδικες δουλειές»· βλ.
και φρ. δουλειές του ποδαριού. γ.ψεύτικη εκδούλευση ή
υπηρεσία: «εγώ για αεριτζίδικες δουλειές δε δίνω δεκάρα»·
- αθόρυβη
δουλειά ή αθόρυβες δουλειές, α. τεχνική ιδίως εργασία, που
δεν προκαλεί θόρυβο, που δεν ενοχλεί: «έχουμε δίπλα μας ένα εργοστάσιο
παραγωγής ηλεκτρικών ειδών, αλλά ευτυχώς είναι αθόρυβη δουλειά». β.
δουλειά που γίνεται με μυστικότητα και, κατ’ επέκταση, που μπορεί να είναι
ύποπτη ή παράνομη: «δεν ξέρει κανείς με τι ασχολείται, γιατί κάνει αθόρυβες
δουλειές»· βλ. και φρ. κάνω αθόρυβα τη δουλειά μου·
- άι
στη δουλειά σου! βλ. φρ. άντε στη δουλειά σου!
- αλαλούμ
δουλειά, βλ. φρ. αλαμπουρνέζικη δουλειά·
- αλαμπουρνέζικη δουλειά, α.
επιχείρηση χωρίς σειρά και τάξη, που ο καθένας κάνει ό,τι θέλει: «πώς να μη
χρεοκοπήσει με τέτοια αλαμπουρνέζικη δουλειά που είχε!». β. τεχνική
ιδίως εργασία, που είναι πολύ κακή: «μου ’πατε πως είναι καλός μηχανικός, αλλά
μου ’κανε αλαμπουρνέζικη δουλειά»·
- αλήτικη
δουλειά ή αλήτικες δουλειές, συμπεριφορά ανάρμοστη και κατακριτέα:
«άσε, επιτέλους, αυτές τις αλήτικες δουλειές και γίνε άνθρωπος!»·
- αλλάζει
πολλές φανέλες στη δουλειά, δουλεύει εξαντλητικά: «όταν αποφασίζει να
δουλέψει, αλλάζει πολλές φανέλες στη δουλειά». Από την εικόνα του ατόμου που,
όταν δουλεύει σκληρά, ιδρώνει πολύ και για το λόγο αυτό είναι αναγκασμένο να
αλλάζει φανέλα·
- άλλη
δουλειά δεν είχα! ή άλλη δουλειά δεν έχω! ή άλλη δουλειά δεν
είχαμε! ή άλλη δουλειά δεν έχουμε! α. έκφραση δυσαρέσκειας
για κάτι ενοχλητικό ή δυσάρεστο που μας ζητάνε ή μας υπενθυμίζουν ότι είμαστε
υποχρεωμένοι να κάνουμε: «μόλις τελειώσεις τη δουλειά που κάνεις, θα μεταφέρεις
αυτό το εμπόρευμα στην αποθήκη. -Άλλη δουλειά δεν είχα! Εγώ καίγομαι να στείλω
τις παραγγελίες || απόψε πρέπει να πάμε στο γάμο του τάδε. -Άλλη δουλειά δεν
έχω!». β. γελιέσαι, αν νομίζεις πως θα σε βοηθήσω, πως θα σε εξυπηρετήσω
ή πως θα είμαι υποχρεωμένος να θυμάμαι συνέχεια αυτό που μου ζήτησες: «θα με
βοηθήσεις στην μετακόμιση; -Άλλη δουλειά δεν έχω! || μην ξεχάσεις, όταν θα
επιστρέφεις απ’ το Παρίσι, να μου φέρεις και το άρωμα που σου ζήτησα. -Άλλη
δουλειά δεν είχαμε!». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Πολλές
φορές, της φρ. προτάσσεται το ναι μωρέ ή το σώπα ρε. Για συνών. βλ.
φρ. άλλη σκασίλα δεν είχα βλ. λ. σκασίλα·
- άλλη
δουλειά κι αυτή! έκφραση απορίας ή δυσφορίας για κάτι που μας λένε και το
βρίσκουμε απαράδεκτο ή παράλογο: «θέλω οπωσδήποτε να ’ρθεις την Κυριακή να με
βοηθήσεις στη μετακόμιση. -Άλλη δουλειά κι αυτή! Μα δε σου είπα πως θα πάω
εκδρομή με την οικογένειά μου;»·
- αλμπάνικη
δουλειά, εργασία, ιδίως τεχνική, που έγινε χωρίς τέχνη και γούστο, που
θεωρείται κακότεχνη: «δεν ξαναπάω σ’ αυτόν το μηχανικό που μου σύστησες, γιατί
την προηγούμενη φορά μου έκανε πολύ αλμπάνικη δουλειά». Από το ότι, το να
καρφώνει κανείς τα πέταλα στις οπλές των ζώων, που είναι η δουλειά του αλμπάνη,
δεν απαιτεί καμιά επιδεξιότητα, καμιά τέχνη·
- άμε
στη δουλειά σου! επιθετική έκφραση ή έκφραση δυσφορίας σε ενοχλητικό άτομο,
με την έννοια να φύγει, να μας αφήσει ήσυχους: «άμε στη δουλειά σου, ρε παιδάκι
μου, μη με βάλεις σε κανέναν μπελά!». (Λαϊκό τραγούδι: πάρε γιατρέ τα
γιατρικά και άμε στη δουλειά σου·τον πόνο που ’χω στην καρδιά δε
γράφουν τα χαρτιά σου).Συνών. άμε στο καλό! ή άμε στο
καλό σου(!)·
- αμοντάριστη
δουλειά, α. (για μηχανήματα) που ακόμα δε συναρμολογήθηκε: «απ’ το
πρωί έχω μοντάρει τρεις μηχανές, αλλά έχω και μια αμοντάριστη δουλειά και
πρέπει να καθίσω να τη μοντάρω». β. (γενικά) δουλειά που βρίσκεται ακόμα
στα σχέδια, στην επεξεργασία της, που ακόμα δεν είναι έτοιμη να αρχίσει η
πραγματοποίησή της: «έχει μια αμοντάριστη δουλειά κι έχει τρελαθεί στο τρέξιμο»·
- αν
δεν αρχίσει τη Δευτέρα η δουλειά, δεν τελειώνει το Σάββατο, λέγεται
ειρωνικά ή συμβουλευτικά για άτομα που είναι αναβλητικά, γιατί, αν δεν αρχίσει
έγκαιρα η δουλειά που έχουν αναλάβει, δε θα τελειώσει στην ώρα της: «άσε τις
αναβλητικότητες, γιατί αν δεν αρχίσει τη Δευτέρα η δουλειά, δεν τελειώνει το
Σαββάτο». Από το ότι παλιότερα αλλά σε πολλές περιπτώσεις και σήμερα το Σάββατο
είναι ημέρα πληρωμών, οπότε πρέπει να έχει τελειώσει η δουλειά για να αρχίσουν το
Σάββατο οι διάφορες πληρωμές·
- αν
δεν ιδρώσει ο κώλος σου, δε βγαίνει δουλειά, α. για να παραχθεί
έργο, απαιτούνται χρόνος και κόπος: «συγκεντρώσου στη δουλειά σου και δούλεψε,
γιατί, αν δεν ιδρώσει ο κώλος σου, δε βγαίνει δουλειά». β. χωρίς κόπο
και προσπάθεια δεν μπορείς να αποκτήσεις κάτι καλό, δεν μπορείς να έχεις κάποιο
όφελος: «πρέπει να κοπιάσεις για ν’ αποκτήσεις κι εσύ αυτά που έχουν οι άλλοι,
γιατί, αν δεν ιδρώσει ο κώλος σου, δε βγαίνει δουλειά». Συνών. αν δε βρέξεις
τα πόδια σου, δεν πιάνεις ψάρια ή αν δε βρέξεις τα πόδια σου, δεν τρως
ψάρια / αν δε βρέξεις τον κώλο σου, δεν πιάνεις ψάρια ή αν δε βρέξεις
τον κώλο σου, δεν τρως ψάρια·
- αν
ήταν η δουλειά γλυκιά, θα τη λέγαν μπακλαβά ή αν ήταν η δουλειά καλή, θα
δουλεύαν κι οι παπάδες ή αν ήταν η δουλειά καλή, δε θα σε πλήρωναν για
να την κάνεις, έκφραση που θέλει να τονίσει τις δυσκολίες και τις πίκρες της
δουλειάς, την καταναγκαστική φύση της, το ότι συχνά γίνεται από ανάγκη και όχι
από επιλογή·
- ανέβηκε
η δουλειά ή ανέβηκαν οι δουλειές, μετά από περίοδο κάμψης
παρατηρείται στην αγορά εμπορική κίνηση: «κατά τη διάρκεια των γιορτών ανέβηκε
η δουλειά»·
- άνετη
δουλειά, εργασία, ιδίως γραφείου, που διεκπεραιώνεται χωρίς κούραση:
«δουλεύει σε μια άνετη δουλειά και μας έρχεται πάντοτε ξεκούραστος και
ορεξάτος»·
- ανθίζομαι
τη δουλειά, βλ. συνηθέστ. παίρνω πρέφα τη δουλειά·
- άνθρωπος
για όλες τις δουλειές, (ειρωνικά) αυτός που αναλαμβάνει ή που του φορτώνουν
πολλές και διάφορες δουλειές ή ευθύνες: «όταν θέλουμε ν’ απαλλαγούμε από κάποια
δουλειά τη φορτώνουμε στον τάδε, που είναι άνθρωπος για όλες τις δουλειές || για
περισσότερα θα σε κατατοπίσει ο τάδε, που είναι άνθρωπος για όλες τις δουλειές»·
- άνθρωπος
της δουλειάς, α. αυτός που είναι εργατικός, που του αρέσει η
δουλειά: «ό,τι και να του αναθέσω να κάνει, δε λέει ποτέ όχι, γιατί είναι
άνθρωπος της δουλειάς». β. αυτός που έχει πείρα σε μια συγκεκριμένη
εργασία: «πρέπει να ρωτήσουμε και τον τάδε αν φταίνε τα μπουζί που δεν παίρνει
μπρος τ’ αυτοκίνητο, γιατί είναι άνθρωπος της δουλειάς»·
- ανιαρή
δουλειά, δουλειά που δεν παρουσιάζει κανένα ενδιαφέρον ως προς τη
διαδικασία της, που επαναλαμβάνεται με τον ίδιο μονότονο και νωθρό τρόπο, και
για το λόγο αυτό γίνεται χωρίς όρεξη, χωρίς κέφι: «δουλεύει σε μια τόσο ανιαρή
δουλειά, που δε βλέπει την ώρα να σηκωθεί να φύγει»·
- ανοίγω
δουλειά, α. ξεκινώ μια επιχείρηση, ιδίως εμπορική: «άνοιξε δουλειά με
είδη προικός». Συνών. ανοίγω μαγαζί / ανοίγω κατάστημα. β. αρχίζω
να συναλλάσσομαι, αρχίζω να εμπορεύομαι: «άνοιξα δουλειά με το εξωτερικό»· βλ.
και φρ. ανοίγω δουλειές ·
-
ανοίγω δουλειές, α.
αρχίζω να
ασχολούμαι με κάτι,
ιδίως στο σπίτι μου, με κύριο σκοπό να γεμίσω τις ελεύθερες ώρες μου: «κάθε
τόσο, όταν έχω ελεύθερο χρόνο, ανοίγω διάφορες δουλειές στο σπίτι, για να
περνάει η ώρα μου». β. από άστοχη ενέργειά μου δημιουργώ σκοτούρες,
μπελάδες σε μένα τον ίδιο: «άνοιξα δουλειές απ’ τη μέρα που μπλέχτηκα μ’ αυτόν
τον απατεώνα»·
- ανοίγω
τη δουλειά μου, αρχίζω να δουλεύω στην επιχείρησή μου, στο κατάστημά μου,
ιδίως σύμφωνα με το καθιερωμένο ωράριο της αγοράς: «κάθε πρωί ανοίγω τη δουλειά
μου στις οχτώ»·
- ανοίγω
τη δουλειά μου ή ανοίγω τις δουλειές μου, επεκτείνω τον κύκλο των
εργασιών μου: «έχω σκοπό ν’ ανοίξω τις δουλειές μου και στο χώρο του ιματισμού»·
-
άνοιξε δουλειές με φούντες, (ειρωνικά)
δημιούργησε διάφορες ενοχλητικές υποθέσεις ή καταστάσεις με πιθανότητα κακών
συνεπειών: «τον έμπλεξε ένας απατεώνας σε μια παλιοδουλειά κι άνοιξε δουλείες
με φούντες, γιατί κάθε τόσο τον καλούν στην αστυνομία για ανάκριση»·
- άνοιξε
η δουλειά ή άνοιξαν οι δουλειές, ύστερα από περίοδο κάμψης στην
αγορά, παρατηρείται ικανοποιητική εμπορική κίνηση, γίνεται αλισβερίσι: «την
περίοδο των γιορτών άνοιξαν οι δουλειές»·
- άντε
στη δουλειά σου! απειλητική έκφραση με την έννοια φύγε από δω, ξεκουμπίσου,
δίνε του: «άντε στη δουλειά σου, μην έχουμε μαλώματα!». Πολλές φορές, η φρ.
κλείνει με το ρε παιδί μου ή το ρε παιδάκι μου·
- απ’
τη δουλειά στο σπίτι κι απ’ το σπίτι στη δουλειά, δεν ενδιαφέρεται για
τίποτα άλλο στη ζωή του εκτός από την εργασία και την οικογένειά του. (Λαϊκό
τραγούδι: ζήσε, τη ζωή σου ζήσε, και κορόιδο σαν τους άλλους να μην είσαι,
που περνάνε τη ζωή τους δίχως να χαρούν σταλιά από τη δουλειά στο σπίτι κι
απ’ το σπίτι στη δουλειά)·
- απατεωνίστικη
δουλειά ή απατεωνίστικες δουλειές, ενέργεια που δεν είναι τίμια, που
δεν είναι έντιμη, που γίνεται προς εξαπάτηση: «ένα ρεμάλι μόνο απατεωνίστικες
δουλειές μπορεί να σκαρώνει»·
- απίθανη
δουλειά, δουλειά, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, που έγινε με πολύ τέχνη και
μεράκι: «ο μηχανικός που μου σύστησες μου ’κανε απίθανη δουλειά»·
- απίθανη
δουλειά ή απίθανες δουλειές, δουλειά εντελώς ιδιόρρυθμη, ιδιότυπη,
που δεν τη συναντάει κανείς εύκολα ή συχνά: «δουλεύει σε μια απίθανη δουλειά,
που δεν ξέρω να σου πω τι ακριβώς είναι || υπάρχουν διάφορες απίθανες δουλειές,
που ούτε καν μπορεί να τις βάλει ο νους του ανθρώπου»·
- από
δουλειά άλλο τίποτα, α.
υπάρχειδουλειά
συνεχής, χωρίς διακοπή: «οι άλλοι παραπονιούνται πως έχουν κεσάτια, αλλά εγώ
από δουλειά άλλο τίποτα». β. το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, έχει
το μυαλό του συνεχώς στη δουλειά, εργάζεται σκληρά, εντατικά: «απ’ τη μέρα που
απολύθηκε απ’ το στρατό, από δουλειά άλλο τίποτα αυτό το παιδί»·
- από
δουλειά να φαν’ κι οι κότες, υπάρχει
πάρα πολλή δουλειά: «όλοι παραπονιούνται πως έχουν αναδουλειές, εγώ όμως, δόξα
σοι ο Θεός, από δουλειά να φαν’ κι οι κότες»·
- από
δουλειά ούτε λόγος, υπάρχει δουλειά συνεχής, χωρίς διακοπή: «έχω διάφορα
προβλήματα στην προσωπική μου ζωή μου αλλά, ευτυχώς, από δουλειά ούτε λόγος»·
- από
δουλειά ούτε λόγος να γίνεται, α. υπάρχει αναμφισβήτητα πολλή
δουλειά: «κατά την περίοδο των γιορτών από δουλειά ούτε λόγος να γίνεται». β.
δεν υπάρχει η παραμικρή διάθεση κάποιου για δουλειά: «τρελαίνεται για
γλέντια και διασκεδάσεις, αλλά από δουλειά ούτε λόγος να γίνεται»·
- απτάλικη
δουλειά, εργασία, ιδίως τεχνική, που έγινε χωρίς τέχνη και γούστο, που
θεωρείται κακότεχνη: «ο μηχανικός που μου σύστησες μου ’κανε πολύ απτάλικη
δουλειά». Λόγω γλωσσικής ευκολίας ακούγεται απντάλικη δουλειά·
-
αρπακολλατζίδικη δουλειά ή
αρπακολλατζίδικες δουλειές, α. εργασία, ιδίως τεχνική ή
κατασκευαστική, που έγινε βιαστικά, επιπόλαια, με προχειρότητα: «μη διανοηθείς
να μου κάνεις αρπακολλατζίδικη δουλειά, γιατί δε θα πάρεις δραχμή». β.
υπόθεση ή συμφωνία που κλείνεται αμέσως, επιπόλαια, απρόσεκτα: «θα μ’ αφήσεις
ένα διάστημα να εξετάσω καλά αυτό που μου προτείνεις, γιατί δε μ’ αρέσουν οι
αρπακολλατζίδικες δουλειές»·
-αρπακολλίστικη
δουλειά ή αρπακολλίστικες
δουλειές, βλ. φρ. αρπακολλατζίδικη δουλειά·
- άσ’
απάνω μου τη δουλειά ή άσ’ τη δουλειά απάνω μου, καθησυχαστική
έκφραση σε κάποιον, πως θα αναλάβουμε ή θα διεκπεραιώσουμε εμείς μια δουλειά ή
υπόθεσή του, που για διάφορους λόγους δεν μπορεί ή δεν τολμάει να αναλάβει
αυτός: «εσύ κάνε αυτό που σου λέω και για τα υπόλοιπα άσ’ τη δουλειά απάνω μου»·
- ασταμάτητη
δουλειά, δουλειά συνεχής, χωρίς διακοπή: «την περίοδο του καλοκαιριού
άνοιξα ένα μπαράκι στην παραλία κι είχα ασταμάτητη δουλειά απ’ τη νεολαία και
τους τουρίστες»·
- αστεία
δουλειά, α. δουλειά ή ενέργεια που δεν παρουσιάζει την παραμικρή
δυσκολία, που είναι πανεύκολη: «αυτό που μου ανάθεσες να κάνω είναι αστεία
δουλειά για μένα». β. δουλειά, επιχείρηση, χωρίς καμιά σοβαρότητα, που
δεν παρουσιάζει καμιά προοπτική εξέλιξης ή κέρδους: «απασχολείται σε μια αστεία
δουλειά, κι επειδή φοβάται πως θα κλείσει, ψάχνει να βρει κάποια άλλη»·
- ασυντόνιστη
δουλειά, δουλειά που γίνεται βιαστικά, πρόχειρα, που δεν κινείται πάνω σε προδιαγεγραμμένο
σχέδιο ή δεν υπάρχει κάποιος υπεύθυνος ή έμπειρος να τη συντονίζει, να τη
διευθύνει: «πώς να μην πέσει έξω με τέτοια ασυντόνιστη δουλειά που είχε!»·
- άσχετη
δουλειά ή άσχετες δουλειές, δουλειά, επιχείρηση, απασχόληση,
ενέργεια ή λόγος, που δεν ανταποκρίνεται στις παρούσες ανάγκες: «φτιάχνει
λουλούδια από χαρτί και τα μοσχοπουλάει. -Υπάρχουν ακόμα τέτοιες άσχετες
δουλειές; || θα πάμε να τον βρούμε όλοι μαζί για να του εκθέσουμε το πρόβλημα.
-Άσχετη δουλειά, γιατί ο καθένας έχει διαφορετικό πρόβλημα || εγώ λέω να
ενεργήσουμε με αυτόν τον τρόπο. -Άσχετη δουλειά, γιατί εσύ μπορείς να λες ό,τι
θες»·
- άσχημη
δουλειά ή άσχημες δουλειές, κατάσταση ενοχλητική ή επιζήμια: «έπαθε
άσχημη δουλειά με την υποτίμηση της δραχμής». (Λαϊκό τραγούδι: άγουρα δαμάσκηνα
και πικρές ελιές, τα ερωτοχτυπήματα άσχημες δουλειές)·
- ατζαμίδικη
δουλειά ή ατζαμίδικες δουλειές, α.εργασία τεχνική ή
κατασκευαστική που έγινε από αδέξιο τεχνίτη, από αδέξιο μάστορα: «δεν ξαναπάω
τ’ αυτοκίνητό μου σ’ αυτόν το μηχανικό, γιατί μου ’κανε πολύ ατζαμίδικη δουλειά
|| του παρήγγειλα να μου φτιάξει μια βιβλιοθήκη και μου ’κανε ατζαμίδικη
δουλειά, γιατί είχε στραβά ράφια». β. αδέξιος χειρισμός μιας υπόθεσης:
«έπρεπε να τον καλοπιάσεις και να του μιλήσεις με ευγένεια για να προωθήσει την
υπόθεσή σου, γιατί με τις φωνές και με παρόμοιες ατζαμίδικες δουλειές, φέρνει
κανείς το εντελώς αντίθετο αποτέλεσμα»·
- άτιμη
δουλειά, που είναι δύσκολη, που δυσκολεύει κατά την εκτέλεσή της: «έχω
μπλεχτεί με μια άτιμη δουλειά, που βλαστήμησα την ώρα και τη στιγμή που την
ανέλαβα»·
- ατράνταχτη
δουλειά, επιχείρηση με απόλυτη σοβαρότητα και μεγάλη οικονομική επιφάνεια,
που κανείς ή τίποτα δεν μπορεί να την απειλήσει: «ο πατέρας του του έχει αφήσει
μια ατράνταχτη δουλειά, που θεωρείται απ’ τις μεγαλύτερες του τόπου μας»·
- αυτή
είναι δουλειά! α. έκφραση ικανοποίησης για δουλειά που παρουσιάζει
σοβαρότητα ή οικονομικό ενδιαφέρον: «αυτή είναι δουλειά κι όχι εκείνη η
ψιλικατζίδικη που μου ’λεγες την άλλη φορά!». β. έκφραση ικανοποίησης
για εργασία, ιδίως τεχνική, που έγινε με τέχνη και μεράκι: «αυτή είναι δουλειά
κι όχι εκείνη που μου ’κανε ο προηγούμενος μηχανικός!»·
- αυτή
(αυτό) είναι η δουλειά, βλ. συνηθέστ. εδώ είναι η δουλειά·
- αυτή
( αυτό) κι αν δεν είναι δουλειά! ή αυτή (αυτό) κι αν είναι δουλειά! α.
έκφραση απόλυτης ικανοποίησης ή μεγάλου ενθουσιασμού για εργασία που μας
παρουσιάζεται με απόλυτη σοβαρότητα ή που παρουσιάζει μεγάλο οικονομικό
ενδιαφέρον: «αποφάσισα ν’ ασχοληθώ με εμπόριο χρυσού. -Αυτή κι αν δεν είναι
δουλειά!». β. έκφραση απόλυτης ικανοποίησης ή μεγάλου ενθουσιασμού για
εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, που έγινε με πολλή τέχνη, πολλή
ευαισθησία και πολύ μεράκι: «ταλαιπωρήθηκα πολύ μέχρι να τελειώσω αυτή τη
μακέτα, αλλά στο τέλος τα κατάφερα. -Μπράβο σου, ρε φίλε, αυτή κι αν είναι δουλειά!»·
- αυτή
η δουλειά είναι παιχνιδάκι για μένα, η συγκεκριμένη δουλειά ή υπόθεση, που
μου αναθέτει κάποιος να τελειώσω ή να διεκπεραιώσω, είναι πάρα πολύ εύκολη για
μένα: «θα σου τελειώσει τη δουλειά στο άψε σβήσε, γιατί αυτή η δουλειά είναι
παιχνιδάκι για μένα»·
- αυτή
η δουλειά θέλει αρχίδια, η δουλειά ή η ενέργεια για την οποία γίνεται
λόγος, απαιτεί κάποιον πολύ ικανό ή τολμηρό: «δεν μπορεί ο καθένας να γίνει
οδηγός αγωνιστικών αυτοκινήτων, γιατί αυτή η δουλειά θέλει αρχίδια || δεν
μπορεί ο καθένας να δουλεύει στα λατομεία, γιατί αυτή η δουλειά θέλει αρχίδια»·
-
αυτή η δουλειά θέλει κώλο, βλ.
φρ. αυτή η δουλειά θέλει αρχίδια·
- αυτή
η δουλειά μου φαίνεται βουνό, η συγκεκριμένη δουλειά ή υπόθεση που μου
προτείνει κάποιος έχω την εντύπωση πως είναι πολύ δύσκολο για μένα να την
τελειώσω, να τη διεκπεραιώσω και για το λόγο αυτό, τις πιο πολλές φορές δεν την
αναλαμβάνω: «αυτή η δουλειά μου φαίνεται βουνό, γι’ αυτό θα σε συμβούλευα να
την αναθέσεις σε κάποιον άλλον»·
- (αυτό)
είναι δική μου δουλειά, είναι προσωπική μου υπόθεση, αφορά μόνον εμένα: «το
αν χωρίσω ή όχι με τη γυναίκα μου, είναι δική μου δουλειά». Πολλές φορές, μετά
το ρ. της φρ. ακολουθεί για περισσότερη έμφαση το εντελώς ή το καθαρά.
Συνών. (αυτό) είναι δική μου υπόθεση / (αυτό) είναι δικό μου ζήτημα /
(αυτό) είναι δικό μου θέμα / (αυτό) είναι δικό μου καπέλο / (αυτό) είναι δικό
μου πρόβλημα / (αυτό) είναι δικός μου λογαριασμός·
- (αυτό)
είναι προσωπική μου δουλειά, βλ. φρ. (αυτό) είναι δική μου δουλειά·
-
αυτός είναι η δουλειά, σε
αυτόν τον συγκεκριμένο άνθρωπο πρέπει να εντείνουμε τις προσπάθειές μας, γιατί
από αυτόν εξαρτάται και η επιτυχία του όλου εγχειρήματός μας: «πρέπει να
πλευρίσουμε το διευθυντή για να πάρουμε την ανάθεση του έργου, γιατί αυτός
είναι η δουλειά». Συνήθως για περισσότερη έμφαση μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί
το όλη·
- αφήνουμε
τη δουλειά μας και πάμε καλειά μας, καταστρέφομαι, καταστρεφόμαστε
οικονομικά: «εντατικοποιήστε τις δυνάμεις σας παιδιά, γιατί αφήνουμε τη δουλειά
μας και πάμε καλειά μας». Η χρήση της φρ. πολλή σπάνια και μόνο από τους
παλιούς ανθρώπους της πιάτσας και τους ηλικιωμένους·
- άχαρη
δουλειά ή άχαρες δουλειές, α. δουλειά μονότονη, που δεν
παρουσιάζει κανένα ενδιαφέρον, και για το λόγο αυτό γίνεται χωρίς όρεξη, χωρίς
κέφι: «κάνει τόσο άχαρη δουλειά, που πολλές φορές τον παίρνει ο ύπνος». β.
δουλειά που λόγω της ιδιορρυθμίας της δεν είναι διατεθειμένος να την κάνει ο
καθένας: «η δουλειά του είναι να κατεβαίνει και να καθαρίζει τους δημόσιους
βόθρους. -Άχαρη δουλειά, μωρ’ αδερφάκι μου!». γ. εργασία, ιδίως τεχνική
ή καλλιτεχνική, που έχει γίνει χωρίς τέχνη και μεράκι: «μετά από πολλά μου
’φερε τη μακέτα που του ζήτησα, αλλά μου ’κανε πολύ άχαρη δουλειά»·
- αχμάκικη
δουλειά, εργασία, ιδίως τεχνική, που έγινε χωρίς τέχνη και μεράκι, χωρίς
φαντασία: «ο μηχανικός που μου σύστησες μου ’κανε πολύ αχμάκικη δουλειά»·
- βαβουρατζίδικη
δουλειά, α. εργασία, ιδίως τεχνική, που είναι θορυβώδης: «έχω δίπλα
στο σπίτι μου ένα μηχανουργείο, που είναι πολύ βαβουρατζίδικη δουλειά, και κάθε
μεσημέρι δεν μπορώ να κλείσω μάτι». β. επιχείρηση εμπορική ή βιοτεχνική
στην οποία απασχολούνται πολλά άτομα: «το σούπερ μάρκετ του Βασιλόπουλου, που
βρίσκεται στη γειτονιά μου, είναι βαβουρατζίδικη δουλειά και δίνει ψωμί σε
πενήντα άτομα». γ. δουλειά, ιδίως εμπορική, που συναλλάσσεται με πολύ κόσμο:
«κάθε βράδυ τα νεύρα του είναι τεντωμένα, γιατί δουλεύει στο σούπερ μάρκετ του
Βασιλόπουλου που είναι βαβουρατζίδικη δουλειά γιατί έχει πολλή πελατεία»·
- βάζω
σε δουλειά ή βάζω σε δουλειές (κάποιον), επιβαρύνω με πρόσθετη
εργασία κάποιον, απασχολώ κάποιον παρά τη θέλησή του: «μου έχεις γίνει φόβος
και τρόμος, γιατί, κάθε φορά που σε βλέπω, με βάζεις σε δουλειές»·
- βάλτωσαν
οι δουλειές, δεν παρατηρείται στην αγορά η παραμικρή εμπορική συναλλαγή, το
παραμικρό αλισβερίσι: «μ’ όλες αυτές τις απεργίες και τις καταλήψεις των δρόμων
βάλτωσαν οι δουλειές»· βλ. και φρ. βάλτωσε η δουλειά·
-
βάλτωσε η δουλειά, η
δουλειά ή η υπόθεση περιήλθε σε στασιμότητα, σε αδιέξοδο, δεν προχωράει
παραπέρα, δεν εξελίσσεται: «έμεινα από μετρητά κι έτσι βάλτωσε η δουλειά || αρρώστησε
σοβαρά ο δικηγόρος μου κι έτσι βάλτωσε η δουλειά που του είχα αναθέσει»· βλ.
και φρ. βάλτωσαν οι δουλειές·
- βαρβάτη
δουλειά, α. εμπορική ή βιομηχανική επιχείρηση με μεγάλη οικονομική
επιφάνεια και πολύ αποδοτική, πολύ κερδοφόρα: «ο πατέρας του του άφησε μια
βαρβάτη δουλειά κι έχει λύσει το πρόβλημα της ζωής του». β. εργασία,
ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, που έγινε τέλεια και μας ικανοποιεί απόλυτα: «ο
μηχανικός μου ’κανε βαρβάτη δουλειά»·
- βαρετή
δουλειά, βλ. συνηθέστ. ανιαρή δουλειά·
- βαριά
δουλειά! πολύ δύσκολη υπόθεση, περίπτωση που θέλει μεγάλη ψυχική δύναμη,
μεγάλη ψυχική αντοχή: «σ’ ένα τροχαίο έχασε τη μάνα του, τη γυναίκα του και τα
δυο του παιδιά. -Βαριά δουλειά!»·
-
βαριά δουλειά, χειρονακτική
ιδίως εργασία που απαιτεί από τον εργαζόμενο μυϊκή δύναμη ή σωματική αντοχή,
δουλειά που είναι πολύ κουραστική ή πολύ ανθυγιεινή: «δουλεύει σε κείνον τον
τομέα που έχουν βάλει τις πιο βαριές δουλειές του εργοστασίου». Για τέτοιες
δουλειές, που ανήκουν στα βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα, υπάρχει ξεχωριστή
μισθολογική ή συνταξιοδοτική μεταχείριση. Πρβλ.: η αγάπη θέλει προϋπηρεσία,
μεροκάματο, ξενύχτι και νταλκά, θέλει Ι.Κ.Α., μια ζωή στην ανεργία, στα βαρέα
ένσημα και στ’ ανθυγιεινά (Τραγούδι)·
- βαριά
δουλειά (είναι) η καλογερική, α. είναι δύσκολη η εργένικη ζωή: «καλή
είναι η εργένικη ζωή, δε λέω, αλλά το βράδυ, που γυρίζεις στο σπίτι και μένεις
ολομόναχος, καταλαβαίνεις πόσο βαριά δουλειά είναι η καλογερική || αρρώστησε
και δεν έχει έναν άνθρωπο να τον φροντίσει, γιατί είναι γεροντοπαλίκαρο. -Βαριά
δουλειά η καλογερική». Από το ότι είναι δύσκολη υπόθεση ο μοναχικός βίος και,
κατ’ επέκταση, είναι δύσκολη η άγαμη ζωή. β. είναι βαρύ το έργο ή το
καθήκον που απαιτεί κόπους, θυσίες, στερήσεις και στενοχώριες: «στριμώχτηκε τον
τελευταίο καιρό για να πάρει το πτυχίο του, και διαβάζει μέρα νύχτα, χωρίς να
βγαίνει ούτε για μια βόλτα απ’ το σπίτι του. -Βαριά δουλειά η καλογερική». γ.
λέγεται και με ειρωνική διάθεση σε κάποιον που, ενώ είναι μαθημένος στην άνεση
και στην καλοπέραση, υποχρεώνεται ξαφνικά να εργαστεί σκληρά και να ζει λιτά,
χωρίς εξόδους και γλέντια, πράγμα που του προξενεί στενοχώρια, δυσφορία: «απ’
τη μέρα που έχασε την περιουσία του κι αναγκάστηκε να βγάλει μονάχος του το
ψωμί του, κατάλαβε πόσο βαριά δουλειά είναι η καλογερική»·
-
βασιλιά βασιλιά, τι δουλειά; -Τεμπελιά, ρίμα από παλιό παιδικό παιχνίδι·
- βγάζω
δουλειά, παράγω ικανοποιητική εργασία, ικανοποιητικό έργο: «όταν δουλεύω με
όρεξη βγάζω δουλειά || είναι απ’ τους λίγους εργάτες σ’ αυτό το εργοστάσιο που
βγάζει δουλειά χωρίς να τον πιέζει κανένας»·
- βγάζω
τη δουλειά, τη διεκπεραιώνω: «μόλις βγάλεις τη δουλειά, είσαι ελεύθερος να
φύγεις»·
- βγαίνει
δουλειά, παράγεται ικανοποιητική εργασία, ικανοποιητικό έργο: «και να λείψω
απ’ το εργοστάσιο, βγαίνει δουλειά, γιατί τους έχω όλους οργανωμένους μια χαρά»·
βλ. και φρ. βγαίνει η δουλειά·
- βγαίνει
(έτσι) δουλειά! βλ. συνηθέστ. γίνεται (έτσι) δουλειά(!)·
- βγαίνει
ή δε βγαίνει η δουλειά; βλ. συνηθέστ. γίνεται ή δε γίνεται η δουλειά(;)·
- βγαίνει
η δουλειά, βλ. συνηθέστ. γίνεται η δουλειά·
- βγαίνει
η δουλειά μου, βλ. συνηθέστ. γίνεται η δουλειά μου·
- βιρτουόζικη
δουλειά, εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, που έγινε με μεγάλη
δεξιοτεχνία, φαντασία και μεράκι: «ο τάδε μηχανικός κάνει πάντα βιρτουόζικη
δουλειά || ο τάδε ζωγράφος έκανε βιρτουόζικη δουλειά»·
- βλέπω
τη δουλειά, την επιβλέπω: «όσο θα λείπω, θέλω να βλέπεις τη δουλειά»·
- βλέπω
τη δουλειά μου, είμαι προσηλωμένος στη δουλειά μου, στην εργασία μου και
δεν ασχολούμαι με τίποτε άλλο ή δε με ενδιαφέρει τίποτε από όσα γίνονται ή
διαδραματίζονται γύρω μου: «σεισμός να γίνεται, βομβαρδισμός να γίνεται, ό,τι
και να γίνεται, εγώ βλέπω τη δουλειά μου»·
- βραχυκύκλωσε
η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση συνάντησε απρόσμενη δυσκολία, απρόσμενο
εμπόδιο και σταμάτησε να εξελίσσεται προσωρινά ή και οριστικά: «κι εκεί που όλα
πήγαιναν μια χαρά, ξαφνικά βραχυκύκλωσε η δουλειά και μας έδεσε τα χέρια»·
- βρήκε
στημένη δουλειά ή βρήκε δουλειά στημένη, βρήκε από κάποιον έτοιμη
δουλειά, ιδίως εμπορική ή τεχνική: «αυτός είναι πολύ τυχερός, γιατί βρήκε
στημένη δουλειά απ’ τον πατέρα του || κι εσύ, αν έβρισκες δουλειά στημένη, δε
θα κουραζόσουν τόσο πολύ στη ζωή σου για να δημιουργήσεις αυτά που
δημιούργησες»·
- βρήκε
στρωμένη δουλειά ή βρήκε δουλειά στρωμένη, ανέλαβε κάποια
επιχείρηση, ιδίως εμπορική εν ενεργεία, που εξελίσσεται ομαλά και από άποψη
λειτουργίας και από άποψη κέρδους: «είναι τυχερός, γιατί βρήκε στρωμένη δουλειά
απ’ την οικογένειά του || όποιος βρίσκει δουλειά στρωμένη, χωρίς να κοπιάσει ο
ίδιος, μπορεί κι εύκολα να την καταστρέψει»·
- βρόμα
η δουλειά! αρχίζουν να διαφαίνονται σοβαρές δυσκολίες, σοβαροί κίνδυνοι σε
μια δουλειά, υπόθεση ή κατάσταση με τον τρόπο που ατή διαμορφώνεται: «αν
αρχίσουν, όπως λένε, την ένορκη διοικητική εξέταση για να εντοπίσουν αυτόν που
έβαλε χέρι στο ταμείο της επιχείρησης, βρόμα η δουλειά! || λένε πως θα γίνει
πάλι υποτίμηση της δραχμής. -Βρόμα η δουλειά!»· βλ. και φρ. είναι βρόμα η
δουλειά ·
- βρομά
η δουλειά, η δουλειά, συνήθως ευκαιριακή, δεν είναι τίμια, δεν είναι
νόμιμη, είναι παράνομη: «εγώ δεν παίρνω μέρος, γιατί βλέπω πως βρωμά η δουλειά»·
- βρόμικη
δουλειά ή βρόμικες δουλειές, α. εργασία που διεκπεραιώνεται
σε βρόμικο, σε ανθυγιεινό περιβάλλον: «το να ’σαι υπάλληλος καθαριότητας του
δήμου είναι βρόμικη δουλειά». β. δουλειά, συνήθως ευκαιριακή, που δεν
είναι τίμια, που δεν είναι νόμιμη, που είναι παράνομη: «εμένα βγάλε με απ’ έξω,
γιατί δε μπλέκομαι σε βρόμικες δουλειές». γ. (στη γλώσσα της αργκό) η
δολοφονία: «ξέρει έναν χάλια μάγκα που αναλαμβάνει τις βρόμικες δουλειές της
πιάτσας»·
- βρόμισε
η δουλειά, α. δουλειά που, ενώ γινόταν σε περιορισμένη κλίμακα, με
τον καιρό άρχισαν να ασχολούνται με αυτήν όλο και περισσότεροι, οπότε έχασε το
οικονομικό ενδιαφέρον που είχε πρώτα: «τώρα που βρόμισε η δουλειά, τώρα πήγε κι
αυτός ν’ ανοίξει βιντεοκλάμπ». β. δουλειά ή ενέργεια που, ενώ γινόταν
στα κρυφά, με μυστικότητα, διέρρευσε, ιδίως σε αυτόν ή σε αυτούς, που δεν ήθελα
ή που δεν έπρεπε να τη μάθουν: «απ’ τη στιγμή που βρόμισε η δουλειά στον
ανταγωνιστή μου, θα την παρατήσω και θ’ ασχοληθώ με άλλη». γ. δουλειά ή
υπόθεση που, ενώ εξελισσόταν ομαλά, έπαψε να συμφέρουσα και επιτυχημένη: «απ’
τη στιγμή που βρόμισε η δουλειά που είχε, προσανατολίζεται ν’ ασχοληθεί με κάτι
άλλο»·
- βρόμισε
τη δουλειά, δουλειά ή ενέργεια που, ενώ γινόταν στα κρυφά, με μυστικότητα,
κάποιος την πρόδωσε, ιδίως σε αυτόν ή σε αυτούς, που δεν ήθελα ή που δεν έπρεπε
να τη μάθουν: «δεν ξέρω ποιος βρόμισε τη δουλειά στον ανταγωνιστή μου!»·
- γαμημένη
δουλειά, α. δουλειά ή υπόθεση που έχει ή που παρουσιάζει συνέχεια
μεγάλες δυσκολίες: «μπλέχτηκα πριν από καιρό με μια γαμημένη δουλειά και δεν
μπορώ να ξεμπλέξω ακόμα». β. δουλειά που δεν παρουσιάζει πια κανένα
ενδιαφέρον από άποψη κέρδους, είτε γιατί ασκείται από πολλούς είτε γιατί έχει
εξαντλήσει ή δεν προσελκύει άλλο το ενδιαφέρον του καταναλωτικού κοινού: «μην
ανοίξεις βιντεοκλάμπ, γιατί απ’ τον καιρό που δημιουργήθηκαν οι ιδιωτικές
τηλεοράσεις είναι γαμημένη δουλειά, αφού ο κόσμος δεν ξέρει πια ποιο πρόγραμμα
να πρωτοδιαλέξει»·
- γαμήσι
δουλειά, βλ. φρ. είναι γαμήσι η δουλειά·
- γίνεται δουλειά,
παρατηρείται σοβαρή, μεθοδευμένη προσπάθεια σε κάποιο χώρο με καλά αποτελέσματα:
«τα τελευταία χρόνια, γίνεται δουλειά στο χώρο του κλασικού αθλητισμού || αυτό
που θέλω να μου πεις είναι αν γίνεται σήμερα δουλειά στα ελληνικά πανεπιστήμια»·
βλ. και φρ. γίνεται η δουλειά·
- γίνεται (έτσι) δουλειά!
σοβαρή αμφισβήτηση για το αν μπορεί να πραγματοποιηθεί πρόοδος ή εξέλιξη με το
συγκεκριμένο τρόπο ενέργειας, δράσης ή νοοτροπίας που ακολουθείται, ιδίως σε
κάποιο εργασιακό χώρο: «τη μια ο ένας την κάνει κοπάνα, την άλλη ο άλλος
παίρνει άδεια απ’ τη σημαία, άλλος δεν έρχεται καθόλου κι άλλος ό,τι ώρα θέλει
έρχεται κι ό,τι ώρα θέλει φεύγει, ε, πες μου, σε παρακαλώ, γίνεται έτσι
δουλειά! || μ’ όλο αυτό το απεργιακό κύμα που σαρώνει τον τελευταίο καιρό τον
τόπο μας, πες μου, σε παρακαλώ, γίνεται δουλειά!»·
- γίνεται ή δε γίνεται η
δουλειά; κατηγορηματική ερώτηση που απαιτεί κατηγορηματική απάντηση, για το
αν μπορεί να πραγματοποιηθεί ή να διεκπεραιωθεί μια δουλειά ή μια υπόθεση:
«θέλω να δεις καλά τα σχέδια και να μου πεις, γίνεται ή δε γίνεται η δουλειά;
|| θέλω να μ’ απαντήσεις ντόμπρα και σταράτα, γίνεται ή δε γίνεται η δουλειά να
προωθήσεις την αίτηση που έκανα για τη δανειοδότησή μου;»·
- γίνεται
η δουλειά, μπορεί να πραγματοποιηθεί ή να διεκπεραιωθεί μια δουλειά ή μια
υπόθεση: «απ’ ό,τι βλέπω στα σχέδια, γίνεται η δουλειά || απ’ ότι ξέρω, γίνεται
η δουλειά να βάλεις την αίτησή μου στο σωστό δρόμο»·
- γίνεται η δουλειά μου, η
δουλειά μου, η εργασία μου, εξελίσσεται ομαλά, εξελίσσεται κανονικά: «έχω τόσο
ευσυνείδητο προσωπικό, που, όσο καιρό και να λείψω απ’ το εργοστάσιο, γίνεται η
δουλειά μου»·
- γκαγκάν
δουλειά ή δουλειά γκαγκάν, βλ. φρ. η δουλειά είναι γκαγκάν·
- γκαντέμιασε
η δουλειά, ενώ μια δουλειά ή μια υπόθεση εξελισσόταν ομαλά, άρχισαν να
παρουσιάζονται αλλεπάλληλες ατυχίες και κινδυνεύει να περιέλθει σε αδιέξοδο ή
και να αποτύχει οριστικά: «εκεί που όλα πήγαιναν μια χαρά κι είπα ν’ ανασάνω
λίγο, ξαφνικά γκαντέμιασε η δουλειά κι έχασα την ηρεμία μου»·
- γκαντέμικη
δουλειά, δουλειά ή υπόθεση που παρουσιάζει συνεχείς ατυχίες, συνεχείς
δυσκολίες, και για το λόγο αυτό μας προξενεί ψυχική δυσφορία: «έμπλεξα με μια
γκαντέμικη δουλειά, που μ’ έχει σπάσει τα νεύρα»·
- γκαραντί
δουλειά, α. δουλειά, επιχείρηση ή υπόθεση που έχει εξασφαλισμένη
επιτυχία, που είναι οργανωμένη πάνω σε στέρεες, σε εγγυημένες βάσεις: «βρήκε
απ’ τον πατέρα του μια γκαραντί δουλειά κι έχει βάλει το καπέλο του στραβά». β.
εργασία, ιδίως τεχνική, που είναι εγγυημένη: «κάνει γκαραντί δουλειά αυτός ο
μηχανικός»·
- γούρνιασε
η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση, ενώ προχωρούσε ομαλά, έπαψε πια να
εξελίσσεται, περιήλθε σε στασιμότητα: «ενώ όλα πήγαιναν μια χαρά, ξαφνικά
γούρνιασε η δουλειά κι έχω στα καλά καθούμενα σοβαρά προβλήματα». Από την
εικόνα των τρεχούμενων νερών, που, όταν συγκεντρώνονται στη γούρνα, παραμένουν
στάσιμα·
-
γραφική δουλειά, βλ.
συνηθέστ. δουλειά γραφείου·
- γρουσούζικη
δουλειά, δουλειά ή υπόθεση που συναντάει συνέχεια ατυχίες, δυσκολίες,
προβλήματα: «έμπλεξα με μια γρουσούζικη δουλειά και δεν ξέρω πότε θα ξεμπλέξω»·
- δε
γίνεται έτσι δουλειά, κατηγορηματική διαπίστωση πως με το συγκεκριμένο
τρόπο ενέργειας, δράσης ή νοοτροπίας που ακολουθείται, ιδίως σε κάποιο
εργασιακό χώρο, δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί πρόοδος ή εξέλιξη: «εδώ μέσα
κάνει ο καθένας του κεφαλιού του κι ό,τι ώρα θέλει έρχεται κι ό,τι ώρα θέλει
φεύγει. Ε, λοιπόν, σε πληροφορώ, πως δε γίνεται έτσι δουλειά»·
- δε
γίνεται έτσι η δουλειά, είναι λανθασμένος ο τρόπος που ακολουθείται για να
εξελιχθεί ή να περατωθεί κάποια δουλειά ή κάποια υπόθεση: «αν θέλεις να
τελειώσεις αυτό που άρχισες, άλλαξε τακτική, γιατί δε γίνεται έτσι η δουλειά»·
- δε
σηκώνω κεφάλι απ’ τη δουλειά, α. έχω συνεχή, ασταμάτητη δουλειά:
«απ’ το πρωί δε σήκωσα κεφάλι απ’ τη δουλειά». β. έχω το μυαλό μου
συνέχεια στη δουλειά, δουλεύω εντατικά: «όταν αποφασίσει να δουλέψει, δε
σηκώνει κεφάλι απ’ τη δουλειά»·
- δε
σηκώνω κεφάλι απ’ τη δουλειά μου, είμαι απόλυτα προσηλωμένος στη δουλειά
μου, στην εργασία μου και δεν ασχολούμαι με τίποτε άλλο ή δε με ενδιαφέρει
τίποτε άλλο: «ο κόσμος να χαλάει, αυτός δε σηκώνει κεφάλι απ’ τη δουλειά του»·
- δε
σταυρώνει σε δουλειά ή δε σταυρώνει σε μια δουλειά, αλλάζει συνεχώς
θέση εργασίας, δεν μπορεί να εδραιωθεί σε μια θέση εργασίας: «είναι πολύ
ανάποδος άνθρωπος, γι’ αυτό δε σταυρώνει σε μια δουλειά»·
- δε
σταυρώνω δουλειά, δεν μπορώ να βρω, να αναλάβω κάποια εργασία, ιδίως ως
τεχνίτης: «όλοι παίρνουν ένα σωρό δουλειές κι εγώ δε σταυρώνω δουλειά!»·
- δε
στεριώνει σε δουλειά ή
δε στεριώνει σε μια δουλειά, για διάφορους λόγους δεν μπορεί να
σταθεροποιηθεί, να μείνει για πολύ καιρό σε μια θέση εργασίας: «είναι τόσο
άτυχος άνθρωπος, που δε στεριώνει σε δουλειά || είναι τόσο νευρικός άνθρωπος,
που δε στεριώνει σε μια δουλειά»·
- δε
χαμπαρίζει από δουλειά, βλ. φρ. είναι άσχετος από δουλειά·
- δε
χαμπαρίζει στη δουλειά, δε
λογαριάζει, δεν υπολογίζει τίποτα όταν κάποιος ή κάτι απειλεί τη δουλειά του:
«μπορεί να είσαι φίλος του, αλλά, αν κάνεις πως πας να τον ανταγωνιστείς, θα σε
λιώσει, γιατί δε χαμπαρίζει στη δουλειά»·
- δεν
έγινε έτσι η δουλειά, βλ. φρ. δεν είναι έτσι η δουλειά·
- δεν
είναι (η) δουλειά σου αυτό (αυτή) ή δεν είναι αυτό (αυτή) (η) δουλειά
σου, να μη σε ενδιαφέρει, να μη σε απασχολεί το συγκεκριμένο θέμα, γιατί
υπάρχουν άλλοι που ενδιαφέρονται ή που ασχολούνται με αυτό, γιατί είναι έξω από
τις αρμοδιότητές σου: «μη σε απασχολεί η μεταφορά των εμπορευμάτων, γιατί δεν
είναι δουλειά σου αυτή»·
- δεν
είναι για δουλειά, λέγεται για άνθρωπο τεμπέλη, που δεν έχει καμιά διάθεση
να εργαστεί: «του έχω δώσει ένα σωρό ευκαιρίες, αλλά δεν είναι για δουλειά ο
άνθρωπος»·
- δεν
είναι δική μου δουλειά ή δεν είναι δουλειά μου, α. αυτό για
το οποίο γίνεται λόγος δεν είναι της αρμοδιότητάς μου: «δεν είναι δική μου
δουλειά να ελέγχω ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει απ’ το εργοστάσιο». β.
δε με ενδιαφέρει η συγκεκριμένη υπόθεση ή περίπτωση, αδιαφορώ: «απ’ τη στιγμή
που χωρίσαμε, μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις, δεν είναι δική μου δουλειά».
Συνών. δεν είναι δική μου υπόθεση ή δεν είναι υπόθεσή μου / δεν είναι
δικό μου ζήτημα ή δεν είναι ζήτημά μου / δεν είναι δικό μου θέμα ή δεν
είναι θέμα μου / δεν είναι δικό μου καπέλο ή δεν είναι καπέλο μου / δεν
είναι δικό μου πρόβλημα ή δεν είναι πρόβλημά μου / δεν είναι δικός μου
λογαριασμός ή δεν είναι λογαριασμός μου·
- δεν
είναι δουλειά αυτή! ή δεν είναι αυτή δουλειά! έκφραση αγανακτισμένου
ή εκνευρισμένου ατόμου, που θέλει να θέσει τέρμα στις συνεχείς ενοχλήσεις
κάποιου για εξυπηρέτηση, που θέλει να του επισημάνει τη συνεχιζόμενη απαράδεκτη
συμπεριφορά του ή που είναι ενοχλημένος από πράξη ή κατάσταση που την
επαναλαμβάνει συστηματικά: «δεν είναι δουλειά αυτή να ’ρχεσαι κάθε λίγο και
λιγάκι και να μου ζητάς δανεικά! || δεν είναι δουλειά αυτή να παρατάς κάθε τόσο
την οικογένειά σου και να τρέχεις με τις σουρλουλούδες στα μπουζούκια! || δεν
είναι δουλειά αυτή, κάθε μεσημέρι την ώρα που πάω να κοιμηθώ, να ’χεις το ραδιοφωνάκι
σου στη διαπασών!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το α· βλ. και φρ. δουλειά
είν’ αυτή(!)·
- δεν
είναι δουλειά αυτή ή δεν είναι αυτή δουλειά, κατηγορηματική
διαπίστωση της ασυδοσίας ή νοοτροπίας που επικρατεί σε κάποιο εργασιακό ιδίως χώρο
και, κατ’ επέκταση, κατηγορηματική δήλωση για την έλλειψη σοβαρότητας ή κύρους
της επιχείρησης. Συνήθως, μια τέτοια επιχείρηση χαρακτηρίζεται καφενείο,
από το ότι πηγαίνει και φεύγει ο καθένας ό,τι ώρα θέλει, μπουρδέλο ή κωλοχανείο,
για να καταδείξει την έλλειψη σοβαρότητας ή κύρους, ή και σκορποχώρι,
για να δώσει την εικόνα της διάλυσης: «απ’ τη μέρα που πάτησα το πόδι μου σ’
αυτό το εργοστάσιο, παρατήρησα πως ο καθένας ό,τι ώρα θέλει έρχεται κι ό,τι ώρα
θέλει φεύγει. Ε, λοιπόν, σε πληροφορώ, δεν είναι δουλειά αυτή, αυτή ’ναι
καφενείο (μπουρδέλο, κωλοχανείο, σκορποχώρι)». Πρβλ. λ.: όταν μπαίνουν στην
καρδιά σου περισσότεροι από δύο, δεν είναι καρδιά είναι καφενείο (Λαϊκό
τραγούδι)·
- δεν
είναι δουλειά σου να..., α.
δεν ταιριάζει,
δεν αρμόζει στην επαγγελματική, οικονομική ή κοινωνική θέση σου να...: «δεν
είναι δουλειά σου, κοτζάμ διευθυντής ν’ ασχολείσαι με τέτοιες μικροϋποθέσεις ||
δεν είναι δουλειά σου, κοτζάμ γιατρός να συναναστρέφεσαι με τους παρακατιανούς».
β. δεν υπάρχει λόγος να ...: «δεν είναι δουλειά σου να ενδιαφέρεσαι γι’
αυτό το άτομο». γ. δεν είναι της αρμοδιότητάς σου να ...: «δεν είναι
δουλειά σου ν’ ασχολείσαι μ’ αυτό το θέμα»·
- δεν
είναι εντάξει η δουλειά, η δουλειά, ιδίως κατασκευαστική, δεν έγινε, δε
φτιάχτηκε σωστά, έχει ή παρουσιάζει προβλήματα: «δεν έγινε εντάξει η δουλειά,
γιατί με την πρώτη βροχή πλημμυρίζουμε»·
- δεν
είναι έτσι η δουλειά, η υπόθεση για την οποία γίνεται λόγος, δεν έγινε ή
δεν εξελίχθηκε με τον συγκεκριμένο τρόπο που αναφέρεται: «βέβαια, μπορείς να
λες την άποψή σου, αλλά δεν είναι έτσι η δουλειά». Συνών. δεν είναι έτσι τα
πράγματα·
- δεν
είναι της δουλειάς, δε γνωρίζει το αντικείμενο της συγκεκριμένης δουλειάς,
είναι άσχετος με την υπόθεση για την οποία γίνεται λόγος: «μην τον λαμβάνεις
υπόψη σου, γιατί δεν είναι της δουλειάς ο άνθρωπος και δεν μπορεί να βοηθήσει
|| μη δίνεις βάση στα λόγια του, γιατί δεν είναι της δουλειάς»·
- δεν
είναι τούτη δουλειά! βλ. φρ. δεν είναι δουλειά αυτή(!)·
- δεν
είναι τούτη δουλειά, βλ. φρ. δεν είναι δουλειά αυτή·
- δεν
είχε δουλειά να κάνει και βρήκε μαλλί να ξάνει, λέγεται για άτομο που
ασχολείται επί πολύ καιρό με κάτι εντελώς αναποτελεσματικά: «τι έγινε με τον
τάδε; Έστησε επιτέλους εκείνη την επιχείρηση που ονειρευόταν; -Δεν είχε
δουλειά να κάνει και βρήκε μαλλί να ξάνει». Από την εικόνα του ατόμου που
κατεργάζεται το μαλλί για κλώσιμο, ασχολία δύσκολη και χρονοβόρα·
- δεν
έχει καμιά δουλειά, το συγκεκριμένο άτομο ή η συγκεκριμένη υπόθεση δεν έχει
καμιά σχέση με αυτό που κουβεντιάζουμε: «μην μπερδεύεις και τον τάδε, γιατί δεν
έχει καμιά δουλειά μ’ αυτή την υπόθεση || δεν έχει καμιά δουλειά η τιμιότητα
όταν απειλείται το συμφέρον του». (Λαϊκό τραγούδι: μ’ έχουνε μάθει να πονώ
γι’ αυτό η καρδιά μου αντέχει, κι αν φύγεις ή μ’ απαρνηθείς, στη μάνα σου μην
ορκιστείς, η μάνα στην αγάπη μας καμιά δουλειά δεν έχει)·
- δεν
έχεις (καμιά) δουλειά εδώ, α. ο συγκεκριμένος χώρος δεν είναι η θέση
στην οποία πρέπει να βρίσκεσαι, δεν είναι ο χώρος, όπου μπορείς να ασκείς τις
αρμοδιότητές σου: «ό,τι και να πεις, δε θα σ’ ακούσει κανένας, γιατί δεν έχεις
καμιά δουλειά εδώ». β. βρίσκεσαι σε περιβάλλον άσχετο με το
επαγγελματικό, οικονομικό ή κοινωνικό σου επίπεδο: «δεν έχεις δουλειά εδώ,
γιατί αυτό το κλαμπ είναι μόνο για τους βιομηχάνους»·
- δεν
έχεις καμιά δουλειά να..., η συγκεκριμένη υπόθεση δεν είναι στη δικαιοδοσία
σου, στην αρμοδιότητά σου: «δεν έχεις καμιά δουλειά ν’ ασχολείσαι μ’ αυτή την
υπόθεση, αφού ξέρεις πως την έχει αναλάβει άλλος»· βλ. και φρ. δεν είναι
δουλειά σου να(…)·
- δεν
έχω δουλειά, είμαι άνεργος: «είναι πέντε μήνες τώρα που δεν έχω δουλειά»·
- δεν
έχω καμιά δουλειά εγώ, α. είμαι τελείως αναρμόδιος: «δεν μπορώ να
σας πω τη γνώμη μου, γιατί δεν έχω καμιά δουλειά εγώ με το θέμα που συζητάτε». β.
δεν έχω καμιά σχέση με αυτό που συζητείται ή παρουσιάζεται, το αγνοώ τελείως:
«δεν έχω καμιά δουλειά εγώ με τη ληστεία || δεν έχω καμιά δουλειά εγώ μ’ αυτό
τ’ αυτοκίνητο»·
- δεν
κάνεις καμιά δουλειά! βλ. συνηθέστ. δεν πα(ς) να κάνεις καμιά δουλειά(!)·
- δεν
ξανάγινε τέτοια δουλειά! η υπόθεση ή η κατάσταση όπως έγινε ή όπως
διαμορφώθηκε, δεν έχει προηγούμενο, δεν ξανάγινε ποτέ στο παρελθόν, είναι
πρωτόγνωρη, δεν μπορεί να τη συλλάβει ανθρώπου νους: «έστειλε το γιο του στο
νοσοκομείο απ’ το ξύλο, γιατί πήγε σινεμά χωρίς να τον ρωτήσει. -Δεν ξανάγινε
τέτοια δουλειά! || τον έστειλε φυλακή, επειδή του χρωστούσε είκοσι χιλιάδες και
δεν είχε να του τις δώσει. -Δεν ξανάγινε τέτοια δουλειά!». Πολλές φορές, της
φρ. προτάσσεται το ε ή το ε όχι·
- δεν
πα(ς) να κάνεις καμιά δουλειά! α.
έκφραση
δυσφορίας σε άτομο που μας έχει γίνει φορτικό ή ενοχλητικό και έχει την έννοια
επιτέλους άφησέ με ήσυχο, μη με ενοχλείς, μη με σκοτίζεις περισσότερο. β.
επιθετική έκφραση σε άτομο που μας ζητάει απίθανα πράγματα ή που
αντιλαμβανόμαστε πως επιδιώκει να μας εξαπατήσει: «θέλω να μου δώσεις τ’
αυτοκίνητό σου για ένα μήνα, γιατί το δικό μου το ’χω στο γκαράζ. -Δεν πα(ς) να
κάνεις καμιά δουλειά! || αν μου δώσεις σήμερα εκατό χιλιάδες, θα σου δώσω σε
μια βδομάδα πεντακόσιες. -Δεν πα(ς) να κάνεις καμιά δουλειά!». Πολλές φορές,
της φρ. προτάσσεται το βρε, το μωρέ ή το ρε και κλείνει με
το λέω ’γω, ενώ είναι και φορές που μετά το λέω ’γω ακούγεται και
το να ησυχάσουμε ή το να τελειώνουμε. Η δουλειά που υπονοούμε να
πάει να κάνει αυτός που μας ενοχλεί, είναι να υποστεί τη σεξουαλική πράξη·
- δεν
πιάνεται στη δουλειά, είναι πολύ εργατικός: «όταν αρχίσει να δουλεύει δεν
πιάνεται στη δουλειά»·βλ. και φρ. είναι άπιαστος στη δουλειά·
- δεν
πιάνεται στη δουλειά του, είναι
ασύγκριτος σε αυτό που καταγίνεται: «δεν τον αλλάζω με τίποτε αυτόν το
μηχανικό, γιατί δεν πιάνεται στη δουλειά του»· βλ. και φρ. είναι άπιαστος στη δουλειά του·
- δεν
τη βλέπω εντάξει τη δουλειά, βλ. φρ. δεν την καλοβλέπω τη δουλειά·
- δεν
τη βρίσκω εντάξει τη δουλειά, βλ. φρ. δεν τη βλέπω εντάξει τη δουλειά·
- δεν
την καλοβλέπω τη δουλειά, α. θεωρώ πως κάτι είναι ύποπτο ή επικίνδυνο
σε μια δουλειά: «απ’ τη στιγμή που έκανε την εμφάνισή της η αστυνομία, δεν την
καλοβλέπω τη δουλειά». β. έχω την εντύπωση πως κάποια δουλειά είναι
ύποπτη ή παράνομη: «εγώ δεν παίρνω μέρος, γιατί δεν την καλοβλέπω τη δουλειά». γ.
έχω την εντύπωση πως μια δουλειά ή επιχείρηση δεν εξελίσσεται ομαλά, πως
υπάρχει κίνδυνος να αποτύχει, να χρεοκοπήσει: «αν δεν βρεις κάποιον
χρηματοδότη, δεν την καλοβλέπω τη δουλειά»·
- δική
σου δουλειά, δε με ενδιαφέρει και ούτε μου πέφτει λόγος, γιατί, αυτό για το
οποίο γίνεται λόγος, είναι προσωπικό σου ζήτημα, προσωπική σου υπόθεση: «ποιον
απ’ τους δυο προτείνεις να πάρω στο γραφείο μου; -Δική σου δουλειά || ποιο
κόμμα να ψηφίσω στις εκλογές; -Δική σου δουλειά». Συνών. δική σου υπόθεση /
δικό σου ζήτημα / δικό σου θέμα / δικό σου καπέλο / δικό σου πρόβλημα / δικός
σου λογαριασμός·
- δουλειά
για γέλια, α. που είναι πάρα πολύ εύκολη, που είναι πανεύκολη: «μου
ανέθεσε να κάνω μια δουλειά που είναι για γέλια». β. εργασία, ιδίως
τεχνική, που είναι πολύ πρόχειρη, πολύ κακόγουστη, πολύ κακότεχνη: «λέγατε πως
είναι καλός μπογιατζής, όμως μου ’κανε μια δουλειά για γέλια»·
-
δουλειά για κλάματα, εργασία,
ιδίως τεχνική, που είναι εντελώς πρόχειρη, κακόγουστη, κακότεχνη: «ήταν τόσο
ανεύθυνος υδραυλικός, που μου ’κανε μια δουλειά για κλάματα»·
- δουλειά γραφείου, που
διεκπεραιώνεται μέσα σε γραφείο και που συνήθως είναι γραφική: «δουλεύει σε μια
εμπορική επιχείρηση και κάνει δουλειά γραφείου»·
- δουλειά
δεν είχαμε, δουλειά βάλαμε στο κεφάλι μας, α. λέγεται στην περίπτωση
που από δική μας υπαιτιότητα δημιουργούμε προβλήματα σε μας τους ίδιους. β.
λέγεται με δυσφορία στην περίπτωση που κάποιος μας υποχρεώνει να κάνουμε κάτι
ανεπιθύμητο ή εντελώς ανώφελο. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον
εαυτό του·
- δουλειά
δεν είχαμε και δουλειά βρήκαμε, λέγεται με δυσφορία στην περίπτωση που
κάποιος μας υποχρεώνει να κάνουμε κάτι ανεπιθύμητο ή εντελώς ανώφελο. Ο πλ. και
όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- δουλειά
δεν είχε ο διάβολος, γαμούσε τα παιδιά του ή ο διάβολος δουλειά δεν είχε,
γαμούσε τα παιδιά του ή όταν ο διάβολος δεν έχει δουλειά, γαμάει τα
παιδιά του, όταν κάποιος δεν έχει να κάνει κάτι συγκεκριμένο, κάτι
ουσιαστικό και ωφέλιμο, τότε ασχολείται με διάφορες ανοησίες μόνο και μόνο για
να περάσει την ώρα του, ή συμπεριφέρεται ανάρμοστα, απερίσκεπτα. Πρβλ.: αργία
μήτηρ πάσης κακίας·
- δουλειά
δεν είχε ο διάβολος, δουλειά βρήκε να κάνει, βλ. φρ. δουλειά δεν είχαμε,
δουλειά βάλαμε στο κεφάλι μας·
- δουλειά
δεν είχε ο διάβολος και ζύγιζε τ’ αρχίδια του ή ο διάβολος δουλειά δεν
είχε και ζύγιζε τ’ αρχίδια του ή όταν ο διάβολος δεν έχει δουλειά,
ζυγίζει τ’ αρχίδια του, βλ. φρ. δουλειά δεν είχε ο διάβολος, γαμούσε τα
παιδιά του·
- δουλειά
δεν είχε ο διάβολος κι έξυνε τ’ αρχίδια του ή ο διάβολος δουλειά δεν
είχε κι έξυνε τ’ αρχίδια του ή όταν ο διάβολος δεν έχει δουλειά, ξύνει
τ’ αρχίδια του , βλ. φρ. δουλειά δεν είχε ο διάβολος, γαμούσε τα παιδιά
του·
- δουλειά
δεν είχε ο καλόγηρος και με τις μύγες πάλευε, βλ. συνηθέστ. δουλειά δεν
είχε ο διάβολος, γαμούσε τα παιδιά του·
- δουλειά
δεν είχε ο τεμπέλης και ζύγιζε τ’ αρχίδια του ή ο τεμπέλης δουλειά δεν
είχε και ζύγιζε τ’ αρχίδια του ή όταν ο τεμπέλης δεν έχει δουλειά,
ζυγίζει τ’ αρχίδια του, βλ. συνηθέστ. δουλειά δεν είχε ο διάβολος,
γαμούσε τα παιδιά του·
- δουλειά
δεν είχε ο τεμπέλης κι έξυνε τ’ αρχίδια του ή ο τεμπέλης δουλειά δεν
είχε κι έξυνε τ’ αρχίδια του ή όταν ο τεμπέλης δε έχει δουλειά, ξύνει τ’
αρχίδια του, βλ. συνηθέστ. δουλειά δεν είχε ο διάβολος, γαμούσε τα
παιδιά του·
- δουλειά
δεν είχε το μουνί και μάθαινε τσαγκάρης, βλ. συνηθέστ. δουλειά δεν είχε
ο διάβολος, γαμούσε τα παιδιά του·
- δουλειά
είν’ αυτή! α. έντονη αμφισβήτηση για τη σοβαρότητα ή το κύρος
κάποιας επιχείρησης: «απ’ τη μέρα που ήρθα σ’ αυτό το εργοστάσιο, παρατήρησα
πως ο καθένας κάνει του κεφαλιού του. Δουλειά είν’ αυτή!». β.
υποτιμητική έκφραση για κάποια δουλειά που τη θεωρούμε ανάξια λόγου, ασήμαντη:
«γιατί δε θέλεις να προσληφθείς σ’ αυτό το εργοστάσιο; -Δουλειά είν’ αυτή!».
Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το άντε μωρέ. γ.έκφραση
αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ατόμου, που θέλει να θέσει τέρμα στις συνεχείς
ενοχλήσεις κάποιου για εξυπηρέτηση, που θέλει να του επισημάνει τη συνεχιζόμενη
απαράδεκτη συμπεριφορά του ή που είναι ενοχλημένος από πράξη ή κατάσταση που
την επαναλαμβάνει συστηματικά: «δουλειά είν’ αυτή, να ’ρχεσαι κάθε λίγο και
λιγάκι και να μου ζητάς δανεικά! || δουλειά είν’ αυτή, να παρατάς κάθε τόσο την
οικογένειά σου και να τρέχεις με τις παρδαλές στα μπουζούκια! || δουλειά είν’
αυτή, να μη μ’ αφήνεις κάθε μεσημέρι να κοιμηθώ!». Πολλές φορές, πριν, και
συνηθέστερα μετά τη φρ. ακούγεται και το όχι πες μου σε παρακαλώ·βλ.
και φρ. δεν είναι δουλειά αυτή(!)·
- δουλειά
είν’ αυτή ή βάσανο! η δουλειά, η εργασία ή η υπόθεση για την οποία γίνεται
λόγος, παρουσιάζει συνέχεια προβλήματα, δεν εξελίσσεται ομαλά, και για το λόγο
αυτό πρέπει να βρισκόμαστε διαρκώς σε επαγρύπνηση: «τη μια μου λείπουν οι
πρώτες ύλες,, την άλλη δεν επαρκούν οι εργάτες, πλάκωσαν κι από πάνω οι
απεργίες, δουλειά είν’ αυτή ή βάσανο!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το άντε
μωρέ ή το ε όχι πες μου ή το ε πες μου ή το ε πες μου σε
παρακαλώ·
-
δουλειά κι άγιος ο Θεός, βλ.
φρ. από δουλειά άλλο τίποτα·
- δουλειά
κι αυτή! α. δουλειά ή απασχόληση, που δεν παρουσιάζει κανένα
ενδιαφέρον, που είναι ανιαρή, βαρετή: «η δουλειά του είναι να συνοδεύει κάθε
πρωί απ’ το σπίτι στο σχολείο τα παιδιά του τάδε, κι όταν σχολνούν, να τα
συνοδεύει πάλι μέχρι το σπίτι. -Δουλειά κι αυτή!». β. εργασία που
παρουσιάζει ιδιαίτερες ή σπάνιες δυσκολίες και που δεν μπορεί ή δεν είναι
διατεθειμένος να την κάνει ο καθένας: «η δουλειά του είναι να κατεβαίνει και να
καθαρίζει τους βόθρους του δήμου. -Δουλειά κι αυτή!». Πολλές φορές, της φρ.
προτάσσεται το βρε ή το μωρέ και πιο σπάνια το ρε·
- δουλειά
με το κομμάτι, εργασία που αμείβεται ανάλογα με τον αριθμό παραγωγής του
προϊόντος το οποίο παραδίδεται από τον εργαζόμενο στον εργοδότη: «δουλεύει σ’
ένα εργοστάσιο που δίνουν δουλειά με το κομμάτι». Το είδος αυτό της δουλειάς
έγινε γνωστό από τους Έλληνες μετανάστες της Γερμανίας·
- δουλειά
μια φορά! έκφραση θαυμασμού για επιχείρηση ή εργασία, ιδίως τεχνική ή
καλλιτεχνική: «είδες τι σύγχρονο εργοστάσιο; -Δουλειά μια φορά! || βλέπεις με
πόση τέχνη είναι καμωμένο αυτό το δαχτυλίδι; -Δουλειά μια φορά!»· βλ. και φρ. δουλειά
κι αυτή(!)·
- δουλειά
μπασκλάς ή μπασκλάς δουλειά, δουλειά εμπορική ή τεχνική ανάξια
λόγου, τιποτένια, κατωτέρας ποιότητας: «για να μη λέει με τι ασχολείται, σκέψου
τι δουλειά μπασκλάς θα έχει || δε ξαναπάω σε κείνον τον μηχανικό, γιατί μου
’κανε πολύ μπασκλάς δουλειά»·
-
δουλειά να ’ναι κι ό,τι να ’ναι, έκφραση
απελπισμένου άνεργου, που δεν ενδιαφέρεται για το είδος ή την ποιότητα της
δουλειάς, αρκεί να δουλέψει: «θα μπορείς να κατεβαίνεις και να καθαρίζεις τους
βόθρους; -Δουλειά να ’ναι κι ό,τι να ’ναι». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται
το μωρέ·
-
δουλειά ρουτίνας,
α. εργασία ή απασχόληση που επαναλαμβάνεται μονότονα, μηχανικά, δουλειά
πληκτική, ανιαρή: «δεν μπορεί ν’ απασχοληθεί με δουλειά ρουτίνας, γιατί τον
πιάνουν τα νεύρα». β. δουλειά που από άποψη διεκπεραίωσης ή συναλλαγής
δεν παρουσιάζει εξάρσεις, αλλά ακολουθεί την καθημερινή πορεία της: «σήμερα η
μέρα πέρασε ξεκούραστα, γιατί είχαμε δουλειά ρουτίνας»·
- δουλειά
σου! βλ. φρ. κάνε δουλειά σου(!)·
- δουλειά
σου και δουλειά μου! έκφραση δυσαρέσκειας για την ανάμιξη κάποιου σε θέματα
που δεν ανήκουν στην αρμοδιότητά του: «επιτέλους, πάψε να ενδιαφέρεσαι για το
τι κάνω. Δουλειά σου και δουλειά μου!»·
- δουλειά
στο γόνα, βλ. φρ. δουλειά στο γόνατο·
- δουλειά
στο γόνατο, δουλειά, ιδίως τεχνική, χειροτεχνική ή πνευματική, που έγινε
βιαστικά, πρόχειρα, η προχειροδουλειά: «πώς να μη σου βάλει τις φωνές, αφού
κάνει μπαμ από μακριά πως είναι δουλειά στο γόνατο». Από το ότι, οτιδήποτε
παράγεται ή γράφεται πάνω στο γόνατο, υποδηλώνει προχειρότητα ή βιασύνη· βλ.
και φρ. η δουλειά πάει γόνατο·
- δουλειά στο πόδι, βλ. φρ.
δουλειά στο γόνατο·
- δουλειά
τέλος, κατηγορηματική έκφραση με την οποία αναγγέλλει κάποιος εργοδότης πως
όλες οι κενές θέσεις εργασίας συμπληρώθηκαν, κι επομένως δεν υπάρχει λόγος να
περιμένουν άλλο·
- δουλειά
τζάμι ή τζάμι δουλειά, τεχνική ιδίως εργασία, που είναι καθαρή,
παστρική και που εντυπωσιάζει με την τελειότητά της: «επειδή μου ’φερε δουλειά
τζάμι, τον πλήρωσα κι εγώ κάτι παραπάνω»·
- δουλειά
της νύχτας ή δουλειές της νύχτας, α. ύποπτη, παράνομη
δραστηριότητα: «δεν τον έχουν και σε πολύ εκτίμηση μέσα στη γειτονιά, γιατί
ξέρουν πως είναι μπλεγμένος με δουλειές της νύχτας». β. επίσης ως
δουλειά της νύχτας αναφέρεται και η απασχόληση σε διάφορα νυχτερινά κέντρα,
μπαρ, παμπ, η απασχόληση κάποιου σε θέση νυχτοφύλακα, γενικά η μόνιμη
απασχόληση κάποιου κατά τη διάρκεια της νύχτας. γ. εργασία, ιδίως
τεχνική, που έγινε χωρίς υπευθυνότητα, που έγινε βιαστικά, όπως όπως (ενν. πως
αυτός που την έκανε, δούλευε μέσα στο σκοτάδι και δεν έβλεπε: «σου το ’πα
χίλιες φορές πως, αν μου ξαναφέρεις δουλειά της νύχτας, δε θα τη δεχτώ». Πρβλ.:
της νύχτας τα καμώματα τα βλέπει η μέρα και γελά·
- δουλειά
της πλάκας ή της πλάκας δουλειά, α. εργασία που είναι πολύ
εύκολη: «μου ανέθεσε μια δουλειά και την τέλειωσα μέσα σε μισή ώρα, γιατί ήταν
δουλειά της πλάκας». β. εμπορική ή βιομηχανική επιχείρηση ανάξια λόγου, ασήμαντη,
επειδή δεν παρουσιάζει κανένα οικονομικό ενδιαφέρον, επειδή είναι ανοργάνωτη:
«γιατί να ρίξω λεφτά σε μια δουλειά της πλάκας, αφού υπάρχουν άλλες που μπορώ
να τα κονομήσω; || έχει μια δουλειά της πλάκας και μας παριστάνει το
βιομήχανο». γ. (γενικά) πολύ πρόχειρη, πολύ κακότεχνη τεχνική εργασία:
«πάνω στη βιασύνη του να τελειώσει γρήγορα, μου ’φερε της πλάκας δουλειά»·
- δουλειά
το λέμε τώρα! ή δουλειά το λένε τώρα! ειρωνική έκφραση σε κάποιον
που μας λέει ότι πρέπει να φύγει ή ότι δεν μπορεί να έρθει κάπου, γιατί έχει
δουλειά. Το υπονοούμενο της φρ. είναι, ότι η δουλειά που προβάλλει ως
δικαιολογία είναι ερωτική. Συνών. καφέ το λέμε τώρα(!)·
- δουλειά
του διαβόλου ή δουλειές του διαβόλου, ενέργειες που επιφέρουν
διχόνοιες, έριδες, που είναι καταστροφικές: «αφήστε τις γκρίνιες και τα
μαλώματα, γιατί αυτά είναι δουλειές του διαβόλου»·
- δουλειά
του καφενείου ή δουλειές του καφενείου, δουλειές που
προγραμματίζονται ή που συμφωνούνται πάνω σε στιγμές ευφορίας ή ενθουσιασμού ή
χάριν εντυπωσιασμού, που όμως δεν υπάρχει περίπτωση να πραγματοποιηθούν: «πώς
να του ’χω εμπιστοσύνη, αφού είναι μόνο για δουλειές του καφενείου». Από την
εικόνα των θαμώνων του καφενείου, που μιλούν με τις ώρες για χίλια δυο πράγματα
και που τα ξεχνούν, από τη στιγμή που φεύγουν·
- δουλειά
του κεφαλιού ή δουλειές του κεφαλιού, δουλειά ή ενέργεια
απερίσκεπτη, επιπόλαιη, βιαστική και χωρίς προγραμματισμό: «δεν προκόβει κανείς
στη ζωή του με βιασύνη και με δουλειές του κεφαλιού»·
- δουλειά
του κώλου ή του κώλου δουλειά, α. δουλειά, επιχείρηση, ιδίως
εμπορική, που δεν παρουσιάζει το παραμικρό ενδιαφέρον και από άποψη σοβαρότητας
και από άποψη κέρδους, που είναι εντελώς ανάξια λόγου, τιποτένια: «δεν
μπλέκεται ποτέ με δουλειές του κώλου». β. γενικά πολύ πρόχειρη, πολύ
κακόγουστη τεχνική ή καλλιτεχνική εργασία: «πάνω στη βιασύνη του να προλάβει
τις προθεσμίες, μας έφερε του κώλου δουλειά»·
- δουλειά
του ποδαριού ή δουλειές του ποδαριού, δουλειά που δεν προϋποθέτει
την ύπαρξη μόνιμης έδρας ή καταστήματος. Τέτοια δουλειά μπορεί να θεωρηθεί η
δουλειά του μεσάζοντα, του πλανόδιου μικροπωλητή, του πλανόδιου λαχειοπώλη και
διάφορες άλλες ευκαιριακές δουλειές: «πέρασε η εποχή που μπορούσε κανείς με
δουλειές του ποδαριού να ζήσει οικογένεια»· βλ. και φρ. δουλειά στο πόδι ·
- δουλειές
του σπιτιού, α. τα οικιακά: «αυτός έχει ένα εμπορικό και η γυναίκα
του ασχολείται με τις δουλειές του σπιτιού». β. (γενικά) κάθε απασχόληση
σχετική με το νοικοκυριό: «επειδή δουλεύουν και οι δυο, βοηθάει και ο άντρας
στις δουλειές του σπιτιού, όταν γυρίζει απ’ τη δουλειά του»·
- δουλεύω
μια δουλειά, τη σχεδιάζω, βρίσκομαι στο στάδιο της έρευνας ή της
επεξεργασίας της: «είναι καιρός τώρα που δουλεύω μια δουλειά, αλλά δεν είμαι
ακόμα έτοιμος να σας την ανακοινώσω»·
- δύσκολη
δουλειά είναι! δεν είναι καθόλου δύσκολο ή απίθανο να συμβεί αυτό που λες:
«βγαίνεις το πρωί μια χαρά απ’ το σπίτι σου και, μέχρι να πας στη στάση,
έρχεται και σε κόβει ένα αυτοκίνητο. -Δύσκολη δουλειά είναι!». Πολλές φορές,
της φρ. προτάσσεται το εμ, ενώ είναι και φορές που άλλοτε προτάσσεται
και άλλοτε ακολουθεί το νομίζεις ·
-
έγινε η δουλειά, επέβαλα
τη σεξουαλική πράξη: «τι έγινε με την τάδε, την κατάφερες; -Έγινε η δουλειά»·
-
έγινε κώλος η δουλειά ή
η δουλειά έγινε κώλος, α. η υπόθεση ή η εμπορική επιχείρηση
παρουσιάζει σοβαρές δυσκολίες από κακό υπολογισμό ή κακή διαχείριση, και
υπάρχει κίνδυνος να αποτύχει: «απ’ τη στιγμή που άρχισαν ν’ ανακατεύονται στο
εργοστάσιο όλοι οι συγγενείς, έγινε κώλος η δουλειά». β. εργασία, ιδίως
τεχνική ή καλλιτεχνική, που είναι κακόγουστη, κακότεχνη: «βιάστηκε ο μηχανικός
να μου παραδώσει τα σχέδια κι έγινε κώλος η δουλειά»·
- έγινε λάσπη η δουλειά ή η
δουλειά έγινε λάσπη, βλ. φρ. έγινε κώλος η δουλειά·
- έγινε
μαϊμού η δουλειά ή η δουλειά έγινε μαϊμού, την ανέλαβε κάποιος με
μυστικές ή μη διαφανείς διαδικασίες, την ανέθεσαν σε κάποιον χωρίς να προηγηθεί
δημόσιος διαγωνισμός, χατιρικά, γιατί είχε κάποιον γνωστό ή άλλη πρόσβαση στα
κέντρα αποφάσεων: «πάψε να ενδιαφέρεσαι, φίλε μου, γιατί έγινε μαϊμού η δουλειά
απ’ τον τάδε || μην προσπαθήσεις να πάρεις καμιά κρατική ανάθεση, γιατί όλες οι
δουλειές γίνονται μαϊμού»·
- έγινε
μαμούκαλα η δουλειά ή η δουλειά έγινε μαμούκαλα, βλ. συνηθέστ. έγινε
κώλος η δουλειά·
- έγινε
μαντάρα η δουλειά ή η δουλειά έγινε μαντάρα, βλ. φρ. έγινε μπάχαλο
η δουλειά·
- έγινε
μουνί η δουλειά ή η δουλειά έγινε μουνί, βλ. φρ. έγινε κώλος η
δουλειά·
- έγινε
μουνί καλλιγραφίας η δουλειά ή η δουλειά έγινε μουνί καλλιγραφίας,
βλ. φρ. έγινε μουνί καπέλο η δουλειά·
- έγινε
μουνί καπέλο η δουλειά ή η δουλειά έγινε μουνί καπέλο, α. η
υπόθεση ή η εργασία παρουσιάζει πολύ σοβαρές δυσκολίες, είτε από κακό
υπολογισμό είτε από κακή διαχείριση, και υπάρχει μεγάλος κίνδυνος να αποτύχει
εντελώς: «απ’ τη μέρα που άρχισαν να μπερδεύονται με το εργοστάσιο όλοι οι
κληρονόμοι, έγινε μουνί καπέλο η δουλειά». β. εργασία, ιδίως τεχνική ή
καλλιτεχνική, που έγινε πολύ κακόγουστη, πολύ κακότεχνη: «βιαζόταν να προλάβει
τις προθεσμίες που είχε δώσει κι η δουλειά έγινε μουνί καπέλο»·
- έγινε
μπάχαλο η δουλειά ή η δουλειά έγινε μπάχαλο, η δουλειά, η επιχείρηση
ή η υπόθεση αποδιοργανώθηκε εντελώς, παρουσιάζει σοβαρά προβλήματα και
βρίσκεται στα πρόθυρα της χρεοκοπίας ή της αποτυχίας, χρεοκόπησε, απέτυχε
οριστικά: «μ’ όλες αυτές τις απεργίες έγινε μπάχαλο η δουλειά || λίγο έλειψα
από τη θέση μου κι η δουλειά έγινε μπάχαλο!»·
- έγινε μπουρδέλο η δουλειά ή
η δουλειά έγινε μπουρδέλο, βλ. φρ. έγινε μπάχαλο η δουλειά·
- έγινε
μύλος η δουλειά ή η δουλειά έγινε μύλος, η δουλειά, η επιχείρηση ή η
υπόθεση παρουσιάζει τέτοιο μπέρδεμα, που δεν μπορεί πια κανείς να βρει άκρη:
«δεν υπήρχε κάποιος στην επιχείρηση να πάρει μια σωστή απόφαση κι έγινε μύλος η
δουλειά || ο ένας ο μάρτυρας έλεγε το μακρύ του, ο άλλος κατέθετε το κοντό του
και στο τέλος η δουλειά έγινε μύλος»·
- έγινε
νιανιά η δουλειά ή η δουλειά έγινε νιανιά, η δουλειά ή η υπόθεση
ανακατεύτηκε τόσο πολύ, που παρουσιάζει σοβαρό κίνδυνο αποτυχίας και δεν
προσελκύει πια το ενδιαφέρον κανενός: «από καθαρά κακή διαχείριση έγινε νιανιά
η δουλειά || έχουμε ανταλλάξει τόσο βαριές κουβέντες, που καλύτερα να
χωρίσουμε, γιατί η δουλειά έγινε νιανιά κι είναι κρίμα να ταλαιπωρούμαστε». Από
την εικόνα της βρεφικής τροφής, που είναι λιωμένη, ή από το φαγητό, που κάποιος
το ανακάτωσε τόσο πολύ, που το έκανε σαν πολτό και δεν τρώγεται·
- έγινε
πετρέλαιο η δουλειά ή η δουλειά έγινε πετρέλαιο, απέτυχε,
χρεοκόπησε: «απ’ τη μέρα που άρχισαν οι απεργίες και οι καταλήψεις των δρόμων,
έγινε πετρέλαιο η δουλειά, γιατί δεν μπορούσα ν’ αντέξω άλλο || δεν
ενδιαφέρομαι περισσότερο, γιατί η δουλειά έγινε πετρέλαιο»·
- έγινε
σαν τα μούτρα σου η δουλειά ή η δουλειά έγινε σαν τα μούτρα σου, η
εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, έγινε κακόγουστη, κακότεχνη: «απ’ τη
στιγμή που βιαζόσουν, έγινε σαν τα μούτρα σου η δουλειά || τώρα που η δουλειά
έγινε σαν τα μούτρα σου, παράτα την και ξεκίνα καμιά άλλη»·
- έγινε
σαν τον κώλο σου η δουλειά ή η δουλειά έγινε σαν τον κώλο σου, βλ.
φρ. έγινε σαν τα μούτρα σου η δουλειά·
- έγινε σκατά η δουλειά ή η
δουλειά έγινε σκατά, βλ. φρ. έγινε κώλος η δουλειά·
- έγινε
σούπα η δουλειά ή η δουλειά έγινε σούπα, α. διαδόθηκε πάρα
πολύ, επήλθε κορεσμός και δεν παρουσιάζει πια κανένα ενδιαφέρον από άποψη
κέρδους, γιατί ασχολούνται με αυτή πάρα πολλοί: «τώρα που έγινε σούπα η
δουλειά, τώρα του ’ρθε η φαεινή ν’ ανοίξει βιντεοκλάμπ». Από το ότι η σούπα
είναι ένα πάρα πολύ διαδομένο φαγητό. β. η δουλειά ή η υπόθεση
αποδιοργανώθηκε εντελώς και, κατ’ επέκταση, απέτυχε: «είχε το μυαλό του
συνέχεια στα γλέντια και τις διασκεδάσεις κι έγινε σούπα η δουλειά». Από το ότι
η σούπα είναι ρευστή ως φαγητό·
- έγινε
τουρλού η δουλειά ή η δουλειά έγινε τουρλού, η δουλειά ή η υπόθεση
ανακατεύτηκε, μπερδεύτηκε τόσο πολύ, που παρουσιάζει σοβαρό κίνδυνο αποτυχίας:
«χίλιοι δυο μπερδεύτηκαν, ο ένας με το μακρύ του κι ο άλλος με το κοντό του,
ώσπου έγινε τουρλού η δουλειά». Από την εικόνα του ομώνυμου φαγητού, που
αποτελείται από μικρά κομμάτια διάφορων λαχανικών·
- έγινε
τουρσί η δουλειά ή η δουλειά έγινε τουρσί, βλ. φρ. έγινε τουρλού
η δουλειά·
- εδώ
γίνεται η δουλειά, βλ. φρ. εδώ κολλάει η δουλειά·
- εδώ
είναι δουλειά, επιθετική έκφραση σε άτομο που απασχολεί κάποιον υπάλληλο ή
εργάτη στο χώρο της εργασίας του εν ώρα δουλειάς, να τον αφήσει απερίσπαστο στη
δουλειά του: «αν έχετε να πείτε κάτι, να περιμένεις να τελειώσει τη βάρδια του
και πάτε όπου θέλετε να μιλήσετε, γιατί εδώ είναι δουλειά». Πολλές φορές,
ακολουθούν βρισιές όπως το, δεν είναι της μάνας σου το μουνί ή το δεν
είναι της αδερφής σου ο κώλος ή το δεν είναι της γιαγιάς σου το
καφεκούτι·
- εδώ
είναι η δουλειά! ή εδώ είναι όλη η δουλειά! βλ. συνηθέστ. εδώ
κολλάει η δουλειά(!)·
- εδώ
είναι η δουλειά ή εδώ είναι όλη η δουλειά, σε αυτό ειδικά το
συγκεκριμένο σημείο βρίσκεται η ουσία της δουλειάς, σε αυτή τη συγκεκριμένη
περίπτωση πρέπει να εντείνουμε τις προσπάθειές μας, γιατί από αυτό εξαρτάται
και η επιτυχία του όλου εγχειρήματός μας: «πρέπει να βρεθεί η εγγύηση για να
πάρουμε το έργο, γιατί εδώ είναι όλη η δουλειά»· βλ. και φρ. εδώ κολλάει η
δουλειά·
- εδώ κολλάει η δουλειά! ή εδώ
κολλάει όλη η δουλειά! αυτό που μου λες δεν είναι σοβαρό εμπόδιο, ούτε
είναι κάτι που δεν μπορεί να ξεπεραστεί, ώστε συνεχιστεί η δουλειά ή η υπόθεση:
«απ’ τη μέρα που ήρθε ο νέος διευθυντής, καθυστερεί να υπογράψει την έγκριση
του δανείου. -Σιγά το πράγμα, εδώ κολλάει η δουλειά!»·
- εδώ
κολλάει η δουλειά ή εδώ κολλάει όλη η δουλειά, αυτό το συγκεκριμένο
σημείο, αυτό το συγκεκριμένο άτομο, αυτός ο συγκεκριμένος λόγος είναι που
εμποδίζει την εξέλιξη της υπόθεσης ή της εργασίας: «πρέπει να πείσουμε τον
διευθυντή να εγκρίνει την επιχορήγηση, αν θέλουμε να συνεχίσουμε, γιατί εδώ
κολλάει η δουλειά || πρέπει ν’ αλλάξεις μπουζί, γιατί εδώ κολλάει η δουλειά και
δεν παίρνει μπρος τ’ αυτοκίνητο»· βλ. και φρ. εδώ είναι η δουλειά·
- είμαι
κάργα από δουλειά, βλ. φρ. είμαι φίσκα από δουλειά·
- είμαι
πηγμένος στη δουλειά, βλ. φρ. είμαι πνιγμένος στη δουλειά·
- είμαι
πνιγμένος στη δουλειά, έχω πάρα πολλή δουλειά, έχω πάρα πολλές υποθέσεις να
διεκπεραιώσω: «δε θα μπορέσω να ’ρθω μαζί σας στην εκδρομή, γιατί είμαι
πνιγμένος στη δουλειά»·
- είμαι
τίγκα από δουλειά, βλ. φρ. είμαι φίσκα από δουλειά·
- είμαι
φίσκα από δουλειά, έχω πάρα πολλή δουλειά: «την περίοδο των γιορτών ήμουν
φίσκα από δουλειά»·
- είμαι
φορτωμένος από δουλειά ή είμαι φορτωμένος με δουλειά, έχω πάρα πολλή
δουλειά, τεχνική ή κατασκευαστική, που πρέπει να την τελειώσω και να την
παραδώσω, ή έχω να διεκπεραιώσω πολλή δουλειά, ιδίως γραφική: «χάθηκε απ’ την
παρέα μας, γιατί είναι φορτωμένος από δουλειά και πρέπει να την παραδώσει ||
είμαι φορτωμένος με δουλειά και πρέπει να κάνω υπερωρίες στο γραφείο για να
φύγει απ’ τα χέρια μου»·
- είμαστε
τώρα για τέτοιες δουλειές; λέγεται για κάτι με το οποίο δεν μπορούμε να
ασχοληθούμε τη στιγμή που μας το αναφέρουν, γιατί προέχει κάτι άλλο που είναι
πιο σοβαρό ή επείγον: «πρέπει να κάνεις οπωσδήποτε επέκταση του εργοστασίου
σου. -Είμαστε τώρα για τέτοιες δουλειές; Εδώ ψάχνω λεφτά για να πληρώσω το
προσωπικό!»·
- είναι
αετός στη δουλειά του, είναι ικανότατος, ιδίως στην τέχνη που ασκεί ως
επάγγελμα: «δεν αλλάζω μηχανικό, γιατί σ’ αυτόν που πηγαίνω τ’ αυτοκίνητό μου
είναι αετός στη δουλειά του»·
- είναι
άπιαστος στη δουλειά, είναι ασυναγώνιστος στην εργατικότητα: «όταν αρχίζει
να δουλεύει, είναι άπιαστος στη δουλειά»· βλ. και φρ. δεν πιάνεται στη
δουλειά·
- είναι
άπιαστος στη δουλειά του, είναι ασυναγώνιστος, ικανότατος σε μια δουλειά ή
μια τέχνη που την ασκεί ως επάγγελμα: «είναι τόσο καλός μηχανικός, που είναι
άπιαστος στη δουλειά του»·
- είναι
άσος στη δουλειά του, είναι άριστος σε μια τέχνη που την ασκεί ως
επάγγελμα: «βρήκα έναν ηλεκτρολόγο, που είναι άσος στη δουλειά του»·
- είναι
άσχετος από δουλειά, δεν έχει καλή σχέση με την εργασία, είναι τεμπέλης:
«βρήκε έτοιμη περιουσία απ’ τον πατέρα του, γι’ αυτό είναι άσχετος από δουλειά»·
- είναι
άσχετος με τη δουλειά, α. δεν έχει καμιά πείρα με τη συγκεκριμένη
δουλειά που κουβεντιάζουμε: «δεν υπάρχει λόγος να πάρουμε τη γνώμη του, γιατί
είναι άσχετος με τη δουλειά». β. δεν έχει καμιά ανάμειξη με την υπόθεση,
ιδίως παράνομη, που έγινε ή που κουβεντιάζουμε: «δεν υπάρχει λόγος να τον
κατηγορούμε άδικα, γιατί είναι άσχετος με τη δουλειά»·
- είναι
βλαστήμια η δουλειά ή η δουλειά είναι βλαστήμια, η εργασία, ιδίως
τεχνική ή κατασκευαστική, είναι πάρα πολύ δύσκολη, πάρα πολύ κουραστική (που,
όταν δηλ. την κάνει αυτός που την έχει αναλάβει, βλαστημάει συνέχεια από τις
δυσκολίες που παρουσιάζει ή από την κούραση που υφίσταται): «τη θεώρησα εύκολη,
όταν την ανέλαβα, αλλά στην πορεία της ανακάλυψα πως είναι βλαστήμια η δουλειά»·
- είναι
βρόμα η δουλειά ή η δουλειά είναι βρόμα, δεν είναι τίμια, είναι
παράνομη, και ως εκ τούτου επιφέρει ποινικές κυρώσεις: «εγώ δεν παίρνω μέρος
γιατί, απ’ ότι φαίνεται, η δουλειά είναι βρόμα»·
- είναι
γαμήσι η δουλειά ή η δουλειά είναι γαμήσι, η εργασία, ιδίως τεχνική
ή κατασκευαστική, είναι μπερδεμένη και δύσκολη, με πολλά και συνεχιζόμενα:
«όταν την ανέλαβα, είχα την εντύπωση πως ήταν εύκολη, αλλά στην πορεία
αποδείχθηκε πως είναι γαμήσι η δουλειά»·
- είναι
για πέταμα η δουλειά ή η δουλειά είναι για πέταμα, η εργασία, ιδίως
τεχνική ή καλλιτεχνική, δεν είναι αποδεκτή, είναι απαράδεκτη: «ήταν μέσα στην
προθεσμία που συμφωνήσαμε, αλλά είναι για πέταμα η δουλειά που μου έφερε»·
- είναι
για τα σκουπίδια η δουλειά ή η δουλειά είναι για τα σκουπίδια, βλ.
φρ. είναι για πέταμα η δουλειά·
-
είναι διάβολος στη δουλειά του, είναι
ικανότατος στη δουλειά του: «όχι μόνο είναι πολύ εργατικό παιδί, αλλά είναι και
διάβολος στη δουλειά του»·
- είναι
δική μου δουλειά, α. είναι της αρμοδιότητάς μου, είναι μέσα στα
καθήκοντά μου: «ο έλεγχος της κάθε βάρδιας είναι δική μου δουλειά». β. είναι
προσωπική μου υπόθεση: «είναι δική μου δουλειά πώς θα ενεργήσω για να βγω απ’
την κρίση». (Τραγούδι: και δουλειά δικιά μου και πολύ μαγκιά μου κι
ας με τρώει χρόνια αυτός ο φόβος. Στου σκοινιού τη μέση κι όλοι λεν, θα πέσει
μα ποτέ δεν πέφτει αυτός, ο Γιώργος).Πολλές φορές, μετά το ρ. της
φρ., ακολουθεί για περισσότερη έμφαση το εντελώς ή το καθαρά·
- είναι
δουλειά αυτή! βλ. φρ. δουλειά είναι αυτή(!)·
- είναι
δουλειά (του τάδε), α. η πράξη για την οποία γίνεται λόγος, και που
είναι κακή, επιβλαβής ή παράνομη, έγινε από τον τάδε: «η πρόκληση της πυρκαγιάς
είναι δουλειά των εμπρηστών || η ληστεία είναι σίγουρα δουλειά του τάδε». β.
η επιχείρηση για την οποία γίνεται λόγος, ανήκει στον τάδε: «όλο αυτό το
συγκρότημα που βλέπεις, είναι δουλειά του τάδε». γ. είναι υποχρέωση ή
καθήκον του τάδε: «οι παραγγελίες του εργοστασίου είναι δουλειά του τάδε»·
- είναι
εξπέρ στη δουλειά του, είναι πολύ ειδικός, ιδίως στην τέχνη που εξασκεί ή
στο επάγγελμά του: «στα υδραυλικά ο τάδε είναι εξπέρ στη δουλειά του || όσον
αφορά στα μηχανολογικά, είναι εξπέρ στη δουλειά του»·
- είναι
η καλύτερη δουλειά, έκφραση επιδοκιμασίας γι’ αυτό με το οποίο ασχολείται
κάποιος και που τον συμφέρει ή του αρέσει: «να εισπράττεις κάθε μήνα τα νοίκια,
είναι η καλύτερη δουλειά || να πηγαίνεις το πρωί να πίνεις τον καφέ σου σ’ ένα
απ’ τα μπαράκια της παραλίας, είναι η καλύτερη δουλειά». (Τραγούδι: δώσ’ μου
πολλά φιλιά, αμέτρητα τρελά κι εγώ βασίλισσα θα σ’ έχω στην καρδιά μου μην
τσιγκουνεύεσαι, μόνο να σκέφτεσαι πως τα φιλιά είν’ η καλύτερη δουλειά)·
- είναι
καζίκι η δουλειά ή η δουλειά είναι καζίκι, βλ. φρ. είναι μανίκι η
δουλειά·
- είναι
κάλμα η δουλειά ή είναι κάλμα οι δουλειές, βλ. φρ. είναι σπασμένη
η δουλειά·
- είναι καλμαρισμένη η δουλειά ή
είναι καλμαρισμένες οι δουλειές, βλ. φρ. είναι σπασμένη η δουλειά·
-
είναι λαμόγια η δουλειά ή
η δουλειά είναι λαμόγια, είναι ύποπτη, παράνομη: «πρόσεχε να μην
μπλέξεις, γιατί είναι λαμόγια η δουλειά || μόλις κατάλαβε πως η δουλειά είναι
λαμόγια, διέλυσε το συνεταιρισμό»·
- είναι
λεοντάρι στη δουλειά, δουλεύει σκληρά και ακούραστα. (Λαϊκό τραγούδι: είμ’
εργάτης τιμημένος , όπως όλ’ η εργατιά, και τεχνίτης ξακουσμένος, λεοντάρι
στη δουλειά)·
- είναι
λούκι η δουλειά ή η δουλειά είναι λούκι, η δουλειά ή η υπόθεση είναι
τόσο δύσκολη, που, αν μπλέξει κανείς, δε θα μπορέσει να ξεμπλέξει εύκολα: «μην
πάρεις μέρος, γιατί είναι λούκι η δουλειά»·
- είναι μανίκι η δουλειά ή η
δουλειά είναι μανίκι, είναι πολύ δύσκολη, παρουσιάζει μεγάλες δυσκολίες:
«νόμιζα πως ήταν εύκολη, όταν την ανέλαβα, αλλά στην πορεία κατάλαβα πως η
δουλειά είναι μανίκι»·
- είναι
οικογενειακή μας δουλειά, η υπόθεση ή η διένεξη είναι αποκλειστικά θέμα της
οικογένειάς μας: «δε θέλω να μπερδεύεσαι, γιατί αυτό που μας απασχολεί είναι
οικογενειακή μας δουλειά». Πολλές φορές, για περισσότερη έμφαση μετά το ρ. της
φρ. ακολουθεί το καθαρά· βλ. και φρ. οικογενειακή δουλειά·
- είναι
παιχνιδάκι (παιχνίδι) η δουλειά, ή η δουλειά είναι παιχνιδάκι
(παιχνίδι), η δουλειά ή η υπόθεση γίνεται με μεγάλη ευκολία, είναι
πανεύκολη: «θα σου την τελειώσω πολύ πιο γρήγορα απ’ ό,τι σου υποσχέθηκα, γιατί
είναι παιχνιδάκι η δουλειά || μόλις κατάλαβε πως η δουλειά είναι παιχνιδάκι,
έκανε πώς και πώς για να την αναλάβει»·
- είναι
παραμύθι η δουλειά ή η δουλειά είναι παραμύθι, α. αυτό που
αναφέρεται ή προτείνεται είναι εντελώς ψέμα: «μην πιστεύεις πως θα σε βοηθήσει,
γιατί είναι παραμύθι η δουλειά». β. η ενέργεια που γίνεται, έχει ως
κύριο σκοπό την παραπλάνηση ή την εξαπάτηση κάποιου ή κάποιων: «μου ζητούσε να
συνεταιριστούμε για να κάνουμε εισαγωγές, αλλά κατάλαβα πως όλη η δουλειά είναι
παραμύθι και πως το μόνο που ήθελε ήταν να μου φάει τα λεφτά»·
- είναι
πεθαμένη η δουλειά ή είναι πεθαμένες οι δουλειές, παρατηρείται
ανυπαρξία εμπορικών συναλλαγών, υπάρχει πλήρης στασιμότητα στην αγορά, δε
γίνεται καθόλου αλισβερίσι: «απ’ τη στιγμή που η μια απεργία διαδέχεται την
άλλη, πώς να μην είναι πεθαμένες οι δουλειές!»·
- είναι
πεθαμός η δουλειά ή
η δουλειά είναι πεθαμός, είναι πολύ κουραστική, είναι εξαντλητική: «μόνο
όποιος έχει δουλέψει στις οικοδομές, ξέρει πως είναι πεθαμός η δουλειά»·
- είναι πεσμένη η δουλειά ή
είναι πεσμένες οι δουλειές, βλ. φρ. είναι σπασμένη η δουλειά·
-
είναι σατανάς στη δουλειά του, βλ.
φρ. είναι διάβολος στη δουλειά του·
- είναι
σιγουρεμένη η δουλειά ή η δουλειά είναι σιγουρεμένη, α. η
δουλειά ή η υπόθεση έχει εξασφαλισμένη επιτυχία: «είναι σιγουρεμένη η δουλειά,
γι’ αυτό θα την αναλάβω || απ’ τη στιγμή που ανέλαβε ο τάδε δικηγόρος, είναι
σιγουρεμένη η δουλειά». β. είναι σίγουρο ότι θα μας ανατεθεί: «δεν έχω
καμιά ανησυχία, γιατί είναι σιγουρεμένη η δουλειά»·
-
είναι σίγουρη δουλειά ή
η δουλειά είναι σίγουρη, είναι δουλειά που δεν υπάρχει περίπτωση να
αποτύχει και που θα αποδώσει οπωσδήποτε κέρδη: «ρίξε όσα λεφτά θέλεις σ’ αυτή
τη δουλειά, γιατί είναι σίγουρη δουλειά || απ’ τη στιγμή που κατάλαβε πως είναι
σίγουρη η δουλειά, δε δίστασε να βάλει τα λεφτά του»·
- είναι σκοτωμένη η δουλειά ή
είναι σκοτωμένες οι δουλειές, βλ. φρ. είναι πεθαμένη η δουλειά·
- είναι
σκυλί στη δουλειά,, δουλεύει ακούραστα: «ό,τι δουλειά και να του δώσεις δε
λέει ποτέ όχι, γιατί είναι σκυλί στη δουλειά || δεν τον είδα ποτέ να
κουράζεται, γιατί είναι σκυλί στη δουλειά»·
- είναι
σκυλί στη δουλειά του, προσέχει πάρα πολύ τη δουλειά του, είναι πολύ
αυστηρός σε θέματα που έχουν σχέση με η δουλειά του: «όταν έχει δουλειά, δε
θέλει να τον ενοχλούν, γιατί είναι σκυλί στη δουλειά του». Από την εικόνα του
σκυλιού-φύλακα·
- είναι σπασμένη η δουλειά ή
είναι σπασμένες οι δουλειές, δεν παρουσιάζει ικανοποιητική εισπρακτική
κίνηση, δε γίνονται πολλές συναλλαγές, αρκετό αλισβερίσι: «κάθε καλοκαίρι είναι
σπασμένη η δουλειά || όταν είναι σπασμένες οι δουλειές, βρίσκει την ευκαιρία να
κάνει κανένα ταξιδάκι»·
-
είναι σπεσιαλίστας στη δουλειά του, είναι πολύ εξειδικευμένος στη δουλειά
που κάνει, και για το λόγο αυτό φέρνει πάντα το σωστό αποτέλεσμα: «το
αυτοκίνητό μου το πηγαίνω στον τάδε μηχανικό, γιατί είναι σπεσιαλίστας στη
δουλειά του || αν θέλεις να βγάλεις το διαζύγιό σου με τις μικρότερες απώλειες,
να προτιμήσεις τον τάδε δικηγόρο, γιατί είναι σπεσιαλίστας στη δουλειά του»·
- είναι
στάνταρ δουλειά ή είναι δουλειά στάνταρ, η δουλειά για την οποία
γίνεται λόγος, είναι σίγουρη, σταθερή: «μια θέση στο δημόσιο είναι στάνταρ
δουλειά»·
- είναι
στάνταρ η δουλειά ή η δουλειά είναι στάνταρ, είναι δουλειά που δεν
έχει φόβο αποτυχίας, που σίγουρα θα αποφέρει κέρδος: «πρέπει να πάρεις κι εσύ
μέρος στο συνεταιρισμό που σου πρότειναν, γιατί είναι στάνταρ η δουλειά || όταν
καταλάβει πως η δουλειά είναι στάνταρ, δεν την αφήνει με τίποτα να του ξεφύγει»·
βλ. και φρ. είναι στάνταρ δουλειά·
- είναι
στημένη δουλειά ή είναι δουλειά στημένη, η δουλειά, ιδίως εμπορική ή
τεχνική, είναι εν λειτουργία: «θα ρίξουμε λίγα λεφτουδάκια και θα πάρουμε
πόντους, γιατί είναι στημένη δουλειά || μόνο αν είναι δουλειά στημένη,
ενδιαφέρεται να πάρει κάποια μετοχή»· βλ. και φρ. είναι στημένη η δουλειά·
- είναι
στημένη η δουλειά ή είναι η δουλειά στημένη, είναι προσχεδιασμένη με
τέτοιον τρόπο, ώστε να εκτεθεί, να αποτύχει ή να πάθει κακό κάποιος: «μην
πάρεις μετοχές της τάδε εταιρείας, γιατί είναι στημένη η δουλειά και θα χάσεις
τα λεφτά σου || μόλις κατάλαβε πως ήταν η δουλειά στημένη, τα μάζεψε και την
κοπάνησε»· βλ. και φρ. είναι στημένη δουλειά·
-
είναι στρωμένη δουλειά ή
είναι δουλειά στρωμένη, η δουλειά, ιδίως εμπορική ή τεχνική, είναι εν
λειτουργία και εξελίσσεται ομαλά και από άποψη λειτουργίας και από άποψη
κέρδους: «θα πάρω μερικές μετοχές, γιατί είναι στρωμένη δουλειά και δεν έχω να
φοβάμαι τίποτα || απ’ τη στιγμή που είναι δουλειά στρωμένη, σου συνιστώ
ανεπιφύλακτα να πάρεις κι εσύ μερικές μετοχές»·
- είναι
τζόγος η δουλειά ή η δουλειά είναι τζόγος, δουλειά ή υπόθεση που η
επιτυχία της εξαρτάται από την τύχη: «εγώ δε θα πάρω μέρος σ’ αυτό το
συνεταιρισμό, γιατί βλέπω πως είναι τζόγος η δουλειά || όταν καταλάβει πως η
δουλειά είναι τζόγος, τα μαζεύει και φεύγει»·
- είναι
της δουλειάς, α. συμμετέχει στη δουλειά που πραγματοποιείται ή
συζητείται, συνήθως ύποπτη ή παράνομη ή ανήκει στον ίδιο παράνομο κύκλο: «μίλα
ελεύθερα μπροστά του, γιατί ο τύπος είναι της δουλειάς». β. είναι
γνώστης ή κατέχει τη δουλειά ή την τέχνη που συζητείται: «αν θέλεις, να
ρωτήσουμε και τον τάδε που είναι της δουλειάς»·
- είναι
της δουλειάς μου, ανήκει στη δούλεψή μου, στην επιχείρησή μου, στο εργατικό
ή υπαλληλικό μου προσωπικό: «όποιος είναι της δουλειάς μου, μπορεί να περάσει
χωρίς ιδιαίτερες διατυπώσεις»·
- είναι
τρέλα δουλειά, εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, που έγινε με πολλή
τέχνη και πολύ μεράκι και που ικανοποιεί απόλυτα: «είναι τρέλα δουλειά αυτή που
μου ’κανε ο μηχανικός που μου σύστησες»· βλ. και φρ. είναι τρέλα η δουλειά·
- είναι
τρέλα η δουλειά ή η δουλειά είναι τρέλα, α. εγχείρημα
παράτολμο, επικίνδυνο: «μην επιχειρήσεις να κάνεις αυτό που σκέφτεσαι, γιατί
είναι τρέλα η δουλειά». β. επικρατεί μεγάλη φασαρία, ιδίως από αθρόα
προσέλευση πελατών: «κάθε Σάββατο στο σούπερ μάρκετ που δουλεύω η δουλειά είναι
τρέλα»· βλ. και φρ. είναι τρέλα δουλειά·
- είναι
τσακάλι στη δουλειά, δουλεύει ακούραστα: «αυτός ο άνθρωπος δε θα πεινάσει
ποτέ, γιατί είναι τσακάλι στη δουλειά»·
- είναι
τσακάλι στη δουλειά του, είναι ικανότατος στη δουλειά που κάνει: «σε
μηχανολογικά θέματα δεν μπορεί κανείς να τον ξεγελάσει, γιατί είναι τσακάλι στη
δουλειά του»·
- είναι
τσιβί η δουλειά ή η δουλειά είναι τσιβί, βλ. φρ. είναι καζίκι η
δουλειά·
- είναι
τυφλοσούρτης η δουλειά ή η δουλειά είναι τυφλοσούρτης, εργασία,
ιδίως τεχνική, που γίνεται μηχανικά και χωρίς κόπο: «τελείωσα στο άψε σβήσε
αυτό που μου ανέθεσε να κάνω, γιατί η δουλειά ήταν τυφλοσούρτης || όταν η
δουλειά είναι τυφλοσούρτης, τελειώνει στο τάκα τάκα»·
- είναι
ψώνιο δουλειά, εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, που έγινε με πολλή
τέχνη και πολύ μεράκι και που ικανοποιεί απόλυτα: «στην τάδε γκαλερί παρουσιάζει
τα τελευταία του έργα, που είναι ψώνιο δουλειά»·
- είναι
ψώνιο με τη δουλειά, βλ. συνηθέστ. έχει ψώνιο με τη δουλειά·
- είναι
ψώνιο με τη δουλειά του, βλ. συνηθέστ. έχει ψώνιο με τη δουλειά του·
-
έκανα κώλο τη δουλειά,
α. η δουλειά από κακό υπολογισμό ή από κακή διαχείρισή μου, παρουσιάζει
σοβαρές δυσκολίες και υπάρχει κίνδυνος να αποτύχει: «ακολούθησα τις συμβουλές
του τάδε κι έκανα κώλο τη δουλειά». β. έκανα κακόγουστη, κακότεχνη
δουλειά, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική: «βιάστηκα να τελειώσω τα σχέδια της
οικοδομής κι έκανα κώλο τη δουλειά»·
- έκανα
λάσπη τη δουλειά, βλ. φρ. έκανα κώλο τη δουλειά·
- έκανα
μαϊμού τη δουλειά, την ανέλαβα με μυστικές ή μη διαφανείς διαδικασίες, μου
την ανέθεσαν, χωρίς να προηγηθεί δημόσιος διαγωνισμός ή χατιρικά, γιατί είχα
κάποιον γνωστό ή κάποια άλλη πρόσβαση στα κέντρα αποφάσεων: «είχα ένα γνωστό
βουλευτή κι έκανα μαϊμού τη δουλειά»·
- έκανα
μαμούκαλα τη δουλειά, βλ. συνηθέστ. έκανα κώλο τη δουλειά·
-
έκανα μαντάρα τη δουλειά, βλ.
φρ. έκανα μπάχαλο τη δουλειά·
- έκανα μουνί καλλιγραφίας τη
δουλειά, βλ. φρ. έκανα μουνί καπέλο τη δουλειά·
- έκανα
μουνί καπέλο τη δουλειά, α. από κακό υπολογισμό ή από κακή
διαχείρισή μου, παρουσιάζει πολύ σοβαρές δυσκολίες και υπάρχει κίνδυνος να
αποτύχει εντελώς: «κάποια στιγμή το ’ριξα στα γλέντια και στις διασκεδάσεις κι
έκανα μουνί καπέλο τη δουλειά». β. έκανα πολύ κακότεχνη, πολύ κακόγουστη
δουλειά, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική: «βιαζόμουν να τελειώσω τα σχέδια της
οικοδομής κι έκανα μουνί καπέλο τη δουλειά»·
- έκανα
μουνί τη δουλειά, βλ. συνηθέστ. έκανα κώλο τη δουλειά·
- έκανα μπάχαλο τη δουλειά, αποδιοργάνωσα
τελείως μια δουλειά ή μια υπόθεση, την μπέρδεψα τόσο, με αποτέλεσμα να
κινδυνεύει να αποτύχει, ή τη χρεοκόπησα: «είχα το μυαλό μου όλο στα γλέντια κι
έκανα μπάχαλο τη δουλειά»·
- έκανα
μπουρδέλο τη δουλειά, βλ. φρ. έκανα μπάχαλο τη δουλειά·
- έκανα
μύλο τη δουλειά, αναστάτωσα, μπέρδεψα μια δουλειά, επιχείρηση ή υπόθεση σε
τέτοιο βαθμό, που δεν μπορεί πια κανείς να βρει άκρη: «τον τελευταίο καιρό είχα
συνέχεια το νου μου στα γλέντια και τις διασκεδάσεις κι έκανα μύλο τη δουλειά
|| θέλησα να μεσολαβήσω για να συμβιβαστούν, αλλά από κακό χειρισμό έκανα μύλο
τη δουλειά και τώρα βρίσκονται στα δικαστήρια»·
- έκανα
νιανιά τη δουλειά, την έφερα σε τέτοια κατάσταση, που δεν παρουσιάζει πια κανένα
ενδιαφέρον, που να είναι πια άχρηστη, αποτυχημένη: «θέλησα να χρησιμοποιήσω
νέες μεθόδους κι έκανα νιανιά τη δουλειά»·
- έκανα
σαν τα μούτρα μου τη δουλειά, έκανα κακόγουστη, κακότεχνη δουλειά, ιδίως
τεχνική ή καλλιτεχνική: «βιάστηκα να παραδώσω τα σχέδια στον πελάτη μου κι
έκανα σαν τα μούτρα μου τη δουλειά»·
- έκανα
σαν τον κώλο μου τη δουλειά, βλ. συνηθέστ. έκανα σαν τα μούτρα μου τη
δουλειά·
- έκανα
σκατά τη δουλειά, βλ. φρ. έκανα κώλο τη δουλειά·
- έκανα
σούπα τη δουλειά, την αποδιοργάνωσα τόσο, που δεν παρουσιάζει πια κανένα
ενδιαφέρον και, κατ’ επέκταση, τη χάλασα, την κατέστρεψα: «θέλησα να εφαρμόσω
νέες μέθοδες στην επιχείρηση κι έκανα σούπα τη δουλειά·
- έκανα
τουρλού τη δουλειά, μπέρδεψα τόσο πολύ μια δουλειά ή μια υπόθεση, που
κινδυνεύει ν’ αποτύχει: «δεν ξαναπιάστηκα με παρόμοια κατασκευή κι έκανα
τουρλού τη δουλειά || δεν ήμουν γνώστης της υπόθεσης κι έκανα τουρλού τη
δουλειά»·
- έκανα
τουρσί τη δουλειά, βλ. φρ. έκανα τουρλού τη δουλειά·
- έκατσε
η δουλειά ή έκατσαν οι δουλειές, βλ. φρ. κάθισε η δουλειά·
- έκλεισαν
οι δουλειές ή έκλεισε η δουλειά, ενώ εξελισσόταν ομαλά η εμπορική
κίνηση, για κάποιο λόγο παρουσιάζει κάμψη ή πλήρη στασιμότητα: «τον τελευταίο
καιρό, με τις αλλεπάλληλες απεργίες που γίνονται, έκλεισαν οι δουλειές»·
- έκλεισε
η δουλειά, α. συμφωνήθηκε: «μετά από πολύωρες διαπραγματεύσεις
έκλεισε η δουλειά». β. χρεοκόπησε ή για διάφορους λόγους έπαψε να
υπάρχει: «πράγματι, υπήρχε στη γωνιά ένα εμπορικό, αλλά είναι μήνες τώρα που
έκλεισε η δουλειά, γιατί αυτός που την είχε, ήθελε να κάνει μεγάλη ζωή ||
όντως, υπήρχε ένα ψιλικατζίδικο απέναντι απ’ το περίπτερο, αλλά έκλεισε η
δουλειά, γιατί αυτός που την είχε, βγήκε στη σύνταξη»·
- έκοψαν
οι δουλειές ή έκοψε η δουλειά, βλ. φρ. έσπασαν οι δουλειές·
- έμεινε
πίσω η δουλειά ή η δουλειά έμεινε πίσω, α. η δουλειά, τεχνική
ή κατασκευαστική, για διάφορους λόγους καθυστέρησε να προχωρήσει με
ικανοποιητικό ρυθμό: «έκαναν απεργία οι εργάτες του κι έμεινε πίσω η δουλειά ||
καθυστέρησαν να του στείλουν τα υλικά που παράγγειλε κι έμεινε πίσω η δουλειά».
β. για διάφορους λόγους η υπόθεση καθυστέρησε να διεκπεραιωθεί: «έλειπε
ο διευθυντής, που ήταν να υπογράψει την έγκριση του δανείου μου, κι έμεινε πίσω
η δουλειά»·
- ενός
λεπτού δουλειά, χίλια χρόνια ανεμελιά, λέγεται στην περίπτωση που, ενώ
μπορούμε να επιδιορθώσουμε ή να επισκευάσουμε κάτι σε πολύ σύντομο χρονικό
διάστημα και να ξεγνοιάσουμε μια και καλή από αυτό, εντούτοις, το αφήνουμε και
μας ταλαιπωρεί, χωρίς να επεμβαίνουμε: «είχα μήνες το καζανάκι στο μπάνιο με
διαρροή και μας εκνεύριζε με το θόρυβο που έκανε, ώσπου φώναξα έναν υδραυλικό
και μέσα σε δυο τρία λεπτά το επιδιόρθωσε κι ησύχασα. -Ενός λεπτού δουλειά,
χίλια χρόνια ανεμελιά»·
- εξωτερικές
δουλειές ή εξωτερική δουλειά, απασχόληση εκτός του χώρου της
επιχείρησης, ιδίως εκτός του χώρου κάποιου γραφείου: «έχω προσλάβει στο γραφείο
κι έναν νεαρό για τις εξωτερικές δουλειές»·
- έπαθα
μια δουλειά που ήταν όλη δική μου, μου συνέβη κάτι πολύ επιζήμιο·
- έπεσαν
οι δουλειές ή έπεσε η δουλειά, βλ. συνηθέστ. έσπασαν οι δουλειές·
- έπεσε
δουλειά, παρατηρείται αυξημένη εμπορική κίνηση ή άλλη εμπορική συναλλαγή,
γίνεται ικανοποιητικό αλισβερίσι: «το καλοκαίρι με τους τουρίστες έπεσε
δουλειά»·
- έπεσε
δουλειά με το τσουβάλι, παρατηρείται πολύ έντονη και συνεχής εμπορική
κίνηση ή άλλη εμπορική συναλλαγή, γίνεται πολύ ικανοποιητικό αλισβερίσι: «κατά
τη διάρκεια των γιορτών έπεσε δουλειά με το τσουβάλι»·
- έπεσε
έξω η δουλειά ή η δουλειά έπεσε έξω, χρεοκόπησε είτε από έλλειψη
συναλλαγών είτε από κακή οργάνωση είτε από κακό χειρισμό: «έπεσε έξω η δουλειά,
γιατί, μόλις την ξεκίνησε, άρχισαν οι απεργίες και οι καταλήψεις των δρόμων ||
η δουλειά έπεσε έξω, γιατί ο καθένας απ’ τους συνεταίρους, έκανε του κεφαλιού
του!»·
- έσπασαν οι δουλειές ή έσπασε
η δουλειά, παρατηρείται κάμψη της εμπορικής κίνησης ή άλλης εμπορικής
συναλλαγής: «τον τελευταίο καιρό, με όλη αυτή την κοινωνική αναταραχή που
υπάρχει, έσπασε η δουλειά»·
- έτσι
την είδα τη δουλειά ή έτσι την έχω δει τη δουλειά, βλ. φρ. έτσι
την έκοψα τη δουλειά·
-
έτσι την έκοψα τη δουλειά ή
έτσι την έχω κόψει τη δουλειά, έτσι υπολογίζω, υποθέτω πως πρέπει να
είναι η υπόθεση ή η κατάσταση για την οποία γίνεται λόγος: «πολλά μαλώματα,
πολλές γκρίνιες, να δεις πως θα πάνε για χωρισμό, γιατί έτσι την έχω κόψει τη
δουλειά». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εγώ ή το εγώ πάντως·
-
ευκαιριακή δουλειά, απασχόληση
ή δουλειά που δεν είναι μόνιμη, συστηματική, αλλά που γίνεται, όταν
παρουσιαστεί η ευκαιρία: «του ’τυχε μια ευκαιριακή δουλειά και τρέχει να την
τελειώσει»·
- εύκολη
δουλειά είναι! λέγεται με ειρωνική διάθεση και δηλώνει ότι η υπόθεση για
την οποία γίνεται λόγος, δεν είναι καθόλου εύκολη: «για να συνεχιστεί η
δουλειά, χρειάζονται επειγόντως δέκα εκατομμύρια. -Εύκολη δουλειά είναι!».
Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμ και άλλοτε η φρ. κλείνει με το νομίζεις,
ενώ υπάρχουν και φορές που της φρ. προτάσσεται το εμ και κλείνει
ταυτόχρονα με το νομίζεις·
- έφυγε
η δουλειά απ’ τα χέρια μου ή έφυγε απ’ τα χέρια μου η δουλειά, η
δουλειά ή η υπόθεση δε βρίσκεται πια υπό τον έλεγχό μου, δε βρίσκεται πια στη
δικαιοδοσία μου: «πρέπει ν’ αποταθείτε στο τάδε γραφείο, γιατί έφυγε απ’ τα
χέρια μου η δουλειά»·
- έχει
ακόμα δουλειά ή έχει δουλειά ακόμα, α. εξακολουθεί να μη
διαθέτει ελεύθερο χρόνο, εξακολουθεί να είναι απασχολημένος: «δε θα ’ρθει μαζί
μας, γιατί έχει ακόμα δουλειά». β. (ιδίως για τεχνικό ή καλλιτεχνικό
έργο) βλ. φρ. θέλει ακόμα δουλειά·
- έχει
δουλειές με λοφίο, βλ. συνηθέστ. έχει δουλειές με φούντες·
- έχει
δουλειές με φούντες, α. έχει συνεχή, ασταμάτητη δουλειά: «άνοιξε ένα
φαστφουντάδικο στην καρδιά της αγοράς κι έχει δουλειές με φούντες». β. (ειρωνικά)
δημιούργησε διάφορες ενοχλητικές υποθέσεις ή καταστάσεις με κακές συνέπειες σε
βάρος του: «τον έμπλεξε ένας απατεώνας σε μια βρομοδουλειά κι έχει τώρα
δουλειές με φούντες, γιατί κάθε τόσο τον καλούν στην αστυνομία». γ. έχει
διάφορες πιεστικές υποθέσεις, που πρέπει οπωσδήποτε να τακτοποιηθούν:
«παντρεύει σε δυο μήνες την κόρη του κι έχει δουλειές με φούντες για να
προλάβει να στήσει το σπιτικό της»·
- έχει
καλή δουλειά, έχει δουλειά που αποδίδει, που αφήνει κέρδος: «ζει άνετα με
την οικογένειά του, γιατί έχει καλή δουλειά»·
- έχει
κόζι η δουλειά, (στη γλώσσα της αργκό) υπάρχει σοβαρή πιθανότητα επιτυχίας,
έχει προϋποθέσεις που, αν τις εκμεταλλευτούμε σωστά, υπάρχει σοβαρή πιθανότητα
επιτυχίας: «εγώ θα πάρω μέρος, γιατί βλέπω πως έχει κόζι η δουλειά»·
- έχει
μέλλον ακόμα αυτή η δουλειά, μπορεί για μεγάλο ακόμα χρονικό διάστημα να
αποφέρει κέρδη: «χαζός είμαι να την κλείσω, αφού έχει μέλλον ακόμα αυτή η
δουλειά»·
- έχει
μέλλον ακόμα η δουλειά, πρέπει να περάσει ακόμα καιρός για να περατωθεί ή
για να δώσει καρπούς: «μη σκέφτεσαι από τώρα κέρδη, γιατί έχει μέλλον ακόμα η
δουλειά»·
- έχει
μέλλον η δουλειά ή η δουλειά έχει μέλλον, μπορεί να μην αποδίδει
αρκετά τώρα, που βρίσκεται ακόμη στο αρχικό της στάδιο, αλλά μελλοντικά
προβλέπεται να είναι πολύ κερδοφόρα: «θα στείλω το γιο μου να μάθει κομπιούτερ,
γιατί έχει μέλλον η δουλειά || μόλις καταλάβει πως η δουλειά έχει μέλλον, δε
διστάζει να ρίξει ένα ποσό, γιατί έχει την υπομονή να περιμένει»·
- έχει
ρίσκο η δουλειά ή η δουλειά έχει ρίσκο, δεν είναι βέβαιη η επιτυχία
της, μπορεί να πετύχει, αλλά μπορεί και να αποτύχει: «σε προειδοποιώ πως έχει
ρίσκο η δουλειά που σκέφτεσαι να κάνεις και να μη λες ύστερα πως δε σε
προειδοποίησα || παρόλο που η συγκεκριμένη δουλειά έχει ρίσκο, αποφάσισε να την
κάνει»·
- έχει
σιγουρεμένη δουλειά ή έχει δουλειά σιγουρεμένη, έχει σταθερή θέση
εργασίας ή σταθερή πελατεία: «κατάφερε ο πατέρας του και τον έβαλε στο δημόσιο
κι έτσι έχει σιγουρεμένη δουλειά || βρήκε έτοιμο μαγαζί απ’ τον πατέρα του κι
έχει δουλειά σιγουρεμένη»·
- έχει
σίγουρη δουλειά ή έχει δουλειά σίγουρη, έχει μόνιμη θέση εργασίας:
«απ’ τη στιγμή που είναι στο δημόσιο, έχει σίγουρη δουλειά»·
- έχει
σκαμπανεβάσματα η δουλειά ή η δουλειά έχει σκαμπανεβάσματα, α. η
δουλειά, ιδίως εμπορική, δεν έχει μια σταθερή κίνηση, γιατί άλλοτε παρατηρείται
πολλή δουλειά, άλλοτε λίγη και άλλοτε καθόλου: «δεν ξέρει πόσο προσωπικό να
κρατήσει, γιατί έχει σκαμπανεβάσματα η δουλειά». β. η δουλειά, ιδίως
εμπορική, έχει επιτυχίες και αποτυχίες, παρουσιάζει κέρδη και ζημίες: «όταν η
δουλειά έχει σκαμπανεβάσματα, πρέπει να ’χεις πάντα ένα χρηματικό απόθεμα για
κάποια δύσκολη στιγμή»· βλ. και φρ. σκαμπανεβάζει η δουλειά·
- έχει
σταθερή δουλειά ή έχει δουλειά σταθερή, έχει μόνιμη θέση εργασίας
και δεν υπάρχει φόβος να απολυθεί ή έχει συνεχή δουλειά, συνεχή πελατεία, χωρίς
να υπάρχει κίνδυνος να τη χάσει: «ο κάθε δημόσιος υπάλληλος έχει σταθερή
δουλειά και δε φοβάται τι θα ξημερώσει αύριο || έστησε ένα φαστφουντάδικο στο
κέντρο της αγοράς κι έχει δουλειά σταθερή»·
- έχει
στάνταρ δουλειά ή έχει δουλειά στάνταρ, α. έχει σίγουρη,
σταθερή θέση εργασίας: «απ’ τη στιγμή που είναι στο δημόσιο έχει στάνταρ
δουλειά». β. έχει σταθερή δουλειά από άποψη πελατείας: «κάθε μήνα κόβει
καλά λεφτά, γιατί έχει δουλειά στάνταρ»·
- έχει
στημένη δουλειά ή έχει δουλειά στημένη, έχει κάποια εμπορική ή
τεχνική επιχείρηση που βρίσκεται από καιρό εν ενεργεία: «είναι χαρούμενος,
γιατί η κόρη του βρήκε ένα καλό παιδί, που έχει και στημένη δουλειά || απ’ τη
στιγμή που έχει δουλειά στημένη, μπορεί ν’ αρχίσει να σκέφτεται και το γάμο»·
- έχει
στρωμένη δουλειά ή έχει δουλειά στρωμένη, έχει κάποια εμπορική ή
τεχνική επιχείρηση που εξελίσσεται ομαλά, χωρίς δυσκολίες ή δυσλειτουργίες:
«αυτόν να μην τον λυπάσαι, γιατί έχει στρωμένη δουλειά κι έχει βάλει το καπέλο
του στραβά || είναι ο πιο ήρεμος της παρέας μας, γιατί έχει δουλειά στρωμένη κι
όλα πηγαίνουν μια χαρά»·
- έχει
τρέλα δουλειά, βλ. συνηθέστ. έχει ψώνιο δουλειά·
- έχει
τρέλα με τη δουλειά ή έχει με τη δουλειά τρέλα, βλ. συνηθέστ. έχει
ψώνιο με τη δουλειά·
- έχει
τρέλα με τη δουλειά του ή έχει με τη δουλειά του τρέλα, βλ.
συνηθέστ. έχει ψώνιο με τη δουλειά του·
- έχει
φαΐ η δουλειά, βλ. φρ. έχει ψωμί η δουλειά·
- έχει
ψαχνό η δουλειά, βλ. συνηθέστ. έχει ψωμί η δουλειά·
-
έχει ψητό η δουλειά, βλ.
φρ. έχει ψωμί η δουλειά·
-
έχει ψωμί η δουλειά, η
δουλειά παρουσιάζει έντονο οικονομικό ενδιαφέρον, είναι πολύ κερδοφόρα: «θέλω
να πάρω κι εγώ μέρος σ’ αυτόν το συνεταιρισμό, γιατί βλέπω πως έχει ψωμί η
δουλειά·
- έχει
ψώνιο δουλειά, α. έχει υπερβολική δουλειά: «έχει ένα μπαράκι σ’ ένα
νησί και κάθε καλοκαίρι έχει ψώνιο δουλειά». β. ασκεί επάγγελμα που
θεωρείται προνομιούχο, που λόγω του ενδιαφέροντός του, ιδίως του οικονομικού,
επιθυμεί ο καθένας: «ο τάδε έχει ψώνιο δουλειά κι όχι σαν κι εσένα, που σέρνεσαι
όλη μέρα μέσ’ στο δρόμο για ένα ξεροκόμματο!»·
- έχει
ψώνιο με τη δουλειά ή έχει με τη δουλειά ψώνιο, είναι πολύ
εργατικός, είναι λάτρης της εργασίας: «είναι το πέμπτο καλοκαίρι που δεν
παίρνει άδεια, γιατί έχει ψώνιο με τη δουλειά και δε θέλει να κάθεται || βρήκα
έναν υπάλληλο, που έχει με τη δουλειά ψώνιο και δουλεύει για δέκα»·
- έχει
ψώνιο με τη δουλειά του ή έχει με τη δουλειά του ψώνιο, είναι πολύ
αφοσιωμένος στη δουλειά του, αγαπάει πολύ τη δουλειά με την οποία ασχολείται:
«κάθεται μέχρι αργά στο μαγαζί του κι όλο κάτι κάνει, γιατί έχει ψώνιο με τη
δουλειά του || ανοίγει το μαγαζί του πρωί πρωί και το κλείνει αργά το βράδυ,
γιατί έχει με τη δουλειά του ψώνιο»·
- έχω
δουλειά, δεν έχω λεύτερο χρόνο, δεν έχω διαθέσιμο καιρό, είμαι
απασχολημένος: «δεν μπορώ να ’ρθω να σε βοηθήσω, γιατί έχω δουλειά»·
- έχω
δουλειά με το τσουβάλι, έχω συνεχή, υπερβολική δουλειά: «την περίοδο των
γιορτών είχα δουλειά με το τσουβάλι»·
- έχω
δουλειά του σκοτωμού, έχω εξαντλητική, εξοντωτική δουλειά: «όλα τα μαγαζιά
κάθονταν κι εγώ είχα δουλειά του σκοτωμού»·
- έχω κάργα δουλειά, βλ.
φρ. είμαι κάργα από δουλειά·
- έχω
νορμάλ δουλειά, α. έχω δουλειά κανονική, φυσιολογική, χωρίς εξάρσεις
ή σκαμπανεβάσματα: «δεν ξέρω αν οι άλλοι δουλεύουν πολύ ή λίγο, εγώ πάντως έχω
νορμάλ δουλειά». β. ασχολούμαι με κάποια δουλειά που δεν παρουσιάζει
ιδιαίτερες δυσκολίες: «είμαι στο λογιστήριο μιας επιχείρησης κι έχω νορμάλ
δουλειά»·
- έχω
σερί δουλειά, έχω συνεχή δουλειά, χωρίς διακοπές: «μετά τη διαφήμιση που
έκανα στην τηλεόραση, έχω σερί δουλειά»·
- έχω
στα σκαριά μια δουλειά, σχεδιάζω, καταστρώνω, προετοιμάζω μια δουλειά: «έχω
στα σκαριά μια δουλειά και θα σου την αποκαλύψω μόλις την ετοιμάσω»·
- έχω
τίγκα δουλειά, βλ. φρ. είμαι τίγκα από δουλειά·
- έχω
τρελή δουλειά ή έχω τρελές δουλειές, έχω πάρα πολύ δουλειά:
«νοίκιασα ένα μπαράκι στο τάδε νησί και κάθε καλοκαίρι έχω τρελή δουλειά»·
- έχω
τρομερή δουλειά, βλ. φρ. έχω τρελή δουλειά·
- έχω
φίσκα δουλειά, βλ.
φρ. είμαι φίσκα από δουλειά·
- έχω
φοβερή δουλειά, βλ.
φρ. έχω τρελή δουλειά·
- ζάβωσε
η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση έπαψε να εξελίσσεται ομαλά, έχει
προβλήματα: «μ’ όλες αυτές τις απεργίες που γίνονται καθημερινά, ζάβωσε η
δουλειά || άλλα συμβούλεψαν το μάρτυρα να πει στη δίκη, άλλα είπε αυτός κι έτσι
ζάβωσε η δουλειά»·
- ζορίζομαι
απ’ τη δουλειά, έχω τόσο πολλή δουλειά, που δυσκολεύομαι να τη φέρω σε
πέρας: «πήρε κι άλλους υπαλλήλους, γιατί ζορίζεται απ’ τη δουλειά»·
- ζορίζομαι
στη δουλειά (μου), αντιμετωπίζω οικονομικές ή άλλες δυσκολίες: «δεν μπορώ
να σου δώσω ούτε δραχμή, γιατί τον τελευταίο καιρό ζορίζομαι στη δουλειά μου»·
- ζόρικη
δουλειά, α. δουλειά που παρουσιάζει δυσκολίες κατά την εξέλιξη ή τη
διεκπεραίωσή της: «μπλέχτηκα σε μια ζόρικη δουλειά και δεν μπορώ να ξεμπλέξω». β.
δουλειά που παρουσιάζει έντονο οικονομικό ενδιαφέρον, που θεωρείται προνομιούχα
ή που μας ταιριάζει πολύ: «μπλέχτηκα σε μια ζόρικη δουλειά και νομίζω πως θα τα
κονομήσω καλά || αυτές είναι ζόρικες δουλειές, κι όχι σαν τη δική σου, που
τραβιέσαι απ’ τ’ άγρια χαράματα μέσα στους δρόμους»·
- ζουμερή
δουλειά, δουλειά ή υπόθεση με σημαντικό κέρδος ή όφελος: «είχε καιρό ν’
ασχοληθεί με παρόμοια ζουμερή δουλειά κι έπεσε με τα μούτρα να την τελειώσει»·
- ζυγιάζω
τη δουλειά, μελετώ προσεκτικά τα υπέρ και τα κατά μιας δουλειάς ή μιας
υπόθεσης, πριν την αναλάβω: «δεν κάνει ποτέ καμιά ενέργεια, αν δε ζυγιάσει
πρώτα καλά τη δουλειά»·
- η
δουλειά γίνεται για να..., η συγκεκριμένη ενέργεια έχει ως κύριο στόχο, στοχεύει
σε...: «όλη η δουλειά γίνεται για να ευαισθητοποιήσουμε τις πλατιές μάζες»·
- η
δουλειά δε θέλει κόπο, θέλει τρόπο, όταν γνωρίζουμε την τεχνική με την
οποία μπορούμε να φέρουμε σε αίσιο τέλος μια δουλειά ή μια υπόθεση, τότε δεν
κοπιάζουμε πολύ και κερδίζουμε περισσότερα: «πάψε να ταλαιπωρείσαι και βρες το
κουμπί της δουλειάς για να την τελειώσεις γρήγορα, γιατί η δουλειά δε θέλει
κόπο, θέλει τρόπο»·
- η
δουλειά δεν είναι ντροπή ή η δουλειά ντροπή δεν έχει, καμιά τίμια
δουλειά δε θίγει την αξιοπρέπεια του ανθρώπου: «δεν ντρέπομαι να κάνω καμιά
τίμια δουλειά, γιατί η δουλειά ντροπή δεν έχει»·
- η
δουλειά έγινε αβαβά ή έγινε αβαβά η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση
ξέφυγε από τη σοβαρότητα που παρουσίαζε και εξελίχθηκε σε ατέλειωτο
κουβεντολόι, είναι μόνο για να γίνεται κουβέντα και όχι πράξη: «απ’ τη στιγμή
που μπερδεύτηκαν ένα σωρό άνθρωποι, ο καθένας με το μακρύ του και το κοντό του,
η δουλειά έγινε αβαβά || απ’ τη στιγμή που έγινε αβαβά η δουλειά, εγώ καλύτερα
να φεύγω, γιατί έχω κι άλλες ασχολίες»·
- η
δουλειά είναι αβαβά ή είναι αβαβά η δουλειά, βλ. φρ. η δουλειά
έγινε αβαβά·
- η
δουλειά είναι για τα πανηγύρια ή είναι για τα πανηγύρια η δουλειά, η
δουλειά, ιδίως κατασκευαστική ή τεχνική, είναι πολύ κακόγουστη, πολύ
κακότεχνη: «η δουλειά είναι για τα πανηγύρια, γι’ αυτό αρνούμαι να την
παραλάβω || δεν ξαναπάω σ’ αυτόν το μηχανικό, γιατί είναι για τα πανηγύρια η
δουλειά που μου παρέδωσε»· βλ. και φρ. πανηγυρ(ι)τζίδικη δουλειά·
- η δουλειά είναι γκαγκάν ή
είναι γκαγκάν η δουλειά, η δουλειά, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, είναι
εξαιρετική: «είμαι πολύ ευχαριστημένος μαζί σου, γιατί η δουλειά που μου
’φερες, είναι γκαγκάν || απ’ τη στιγμή που είναι γκαγκάν η δουλειά που μου
παρέδωσες, θα σε πληρώσω και κάτι παραπάνω απ’ αυτά που συμφωνήσαμε»· βλ. και
λ. γκαγκάν·
- η
δουλειά είναι να..., ο κύριος στόχος μιας ενέργειάς μας αποβλέπει σε…: «η
δουλειά είναι να τα κονομήσουμε, γι’ αυτό άσε τις μεγάλες ιδέες || η δουλειά
είναι να βάλουμε και τον τάδε στο κόλπο, γιατί ξέρει όλα τα κατατόπια»·
- η
δουλειά είναι οκέι ή είναι οκέι η δουλειά, α. η δουλειά ή η
υπόθεση, εξελίχθηκε με επιτυχία, έφτασε σε αίσιο τέλος: «δε θέλω να στενοχωριέσαι
άλλο, γιατί η δουλειά είναι οκέι || είναι οκέι η δουλειά ή θα ’χουμε πάλι
φασαρίες!». β. η εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, έγινε πάνω στις
σωστές προδιαγραφές: «όταν η δουλειά που μου φέρνουν είναι οκέι, τότε κι εγώ
πληρώνω κάτι παραπάνω || για έλεγξε, είναι οκέι η δουλειά ή μήπως θα ’χουμε
τίποτα παρατράγουδα;». γ. η δουλειά ή η υπόθεση δεν παρουσιάζει κανένα
πρόβλημα από άποψη νομιμότητας: «μπορείς να συνεταιριστείς μαζί του, γιατί η
δουλεία είναι όκει || μόνο αν είναι οκέι η δουλειά, θα μπω συνεταίρος, γιατί δε
θέλω μπλεξίματα με τις αστυνομίες»·
- η
δουλειά είναι παλούκι ή είναι παλούκι η δουλειά, η δουλειά, ιδίως
κατασκευαστική ή τεχνική, παρουσιάζει μεγάλες δυσκολίες: «στην αρχή μου φάνηκε
εύκολη, αλλά στην πορεία κατάλαβα πως η δουλειά είναι παλούκι || όταν είναι
παλούκι η δουλειά, βάζει όλες του τις δυνάμεις για να ξεπεράσει κάθε δυσκολία»·
- η
δουλειά θέλει στρωμένο κώλο, απαιτεί αφοσίωση στο έργο και εργατικότητα:
«έχεις αναλάβει μεγάλη ευθύνη, γιατί αυτή η δουλειά θέλει στρωμένο κώλο»·
- η
δουλειά κάνει νερά ή κάνει νερά η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση
αρχίζει να μην πηγαίνει καλά, η εξέλιξή της δεν είναι πια ομαλή, εμφανίζονται
απειλητικά εμπόδια ή προβλήματα και υπάρχει φόβος να αποτύχει: «πολύ φοβάμαι
τον τελευταίο καιρό, γιατί μ’ όλες αυτές τις απεργίες η δουλειά κάνει νερά ||
όταν κάνει νερά η δουλειά, συγκεντρώνεται απάνω της για να βρει τρόπο να τη
διορθώσει». Από την εικόνα της βάρκας που, όταν έχει ρωγμές, βάζει νερά και
κινδυνεύει να βουλιάξει·
- η
δουλειά μου ’ρχεται δεξιά ή οι δουλειές μου ’ρχονται δεξιά, γενικά
οι επαγγελματικές μου υποθέσεις μου έρχονται ευνοϊκά: «τον τελευταίο καιρό,
χτύπα ξύλο, οι δουλειές μου ’ρχονται δεξιά»·
- η
δουλειά να σου ’ρθει δεξιά ή οι δουλειές να σου ’ρθουν δεξιά, ευχή
για την ευόδωση των εργασιών ή των υποθέσεων κάποιου·
- η
δουλειά πάει άσφαλτο ή πάει άσφαλτο η δουλειά, (στη γλώσσα της
αργκό) η δουλειά ή η υπόθεση εξελίσσεται εύκολα, γρήγορα και με επιτυχία: «απ’
τη μέρα που ανέλαβε τη διεύθυνση του εργοστασίου ο τάδε διευθυντής, η δουλειά
πάει άσφαλτο || όταν έχεις τέτοιον διευθυντή στο τιμόνι του εργοστασίου, πάει
άσφαλτο η δουλειά». Από την εικόνα του αυτοκινήτου, που κινείται με σιγουριά
και άνεση σε ασφαλτοστρωμένο δρόμο από ό,τι σε χωματόδρομο·
- η
δουλειά πάει για φούντο ή πάει για φούντο η δουλειά, η δουλειά ή η
υπόθεση εξελίσσεται πολύ άσχημα, προδιαγράφεται ο καταποντισμός της, η
χρεοκοπία της: «αν εξακολουθήσει να δουλεύει με τον ίδιο τρόπο, με μαθηματική
ακρίβεια η δουλειά πάει για φούντο || με τέτοια μεγάλη ζωή που κάνει, πάει για
φούντο η δουλειά»·
- η
δουλειά πάει γόνα ή πάει γόνα η δουλειά, βλ. φρ. η δουλειά πάει
γόνατο·
- η
δουλειά πάει γόνατο ή πάει γόνατο η δουλειά, η δουλειά είναι
ασταμάτητη και προοδεύει, εξελίσσεται συνεχώς: «απ’ τη μέρα που άνοιξε το
μαγαζί του, η δουλειά πάει γόνατο || είναι μέσα στη χαρά του, γιατί τον
τελευταίο καιρό πάει γόνατο η δουλειά». Από την εικόνα του ατόμου που, καθώς
εξυπηρετεί συνεχώς πολλούς πελάτες, το είδος που εμπορεύεται τελειώνει αμέσως
και, καθώς μεταφέρει αδιάκοπα νέο εμπόρευμα από την αποθήκη του, βαρυφορτώνεται
τόσο, που κατά τη μεταφορά χρησιμοποιεί και τα γόνατά του για να μην του πέσει·
βλ. και φρ. δουλειά στο γόνατο·
- η
δουλειά πάει κατά διαβόλου ή πάει κατά διαβόλου η δουλειά, η δουλειά
βρίσκεται στα πρόθυρα της χρεοκοπίας ή χρεοκόπησε ήδη: «είναι μέσα στη
στενοχώρια του, γιατί μ’ αυτή την πετρελαϊκή κρίση η δουλειά πάει κατά διαβόλου
|| έπρεπε να προσέξεις, πριν συμβεί το κακό, αλλά από τη στιγμή που πάει κατά
διαβόλου η δουλειά, κοίτα να βρεις ν’ ασχοληθείς με κάτι άλλο»·
- η
δουλειά πάει κορδέλα ή πάει κορδέλα η δουλειά, (στη γλώσσα της
αργκό) η δουλειά ή η υπόθεση εξελίσσεται χωρίς εμπόδια και με ασταμάτητο ρυθμό:
«στην αρχή είχα μερικά προβλήματα, αλλά τώρα η δουλειά πάει κορδέλα || κάθε
φορά που πάει κορδέλα η δουλειά, γελάνε και τα μουστάκια του». Από την εικόνα
της βιομηχανικής κορδέλας που δουλεύει ασταμάτητα·
- η
δουλειά πάει κορδόνι ή πάει κορδόνι η δουλειά, βλ. φρ. η δουλειά
πάει κορδέλα·
- η
δουλειά πάει κουπί ή πάει κουπί η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση
έχει ομαλή και απρόσκοπτη εξέλιξη: «απ’ την ημέρα που ανέλαβε ο γιος του τη
διεύθυνση του εργοστασίου, η δουλειά πάει κουπί || μην τυχόν, τώρα που πάει
κουπί η δουλειά, μου αρχίσεις κι εσύ τη μεγάλη ζωή, γιατί όσο δύσκολο είναι να
χτίσεις, τόσο εύκολο είναι να γκρεμίσεις». Από την εικόνα των κωπηλατών
αθλητικής λέμβου, που κωπηλατούν ρυθμικά·
- η
δουλειά πάει με τα τέσσερα ή πάει με τα τέσσερα η δουλειά, η δουλειά
ή η υπόθεση δεν εξελίσσεται κανονικά, ομαλά, φυσιολογικά, παρουσιάζει σοβαρές
καθυστερήσεις: «μου ’τυχαν χίλιες δυο απρόβλεπτες δυσκολίες, γι’ αυτό η δουλειά
πάει με τα τέσσερα || κάθε φορά που πάει με τα τέσσερα η δουλειά, δε μιλιέται».
Από την εικόνα του νηπίου που, καθώς μπουσουλάει, προχωράει αργά και
προβληματικά·
- η
δουλειά πάει μια χαρά ή πάει μια χαρά η δουλειά, η δουλειά,
εμπορική, τεχνική ή κατασκευαστική, εξελίσσεται ικανοποιητικά και ομαλά: «δόξα
τω Θεώ, τον τελευταίο καιρό η δουλειά πάει μια χαρά || έχει βρει έναν σπουδαίο
μηχανικό και πάει μια χαρά η δουλειά»·
- η
δουλειά πάει μπροστά ή πάει μπροστά η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση
εξελίσσεται ικανοποιητικά, ευνοϊκά: «απ’ τη μέρα που ανέλαβε ο τάδε την
επιχείρηση, η δουλειά πάει μπροστά || αν πάει μπροστά η δουλειά, θα έχετε όλοι
σας και το ανάλογο πριμ»·
- η
δουλειά πάει νορμάλ ή πάει νορμάλ η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση
εξελίσσεται κανονικά, φυσιολογικά: «δεν έχω κανένα πρόβλημα, γιατί η δουλειά
πάει νορμάλ || μια και πάει νορμάλ η δουλειά, εγώ θα μπορέσω να κάνω ένα
ταξιδάκι»·
- η
δουλειά πάει πρίμα ή πάει πρίμα η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση
εξελίσσεται γρήγορα και ευνοϊκά: «στην αρχή είχα κάτι δυσκολίες, αλλά τώρα η
δουλειά πάει πρίμα || σύμφωνα με τα νέα στοιχεία που προέκυψαν, έχω την
εντύπωση πως στο εφετείο πάει πρίμα η δουλειά». Από την εικόνα του ιστιοφόρου,
που έχει πρίμα τον άνεμο και κινείται γρήγορα·
- η
δουλειά πάει ραβάνι ή πάει ραβάνι η δουλειά, (στη γλώσσα της αργκό) η
δουλειά ή η υπόθεση εξελίσσεται σύμφωνα με την επιθυμία μου: «δεν έχω κανένα
παράπονο, γιατί η δουλειά πάει ραβάνι || γιατί να μην είναι χαρούμενος, απ’ τη
στιγμή που πάει ραβάνι η δουλειά!»·
- η
δουλειά πάει ρολόι ή πάει ρολόι η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση
εξελίσσεται ικανοποιητικά, χωρίς εμπόδια: «όταν υπάρχει κοινωνική ησυχία, η
δουλειά πάει ρολόι || πώς να πάει ρολόι η δουλειά, ρε παιδάκι μου, μ’ όλη αυτή
την κοινωνική αναταραχή που υπάρχει;»·
- η
δουλειά πάει σαν τη χελώνα ή πάει σαν τη χελώνα η δουλειά, βλ. φρ. η
δουλειά πάει σαν τον κάβουρα·
- η
δουλειά πάει σαν τον κάβουρα ή πάει σαν τον κάβουρα η δουλειά, η
δουλειά, ιδίως τεχνική ή κατασκευαστική, ή η υπόθεση καθυστερεί υπερβολικά ή
εξελίσσεται πάρα πολύ αργά: «είχες πει πως θα τελείωνες την άλλη εβδομάδα, αλλά
εγώ βλέπω πως η δουλειά πάει σαν τον κάβουρα και θα τον φάμε κι αυτόν το μήνα
|| είναι μέσα στα νεύρα του, γιατί πάει σαν τον κάβουρα η δουλειά και δε θα
προλάβει να την παραδώσει στην ημερομηνία που υποσχέθηκε». Από την εικόνα του
κάβουρα, που είναι πολύ αργοκίνητος·
- η
δουλειά πάει σε μάκρος ή πάει σε μάκρος η δουλειά, η δουλειά ή η
υπόθεση παρατείνεται, χρονοτριβεί υπερβολικά ή αποκαλύπτεται πιο δύσκολη ή πιο περίπλοκη
από ό,τι στην αρχή φανταζόμασταν: «πρέπει να εντείνουμε τις προσπάθειές μας,
γιατί η δουλειά πάει σε μάκρος και θα πληρώσουμε ποινική ρήτρα || απ’ ότι
βλέπω, πάει σε μάκρος η δουλειά και δεν προβλέπεται να ξεμπερδέψουμε εύκολα»·
- η
δουλειά πάει σερί ή πάει σερί η δουλειά, η εργασία, τεχνική ή
παραγωγική, συνεχίζεται, εξελίσσεται ομαλά και χωρίς διαλείμματα: «όταν η
δουλειά πάει σερί, είναι μέσ’ στη χαρά του || έχω βρει μια πατέντα και πάει
σερί η δουλειά»·
- η
δουλειά πάει σημειωτόν ή πάει σημειωτόν η δουλειά, η δουλειά, ιδίως
τεχνική ή κατασκευαστική, ή η υπόθεση παρουσιάζει στασιμότητα ή, αν
εξελίσσεται, εξελίσσεται πάρα πολύ αργά: «απ’ τη στιγμή που δεν υπάρχουν νέα
κονδύλια, η δουλειά πάει σημειωτόν || δεν ήρθαν ακόμη να καταθέσουν τρεις
μάρτυρες και πάει σημειωτόν η δουλειά»·
- η
δουλειά πάει στρωτά ή πάει στρωτά η δουλειά, η δουλειά, εμπορική ή
κατασκευαστική, εξελίσσεται ομαλά, κανονικά: «δεν είχαμε προβλήματα, γιατί η
δουλειά πάει στρωτά || απ’ τη στιγμή που πάει στρωτά η δουλειά, μη φοβάσαι
τίποτα»·
- η
δουλειά πήγε αμόντε ή πήγε αμόντε η δουλειά, (στη γλώσσα της αργκό) η
επιχείρηση απέτυχε, χάλασε, δεν ευοδώθηκε η προσπάθεια που καταβλήθηκε:
«σκοτώθηκε να στήσει αυτή την επιχείρηση, αλλά από έναν κακό χειρισμό η δουλειά
πήγε αμόντε || τον πούλησε ο χρηματοδότης του και πήγε αμόντε η δουλειά»·
- η
δουλειά πήγε πίσω ή πήγε πίσω η δουλειά, η δουλειά, ιδίως τεχνική ή
κατασκευαστική, ή η υπόθεση καθυστερεί για κάποιο λόγο και δεν εξελίσσεται,
παρουσιάζει στασιμότητα: «πέσαμε πάνω στις απεργίες κι η δουλειά πήγε πίσω ||
για ένα διάστημα δεν είχα μόνιμους εργάτες, γι’ αυτό πήγε πίσω η δουλειά»·
- η
δουλειά πήγε στραβά ή πήγε στραβά η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση
δεν εξελίχθηκε ομαλά, όπως αναμενόταν: «από ένα κακό χειρισμό η δουλειά πήγε
στραβά και τώρα τραβάει τα μαλλιά του || δεν μπορώ να καταλάβω τι έφταιξε και
πήγε στραβά η δουλειά»·
- η
δουλειά πήγε στράφι ή πήγε στράφι η δουλειά, απότυχε εντελώς,
καταστράφηκε: «απ’ τη στιγμή που είχε το μυαλό του συνέχεια στα γλέντια και τα
ξενύχτια, η δουλειά πήγε στράφι || τη μέρα που τελείωνα άρχισαν οι πλημμύρες
και πήγε στράφι η δουλειά»·
- η
δουλειά πήγε τζάμπα (και βερεσέ) ή πήγε τζάμπα (και βερεσέ) η δουλειά, α.
η εργασία δεν απέδωσε κανένα κέρδος, κανένα όφελος, έγινε μάταια: «η
δουλειά πήγε τζάμπα και βερεσέ, γιατί ο τύπος που μου την είχε αναθέσει την
κοπάνησε στο εξωτερικό || τόση προσπάθεια να τελειώσω στην ώρα μου και πήγε
τζάμπα και βερεσέ η δουλειά». β. (γενικά) η προσπάθεια δεν απέδωσε:
«όλοι θελήσαμε να τον συμβουλέψουμε, αλλά πήγε τζάμπα και βερεσέ η δουλειά,
γιατί αυτός έκανε πάλι του κεφαλιού του»·
- η
δουλειά πήρε το δρόμο της ή πήρε το δρόμο της η δουλειά, μετά τις
αρχικές δυσκολίες ή προσπάθειες η δουλειά, ιδίως τεχνική ή κατασκευαστική, ή η
υπόθεση εξελίσσεται κανονικά: «στην αρχή δυσκολεύτηκα μέχρι να τη στρώσω, αλλά
τώρα η δουλειά πήρε το δρόμο της || απ’ τη στιγμή που πήρε το δρόμο της η
δουλειά, δεν έχεις να φοβάσαι τίποτα»·
- η
δουλειά προχωράει σαν τη χελώνα ή προχωράει σαν τη χελώνα η δουλειά, βλ.
φρ. η δουλειά πάει σαν τον κάβουρα·
- η
δουλειά προχωράει σαν τον κάβουρα ή
προχωράει σαν τον κάβουρα η δουλειά, βλ. φρ. η δουλειά πάει σαν τον
κάβουρα·
- η
δουλειά σηκώνει νερό ή σηκώνει νερό η δουλειά, α. η δουλειά ή
η υπόθεση μπορεί να αποβεί περισσότερο κερδοφόρα από ό,τι περιμέναμε: «η
προσωπική μου γνώμη είναι να μην τα παρατήσουμε τώρα, γιατί, όπως βλέπω, η
δουλειά σηκώνει νερό || μόλις αντιλήφθηκε πως σηκώνει νερό η δουλειά, έκανε σαν
τρελός να πάρει κι αυτός μέρος». Από την εικόνα του οινοπαραγωγού, που βάζει
νερό στο κρασί ή σε άλλο ποτό για να αυξήσει την ποσότητά του και να κερδίσει
περισσότερα χρήματα. β. η δουλειά ή η υπόθεση χρειάζεται περισσότερη
σκέψη, περισσότερη συζήτηση για τη λήψη μιας απόφασης: «νομίζω πως πρέπει να
ξανακουβεντιάσουμε όλα τα δεδομένα, γιατί η δουλειά σηκώνει νερό || πρέπει να
εξαντλήσουμε όλες τις περιπτώσεις, γιατί, απ’ ό,τι βλέπω, σηκώνει νερό η
δουλειά». γ. η υπόθεση έφτασε σε επικίνδυνο στάδιο, σε επικίνδυνο
σημείο, η υπόθεση πρέπει να ξεκαθαρίσει με δυναμικό τρόπο: «απ’ τη στιγμή που
σου ’βρισε τη μάνα, σηκώνει νερό η δουλειά». Από την εικόνα του πελάτη που
κατάλαβε πως πίνει νερωμένο κρασί και αντιδρά δυναμικά·
- η
δουλειά τέλος, η εργασία περατώθηκε: «αφεντικό, ώρα να με πληρώσεις, γιατί
η δουλειά τέλος»· βλ. και φρ. δουλειά τέλος·
- η
δουλειά τρέχει απ’ τα μπατζάκια του ή τρέχει απ’ τα μπατζάκια του η
δουλειά, α. το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, έχει υπερβολική,
ασταμάτητη δουλειά: «χάθηκε απ’ την πιάτσα, γιατί τον τελευταίο καιρό η δουλειά
τρέχει απ’ τα μπατζάκια του». β. λέγεται και με ειρωνική διάθεση,
εννοώντας το εντελώς αντίθετο: «ο τάδε έχει πολύ δουλειά. -Δε βλέπεις, τρέχει
απ’ τα μπατζάκια του η δουλειά, γι’ αυτό είναι όλη μέρα στο καφενείο!». Πολλές
φορές, της φρ. προτάσσεται το μμμ! ή το ναι μωρέ·
- η
καλή δουλειά αργεί να γίνει, συνήθως ως έκφραση δικαιολογίας κάποιου, που
καθυστερεί να τελειώσει την εργασία που του έχουμε αναθέσει: «μην παραπονιέσαι
που καθυστερώ, γιατί η καλή δουλειά αργεί να γίνει». Πολλές φορές, της φρ.
προτάσσεται το α·
- η
πολλή δουλειά τρώει τον αφέντη, παρατήρηση που απευθύνεται σε άτομο που
δουλεύει εξοντωτικά, και έχει την έννοια πως αυτό, μπορεί να αποβεί σε βάρος
της υγείας του: «έτσι όπως δουλεύεις δεν κάνεις καλά, γιατί η πολλή δουλειά
τρώει τον αφέντη»·
- η
πρώτη μου δουλειά είναι να…, η πρώτη μου επιδίωξη, η πρώτη μου φροντίδα, η
προτεραιότητα που δίνω είναι να…: «μόλις παίρνω το μισθό μου, η πρώτη μου
δουλειά είναι να πληρώσω τα χρέη μου || όταν πάω σε μια μεγάλη πόλη, η πρώτη
μου δουλειά είναι να επισκεφθώ το μουσείο της»·
- θα
πάει μακριά η δουλειά; θα συνεχιστεί για πολύ ακόμη αυτή η αφόρητη
κατάσταση; αυτή η ενοχλητική υπόθεση(;): «θα πάει μακριά η δουλειά μ’ αυτή την
γκρίνια σου;». Συνών. θα πάει μακριά η βαλίτσα; / θα πάει πολύ μακριά(;) ·
- θα
τη βρούμε τη δουλειά, θα βρούμε τρόπο να συνεννοηθούμε, να συμφωνήσουμε στο
θέμα που μας απασχολεί: «αν υπάρχει καλή πρόθεση, θα τη βρούμε τη δουλειά,
αλλιώς, όσο και να κουβεντιάζουμε, δε θα βγάλουμε άκρη». (Λαϊκό τραγούδι: τη
δουλειά θα τη βρούμε, τη δουλειά θα τη βρούμε και ξανά δε θα πούμε
πώς πετούν τα πουλιά)·
- θανατερή
δουλειά, βλ. φρ. θανατηφόρα δουλειά·
- θανατηφόρα δουλειά, εργασία,
ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, που είναι εξαιρετική: «μου παρέδωσε μια τόσο
θανατηφόρα δουλειά, που φιλοτιμήθηκα και του ’δωσα παραπάνω απ’ όσα
συμφωνήσαμε»·
- θέλει
ακόμα δουλειά ή θέλει δουλειά ακόμα, η εργασία, ιδίως τεχνική ή
καλλιτεχνική, χρειάζεται επιπλέον επεξεργασία: «δεν μπορώ να σου παραδώσω τη
μακέτα, γιατί θέλει ακόμα δουλειά || δεν μπορώ να παρουσιάσω τον πίνακα, γιατί
θέλει ακόμα δουλειά». Πρβλ.: για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολύ (από
το Άξιον εστί του Οδ. Ελύτη)·
- θέλει
τέμπο η δουλειά ή η δουλειά θέλει τέμπο, η δουλειά για να έχει
επιτυχία, αίσιο τέλος, πρέπει να γίνεται με ρυθμό, με σύστημα: «για να γίνει
καλή η δουλειά, θέλει τέμπο»·
- θέλει
τσακαλίκι η δουλειά ή η δουλειά θέλει τσακαλίκι, για να πετύχει μια
δουλειά, απαιτείται επίμονο κυνηγητό και συνεχής εγρήγορση: «δεν πρέπει να
επαναπαύεσαι στιγμή, γιατί μέχρι το τέλος θέλει τσακαλίκι η δουλειά για να
πετύχει»·
- καβάφικη
δουλειά ή καβάφικες δουλειές, εργασία, ιδίως τεχνική ή
κατασκευαστική που είναι κακότεχνη, κακοφτιαγμένη: «πήγα τ’ αυτοκίνητό μου στον
τάδε μηχανικό, αλλά δε θα το ξαναπάω, γιατί μου ’κανε καβάφικη δουλειά || για
να γίνει καλή η δουλειά θα μου δώσεις τα λεφτά που σου ζητάω, γιατί εγώ δε θέλω
να ’χω σχέση με καβάφικες δουλειές»·
- καζάντισε
απ’ τη δουλειά, αποκόμισε σοβαρά κέρδη από τη δουλειά του, από την εργασία
του, πλούτισε, έκανε μεγάλη περιουσία: «τόσα χρόνια στα ξένα, καζάντισε απ’ τη
δουλειά»·
- καθαρή
δουλειά ή καθαρές δουλειές, βλ. συνηθέστ. παστρική δουλειά·
- καθαρίζω
απ’ τη δουλειά (μου), α. κερδίζω από τη δουλειά μου, από την εργασία
μου: «εγώ καθαρίζω απ’ τη δουλειά μου μέχρι και πεντακόσιες χιλιάδες το μήνα». β.
τελειώνω, σχολνώ από τη δουλειά μου: «δεν μπορώ να σε συναντήσω πιο νωρίς απ’
τις τρεις, γιατί εκείνη την ώρα καθαρίζω απ’ τη δουλειά»·
- καθαρίζω
τη δουλειά, α. τη φέρω σε πέρας, την ολοκληρώνω: «μπορώ να καθαρίσω
τη δουλειά μέσα σε δυο μήνες». β. αναλαμβάνω ως ειδικός ή ως μεσάζοντας
να τη φέρω σε πέρας, να τη διεκπεραιώσω: «μόνο ο τάδε μπορεί να σου καθαρίσει
τη δουλειά»·
- καθάρισε
η δουλειά, α. η δουλειά, ιδίως εμπορική, απέτυχε, χρεοκόπησε: «μ’
όλες αυτές τις απεργίες καθάρισε η δουλειά». β. η υπόθεση που εκκρεμούσε
τακτοποιήθηκε: «τώρα που καθάρισε η δουλειά και δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα,
μπορούμε να ξαναγίνουμε φίλοι»·
- κάθε
δουλειά θέλει το κολάι της, κάθε δουλειά ή υπόθεση έχει τον ιδιαίτερο τρόπο
για να γίνει εύκολα, γρήγορα και σωστά: «πώς τα κατάφερες, ρε θηρίο, και
τέλειωσες μια τόση περίπλοκη δουλειά; -Κάθε δουλειά θέλει το κολάι της»·
- κάθισε
η δουλειά ή κάθισαν οι δουλειές, παρατηρείται κάμψη της εμπορικής
κίνησης: «μετά τις γιορτές των Χριστουγέννων κάθισαν οι δουλειές»·
- καθιστική
δουλειά, που ο εργαζόμενος είναι αναγκασμένος να τη διεκπεραιώνει καθιστός
και ως τέτοια αναφέρεται συνήθως η δουλειά που διεκπεραιώνεται σε γραφείο:
«επειδή κάνει καθιστική δουλειά, αποφάσισε να περπατάει κάθε απόγευμα δυο
χιλιόμετρα για άσκηση»·
- και
γαμώ τη δουλειά! α. έκφραση θαυμασμού για τη σοβαρότητα ή την
οικονομική ευρωστία που παρουσιάζει μια δουλειά ή μια επιχείρηση: «βρήκε μια
θέση στο τάδε εργοστάσιο, που είναι και γαμώ τη δουλειά!». β. έκφραση
θαυμασμού για την αρτιότητα ή την πληρότητα που παρουσιάζει μια τεχνική ή καλλιτεχνική
εργασία: «μου παρέδωσε τα σχέδια της οικοδομής, που ήταν και γαμώ τη δουλειά!»·
- καϊμάκι
δουλειά, βλ. συνηθέστ. καϊμακλίδικη δουλειά·
- καϊμακλίδικη
δουλειά ή καϊμακλίδικες δουλειές, α. εργασία, ιδίως τεχνική ή
καλλιτεχνική, που έγινε με πολύ τέχνη και μεράκι: «βέβαια, καθυστέρησε λίγο,
αλλά στο τέλος μου ’φερε καϊμακλίδικη δουλειά». β. εμπορική ή
βιομηχανική επιχείρηση που αποφέρει σπουδαίο κέρδος: «βρήκε απ’ τον πατέρα του
μια καϊμακλίδικη δουλειά και δεν έχει κανένα πρόβλημα στη ζωή του»·
- καλαμπουρτζίδικη δουλειά, βλ.
συνηθέστ. αστεία δουλειά·
- καλή
δουλειά! ή καλές δουλειές! ευχή για πετυχημένη και κερδοφόρα εξέλιξη
των εργασιών νεοσύστατης επιχείρησης ή εμπορικού καταστήματος·
- καλή
δουλειά βρήκαμε! βλ. φρ. δεν είναι δουλειά αυτή(!)·
- καλή
δουλειά κι αυτή! βλ.
φρ. δεν είναι δουλειά αυτή(!)·
- καλλιτεχνική
δουλειά, α. εργασία, ιδίως τεχνική, που έγινε με μεράκι και
ευαισθησία: «ο εργολάβος μου παρέδωσε καλλιτεχνική δουλειά». β.
κατασκευή, ιδίως χειροποίητη, που διακρίνεται για την πολύ λεπτή και καλαίσθητη
εργασία της: «της έκανε δώρο μια χρυσή καρφίτσα, που είχε πολύ καλλιτεχνική
δουλειά επάνω της». γ. δουλειά, εργασία, που είναι σχετική με τις καλές
τέχνες (γραφιστική || διακοσμητική || χορευτική || εικαστική || θεατρική ||
κινηματογραφική || λογοτεχνική || μουσική || τυπογραφική δουλειά)·
- κάνε
δουλειά σου! α. (συμβουλευτικά, προτρεπτικά ή απειλητικά) μην
ενδιαφέρεσαι, φύγε, απομακρύνσου, ξεκουμπίσου: «πάμε να δούμε, ρε παιδιά, γιατί
μαζεύτηκε εκεί τόσος κόσμος; -Κάνε δουλειά σου! || ποιοι μαλώνουν, ρε φίλε,
εκεί κάτω; -Κάνε δουλειά σου!». Συνών. πάνε δουλειά σου! ή πάνε στη
δουλειά σου(!). β. ειρωνική έκφραση σε άτομο που μας πάτησε ή μας
έσπρωξε βίαια, χωρίς βέβαια να το θέλει, και μας ζητά συγνώμη Πολλές φορές,
άλλοτε προτάσσεται της φρ. και άλλοτε κλείνει τη φρ. το ρε ή το βρε ή
το μωρέ· βλ. και φρ. κάνε τη δουλειά σου(!)·
- κάνε
καμιά δουλειά, (ειρωνικά ή προκλητικά) φύγε, απομακρύνσου, ξεκουμπίσου, μη
με ενοχλείς. Η δουλειά που υπονοείται να κάνει αυτός στον οποίο απευθυνόμαστε
είναι να υποστεί τη σεξουαλική πράξη. Πολλές φορές, άλλοτε προτάσσεται της φρ.
και άλλοτε κλείνει τη φρ. το ρε ή το βρε και πιο σπάνια το μωρέ·
- κάνε
τη δουλειά σου! προτρεπτική έκφραση σε άτομο που το πετυχαίνουμε να
ασχολείται με κάτι, ιδίως επιλήψιμο, να μη διακόψει να κάνει αυτό με το οποίο
ασχολείται και να συνεχίσει ανεπηρέαστο. (Λαϊκό τραγούδι: οι μπάτσοι μας
μπλοκάρανε, ρε Μάνθο, μας τη σκάσανε. Κάντε μάγκες τη δουλειά σας μη
χαλάτε την καρδιά σας).Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται και πιο
σπάνια κλείνει τη φρ. το ρε ή το βρε ή το μωρέ· βλ. και
φρ. κάνε δουλειά σου(!)·
- κάνει
δουλειά, α. είναι ικανός με αυτό που ασχολείται: «πηγαίνω τ’
αυτοκίνητό μου πάντα στον ίδιο μηχανικό, γιατί κάνει δουλειά». β.
παράγει ικανοποιητική εργασία, ικανοποιητικό έργο: «είναι απ’ τους λίγους
εργάτες του εργοστασίου σ’ αυτόν τον τομέα, που κάνει δουλειά χωρίς να τον
ζορίζει κανείς». γ. (για πράγματα, εργαλεία ή μηχανήματα) βλ. φρ. κάνει
τη δουλειά του και κάνω δουλειά·
-
κάνει δουλειά μπασκλάς ή
κάνει μπασκλάς δουλειά, δεν είναι καθόλου καλός στη δουλειά που κάνει,
κάνει δουλειά κατώτερης ποιότητας: «δεν εμπιστεύεται κανένας αυτόν το μηχανικό,
γιατί κάνει δουλειά μπασκλάς || μην του εμπιστευτείς το παραμικρό, γιατί κάνει
μπασκλάς δουλειά»·
- κάνει
δουλειά ρουτίνας, απασχολείται σε εργασία μονότονη, μηχανική, πληκτική, που
δεν παρουσιάζει εξάρσεις, αλλά ακολουθεί την καθημερινή πορεία της: «θέλει ν’
αλλάξει δουλειά, γιατί εκεί όπου εργάζεται κάνει δουλειά ρουτίνας κι έχουν
σπάσει τα νεύρα του»·
- κάνει
δουλειά στο γόνατο, δεν είναι καλός τεχνίτης ή καλλιτέχνης και κάνει
δουλειά βιαστική και πρόχειρη, προχειροδουλειά: «δεν τον εμπιστεύεται κανένας,
γιατί κάνει δουλειά στο γόνατο || αν εξακολουθήσεις να κάνεις δουλειά στο
γόνατο, στο τέλος δε θα σε υπολήπτεται κανείς ως συγγραφέα». Από το ότι,
οτιδήποτε παράγεται ή γράφεται στο γόνατο, δηλώνει προχειρότητα ή βιασύνη·
- κάνει
δουλειά στο πόδι, βλ. φρ. κάνει δουλειά στο γόνατο·
- κάνει
δουλειά της πλάκας ή κάνει της πλάκας δουλειά, κάνει δουλειά
πρόχειρη και κακότεχνη: «δεν πιστεύω να σπούδασε πουθενά την ηλεκτρολογία,
γιατί κάνει δουλειά της πλάκας || απ’ τη στιγμή που κάνει της πλάκας δουλειά,
δεν είναι καθόλου περίεργο που έμεινε άνεργος»·
- κάνει
δουλειά του κώλου ή κάνει του κώλου δουλειά, α. ασχολείται με
δουλειά που δεν παρουσιάζει το παραμικρό ενδιαφέρον από άποψη σοβαρότητας ή
κέρδους, ασχολείται με δουλειά εντελώς ανάξια λόγου: «δεν έχει πει ποτέ σε
κανέναν το αντικείμενο της εργασίας του κι όλοι υποθέτουμε πως κάνει δουλειά
του κώλου». β. είναι κακός τεχνίτης, κακός καλλιτέχνης: «δεν ξαναπαίρνω
τον τάδε υδραυλικό, γιατί κάνει δουλειά του κώλου || θέλησε να πρωτοτυπήσει
πάνω στην πίστα κι έκανε του κώλου δουλειά»·
- κάνει
δουλειά του ποδαριού ή κάνει δουλειές του ποδαριού, ασχολείται με
δουλειά που δεν προϋποθέτει την ύπαρξη μιας μόνιμης έδρας ή καταστήματος:
«μπορεί να μην έμαθε κάποια τέχνη, αλλά κάνει διάφορες δουλειές του ποδαριού
και τα κονομάει μια χαρά». Τέτοια δουλειά μπορεί να θεωρηθεί η δουλειά του
μεσάζοντα, του πλανόδιου μικροπωλητή, του πλανόδιου λαχειοπώλη, καθώς και
διάφορες άλλες ευκαιριακές δουλειές· βλ. και φρ. κάνει δουλειά στο πόδι·
-
κάνει μισές δουλειές, αφήνει
συνήθως στη μέση τις δουλειές με τις οποίες καταπιάνεται ή κάνει μια δουλειά με
βιασύνη, και για το λόγο αυτό δεν την κάνει καλά, δεν την κάνει όπως πρέπει να
γίνει: «δε σου συνιστώ αυτόν το μηχανικό, γιατί κάνει μισές δουλειές κι ύστερα
θα ’χεις τρεξίματα»·
- κάνει
τη δουλειά του (της), α. (για πράγματα εργαλεία ή μηχανήματα)
εξυπηρετεί αυτόν που το χειρίζεται: «έχω ένα παλιό αυτοκίνητο, αλλά κάνει τη
δουλειά του, γιατί με πηγαίνει όπου θέλω || έχω μια ξυριστική μηχανή που δεν
είναι γνωστής φίρμας, αλλά κάνει τη δουλειά της, γιατί ξυρίζομαι μια χαρά ||
δεν είναι κανένα σπουδαίο πολύφωτο, αλλά κάνει τη δουλειά του». β.
εξυπηρετεί αυτόν που το χρειάζεται για κάποιο συγκεκριμένο λόγο και ας μην
είναι το ιδανικό μέσο: «βολεύεσαι μ’ αυτή την τανάλια να καρφώσεις το καρφί
στον τοίχο; -Κάνει τη δουλειά της»· βλ. και φρ. κάνω τη δουλειά μου·
- κάνει
σκυλίσια δουλειά, βλ. συνηθέστ. ρίχνει σκυλίσια δουλειά·
-
κάνει τη δουλειά μου ή
μου κάνει τη δουλειά, (για πρόσωπα, εργαλεία ή μηχανήματα) είναι
κατάλληλος για το λόγο που τον θέλω: «δεν είναι πολύ έξυπνος υπάλληλος, αλλά
κάνει τη δουλειά μου || σε βολεύει αυτό το κατσαβίδι για να ξεβιδώσεις τη βίδα;
-Κάνει τη δουλειά μου»·
- κάνω
αθόρυβα τη δουλειά μου ή κάνω αθόρυβα τις δουλειές μου, βλ.
συνηθέστ. κάνω κρυφά τη δουλειά μου·
- κάνω
αμάν για δουλειά ή κάνω αμάν αμάν για δουλειά ή κάνω αμάν κι αμάν
για δουλειά, βλ. συνηθέστ. κάνω κρα για δουλειά·
- κάνω
δουλειά ή κάνω δουλειές, α. συναλλάσσομαι: «κάθε μέρα κάνω
δουλειά μ’ ένα σωρό κόσμο». β. συνεργάζομαι: «μ’ αυτόν τον άνθρωπο κάνω
δουλειές εδώ και δυο χρόνια». γ. έχω αρκετά έσοδα, κέρδη από τη δουλειά
που κάνω: «δεν ξέρω τι κάνετε εσείς, πάντως εγώ κάνω δουλειά όλο το χρόνο κι
έτσι ζω άνετα»· βλ. και φρ. κάνει δουλειά·
- κάνω
δουλειά του κεφαλιού μου ή κάνω δουλειές του κεφαλιού μου, ενεργώ
χωρίς να συμβουλεύομαι κανέναν, ενεργώ απερίσκεπτα, επιπόλαια, βιαστικά και
χωρίς προγραμματισμό: «ρώτα πρώτα και κανέναν που ξέρει, ρε παιδάκι μου, και
μην κάνεις δουλειές του κεφαλιού σου!»·
-
κάνω κρα για δουλειά, ποθώ, λαχταρώ, επιδιώκω μετά μανίας να βρω εργασία:
«δυο μήνες τώρα κάνω κρα για δουλειά, αλλά, όποια πόρτα κι αν χτύπησα, έμεινε
κλειστή»·
- κάνω
κρυφά τη δουλειά μου ή κάνω κρυφά τις δουλειές μου, α. ενεργώ
με μυστικότητα: «δεν ξέρει κανείς με τι ασχολείται, γιατί κάνει κρυφά τις
δουλειές του». β. δε γνωρίζει κανένας τις ερωτικές μου δραστηριότητες:
«όταν πρόκειται για γυναικοδουλειά, κάνω κρυφά τη δουλειά μου, γιατί είμαι και
παντρεμένος άνθρωπος». (Λαϊκό τραγούδι: μπάρμπα Θωμά, μπάρμπα Θωμά, που κάνεις
τις δουλειές κρυφά)·
-
κάνω μια χαρά τη δουλειά μου, α.
δουλεύω με
ευχαρίστηση, με προθυμία τη δουλειά που κάνω: «βρίσκομαι σε ευχάριστο εργασιακό
περιβάλλον κι έτσι κάνω μια χαρά τη δουλειά μου». β. (για εργαλεία ή
μηχανήματα) με εξυπηρετεί απόλυτα: «μ’ αυτόν τον κόφτη κάνω μια χαρά τη δουλειά
μου»·
- κάνω μουλωχτά τη δουλειά μου
ή κάνω μουλωχτά τις δουλειές μου, βλ. συνηθέστ. κάνω κρυφά τη δουλειά
μου·
- κάνω να για δουλειά, βλ.
συνηθέστ. κάνω κρα για δουλειά·
- κάνω
τη βρόμικη δουλειά (για λογαριασμό κάποιου), αναλαμβάνω να φέρω σε πέρας
για λογαριασμό κάποιου κάποια παράνομη δουλειά ή υπόθεση, ιδίως να σκοτώσω
κάποιον: «έχει έναν αδίστακτο παλιάνθρωπο για να κάνει τις βρόμικες δουλειές
του»·
- κάνω
τη δουλειά μου, α. βρίσκω τον τρόπο ή το μέσο να προωθήσω ή να
διεκπεραιώσω μια υπόθεσή μου, βρίσκω τον τρόπο ή το μέσο να εξυπηρετηθώ: «όταν
χρειάζεται, πάντα βρίσκω τρόπο να κάνω τη δουλειά μου». β. δεν ενδιαφέρομαι
για τίποτα εκτός από τη δουλειά μου: «ο κόσμος να χαλάει, εγώ κάνω τη δουλειά
μου». γ. επιβάλλω τη σεξουαλική πράξη: «της υποσχόταν χίλια δυο και
μόλις έκανε τη δουλειά του την παράτησε τη φουκαριάρα». δ. αφοδεύω,
χέζω: «πάω λίγο μέχρι την τουαλέτα να κάνω τη δουλειά μου»· βλ. και φρ. κάνει
τη δουλειά του·
- κάνω
τη δουλειά μου όπως την ξέρω, α. είμαι γραφειοκράτης στην υπηρεσία
μου: «ό,τι και να μου υποσχεθείτε, θα κάνω τη δουλειά μου όπως την ξέρω». β.
δεν αποδέχομαι εύκολα αλλαγές, νεωτερισμούς στον τρόπο εργασίας μου, ακολουθώ
το δικό μου, συνήθως παραδοσιακό, τρόπο, δεν ανέχομαι παρεμβάσεις στο
αντικείμενο της εργασίας μου: «θα κάνω τη δουλειά μου όπως την ξέρω, κι αν δε
σ’ αρέσει, όταν τελειώσω, να πας σε άλλο μάστορα». Πολλές φορές, μετά το όπως
ακούγεται το εγώ·
- κάνω
τρελή δουλειά ή κάνω τρελές δουλειές, βλ. φρ. έχω τρελή δουλειά·
- κάνω
χρυσή δουλειά ή κάνω χρυσές δουλειές, αποκομίζω πολλά κέρδη από
κάποια δουλειά ή δραστηριότητά μου: «έχει ένα φαστφουντάδικο στο κέντρο της
αγοράς και κάνει χρυσές δουλειές || είναι μεσάζων σε διάφορες αγοραπωλησίες και
κάνει χρυσές δουλειές»·
- καπακλίδικη
δουλειά ή καπακλίδικες δουλειές, βλ. φρ. καϊμακλίδικη δουλειά·
- κατεβαίνω
στη δουλειά (μου), πηγαίνω να εργαστώ στο χώρο εργασίας μου (κατάστημα,
γραφείο) κάποια καθορισμένη ώρα: «κάθε μέρα κατεβαίνω στη δουλειά μου στις
οχτώ». Το ρ. κατεβαίνω, επειδή τα πιο πολλά γραφεία και καταστήματα
βρίσκονται συνήθως στο κέντρο της πόλης και οι κατοικίες περιμετρικά του·
- κερατένια
δουλειά, εργασία, ιδίως τεχνική, ή υπόθεση που παρουσιάζει πολλές δυσκολίες
ή που διεκπεραιώνεται με μεγάλη δυσκολία: «μπλέχτηκα με μια κερατένια δουλειά
και τόσον καιρό δεν μπορώ να ξεμπλέξω»·
- κλείνω
δουλειές, είμαι μεσάζοντας, ιδίως σε θέματα αγοραπωλησίας: «είναι μάνα να
κλείνει δουλειές»·
- κλείνω
(μια, τη) δουλειά, διαπραγματεύομαι, προσπαθώ να συμφωνήσω μια δουλειά, μια
εργασία, προσπαθώ να πετύχω μια συμφωνία: «απ’ το πρωί είναι κλεισμένος στο
γραφείο του και κλείνει μια δουλειά με κάποιον»·
- κλείνω
τη δουλειά μου, α. θεωρώ ασύμφορη την επιχείρησή μου και αναστέλλω
τη λειτουργία της: «αφού δεν υπήρχε προοπτική εξέλιξης, έκλεισα κι εγώ τη
δουλειά μου». β. χρεοκοπώ την επιχείρησή μου: «με τόσα έξοδα που έκανε,
πώς να μην κλείσει τη δουλειά του!». γ. διακόπτω στο κατάστημα μου την ημερήσια
συναλλαγή με το καταναλωτικό κοινό, ιδίως σύμφωνα με το καθιερωμένο ωράριο της
αγοράς: «κάθε μέρα κλείνω τη δουλειά μου στις πέντε τ’ απόγευμα»·
- κόβομαι
στη δουλειά, εργάζομαι πολύ σκληρά, έχω πάρα πολλή δουλειά και κουράζομαι
υπερβολικά: «δεν ξέρω τι κάνουν οι άλλοι, εγώ πάντως όλο το χρόνο κόβομαι στη
δουλειά, γι’ αυτό κι έχω μεγάλη ανάγκη από διακοπές»·
- κοίτα
δουλειά σου! ή κοίτα τη δουλειά σου! βλ. συνηθέστ. κάνε δουλειά
σου! (Λαϊκό τραγούδι: τη δουλειά σας να κοιτάτε και για τ’
άλλα μη ρωτάτε)·
- κοιτάζω
τη δουλειά μου, α. δεν ενδιαφέρομαι, δεν ανακατεύομαι σε ξένες
υποθέσεις: «δε με νοιάζει τι κάνουν οι άλλοι, γιατί εγώ κοιτάζω τη δουλειά
μου». β. είμαι προσηλωμένος σε αυτό που κάνω: «ο κόσμος να χαλάει, αυτός
κοιτάζει τη δουλειά του». γ. είμαι γραφειοκρατικός στην εργασία μου,
ενεργώ σύμφωνα με τους κανονισμούς: «δεν του αλλάζεις μυαλά, αυτός κοιτάζει τη
δουλειά του, ό,τι και να του τάξεις»·
- κόλλησε
η δουλειά, η υπόθεση ή η εργασία αντιμετωπίζει κάποιο σοβαρό εμπόδιο ή
δυσκολία, που δεν επιτρέπει την εξέλιξή της: «κόλλησε η δουλειά, γιατί λείπει ο
διευθυντής για να υπογράψει τις προσλήψεις || απ’ τη στιγμή που έκαναν κατάληψη
το εργοστάσιο, κόλλησε η δουλειά»·
- κόλλησε
η δουλειά ή κόλλησαν οι δουλειές, παρατηρείται εμπορική απραξία στην
αγορά: «απ’ τη στιγμή που δεν κυκλοφορεί χρήμα, κόλλησαν οι δουλειές»·
- κολομπαρεμένη
δουλειά ή κολομπαρεμένες δουλειές, δουλειά που έχασε το οικονομικό
ενδιαφέρον που είχε προηγουμένως, γιατί, ενώ γινόταν σε περιορισμένη κλίμακα,
με τον καιρό άρχισαν να ασχολούνται όλο και περισσότεροι με αυτή: «μη μπλέκεσαι
με τα μπαράκια, γιατί είναι κολομπαρεμένη δουλειά»·
- κολομπαρίστικη
δουλειά ή κολομπαρίστικες δουλειές, επιχείρηση χωρίς καμιά
σοβαρότητα ή κύρος, ασήμαντη, τιποτένια: «έχει μια κολομπαρίστικη δουλειά και
περνιέται για βιομήχανος»·
- κομπιναδόρικη
δουλειά ή κομπιναδόρικες δουλειές, δουλειά ή επιχείρηση παράνομη και
με μικρή χρονική διάρκεια: «είναι τίμιος άνθρωπος και δεν ασχολείται με
κομπιναδόρικες δουλειές || όσοι μπλέχτηκαν με κομπιναδόρικες δουλειές, αργά ή
γρήγορα έπεσαν στα χέρια της αστυνομίας»·
- κονομημένη
δουλειά, εμπορική ή βιομηχανική επιχείρηση που βρίσκεται σε άριστη
οικονομική κατάσταση: «δεν έχει την ανάγκη κανενός, γιατί ο πατέρας του, πριν
πεθάνει, του άφησε μια κονομημένη δουλειά»·
- κοντρολαρισμένη
δουλειά, που ελέγχεται απόλυτα και, κατά συνέπεια, που εξελίσσεται
ικανοποιητικά: «αν σου προτείνει συνεταιρισμό καν’ τον με κλειστά τα μάτια,
γιατί έχει κοντρολαρισμένη δουλειά»·
- κόπηκε
η δουλειά ή κόπηκαν οι δουλειές, παρατηρείται κάμψη της εμπορικής
κίνησης ή άλλης εμπορικής συναλλαγής: «μόλις πέρασαν οι γιορτές, κόπηκαν οι
δουλειές»·
- κουκούτσι
δουλειά, πλήρης εμπορική απραξία: «μ’ όλες αυτές τις απεργίες κουκούτσι
δουλειά την τελευταία βδομάδα»·
- κουραστική
δουλειά, α. εργασία που δημιουργεί σωματική ή πνευματική κούραση:
«είναι κουραστική δουλειά να ’σαι οικοδόμος || είναι κουραστική δουλειά η
συγγραφή ενός βιβλίου». β. ενοχλητική πράξη που επαναλαμβάνεται
συστηματικά: «σα να ’γινε κουραστική δουλειά, κάθε λίγο και λιγάκι να ’ρχεσαι
και να μου ζητάς δανεικά. Δε νομίζεις; || κατάντησε κουραστική δουλειά, κάθε
μεσημέρι να ’χεις το ραδιοφωνάκι σου στη διαπασών και να μη μ’ αφήνεις να
κοιμηθώ»·
- κουτσαίνει
η δουλειά, παρουσιάζει προβλήματα, η εξέλιξή της δεν είναι ομαλή: «μόλις
τέλειωσαν τα χρήματα, άρχισε να κουτσαίνει η δουλειά»·
- κυλάει
η δουλειά, εξελίσσεται ομαλά: «όταν όλα δουλεύουν ρολόι, πώς να μην κυλάει
η δουλειά;»·
- λάσκαρε
η δουλειά ή λάσκαραν οι δουλειές, παρατηρείται κάμψη της εμπορικής
κίνησης η άλλης εμπορικής συναλλαγής: «μόλις έφυγαν οι τουρίστες απ’ το νησί,
λάσκαρε η δουλειά»·
- λασκάρω
απ’ τη δουλειά, βλ. συνηθέστ. ξελασκάρω απ’ τη δουλειά·
- λάσπη
η δουλειά, βλ. συνηθέστ. λάσπωσε η δουλειά·
- λάσπωσε
η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση περιήλθε σε πλήρη στασιμότητα και
κινδυνεύει να αποτύχει, να χρεοκοπήσει: «με τόσες απεργίες που γίνονται κάθε
μέρα, λάσπωσε η δουλειά». Από την εικόνα της λάσπης που λόγω της σύνθεσής της
βρίσκεται σε πλήρη ακινησία·
- λαστιχάρει
η δουλειά, παίρνει διάρκεια για κάποιο λόγο: «κάθε φορά που λείπω απ’ το
εργοτάξιο, λαστιχάρει η δουλειά || είχαμε ένα σοβαρό πρόβλημα, γι’ αυτό εδώ και
μερικές μέρες λαστιχάρει η δουλειά»·
- λοβιτουρατζίδικη
δουλειά ή λοβιτουρατζίδικες δουλειές, δουλειά που δεν είναι τίμια,
που δεν είναι έντιμη, που γίνεται με αθέμιτα μέσα, ή ενέργεια που γίνεται
παρασκηνιακά με σκοπό το κέρδος: «μόλις ανέλαβε τις προμήθειες του εργοστασίου,
άρχισε τις λοβιτουρατζίδικες δουλειές || ό,τι θα γίνεται ή θα λέγεται, θα ’ναι
φανερά, γιατί δε μ’ αρέσουν οι λοβιτουρατζίδικες δουλειές»·
- μάγκικη
δουλειά ή μάγκικες δουλειές, βλ. φρ. μαγκιόρικη δουλειά·
- μαγκιόρικη
δουλειά ή μαγκιόρικες δουλειές, α. επιχείρηση πάνω σε σωστές
προδιαγραφές και σε ευχάριστο περιβάλλον: «είναι πολύ χαρούμενος, γιατί βρήκε
θέση σε μια μαγκιόρικη δουλειά». β. εργασία, ιδίως τεχνική ή
κατασκευαστική, που έγινε με τέχνη και μεράκι: «ο μηχανικός μου ’κανε πολύ
μαγκιόρικη δουλειά»·
- μαθαίνω
τα μυστικά της δουλειάς, με τη συνεχή ενασχόληση και την πάροδο του χρόνου
αποκτώ τις ιδιαίτερες γνώσεις που χρειάζονται για τη σωστή και επωφελή άσκηση
της δουλειάς μου, της τέχνης μου, του επαγγέλματός μου: «αν δε μάθω πρώτα καλά
τα μυστικά της δουλειάς, δεν έχω σκοπό ν’ αναλάβω το παραμικρό»·
- μαλακισμένη
δουλειά ή μαλακισμένες δουλειές, α. δουλειά εμπορική ή
βιομηχανική χωρίς την παραμικρή σοβαρότητα, χωρίς το παραμικρό οικονομικό
ενδιαφέρον: «έχει μια μαλακισμένη δουλειά και νομίζει πως είναι ο Ωνάσης || δεν
έχω διάθεση να χάνω τον καιρό μου σε μαλακισμένες δουλειές». β. τεχνική
ή καλλιτεχνική εργασία πολύ πρόχειρη, πολύ κακότεχνη, απαράδεκτη: «έχεις την
εντύπωση πως θα παραλάβω μια τόσο μαλακισμένη δουλειά;». γ. υπόθεση που
προκαλεί έντονη θλίψη ή αγανάκτηση: «σαν δεν ντρέπεστε λίγο, δυο αδέρφια και να
μαλώνετε σαν τα προγόνια! Για αφήστε αυτές τις μαλακισμένες δουλειές και δώστε
τα χέρια να μονοιάσετε!»·
- μαμούκαλα
δουλειά! βλ. συνηθέστ. σκατά δουλειά(!)·
- μανουρατζίδικη
δουλειά ή μανουρατζίδικες δουλειές, α. τεχνική ιδίως εργασία
που προκαλεί θόρυβο, φασαρία: «έχω δίπλα στο σπίτι μου ένα συνεργείο
αυτοκινήτων και δε σου λέω τίποτα, πολύ μανουρατζίδικη δουλειά!». β.
εμπορική δουλειά που έχει σχέση με πολύ κόσμο: «κάθε βράδυ έχω ένα κεφάλι
καζάνι, γιατί δουλεύω σ’ ένα σούπερ μάρκετ και δεν μπορείς να φανταστείς πόσο
μανουρατζίδικη δουλειά είναι!». γ. χειροτεχνική ιδίως εργασία που είναι
πολύ δύσκολη, γιατί απαιτούνται πολύ λεπτοί χειρισμοί: «η δουλειά του ρολογά
είναι πολύ μανουρατζίδικη δουλειά»·
- μανούριασε
η δουλειά, α. στη δουλειά ή στην υπόθεση παρατηρείται έντονη
διχόνοια ή γκρίνια: «σκέφτομαι να πάρω το ποσοστό μου και να φύγω, γιατί
μανούριασε η δουλειά || δεν πατάω το πόδι μου στην παρέα, γιατί τον τελευταίο
καιρό μανούριασε η δουλειά κι ο ένας βρίζει τον άλλον». β. στη δουλειά
παρατηρούνται μεγάλα εμπόδια, μεγάλες δυσκολίες: «ενώ μέχρι τώρα πήγαινε μια
χαρά, δεν ξέρω γιατί, ξαφνικά, μανούριασε η δουλειά»·
- μάπα
δουλειά, τεχνική ή καλλιτεχνική εργασία πολύ πρόχειρη, πολύ κακότεχνη, που
είναι για πέταμα: «τον είχα προειδοποιήσει πως, αν μου ξανάφερνε μάπα δουλειά,
δε θα την παραλάμβανα»·
- ματζίριασε
η δουλειά ή ματζίριασαν οι δουλειές, παρατηρείται πολύ φτωχική
εμπορική κίνηση: «με τόσες απεργίες που γίνονται τον τελευταίο καιρό,
ματζίριασε η δουλειά || μετά τις γιορτές ματζίριασαν οι δουλειές»·
- ματζίρικη
δουλειά ή ματζίρικες δουλειές, α. τεχνική εργασία χωρίς διόλου
φαντασία και με έντονη φτωχική κατασκευή: «του ’δωσα όλα τα στοιχεία κι όλες
τις δυνατότητες για μια σωστή εργασία κι αυτός είτε από άγνοια είτε από
τσιγκουνιά, μου ’κανε την πιο ματζίρικη δουλειά». β. επιχείρηση που από
άποψη υποδομής ή οικονομικής προοπτικής δεν παρουσιάζει το παραμικρό
ενδιαφέρον, που φυτοζωεί: «αν είναι να στήσουμε μια μοντέρνα επιχείρηση, τότε
ευχαρίστως να συνεταιριστούμε, αλλιώς, δεν έχω διάθεση να μπερδευτώ με
ματζίρικες δουλειές»·
- μαφιόζικη
δουλειά ή μαφιόζικες δουλειές, δουλειά που γίνεται με ύποπτο,
παράνομο τρόπο, παράνομη δουλειά: «δεν μπλέκομαι σε μαφιόζικες δουλειές κι έτσι
έχω το κεφάλι μου ήσυχο»·
- με
καβάλησε η δουλειά, έχω πάρα πολλή δουλειά, που δεν προλαβαίνω να τη
διεκπεραιώσω: «δεν μπορώ να πάρω άλλες παραγγελίες, γιατί ήδη με καβάλησε η
δουλειά και δουλεύω και τα βράδια»·
- με
πήρε από κάτω η δουλειά, α. έχω τόσο πολλή δουλειά, που δεν
προλαβαίνω να τη διεκπεραιώσω: «έχω τόσες πολλές παραγγελίες, που με πήρε από
κάτω η δουλειά». β. πελάγωσα, τα έχασα, δεν ήξερα τι να πω και τι να
κάνω: «μόλις την πλησίασα και ήταν να της μιλήσω, με πήρε από κάτω η δουλειά
και δεν μπορούσα ν’ ανοίξω το στόμα μου»·
- με πλάκωσε η δουλειά, βλ.
συνηθέστ. με καβάλησε η δουλειά·
- με
πορδές δε γίνονται δουλειές ή με πορδές δουλειές δε γίνονται ή με
πορδές δε γίνονται οι δουλειές ή με πορδές οι δουλειές δε γίνονται, α.
όταν λείπουν τα οικονομικά μέσα, δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί με επιτυχία
κάποιο έργο: «θέλησε να στήσει ολόκληρη εξαγωγική εταιρεία χωρίς δραχμή και
βέβαια απέτυχε, σαν να μην ήξερε ο χαζός πως με πορδές δε γίνονται δουλειές». β.
για να φτάσει κανείς στην επιτυχία, απαιτείται συνεχής προσπάθεια και
κόπος: «δεν άνοιξε βιβλίο και κόπηκε πάλι στις εξετάσεις, γιατί με πορδές
δουλειές δε γίνονται». Συνών. με πορδές δε βάφονται αβγά·
- με
σταμάτησαν απ’ τη δουλειά, με απέλυσαν: «επειδή είχε πρόβλημα η επιχείρηση,
με σταμάτησαν απ’ τη δουλειά»·
- μεγάλη
δουλειά είναι! δεν είναι καθόλου δύσκολο ή απίθανο να συμβεί αυτό που λες:
«όπως έγινε σήμερα η ζωή, βγαίνεις για να πας στη δουλειά σου και με το πρώτο
βήμα που κάνεις σκάει μια μπόμπα δίπλα σου και σε κάνει κομμάτια. -Μεγάλη
δουλειά είναι!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμ, ενώ είναι και
φορές που άλλοτε προτάσσεται και άλλοτε ακολουθεί της φρ. το νομίζεις ·
- μεγάλη
δουλειά! α. αμφισβήτηση με ειρωνική διάθεση για τη δυσκολία ή την
ιδιαιτερότητα που ισχυρίζεται κάποιος πως παρουσιάζει μια εργασία ή μια
υπόθεση: «ξέρεις πόσο δύσκολο πράγμα είναι να μεταφέρεις αυτό το μπαούλο στον
έκτο όροφο! -Μεγάλη δουλειά! || ξέρεις πόσο δύσκολο πράγμα είναι να
διοργανώσεις μια εκδρομή! -Μεγάλη δουλειά!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται
το ναι, μωρέ ή το σιγά, μωρέ και άλλες φορές η φρ. κλείνει με το μωρέ.
β.πολύ δύσκολη υπόθεση, πολύ δύσκολη περίπτωση: «μέσα σε μια
βδομάδα έχασε όλη του την περιουσία που τη μάζευε ολόκληρη ζωή. -Μεγάλη
δουλειά!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το πω πω·
- μεγάλη
δουλειά, α. περιστασιακή, πρόσκαιρη επιχείρηση, ιδίως παράνομη, με
μεγάλα κέρδη: «ετοιμάζει από καιρό μια μεγάλη δουλειά, που, αν πετύχει, θα
τρελαθεί στο τάλιρο». Συνών. μεγάλο κόλπο. β.εμπορική ή
βιομηχανική επιχείρηση με ευρύ κύκλο εμπορικών ή άλλων συναλλαγών: «είναι τόσο
μεγάλη δουλειά, που επηρεάζει σημαντικά όλη την αγορά»·
- μεγαλώνω
τη δουλειά μου, την επεκτείνω: «ψάχνει να βρει συνεταίρο για να μεγαλώσει
τη δουλειά του»·
- μεγάλωσε
η δουλειά του! ή μεγάλωσαν οι δουλειές του! λέγεται ειρωνικά για
κάποιον που μετά από κάποια πρόσκαιρη επιτυχία του συμπεριφέρεται σαν να είναι
σπουδαίος, που μεγαλοπιάνεται: «απ’ τη μέρα που του ’πεσε το λαχείο, μεγάλωσε η
δουλειά του και δε μας χαιρετάει! || απ’ τη μέρα που τον έδειξαν στην
τηλεόραση, μεγάλωσαν οι δουλειές του και δε μας μιλάει!»·
- μερακλίδικη
δουλειά ή μερακλίδικες δουλειές, τεχνική ή καλλιτεχνική εργασία με
γούστο και μεράκι: «πήγα τ’ αυτοκίνητο στο τάδε συνεργείο και μου ’καναν πολύ
μερακλίδικη δουλειά || πολύ χαίρομαι όταν παραλαμβάνω μερακλίδικες δουλειές»·
- μεσοβέζικη
δουλειά ή μεσοβέζικες δουλειές, υπόθεση που παρουσιάζεται μια με τον
έναν τρόπο και μια με άλλον διαφορετικό, υπόθεση που δεν παρουσιάζεται με
ειλικρίνεια: «ξεκαθάρισε επιτέλους τη θέση σου και άσε αυτές τις μεσοβέζικες
δουλειές»·
- μετράω
τη δουλειά, τη μελετώ, την υπολογίζω με προσοχή: «αν δε μετρήσει πρώτα καλά
τη δουλειά, δεν αποφασίζει να την αναλάβει»·
- μην
την ψάχνεις τη δουλειά, α. μην τη σκέφτεσαι, μην την εξετάζεις,
γιατί η δουλειά ή η υπόθεση για την οποία γίνεται λόγος, είναι αυτονόητη: «απ’
τη στιγμή που υπάρχουν αυτές οι διαβεβαιώσεις απ’ την τράπεζα, έλα να
υπογράψουμε και μην την ψάχνεις τη δουλειά», δηλ. είναι σίγουρο πως θα πετύχει
η δουλειά. β. μην ασχολείσαι, μην εξετάζεις κάτι για το οποίο δε θα
μπορέσεις να βγάλεις νόημα ή άκρη: «όλοι προεκλογικά υπόσχονται τα μύρια όσα κι
όταν έρχονται στην εξουσία, κάνουν εντελώς τ’ αντίθετα, γι’ αυτό σου λέω, μην
την ψάχνεις τη δουλειά»·
- μην
την ψειρίζεις τη δουλειά, (για τεχνικές, καλλιτεχνικές ή κατασκευαστικές
εργασίες) μην την καθυστερείς λεπτολογώντας την: «παράδωσέ μου, επιτέλους, αυτό
το βιβλίο και μην την ψειρίζεις τη δουλειά || έλα, ρε παιδάκι μου, τελείωνε μ’
αυτή την κατασκευή και μην την ψειρίζεις τη δουλειά». Συνήθως, μετά το ρ. της
φρ. ακολουθεί το άλλο ή το περισσότερο· βλ. και φρ. μην την
ψάχνεις τη δουλειά·
- μίζερη
δουλειά ή μίζερες δουλειές, α. φτωχή εμπορική δουλειά χωρίς προοπτική
εξέλιξης: «έχει μια μίζερη δουλειά, που όπου να ’ναι, θα κλείσει». β.
κατασκευή που έγινε με πολύ ευτελή υλικά: «από καθαρή τσιγκουνιά έκανε μίζερη
δουλειά»·
- μιζέριασε
η δουλειά, έχασε το εμπορικό της ενδιαφέρον, γιατί δεν υπάρχει αγοραστική
κίνηση: «με τις συνεχιζόμενες απεργίες των τραπεζών μιζέριασε η δουλειά, γιατί
ο κόσμος δεν έχει μετρητά»·
- μονταρισμένη
δουλειά, επιχείρηση που δουλεύει απρόσκοπτα, γιατί είναι στημένη πάνω σε
σωστές προδιαγραφές, πάνω σε γερές βάσεις: «έχει τόσο μονταρισμένη δουλειά, που,
και να λείψει ένα διάστημα, όλα δουλεύουν ρολόι»·
- μοντάρω
μια δουλειά, α. οργανώνω μια δουλειά, μια επιχείρηση: «ξέρω ότι εδώ
και καιρό μοντάρει μια δουλειά, αλλά τι ακριβώς, θα σε γελάσω». β.
οργανώνω ευκαιριακή επιχείρηση, ιδίως παράνομη: «μοντάρει καιρό μια καινούρια
δουλειά, που, αν πετύχει, θα τρελαθεί στο τάλιρο»· βλ. και φρ. μοντάρω τη
δουλειά ·
- μοντάρω
τη δουλειά, συναρμολογώ κάποιο μηχάνημα που το είχα διαλύσει στα επιμέρους
του τμήματα: «αφού πρώτα διέλυσα τη μηχανή και διόρθωσα τη βλάβη, θ’ αρχίσω
αύριο να μοντάρω πάλι τη δουλειά»· βλ κ. φρ. μοντάρω μια δουλειά·
- μου
άνοιξε δουλειά ή μου άνοιξε δουλειές, μου δημιούργησε δύσκολο
πρόβλημα, δυσάρεστη κατάσταση: «του ξέφυγε το μυστικό που του εμπιστεύτηκα για
τον τάδε και μου άνοιξε δουλειές ο ηλίθιος»·
- μου
άρπαξε μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή μου άρπαξε τη δουλειά μέσ’ απ’ τα
χέρια, βλ. φρ. μου ’φαγε μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά·
- μου
πήρε μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή μου πήρε τη δουλειά μέσ’ απ’ τα
χέρια, βλ. φρ. μου ’φαγε μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά·
- μου
την έκανε τη δουλειά, α. μου προξένησε ζημιά, ιδίως χωρίς να το
περιμένω, με ξεγέλασε, με εξαπάτησε: «του είχα απόλυτη εμπιστοσύνη, αλλά μου
την έκανε τη δουλειά και μ’ άδειασε το ταμείο». β. (και για τα δυο φύλα)
με απάτησε, με κεράτωσε: «εγώ της είχα απόλυτη εμπιστοσύνη κι αυτή μου την
έκανε τη δουλειά μ’ ένα φίλο μου»·
- μου
την έφτιαξε τη δουλειά, βλ. φρ. μου την έκανε τη δουλειά·
- μου
την έχουν στημένη τη δουλειά ή μου την έχουν τη δουλειά στημένη, τα
έχουν προσχεδιασμένα με τέτοιο τρόπο ώστε να εκτεθώ ή να αποτύχω: «δε θα πάρω
μέρος στο μειοδοτικό διαγωνισμό, γιατί ξέρω πως μου την έχουν στημένη τη
δουλειά || απ’ τη στιγμή που κατάλαβες πως σου την έχουν τη δουλειά στημένη,
είναι καλύτερα να μην πας στο μειοδοτικό διαγωνισμό»·
- μου
’φαγε μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή
μου ’φαγε τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, ενήργησε με τέτοιο τρόπο, ιδίως
αθέμιτο, που ενώ ήταν σίγουρο πως θα αναλάμβανα εγώ τη δουλειά, την ανέλαβε
αυτός: «τα ’κανε πλακάκια με τον διευθυντή και μου ’φαγε τη δουλειά μέσ’ απ’ τα
χέρια»·
- μου
χάλασε τη δουλειά, έγινε αίτιος αποτυχίας σε κάποια επαγγελματική μου
διαπραγμάτευση, σε κάποια ερωτική μου επιδίωξη ή σχέση: «πήγε και μαρτύρησε
στον υποψήφιο συνεταίρο μου πως έχω λερωμένο ποινικό μητρώο και μου χάλασε τη δουλειά
|| πήγε και κάρφωσε στην γκόμενά μου πως είμαι παντρεμένος και μου χάλασε τη
δουλειά, γιατί μετά απ’ αυτό με διαβολόστειλε η γυναίκα»·
- μου(ν)τζούρικη
δουλειά, εργασία μηχανουργείου ή συνεργείου αυτοκινήτων, επειδή, όσοι
εργάζονται εκεί, λόγω της μουτζούρας λερώνουν τα ρούχα και τα χέρια τους: «αν
δε μάθεις γράμματα, θα σε στείλω να μάθεις καμιά μουτζούρικη δουλειά»·
- μουλωχτή
δουλειά ή μουλωχτές δουλειές, δουλειά που γίνεται αθόρυβα ή στα
κρυφά, ιδίως σε στενό κύκλο ανθρώπων: «είναι υπάλληλος σ’ ένα κατάστημα, αλλά
ασχολείται και μ’ άλλες μουλωχτές δουλειές»· βλ. και φρ. κάνω μουλωχτά τη
δουλειά μου ·
- μούχλιασε
η δουλειά, α. εμπορική επιχείρηση που βρίσκεται σε πλήρη στασιμότητα
μεγάλο χρονικό διάστημα και είναι στα πρόθυρα της χρεοκοπίας: «δεν τον νοιάζει
κι αν μούχλιασε η δουλειά, γιατί έχει ένα σωρό ακίνητα». β. η υπόθεση
έχασε πια εντελώς το ενδιαφέρον της: «τώρα που ξύπνησες, μούχλιασε η δουλειά,
γιατί αποφάσισα ν’ ασχοληθώ με κάτι άλλο»·
- μπάζει
η δουλειά, η δουλειά παρουσιάζει έντονα προβλήματα: «πρέπει να βρούμε
κάποιον να μας χρηματοδοτήσει, γιατί μπάζει η δουλειά». Από την εικόνα της
βάρκας που μπάζει νερά και κινδυνεύει να βουλιάξει ή από την εικόνα του παραθύρου
που μπάζει αέρα και δημιουργεί προβλήματα·
- μπαίνω
στα μυστικά της δουλειάς, βλ. φρ. μαθαίνω τα μυστικά της δουλειάς·
- μπαμπάτσικη
δουλειά ή μπαμπάτσικες δουλειές, επιχείρηση πολύ κερδοφόρα,
επιχείρηση με ευρύ κύκλο εργασιών: «η χαρά του είναι που θ’ αφήσει στα παιδιά
του μια μπαμπάτσικη δουλειά»·
- μπαμπέσικη
δουλειά ή μπαμπέσικες δουλειές, ενέργεια ύπουλη, χτύπημα πισώπλατο:
«έπρεπε να το φανταστώ ποιος ενέργησε μ’ αυτόν τον ύπουλο τρόπο, γιατί αυτός
είναι μαθημένος στις μπαμπέσικες δουλειές»·
- μπάνικη
δουλειά ή μπάνικες δουλειές, α. επιχείρηση εντυπωσιακή σε
υποδομή και κέρδη: «βρήκε απ’ τον πατέρα του μπάνικη δουλειά και δεν έχει
ανάγκη από κανέναν || ασχολείται μόνο με μπάνικες δουλειές». β. τεχνική,
κατασκευαστική ή καλλιτεχνική εργασία που έγινε με τέχνη: «ο μηχανικός έκανε
μπάνικη δουλειά || ο ζωγράφος έκανε μπάνικη δουλειά»·
- μπασταρδεμένη
δουλειά ή μπασταρδεμένες δουλειές, α. μπερδεμένη υπόθεση,
νόθα κατάσταση: «ήταν τόσο μπασταρδεμένη δουλειά, που έπεσαν δέκα δικηγόροι να
την ξεδιαλύνουν». β. δουλειά που έχασε το οικονομικό ενδιαφέρον που είχε
προηγουμένως, γιατί, ενώ γινόταν σε περιορισμένη κλίμακα, με τον καιρό άρχισαν
να ασχολούνται όλο και περισσότεροι με αυτήν: «ξέχνα το μπαράκι, είναι
μπασταρδεμένη δουλειά, δε βλέπεις που σε κάθε γειτονιά υπάρχουν από κάνα δυο
τρία;»·
- μπαστάρδεψε
η δουλειά ή μπαστάρδεψαν οι δουλειές, δεν παρουσιάζει πια κανένα
οικονομικό ενδιαφέρον, ψεύτισε, στην αγορά παρατηρείται εμπορική απραξία: «τώρα
που μπαστάρδεψε η δουλειά, τώρα ενδιαφέρθηκε κι αυτός ν’ ασχοληθεί με τα
βιντεοκλάμπ || τον τελευταίο καιρό μπαστάρδεψαν οι δουλειές, γιατί, με την
ακρίβεια που παρατηρείται, δεν υπάρχει αγοραστικό ενδιαφέρον»·
- μπαστάρδικη
δουλειά ή μπαστάρδικες δουλειές, βλ. συνηθέστ. μπασταρδεμένη
δουλειά·
- μπατάκικη
δουλειά ή μπατάκικες δουλειές, βλ. συνηθέστ. μπαταξίδικη δουλειά·
- μπατάλικη
δουλειά ή μπατάλικες δουλειές, εργασία, ιδίως τεχνική, που είναι
χοντροκομμένη, χωρίς γούστο και χάρη: «του ’δωσα την ευκαιρία να προβληθεί με
τη δουλειά που του ανέθεσα κι αυτός έκανε μπατάλικη δουλειά»·
-
μπαταξίδικη δουλειά ή
μπαταξίδικες δουλειές, εμπορική επιχείρηση χωρίς καμιά φερεγγυότητα:
«δεν τον πιστώνει κανείς μέσα στην αγορά, γιατί έχει μπαταξίδικη δουλειά και
κάθε τόσο μας δημιουργεί προβλήματα»·
- μπατάρισε
η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση απέτυχε εντελώς, χρεοκόπησε: «μετά από
τόση γκρίνια που έπεσε στους συνεταίρους, μπατάρισε η δουλειά». Από την εικόνα
της βάρκας που, όταν βάζει νερό ή είναι φορτωμένη, γέρνει, μπατάρει·
- μπατιρημένη
δουλειά, που δεν αποδίδει το παραμικρό οικονομικό κέρδος: «πήγε και μπήκε
συνέταιρος ο βλάκας σε μια μπατιρημένη δουλειά κι έχασε τα λεφτά του». Πρβλ.: μπατιρημένο
κουρείο Σάββατο βράδυ χωρίς δουλειά (Ντ. Χριστιανόπουλος)·
- μπατίρισε
η δουλειά, χρεοκόπησε: «έκανε στάση πληρωμών, γιατί μπατίρισε η δουλειά που
είχε»·
- μπελαλίδικη
δουλειά ή μπελαλίδικες δουλειές, δουλειά που παρουσιάζει αρκετές
δυσκολίες, μεγάλους μπελάδες, ως προς την πραγματοποίηση ή τη διεκπεραίωσή της
και, για το λόγο αυτό, δυσάρεστη: «επειδή δε μιλάω, όλες τις μπελαλίδικες
δουλειές τις φορτώνουν επάνω μου»·
- μπερδεμένη
δουλειά ή μπερδεμένες δουλειές, α. δουλειά ή η υπόθεση που
είναι περιπλεγμένη, που παρουσιάζει δυσκολίες λόγω κακών χειρισμών, ή είναι
γενικά πολυσύνθετη: «είναι τόσο μπερδεμένη δουλειά, που πρέπει να προσλάβει
τρεις λογιστές για να βγάλουν άκρη». β. δουλειά ή επιχείρηση ύποπτη, που
δεν παρουσιάζει διαφάνεια στους χειρισμούς της: «δεν παίρνω μέρος σε
μπερδεμένες δουλειές, γι’ αυτό έχω το κούτελό μου καθαρό στην αγορά»·
- μπερδεύω
τη δουλειά, δημιουργώ λανθασμένη εντύπωση για κάποιον ή για κάτι: «πώς
μπέρδεψες τη δουλειά, ρε παιδάκι μου, και δεν κατάλαβες ότι έδιωχνες τον
καλύτερό σου υπάλληλο;»· βλ. και φρ. μπουρδουκλώνω τη δουλειά·
- μπερεκετλίδικη
δουλειά ή μπερεκετλίδικες δουλειές, επιχείρηση που αποφέρει
ικανοποιητικό κέρδος: «έχει μια μπερεκετλίδικη δουλειά κι έχει βάλει το καπέλο
του στραβά»·
- μπερμπάντικη
δουλειά ή μπερμπάντικες δουλειές, η ενασχόληση με τα ερωτικά, το
μπλέξιμο σε γυναικοδουλειές, η μπερμπαντοδουλειά: «αν και είναι παντρεμένος,
μπερδεύεται κάθε τόσο σε μπερμπάντικες δουλειές»·
-
μπιτ δουλειά, βλ. συνηθέστ. κουκούτσι δουλειά·
- μπλόκαρε
η δουλειά ή μπλοκάρισε η δουλειά, ενώ εξελισσόταν ή διεκπεραιωνόταν
ομαλά, ξαφνικά, για απρόβλεπτους λόγους ή αιτίες, περιήλθε σε πλήρη
στασιμότητα: «μπλόκαρε η δουλειά, γιατί έχουμε διακοπή ρεύματος || μπλοκάρισε η
δουλειά, γιατί οι απεργοί έκαναν κατάληψη στο εργοστάσιο»·
- μπορεί να γίνει έτσι δουλειά!
βλ. συνηθέστ. γίνεται (έτσι) δουλειά(!)·
- μπουρδουκλώνω τη δουλειά, α.
δημιουργώ επίτηδες σύγχυση σε μια δουλειά ή σε μια υπόθεση για προσωπικό
μου όφελος: «από εδώ είχε, από εκεί είχε, την μπουρδούκλωσε τη δουλειά και
βγήκε λάδι». β. καλύπτω κρυφά μια αταξία ή παρατυπία: «αν θέλεις εσύ,
μπορείς να μπουρδουκλώσεις τη δουλειά για να μη μάθει τίποτα ο διευθυντής»·
-
μπουρδούκλωσε η δουλειά, ενώ
εξελισσόταν ομαλά η δουλειά, συνάντησε ξαφνικά εμπόδια και έπαψε να
εξελίσσεται: «του ’φυγαν απροειδοποίητα πέντε εργάτες και μπουρδούκλωσε η
δουλειά, γιατί του έλειπαν χέρια για να τη συνεχίσει»·
- μυγιάζομαι
τη δουλειά, βλ. συνηθέστ. ψυλλιάζομαι τη δουλειά·
- μυρίζομαι τη δουλειά, βλ.
φρ. ψυλλιάζομαι τη δουλειά·
- μυστήρια
δουλειά! α. έκφραση απορίας για τις επιπλοκές που παρουσιάζει μια
δουλειά ή μια υπόθεση, τις οποίες παρά τις έντονες προσπάθειές μας, δεν
μπορούμε να εντοπίσουμε: «εδώ και δυο βδομάδες έφαγα τα λυσσιακά μου να βρω πού
υπάρχει το πρόβλημα και δεν μπορώ να βρω τίποτα. -Μυστήρια δουλειά!». β.
έκφραση απορίας για το είδος εργασιών κάποιας επιχείρησης ή για τη φύση μιας
υπόθεσης που παραμένουν άγνωστες: «έχει πέντε γραφεία μ’ ένα σωρό υπαλλήλους,
αλλά κανείς δεν ξέρει με τι ακριβώς ασχολείται. -Μυστήρια δουλειά!»·
- μυστήρια
δουλειά ή μυστήριες δουλειές, α. δουλειά ύποπτη, σκοτεινή,
παράνομη: «έχει μια μυστήρια δουλειά και κανείς δεν μπορεί να καταλάβει με τι
ασχολείται || δεν μπλέκεται με μυστήριες δουλειές, γιατί λατρεύει τη διαφάνεια».
β. δουλειά εντελώς ασυνήθιστη, που δεν μπορεί κανείς εύκολα να τη
χαρακτηρίσει ή να την κατατάξει σε ένα κύκλο: «κάνει μια μυστήρια δουλειά, που
δεν μπορώ να στην εξηγήσω, ξέρω όμως ότι κερδίζει πολλά»·
- να
δουλειά! κοροϊδευτική
έκφραση σε κάποιον που, ενώ του είχαμε υποσχεθεί κάποια θέση εργασίας ή την
ανάθεση κάποιας δουλειάς, στο τέλος για κάποιο λόγο αθετήσαμε την υπόσχεσή μας:
«αφού με κατηγόρησες, να δουλειά!». Συνήθως συνοδεύεται από χειρονομία κατά την
οποία επιδεικνύουμε τον αντίχειρά μας ανάμεσα στο δείκτη και το μεγάλο δάχτυλο
προς το πρόσωπο του συνομιλητή μας ή από χειρονομία κατά την οποία η χούφτα
πιάνει τα αρχίδια μας και τα προβάλλει προς το μέρος του συνομιλητή μας·
- να
κοιτάς τη δουλειά σου! προτρεπτική
ή απειλητική έκφραση σε κάποιον που αναμειγνύεται απρόσκλητος σε μια υπόθεση:
«να μη σ’ ενδιαφέρει τι θα κάνουμε και να κοιτάς τη δουλειά σου!». Πολλές
φορές, της φρ. προτάσσεται το εσύ και είναι φορές που κλείνει με το ορίστε
μας(!)·
-
νααα, δουλειά! έκφραση
θαυμασμού για την ύπαρξη έντονης εμπορικής κίνησης ή συναλλαγής: «εσείς δεν
ξέρω τι κάνετε, αλλά αυτός, νααα δουλειά!». Συνήθως συνοδεύεται από χειρονομία με
την οποία τα δάχτυλα του χεριού ενώνονται επανειλημμένα στις άκρες τους προς το
πρόσωπο του συνομιλητή μας·
- νάκα
δουλειά ή νάκατα δουλειά, (στη γλώσσα της αργκό) δεν έχει, δεν
υπάρχει δουλειά: «αφού άργησες να ’ρθεις, νάκα δουλειά, γιατί πρόλαβαν και την
πήραν άλλοι»·
- ναυάγησε
η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση απέτυχε τελείως, ματαιώθηκε: «ήταν να
συνεργαστούμε, αλλά την τελευταία στιγμή ναυάγησε η δουλειά, γιατί δεν τα
βρήκαμε στα ποσοστά»·
- ναυαγώ
τη δουλειά, γίνομαι αίτιος της αποτυχίας ή της καταστροφής μιας δουλειάς ή
μιας υπόθεσης: «όσες φορές του έχουν αναθέσει κάτι, μέσα σε λίγο χρονικό
διάστημα ναυαγεί τη δουλειά»·
- νέκρωσε
η δουλειά ή νέκρωσαν οι δουλειές, υπάρχει πλήρης στασιμότητα
εμπορικών συναλλαγών: «υπάρχει τέτοια ακρίβεια στην αγορά, που νέκρωσαν οι
δουλειές»·
-
νεταρισμένη δουλειά, που
είναι τελειωμένη, διεκπεραιωμένη: «η δουλειά είναι νεταρισμένη και μπορείς να
την παραλάβεις ό,τι ώρα θέλεις»·
- νετάρω
απ’ τη δουλειά, τελειώνω, σχολνώ: «τι ώρα νετάρεις απ’ τη δουλειά για να
περάσω να σε πάρω;»·
- νετάρω
μια δουλειά ή νετάρω τη δουλειά, α. διεκπεραιώνω μια υπόθεση
ως μεσάζων: «μόλις νετάρω τη δουλειά ενός φίλου μου, θ’ ασχοληθώ και με τη δική
σου υπόθεση». β. φέρω σε πέρας μια εργασία: «σε μια βδομάδα νετάρω μια
δουλειά που την είχα αρχίσει πριν από πολύ καιρό»·
- νοικοκυρεμένη
δουλειά ή νοικοκυρεμένες δουλειές, α. εμπορική ή βιομηχανική
επιχείρηση που διακρίνεται από τάξη και συνέπεια: «έχει μια νοικοκυρεμένη
δουλειά, που τη ζηλεύουν πολλοί». β. ενέργεια που τη διακρίνει
τιμιότητα, σύνεση, διαφάνεια: «θα κουβεντιάσουμε όλες τις λεπτομέρειες πριν
αποφασίσουμε, γιατί μ’ αρέσουν νοικοκυρεμένες δουλειές»·
- νοικοκυρίστικη δουλειά ή νοικοκυρίστικες
δουλειές, βλ. συνηθέστ. νοικοκυρεμένη δουλειά·
- νταραβερτζίδικη
δουλειά ή νταραβερτζίδικες δουλειές, δουλειά ή υπόθεση που
παρουσιάζει πολλές δυσκολίες, που βάζει σε μπελάδες, σε τρεξίματα αυτόν ή
αυτούς που ασχολούνται με αυτή: «έχω μπλέξει σε μια νταραβερτζίδικη δουλειά και
γυρνάω κάθε βράδυ στο σπίτι μου μ’ ένα κεφάλι καζάνι || αποφεύγει τις
νταραβερτζίδικες δουλειές, όπως ο διάβολος το λιβάνι»·
- ντιπ
δουλειά, βλ. συνηθέστ. κουκούτσι δουλειά·
- ξαμολιέμαι
για δουλειά (ενν. να βρω), αρχίζω συστηματικά να ψάχνω να βρω εργασία: «απ’
τη μέρα που έκλεισε το εργοστάσιο όπου δούλευε, ξαμολήθηκε για δουλειά»·
- ξεζούμισε
η δουλειά, εξάντλησε κάθε οικονομικό ενδιαφέρον που είχε: «απ’ τη στιγμή
που ξεζούμισε η δουλειά που έκανε, προσανατολίζεται ν’ ασχοληθεί με κάτι άλλο»·
- ξεζούμισε
τη δουλειά, την εκμεταλλεύτηκε στο έπακρο, ώσπου έφτασε στο σημείο να μην
αποδίδει άλλο: «απ’ τη στιγμή που ξεζούμισε τη δουλειά που είχε, βρήκε ένα
κορόιδο και του την πάσαρε»·
- ξεζουμίζομαι
στη δουλειά, βλ. φρ. ξελιγώνομαι στη δουλειά·
- ξεθεώνομαι στη δουλειά, βλ.
φρ. ξεκωλώνομαι στη δουλειά·
- ξεκαθαρίζω
μια δουλειά ή ξεκαθαρίζω τη δουλειά, εξιχνιάζω μια σκοτεινή ή
παράνομη υπόθεση: «η αστυνομία δεν ξεκαθάρισε ακόμα τη δουλειά σχετικά με τη
ληστεία της τράπεζας»·
- ξεκούρντιστη
δουλειά, εμπορική ιδίως επιχείρηση που αντιμετωπίζει πολλά προβλήματα λόγω
κακού συντονισμού: «λογικό να γίνεται αλαλούμ σε μια τόσο ξεκούρντιστη
δουλειά!»·
- ξεκωλώνομαι στη δουλειά, καταπονούμαι,
εξαντλούμαι από υπερβολική ή πολύ κοπιαστική εργασία: «όλη τη μέρα σήμερα
ξεκωλώθηκα στη δουλειά»·
- ξελασκάρω απ’ τη δουλειά, χαλαρώνω,
παύω να έχω εντατική δουλειά και, κατ’ επέκταση, ελευθερώνομαι, τελειώνω από τη
δουλειά μου: «μόλις ξελασκάρω απ’ τη δουλειά που έχω, θα πιάσω τη δική σου
παραγγελία || λογαριάζω να ξελασκάρω απ’ τη δουλειά κατά τις πέντε το απόγευμα
και θα περάσω τότε να τα πούμε»·
-
ξελιγώνομαι στη δουλειά, εξαντλούμαι
τελείως από τη δουλειά με την οποία ασχολούμαι: «έχω βάλει σκοπό να μαζέψω κάτι
λεφτά και ξελιγώνομαι στη δουλειά»·
- ξεμπερδεύω
απ’ τη δουλειά, βλ. φρ. ξελασκάρω απ’ τη δουλειά·
- ξεμπλέκω
απ’ τη δουλειά, βλ. φρ. ξελασκάρω απ’ τη δουλειά·
- ξεμπλόκαρε
η δουλειά ή ξεμπλοκάρισε η δουλειά, μετά από προσωρινή στασιμότητα,
που προήλθε από απρόβλεπτους ιδίως λόγους ή παράγοντες, άρχισε πάλι να
εξελίσσεται ομαλά: «αφού λύθηκε η κατάληψη του εργοστασίου, ξεμπλοκάρισε η
δουλειά κι άρχισε κανονικά η αποστολή των εμπορευμάτων»·
- ξεπατώνομαι στη δουλειά, βλ.
φρ. ξεκωλώνομαι στη δουλειά·
- ξεσκεπάζω
τη δουλειά, αποκαλύπτω κάποια δουλειά ή υπόθεση, ιδίως παράνομη: «μετά από
έρευνες που έκανε, ξεσκέπασε τη δουλειά με τα πλαστά τιμολόγια»·
- ξεσκίζομαι
στη δουλειά, έχω υπερβολική δουλειά: «όταν έρχονται οι γιορτές των
Χριστουγέννων, ξεσκίζομαι στη δουλειά»· βλ. και φρ. ξεκωλώνομαι στη δουλειά·
- ξεσκίζω
στη δουλειά, βλ. φρ. ξεσκίζομαι στη δουλειά·
- ξεφορτώνομαι
τη δουλειά, α. εγκαταλείπω ανειλημμένη εργασία ή υποχρέωση για
διάφορους λόγους: «πρέπει να ξεφορτωθώ αυτή τη δουλειά, γιατί βλέπω πως δεν μπορώ
πια να τη φέρω σε πέρας». β. αρχίζω σταδιακά να τη διεκπεραιώνω: «απ’ τη
στιγμή που έβαλε το κεφάλι του κάτω, άρχισε σιγά σιγά να ξεφορτώνεται τη
δουλειά»·
- ξεφουρνίζω
τη δουλειά, αποκαλύπτω εργασία που γινόταν κρυφά, προδίδω κάτι που ήταν
μυστικό: «για να μάθουν τόσο γρήγορα με τι ασχολούμαστε, σίγουρα κάποιος από
μας τους ξεφούρνισε τη δουλειά || είχα μια γκόμενα κι αυτός ο ηλίθιος πήγε και
ξεφούρνισε τη δουλειά στη γυναίκα μου»·
- ξεφούσκωσε
η δουλειά, α. μετά από περίοδο έντονης εμπορικής κίνησης επήλθε
φυσιολογική κάμψη: «αμέσως μετά από τις γιορτές των Χριστουγέννων ξεφούσκωσε η
δουλειά». β. υπόθεση που είχε συζητηθεί ή διαφημιστεί έντονα,
αποδείχτηκε χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο: «μετά από τόσο ντόρο που έγινε απ’
την κυβέρνηση για την αύξηση των μισθών και των συντάξεων, στη συζήτηση που
έγινε στη Βουλή ξεφούσκωσε η δουλειά, γιατί οι αυξήσεις που δόθηκαν μόλις που
πλησιάζουν το ένα τοις εκατό»·
- ξέφτισε
η δουλειά, βλ. συνηθέστ. ξεφούσκωσε η δουλειά·
- ξέφυγε
η δουλειά απ’ τα χέρια μου ή ξέφυγε απ’ τα χέρια μου η δουλειά, για
κάποιο λόγο δεν μπορώ να την ελέγξω: «ενώ δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα, ξαφνικά
ξέφυγε η δουλειά απ’ τα χέρια μου, χωρίς να το καταλάβω!»·
- ο
γάιδαρος κάνει όλη τη δουλειά κι ο αγωγιάτης παίρνει τα λεφτά, λέγεται στην
περίπτωση που άλλος κουράζεται για την επίτευξη ενός έργου και άλλος
επωφελείται·
- ο
Εβραίος, όταν δεν έχει δουλειά, ανοίγει τα παλιά του βιβλία ή ο Εβραίος,
όταν δεν έχει δουλειά, ανοίγει τα παλιά του κιτάπια ή ο Εβραίος, όταν δεν έχει
δουλειά, ανοίγει τα παλιά του τεφτέρια ή όταν ο Εβραίος δεν έχει δουλειά,
ανοίγει τα παλιά του βιβλία ή όταν ο Εβραίος δεν έχει δουλειά, ανοίγει
τα παλιά του κιτάπια ή όταν ο Εβραίος δεν έχει δουλειά, ανοίγει τα παλιά
του τεφτέρια, λέγεται στην περίπτωση που, όταν κάποιος έχει αναδουλειές, επανέρχεται
σε παλιούς οικονομικούς λογαριασμούς, που δεν έχουν ακόμα τακτοποιηθεί ή που
μπορεί και να έχουν ξεχαστεί. Συνών. ο Εβραίος σαν φτωχάνει (φτωχύνει), τα
παλιά τεφτέρια πιάνει / ο μουφλούζης αν μουφλουζέψει, τα παλιά τεφτέρια ανοίγει·
- ο
καθένας στη δουλειά του και ο βλάχος στα τυριά του, ο καθένας πρέπει να
ασχολείται με αυτό που ξέρει να κάνει: «από μικρός ασχολούμαι μόνο με πράγματα
που ξέρω, γιατί ο καθένας στη δουλειά του και ο βλάχος στα τυριά του». Από το
ότι ο βλάχος ως κτηνοτρόφος είναι δεινός στην παρασκευή τυριού·
- ο
λύκος έχει το σβέρκο του χοντρό, γιατί κάνει μόνος του τη δουλειά του, πετυχαίνει
στη δουλειά του αυτός που έχει μάθει να την κάνει μόνος του: «δεν επιδίωξε ποτέ
συνεταιρισμό με κανέναν, γιατί ο λύκος έχει το σβέρκο του χοντρό, γιατί κάνει
μόνος του τη δουλειά του»·
- οι
δουλειές μου πάνε άσχημα ή πάνε άσχημα οι δουλειές μου, οι δουλειές
μου ή οι υποθέσεις μου εξελίσσονται αρνητικά: «είμαι πολύ στενοχωρημένος, γιατί
οι δουλειές μου πάνε άσχημα κι οι υποχρεώσεις τρέχουν || τον τελευταίο καιρό
γενικά πάνε άσχημα οι δουλειές μου»·
-
οικογενειακή δουλειά, επιχείρηση
που είναι κατανεμημένη στα μέλη κάποιας οικογένειας, δουλειά που
διεκπεραιώνεται από τα μέλη κάποιας οικογένειας: «δε θέλουν κανέναν συνέταιρο,
γιατί θέλουν να την κρατήσουν οικογενειακή δουλειά»· βλ. και φρ. είναι
οικογενειακή μας δουλειά·
- όμορφη
δουλειά, εργασία κατασκευαστική, ιδίως χειροποίητη που έγινε με τέχνη και
μεράκι: «για δες πόση όμορφη δουλειά έχει αυτή το δαχτυλίδι!»·
- όποιος
αφήνει το έργο του κι άλλες δουλειές γυρεύει, ο διάβολος στον κώλο του φασούλια
μαγειρεύει, είναι επικίνδυνο να αφήνει κάποιος στη μέση τη δουλειά με την
οποία καταπιάνεται και να ψάχνει για νέες δουλειές: «τέλειωσε πρώτα τη δουλειά
που έχεις αρχίσει κι ύστερα ψάξε γι’ άλλη, γιατί όποιος αφήνει το έργο του κι
άλλες δουλειές γυρεύει, ο διάβολος στον κώλο του φασούλια μαγειρεύει». Από το
ότι, τα φασόλια, επειδή είναι βαρύ φαγητό, δημιουργεί σε πολλούς ανθρώπους
προβλήματα·
- όποιος
κοιτάζει τη δουλειά του, καλοζεί τη φαμελιά του, η οικογένεια του εργατικού
ανθρώπου ζει χωρίς άγχος και στερήσεις: «απ’ τη στιγμή που απόκτησες οικογένεια,
να ’χεις το νου σου συνέχεια στη δουλειά, γιατί, όποιος κοιτάζει τη δουλειά
του, καλοζεί τη φαμελιά του»·
- πάγαινε
στη δουλειά σου! (ειρωνικά ή απειλητικά) μην ενδιαφέρεσαι, φύγε,
ξεκουμπίσου, απομακρύνσου: «τι έγινε δω, ρε φίλε, κι είναι τόσος κόσμος
μαζεμένος; -Πάγαινε στη δουλειά σου!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ρε
άι·
- πάει
η δουλειά, α. η δουλειά ή η υπόθεση εξελίσσεται κανονικά: «αφού δεν
έχω συναντήσει μέχρι τώρα κανένα πρόβλημα, πώς να μην πάει η δουλειά;». β.
απέτυχε, καταστράφηκε, χρεοκόπησε: «από ένα κακό χειρισμό πάει η δουλειά»·
- πάει
μακριά η δουλειά, λέγεται με δυσφορία για δουλειά ή υπόθεση, που
συνεχίζεται αδικαιολόγητα για μεγάλο χρονικό διάστημα: «πάει μακριά η δουλειά,
ρε παιδιά, μ’ αυτόν το θόρυβο και δεν μπορούμε να κοιμηθούμε». Συνών. πάει
μακριά η βαλίτσα / πάει πολύ μακριά·
- παζαρτζίδικη
δουλειά ή παζαρτζίδικες δουλειές, α. δουλειά ασήμαντη, χωρίς
σοβαρότητα, ανάξια λόγου: «ξεκίνησε από μια παζαρτζίδικη δουλειά και τώρα έγινε
μεγάλος και τρανός». Αναφορά στο μικροπωλητή που γυρίζει στα παζάρια για να
πουλήσει το εμπόρευμά του. β. (γενικά) ατελείωτες διαπραγματεύσεις για
την αγοραπωλησία, για την επίτευξη κάποιας συμφωνίας: «θα διαβάσουμε το
συμφωνητικό και θα το υπογράψουμε την ίδια ώρα, γιατί δε μ’ αρέσουν οι
παζαρτζίδικες δουλειές»·
- παιδί
για όλες τις δουλειές, μικρός ή ανεξαρτήτου ηλικίας άτομο που σε ένα
εργασιακό χώρο ή σε μια παρέα χρησιμοποιείται από τους άλλους για διάφορα
θελήματα: «αν σου τέλειωσαν τα τσιγάρα, έχουμε στο γραφείο ένα παιδί για όλες
τις δουλειές και μπορεί να πάει να σου πάρει»·
- παίρνει
μάκρος η δουλειά ή παίρνει σε μάκρος η δουλειά, βλ. φρ. η δουλειά
πάει σε μάκρος·
- παίρνω
απάνω μου τη δουλειά ή παίρνω τη δουλειά απάνω μου, α. αναλαμβάνω
να την επιβλέπω, να τη συνεχίσω ή να τη φέρω σε πέρας: «όσο καιρό θα λείπεις,
θα πάρω απάνω μου τη δουλειά». β. επωμίζομαι τις ευθύνες ή τις κυρώσεις
μιας υπόθεσης: «πες του να μη φοβάται, γιατί παίρνω τη δουλειά απάνω μου»·
- παίρνω
δουλειά στο σπίτι, α. λόγω φόρτου εργασίας ή πίεσης χρόνου τμήμα της
δουλειάς μου, ιδίως γραφικής, τη μεταφέρω και τη διεκπεραιώνω στο σπίτι: «έχει
πέσει πολλή δουλειά στο γραφείο και για να προλάβω, παίρνω πολλές φορές δουλειά
στο σπίτι». β. (ειρωνικά) λέγεται και στην περίπτωση που κάποιος
μεταφέρει στο σπίτι του τα προβλήματα της δουλειάς του και με τη στάση του τα
μεταδίδει και στην οικογένειά του: «μα τι έχεις και μου μιλάς απότομα; -Έχω
διάφορα προβλήματα με τη δουλειά μου. -Μα εσύ, μέχρι τώρα, δεν έπαιρνες δουλειά
στο σπίτι!»·
- παίρνω
κάβο τη δουλειά, (στη γλώσσα της αργκό) βλ. συνηθέστ. παίρνω πρέφα τη
δουλειά·
- παίρνω πρέφα τη δουλειά, (στη
γλώσσα της αργκό) αντιλαμβάνομαι, εννοώ, κατανοώ κάποια υπόθεση, ιδίως πριν
αυτή αποβεί σε βάρος μου: «ήθελαν να μου φάνε τα λεφτά με διάφορες υποσχέσεις,
αλλά ευτυχώς την τελευταία στιγμή πήρα πρέφα τη δουλειά και τους διαβολόστειλα»·
- παίρνω
στραβά τη δουλειά, α. την ξεκινώ πάνω σε λανθασμένες βάσεις ή
προδιαγραφές: «θα πρέπει να πήρα στραβά τη δουλειά για να σκαλώσει έτσι
απότομα». β. παρεξηγώ τις καλές προθέσεις ή ενέργειες κάποιου: «ό,τι κι
αν είπα κι ό,τι κι αν έκανα, ήταν μόνο και μόνο για το καλό σου, εσύ όμως πήρες
στραβά τη δουλειά»·
- παίρνω
τη δουλειά στα χέρια μου, αναλαμβάνω να διευθύνω ή να διεκπεραιώσω μια
δουλειά ή μια υπόθεση: «απ’ τη μέρα που πήρε τη δουλειά στα χέρια του ο τάδε,
όλα μέσα στο εργοστάσιο δουλεύουν ρολόι || μόλις πήρα τη δουλειά στα χέρια μου,
τακτοποίησα κάθε εκκρεμότητα»·
- παλεύεται
η δουλειά, υπάρχει ακόμη προοπτική για ένα καλό αποτέλεσμα σε μια δουλειά ή
υπόθεση, δε χάθηκε οριστικά: «μην απογοητεύεσαι από τη ζημιά που έγινε, γιατί
παλεύεται η δουλειά»·
- παλεύω
τη δουλειά, αγωνίζομαι, προσπαθώ να τη φέρω σε πέρας: «έχω διάφορα
προβλήματα, αλλά παλεύω τη δουλειά και θα σου την παραδώσω τη μέρα που σου
υποσχέθηκα»·
- πάνε
δουλειά σου! ή πάνε στη δουλειά σου! (συμβουλευτικά, προτρεπτικά ή
απειλητικά) μην ενδιαφέρεσαι, φύγε, απομακρύνσου, ξεκουμπίσου: «άσε με στην
ησυχία μου και πάνε στη δουλειά σου!»(Λαϊκό τραγούδι: και του δώσαν
τα πανιά του για να πάει στη δουλειά του, με το ξένο του το σόι τον
περίδρομο να τρώει). Συνών. κάνε δουλειά σου! (α)·
- πανηγυρ(ι)τζίδικη
δουλειά ή πανηγυρ(ι)τζίδικες δουλειές, δουλειά ασήμαντη, ανάξια λόγου,
τιποτένια, ιδίως δουλειά πρόχειρη και ευκαιριακή: «ένας άνθρωπος του δικού του
οικονομικού επιπέδου δεν μπερδεύεται ποτέ σε πανηγυρτζίδικες δουλειές». Από την
εικόνα του μικροπωλητή, που γυρίζει σε διάφορα πανηγύρια για να πουλήσει το
εμπόρευμά του· βλ. και φρ. η δουλειά είναι για τα πανηγύρια·
- πάνω
στο φόρτε της δουλειάς, κατά τη στιγμή ή κατά την περίοδο που μια δουλειά ή
μια υπόθεση βρίσκεται στο κρίσιμο για την ολοκλήρωσή της σημείο ή στο πιο
αποδοτικό σημείο της, τότε που υπάρχει μεγάλη ένταση, κίνηση, πάρε δώσε:
«πέρασε κατά τις δώδεκα απ’ το μαγαζί, αλλά ήμουν πάνω στο φόρτε της δουλειάς
και του ’πα να ’ρθει το βράδυ απ’ το σπίτι να τα πούμε σαν άνθρωποι»·
-
παπατζίδικη δουλειά ή
παπατζίδικες δουλειές, δουλειά ύποπτη, παράνομη: «ένας έντιμος άνθρωπος
δεν μπλέκεται ποτέ με παπατζίδικες δουλειές»· βλ. και λ. παπατζής·
- παράγινε
η δουλειά! έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ατόμου, που θέλει να
θέσει τέρμα στις συνεχείς ενοχλήσεις κάποιου για εξυπηρέτηση, ή που θέλει να
του επισημάνει τη συνεχιζόμενη απαράδεκτη συμπεριφορά του: «παράγινε η δουλειά
να καλύπτω τις κοπάνες σου! || παράγινε η δουλειά να παρατάς κάθε τόσο την
οικογένειά σου και να τρέχεις με τις παρδαλές στα μπουζούκια!». Πολλές φορές,
της φρ. προτάσσεται το α ·
- παραμιλώ
απ’ τη δουλειά, έχω τόσο πολλή δουλειά, που τα έχω χάσει, που δεν ξέρω τι
μου γίνεται: «σ’ όλη την περίοδο των γιορτών παραμιλούσα απ’ τη δουλειά»·
- πασαλίδικη
δουλειά ή πασαλίδικες δουλειές, δουλειά που γίνεται ή
διεκπεραιώνεται πολύ ξεκούραστα και μέσα σε ευχάριστο περιβάλλον: «τον βλέπεις
πάντα ευδιάθετο και ξεκούραστο, γιατί δουλεύει σε μια πασαλίδικη δουλειά».
Αναφορά στην άνετη ζωή του πασά·
- πασάρω
τη δουλειά, α. μεταβιβάζω μια δουλειά ή μια υπόθεση, την παραχωρώ
για διάφορους λόγους σε κάποιον άλλον: «όταν τα βρίσκει μπαστούνια, πασάρει τη
δουλειά σ’ άλλον || όταν είναι πολύ απασχολημένος, πασάρει τη δουλειά σ’
άλλον». β. αναθέτω εργασία σε κάποιον με όχι διαφανείς διαδικασίες,
αναθέτω εργασία χατιρικά σε κάποιον: «είχε κάποιο φίλο βουλευτή που του πάσαρε
τη δουλειά»·
- παστρική
δουλειά ή παστρικές δουλειές, α. δουλειά ή υπόθεση που
συζητιέται ή συμφωνείται με ειλικρίνεια και υπευθυνότητα και δεν παρουσιάζει
δυσάρεστες εκπλήξεις ή υπαναχωρήσεις κατά την εξέλιξή της, καθαρή δουλειά:
«αυτό που μ’ αρέσει σ’ αυτόν τον άνθρωπο, είναι που θέλει να κάνει πάντα
παστρικές δουλειές». (Λαϊκό τραγούδι: παστρικές δουλειές δεν
φτιάνεις, άλλα μου λες κι άλλα μου κάνεις, μου τη σκας κι αλλού γυρίζεις κι
αποδώ δε χαμπαρίζεις). β. επιχείρηση που παρουσιάζεται καθαρή και
νοικοκυρεμένη: «δουλεύει σε μια παστρική δουλειά». γ. δουλειά που είναι
τίμια: «δεν έχεις να φοβηθείς τίποτα, γιατί είναι παστρική δουλειά». δ.
δουλειά που διεκπεραιώνεται σε άνετο, υγιεινό και ευπρεπισμένο περιβάλλον: «οι
τραπεζικοί έχουν απ’ τις πιο παστρικές δουλειές». ε. τεχνική εργασία που
προτείνεται ή παραδίδεται σε κάποιον με μεθοδικότητα και με όλες τις σωστές
προδιαγραφές: «χρόνια είχαν να μου παρουσιάσουν τόσο παστρική δουλειά»·
- πατώ
δουλειά ή πατώ σκληρή δουλειά, εργάζομαι πολύ εντατικά, πολύ σκληρά:
«όλη τη μέρα πατάει σκληρή δουλειά, γιατί έχει να θρέψει πέντε στόματα»·
- πάτωσε
η δουλειά, η δουλειά, εμπορική ή τεχνική, δεν παρουσιάζει καμιά εξέλιξη,
βρίσκεται σε στασιμότητα: «απ’ τη μια οι απεργίες, απ’ την άλλη οι καταλήψεις,
ήρθε και πάτωσε η δουλειά»·
- πεθαίνω
στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. σκοτώνομαι στη δουλειά·
- πεθαμενατζίδικη
δουλειά ή πεθαμενατζίδικες δουλειές, α. δουλειά που είναι
επιφορτισμένη με την ταφή των νεκρών, το γραφείο κηδειών ή το γραφείο τελετών,
όπως καθιερώθηκε να λέγεται από τη δεκαετία του 1960: «έχει μια πεθαμενατζίδικη
δουλειά, κι εδώ ταιριάζει απόλυτα αυτό που λένε, ο θάνατός σου η ζωή μου». β.
επιχείρηση χωρίς διόλου προοπτική κέρδους ή εξέλιξης, που βρίσκεται σε πλήρη
απραξία, στα πρόθυρα της χρεοκοπίας: «έχει μια πεθαμενατζίδικη δουλειά κι έχει
ταράξει τον κόσμο στα δανεικά». γ. βαρετή δουλειά, που δεν απαιτεί
ενεργητικότητα, ευελιξία: «τι περιμένεις από άνθρωπο που έκανε τόσα χρόνια
πεθαμενατζίδικη δουλειά, μπορεί να προκόψει στην αγορά;»·
- περπατά
η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση εξελίσσεται ομαλά, κανονικά: «όταν υπάρχει
εργασιακή και κοινωνική ηρεμία περπατά η δουλειά»·
- πεταμένη
δουλειά, α. εργασία που έγινε άσκοπα ή που έγινε πολύ κακότεχνη:
«τόση κούραση για πεταμένη δουλειά || τι πεταμένη δουλειά είναι αυτή που μου
’κανες;». β. εμπορική ή βιομηχανική επιχείρηση εντελώς ασήμαντη, εντελώς
ανάξια λόγου: «έχει μια πεταμένη δουλειά και μας κάνει το βιομήχανο»·
- πέφτει
σκληρή δουλειά, βλ. φρ. πέφτει σκυλίσια δουλειά·
- πέφτει
σκυλίσια δουλειά, συνήθως η εργασία είναι πολύ σκληρή, γίνεται μέσα σε
απάνθρωπες συνθήκες: «δε μένει κανείς για πολύ καιρό σ’ αυτό το εργοστάσιο,
γιατί πέφτει σκυλίσια δουλειά»·
- πέφτω
με τα μούτρα στη δουλειά, αρχίζω να δουλεύω εντατικά, αφοσιώνομαι στη
δουλειά: «μόλις απολύθηκε απ’ το στρατό, έπεσε με τα μούτρα στη δουλειά για να
ξεκουράσει τον πατέρα του»·
- πέφτω με το κεφάλι στη
δουλειά, βλ. συνηθέστ. πέφτω με τα μούτρα στη δουλειά·
- πέφτω
μονός διπλός στη δουλειά, επιστρατεύω όλες μου τις δυνάμεις για να τελειώσω
μια δουλειά: «είχε μια ποινική ρήτρα κι έπεσε μονός διπλός στη δουλειά για να
την παραδώσει στην ημερομηνία που έπρεπε»·
- πήγε
αμόντε η δουλειά, έγινε άδικα, ανώφελα: «τόσος κόπος για να την τελειώσω
και πήγε αμόντε η δουλειά»·
- πηδιέμαι
στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. σκοτώνομαι στη δουλειά·
- πήζω
απ’ τη δουλειά ή πήζω στη δουλειά, δουλεύω τόσο πολύ, έχω τόσο πολλή
δουλειά, που μου προκαλεί ψυχική δυσφορία: «έχω τέτοια δουλειά, που το μισό
χρόνο κάθομαι, αλλά τον άλλο μισό πήζω στη δουλειά»·
- πιάνω
δουλειά, α. βρίσκω θέση εργασίας, αρχίζω να εργάζομαι: «είχε ένα
γνωστό στο υπουργείο κι έπιασε δουλειά ως δασοφύλακας». β. ξεκινάω την
ημερήσια εργασία μου: «κάθε μέρα πιάνω δουλειά στις εφτά το πρωί»·
- πιασάδικη
δουλειά ή πιασάδικες δουλειές, βλ. φρ. πιασάρικη δουλειά·
- πιασάρικη
δουλειά ή πιασάρικες δουλειές, α. δουλειά που σίγουρα θα
αποφέρει κέρδος: «ασχολείται μόνο με πιασάρικες δουλειές». β. δουλειά,
ιδίως θέση εργασίας στο δημόσιο, όπου αυτός που την κατέχει είναι εκτεθειμένος
στη δωροδοκία: «είναι σε μια πιασάρικη δουλειά στο υπουργείο συγκοινωνιών και
μέσα σε δυο χρόνια έχει χτίσει ολόκληρη βίλα»·
- πλακώνομαι στη δουλειά, βλ.
συνηθέστ. πέφτω με τα μούτρα στη δουλειά·
- πλακώνω
τη δουλειά, ασχολούμαι μαζί της εντατικά: «μόλις πλάκωσα τη δουλειά, μέσα
σε λίγες ώρες την είχα τελειώσει»·
- πλάκωσε
δουλειά, α. παρατηρείται ιδιαίτερα αυξημένη εμπορική κίνηση: «σε μια
περίοδο που κανονικά θα ’πρεπε να χτυπάμε μύγες, πλάκωσε δουλειά». β.
παρατηρείται αιφνίδια αυξημένη προσέλευση πελατών σ’ ένα εμπορικό κατάστημα;
«όλο το πρωί δεν είχε πατήσει άνθρωπος στο μαγαζί, προς το μεσημέρι όμως
πλάκωσε δουλειά»·
- πληκτική
δουλειά, βλ. φρ. ανιαρή δουλειά·
- πνίγεται
στη δουλειά! ή πνίγηκε στη δουλειά! βλ. συνηθέστ. σκοτώνεται στη
δουλειά(!)·
- πνίγομαι
στη δουλειά, έχω υπερβολική δουλειά: «κάθε καλοκαίρι που έρχονται οι
τουρίστες στο νησί, πνίγομαι στη δουλειά»·
- ποδαράτη
δουλειά ή ποδαράτες δουλειές, βλ. φρ. δουλειά στο πόδι·
- πού
γίνεται η δουλειά! ποιο είναι το συγκεκριμένο σημείο στο οποίο
παρουσιάζεται η δυσκολία, το εμπόδιο στη δουλειά ή στην υπόθεση που μου
αναφέρεις: «μου μιλάς τόση ώρα για δυσκολίες και προβλήματα και δε μου ’πες
ακόμα πού συγκεκριμένα γίνεται η δουλειά!»·
- πού
θα πάει αυτή η δουλειά; έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ατόμου, που
θέλει να θέσει τέρμα στις συνεχείς ενοχλήσεις κάποιου για εξυπηρέτηση, που
θέλει να του επισημάνει τη συνεχιζόμενη απαράδεκτη συμπεριφορά του ή που είναι
ενοχλημένος από πράξη ή κατάσταση που επαναλαμβάνεται από κάποιον συστηματικά:
«πού θα πάει αυτή η δουλειά, να ’ρχεσαι κάθε λίγο και λιγάκι και να μου ζητάς
δανεικά; || πού θα πάει αυτή η δουλειά, να παρατάς κάθε τόσο την οικογένειά σου
και να τριγυρνάς με τις παρδαλές στα μπουζούκια; || πού θα πάει αυτή η δουλειά,
κάθε μεσημέρι, την ώρα που θέλω να κοιμηθώ, να ’χεις το ραδιοφωνάκι σου στη
διαπασών;». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το δε μου λες. Συνών. πού
θα πάει αυτή η κατάσταση; / πού θα πάει αυτός ο χαβάς; / πού θα πάει η
βαλίτσα(;)·
- πού
την πας τη δουλειά! ποιος είναι ο σκοπός σου, τι επιδιώκεις, μέχρι πού
είσαι διατεθειμένος να φτάσεις: «πού την πας τη δουλειά και συμπεριφέρεσαι
ξαφνικά με τόσο απαράδεκτο τρόπο!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται και
άλλοτε ακολουθεί το μπορείς να μου πεις·
- πούστικη
δουλειά ή πούστικες δουλειές, α. εργασία ή υπόθεση που
παρουσιάζει ιδιαίτερες δυσκολίες και για το λόγο αυτό, δεν είναι επιθυμητή από
κανέναν: «μπλέχτηκα χωρίς να το καταλάβω με μια πούστικη δουλειά και τόσο καιρό
δεν μπορώ να ξεμπλέξω». β. δουλειά ή υπόθεση που δε διακρίνεται για τη
διαφάνειά της: «αν θέλεις να κάνουμε συνεταιρισμό, θα τα βάλουμε όλα επί
τάπητος, γιατί δε μ’ αρέσουν οι πούστικες δουλειές». γ. υπόθεση ή
κατάσταση που ενδέχεται να είναι επικίνδυνη, να εκθέσει δημοσίως αυτόν που
συμμετέχει: «δεν μπλέκομαι σε πούστικες δουλειές, γιατί θέλω να ’χω το κεφάλι
μου ήσυχο || δεν μπερδεύομαι με πούστικες δουλειές, γιατί έχω κακιά πείρα». δ.
ύπουλη συμπεριφορά: «είμαστε χρόνια φίλοι και δεν περίμενα από σένα τέτοια
πούστικη δουλειά»·
- πουτανιάρικη
δουλειά ή πουτανιάρικες δουλειές, δουλειά που είναι στημένη με
έξυπνο, με εντυπωσιακό τρόπο, που προκαλεί το ενδιαφέρον του κοινού, άσχετα αν
αξίζει ή όχι: «είναι μάνα στο να στήνει πουτανιάρικες δουλειές»·
- πουτανίστικη δουλειά ή πουτανίστικες
δουλειές, βλ. συνηθέστ. πούστικη δουλειά·
- πρόκοψε
η δουλειά, εξελίχθηκε με επιτυχία, πέτυχε απόλυτα και αποδίδει οικονομικά:
«έβαλε όλα τα δυνατά του κι όλες τις γνώσεις του, ώσπου στο τέλος πρόκοψε η
δουλειά»· βλ. και φρ. την πρόκοψε τη δουλειά(!)·
- πρόκοψε
στη δουλειά, πέτυχε οικονομικά ή επαγγελματικά: «απ’ τη στιγμή που άφησε τις
κακές παρέες, πρόκοψε στη δουλειά»·
- πρόλαβα
στο τσακ τη δουλειά, πρόλαβα λίγο πριν πραγματοποιηθεί κάτι τελεσίδικα,
ιδίως κάτι κακό: «του την είχαν στημένη να υπογράψει ένα συμβόλαιο που δεν τον
συνέφερε καθόλου, αλλά ευτυχώς πρόλαβα στο τσακ τη δουλειά και γλίτωσε ο
άνθρωπος»·
- πρόλαβα
στο τσαφ τη δουλειά, βλ. φρ. πρόλαβα στο τσακ τη δουλειά·
- προσεγμένη
δουλειά ή προσεγμένες δουλειές, τεχνική ή καλλιτεχνική εργασία που
έγινε με φροντίδα, προσοχή και υπευθυνότητα: «κάθε φορά που έχω πρόβλημα στ’ αυτοκίνητό
μου, το πηγαίνω στον τάδε μηχανικό γιατί κάνει προσεγμένη δουλειά»·
- πρόσεχε
μην πάθεις τη δουλειά ή πρόσεχε μην πάθεις καμιά δουλειά ή πρόσεχε
μην την πάθεις τη δουλειά, προτροπή σε κάποιον να είναι προσεκτικός σε
κάποια ενέργειά του, για να μην πάθει κάποια σοβαρή ζημιά: «τον τελευταίο καιρό
βλέπω πως κάνεις παρέα με κάτι αλήτες, γι’ αυτό, πρόσεχε μην πάθεις καμιά
δουλειά». Το υπονοούμενο στην προκειμένη περίπτωση είναι να προσέχει να ην
υποστεί τη σεξουαλική πράξη·
- προσωπική
δουλειά, επιχείρηση ή υπόθεση που ανήκει σε ένα μόνο άτομο ή αναφέρεται
στην ιδιωτική του ζωή: «όλο αυτό το συγκρότημα είναι προσωπική δουλειά του τάδε
|| έχει μάθει να μη μπλέκεται στις προσωπικές δουλειές των άλλων»·
- προσωπική
σου δουλειά, βλ. λ. δική σου δουλειά·
- πρόχειρη
δουλειά ή πρόχειρες δουλειές, α. τεχνική ή καλλιτεχνική
εργασία που γίνεται βιαστικά και χωρίς σκέψη, η προχειροδουλειά: «διέκοψα κάθε
συνεργασία μαζί του, γιατί μου παρέδιδε συνέχεια πρόχειρες δουλειές». β.
δουλειά εμπορική ή τεχνική, που δεν αποσκοπεί στο κέρδος, αλλά στην προσωπική
απασχόληση: «απ’ τον καιρό που βγήκε στη σύνταξη έστησε μια πρόχειρη δουλειά
για να περνάει την ώρα του»·
- προχωράει
η δουλειά, εξελίσσεται ομαλά, εξελίσσεται κανονικά, οδεύει προς το τέρμα
της: «παρά τους δύσκολους καιρούς που περνάμε, προχωράει η δουλειά || παρά τις
δυσκολίες που αντιμετωπίζω με τους εργάτες, προχωράει η δουλειά»·
- προχωρώ
τη δουλειά, τη διεκπεραιώνω ομαλά, κανονικά: «παρά τη χρηματική στενότητα
που αντιμετωπίζω, προχωρώ τη δουλειά, μη στενοχωριέσαι»·
- πώς
πάει η δουλειά; ή πώς πάν’ οι δουλειές; ερώτηση ενδιαφέροντος από
κάποιον για την πορεία της δουλειάς μας, των εργασιών μας. (Λαϊκό τραγούδι: γεια
σας φίλοι, τι χαμπάρια, δε μου λέτε πώς περνάτε, πώς πηγαίνουν οι δουλειές
σας, με τη φτώχεια πώς τα πάτε;)·
- πώς
τη βλέπεις τη δουλειά; λέγεται με επιθετική διάθεση σε κάποιον που μας
συμπεριφέρεται προκλητικά: «πώς τη βλέπεις τη δουλειά; Αν θέλεις να πλακωθούμε
στο ξύλο, πολύ ευχαρίστως»·
- πώς
την είδες τη δουλειά; α. τι νομίζεις, τι φαντάζεσαι, ποια είναι η
γνώμη σου για τον συγκεκριμένο άνθρωπο ή για τη συγκεκριμένη υπόθεση(;): «για
πες μου εσύ που τον ξέρεις, απ’ αυτά που είπε πώς την είδες τη δουλειά, θα με
βοηθήσει; || εσύ που τους ξέρεις καλά, πώς την είδες τη δουλειά; Θα
ξαναγαπήσουν ή το πηγαίνουν για χωρισμό;». β. λέγεται και με απειλητική διάθεση
σε κάποιον που μας συμπεριφέρεται επιθετικά: «πώς την είδες τη δουλειά,
νομίζεις πως σε φοβάμαι;»·
- πώς
την ψάχνεις τη δουλειά; βλ. φρ. πώς τη βλέπεις τη δουλειά(;)·
- ράβε
ξύλωνε, δουλειά να μη σου λείπει, λέγεται γι’ αυτούς που επανέρχονται
μάταια στην ίδια ασχολία·
- ραχατλίδικη
δουλειά ή ραχατλίδικες δουλειές, δουλειά που γίνεται με απεριόριστη
άνεση, που διεκπεραιώνεται χωρίς καθόλου βιασύνη ή χωρίς καθόλου πίεση: «κάθε
βράδυ μας έρχεται ξεκούραστος, γιατί δουλεύει σε μια ραχατλίδικη δουλειά»·
- ρέβω
στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. σκοτώνομαι στη δουλειά·
- ρεγουλαρισμένη
δουλειά, επιχείρηση που λειτουργεί ομαλά, χωρίς προβλήματα, που λειτουργεί
απρόσκοπτα, ή εργασία σχεδιασμένη πάνω σε σωστές βάσεις και γι’ αυτό
αποτελεσματική, αποδοτική, σταθερή: «όποτε θέλει, ταξιδεύει στο εξωτερικό,
γιατί έχει μια ρεγουλαρισμένη δουλειά και δε φοβάται μήπως του δημιουργηθεί
κανένα πρόβλημα»·
- ρισκάρω
τη δουλειά, τη διακινδυνεύω με κάποιο παράτολμο εγχείρημά μου: «οι καιροί
είναι δύσκολοι, γι’ αυτό δε ρισκάρω τη δουλειά με νέα ανοίγματα στην αγορά»·
- ρίχνει
σκυλίσια δουλειά, δουλεύει πολύ σκληρά, δουλεύει μέσα σε απάνθρωπες
συνθήκες: «όλη τη μέρα ρίχνει σκυλίσια δουλειά στα λατομεία για να θρέψει την
οικογένειά του»·
-
ρίχνομαι με τα μούτρα στη δουλειά, βλ.
συνηθέστ. πέφτω με τα μούτρα στη δουλειά·
- ρίχνω
δουλειά ή ρίχνω σκληρή δουλειά, βλ. φρ. πατώ δουλειά·
- ρίχνω
έξω τη δουλειά ή ρίχνω τη δουλειά έξω, τη χρεοκοπώ: «είχε συνέχεια
το μυαλό του στα γλέντια και στις διασκεδάσεις κι έριξε έξω τη δουλειά»·
- ρίχνω
λεφτά στη δουλειά, επενδύω χρήματα σε μια εργασία ή επιχείρηση: «αν δεν
έριχνε λεφτά στη δουλειά ο φίλος του, θα χρεοκοπούσε»·
- ρίχνω
όλο το βάρος μου στη δουλειά, ενεργοποιούμαι συστηματικά και εντατικά στη
δουλειά: «πρέπει να μαζέψω ορισμένα χρήματα για το γάμο της κόρης μου, γι’ αυτό
έριξα όλο το βάρος μου στη δουλειά»·
- ρίχνω
πίσω τη δουλειά, την αναβάλλω, την καθυστερώ: «επειδή δεν του πλήρωσαν την
προκαταβολή που συμφώνησαν, έριξε πίσω τη δουλειά»·
- ρολάρει
η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση εξελίσσεται αργά, αλλά ομαλά: «στην αρχή
είχε πολλά προβλήματα, αλλά τώρα άρχισε να ρολάρει η δουλειά»·
- ρουτινιάρικη
δουλειά ή ρουτινιάρικες δουλειές, βλ. συνηθέστ. δουλειά ρουτίνας·
-
ρουφιάνα δουλειά, βλ.
συνηθέστ. πούστικη δουλειά·
- σακατεύομαι
στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. σκοτώνομαι στη δουλειά·
- σακουλεύομαι τη δουλειά, βλ.
συνηθέστ. παίρνω πρέφα τη δουλειά·
- σαματατζίδικη
δουλειά ή σαματατζίδικες δουλειές, α. δουλειά ή εργασία που
κατά την εκτέλεσή της προκαλεί μεγάλο θόρυβο ή φασαρία: «έχω δίπλα στο σπίτι
μου ένα μηχανουργείο και δεν μπορείς να φανταστείς τι τραβάω, γιατί δεν υπάρχει
πιο σαματατζίδικη δουλειά!». β. δουλειά, ιδίως εμπορική, που έχει να
κάνει με πολύ κόσμο: «αν δουλέψεις κι εσύ σε σούπερ μάρκετ, θα καταλάβεις πόσο
σαματατζίδικη δουλειά είναι, ιδίως το Σάββατο»·
- σε
δουλειά να βρισκόμαστε, α. ανώφελη απασχόληση, που δεν είναι
αναγκαία, αλλά που γίνεται μόνο και μόνο να σκοτώνει κανείς την ώρα του:
«άρχισα να βάφω πάλι τα κάγκελα της αυλής μου, σε δουλειά να βρισκόμαστε». β.
λόγια, κουβεντολόι χωρίς ουσία, χωρίς ιδιαίτερη σημασία, που γίνεται μόνο και
μόνο για να περνάει η ώρα: «απορείς κι εσύ τι λέμε τόση ώρα, σε δουλειά να
βρισκόμαστε». γ. λέγεται με δυσφορία στην περίπτωση που κάποιος υποχρεώνεται
να κάνει κάτι που του είναι ανεπιθύμητο ή που το κρίνει ανώφελο: «μ’ έβαλε να
ελέγξω για τρίτη φορά τα τιμολόγια, σε δουλειά να βρισκόμαστε». Πολλές φορές,
της φρ. προτάσσεται το να ή το έτσι ή το μόνο και μόνο. Ο
πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- σιγά
στη δουλειά! ή σιγά τη δουλειά! βλ. φρ. σπουδαία δουλειά(!)·
- σιγουρεύω
τη δουλειά, εξασφαλίζω μια δουλειά ή μια υπόθεση από τυχόν κινδύνους: «πριν
υπογράψω το συμβόλαιο, το δίνω πρώτα στο δικηγόρο μου να το ελέγξει για να
σιγουρέψω τη δουλειά»·
- σκάλωσε
η δουλειά, ενώ εξελισσόταν ομαλά, συνάντησε κάποιο εμπόδιο ή κάποια
δυσκολία κι έπαψε να εξελίσσεται προσωρινά: «με τις συνεχιζόμενες απεργίες μου
λείπουν πολλοί εργάτες, γι’ αυτό σκάλωσε η δουλειά»·
- σκαμπανεβάζει
η δουλειά, η δουλειά, ιδίως εμπορική, δεν έχει σταθερή εμπορική κίνηση,
άλλοτε παρατηρείται αυξημένη εμπορική κίνηση και άλλοτε όχι: «δεν μπορώ να
υπολογίσω σωστά τις παραγγελίες που πρέπει να κάνω, γιατί τον τελευταίο καιρό
σκαμπανεβάζει η δουλειά»·
- σκάρτη
δουλειά, εργασία τεχνική ή κατασκευαστική που έγινε με προχειρότητα και για
το λόγο αυτό είναι ελαττωματική: «αν έβλεπες τα σχέδια, ακόμη κι εσύ που είσαι
άσχετος θα καταλάβαινες πόσο σκάρτη δουλειά είχε κάνει»·
- σκαρφίζομαι
μια δουλειά, επινοώ, εφευρίσκω μια δουλειά: «κάθε τόσο σκαρφίζεται και μια
δουλειά για να τα κονομήσει»·
- σκαρώνω
μια δουλειά, οργανώνω μια ευκαιριακή επιχείρηση, ιδίως παράνομη: «έμαθα πως
ο τάδε σκαρώνει μια δουλειά, που έχει καλή κονόμα».(Λαϊκό τραγούδι: δυο
κουτσαβάκια πιάσανε στο καπηλειό του Ντάλα, γιατί σκαρώσανε δουλειές αχ,
και πράματα μεγάλα)· βλ. και φρ. του σκαρώνω μια δουλειά ·
- σκατά δουλειά! ήταν ψέμα
πως υπάρχει δουλειά, πως υπάρχει εργασία, ήταν ψεύτικη η υπόσχεση ή η διάδοση
πως θα δοθούν θέσεις εργασίας: «η κυβέρνηση υποσχέθηκε νέες θέσεις εργασίας,
αλλά μέχρι τώρα σκατά δουλειά! || ήθελε να τα φτιάξει με την αδερφή μου και
μου υποσχόταν μια θέση στο εργοστάσιό του, αλλά, όταν έφαγε απ’ αυτή τη
χυλόπιτα, εγώ σκατά δουλειά!»·
- σκατατζίδικη
δουλειά, δουλειά σχετική με τις εκκενώσεις βόθρων: «αφού γέμισε ο βόθρος
του σπιτιού σου, θα βρεις κάποιον που έχει σκατατζίδικη δουλειά για να στον
αδειάσει»·
- σκατένια
δουλειά, α. εργασία, ιδίως τεχνική, που έγινε με ευτελή υλικά και,
κατ’ επέκταση, πρόχειρα: «αν μου ξαναφέρεις τέτοια σκατένια δουλειά, θα στη
φέρω στη μάπα». β. δουλειά, ιδίως τεχνική, που μας δημιουργεί πολλά
δυσάρεστα προβλήματα: «έχει μπλέξει με μια σκατένια δουλειά και τραβάει τα
μαλλιά του»·
- σκατιάρικη
δουλειά, επιχείρηση ασήμαντη, ανάξια λόγου, τιποτένια: «έχει κι αυτός μια
σκατιάρικη δουλειά και φαντάζεται πως είναι βιομήχανος»·
- σκάτωσε
η δουλειά, περιήλθε σε στασιμότητα και κατ’ επέκταση, απέτυχε: «δεν είχε το
νου του στην επιχείρηση, γι’ αυτό σκάτωσε η δουλειά»·
- σκεπάζω
τη δουλειά, αποσιωπώ, συγκαλύπτω ένοχη, επιλήψιμη ή παράνομη πράξη: «είναι
τελευταία φορά που σκεπάζω τη δουλειά, γιατί στο εξής θα αναφέρω στη διεύθυνση
κάθε παράβασή σου»·
- σκίζομαι
στη δουλειά, έχω πάρα πολλή δουλειά: «έχω ένα μπαράκι στο τάδε νησί και
κάθε καλοκαίρι σκίζομαι στη δουλειά»·
- σκιτζίδικη
δουλειά, εργασία, ιδίως τεχνική, που έγινε χωρίς τέχνη, που έγινε με
προχειρότητα, με αδεξιότητα: «δεν ξαναπατάω σ’ αυτόν το μηχανικό, γιατί μου
κάνει συνέχεια σκιτζίδικη δουλειά»·
- σκληρή
δουλειά, εργασία κοπιαστική, επίπονη: «είναι πολύ σκληρή δουλειά να
δουλεύεις στα νταμάρια»·
- σκόνταψε
η δουλειά, η δουλειά, ιδίως τεχνική ή κατασκευαστική, συνάντησε κάποιο
εμπόδιο, κάποια δυσκολία κι έπαψε προσωρινά να εξελίσσεται: «θα ξεκινούσα
αύριο με τα συνεργεία, αλλά σκόνταψε η δουλειά στην πολεοδομία»·
- σκόρπισε
η δουλειά, η δουλειά, ιδίως εμπορική, απέτυχε εντελώς, διαλύθηκε,
χρεοκόπησε: «απ’ τη στιγμή που είχε το μυαλό του όλο στα γλέντια, σκόρπισε η
δουλειά»·
- σκοτεινή
δουλειά ή σκοτεινές δουλειές, εργασία ή υπόθεση ύποπτη, παράνομη:
«κάνει σκοτεινές δουλειές και κανένας δεν ενδιαφέρεται να μάθει τι || απ’ τη
στιγμή που έχει επέμβει ο εισαγγελέας, θα πρέπει να είναι πολύ σκοτεινή
δουλειά»·
- σκοτώνεται
στη δουλειά! ή σκοτώθηκε στη δουλειά! ειρωνική έκφραση αμφισβήτησης
σε άτομο που υποστηρίζει πως, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, έχει πολύ
δουλειά ή εργάζεται πάρα πολύ σκληρά: «ο τάδε δουλεύει απ’ το πρωί μέχρι το
βράδυ. -Σκοτώνεται στη δουλειά! Εγώ, πάντως, τον βλέπω συνέχεια αραχτό στο
μπαράκι». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ναι μωρέ ή το σιγά
μωρέ ή το ναι ρε ή το σιγά ρε·
- σκοτωμένη
δουλειά, εργασία, ιδίως τεχνική ή κατασκευαστική, που ανέλαβε να τη φέρει
κάποιος σε πέρας έναντι μηδαμινής αμοιβής, έναντι ελάχιστου κέρδους: «πήρα μια
σκοτωμένη δουλειά, μόνο και μόνο για να μην κάθεται το προσωπικό μου»·
- σκοτώνομαι
στη δουλειά, κουράζομαι υπερβολικά στην τεχνική ή εμπορική δουλειά που
κάνω, καταβάλλομαι, καταπονούμαι, είτε γιατί είναι πολύ κοπιαστική είτε γιατί
υπάρχει τόση κίνηση, που εργάζομαι συνεχώς, γενικά εργάζομαι εξαντλητικά:
«δουλεύει σ’ ένα σούπερ μάρκετ κι όλη τη βδομάδα σκοτώνεται στη δουλειά || απ’
το πρωί μέχρι το βράδυ σκοτώνεται στη δουλειά, γιατί θέλει να ξεχρεώσει ένα
διαμερισματάκι που αγόρασε»·
- σκυλίσια
δουλειά, πολύ σκληρή δουλειά, που γίνεται μέσα σε απάνθρωπες συνθήκες:
«όποιος δε δούλεψε λιμενεργάτης, δεν μπορεί να καταλάβει τι πάει να πει
σκυλίσια δουλειά»·
- σουτάρισε
η δουλειά, απέτυχε, χρεοκόπησε: «μ’ όλες αυτές τις απεργίες που γίνονται,
σουτάρισε η δουλειά»·
- σπάτσα
η δουλειά, τέλειωσε η δουλειά, διεκπεραιώθηκε η υπόθεση: «τι έγινε με κείνο
που σου ’χα αναθέσει; -Σπάτσα η δουλειά». Το σπάτσα, συγκοπή του ρ.
σπατσάρω·
- σπατσάρω
απ’ τη δουλειά, τελειώνω από τη δουλειά όπου εργάζομαι, σχολνώ: «θα ’ρθω να
σε βρω κατά τις τέσσερις που σπατσάρω απ’ τη δουλειά»·
- σπατσάρω
τη δουλειά, τελειώνω, περατώνω, διεκπεραιώνω μια εργασία ή μια υπόθεση: «σε
δυο βδομάδες υπολογίζω να σπατσάρω τη δουλειά»·
- σπάω
στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. σκοτώνομαι στη δουλειά·
- σπέσιαλ
δουλειά, α. εμπορική ή βιομηχανική επιχείρηση οργανωμένη πάνω σε
σωστές προδιαγραφές, η οποία αμείβει ικανοποιητικά όλους όσοι απασχολούνται σε
αυτή: «είμαι πολύ ευχαριστημένος, γιατί δουλεύω σε μια σπέσιαλ δουλειά». β.
εργασία, ιδίως τεχνική, που εντυπωσιάζει με την πληρότητα ή την αρτιότητά της,
που είναι γενικά αποδεκτή: «μου παρέδωσε μια πολύ σπέσιαλ δουλειά»·
- σπιτικές
δουλειές, βλ. φρ. δουλειές του σπιτιού·
- σπουδαία δουλειά! λέγεται
στην περίπτωση που θεωρούμε κάτι εντελώς ασήμαντο ή που αμφισβητούμε τη
σπουδαιότητα ή τη δυσκολία που μας αναφέρει κάποιος πως παρουσιάζει κάποια
δουλειά ή κάποια υπόθεση: «αγόρασε κι αυτός αυτοκίνητο και σπουδαία δουλειά! ||
ξέρεις τι δύσκολη δουλειά που είναι να κουμαντάρεις ολόκληρο περίπτερο;
-Σπουδαία δουλειά! || ξέρεις τι δύσκολη δουλειά που ήταν να τους τα συμβιβάσω;
-Σπουδαία δουλειά!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ναι, μωρέ ή το
σιγά, μωρέ κι άλλες φορές η φρ. κλείνει με το μωρέ ή με το ρε.
Συνών. σιγά στη δουλειά! ή σιγά τη δουλειά! / σιγά στο πράγμα! ή
σιγά το πράγμα! / σιγά τ’ αβγά! (α) / σιγά τα λάχανα! / σιγά τα ωά! / σιγά
τον πολυέλαιο! / σπουδαία τα λάχανα / σπουδαίο πράγμα! ή σπουδαίο το
πράγμα(!)·
- σπουδαία
δουλειά, βλ. συνηθέστ. σπέσιαλ δουλειά·
- σταμάτησε
η δουλειά, έπαψε να προοδεύει, να εξελίσσεται, βρίσκεται σε στασιμότητα για
διάφορους λόγους: «απ’ τη στιγμή που δεν υπάρχουν λεφτά σταμάτησε η δουλειά ||
μετά την κατάληψη του εργοστασίου απ’ τους εργάτες, σταμάτησε η δουλειά»·
- σταματώ
απ’ τη δουλειά, διακόπτω την εργασία μου μετά από τη συμπλήρωση του
εργασιακού ωραρίου: «κάθε μέρα σταματώ απ’ τη δουλειά μου στις τέσσερις τ’
απόγευμα»·
- σταματώ
τη δουλειά, για διάφορους λόγους διακόπτω προσωρινά την εργασία που έχω
αναλάβει: «επειδή δε μου ’δινε λεφτά ν’ αγοράσω τα υλικά, σταμάτησα τη δουλειά
και θα τη συνεχίσω αργότερα»·
- σταντάρω
τη δουλειά, α. επιβεβαιώνω τους όρους συμφωνίας της, τη σιγουρεύω:
«αν δε σταντάρω πρώτα τη δουλειά, δεν αρχίζω καμιά εργασία». β. υπολογίζω
προσεχτικά τις δυσκολίες ή τις ιδιαιτερότητες που τυχόν έχει: «έχει μαζέψει
τους συμβούλους του και σταντάρει τη δουλειά που του έχουν προτείνει»·
- στενάχωρη
δουλειά, δουλειά ή εργασία που προκαλεί στενοχώρια: «οπωσδήποτε η δουλειά
σ’ ένα γραφείο κηδειών είναι στενάχωρη δουλειά»·
- στήνω
μια δουλειά, βλ. φρ. μοντάρω μια δουλειά· βλ. και φρ. του στήνω
μια δουλειά·
- στραβώνομαι
απ’ τη δουλειά ή στραβώνομαι στη δουλειά, ασχολούμαι με εργασία,
ιδίως χειροτεχνική, που απαιτεί πολύ λεπτούς χειρισμούς, ή ασχολούμαι με
εργασία κάτω από όχι ικανοποιητικό φωτισμό, πράγμα που δημιουργεί σοβαρή
κούραση στα μάτια μου: «είναι μοδίστρα και όλη μέρα στραβώνεται στη δουλειά ||
στραβώθηκα απ’ τη δουλειά που κάνω, γιατί στο τούνελ που δουλεύω χρησιμοποιούμε
για φωτισμό γκαζόλαμπες»·
- στράβωσε
η δουλειά, ενώ εξελισσόταν ομαλά, συνάντησε κάποιο εμπόδιο και άρχισε να
παρουσιάζει προβλήματα: «πώς να μη στραβώσει η δουλειά μ’ όλες αυτές τις
απεργίες που γίνονται κάθε μέρα!»·
- στριμώχνομαι
στη δουλειά, αναγκάζομαι να δουλέψω εντατικά ή δουλεύω εντατικά: «επειδή
είχε πολλές παραγγελίες, στριμώχτηκε στη δουλειά για να προλάβει να τις
παραδώσει όλες || δουλεύει σ’ ένα σούπερ μάρκετ και ειδικά κάθε Σάββατο
στριμώχνεται στη δουλειά»·
- στριμώχνομαι
στη δουλειά μου, αντιμετωπίζω προβλήματα, ιδίως οικονομικά: «μην του
ζητήσεις δανεικά, γιατί, απ’ ότι ξέρω, τον τελευταίο καιρό στριμώχνεται στη
δουλειά του»·
- στρωμένη
δουλειά, βλ. φρ. βρήκε στρωμένη δουλειά·
- στρώνομαι
στη δουλειά, αρχίζω να δουλεύω ή να ασχολούμαι με κάτι συστηματικά και
μεθοδικά: «στρώθηκε στη δουλειά για να ξεχρεώσει τ’ αυτοκίνητο που πήρε ||
μόλις απολύθηκε απ’ το στρατό, στρώθηκε στη δουλειά για ν’ αγοράσει αυτοκίνητο»·
- στρώνω
τη δουλειά, κάνω τις ενδεδειγμένες ενέργειες για να φέρω μια δουλειά ή μια
επιχείρηση σε ομαλή εξέλιξη ή λειτουργία: «επειδή είναι ειδικός στην οργάνωση
επιχειρήσεων, του ανέθεσαν να στρώσει τη δουλειά»·
- στρώνω τον κώλο μου στη
δουλειά, βλ. φρ. στρώνομαι στη δουλειά·
- στρωτή
δουλειά, εμπορική κυρίως επιχείρηση που εξελίσσεται ομαλά, κανονικά:
«αλίμονο από μας, γιατί αυτός έχει στρωτή δουλειά και δεν έχει σκοτούρες στο
κεφάλι του»·
- συγκεντρώνομαι
στη δουλειά, αφοσιώνομαι απερίσπαστος στη δουλειά που κάνω: «όταν
συγκεντρώνεται στη δουλειά, δε σηκώνει κεφάλι, ο κόσμος να χαλάσει!»·
- συμμαζεμένη δουλειά, βλ.
φρ. νοικοκυρεμένη δουλειά·
- σωστή
δουλειά ή σωστές δουλειές, α. επιχείρηση ή εργασία, ιδίως τεχνική,
που έγινε με τις σωστές προδιαγραφές: «μπορεί να μην είναι μεγάλη επιχείρηση,
αλλά είναι σωστή δουλειά || τώρα μάλιστα, μου ’κανες σωστή δουλειά, κι όχι όπως
την άλλη φορά, που ήταν για πέταμα ». β. δουλειά ή υπόθεση που
συζητήθηκε ή συμφωνήθηκε με ειλικρίνεια και με διαφανείς διαδικασίες: «αν
θέλεις να συνεργαστούμε, θα κάνουμε σωστές δουλειές για να έχουμε το κεφάλι μας
ήσυχο»·
- τα
καταφέρνω στη δουλειά, καταφέρνω και αντεπεξέρχομαι στις απαιτήσεις της
δουλειάς με την οποία ασχολούμαι: «παρόλο που είναι καινούριος, τα καταφέρνει
στη δουλειά». Πολλές φορές, για περισσότερη έμφαση μετά το ρ. ακολουθεί το μια
χαρά και πιο σπάνια η φρ. κλείνει με το μια χαρά ·
- τα
μυστικά της δουλειάς, η γνώση γύρω από μια δουλειά, τέχνη ή επάγγελμα, που
δεν πρέπει να γίνεται γνωστή, ιδίως στους ανταγωνιστές: «δε θα σου πω πώς
ακριβώς το κάνω, γιατί είναι τα μυστικά της δουλειάς»·
- τα
ρούχα της δουλειάς, τα ρούχα που φορούν οι εργάτες, οι μηχανικοί
αυτοκινήτων και άλλοι που ασχολούνται σε χειρονακτικές εργασίες: «τα ρούχα της
δουλειάς του ήταν γεμάτα λάσπες || τα ρούχα της δουλειάς του ήταν γεμάτα
λάδια». (Λαϊκό τραγούδι: δε θαμπώνομαι, χρυσάφια κι αν φοράς, κι ας με
βλέπεις με τα ρούχα της δουλειάς, ας είν’ καλά τα μπράτσα μου, η
λεβεντιά, τα νιάτα μου)·
- τα
στάνταρ της δουλειάς, τα σταθερά, τα σίγουρα, τα συνηθισμένα που
χρειάζονται σε μια δουλειά ή εργασία: «δεν μπορώ να σου βγάλω κοστολόγιο, αν
δεν έχω τα στάνταρ της δουλειάς»·
- τα
τυχερά της δουλειάς, διάφορα επιπλέον ωφελήματα κάποιου από τη δουλειά του,
το επάγγελμά του, ιδίως αυτά που έχουν σχέση με τη γυναίκα ή τα ερωτικά:
«δουλεύει σ’ ένα ξενοδοχείο και κάθε τόσο βγάζει καινούρια γκόμενα. Τα τυχερά
της δουλειάς, βλέπεις». Συνών. τα τυχερά του επαγγέλματος·
- τέλεια
δουλειά, εργασία, ιδίως τεχνική ή κατασκευαστική, που έγινε με τέχνη, όρεξη
και μεράκι: «αυτός ο μηχανικός σου παραδίδει πάντοτε τέλεια δουλειά»·
- τελειωμένη
δουλειά, υπόθεση που συμφωνήθηκε, που διεκπεραιώθηκε ή που είναι σίγουρο
πως θα ολοκληρωθεί: «αφού είναι τελειωμένη δουλειά, ας δώσουμε τα χέρια || απ’
αυτή τη στιγμή δε θέλω να στενοχωριέσαι και πες πως είναι τελειωμένη δουλειά
αυτό που σ’ ενδιαφέρει»·
- τελμάτωσε
η δουλειά, περιήλθε σε αδιέξοδο, σε στασιμότητα: «μ’ όλες αυτές τις
απεργίες τελμάτωσε η δουλειά»·
- τεμπέλικη
δουλειά, δουλειά ξεκούραστη και χωρίς ευθύνες: «ένα κομματόσκυλο του κερατά
ήταν και το κόμμα τον έβαλε σ’ αυτή την τεμπέλικη δουλειά, για να εξαργυρώσει
τις αφίσες που είχε κολλήσει μέχρι τώρα»·
- τεχνητή
δουλειά, υπόθεση που διαμορφώθηκε επιτήδεια, έξυπνα, με σκοπό να εξαπατήσει
κάποιον: «όλος αυτός ο θόρυβος για την υποτίμηση δήθεν της δραχμής είναι
τεχνητή δουλειά των κερδοσκόπων»·
- τεχνική
δουλειά, α. εργασία, ιδίως κατασκευαστική ή επιδιορθωτική, που έγινε
με μεράκι και τέχνη: «ο μηχανικός έκανε τεχνική δουλειά στο τρακαρισμένο
αυτοκίνητο». β. δουλειά που διεκπεραιώνεται από τεχνικό γραφείο:
«ανέθεσε την τεχνική δουλειά σ’ ένα αρχιτεκτονικό γραφείο κι αυτός ανέλαβε όλες
τις άλλες»·
- τζάμπα
δουλειά, που έγινε χωρίς να αποφέρει κάποιο κέρδος ή όφελος, που έγινε
μάταια ή που έγινε δωρεάν: «εγώ δεν κάνω ποτέ τζάμπα δουλειά»·
- τζαμπατζίδικη
δουλειά ή τζαμπατζίδικες δουλειές, βλ. φρ. τζάμπα δουλειά·
- τζαναμπέτικη
δουλειά ή τζαναμπέτικες δουλειές, εργασία, τεχνική ή κατασκευαστική,
ή υπόθεση που έχει ή δημιουργεί πολλά προβλήματα, πολλές δυσκολίες: «έμπλεξα με
μια τζαναμπέτικη δουλειά και δεν ξέρω πώς και πότε θα την τελειώσω»·
- τζίφος
η δουλειά, (γενικά) η υπόθεση ή η δουλειά απέτυχε: «μας είχε υποσχεθεί πως
θα έβαζε την υπογραφή του για να πάρουμε το δάνειο, αλλά την τελευταία στιγμή
μετάνιωσε και τζίφος η δουλειά»·
- τη
βρήκαμε τη δουλειά! βλ. συνηθέστ. δεν είναι δουλειά αυτή(!)·
- τη
μάθαμε τη δουλειά! βλ. συνηθέστ. δεν είναι δουλειά αυτή(!)·
- τη
σκαπούλαρε απ’ τη δουλειά ή τη σκαπουλάρισε απ’ τη δουλειά, έφυγε
χωρίς άδεια από τη δουλειά του: «έχει προβλήματα με τ’ αφεντικό του, γιατί χτες
τη σκαπούλαρε απ’ τη δουλειά και τον πήρε χαμπάρι»·
- τη
σκαπούλαρε τη δουλειά ή τη σκαπουλάρισε τη δουλειά, α. γλίτωσε
από κάποιο κίνδυνο: «έπεσε με τ’ αυτοκίνητό του σ’ ένα χαντάκι, αλλά τη
σκαπούλαρε τη δουλειά με μερικές γρατζουνιές». β. γλίτωσε από κάποια
ανεπιθύμητη εργασία που ήθελε να του αναθέσει κάποιος: «ήθελε ο διευθυντής να
του δώσει να ενημερώσει το βιβλίο ταμείου, αλλά τη σκαπούλαρε τη δουλειά, γιατί
αναβλήθηκε ο έλεγχος»·
- τη
σκάτωσα τη δουλειά, την οδήγησα σε αποτυχία, σε χρεοκοπία: «επιχείρησα να
εφαρμόσω νέες μεθόδους και τη σκάτωσα τη δουλειά»·
- την
έκανα λαμόγια απ’ τη δουλειά, δεν πήγα, την έκανα κοπάνα: «την Κυριακή το
βράδυ έγινα τύφλα στο μεθύσι, γι’ αυτό τη Δευτέρα την έκανα λαμόγια απ’ τη
δουλειά»·
- την
έκανα λαμόγια τη δουλειά, ανέλαβα μια εργασία με όχι διαφανείς διαδικασίες:
«είχα ένα φίλο βουλευτή και την έκανα λαμόγια τη δουλειά»·
- (την)
έκλεισα τη δουλειά, α. τη συμφώνησα: «μετά από σκληρές διαπραγματεύσεις
την έκλεισα τη δουλειά». β. τη χρεοκόπησα: «είχα πολύ κακή διαχείριση,
γι’ αυτό την έκλεισα τη δουλειά». γ. έθεσα εκτός λειτουργίας μια
επιχείρηση, ανέστειλα οριστικά τη λειτουργία μιας επιχείρησης: «απ’ τη στιγμή
που δεν παρουσίαζε το παραμικρό κέρδος, την έκλεισα τη δουλειά»·
- την
έπαθε τη δουλειά, α. εξαπατήθηκε, ξεγελάστηκε: «δεν άκουγε τις
συμβουλές μου να μη συνεταιριστεί μ’ αυτόν τον απατεώνα και την έπαθε τη
δουλειά». β. (για γυναίκες) υπέστη τη σεξουαλική πράξη: «πίστεψε πως την
αγαπούσε κι ένα βράδυ την έπαθε τη δουλειά»·
- την
έψησα τη δουλειά, πέτυχα να την αναλάβω: «έκανα σκληρές διαπραγματεύσεις
αλλά στο τέλος την έψησα τη δουλειά»·
- την
έψησαν τη δουλειά, συμφώνησαν μια δουλειά ή μια υπόθεση στα κρυφά, χωρίς
διαφανείς διαδικασίες: «μην ενδιαφέρεσαι άλλο για κείνη την εργολαβία, γιατί
την έψησαν τη δουλειά οι κομματικοί παρατρεχάμενοι»·
- την
κάνει τη δουλειά, (και για τα δυο φύλα) δέχεται να υποστεί τη σεξουαλική
πράξη: «απ’ ό,τι ξέρω, την κάνει τη δουλειά από μικρό παιδί»·
- την
κάνει τη δουλειά του (της), βλ. φρ. κάνει τη δουλειά του (της)·
- την
κάνει τη δουλειά χαμαλίκι, κάνει μια δουλειά παρά τη θέλησή του, χωρίς
όρεξη, σαν να κάνει αγγαρεία: «όταν του βάζουν να κάνει κάτι με το ζόρι, την
κάνει τη δουλειά χαμαλίκι»·
- την
πήδηξα τη δουλειά, γλίτωσα από κάποιον κίνδυνο που είχε διαγραφεί: «το
φορτηγό ερχόταν ίσια επάνω μου, αλλά ευτυχώς την τελευταία στιγμή έκανα ένα
ζιγκ ζαγκ και την πήδηξα τη δουλειά»·
- την
πρόκοψε τη δουλειά! (ειρωνικά) την οδήγησε σε αποτυχία, σε χρεοκοπία: «απ’ τη
μέρα που ανέλαβε ο τάδε τη διεύθυνση του εργοστασίου, την πρόκοψε τη δουλειά!
|| μια φορά είπα κι εγώ να του αναθέσω μια υπόθεση και την πρόκοψε τη δουλειά!»·
- την
τρέχω τη δουλειά, δουλεύω εντατικά για να τελειώσω: «επειδή πλησιάζει η
προθεσμία παράδοσης, την τρέχω τη δουλειά»·
- την
τσίτωσε τη δουλειά, πέθανε, σκοτώθηκε: «έπεσε με τ’ αυτοκίνητο του πάνω σ’
ένα τοίχο και την τσίτωσε τη δουλειά»·
- την
τσόλιασε τη δουλειά, κουκούλωσε, σκέπασε μια δουλειά ή μια υπόθεση που ήταν
παράνομη: «τον έπιασαν επ’ αυτοφώρω να κλέβει, αλλά την τσόλιασε τη δουλειά ο
θείος του ο βουλευτής και τη γλίτωσε»·
- της
τη σκάρωσα τη δουλειά, (για γυναίκες) βλ. συνηθέστ. της την έκανα τη
δουλειά·
- της
την έκανα τη δουλειά, (για γυναίκες) την ξεγέλασα και κατάφερα να της επιβάλλω
τη σεξουαλική πράξη: «από δω την είχα, από κει την είχα, στο τέλος της την
έκανα τη δουλειά»·
- της
την έφτιαξα τη δουλειά, (για γυναίκες) βλ. συνηθέστ. της την έκανα τη
δουλειά·
- τι
δουλειά είν’ αυτή! ή τι δουλειά κι αυτή! βλ. συνηθέστ. δουλειά
είν’ αυτή(!)·
- τι
δουλειά έχει! ή τι δουλειά έχει να κάνει! δεν υπάρχει απολύτως καμιά
σχέση: «τι δουλειά έχει να κάνει αυτό που λέω ’γω μ’ αυτό που λες εσύ!»·
- τι
δουλειά έχει ο φάντης με το ρετσινόλαδο; ή τι δουλειά έχει να κάνει ο
φάντης με το ρετσινόλαδο; λέγεται στην περίπτωση που πάμε να συγκρίνουμε
μεταξύ τους δυο εντελώς ανόμοια πράγματα·
- τι
δουλειά έχεις εδώ; ποιος είναι ο λόγος της παρουσίας σου σε αυτό το χώρο
που βρισκόμαστε; Όταν λέγεται υπό τύπον ελέγχου, πολλές φορές, της φρ.
προτάσσεται το για πες μου·
- τι
δουλειά έχεις μ’ αυτόν; τι είδους δοσοληψίες έχεις μαζί του, ποιος είναι ο
λόγος που τον συναναστρέφεσαι; Λέγεται συνήθως με επιθετική ή επιτιμητική
διάθεση: «τι δουλειά έχεις μ’ αυτόν που δεν έχει ούτε κοινωνική ούτε
επαγγελματική σχέση μαζί σου;»·
- τι
δουλειά έχεις να..., βλ.
φρ. δεν είναι δουλειά σου να(...)·
- τι
δουλειά έχω εγώ, βλ. συνηθέστ. δεν έχω καμιά δουλειά εγώ·
- τι
δουλειά κάνεις; ποιες είναι οι επαγγελματικές σου δραστηριότητες, ποιο
είναι το επάγγελμα που ασκείς(;): «εγώ είμαι δικηγόρος, εσύ τι δουλειά κάνεις;»·
- τι
δουλειά κι αυτή! βλ. συνηθέστ. δουλειά κι αυτή(!)·
- τινάζω
τη δουλειά στον αέρα, α. χρεοκοπώ μια επιχείρηση: «με τα ανοίγματα
που έκανε, τίναξε τη δουλειά στον αέρα». β. φέρνω σε αδιέξοδο μια
υπόθεση, γίνομαι αιτία να διαλυθεί μια συμφωνία: «είχε παράλογες απαιτήσεις και
τίναξε τη δουλειά στον αέρα»·
- το
ρίχνω στη δουλειά, ασχολούμαι εντατικά με τη δουλειά, με την εργασία:
«αποφάσισε ν’ αγοράσει αυτοκίνητο και το ’ριξε στη δουλειά»· βλ. και φρ. τον
ρίχνω στη δουλειά ·
- το
στρώνω στη δουλειά, βλ. φρ. το ρίχνω στη δουλειά·
- τον
αλαλιάζω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. τον πεθαίνω στη δουλειά·
- τον
βάζω σε μια δουλειά, μεσολαβώ για να βρει εργασία ή τον διορίζω σε κάποια
θέση εργασίας: «μόλις απολυθεί ο γιος σου απ’ το στρατό, έχω τον τρόπο να τον
βάλω σε μια δουλειά»·
- τον
έχω πνιγμένο στη δουλειά, βλ.
φρ. τον πνίγω στη δουλειά·
- τον ζουρλαίνω στη δουλειά,, βλ.
συνηθέστ. τον πεθαίνω στη δουλειά·
- τον
ζώνω στη δουλειά, τον εξαναγκάζω, τον υποχρεώνω να εργαστεί: «μόλις
απολύθηκε απ’ το στρατό, ο πατέρας του τον έζωσε στη δουλειά»·
- τον
κόβω απ’ τη δουλειά, τον απολύω: «επειδή όλη μέρα έκανε κοπάνα, τον έκοψα
κι εγώ απ’ τη δουλειά»· βλ. και φρ. του κόβω τη δουλειά·
- τον
κόβω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. τον πεθαίνω στη δουλειά·
- τον ματώνω στη δουλειά, βλ.
συνηθέστ. τον πεθαίνω στη δουλειά·
- τον ξεθεώνω στη δουλειά,, βλ.
φρ. τον πεθαίνω στη δουλειά·
- τον ξεκάνω στη δουλειά, βλ.
συνηθέστ. τον πεθαίνω στη δουλειά·
- τον
ξεσκίζω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. τον πεθαίνω στη δουλειά·
- τον
ξετινάζω στη δουλειά, βλ.
συνηθέστ. τον πεθαίνω στη δουλειά·
- τον πεθαίνω στη δουλειά, τον
υποχρεώνω να εργάζεται πολύ σκληρά, εξοντωτικά: «απ’ τη μέρα που απολύθηκε απ’
το στρατό, ο πατέρας του τον πέθανε στη δουλειά»·
- τον
πήδηξα στη δουλειά, του ανέθεσα τόσο δύσκολη ή τόσο κοπιαστική εργασία, που
τον εξάντλησα: «σε σένα μπορεί να μην είχε όρεξη να δουλέψει, αλλά μόλις ήρθε
στο πόστο μου, τον πήδηξα στη δουλειά»·
- τον
πλακώνω στη δουλειά, βλ. φρ. τον πνίγω στη δουλειά·
- τον πνίγω στη δουλειά, του
δίνω πάρα πολλή δουλειά είτε ως φίλος ή πελάτης είτε ως εργοδότης: «επειδή
παραπονιόταν πως είχε κεσάτια, τον έπνιξα στη δουλειά || τον έπνιξε στη δουλειά
τ’ αφεντικό και δεν μπορούσε να φύγει, αν δε την τελείωνε»·
- τον
ρίχνω στη δουλειά, τον ξεγελώ, τον εξαπατώ, ιδίως σε κάποια συμφωνία: «πήγε
μεθυσμένος να υπογράψει τα συμβόλαια κι ο άλλος τον έριξε στη δουλειά»· βλ. και
φρ. το ρίχνω στη δουλειά·
- τον σακατεύω στη δουλειά, βλ.
συνηθέστ. τον πεθαίνω στη δουλειά·
- τον
σαπίζω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. τον πεθαίνω στη δουλειά·
- τον
σκοτώνω στη δουλειά, βλ.
συνηθέστ. τον πεθαίνω στη δουλειά·
- τον
σταματώ απ’ τη δουλειά μου, τον παύω, τον απολύω: «έκανε συνέχεια κοπάνα,
γι’ αυτό τον σταμάτησα απ’ τη δουλειά»·
- τον
στέλνω στη δουλειά του, (ειρωνικά)
τον διώχνω, τον απομακρύνω, αφού προηγουμένως τον έχω ξεγελάσει, τον εξαπάτησα:
«του ’φαγαν όλα τα λεφτά στα ζάρια κι ύστερα τον έστειλαν στη δουλειά του».
(Λαϊκό τραγούδι: άιντε, του καημένου του Σωτήρη άιντε, του τη σκάσαν στο
γεφύρι, και του πήραν τα λεφτά του και τον στείλαν στη δουλειά του)·
- τον
στριμώχνω στη δουλειά, τον αναγκάζω, τον υποχρεώνω να δουλέψει: «μόλις
απολύθηκε απ’ το στρατό, ο πατέρας του τον στρίμωξε στη δουλειά»·
- τον
στρώνω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. τον στριμώχνω στη δουλειά·
- τον ταράζω στη δουλειά, βλ.
συνηθέστ. τον πεθαίνω στη δουλειά·
- τον
τεζάρω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. τον πεθαίνω στη δουλειά·
- τον τρελαίνω στη δουλειά, βλ.
συνηθέστ. τον πεθαίνω στη δουλειά·
- τον
τρόμαξε η δουλειά, είναι εξαιρετικά εργατικός, είναι πολύ δουλευταράς:
«απ’ τη στιγμή που αποφάσισε να δουλέψει, τον τρόμαξε η δουλειά»·
- τον τσακίζω στη δουλειά, βλ.
συνηθέστ. τον πεθαίνω στη δουλειά·
- τον φοβήθηκε η δουλειά,
βλ. φρ. τον τρόμαξε η δουλειά·
- τον
φορτώνω με δουλειά ή του φορτώνω δουλειά, δίνω σε κάποιον να
διεκπεραιώσει πολλή εργασία, ιδίως τεχνική είτε ως πελάτης είτε ως εργοδότης:
«επειδή κλαιγόταν πως δεν είχε δουλειά, τον φόρτωσα με δουλειά για δυο μήνες»·
βλ. και φρ. του φορτώνω τη δουλειά·
- του
αλλάζω τα πετρέλαια στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη
δουλειά·
- του
αλλάζω τα πρέκια στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη
δουλειά·
- του
αλλάζω τα ράμματα στη δουλειά, βλ.
συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του
αλλάζω τα φώτα στη δουλειά, τον υποχρεώνω να εργάζεται πολύ σκληρά, τον
εξουθενώνω στη δουλειά: «απ’ τη μέρα που τον πήρα βοηθό μου, του άλλαξα τα φώτα
στη δουλειά»·
- του
αλλάζω την πίστη στη δουλειά,
βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του
αλλάζω τον αδόξαστο στη δουλειά,
βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του
αλλάζω τον αντίθεο στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη
δουλειά·
- του
αλλάζω τον αντίχριστο στη δουλειά, βλ.
συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του
άρπαξα μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή
του άρπαξα τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. φρ. του ’φαγα μέσ’ απ’
τα χέρια τη δουλειά·
- του
βγάζω την Παναγία στη δουλειά, βλ.
συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του
βγάζω την πίστη στη δουλειά,
βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του
βγάζω την ψυχή στη δουλειά,
βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του
βγάζω τον αδόξαστο στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη
δουλειά·
- του
βγάζω τον αντίθεο στη δουλειά, βλ.
συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του
βγάζω τον αντίχριστο στη δουλειά, βλ.
συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του
βγάζω το Χριστό στη δουλειά, βλ.
συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του
γαμώ τη μάνα στη δουλειά, βλ.
συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του
γαμώ την πίστη στη δουλειά,
βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του
γαμώ τον αδόξαστο στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη
δουλειά·
- του
γαμώ τον Ανανία στη δουλειά, βλ.
συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του
γαμώ τον αντίθεο στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη
δουλειά·
- του
γαμώ τον αντίχριστο στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη
δουλειά·
- του
’κανα τη δουλειά ή του την έκανα τη δουλειά, τον ξεγέλασα, τον
εξαπάτησα: «αφού πήγαινε να μου κάνει τον πονηρό, του την έκανα κι εγώ τη
δουλειά και θα με θυμάται χρόνια»· βλ. και φρ. της την έκανα τη δουλειά·
- του
καταφέρνω μια δουλειά, βλ. συνηθέστ. του σκαρώνω μια δουλειά·
- του
κόβω τη δουλειά, α. του αφαιρώ, του παίρνω μέρος από τη δουλειά του,
ιδίως ως ανταγωνιστής: «απ’ τη μέρα που έριξε κι ο άλλος παρόμοιο είδος στην
αγορά, του ’κοψε τη δουλειά». β. εμποδίζω την ομαλή εξέλιξη της εργασίας
κάποιου: «κάθε φορά που βάζει το καροτσάκι του μπροστά στη βιτρίνα του τάδε, οι
πελάτες δεν μπορούν να δουν το εμπόρευμα και του κόβει τη δουλειά»·
- του
παίζω μια δουλειά, βλ. συνηθέστ. του σκαρώνω μια δουλειά·
- του πατώ μια δουλειά, βλ.
συνηθέστ. του σκαρώνω μια δουλειά·
- του
πάω πίσω τη δουλειά, βλ. φρ. του ρίχνω πίσω τη δουλειά·
- του
πήρα μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή του πήρα τη δουλειά μέσ’ απ’ τα
χέρια, βλ. φρ. του ’φαγα μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά·
- του
ρίχνω πίσω τη δουλειά, καθυστερώ τη δουλειά που μου είχε παραγγείλει
κάποιος: «επειδή δε μου πλήρωσε τη δεύτερη δόση, του ’ριξα πίσω τη δουλειά»·
- του σκαρώνω μια δουλειά, δημιουργώ
φάρσα ή δυσάρεστη κατάσταση σε βάρος του: «του σκάρωσαν μια δουλειά, που γέλασε
μαζί του και το παρδαλό κατσίκι»·
- του
σκάρωσα τη δουλειά ή του τη σκάρωσα τη δουλειά, τον κορόιδεψα, τον
ξεγέλασα, τον εξαπάτησα: «αφού ήθελε να μου κάνει τον έξυπνο, του τη σκάρωσα τη
δουλειά με τον τρόπο μου και τώρα το φυσάει και δεν κρυώνει»·
- του στήνω μια δουλειά, βλ.
συνηθέστ. του σκαρώνω μια δουλειά·
- του
τελειώνω τη δουλειά, μεσολαβώ για να διεκπεραιωθεί κάποια υπόθεσή του:
«μόλις του τελειώσω τη δουλειά που του υποσχέθηκα, θ’ ασχοληθώ και με το δικό
σου πρόβλημα»·
- του
την έκανα τη δουλειά, τον ξεγέλασα, τον εξαπάτησα, του δημιούργησα
πρόβλημα: «ήθελε να περνιέται πιο μάγκας από μένα, μέχρι που του την έκανα τη
δουλειά και τώρα, όταν με βλέπει, αλλάζει δρόμο || αφού πάντα με κατηγορεί, του
την έκανα τη δουλειά και τον κάρφωσα στο διευθυντή για τις κοπάνες που κάνει»·
- του
’φαγα μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή του ’φαγα τη δουλειά μέσ’ απ’ τα
χέρια, ενώ ήταν εντελώς σίγουρος πως θα την αναλάβει την, ανέλαβα εγώ: «την
τελευταία στιγμή κι ενώ δεν το περίμενε, μειοδότησα και του ’φαγα μέσ’ απ’ τα
χέρια τη δουλειά»·
- του
’φαγα τη δουλειά, ενώ ήταν να την αναλάβει, την ανέλαβα εγώ: «ήμουν πιο
συγκροτημένος απ’ τον ανταγωνιστή μου, γι’ αυτό και του ’φαγα τη δουλειά»·
- του
’φτιαξα τη δουλειά ή του την έφτιαξα τη δουλειά, βλ. φρ. του
’κανα τη δουλειά·
- του
φορτώνω τη δουλειά, α. τον ενοχοποιώ για παράνομη πράξη, χωρίς να
είναι ο ίδιος υπεύθυνος: «έπρεπε να καλύψουν στα γρήγορα τη ζημιά, γι’ αυτό
βρήκαν τον κακομοίρη τον υπάλληλο και του φόρτωσαν τη δουλειά, κι έτσι βγήκαν
αυτοί λάδι». β. αναθέτω σε κάποιον να διεκπεραιώσει τη δουλειά που έχω:
«το ’χει βρει ο δικός σου το κόλπο, φορτώνει τη δουλειά στη γυναίκα του κι
αυτός γυρνάει και το παίζει γκόμενος»·
- του
φτιάχνω μια δουλειά, βλ.
φρ. του σκαρώνω μια δουλειά·
- τράβα
δουλειά σου! ή τράβα στη δουλειά σου! (απειλητικά) φύγε από δω,
ξεκουμπίσου.(Λαϊκό τραγούδι: άντε, τράβα στη δουλειά σου, να
μην έβρεις τον μπελά σου, και αν είσαι παλικάρι, τράβα κάνε μου τη χάρη)·
- τραβάει
σε μάκρος η δουλειά, βλ. φρ. η δουλειά πάει σε μάκρος·
- τραβάει
σκυλίσια δουλειά, βλ. φρ. ρίχνει σκυλίσια δουλειά·
- τραβιέμαι
απ’ τη δουλειά, α. παύω να συμμετέχω, αποχωρώ: «εμένα μη με
υπολογίζετε, γιατί τραβιέμαι απ’ τη δουλειά». β. (γενικά) βγαίνω στη
σύνταξη: «είναι δυο χρόνια τώρα που τραβήχτηκε απ’ τη δουλειά»·
- τραβιέμαι
με μια δουλειά, αγωνίζομαι να φέρω σε πέρας μια εργασία ή μια υπόθεση, που
μου παρουσιάζει συνεχώς προβλήματα ή δυσκολίες: «εδώ και τρεις μήνες τραβιέμαι
με μια δουλειά και δεν μπορώ ακόμα να την τελειώσω»·
- τραβώ
για τη δουλειά μου ή τραβώ στη δουλειά μου, πηγαίνω στη δουλειά μου:
«σηκώθηκε πολύ πρωί και τράβηξε για τη δουλειά του». (Λαϊκό τραγούδι: παιχνιδιάρα
μου, τρελαίνομαι, ζαλίζομαι, με τα νάζια σου, ξανθιά, πώς ξεμυαλίζομαι σαν τραβώ
για τη δουλειά μου κάνουν στράκες τα μυαλά μου)·
- τρελαίνομαι
με τη δουλειά, είμαι πολύ εργατικός, δε λέω ποτέ όχι, όταν πρόκειται για
δουλειά: «ότι δουλειά και να κάνω, δεν κουράζομαι καθόλου, γιατί τρελαίνομαι με
τη δουλειά»·
- τρελαίνομαι
στη δουλειά, έχω ασταμάτητη δουλειά, τόσο, που δεν ξέρω τι μου γίνεται:
«κάθε καλοκαίρι στο νησί, με τους τουρίστες που έρχονται, τρελαίνομαι στη
δουλειά»·
- τρέναρε
η δουλειά ή τρενάρισε η δουλειά, η δουλειά, τεχνική ή κατασκευαστική,
ή η υπόθεση καθυστέρησε για κάποιο λόγο ανεξάρτητο από τη θέλησή μας: «είχα δυο
τρεις απανωτές απεργίες, γι’ αυτό τρενάρισε η δουλειά»·
- τρενάρω
τη δουλειά, την καθυστερώ σκόπιμα: «αφού δε με πληρώνει τις δόσεις που
συμφωνήσαμε, τρενάρω κι εγώ τη δουλειά»·
- τρέχει
η δουλειά, α. εξελίσσεται γρήγορα χωρίς προβλήματα ή εμπόδια: «παρά
την κοινωνική αναταραχή που υπήρξε τους τελευταίους μήνες, έτρεξε η δουλειά και
την τελείωσα στην ώρα της». β. υπάρχει ικανοποιητική δουλειά, γίνεται
ικανοποιητικό αλισβερίσι: «μετά από μια προσωρινή κάμψη άρχισε πάλι να τρέχει η
δουλειά»·
- τρίφτηκε
στη δουλειά, γνωρίζει τα μυστικά μιας εργασίας, γιατί ασχολείται με αυτή
πολύ καιρό: «του έχω μεγάλη εμπιστοσύνη και του αναθέτω συνέχεια τα δύσκολα,
γιατί τρίφτηκε στη δουλειά από μικρός»·
-
τρομερή δουλειά,
βλ. φρ. φοβερή δουλειά·
- τρυπώνω
σε μια δουλειά, βρίσκω τον τρόπο να βρω θέση εργασίας, βολεύομαι σε μια
δουλειά: «μετά από πολλές προσπάθειες κατάφερε και τρύπωσε σε μια δουλειά»·
-
τσακίζομαι στη δουλειά, βλ.
συνηθέστ. σκοτώνομαι στη δουλειά·
- τσάκισε
η δουλειά, ενώ μια δουλειά ή μια υπόθεση εξελισσόταν ομαλά, αντιμετωπίζει
στη συνέχεια τόσο σοβαρές δυσκολίες, που κινδυνεύει να αποτύχει: «ενώ ήταν
έτοιμος να υπογράψει το συμβόλαιο, κάποιος του σφύριξε για τις παγίδες που
έκρυβε, κι έτσι τσάκισε η δουλειά, γιατί θέλησε να το ξανασκεφτεί»·
- τσακίσου
στη δουλειά! (προτρεπτικά ή απειλητικά) πήγαινε να δουλέψεις, γύρνα στη
θέση εργασίας σου. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μπρος κι άλλες
φορές μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το γρήγορα·
- τσαπατσούλικη
δουλειά ή τσαπατσούλικες δουλειές, α. τεχνική ή καλλιτεχνική
εργασία που έγινε πολύ βιαστικά, με μεγάλη προχειρότητα: «πάνω στη βιασύνη του
να τελειώσει, μου ’κανε πολύ τσαπατσούλικη δουλειά». β. ενέργεια που
χαρακτηρίζεται από βιασύνη και προχειρότητα: «πάνω στον ενθουσιασμό του κάνει
τσαπατσούλικες δουλειές»·
- τσιρικιτζίδικη
δουλειά ή τσιρικιτζίδικες δουλειές, ψιλοδουλειές, μικροδουλειές
νόμιμες ή παράνομες: «είναι σοβαρός επιχειρηματίας και δεν καταπιάνεται με
τσιρικιτζίδικες δουλειές»·
- τσίφτικη
δουλειά ή τσίφτικες δουλειές, εργασία, ιδίως κατασκευαστική, που
έγινε με τέχνη και μεράκι, ή εμπορική επιχείρηση που αποδίδει ικανοποιητικά:
«έχω γνωρίσει ένα μηχανικό που κάνει πολύ τσίφτικη δουλειά»·
- τσορμπατζίδικη
δουλειά ή τσορμπατζίδικες δουλειές, εμπορική επιχείρηση ή εμπορική
συναλλαγή που αποφέρει μεγάλο κέρδος: «ασχολείται μόνο με τσορμπατζίδικες
δουλειές»·
- τσουλάει
η δουλειά, η δουλειά, εμπορική, τεχνική ή κατασκευαστική εξελίσσεται, αργά
αλλά ομαλά: «πιο καλά να τσουλάει η δουλειά παρά να μην ξέρεις τι σου γίνεται»·
- φάβα
η δουλειά, εργασία που δε μας δόθηκε, ενώ μας την είχε υποσχεθεί κάποιος:
«είχα έτοιμο συνεργείο για ν’ αρχίσει να δουλεύει, όμως την τελευταία στιγμή
αποδείχθηκε φάβα η δουλειά»·
- φαλίρισε
η δουλειά, χρεοκόπησε: «με τις απανωτές απεργίες τον τελευταίο καιρό, φαλίρισε
η δουλειά»·
- φαλίρω
τη δουλειά, τη χρεοκοπώ: «είχε το μυαλό του συνέχεια στις διασκεδάσεις και
φαλίρισε τη δουλειά»·
- φασαριόζικη
δουλειά ή φασαριόζικες δουλειές, βλ. συνηθέστ. φασαρτζίδικη
δουλειά·
- φασαρτζίδικη
δουλειά ή φασαρτζίδικες δουλειές, που κατά τη διάρκεια της εκτέλεσής
της δημιουργεί φασαρία ή θόρυβο ή που εξαιτίας της δημιουργείται θόρυβος ή
παρατηρείται αναστάτωση: «δουλεύει σ’ ένα μηχανουργείο και κάθε μέρα είναι με
πονοκέφαλο, γιατί είναι πολύ φασαρτζίδικη δουλειά»·
- φιάσκο
η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση απέτυχε παταγωδώς, χρεοκόπησε: «ξεκίνησα
με τις καλύτερες προϋποθέσεις, αλλά στην πορεία συνάντησα τόσο απρόσμενες
δυσκολίες, που στο τέλος φιάσκο η δουλειά»·
- φλομώνω
στη δουλειά, έχω πάρα πολλή δουλειά, ζαλίζομαι από την πολλή δουλειά: «στην
περίοδο των γιορτών, φλόμωσα στη δουλειά»·
-
φλούδα η δουλειά, η
προσπάθεια ή η υπόθεση δεν είχε αίσιο τέλος: «θέλησα να μεσολαβήσω για να τους
μονοιάσω, αλλά φλούδα η δουλειά, γιατί κι οι δυο τους είναι αγύριστα κεφάλια ||
είπα να μαζέψω όλους τους παλιόφιλους να θυμηθούμε τα παλιά, αλλά φλούδα η
δουλειά, γιατί ο καθένας είχε τα προβλήματά του»·
- φοβερή
δουλειά, εργασία τεχνική ή κατασκευαστική, δουλειά εμπορική ή άλλη
επιχείρηση που είναι μεγάλη και ισχυρή τόσο από άποψη υποδομής όσο και από
άποψη κέρδους: «του άφησε ο πατέρας του μια φοβερή δουλειά, που, ό,τι και να
γίνει, δεν πρόκειται να χρεοκοπήσει»·
- φόρτσα
δουλειά, δουλειά εντατική και κουραστική: «όλη τη βδομάδα είχαμε φόρτσα
δουλειά»·
- φορτσάρω
τη δουλειά, αρχίζω να την προχωρώ εντατικά: «αναγκάστηκε να φορτσάρει τη
δουλειά τελευταία στιγμή, γιατί το ’χε ρίξει πολύ έξω και θα καθυστερούσε»·
- φορτώνομαι
δουλειά ή φορτώνομαι με δουλειά, αναλαμβάνω να φέρω σε πέρας πολλές
διαφορετικές εργασίες, ιδίως τεχνικές: «δε φορτώνομαι άλλη δουλειά, γιατί θέλω
να τελειώσω πρώτα αυτές που έχω αναλάβει»·
- φορτώνομαι
τη δουλειά, α. αναλαμβάνω να τη φέρω σε πέρας: «κάθε φορά που
σταυρώνει τα χέρια, φορτώνομαι τη δουλειά για να μην εκτεθεί». β.
ενοχοποιούμαι ή δέχομαι να ενοχοποιηθώ: «για να μην τον διώξουν απ’ το
εργοστάσιο για το λάθος που έκανε, φορτώθηκα τη δουλειά, μια κι είχα τη
συμπάθεια του διευθυντή μας»·
- φορτώνω
τη δουλειά στον κόκορα, δεν ασχολούμαι με τη δουλειά που έχω αναλάβει να
φέρω σε πέρας, τεμπελιάζω: «δεν ξέρω τι να υποθέσω μ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί
τη μια φορτώνει τη δουλειά στον κόκορα και την άλλη πέφτει με τα μούτρα στη
δουλειά»·
- φουλάρω
από δουλειά, έχω πάρα πολλή δουλειά: «το καλοκαίρι που έρχονται οι
τουρίστες στο νησί, φουλάρω από δουλειά»·
- φουντάρω
τη δουλειά, ρίχνω έξω μια επιχείρηση, τη χρεοκοπώ: «φουντάρισε τη δουλειά,
γιατί είχε συνέχεια το μυαλό του στα γλέντια και τις διασκεδάσεις»·
- φουριόζικη
δουλειά ή φουριόζικες δουλειές, οτιδήποτε γίνεται με φούρια, με πίεση,
με βιασύνη: «όλες οι φουριόζικες δουλειές παρουσιάζουν προβλήματα»·
- φράκαρα
από δουλειά ή φρακάρισα από δουλειά, έχω πάρα πολλή δουλειά, που
δυσκολεύομαι να τη διεκπεραιώσω: «τις γιορτές είχε τέτοια κίνηση, που φράκαρα
από δουλειά»·
- φράκαρε
η δουλειά ή φρακάρισε η δουλειά, σταμάτησε να εξελίσσεται λόγω
κάποιου εμποδίου: «μου έφυγαν απροειδοποίητα πέντε εργάτες και φράκαρε η
δουλειά μέχρι να βρω αντικαταστάτες»·
- φρέναρε
η δουλειά ή φρενάρισε η δουλειά, σταμάτησε να υπάρχει δουλειά ή να
εξελίσσεται, ή άρχισε να επιβραδύνει: «μετά τις γιορτές φρενάρισε η δουλειά ||
οι εργάτες έκαναν επίσχεση εργασίας και φρενάρισε η δουλειά»·
- φτουράει
η δουλειά, εξελίσσεται γοργά, έχει επιτυχία: «έχω οικογενειακά προβλήματα,
αλλά ευτυχώς που φτουράει η δουλειά και ξεχνιέμαι»·
- χαβαλέ
δουλειά, βλ. συνηθέστ. χαβαλετζίδικη δουλειά·
- χαβαλεδίστικη δουλειά ή χαβαλεδίστικες
δουλειές, βλ. συνηθέστ. χαβαλετζίδικη δουλειά·
-
χαβαλετζίδικη δουλειά ή χαβαλετζίδικες δουλειές, α. εργασία που δεν ευχαριστεί
αυτόν που την κάνει, γιατί δεν αποφέρει σπουδαίο κέρδος, και για το λόγο αυτό
την κάνει χωρίς όρεξη, ή τη διακόπτει με την πρώτη ευκαιρία: «είμαι μπλεγμένος
με μια χαβαλετζίδικη δουλειά, που μετάνιωσα την ώρα και τη στιγμή που την
ανέλαβα». β. εργασία που γίνεται από κάποιον μόνο και μόνο για να
περνάει την ώρα του: «όταν δεν έχω κάτι σπουδαίο να κάνω, έχω μια χαβαλετζίδικη
δουλειά για να περνάω την ώρα μου»·
- χαζοβιόλικη
δουλειά ή χαζοβιόλικες δουλειές, δουλειά ή εργασία ανάξια λόγου,
ιδίως τεχνική, που δεν παρουσιάζει κανένα ενδιαφέρον, που έγινε όπως όπως:
«έχει μια χαζοβιόλικη δουλειά και παριστάνει το βιομήχανο || μου ’κανε μια
χαζοβιόλικη δουλειά, που του την έφερα στο κεφάλι»·
- χαιρέτα
μας τη δουλειά ή χαιρέτα την τη δουλειά, τώρα που ενδιαφέρθηκες να
ασχοληθείς με αυτή την εργασία ή με αυτή την υπόθεση, είναι πλέον αργά, γιατί ή
την έχουν αναθέσει σε άλλον ή έχει χάσει πια το ενδιαφέρον που είχε πρώτα:
«τώρα που ξύπνησες, χαιρέτα μας τη δουλειά, γιατί την πήρε άλλος»·
- χαϊρλίδικη
δουλειά ή χαϊρλίδικες δουλειές, α. επιχείρηση που παρέχει τη
δυνατότητα για κέρδος: «άμα τη δουλέψεις σωστά, θα βγάλεις καλά λεφτά, γιατί
είναι χαϊρλίδικη δουλειά». β. λέγεται και σαν ευχή για την ευόδωση των
εργασιών κάποιας νεοσύστατης επιχείρησης. Στη δεύτερη περίπτωση πολλές φορές,
προτάσσεται της φρ. το άντε ή το άιντε·
- χάλασε
η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση που βρισκόταν σε διαπραγματεύσεις, απέτυχε
να φτάσει σε αίσιο τέλος: «την τελευταία στιγμή αναίρεσε όλες τις υποσχέσεις
του και χάλασε η δουλειά»·
- χαλώ
τη δουλειά μου, την αποδιοργανώνω, τη χρεοκοπώ: «το ’ριξε στα γλέντια και
τις διασκεδάσεις και χάλασε τη δουλειά του»·
- χαμαλίδικη
δουλειά, βλ. συνηθέστ. χαμαλίστικη δουλειά·
- χαμάλικη
δουλειά, βλ. συνηθέστ. χαμαλίστικη δουλειά·
- χαμαλίστικη δουλειά, α.
εργασία, ιδίως χειρονακτική, που λόγω της φύσεώς της δεν είναι επιθυμητή
από κανέναν: «επειδή δε μιλάω, μου αναθέτουν όλες τις χαμαλίστικες δουλειές». β.
υπόθεση που, για να διεκπεραιωθεί, απαιτείται συνεχής απασχόληση, χωρίς να
παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, βαρετή και κοπιαστική δουλειά: «μου ανέθεσε
μια χαμαλίστικη δουλειά κι έχω τρελαθεί στο τρέξιμο για να του την τελειώσω»·
- χάνομαι
στη δουλειά, έχω πάρα πολύ δουλειά, δεν ξέρω με ποια εργασία από αυτές που
έχω αναλάβει πρέπει να πρωτοασχοληθώ: «τον τελευταίο καιρό έκοψε απ’ την παρέα,
γιατί χάνεται στη δουλειά»·
- χαντούμικη
δουλειά ή χαντούμικες δουλειές, που δεν αποφέρει το παραμικρό
κέρδος, επιχείρηση εντελώς ανάξια λόγου, τιποτένια: «έχει μια χαντούμικη
δουλειά κι είναι αποφασισμένος να την κλείσει || δεν μπλέκεται με χαντούμικες
δουλειές, γιατί δε θέλει να χάνει τον καιρό του»·
- χάνω
μέσ’ απ’ τα χέρια μου τη δουλειά ή χάνω τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια
μου, α. ενώ ήταν σίγουρο πως θα αναλάμβανα μια εργασία, για κάποιο
λόγο την ανέθεσαν σε άλλον: «καθυστέρησα δέκα λεπτά να συναντήσω τον διευθυντή
κι έχασα μέσ’ απ’ τα χέρια μου τη δουλειά». β. ενώ ήμουν ο κύριος
μέτοχος σε κάποια επιχείρηση, για διάφορους λόγους έχασα το πλειοψηφικό πακέτο
των μετοχών ή και ολόκληρη την επιχείρηση: «έπαιρνε συνέχεια δανεικά, κι όταν
έφτασε καιρός να τα γυρίσει πίσω, έχασε μέσ’ απ’ τα χέρια του τη δουλειά για να
τους ξοφλήσει»·
- χάνω
τη δουλειά μου, απολύομαι: «επέβαλαν πολιτική λιτότητας στο εργοστάσιο που
δούλευα κι έχασα τη δουλειά μου με τις απολύσεις που έκαναν»·
- χαράμι
δουλειά ή χαράμικη δουλειά, εργασία που δεν απέδωσε οικονομικό
όφελος, που έγινε μάταια, που πήγε στο βρόντο: «κάθε φορά που κάνει χαράμικη
δουλειά, τα βάζει μ’ όλο τον κόσμο»·
- χαραμτζίδικη
δουλειά ή χαραμτζίδικες δουλειές, υπόθεση που δε συζητείται με
ειλικρίνεια, που κρύβει δολιότητα, που περιέχει κίνδυνο απάτης: «θα τα
μιλήσουμε, θα τα συμφωνήσουμε και θα τα υπογράψουμε, γιατί δε μ’ αρέσουν
χαραμτζίδικες δουλειές»·
- χάρμα
δουλειά, εργασία, α. δουλειά τεχνική ή καλλιτεχνική που έγινε με φαντασία
και μεράκι, που γενικά γίνεται αποδεκτή με θαυμασμό: «τον προτιμάει πολύς
κόσμος, γιατί κάνει χάρμα δουλειά». β. εμπορική ή βιομηχανική επιχείρηση
που χαρακτηρίζεται για την εύρυθμη λειτουργία της, την τιμιότητα και τη
συνέπειά της: «είναι πολύ τυχερός, γιατί ο πατέρας του του άφησε μια χάρμα
δουλειά || ήταν καιρό άνεργος, αλλά τελικά, ο τυχερός, βρήκε θέση σε μια χάρμα
δουλειά»·
- χασομέρι
δουλειά, εργασία, ιδίως τεχνική, που λόγω της ιδιορρυθμίας της δεν
εξελίσσεται με γοργό ρυθμό: «αμάν, Θεούλη μου, τι χασομέρι δουλειά είναι αυτή
με την οποία μπλέχτηκα!»·
- χέζομαι
στη δουλειά, έχω υπερβολική δουλειά: «δεν προλαβαίνει να ’ρθει στην παρέα
μας, γιατί τον τελευταίο καιρό χέζεται στη δουλειά»·
- χέστηκε
η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση, που βρισκόταν σε διαπραγματεύσεις,
απέτυχε να συμφωνηθεί: «τη στιγμή που ήταν να υπογράψουμε τα συμβόλαια, έθεσε
καινούριους όρους και χέστηκε η δουλειά || τη μέρα που πήγε να περάσουν βέρες,
ζήτησε προίκα ακόμα ένα διαμέρισμα και χέστηκε η δουλειά»·
- χοντρή
δουλειά, δουλειά νόμιμη ή παράνομη που αποφέρει πολλά κέρδη: «έμπλεξε με
μια χοντρή δουλειά και χέστηκε στο τάλιρο || ετοιμάζει μια χοντρή δουλειά»·
- χτυπημένη
δουλειά, δουλειά ή επάγγελμα που δεν παρουσιάζει ενδιαφέρον από άποψη
κέρδους, γιατί χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον από άλλους ή γιατί υπάρχει μεγάλος
ανταγωνισμός: «μην ανοίγεις βιντεοκλάπ, γιατί είναι χτυπημένη δουλειά»·
- χωλαίνει
η δουλειά, α. η εργασία, ιδίως τεχνική, δεν προχωράει, δεν
εξελίσσεται κανονικά: «με τόσες απανωτές απεργίες άρχισε να χωλαίνει η δουλειά».
β. εμπορική επιχείρηση που δε λειτουργεί κανονικά, που υπολειτουργεί:
«απ’ τη μέρα που ανέλαβε ο τάδε την επιχείρηση, χωλαίνει η δουλειά». Από την
εικόνα του χωλού ανθρώπου, που κουτσαίνει·
- ψεύτικη
δουλειά, εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, που έγινε με ευτελή υλικά ή
που έγινε με μεγάλη προχειρότητα και δεν παρουσιάζει καμιά στερεότητα: «μου
’κανε ψεύτικη δουλειά ο υδραυλικός και μέσα σ’ ένα χρόνο έβαλα πάλι μαστόρους»·
- ψεύτισε
η δουλειά, δεν παρουσιάζει οικονομικό ενδιαφέρον: «κάποτε είχε βιντεοκλάμπ
και κέρδιζε καλά λεφτά, αλλά τον τελευταίο καιρό ψεύτισε η δουλειά»·
- ψήνω
τη δουλειά ή ψήνω μια δουλειά ή την ψήνω τη δουλειά, α. προσπαθώ
να πείσω κάποιον για κάτι με σκοπό να τον εξαπατήσω: «να δεις πως την ψήνει τη
δουλειά και πως στο τέλος θα τον βάλει στο χέρι». β. προετοιμάζω κάποια
δουλειά: «ψήνει μια δουλειά, αλλά κανείς δεν ξέρει τι». γ. (και για τα
δυο φύλα) με διάφορες ενέργειες προσπαθώ να δημιουργήσω ερωτικό δεσμό: «ξέρει
να ψήνει τη δουλειά και να δεις πως στο τέλος θα τα φτιάξει μαζί της»·
- ψιλή
δουλειά, κατασκευή, ιδίως χειροποίητη, που διακρίνεται για την υπομονετική
και καλαίσθητη εργασία της και που πολλές φορές παρουσιάζει καλλιτεχνικό
ενδιαφέρον ή και καλλιτεχνική αξία: «αγόρασα ακριβά το δαχτυλίδι, αλλά έχει
επάνω του πολύ ψιλή δουλειά»·
- ψιλικατζίδικη
δουλειά ή ψιλικατζίδικες δουλειές, δουλειά που δεν παρουσιάζει
κανένα ενδιαφέρον από άποψη κέρδους, δουλειά ανάξια λόγου, ασήμαντη: «ένας
μεγαλοεργολάβος δεν μπερδεύεται με ψιλικατζίδικες δουλειές». Από το επάγγελμα
του ψιλικατζή που εμπορεύεται πράγματα ασήμαντης αξίας, τα ψιλικά·
- ψοφάει
στη δουλειά, έχει πάρα πολύ δουλειά και για το λόγο αυτό κουράζεται πάρα
πολύ: «τις τελευταίες μέρες ξέκοψε απ’ την παρέα, γιατί ψοφάει στη δουλειά»·
- ψυλλιάζομαι
τη δουλειά, α. προαισθάνομαι, προβλέπω, υποπτεύομαι ιδίως κάτι που υπάρχει
κίνδυνος να αποβεί σε βάρος μου: «καλά που ψυλλιάστηκα τη δουλειά πως είναι
απατεώνας και δε συνεταιρίστηκα μαζί του || ευτυχώς ψυλλιάστηκα τη δουλειά πως
θα γίνει φασαρία και την κοπανήσαμε». β. ανακαλύπτω, καταλαβαίνω: «καλά
που ψυλλιάστηκα τη δουλειά πως είναι καρφί κι έτσι, κάθε φορά που έρχεται στην
παρέα μας, αλλάζουμε κουβέντα»·
- ψώνιο
δουλειά! έκφραση θαυμασμού για τεχνική ή καλλιτεχνική εργασία, που έγινε με
μεγάλη τέχνη, ευαισθησία και μεράκι, και είναι γενικά αποδεκτή από όλους:
«μπορεί ν’ άργησε να τελειώσει, αλλά έκανε ψώνιο δουλειά!»·
- ωραία
δουλειά! έκφραση με την οποία αμφισβητούμε το θαυμασμό που δείχνει κάποιος
για μια δουλειά ή μια υπόθεση: «δεν υπάρχει πιο ωραίο απ’ το να κάθεσαι και να
ελέγχεις ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει απ’ το εργοστάσιο. -Ωραία δουλειά!».
Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το σιγά μωρέ ή το σιγά ρε και
άλλες φορές, η φρ. κλείνει με το μωρέ ή το ρε.
ζάρι
ζάρι,
το, ουσ.
[<μσν. ζάρι και ἀζάριν <αραβ. az-zahr].
1. μικρός κύβος από κόκαλο ή πλαστικό με τυπωμένες στις πλευρές του
μαύρες ή κόκκινες κουκίδες που παριστάνουν τους αριθμούς από το 1 μέχρι το 6 με
αποκλειστική χρήση σε τυχερά ή επιτραπέζια παιχνίδια (τάβλι, φιδάκι κ.λπ.). 2.
χαρακτηρίζει την κυβοπαιξία, το μπαρμπούτι: «απ’ τη μέρα που μπλέχτηκε με
το ζάρι καταστράφηκε οικονομικά». (Λαϊκό τραγούδι: είχα πέντε τάλιρα και τα
’χασα στο ζάρι και δε μου ’μεινε ψιλή να πιω ένα κατοστάρι). 3.
συνήθως στον πλ. τα ζάρια, τυχερό παιχνίδι που παίζεται με ζάρια, το
μπαρμπούτι: «έφαγε μια περιουσία στα ζάρια». (Λαϊκό τραγούδι: ζάρια,
ραμί και πόκα κουμκάν κι εικοσιμία· αυτά με καταντήσανε φτωχό στην κοινωνία).
(Ακολουθούν 22 φρ.)·
- αλλάζω
το ζάρι ή αλλάζω τα ζάρια, αντικαθιστώ τα γνήσια με καραγκιοζάκια
(βλ. λ.) ή επαναφέρω τα γνήσια στο παιχνίδι: «άλλαξε τα ζάρι με τρόπο και τους
τα μάζεψε όλα». (Λαϊκό τραγούδι: Γιάννη άλλαξε τα ζάρια να μην έχουμε
ζαράρια και σ’ επήραμε χαμπάρι που μας άλλαξες το ζάρι)·
- αμόντε
τα ζάρια, βλ. λ. αμόντε·
- γεμάτο
ζάρι, που έχει προστεθεί κατάλληλα κάποιο υλικό, ιδίως υδράργυρος για να
έρχεται πάντοτε καλή ζαριά από τον παίχτη που τα ρίχνει: «έπαιζε με γεμάτο ζάρι
και τους τα πήρε όλα». (Λαϊκό τραγούδι: ρε, ρίξανε γεμάτο ζάρι και
δεν τους πήραμε χαμπάρι)·
- γύρισε
το ζάρι ή γύρισε το ζάρι μου, α. ενώ κέρδιζα, άρχισα να χάνω
ή, ενώ έχανα, άρχισα να κερδίζω: «μόλις γύρισε το ζάρι, σηκώθηκε κι έφυγε,
γιατί τα ’χασε όλα στο άψε σβήσε || μόλις γύρισε το ζάρι, μέσα σε λίγη ώρα
κέρδισε όλα όσα είχε χάσει». β. απότομη μεταβολή μιας κατάστασης στο
αντίθετό της, συνήθως από τύχη και όχι από συνειδητή επέμβαση: «δε θα γυρίσει
το ζάρι, τότε θα δει τι έχει να πάθει!»·
- δεν
τον θέλει το ζάρι, δεν τον ευνοεί η τύχη άσχετα από το αν είναι καλός ή
κακός παίχτης: «με τις πρώτες ζαριές βγήκε απ’ το παιχνίδι, γιατί κατάλαβε πως
δεν τον θέλει το ζάρι»·
- είναι
και να σε θέλει το ζάρι, δεν εξαρτάται μόνο από την ικανότητα του παίχτη να
φέρνει ευνοϊκή ζαριά, αλλά είναι και θέμα τύχης: «δεν είναι μόνο να ξέρεις καλό
τάβλι για να κερδίσεις, αλλά είναι και να σε θέλει το ζάρι»·
- έχω
ζάρι, με ευνοεί το ζάρι, έχω τύχη στο ζάρι, κερδίζω: «όταν έχει ζάρι,
μπορεί να ποντάρει και το σπίτι του»·
- κάθεται
το ζάρι, βλ. φρ. κάθεται η ζαριά, λ. ζαριά·
- κάθισε
το ζάρι, βλ. φρ. κάθισε η ζαριά, λ. ζαριά·
- κακό
ζάρι, βλ. φρ. κακή ζαριά, λ. ζαριά·
- καλό
ζάρι, βλ. φρ. καλή ζαριά, λ. ζαριά·
- κολλώ
τα ζάρια, τα κρατώ με τέτοιο τρόπο, που, όταν τα ρίχνω, φέρνω τη ζαριά που
θέλω: «θα παίξεις τίμια και δε θα κολλάς τα ζάρια». Πρβλ.: μας την έσκασες,
βρε Γιάννη, με το άσπρο το φλιτζάνι· τα γεμάτα εκουνούσες, τις εξάρες μας
κολλούσες (Λαϊκό τραγούδι)·
- λιμάρω
τα ζάρια, λιμάρω κατάλληλα ορισμένες πλευρές τους έτσι ώστε να μετατοπιστεί
το κέντρο βάρους τους και να φέρνω ευνοϊκή ζαριά: «είχε λιμάρει τα ζάρια και
τους ξετίναξε όλους». (Λαϊκό τραγούδι: θα λιμάρουμε τα ζάρια,θα
τους κάνουμε ζαράρια, θα τα ρίξω κει με ζούλα, θα τους τα τσιμπήσω ούλα)·
- μου
’τυχε στο ζάρι της ζωής, μου ήταν γραφτό, ήταν το τυχερό μου, η μοίρα μου:
«ήθελα να παντρευτώ μια ήσυχη γυναίκα, αλλά μου ’τυχε στο ζάρι της ζωής αυτή η
γκρινιάρα». (Λαϊκό τραγούδι: κορίτσι μου γιατί μελαγχολείς πως σ’ αγαπώ στο
δίνω και γραμμένο, σου έτυχε στο ζάρι της ζωής καλό παιδί μα
κακομαθημένο)·
- παίζει
ζάρια, είναι μανιώδης παίχτης του μπαρμπουτιού: «αν δεν έπαιζε ζάρια, θα
είχε σήμερα ολόκληρη περιουσία». (Λαϊκό τραγούδι: έμαθα πως παίζεις
ζάρια, πως είσαι χασικλής, είσαι μάγκας τσικ λεβέντης, νυχτοπερπατητής)·
- ρίχνει
τα ζάρια, αυνανίζεται, συνηθίζει να αυνανίζεται, να μαλακίζεται: «του
αρέσει να ρίχνει τα ζάρια είτε έχει γυναίκα είτε δεν έχει». Από την εικόνα του
παίχτη που μπεγλεράει με πάθος τα ζάρια μέσα στη χούφτα του, κίνηση που
παρομοιάζεται με αυτή του αυνανισμού και η φρ. συνοδεύεται πάντα από αυτή την κίνηση·
βλ. και φρ. ρίχνω τα ζάρια·
-
ρίχνω ζάρια, βλ.
φρ. ρίχνω τα
ζάρια. (Λαϊκό
τραγούδι: ρίχνω
ζάρια φέρνω
εξάρες, μας τα φάγαν’ οι αλανιάρες)·
-
ρίχνω τα ζάρια, τα
παίζω για να δω τι αποτέλεσμα θα φέρουν: «έριξα τα ζάρια κι έφερα ντόρτια»·
- τα
’παιξε στα ζάρια, βλ. φρ. τα ’φαγε στα ζάρια·
- τα
’φαγε στα ζάρια, έχασε
την περιουσία του, τα λεφτά του στο μπαρμπούτι: «ό,τι είχε και δεν είχε, τα
’φαγε στα ζάρια»·
- τον
θέλει το ζάρι ή τον θέλει και το ζάρι, τον ευνοεί: «κάθε φορά που
ρίχνει φέρνει εξάρες, γιατί τον θέλει το ζάρι || δεν είναι μόνο που ξέρει να
παίζει καλό τάβλι, αλλά τον θέλει και το ζάρι»»·
- τσιμπάει
τα ζάρια, έχει την ικανότητα, είναι εκπαιδευμένος να ρίχνει με τέτοιο τρόπο
τα ζάρια, ώστε, όποτε θέλει, να φέρνει καλή ζαριά: «δεν παίζει κανείς μαζί του,
γιατί ξέρει και τσιμπάει τα ζάρια».
καρδιά
καρδιά,
η, ουσ.
[<μσν. καρδιά <αρχ. καρδία], η καρδιά. 1. η έδρα των συναισθημάτων
και των επιθυμιών του ανθρώπου: «ήθελε να τη χωρίσει, άλλα όμως του έλεγε η
καρδιά του». 2. το εσωτερικό μέρος λαχανικού ή φρούτου: «η καρδιά του
μαρουλιού || η καρδιά του καρπουζιού». 3. το κέντρο μιας σπουδαίας
δραστηριότητας: «η καρδιά της επιχείρησης είναι το λογιστήριο || βρισκόμαστε
στην καρδιά της αγοράς της πόλης μας». 4. η ακμή μιας πράξης:
«βρισκόμαστε στην καρδιά του πολέμου». Υποκορ. καρδούλα κ. καρδουλίτσα,
η. Μεγεθ. καρδάρα, η (βλ. λ.). (Ακολουθούν 272 φρ.)·
- άγγιξε
στην καρδιά μου ή άγγιξε την καρδιά μου, με συγκίνησε βαθύτατα:
«άγγιξε στην καρδιά μου η χειρονομία που έκανες, όταν βρισκόμουν σε δύσκολη
θέση || τα λόγια του άγγιξαν την καρδιά μου και τον βοήθησα»·
- αδούλωτη
καρδιά, χαρακτηρισμός ατόμου που δεν ανέχεται τη σκλαβιά: «μόλις έσπασε το
μέτωπο, οι άντρες με τις αδούλωτες καρδιές ανέβηκαν στα βουνά και οργάνωσαν
αντάρτικο κατά του κατακτητή»·
- άλλο
λέει η καρδιά κι άλλο λέει το μυαλό, δε συμβαδίζει το συναίσθημα με τη
λογική: «δεν ξέρω ποια απόφαση να πάρω γι’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί είναι φίλος
μου και άλλο λέει η καρδιά κι άλλο το μυαλό»·
- άλλο
το πρόσωπο, άλλο η καρδιά, βλ. λ. πρόσωπο·
- ανάβω
καρδιές, εμπνέω έρωτα, προξενώ ερωτικό πόθο: «είναι τέτοια γυναικάρα που
απ’ όπου κι αν περάσει, ανάβει καρδιές». Συνών. ανάβω φωτιές·
- αναστέναξε
η καρδιά μου, ένιωσα πολύ μεγάλη λύπη, στενοχωρήθηκα πολύ: «αναστέναξε η
καρδιά μου μόλις αντίκρισα την κατάντια του»·
- άναψε
γιαγκίνι στην καρδιά μου, βλ. λ. γιαγκίνι·
- άναψε
η καρδιά μου, ένιωσα δυνατό έρωτα, ένιωσα μεγάλο ερωτικό πόθο: «μόλις την
είδα, άναψε η καρδιά μου»·
- άνθρωπος
με καρδιά, βλ. λ. άνθρωπος·
- άνθρωπος
χωρίς καρδιά, βλ. λ. άνθρωπος·
- ανοίγει
η καρδιά μου, έρχομαι σε πολύ καλή ψυχική διάθεση, χαίρομαι πολύ: «μόλις
βλέπω αυτόν τον άνθρωπο, ανοίγει η καρδιά μου, γιατί είναι μεγάλος
καλαμπουρτζής»·
- ανοίγω
την καρδιά μου (σε κάποιον), εκμυστηρεύομαι σε κάποιον τους φόβους μου, τις
ανησυχίες μου, τα όνειρά μου: «δεν μπορείς ν’ ανοίγεις την καρδιά σου στον
καθένα και να λες τον πόνο σου || ανοίγω την καρδιά μου μόνο στο φίλο μου».
(Λαϊκό τραγούδι: μέσα στου φτωχού το σπίτι θα ’βρεις όλα τα καλά κι αν ανοίξεις
την καρδιά σου θα βρεις και παρηγοριά)·
- άντεξε
καρδιά μου! βλ. συνηθέστ. βάστα καρδιά μου(!)·
- αντέχει
η καρδιά σου; βλ. φρ. βαστά η καρδιά σου(;)·
- αντέχει
η καρδιά σου να…; βλ. φρ. βαστά η καρδιά σου να…(;)·
- άντρας
με καρδιά, βλ. λ. άντρας·
- απ’
τα βάθη της καρδιάς μου ή απ’ το βάθος της καρδιάς μου, με απόλυτη
ειλικρίνεια, ολόψυχα, ολόθερμα: «σου εύχομαι απ’ τα βάθη της καρδιάς μου να
προκόψεις στη ζωή σου»·
- απ’
την καρδιά μου, βλ. φρ. απ’ τα βάθη της καρδιάς μου·
- απ’
την καλή καρδιά μου ή απ’ την καλή μου την καρδιά, λέγεται για κάτι
καλό που κάναμε σε κάποιον λόγω των καλών αισθημάτων μας: «εγώ απ’ την καλή μου
την καρδιά θέλησα να τον βοηθήσω και βρέθηκα μπλεγμένος χωρίς να το καταλάβω».
(Λαϊκό τραγούδι: για μένα το καλό παιδί που πάντα τα λεφτά μου τα χάλαγα για
πάρτη σας απ’ την καλή καρδιά μου)·
- άπιστη
καρδιά, χαρακτηρίζει τον άνθρωπο που δεν μπορεί κανείς να τον εμπιστευτεί
ερωτικά, που δεν μπορεί να κάνει μαζί του σίγουρο ερωτικό δεσμό: «μα πήγες κι
εσύ να κάνεις δεσμό μ’ αυτή την άπιστη καρδιά! Από τη μια θα φεύγεις εσύ, κι
από την άλλη αυτή». (Λαϊκό τραγούδι: καρδιά, στην άπιστη καρδιά ποτέ
μη δίνεις βάση, γιατί θε να ’ρθει μια βραδιά που θα σε ξεγελάσει)·
- από
καρδιάς, ολόψυχα, ολόθερμα: «του ευχήθηκα από καρδιάς να πάει καλά στη
δουλειά του». (Λαϊκό τραγούδι: δε βρίσκω τόπο να σταθώ και στέκι για ν’
αράξω, να κάτσω ολομόναχος κι από καρδιάς να κλάψω)·
- από
τα μάτια πιάνεται, στα χείλη κατεβαίνει κι από τα χείλη στην καρδιά ριζώνει και
δε βγαίνει, δίνεται ως αίνιγμα. Η απάντηση είναι η αγάπη, ο έρωτας και
αναφέρεται στη σταδιακή έλξη και εξέλιξη της ερωτικής συμπεριφοράς των δυο
φύλων·
- άπονη
καρδιά, βλ. φρ. έχει άπονη καρδιά. (Λαϊκό τραγούδι: αφού με
διώχνεις, φεύγω απόψε πληγωμένη, χωρίς να κλάψω και χωρίς να πω μιλιά, κι ο
μαύρος δρόμος στη ζωή με περιμένει, γιατί αγάπησα μια άπονη καρδιά)·
- αφήνω
την καρδιά μου να μιλήσει, εκφράζομαι ή ενεργώ καθοδηγούμενος από τα
συναισθήματά μου: «όταν αφήνω την καρδιά μου να μιλήσει, κάνω συχνά λάθη»·
- βάζω
το χέρι μου στην καρδιά, βλ. λ. χέρι·
- βαραίνει
την καρδιά μου, βλ. φρ. μου βαραίνει την καρδιά·
- βαστά
η καρδιά σου; βλ. φρ. πώς το βαστά η καρδιά σου(;)·
- βαστά
η καρδιά σου να…; έχεις το θάρρος, το κουράγιο, το σθένος, τη δύναμη
να…(;): «βαστά η καρδιά σου να τα βάλεις μαζί μου;»· βλ. και φρ. πώς το
βαστά η καρδιά σου να…(;)·
- βάστα
καρδιά μου! έκφραση με την οποία προτρέπουμε τον εαυτό μας να κάνουμε
υπομονή, κουράγιο στις δύσκολες καταστάσεις που περνάμε: «βάστα καρδιά μου κι
αύριο όλα θα ’ναι καλύτερα!»·
- βρήκε
ο γύφτος τη γενιά του κι αναγάλλιασ’ η καρδιά του, βλ. λ. γύφτος·
- γέλασα
με την καρδιά μου, ξεκαρδίστηκα: «ήταν τόσο πετυχημένο τ’ ανέκδοτο που μου
είπε, που γέλασα με την καρδιά μου»·
- για
να γίνει η καρδιά σου, για να χαρείς, για να ευχαριστηθείς: «αφού το θέλεις
τόσο πολύ, θα τον τραβήξω ένα χέρι ξύλο μόνο και μόνο για να γίνει η καρδιά
σου». (Λαϊκό τραγούδι: όλους, ενόρκους- δικαστές, τους πλάνεψε η εμορφιά σου
και με δικάζουν ισόβια για να γενεί η καρδιά σου)·
- δε
βαστά η καρδιά μου, βλ. φρ. δε βαστά η ψυχή μου, λ. ψυχή
- δε
βαστά η καρδιά μου να…, βλ. φρ. δε βαστά η ψυχή μου να…, λ. ψυχή·
- δε μου
κάνει καρδιά να…, δεν έχω τη διάθεση, την όρεξη, είμαι εντελώς απρόθυμος:
«επειδή έχω πένθος, δε μου κάνει καρδιά να ’ρθω μαζί σας στα μπουζούκια ||
επειδή περνώ τόσο ωραία, δε μου κάνει καρδιά να φύγω»·
- δεν
αντέχει η καρδιά μου, δεν μπορώ να υποστώ διάφορες συγκινήσεις ή
στενοχώριες, γιατί πάσχω από τη καρδιά μου, γιατί είμαι καρδιακός: «αποφεύγω
τις έντονες συγκινήσεις, γιατί δεν αντέχει η καρδιά μου || πρόσεχε πώς θα του
μεταφέρεις τα κακά νέα, γιατί δεν αντέχει η καρδιά του»· βλ. και φρ. δεν το
αντέχει η καρδιά μου να(…)·
- δεν
αντέχει η καρδιά μου να…, βλ. φρ. δεν αντέχει η ψυχή μου να…, λ.
ψυχή
- δεν
έχει καρδιά, είναι άπονος, άσπλαχνος, σκληρόκαρδος: «μην περιμένεις
συμπόνια απ’ τον τάδε, γιατί δεν έχει καρδιά»·
- δεν
το αντέχει η καρδιά μου να…, βλ. φρ. δεν το αντέχει η ψυχή μου να…, λ.
ψυχή·
- δεν
το βαστά η καρδιά μου να…, βλ. φρ. δεν το βαστά η ψυχή μου να…, λ.
ψυχή·
- δίνω
και την καρδιά μου (για κάποιον ή για κάτι), δίνω τα πάντα: «όταν κάποιος
είναι καλό παιδί, δίνω και την καρδιά μου για να τον εξυπηρετήσω». (Λαϊκό
τραγούδι: χασάπης είμαι ζηλευτός, εντάξει σ’ όλα, φίνος, κι όποιος εντάξει
μου φερθεί και την καρδιά μου δίνω)·
- δίνω
την καρδιά μου (σε κάποιον, σε κάποια), τον (την) ερωτεύομαι, συνάπτω μαζί
του (της) ερωτικό δεσμό: «από μικρή έδωσε της καρδιά της σ’ έναν άντρα και
πέρασε μαζί του ολόκληρη ζωή». (Λαϊκό τραγούδι: δώσε την καρδιά σου σ’
όποιον αγαπάς κι άσε με εμένα, μην καρδιοχτυπάς)·
- δίνω
το κλειδί της καρδιάς μου (σε κάποιον, σε κάποια), βλ. λ. κλειδί·
- έγινε
η καρδιά μου καρβουνιάρικο, βλ. φρ. μαύρισε η καρδιά μου·
- έγινε
η καρδιά μου κομμάτια, ένιωσα πολύ μεγάλη στενοχώρια, λυπήθηκα πάρα πολύ:
«έγινε η καρδιά μου κομμάτια, μόλις πληροφορήθηκα το θάνατο του πατέρα σου»·
- έγινε
η καρδιά μου μπαξές, βλ. φρ. έγινε η καρδιά μου περιβόλι·
- έγινε
η καρδιά μου περιβόλι, α. αισθάνθηκα μεγάλη ψυχική ευφορία,
καταχάρηκα: «μόλις είδα μετά από τόσα χρόνια τον αδερφό μου, έγινε η καρδιά μου
περιβόλι». β. (ειρωνικά) αισθάνθηκα μεγάλη ψυχική δυσφορία,
απογοητεύτηκα: «μόλις μου έδειξαν το εκκαθαριστικό σημείωμα της εφορίας, έγινε
η καρδιά μου περιβόλι»·
- είδε
ο γύφτος τη γενιά του κι αναγάλλιασ’ η καρδιά του, βλ. λ. γύφτος·
- είναι
ανοιχτή καρδιά, βλ. συνηθέστ. είναι έξω καρδιά·
- είναι
έξω καρδιά, είναι πολύ ανοιχτόκαρδος, είναι μεγάλος γλεντζές: «χαίρεσαι να
κάνεις παρέα μ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί είναι έξω καρδιά»·
- είναι
η καρδιά του σκληρή σαν πέτρα ή η καρδιά του είναι σκληρή σαν πέτρα, είναι
πολύ άπονος, πολύ άσπλαχνος, είναι ασυγκίνητος, σκληρόκαρδος: «δεν μπορεί αυτός
ο άνθρωπος να νιώσει τον πόνο σου, γιατί η καρδιά του είναι σκληρή σαν πέτρα».
(Λαϊκό τραγούδι: τι έχεις μάνα δυστυχισμένη κι όλο το Χάρο παρακαλείς, είν’
η καρδιά του σκληρή σαν πέτρα κι ό,τι κι αν κάνεις, δεν τον συγκινείς)·
- είναι
κακιά καρδιά, βλ. φρ. έχει κακιά καρδιά·
-
είναι καλή καρδιά, βλ. λ. έχει καλή καρδιά·
-
είναι καλής καρδιάς άνθρωπος, είναι
καλός, καλόκαρδος, καλόψυχος: «δε σου χαλάει ποτέ χατίρι, γιατί είναι καλής
καρδιάς άνθρωπος»·
- είναι
μαύρη η καρδιά μου ή η καρδιά μου είναι μαύρη, είμαι πολύ
απελπισμένος, πολύ στενοχωρημένος: «απ’ τη μέρα που χώρισα με τη γυναίκα μου,
είναι μαύρη η καρδιά μου». (Λαϊκό τραγούδι: να χορέψω μες τη ζάλη όμορφα και
ταπεινά, η καρδιά μου είναι μαύρη απ’ τα τόσα βάσανα)·
- είναι
μεγάλη καρδιά, βλ. συνηθέστ. έχει μεγάλη καρδιά·
-
είναι ο εκλεκτός (η εκλεκτή) της καρδιάς μου, είναι το πρόσωπο που ξεχώρισα και
που αγαπώ, που είμαι ερωτευμένος μαζί του: «απ’ τη μέρα που τον γνώρισα είναι ο
εκλεκτός της καρδιάς μου»·
-
είναι ο κλέφτης (η κλέφτρα) της καρδιάς μου, είναι το πρόσωπο που με έκανε να το αγαπήσω, να το
ερωτευτώ: «αυτή η γυναίκα είναι η κλέφτρα της καρδιάς μου». (Λαϊκό τραγούδι: κι
αν είσαι εσύ γυναίκα άστατη και ψεύτρα κι αν έχεις γίνει τώρα της καρδιάς
μου η κλέφτρα)·
- είναι
χρυσή καρδιά, βλ. φρ. έχει χρυσή καρδιά. (Λαϊκό τραγούδι: ό,τι
και να μου ’χει κάνει είναι μια καρδιά χρυσή, γύρνα πάλι σαν και πρώτα
και αγάπα το και συ. Καλέ μου το παιδί)·
-
είναι χωρίς καρδιά, είναι
άκαρδος, σκληρόκαρδος: «δεν τον έχω άξιο ν’ αγαπήσει ποτέ του, γιατί είναι
χωρίς καρδιά». (Λαϊκό τραγούδι: κι
αν είναι όλες όπως λεν χωρίς καρδιά, εμείς που έχουμε καρδιά τις αγαπάμε)·
- εκ
βάθους καρδίας, βλ.
φρ. απ’ τα βάθη της καρδιάς μου·
-
έκλεισε η καρδιά μου ή
έχει κλείσει η καρδιά μου, έπαψα να αγαπώ ή δε θέλω, δεν επιδιώκω να
ξαναγαπήσω: «μετά απ’ το τελευταίο χουνέρι που έπαθα απ’ τη γυναίκα μου,
έκλεισε η καρδιά μου και δε θα ξανακάνω δεσμό». (Λαϊκό τραγούδι: τι να σε
κάνω αφού πια δε σ’ αγαπώ, τώρα που ήρθες έχει κλείσει η καρδιά μου, πηγαίνω
μ’ άλλες και τα πίνω και γλεντώ, έχουν στερέψει τα παλιά τα δάκρυά μου)·
-
ελαφρά τη καρδία, χωρίς
σκέψη, απερίσκεπτα: «πέταξε ένα λόγο ελαφρά τη καρδία και μας έκανε άνω κάτω ||
πήρε την απόφασή του ελαφρά τη καρδία κι έχασε ένα κάρο λεφτά»· βλ. και φρ. μ’
ελαφριά καρδιά·
- έξω
φτώχια και καλή καρδιά! βλ. λ. φτώχεια·
- έπαθε
συγκοπή καρδιάς ή έπαθε συγκοπή καρδίας, βλ. λ. συγκοπή·
- έσπασε
η καρδιά μου, α. κατατρόμαξα, φοβήθηκα πάρα πολύ: «μόλις τον είδα να
τραβάει μαχαίρι, έσπασε η καρδιά μου». β. έχασα την αρχική συμπάθεια ή
εκτίμηση που είχα για κάποιο άτομο, χάλασε ο δεσμός που μας ένωνε: «μετά απ’
όλα όσα είπες για μένα, έσπασε η καρδιά μου και δε θέλω να σε ξαναδώ»·
- έφυγε
απ’ την καρδιά του ή έφυγε από καρδιά, βλ. συνηθέστ. πήγε απ’ την
καρδιά του·
- έφυγε
η καρδιά μου απ’ τη θέση της, φοβήθηκα, τρόμαξα πάρα πολύ: «μόλις τον είδα
να ορμάει πάνω μου με το μαχαίρι, έφυγε η καρδιά μου απ’ τη θέση της». Από την
εικόνα του ατόμου που η καρδιά του πάλλεται έντονα, όταν διατρέχει κάποιον
σοβαρό κίνδυνο·
- έφυγε
η καρδιά μου απ’ τον τόπο της, βλ. φρ. έφυγε η καρδιά μου απ’ τη θέση
της·
-
έχει ανοιχτή καρδιά, είναι
ανοιχτόκαρδος, καλόκαρδος, εύθυμος: «κάθε φορά που έρχεται στην παρέα μας ο
τάδε, γίνεται το σώσε, γιατί έχει ανοιχτή καρδιά και μας παρασέρνει κι εμάς με
το κέφι του»·
- έχει
άπονη καρδιά, είναι άσπλαχνος, σκληρόκαρδος: «δε συμπαραστέκεται κανέναν
στον πόνο του, γιατί έχει άπονη καρδιά»·
- έχει
άστατη καρδιά, δεν είναι σταθερός στα αισθηματικά του: «μην υπολογίζεις στο
δεσμό σου μ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί έχει άστατη καρδιά». (Λαϊκό τραγούδι: καρδιά,
στην άστατη καρδιά ποτέ μη δίνεις βάση, γιατί θε να ’ρθει μια βραδιά που
θα ξεγελάσει)·
- έχει
ατσαλένια καρδιά, είναι πολύ ανθεκτικός, πολύ σκληρός: «όταν αποφασίζει
κάτι, όσο κοπιαστικό και να ’ναι, δε λέει να κάνει πίσω με τίποτα, γιατί έχει
ατσαλένια καρδιά»·
- έχει
γενναία καρδιά, είναι γενναίος, θαρραλέος: «δεν τον τρομάζει τίποτα, γιατί
έχει γενναία καρδιά»·
-
έχει γερή καρδιά, είναι
ανθεκτικός στις στενοχώριες και στα βάσανα, στις δυσκολίες της ζωής: «ό,τι πόνο
έχω πηγαίνω και τον εκμυστηρεύομαι στον τάδε γιατί έχει γερή καρδιά». (Λαϊκό
τραγούδι: φίλε μου αν έχεις γερή καρδιά κάτσε ν’ ακούσεις μια συμφορά)·
-
έχει καθαρή καρδιά ή
έχει καρδιά καθαρή, συμπεριφέρεται με ειλικρίνεια, είναι αγνός, τίμιος:
«πάντα δίνω βάση στα λόγια του, γιατί έχει καθαρή καρδιά κι αποκλείεται να λέει
ψέματα». (Λαϊκό τραγούδι: αν με αγαπάς στ’ αλήθεια, αγαπούλα μου γλυκιά, μη
διστάζεις που με βλέπεις με τη φόρμα την παλιά, αν δουλεύω στη μουτζούρα έχω
καθαρή καρδιά).Ίσως από το εκκλησιαστικό: καρδίαν καθαράν
κτήσων εν εμοί ο Θεός(…)·
-
έχει κακιά καρδιά, είναι
κακός, μοχθηρός: «χαίρεται με τον πόνο τ’ αλλουνού, γιατί έχει κακιά καρδιά»·
- έχει
καλή καρδιά, είναι καλός, καλόκαρδος, ευγενικός, έχει καλά αισθήματα:
«είναι πολύ αγαπητός στην παρέα του, γιατί έχει καλή καρδιά». (Λαϊκό τραγούδι: κρατάτε
με το ίσο για να σας τραγουδήσω έξω ντέρτια, βρε παιδιά, κι αν δεν έχουμε όλοι
γεμάτο πορτοφόλι έχουμε καλή καρδιά)·
-
έχει καρδιά, α.
είναι ανδρείος,
τολμηρός, άφοβος: «ο μόνος που έχει καρδιά απ’ την παρέα σας είναι ο τάδε,
γιατί όλοι οι άλλοι είστε κλάνες». β. είναι ευαίσθητος, καλόκαρδος,
σπλαχνικός, μεγαλόκαρδος: «μην τον βλέπεις έτσι απότομο και ξεγελιέσαι, γιατί
έχει καρδιά ο άνθρωπος, είναι καλό παλικάρι». (Λαϊκό τραγούδι: μην είσαι
ψεύτρα δίγνωμη, μη μου μιλάς με μάσκα, γιατί κι εγώ έχω καρδιά,τι
κι αν φορώ τραγιάσκα)· βλ. και φρ. έχω καρδιά·
-
έχει καρδιά αγκινάρα, είναι
πολύ ανοιχτόκαρδος, μεγαλόκαρδος, είναι έξω καρδιά: «αυτό το παλικάρι δεν το
’χω δει ποτέ μου στενοχωρημένο, γιατί έχει καρδιά αγκινάρα»·
- έχει
καρδιά αμπάρι, είναι πολύ καλόκαρδος, καλοσυνάτος: «είναι ανεκτίμητος
άνθρωπος, γιατί έχει καρδιά αμπάρι»· βλ. και φρ. έχει πλούσια καρδιά·
- έχει
καρδιά από ατσάλι ή έχει καρδιά ατσάλι, βλ. φρ. έχει ατσαλένια
καρδιά·
- έχει
καρδιά από μάρμαρο ή έχει καρδιά μάρμαρο, βλ. φρ. η καρδιά του
είναι από μάρμαρο·
- έχει
καρδιά από πέτρα ή έχει καρδιά πέτρα, βλ. φρ. έχει καρδιά σκληρή σαν
πέτρα·
- έχει
καρδιά λιονταριού, είναι πολύ γενναίος, πολύ θαρραλέος, είναι άφοβος: «δε
φοβάται το παραμικρό, γιατί έχει καρδιά λιονταριού»·
- έχει
καρδιά μάλαμα, είναι πολύ καλός, πολύ καλόκαρδος, πολύ καλοσυνάτος: «ο τάδε
είναι ο αγαπημένος της παρέας μας, γιατί έχει καρδιά μάλαμα»·
- έχει
καρδιά μικρού παιδιού, είναι άκακος, αθώος: «αποκλείεται αυτός ο άνθρωπος
να ’πε κακό για σένα, γιατί έχει καρδιά μικρού παιδιού»·
- έχει
καρδιά μπαξέ, βλ. φρ. έχει καρδιά περιβόλι·
-
έχει καρδιά περιβόλι, είναι
πολύ ανοιχτόκαρδος, πολύ καλόκαρδος: «ο ένας του ο γιος είναι στραβόξυλο, ο
άλλος όμως έχει καρδιά περβόλι»·
-
έχει καρδιά σκληρή σαν πέτρα, βλ.
φρ. είναι η καρδιά του σκληρή σαν πέτρα·
- έχει
κρύα καρδιά, είναι άπονος, σκληρόκαρδος, ασυγκίνητος: «με τέτοια κρύα
καρδιά μου έχει, πώς θέλεις να νιώσει τον πόνο σου;». (Λαϊκό τραγούδι: πάνω στην
κρύα σου καρδιά χωρίς καιρό να χάσω, έριξα πάλι μια ζαριά κι έφερα δύο κι
άσο)·
- έχει
καρδιά λαγού, βλ. λ. λαγός·
- έχει
μαράζι στην καρδιά, έχει ερωτικό πόνο, υποφέρει ερωτικά: «δεν έχει μάτια
για άλλη γυναίκα, γιατί έχει μαράζι στην καρδιά για την τάδε». (Λαϊκό τραγούδι:
το μαράζι της καρδιάς μου, θα το διώχνει ο μπαγλαμάς μου)·
- έχει
μαύρη καρδιά, είναι πολύ κακός, πολύ μοχθηρός, δεν έχει διόλου ανθρώπινα
αισθήματα: «έχει τόσο μαύρη καρδιά αυτός ο άνθρωπος, που δεν ξέρει τι πάει να
πει καλό στη ζωή του». (Λαϊκό τραγούδι: μαύρο πουκάμισο θα βρω μαύρο σαν
την καρδιά σου, για να ταιριάζει η φορεσιά στα βάσανά μου τα βαριά όπου
τραβώ κοντά σου)·
- έχει
μεγάλη καρδιά, είναι πολύ καλόκαρδος, πολύ ευσπλαχνικός, πολύ μεγαλόκαρδος:
«αν του ζητήσεις συγνώμη, θα σε συγχωρέσει, γιατί έχει μεγάλη καρδιά». (Λαϊκό
τραγούδι: το μερτικό απ’ τη χαρά μου το ’χουν πάρει άλλοι, γιατ’ είχα χέρια
καθαρά και μια καρδιά μεγάλη)·
- έχει
παιδική καρδιά, είναι καλόβολος, αθώος: «όπου και να πάει, είναι
καλοδεχούμενος, γιατί έχει παιδική καρδιά». (Λαϊκό τραγούδι: σ’ ένα τραπέζι
ανέβαινε και τα κουβέρνα έριχνε, τον αγαπούσαν τα παιδιά γιατ’ είχε παιδική
καρδιά)·
- έχει
πέτρινη καρδιά, βλ. φρ. έχει καρδιά από πέτρα·
- έχει
πληγή στην καρδιά, βλ. λ. πληγή·
- έχει
πλούσια καρδιά, είναι πολύ γενναιόδωρος: «αυτός ο άνθρωπος είναι η χαρά της
παρέας μας, γιατί έχει πλούσια καρδιά». (Λαϊκό τραγούδι: είμαι φτωχός, μα έχω
πλούσια καρδιά και την αγάπη μου μην την περιφρονήσεις, είμαι φτωχός, μα
στη δική μου αγκαλιά πίκρες και δάκρυα ποτέ δε θα γνωρίσεις)·
- έχει
πονετική καρδιά, είναι ευσπλαχνικός, ευαίσθητος: «βοηθάει όλο τον κόσμο,
γιατί έχει πονετική καρδιά»·
- έχει
σκληρή καρδιά, είναι άπονος, σκληρόκαρδος: «δεν μπορεί να νιώσει τον πόνο
σου αυτός ο άνθρωπος, γιατί έχει σκληρή καρδιά». (Λαϊκό τραγούδι: κατηγορώ
τον άνθρωπο με τη σκληρή καρδιά του,τη συμφορά του αλλουνού την
έχει για χαρά του)·
- έχει
σκοτεινή καρδιά, βλ. συνηθέστ. έχει μαύρη καρδιά·
- έχει
φαρμάκι στην καρδιά, βλ. λ. φαρμάκι·
- έχει
χρυσή καρδιά, είναι πολύ καλόκαρδος, μεγαλόκαρδος: «δε χαλάει χατίρι σε
κανέναν φίλο του, γιατί έχει χρυσή καρδιά». (Λαϊκό τραγούδι: υπάρχουν και
καλά παιδιά στην κοινωνία μέσα, που έχουνε χρυσή καρδιά αισθήματα και
μπέσα)·
- έχω
(ένα) αγκάθι στην καρδιά, βλ. λ. αγκάθι·
- έχω
γιαγκίνι στην καρδιά, βλ. λ. γιαγκίνι·
- έχω
ένα βάρος στην καρδιά, βλ. λ. βάρος·
- έχω
καρδιά ή έχω την καρδιά μου, πάσχω, υποφέρω από την καρδιά μου,
είμαι καρδιακός: «ο γιατρός μου απαγόρεψε το τσιγάρο, γιατί έχω καρδιά || δεν
πρέπει να πίνω και να ξενυχτώ, γιατί έχω την καρδιά μου·
- έχω
λάβρα στην καρδιά, βλ. λ. λάβρα·
- έχω
πίκρα στην καρδιά, βλ. λ. πίκρα·
- έχω
στην καρδιά μου (κάποιον), βλ. φρ. τον έχω (μέσ’) στην καρδιά μου. (Νησιώτικο
τραγούδι: λυγαριά λυγαριά εσένα έχω στην καρδιά, λυγαριά λυγαριά θα
σε κλέψω μια βραδιά)·
- ζητά
η καρδιά μου ή η καρδιά μου ζητά, βλ. συνηθέστ. λαχταρά η καρδιά
μου·
- η
γραμμή της καρδιάς, βλ. λ. γραμμή·
- η
καρδιά του είναι από μάρμαρο ή η καρδιά του είναι μάρμαρο, είναι
σκληρός, ασυγκίνητος: «δε συναισθάνεται τον πόνο κανενός, γιατί η καρδιά του
είναι από μάρμαρο»·
- η
καρδιά του είναι από πέτρα ή η καρδιά του είναι πέτρα, βλ. φρ. είναι
η καρδιά του σκληρή σαν πέτρα·
- η
καρδιά μου κάνει τικ τακ ή η καρδιά μου κάνει τίκι τακ, α. είμαι
ερωτευμένος: «η καρδιά μου κάνει τικ τακ γι’ αυτή τη γυναίκα». (Τραγούδι: τικ
τακ, τίκι τίκι τακ κάνει η καρδιά μου,σαν σε βλέπω). β.
κατέχομαι από έντονη ανησυχία, αγωνιώ πολύ για κάτι, καρδιοχτυπώ: «δεν μπορεί
να καταλάβει το παλιόπαιδο πως η καρδιά μου κάνει τικ τακ, κάθε φορά που
καβαλάει τη μηχανή του και τρέχει σαν τρελό!»·
- η
καρδιά μου πάει να σπάσει ή πάει να σπάσει η καρδιά μου, βρίσκομαι
σε πολύ μεγάλη ψυχική αναστάτωση από μεγάλη χαρά ή μεγάλο φόβο: «η καρδιά μου
πάει να σπάσει, όταν κρατώ μέσα στην αγκαλιά μου τα παιδιά μου || πάει να
σπάσει η καρδιά μου, κάθε φορά που μου τυχαίνει να περνώ βράδυ έξω από
νεκροταφείο»·
- η
καρδιά μου πήγε να σπάσει, βλ. φρ. πήγε να σπάσει η καρδιά μου·
- η
καρδιά μου το ξέρει! βλ. συνηθέστ. η καρδούλα μου το ξέρει! λ.
καρδούλα·
- η
καρδιά του προβλήματος (της υπόθεσης) το κέντρο, το σημαντικότερο σημείο, η
ουσία: «η καρδιά του προβλήματος είναι πως δεν έχουμε λεφτά να συνεχίσουμε τη
δουλειά κι όλα τ’ άλλα τ’ ακούω βερεσέ»·
- ήρθε
η καρδιά μου στη θέση της, συνήλθα ύστερα από μεγάλη αγωνία, από μεγάλο
φόβο ή τρόμο που είχα νιώσει, έπαψα πια να ανησυχώ, έπαψα να φοβάμαι,
αναθάρρησα: «μόλις είδα να συγκρατούν οι άλλοι τον αγριάνθρωπο που ήθελε να με
δείρει, ήρθε η καρδιά μου στη θέση της». Από την εικόνα του ατόμου που η καρδιά
του βρίσκει πάλι τους κανονικούς της παλμούς, μόλις περάσει ο κίνδυνος που το
απειλούσε·
- ήρθε
η καρδιά μου στον τόπο της, βλ. φρ. ήρθε η καρδιά μου στη θέση της·
-
θεωρία επισκόπου και καρδία (καρδιά) μυλωνά, βλ. λ. θεωρία·
- καίγεται
η καρδιά μου, α. πονώ, υποφέρω, στενοχωριέμαι πάρα πολύ: «όταν τον
βλέπω να τριγυρίζει μεθυσμένος στους δρόμους, καίγεται η καρδιά μου». (Λαϊκό
τραγούδι: όταν καθίσεις για να φας, για μέτρα τα παιδιά σου, σου λείπει το
μικρότερο και καίγετ’ η καρδιά σου). β. νιώθω έντονο ερωτικό
πόθο: «καίγεται η καρδιά μου, κάθε φορά που βλέπω αυτή τη γυναίκα». (Λαϊκό
τραγούδι: πότε θες να ’ρθεις να σου πω πως καίγεται η καρδιά μου,μ’
ένα φιλάκι σου γλυκό να σβήσεις τη φωτιά μου)·
- καίω
καρδιές, εμπνέω έρωτα, προξενώ ερωτικό πόθο, έχω μεγάλες ερωτικές
επιτυχίες: «έκαψες καρδιές πάλι χτες βράδυ στο χορό»·
- καλή
καρδιά! α. έκφραση αισιοδοξίας στην περίπτωση που ζητάμε από κάποιον
κάτι και αυτός αρνείται να ανταποκριθεί: «δεν πειράζει, ρε φίλε, που δε μας
βοήθησες, καλή καρδιά!». β. (γενικά) έκφραση αισιοδοξίας. (Λαϊκό
τραγούδι: πάντα με χαμόγελο πρωί πρωί ξυπνάμε και ξεκινάμε για τη δουλειά,
τη γλυκιά μανούλα μας στο στόμα τη φιλάμε και έξω φτώχεια και καλή καρδιά)·
βλ. και φρ. υγεία και καλή καρδιά! λ. υγεία·
- καλή
καρδιά και λίγη γνώση, ο καλός, ο καλοκάγαθος άνθρωπος είναι αφελής:
«καλύτερα καλή καρδιά και λίγη γνώση παρά να κατέχω όλη τη σοφία του κόσμου και
να ’μαι κακόψυχος»·
- κάλλιο
κόμπο στο πουγκί παρά κόμπο στην καρδιά, βλ. λ. πουγκί·
- κάνει
κρα η καρδιά μου, επιθυμώ, λαχταρώ κάτι πάρα πολύ: «κάνει κρα η καρδιά μου
γι’ αυτή τη γυναίκα || κάνει κρα η καρδιά μου να πάω κι εγώ το καλοκαίρι να
παραθερίσω στη Χαλκιδική»·
- κάνω
καρδιά, α. υπομένω, ιδίως κάποιο ψυχικό πόνο: «μπορεί να ’χασες τον
πατέρα σου, αλλά κάνε καρδιά, γιατί έχεις να μεγαλώσεις τα παιδιά σου». β.
γίνομαι καρδιακός: «πώς να μην κάνω καρδιά με τόσες στενοχώριες που περνώ κάθε
μέρα!»·
- κάνω
πέτρα την καρδιά μου ή κάνω την καρδιά μου πέτρα, βλ. λ. πέτρα·
- καρδιά
μου! προσφώνηση τρυφερότητας και αγάπης σε αγαπημένο μας πρόσωπο. (Λαϊκό
τραγούδι: που πας χωρίς αγάπη στη νύχτα στη βροχή, το δρόμο θα τον χάσεις, καρδιά
μου μοναχή)·
- καρδιά
παραπονιάρα, έκφραση που χαρακτηρίζει το παραπονιάρικο άτομο, τον
παραπονιάρη: «έλα δω ρε, καρδιά παραπονιάρα, που έχεις την εντύπωση πως όλο σ’
αδικούνε!». (Λαϊκό τραγούδι: ποια λύπη σε βαραίνει βαριά κι αφόρητη, καρδιά
παραπονιάρα κι απαρηγόρητη)·
- κερδίζω
την καρδιά (κάποιου), α. αποκτώ τη συμπάθεια κάποιου, γίνομαι
αγαπητός σε κάποιον: «απ’ τη μέρα που γνωριστήκαμε, κέρδισε την καρδιά μου κι
από τότε σχεδόν κάθε μέρα είμαστε μαζί». β. κάνω κάποιον να με αγαπήσει:
«όταν την παντρεύτηκα, δεν την αγαπούσα τη γυναίκα μου, αλλά με τον καιρό
κέρδισε την καρδιά μου, γιατί αποδείχτηκε πολύ εντάξει σύζυγος»·
- κλαίει
η καρδιά μου, νιώθω μεγάλη θλίψη, μεγάλη στενοχώρια: «κλαίει η καρδιά μου, απ’
τη μέρα που έμαθα πως ο φίλος μου έμπλεξε με τα ναρκωτικά». (Λαϊκό τραγούδι: κάθε
ηλιοβασίλεμα δεν ξέρω τι μου φταίει, με παίρνει το παράπονο και η καρδιά μου
κλαίει)·
- κλέβω
καρδιές, (γενικά) είμαι άτομο που προκαλώ τη συμπάθεια, τον έρωτα, είμαι
άτομο που μ’ ερωτεύονται: «έκλεψες πάλι καρδιές, χτες βράδυ στον χορό»·
- κλοτσάει
η καρδιά μου, α. έχω έντονο καρδιοχτύπι από ταραχή ή αγωνία: «όσο
περνούσε η ώρα και δεν ερχόταν το παιδί μου, άρχισε να κλοτσάει η καρδιά μου». β.
νιώθω έντονο καρδιοχτύπι από κάτι ξαφνικό και αναπάντεχο που βλέπω: «μόλις τον
είδα αγκαλιά με τη γυναίκα του καλύτερού του φίλου, άρχισε να κλοτσάει η καρδιά
μου». γ. έχω καρδιακά προβλήματα: «πρέπει να πάω στο γιατρό, γιατί τον
τελευταίο καιρό πολύ κλοτσάει η καρδιά μου»·
- κράτα
καρδιά μου! βλ. φρ. βάστα καρδιά μου(!)·
-
κρύα χέρια, ζεστή καρδιά, ο
ερωτευμένος, σύμφωνα με τη λαϊκή αντίληψη, δεν μπορεί να κρυφτεί, γιατί από την
ένταση και την αγωνία που νιώθει για το αγαπημένο του πρόσωπο, τα χέρια του
είναι κρύα. Η διαπίστωση αυτή γίνεται κατά τη διάρκεια χειραψίας και γίνεται
συνήθως αντικείμενο πειράγματος: «από πού κατάλαβα πως είσαι ερωτευμένος; Δεν
άκουσες που λένε κρύα χέρια, ζεστή καρδιά;»· βλ. και φρ. κρύα χέρια
ερωτευμένα και ζεστά βασανισμένα, λ. χέρι·
- κρύωσε
η καρδιά μου, έχασα τον αρχικό ενθουσιασμό που είχα για κάποιον ή για κάτι,
ψυχράθηκα: «όταν τον γνώρισα, ήθελα πάρα πολύ να κάνω παρέα μαζί του, αλλά,
μόλις έμαθα πως είναι μπλεγμένος με τα ναρκωτικά, κρύωσε η καρδιά μου και
σταμάτησα να τον συναναστρέφομαι || στην αρχή ήθελα ν’ αγοράσω το τάδε
αυτοκίνητο, γιατί μου άρεσε πολύ, αλλά, όταν έμαθα τα μειονεκτήματα που έχει,
κρύωσε η καρδιά μου και πήρα αυτό που έχω τώρα»·
- λαχταρά
η καρδιά μου ή η καρδιά μου λαχταρά, επιθυμώ έντονα να αποκτήσω
κάποιον ή κάτι: «πώς λαχταρά η καρδιά μου να ξαπλώσω ένα βράδυ μ’ αυτή τη
γυναίκα! || και μένα λαχταρά η καρδιά μου ένα ταξιδάκι». (Λαϊκό τραγούδι: Θεέ
μου, τη δεύτερη φορά που θα ’ρθω για να ζήσω, όσο η καρδιά κι αν λαχταρά,
δε θα ξαναγαπήσω)·
- λαχτάρησε
η καρδιά μου, τρόμαξα ή φοβήθηκα πάρα πολύ: «μόλις τον είδα να πετάγεται
απ’ τη γωνία μπροστά μου, λαχτάρησε η καρδιά μου»·
- λόγια
της καρδιάς, βλ. λ. λόγος·
- μ’
άναψε φωτιά στην καρδιά, βλ. λ. φωτιά·
- μ’
έβγαλε απ’ την καρδιά του, έπαψε να με συμπαθεί, να με αγαπάει: «του
αντιμίλησα πολύ άσχημα μπροστά στους δικούς του, γι’ αυτό κι αυτός μ’ έβγαλε
απ’ την καρδιά του»·
- μ’
ελαφριά καρδιά, α. που δε βαρύνεται από στενοχώρια, τύψη ή ενοχή, με
ήσυχη συνείδηση: «πώς μπορεί να έχει διώξει το παιδί του απ’ το σπίτι και να
κοιμάται μ’ ελαφριά καρδιά! || κάνει πάντοτε το σωστό, γι’ αυτό κοιμάται μ’
ελαφριά καρδιά». β. χωρίς ανησυχία ή φόβο για τυχόν κακές συνέπειες:
«απ’ τη στιγμή που είναι τίμιος άνθρωπος, ό,τι κάνει, το κάνει μ’ ελαφριά
καρδιά»·
- μ’
έπιασε η καρδιά μου, βλ. φρ. πιάστηκε η καρδιά μου·
- ματώνει
η καρδιά μου, νιώθω έντονο ψυχικό πόνο, λυπάμαι, στενοχωριέμαι πάρα πολύ:
«όταν βλέπω την κατάντια αυτού του ανθρώπου, ματώνει η καρδιά μου». (Λαϊκό
τραγούδι: αχ, να μπορούσα αγάπη μου να σ’ είχα εδώ κοντά μου, αυτή τη
θλιβερή βραδιά ματώνει η καρδιά μου)·
- μαύρισε
η καρδιά μου, απελπίστηκα, ταλαιπωρήθηκα, στενοχωρήθηκα πάρα πολύ: «μαύρισε
η καρδιά μου, μέχρι να μεγαλώσω αυτά τα παιδιά || μαύρισε η καρδιά μου, όταν
τον είδα να σέρνεται μεθυσμένος μέσα στο δρόμο». (Λαϊκό τραγούδι: σαν το
σβησμένο κάρβουνο μαύρισε η καρδιά μου απ’ τα πολλά τα βάσανα κι από τα
δάκρυά μου)·
- μαχαιριά
στην καρδιά, βλ. λ. μαχαιριά·
- με
βαριά καρδιά, α. χωρίς προθυμία, χωρίς ευχαρίστηση, σχεδόν με το
ζόρι, με κρύα καρδιά: «θα σε βοηθήσω, αλλά με βαριά καρδιά, γιατί είσαι
αχάριστος άνθρωπος». β. με μεγάλη στενοχώρια, με ψυχική οδύνη: «μόλις
γύρισε απ’ τα νεκροταφεία, κλείστηκε με βαριά καρδιά στο δωμάτιό του κι έκλαψε
πικρά». (Λαϊκό τραγούδι: αφού το θες τούτη τη βραδιά με βαριά καρδιά και
καημό μεγάλο, αγάπη μου, σου αφήνω γεια αφού τώρα πια δε με θέλεις άλλο)·
- με
καρδιά, α. με σθένος, με θάρρος: «αντιμετώπισε με καρδιά όλες τις
κατηγόριες σε βάρος του». (Λαϊκό τραγούδι: γεροντάκι κοτσανάτο όλο έρωτα
γεμάτο, γεροντάκι με καρδιά όλο τέχνη και φωτιά). β. ευσπλαχνικό,
που να αγαπάει: «μετά από τόσες ατυχίες στον έρωτα, βρήκε επιτέλους μια γυναίκα
με καρδιά». (Λαϊκό τραγούδι: θα βρω μια άλλη με καρδιά, να ξέρει ν’
αγαπάει και μες στις στεναχώριες μου να με παρηγοράει)· βλ. και φρ. με
την καρδιά μου·
- με
κρύα καρδιά, χωρίς προθυμία, χωρίς όρεξη, με βαριά καρδιά: «τον βοήθησα,
αλλά με κρύα καρδιά, γιατί δεν έχει ιδέα τι θα πει ευχαριστώ»·
- με
μια ψυχή και μια καρδιά, βλ. λ. ψυχή·
- με
μισή καρδιά, χωρίς προθυμία, χωρίς ευχαρίστηση: «του ’δωσα τα δανεικά που
μου ζήτησε, αλλά με μισή καρδιά, γιατί δεν ξέρω αν θα τα ξαναπάρω πίσω».
(Τραγούδι: το φιλί τι να το κάνεις με μισή καρδιά, όσο κι αν πονάω,
φτάνει, δε σε θέλω πια)·
- με
όλη μου την καρδιά ή με όλη την καρδιά μου, με όλη μου την
ευχαρίστηση, εγκάρδια, ολόθερμα, ολόψυχα: «ξεκίνα τη δουλειά που σκέφτεσαι κι
εγώ θα σε βοηθήσω με όλη μου την καρδιά». (Λαϊκό τραγούδι: σ’ αγάπησα με
όλη την καρδιά μου κι σ’ έντυσα μες τα μεταξωτά. Τώρα όμως σου πέρασε ο
πόνος και να φύγεις θέλεις μακριά!)· βλ. και φρ. με την καρδιά μου·
- με
την καρδιά μου, α. δηλώνει ένταση ή υπερβολή: «γέλασα με την καρδιά
μου || ήπια με την καρδιά μου || χόρεψα με την καρδιά μου || τραγούδησα με την
καρδιά μου». (Λαϊκό τραγούδι: πλούσια ήταν τα ελέη τους, τα γλέντια κι η
χαρά τους, εμένα μ’ αγαπήσανε όλοι με την καρδιά τους). β. με
καλή πρόθεση, με ευχαρίστηση: «θέλω να το πάρεις χωρίς ενδοιασμούς αυτό το
ρολόι, γιατί σου το δίνω με την καρδιά μου». γ. με δύναμη θέλησης: «όλη
τη μέρα αγωνίζομαι με την καρδιά μου για να πετύχω τους στόχους που έχω βάλει»·
βλ. και φρ. με καρδιά·
- με
τι καρδιά; λέγεται
στην περίπτωση που κάποιος δε συναισθάνεται ή προσποιείται πως δε συναισθάνεται
τη βαρύτητα κάποιας ενέργειάς του σε βάρος μας ή σε βάρος κάποιου, και
συμπεριφέρεται σαν να μη συμβαίνει τίποτα: «με τι καρδιά θα τον πετάξεις
χειμωνιάτικα μέσα στους δρόμους, επειδή δε σου πλήρωσε δυο νοίκια; || με τι
καρδιά μου ζητάς βοήθεια, απ’ τη στιγμή που μέχρι χτες με κατηγορούσες;».
(Λαϊκό τραγούδι: με τι καρδιά ξαναγύρισες συγνώμη να μου
ζητήσεις)·
- με
τι καρδιά να…! λέγεται στην περίπτωση που για κάποιο λόγο δεν έχουμε τη
διάθεση ή την άνεση να κάνουμε αυτό που μας λέει κάποιος: «με τι καρδιά να τον
βοηθήσω, που μέχρι τώρα ούτε μια φορά δε μου είπε ούτ’ ένα ευχαριστώ! || με τι
καρδιά να του ζητήσω δανεικά, αφού δεν του επέστρεψα ακόμη εκείνα που του είχα
πάρει!»· βλ. και φρ. με τι μούτρα να…! λ. μούτρο·
- με
το χέρι στην καρδιά, βλ. λ. χέρι·
- μεγάλη
καρδιά, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος είναι καλόψυχο, ανοιχτόκαρδο
και με ευγενικά αισθήματα. (Λαϊκό τραγούδι: γιατί έχω χέρια καθαρά και μια καρδιά
μεγάλη)·
- μη
μου χαλάς την καρδιά,
(παρακλητικά) μη με στενοχωρείς, κάνε μου το χατίρι: «θέλω να ’ρθεις κι εσύ
μαζί μου, μη μου χαλάς την καρδιά». (Τραγούδι: πάμε μια βόλτα στο Φαληράκι, μη
μου χαλάσεις την καρδιά κι όταν σου δίνω κανένα φιλάκι θα ’ναι σαν όνειρο η
βραδιά)·
- μη
χαλάς την καρδιά σου, μη
στενοχωριέσαι, μην κακοκαρδίζεσαι: «μη χαλάς την καρδιά σου για ψύλλου πήδημα!».
(Λαϊκό τραγούδι: οι μπάτσοι μας μπλοκάρανε, ρε Μάνθο, μας τη σκάσανε. -Κάντε
μάγκες τη δουλειά σας, μη χαλάτε την καρδιά σας)·
-
μιλά η καρδιά μου, αποφασίζω,
ενεργώ με βάση το συναίσθημα: «δεν μπορώ να σου πω πως ο φίλος μου έχει άδικο,
γιατί σ’ αυτή την περίπτωση μιλά η καρδιά μου». (Λαϊκό τραγούδι: δεν αντέχω,
δε βαστάω, δεν μπορώ να μοιράζεις την καρδιά σου και στους δυο. Ή εμένα ή τον
άλλον να κρατήσει και ν’ αφήσεις την καρδιά σου να μιλήσει)·
-
μιλάει στην καρδιά μου, α.
(για πρόσωπα) μου
είναι πολύ αρεστός, με συγκινεί πάρα πολύ ερωτικά: «χαίρομαι να κάνω παρέα μαζί
του, γιατί μιλάει στην καρδιά μου αυτός ο άνθρωπος || απ’ την πρώτη στιγμή αυτή
η γυναίκα μίλησε στην καρδιά μου». (Λαϊκό τραγούδι: εσύ μου μιλάς στην
καρδιά μου και θέλω να γίνεις δικιά μου).β. (για
πράγματα) είναι της αρεσκείας μου: «αυτό τ’ αυτοκίνητο θα τ’ αγοράσω
οπωσδήποτε, γιατί μιλάει στην καρδιά μου». γ. λέγεται για οτιδήποτε μας
συγκινεί πάρα πολύ: «είδα ένα έργο που μίλησε στην καρδιά μου». Πολλές φορές,
για περισσότερη έμφαση, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το ίσια ή το κατευθείαν.
Συνών. μιλάει στην ψυχή μου·
- μου
άνοιξε την καρδιά! (ειρωνικά) με τα λόγια ή τις πράξεις του μου δημιούργησε
στενοχώριες, προβλήματα: «μου άνοιξε την καρδιά μ’ αυτά τα μαντάτα που μου
’φερε!»·
- μου
άνοιξε την καρδιά, με χαροποίησε με αυτά που μου είπε ή έκανε για μένα:
«ήμουν στενοχωρημένος, αλλά ευτυχώς μου ’φερε καλά νέα και μου άνοιξε την
καρδιά || μου άνοιξε την καρδιά με τα λεφτά που μου έδωσε, γιατί μπόρεσα και
κάλυψα την επιταγή μου»·
- μου
βαραίνει την καρδιά, νιώθω ψυχική δυσφορία, νιώθω μεγάλη στενοχώρια: «μου
βαραίνει την καρδιά το αίσθημα εγκατάλειψης που νιώθω»· βλ. και φρ. το ’χω
βάρος στην καρδιά·
- μου
’κανε την καρδιά γαρίφαλο, βλ. φρ. μου ’κανε την καρδιά τριαντάφυλλο·
- μου
’κανε την καρδιά καρβουνιάρικο, βλ. φρ. μου μαύρισε την καρδιά·
- μου
’κανε την καρδιά κομμάτια, μου προξένησε έντονο ψυχικό πόνο: «μου
αντιμίλησε τόσο άσχημα, που μου ’κανε την καρδιά κομμάτια». (Λαϊκό τραγούδι: αχ
παιχνιδιάρα πάψε πλέον τα γινάτια και μη μου κάνεις την καρδούλα μου
κομμάτια)·
- μου
’κανε την καρδιά μαύρη, βλ. φρ. μου μαύρισε την καρδιά·
- μου
’κανε την καρδιά μπαξέ, βλ.
φρ. μου ’κανε την καρδιά περιβόλι·
- μου
’κανε την καρδιά περιβόλι, α. με χαροποίησε πάρα πολύ: «μόλις μου
ανακοίνωσε τα ευχάριστα νέα, μου ’κανε την καρδιά περιβόλι». β.
(ειρωνικά) μου προξένησε μεγάλη δυσαρέσκεια, με απογοήτευσε: «μόλις μου
ανακοίνωσε τα δυσάρεστα νέα, μου ’κανε την καρδιά περιβόλι»·
- μου
’κανε την καρδιά τριαντάφυλλο, α.
με χαροποίησε
υπερβολικά: «μόλις με πληροφόρησε πως ο γιος μου πέτυχε στο πανεπιστήμιο, μου
’κανε την καρδιά τριαντάφυλλο». Από την εικόνα του τριαντάφυλλου, που προξενεί
ευφορία στην ψυχή. β. (ειρωνικά) μου προξένησε μεγάλη στενοχώρια, με
απογοήτευσε: «μόλις μου ανακοίνωσε την αποτυχία του γιου μου, μου ’κανε στην
καρδιά τριαντάφυλλο»·
- μου
’καψε την καρδιά ή μου ’χει κάψει την καρδιά, τον (την) ερωτεύτηκα
παράφορα: «απ’ την πρώτη στιγμή που την είδα, μου ’καψε την καρδιά και δεν
μπορώ να ησυχάσω». (Λαϊκό τραγούδι: αχ, μ’ έκαψες μες την καρδιά και
δε βρίσκω γιατρειά)·
- μου
κατάκτησε την καρδιά, βλ. φρ. μου πήρε την καρδιά·
- μου
’κλεψε την καρδιά ή
μου ’χει κλέψει την καρδιά, με καταγοήτευσε, τον (την) ερωτεύτηκα: «τη
γνώρισα στο χορό του συλλόγου μας και, μετά το χορό που χόρεψα μαζί της,
κατάλαβα πως μου ’χε κλέψει την καρδιά». (Λαϊκό τραγούδι: μου ’χει κλέψει,
μου ’χει κλέψει, μου ’χει κλέψει την καρδιά η Μαρίνα, η Μαρίνα, η
Σαλονικιά)·
- μου
μάτωσε την καρδιά, μου προξένησε έντονο ψυχικό πόνο, με τραυμάτισε ψυχικά:
«τα σκληρά του λόγια μου μάτωσαν την καρδιά». (Λαϊκό τραγούδι: μου στέλνεις
πίσω τα κλειδιά και μου ματώνεις την καρδιά)·
- μου
μαύρισε την καρδιά, με στενοχώρησε πάρα πολύ: «μου μαύρισε την καρδιά αυτό
το παιδί μέχρι να το μεγαλώσω!»·
- μου
ξερίζωσε την καρδιά, μου προξένησε αβάσταχτο πόνο, με στενοχώρησε πάρα
πολύ: «τον είδα να σέρνεται πάλι μεθυσμένος μέσα στους δρόμους και μου ξερίζωσε
την καρδιά»·
- μου
ξεσκίζει την καρδιά, με στενοχωρεί πάρα πολύ, μου προξενεί αβάσταχτο πόνο:
«μου ξεσκίζει την καρδιά που δεν εννοεί να καταλάβει πως αυτές οι παρέες θα τον
καταστρέψουν»·
- μου
πήρε την καρδιά ή μου ’χει πάρει την καρδιά, με καταγοήτευσε, τον
(την) συμπάθησα πολύ, τον (την) ερωτεύτηκα: «μου πήρε την καρδιά αυτός ο
άνθρωπος με τους ευγενικούς του τρόπους || απ’ την πρώτη στιγμή που την είδα,
μου ’χει πάρει την καρδιά». (Λαϊκό τραγούδι: χωρίς να με ρωτήσεις μου
επήρες την καρδιά μελαχρινό, λυπήσου, δώσ’ μου παρηγοριά // μου ’χει πάρει,
μου ’χει πάρει, μου ’χει πάρει την καρδιά, η Μαρία, η Μαρία η Σαλονικιά)·
- μου
πλήγωσε την καρδιά, μου προξένησε ψυχικό πόνο: «η αχαρακτήριστη στάση σου
μου πλήγωσε την καρδιά || απέρριψε την ερωτική πρόταση που της έκανα και μου
πλήγωσε την καρδιά»·
- μου
ράγισε την καρδιά, α. διατάραξε ανεπανόρθωτα με τη στάση του τον
έρωτα που ένιωθα γι’ αυτόν (αυτήν): «δεν έχω διάθεση να την ξανασυναντήσω,
γιατί με τα τελευταία της καμώματα μου ράγισε την καρδιά». β. με λύπησε,
με στενοχώρησε πάρα πολύ: «μου ράγισε την καρδιά με τις αηδίες που κάθισε κι
είπε για μένα!»·
- μου
σκίζει την καρδιά, βλ. φρ. μου ξεσκίζει την καρδιά·
- μου
τρύπησε την καρδιά, μου προξένησε πολύ δυσάρεστο συναίσθημα: «με τρύπησε
την καρδιά αυτός ο άνθρωπος με την κατάντια του»·
- μου
τρώει την καρδιά, κάποιος ή κάτι με φθείρει ψυχικά ή σωματικά: «κάθε μέρα
μου τρώει την καρδιά αυτό το παιδί με τις αταξίες του || μου τρώει την καρδιά η
αποτυχία του γιου μου να μπει στο πανεπιστήμιο». (Λαϊκό τραγούδι: άσε με να
σε φιλήσω, ίσως βρω τη γιατρειά για να βγάλω το σαράκι που μου τρώει την
καρδιά)·
- μου
φαρμάκωσε την καρδιά, μου προξένησε μεγάλη πικρία, μεγάλη στενοχώρια: «μου
μίλησε τόσο άσχημα, που μου φαρμάκωσε την καρδιά». (Λαϊκό τραγούδι: χρόνια
ορφανά μες την ίδια γειτονιά μη φαρμακώνεις άλλο την καρδιά)·
- μου
’χει κάνει μαύρη την καρδιά, βλ. φρ. μου μαύρισε την καρδιά·
- μπήκε
στην καρδιά μου, βλ. φρ. τον έβαλα στην καρδιά μου. (Λαϊκό τραγούδι:
πού με βρήκες, πού σε βρήκα; στην καρδιά σου μέσα μπήκα κι έγινε
καβγάς μεγάλος, γιατί ήταν μέσα άλλος)·
- ξεριζώνεται
η καρδιά μου, νιώθω έντονο ψυχικό πόνο, θλίβομαι πάρα πολύ: «όπως τον είδα
να χτυπιέται πάνω στο μνήμα του πατέρα του, ξεριζώθηκε η καρδιά μου»·
- ξεσκίζεται
η καρδιά μου, θλίβομαι, στενοχωριέμαι πάρα πολύ: «ξεσκίζεται η καρδιά μου,
κάθε φορά που τον βλέπω μεθυσμένο»·
-
ξύπνησε η καρδιά του, το
άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, ένιωσε ερωτικό σκίρτημα: «νέος καθώς ήταν,
ξύπνησε η καρδιά του, μόλις την αντίκρισε». (Τραγούδι: αλητάκι μπατιράκι, κι
αν ξυπνήσει η καρδιά,δε θα βάλουμε μεράκι, έξω φτώχεια, βρε
παιδιά)·
- όσο
αντέχει η καρδιά σου, βλ. φρ. όσο βαστά η καρδιά σου·
- όσο
βαστά η καρδιά σου, βλ. φρ. όσο βαστά η ψυχή σου, βλ. λ. ψυχή·
- όσο
θα χτυπά η καρδιά μου, σε όλη τη διάρκεια της ζωής μου: «όσο θα χτυπά η
καρδιά μου, εγώ θα σ’ αγαπώ»·
- όταν
γελάει το πρόσωπο, δε γελάει πάντοτε κι η καρδιά, είναι φορές που ενώ
είμαστε στενοχωρημένοι, είμαστε παράλληλα και υποχρεωμένοι να δείχνουμε
ευχαριστημένοι, χαμογελαστοί, χαρούμενοι: «οι ηθοποιοί πολλές φορές βρίσκονται
σε πολλή δύσκολη θέση, γιατί όταν γελάει το πρόσωπο, δε γελάει πάντοτε κι η
καρδιά»· βλ. και φρ. γέλα παλιάτσο! λ. παλιάτσος·
- ό,τι
ζητά η καρδιά σου, βλ. συνηθέστ. ό,τι λαχταρά η καρδιά σου·
- ό,τι
κι αν έχεις στην καρδιά, οτιδήποτε σε βασανίζει, σε στενοχωρεί, σε
πικραίνει: «μην τα κρατάς μέσα σου κι ό,τι έχεις στην καρδιά να μου του λες για
να ξαλαφρώνεις». (Λαϊκό τραγούδι: ό,τι κι αν έχεις στην καρδιά να
μου το λες μικρό μου κι όχι να κάθεσαι να κλαις, παραπονιάρικό μου)·
- ό,τι
λαχταρά η καρδιά σου, α. λέγεται για αφθονία υλικών αγαθών: «σήμερα
στην αγορά θα βρεις ό,τι λαχταρά η καρδιά σου». β. λέγεται για μεγάλη
ελευθερία κινήσεων ή επιλογών: «αν έρθεις μαζί μου, θα μπορείς να κάνεις ό,τι
λαχταρά η καρδιά σου»·
- ό,τι
ποθεί η καρδιά σου, ευχετική έκφραση σε κάποιον με την έννοια να αποκτήσει
ή να πραγματοποίηση αυτό που επιθυμεί πολύ· βλ. και φρ. ό,τι λαχταρά η
καρδιά σου·
- ό,τι
τραβά η καρδιά σου, βλ. φρ. ό,τι λαχταρά η καρδιά σου·
-
παίζει με δυο καρδιές, έχει
ταυτόχρονα δυο ερωτικούς συντρόφους: «όταν έμαθε πως παίζει με δυο καρδιές, τον
διαβολόστειλε». (Λαϊκό τραγούδι: πάντα με μάσκα εσύ μιλούσες κι ήθελες να
’χεις δυο αγκαλιές, μα πού το βρήκες αυτό γραμμένο εσύ να παίζεις με δυο
καρδιές). Συνών. έχει δυο αγκαλιές·
- παίρνω
την καρδιά του (της), κατακτώ κάποιον ή κάποια: «είναι τόσο όμορφη, που
όποιον πει καλημέρα παίρνει την καρδιά του». (Λαϊκό τραγούδι: οι άντρες όλοι
θέλουνε να πάρουν την καρδιά σου, αφού εσύ τους προκαλείς με τα
φερσίματά σου)·
- πέτρινη
καρδιά, χαρακτηρίζει το άτομο που δεν αισθάνεται συμπόνια, οίκτο για
κανέναν: «δεν περίμενα βοήθεια από μια πέτρινη καρδιά». (Λαϊκό τραγούδι: για
σένα πέτρινη καρδιά αυτό το μαύρο δείλι έβαψα με το αίμα μου το άσπρο
μου μαντήλι)·
- πετά
η καρδιά μου, βλ. λ. λαχταρά η καρδιά μου·
- πέτρωσε
η καρδιά του, έχει γίνει πολύ σκληρός, έπαψε να αισθάνεται συμπόνια ή οίκτο
για τον συνάνθρωπό του ή είναι κλεισμένος στον εαυτό του, δεν αφήνει να φανούν
οι ευαισθησίες του, τα συναισθήματά του: «απ’ τον καιρό που τον ξεγέλασε ο
καλύτερος φίλος του και του ’φαγε ένα μεγάλο ποσό, πέτρωσε η καρδιά του και δεν
εμπιστεύεται κανέναν || απ’ τη μέρα που έχασε την οικογένειά του σε δυστύχημα,
πέτρωσε η καρδιά του κι αποτραβήχτηκε απ’ όλους»·
- πήγε
απ’ την καρδιά του ή πήγε από καρδιά, πέθανε από πάθηση της καρδιάς
του, συνήθως πέθανε από έμφραγμα: «φαινόταν τόσο υγιής άνθρωπος κι όμως πήγε
απ’ την καρδιά του»·
- πήγε
η καρδιά μου να σπάσει ή πήγε να σπάσει η καρδιά μου, κυριεύτηκα από
μεγάλη αγωνία ή από μεγάλο φόβο: «όταν έμαθα για τις ταραχές που ξέσπασαν στο
κέντρο της πόλης, πήγε η καρδιά να σπάσει, μέχρι να επιστρέψουν τα παιδιά μου
στο σπίτι || πήγε να σπάσει η καρδιά μου, μόλις τον είδα να ’ρχεται καταπάνω
μου με το μαχαίρι στο χέρι του»·
- πήγε
η καρδιά μου στη θέση της, βλ. φρ. ήρθε η καρδιά μου στη θέση της·
- πήγε
η καρδιά μου στον τόπο της, βλ. φρ. ήρθε η καρδιά μου στον τόπο της·
- πήγε
η καρδιά μου στην Κούλουρη, βλ. φρ. πήγε η ψυχή μου στην Κούλουρη, βλ. λ. ψυχή·
- πήγε
η καρδιά μου στην κωλοτσέπη, φοβήθηκα πάρα πολύ: «μόλις είδα το φορτηγό να
’ρχεται καταπάνω μου, πήγε η καρδιά μου στην κωλοτσέπη»·
- πήγε
η καρδιά μου στον τόπο της, βλ. φρ. ήρθε η καρδιά μου στη θέση της·
-
πιάστηκε η καρδιά μου, βλ.
συνηθέστ. πιάστηκε η ψυχή μου, βλ. λ. ψυχή·
- πώς
αντέχει η καρδιά σου; βλ. φρ. πώς βαστά η καρδιά σου(;)·
- πώς
βαστά η καρδιά σου; έκφραση απορίας που μας απευθύνει κάποιος που ξέρει πως
πάσχουμε από την καρδιά μας και βλέπει να υποφέρουμε από διάφορες έντονες
καταστάσεις: «αμάν, ρε παιδάκι μου, πώς βαστά η καρδιά σου με τόσες
στενοχώριες;». (Λαϊκό τραγούδι: εσύ που μ’ αγαπούσες ήμουνα η χαρά σου τώρα πώς
βαστάει η καρδιά σου και μου λες το γεια σου;)·βλ. και φρ. πώς
το βαστά η καρδιά σου να… (α)·
- πώς
το αντέχει η καρδιά σου να…; βλ. φρ. πώς το βαστά η καρδιά σου να…(;)·
- πώς
το βαστά η καρδιά σου να…; α. έκφραση που μας απευθύνει κάποιος με
απορία, όταν επικείμενη ενέργειά μας εναντίον κάποιου θα έχει σοβαρό αντίκτυπο
σε βάρος του: «πώς το βαστά η καρδιά σου να τον πετάξεις χειμωνιάτικα έξω απ’
το σπίτι για δυο νοίκια που σου χρωστάει;». β. έκφραση απορίας, όταν
ενεργεί κάποιος σε βάρος μας κι εμείς δεν αντιδρούμε δυναμικά εναντίον του:
«πώς το βαστά η καρδιά σου να σου βρίζει τόση ώρα τη μάνα και να μην τον σπας
στο ξύλο;»·
- πώς
το μπορεί η καρδιά σου να…; βλ.
φρ. πώς το βαστά η καρδιά σου να…(;)·
-
ραγίζεται η καρδιά μου, νιώθω
μεγάλο ψυχικό πόνο, θλίβομαι, λυπούμαι πάρα πολύ: «απ’ τη μέρα που χώρισα με τη
γυναίκα μου, ραγίζεται η καρδιά μου, κάθε φορά που τη σκέφτομαι». (Λαϊκό
τραγούδι: στα βάθη της Ανατολής, στη μαύρη ξενιτιά μου, όταν ακούω μπιρ
Αλλάχ, ραγίζεται η καρδιά μου)·
- ράγισε
η καρδιά μου, α. ένιωσα μεγάλη στενοχώρια, αισθάνθηκα μεγάλη θλίψη,
λυπήθηκα πάρα πολύ: «όταν τον είδα να σέρνεται μεθυσμένος μέσα στο δρόμο,
ράγισε η καρδιά μου». (Λαϊκό τραγούδι: ενός λεπτού σιγή για μια καρδιά
που ράγισε, σαν αϊτό στη γη μια αγάπη τον φυλάκισε). β. έχασα
την αρχική συμπάθεια ή εκτίμηση που είχα για κάποιο πρόσωπο: «απ’ τη στιγμή που
έμαθα πως είναι μπλεγμένος με τα ναρκωτικά, ράγισε η καρδιά μου γι’ αυτόν τον
άνθρωπο και ξέκοψα απ’ την παρέα του»·
- σκίζεται
η καρδιά μου, θλίβομαι, στενοχωριέμαι πάρα πολύ: «σκίζεται η καρδιά μου σαν
βλέπω την κατάντια αυτού του ανθρώπου». (Λαϊκό τραγούδι: το βλέπει να
γκρεμίζεται και η καρδιά του σκίζεται· από φίλους παρανόμους έμεινε
στους πέντε δρόμους)·
- σκληρή
καρδιά, χαρακτηρίζει τον άπονο, το σκληρόκαρδο: «από τέτοια σκληρή καρδιά
μην περιμένεις ούτε συμπαράσταση, ούτε άλλη βοήθεια». (Τραγούδι: σκληρή
καρδιά, γιατί να σ’ αγαπήσω, ψεύτρα με γέλασες στο λέω και πονώ)·
- σπάραξε
η καρδιά μου, ένιωσα μεγάλο ψυχικό πόνο: «όταν τον είδα να κλαίει σαν μικρό
παιδί πάνω στο φέρετρο του πατέρα του, σπάραξε η καρδιά μου»·
- σπαρταρά
η καρδιά μου, ποθώ, λαχταρώ έντονα κάποιον ή κάτι: «κάθε φορά που βλέπω αυτή
τη γυναίκα, σπαρταρά η καρδιά μου || σπαρταρά η καρδιά μου για ταξίδια»·
- σπαρτάρισε
η καρδιά μου, α. κατατρόμαξα: «μόλις έφυγε τ’ αυτοκίνητο απ’ το
δρόμο, σπαρτάρισε η καρδιά μου». β. ένιωσα έντονη χαρά ή συγκίνηση:
«μόλις μου είπαν πως κέρδισα το λαχείο, σπαρτάρισε η καρδιά μου || καθώς
αντίκρισα τέτοια ομορφιά, σπαρτάρισε η καρδιά μου». Από το ότι, όταν διατρέχει
κανείς κάποιο κίνδυνο ή όταν νιώθει κάποια μεγάλη συγκίνηση, τότε πάλλεται
έντονα η καρδιά του και οι παλμοί της παρομοιάζονται με το σπαρτάρισμα του
ψαριού·
- στάζει
η καρδιά μου αίμα, είμαι πολύ στενοχωρημένος, βασανίζομαι από δυσβάσταχτο
ψυχικό πόνο. (Λαϊκό τραγούδι: κι αν γελάω, είναι ψέμα, στάζει η καρδιά
μου αίμα)·
- σταμάτησε
η καρδιά του ή σταμάτησε να χτυπάει η καρδιά του, πέθανε: «ένα ήρεμο
βράδυ του χειμώνα σταμάτησε να χτυπάει η καρδιά του, αφού πρώτα πρόλαβε και
είδε την προκοπή των παιδιών του»·
- στην
καρδιά της άνοιξης (του καλοκαιριού, του φθινοπώρου, του χειμώνα), ακριβώς
στο μέσο της άνοιξης (του καλοκαιριού, του φθινοπώρου, του χειμώνα):
«βρισκόμαστε στην καρδιά της άνοιξης κι όλη η φύση φοράει την πολύχρωμη φορεσιά
της || κάνει φοβερό κρύο, γιατί βρισκόμαστε στην καρδιά του χειμώνα». Είναι και
φορές που της φρ. προτάσσεται το μέσα·
- σφίγγεται
η καρδιά μου, α. κυριεύομαι από συναισθήματα οίκτου, θλίψης, λύπης:
«σφίγγεται η καρδιά μου, κάθε φορά που σκέφτομαι πώς κατάντησε αυτός ο
άνθρωπος!». β. φοβάμαι πάρα πολύ: «κάθε φορά που περνάω βράδυ έξω από
νεκροταφείο, σφίγγεται η καρδιά μου»·
- σφίγγω
την καρδιά μου, υπομένω αγόγγυστα κάποιον ψυχικό πόνο, κάνω υπομονή,
προσπαθώ να φανώ ψύχραιμος: «όλα τα στοιχεία ήταν σε βάρος μου, αλλά έσφιξα την
καρδιά μου και περίμενα να λάμψει η αλήθεια». (Λαϊκό τραγούδι: θέλω την
καρδιά να σφίξω, πέτρα πίσω μου να ρίξω και να φύγω)·
- τα
φύλλα της καρδιάς, βλ. λ. φύλλο·
- τα
χείλη δείχνουν, αλλά η καρδιά δε δείχνει, λέγεται στην περίπτωση που τα
λόγια ενός ατόμου δε συμβαδίζουν με τα αισθήματά του: «μην πιστεύεις που σου
λέει πως σ’ αγαπά, γιατί, απ’ ό,τι μπορώ να καταλάβω, τα χείλη δείχνουν, αλλά η
καρδιά δε δείχνει»·
- την
έχει βασίλισσα στην καρδιά του, βλ. λ. βασιλιάς·
- της
καρδιάς το κλειδί ο λόγος το κρατεί, πολλές φορές με τα λόγια που λέμε,
επηρεάζουμε τα συναισθήματα κάποιου για κάποιον: «να εκφέρεις με περίσκεψη τη
γνώμη σου για κάποιον και να θυμάσαι πως της καρδιάς το κλειδί ο λόγος το
κρατεί»·
- το
αντέχει η καρδιά σου να…! βλ. φρ. πώς το αντέχει η καρδιά σου να…(;)·
- το
βαστά η καρδιά σου να…! βλ. φρ. πώς το βαστά η καρδιά σου να…(;)·
- το
λέει η καρδιά του, είναι άφοβος, τολμηρός, ανδρείος, γενναίος: «δε φοβάται
να τα βάλει με κανέναν, γιατί το λέει η καρδιά του». (Λαϊκό τραγούδι: Μήτσο,
ήσουν παλικάρι και με την μεγάλη χάρη· άσπρα τώρα τα μαλλιά σου, μα το λέει
η καρδιά σου)·
- το
μάτι βλέπει, στην καρδιά πιάνει φωτιά, πολλές φορές ο έρωτας ξεκινάει από
την ωραία εμφάνιση και έπειτα επηρεάζει το αίσθημα: «ήταν τόσο όμορφη που μόλις
την είδε ένιωσε κεραυνοβόλο έρωτα γιατί, το μάτι βλέπει, στην καρδιά πιάνει
φωτιά»· βλ. και φρ. από τα μάτια πιάνεται στα χείλη κατεβαίνει κι από τα
χείλη στην καρδιά ριζώνει και δε βγαίνει·
- το
χέρι της καρδιάς, βλ. λ. χέρι·
- το
’χω βάρος στην καρδιά μου, βλ. λ. βάρος·
- τον
έβαλα στην καρδιά μου, τον συμπάθησα πάρα πολύ, τον αγάπησα: «είναι πολύ
καλός άνθρωπος κι απ’ την πρώτη στιγμή της γνωριμίας μας τον έβαλα στην καρδιά
μου». (Λαϊκό τραγούδι: πάντα σε συλλογίζομαι, ντερβίση αμαξά μου, είσαι
κουρνάζος, μάγκα μου, σ’ έβαλα στην καρδιά μου)·
- τον
έβγαλα απ’ την καρδιά μου, έπαψα να τον αγαπώ, να τον συμπαθώ: «απ’ τη μέρα
που έμαθα πως με κατηγόρησε, τον έβγαλα απ’ την καρδιά μου»·
- τον
έκλεισα στην καρδιά μου, βλ. φρ. τον έβαλα στην καρδιά μου·
- τον
έχω (μέσ’) στην καρδιά μου, τον συμπαθώ πάρα πολύ, τον αγαπώ πολύ: «είναι
τόσο καλός και τόσο ευχάριστος, που τον έχω μέσ’ στην καρδιά μου απ’ τη μέρα
που τον γνώρισα». (Λαϊκό τραγούδι: έγιναν γκρίζα τα μαλλιά κι ακόμα σ’
έχω στην καρδιά μου)·
- τον
πονά η καρδιά μου, ενδιαφέρομαι γι’ αυτόν, πάσχω, υποφέρω, όταν του
συμβαίνει κάτι κακό: «δικός μου άνθρωπος είναι και τον πονά η καρδιά μου».
(Λαϊκό τραγούδι: αχ, βρε Σοκιανή, Κουσαδιανή, η καρδιά μου σε πονεί)·
- τον
σιχάθηκε η καρδιά μου, με αηδίασε με τη συμπεριφορά του: «είναι τόσο
αισχρός άνθρωπος, που τον σιχάθηκε η καρδιά μου». (Λαϊκό τραγούδι: φύγε,
γέρο, από κοντά μου, σε σιχάθηκε η καρδιά μου)·
- τον
χαίρεται η καρδιά μου, βλ. φρ. τον χαίρεται η ψυχή μου, βλ. λ. ψυχή·
- του
άγγιξα στην καρδιά ή του άγγιξα την καρδιά, τον συγκίνησα βαθύτατα:
«είμαι σίγουρος πως του άγγιξα την καρδιά με τη βοήθεια που του πρόσφερα»·
- του
άνοιξα την καρδιά, τον έφερα σε καλή ψυχική διάθεση, τον χαροποίησα: «ήταν
στενοχωρημένος, αλλά, μόλις του ανήγγειλα πως είχε εγκριθεί το δάνειό του, του
άνοιξα την καρδιά || με δυο απανωτά πετυχημένα ανέκδοτα που του είπα, του
άνοιξα την καρδιά»·
- του
άνοιξα την καρδιά μου, του εκμυστηρεύτηκα τους πόθους μου, τα όνειρά μου ή
τις ανησυχίες μου: «επειδή τον εμπιστεύομαι απόλυτα, του άνοιξα την καρδιά
μου»·
- του
άνοιξα την καρδιά μου σαν πεπόνι Αργείτικο, του εκμυστηρεύτηκα τα πάντα
σχετικά με μένα: «μου ενέπνευσε τέτοια εμπιστοσύνη, που του άνοιξα την καρδιά
μου σαν πεπόνι Αργείτικο»·
- του
’δωσα το αίμα της καρδιάς μου, βλ. λ. αίμα·
- του
κόβω την καρδιά, βλ. συνηθέστ. του κόβω το αίμα, λ. αίμα·
- του
ξερίζωσα την καρδιά, που προξένησα μεγάλη στενοχώρια, μεγάλη θλίψη, μεγάλο
πόνο: «μόλις του αποκάλυψα πως η κόρη του τα ’χει μπλέξει μ’ έναν αλήτη, του
ξερίζωσα την καρδιά»·
- του
σπάω την καρδιά, τον κατατρομάζω, τον αιφνιδιάζω και του προκαλώ
αναστάτωση, φόβο: «του ’σπασα την καρδιά, μόλις πετάχτηκα ξαφνικά μπροστά του
μέσ’ στο σκοτάδι»·
- του
τσάκισα την καρδιά, τον στενοχώρησα πάρα πολύ: «τον αποπήρα μπροστά στους
γονείς του και του τσάκισα την καρδιά, γιατί καταντροπιάστηκε»·
- τραβά
η καρδιά μου, βλ. φρ. λαχταρά η καρδιά μου·
- τραγούδια
της καρδιάς, βλ. λ. τραγούδι·
- τρέμει
η καρδιά μου, ανησυχώ, φοβάμαι πάρα πολύ μήπως συμβεί κάτι κακό: «τρέμει η
καρδιά μου κάθε βράδυ μέχρι να επιστρέψουν τα παιδιά μου στο σπίτι || τρέμει η
καρδιά μου μήπως γίνει κανένας πόλεμος»·
- τρέχει
η καρδιά μου αίμα, νιώθω έντονο ψυχικό πόνο: «κάθε φορά που βλέπω την
κατάντια αυτού του ανθρώπου, τρέχει η καρδιά μου αίμα». (Λαϊκό τραγούδι: σκοτεινιάζει
κι όλο βρέχει· αίμ’ απ’ την καρδιά μου τρέχει· δίχως αγκαλιά και χάδι
πέφτω απ’ τη γη στον Άδη)·
- τσακίζει
η καρδιά μου, στενοχωριέμαι πάρα πολύ, θλίβομαι: «κάθε φορά που βλέπω τα
χάλια αυτού του παιδιού, τσακίζει η καρδιά μου»·
- υγεία
και καλή καρδιά! βλ. λ. υγεία·
- φαρμακώνεται
η καρδιά μου, νιώθω έντονη ψυχική πίκρα: «φαρμακώνεται η καρδιά μου σαν
βλέπω νέα παιδιά να κυλούν στα ναρκωτικά»·
- χαίρεται
η καρδιά μου, νιώθω μεγάλη χαρά, αγαλλίαση, ευφροσύνη: «χαίρεται η καρδιά
μου όταν βλέπω την εγγονούλα μου». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ σε θέλω πέδιλο να
μου φοράς, κυρά μου, για να σε βλέπω, κούκλα μου, να χαίρετ’ η καρδιά μου)·
- χαλάσαμε
τις καρδιές μας, λογοφέραμε, μαλώσαμε, ψυχραθήκαμε: «πες ο ένας πες ο άλλος
και για ένα πείσμα της στιγμής, χαλάσαμε τις καρδιές μας». (Λαϊκό τραγούδι: δε
θα ’ρθω πια στην Κοκκινιά, καμωματού ξανθειά μου, γιατί με τα αδέρφια σου χάλασα
την καρδιά μου)·
- χάλασε
η καρδιά μου, έχασα το κέφι μου, τη διάθεσή μου, στενοχωρήθηκα: «δε θα ’ρθω
μαζί σας στα μπουζούκια, γιατί χάλασε η καρδιά μου μ’ αυτές τις ανοησίες που
είπε ο τάδε για μένα». (Λαϊκό τραγούδι: λαχταρώ να σ’ αγκαλιάσω και το νου
μου ας το χάσω, έλα πάμε στον οντά μου, ναι μάτια μου, να σε σφίξω να σε λιώσω
κι ό,τι έχω να στο δώσω, μη χαλάσεις την καρδιά μου,ναι μάτια
μου)·
- χαλώ
την καρδιά μου, θλίβομαι, στενοχωριέμαι: «δεν χαλώ την καρδιά για ψύλλου
πήδημα». (Λαϊκό τραγούδι: όσα κι αν μου πεις, του κάκου, τα μυαλά μου δε
γυρνάς, τράβα, φύγε μακριά μου, την καρδιά σου μη χαλάς)·
- … χτυπά
η καρδιά…, βρίσκεται το κέντρο, είναι ο πυρήνας: «στην Αθήνα χτυπά η καρδιά
της Ελλάδας || στη Θεσσαλονίκη χτυπούσε κάποτε η καρδιά του μπάσκετ || στο
χρηματιστήριο χτυπά η καρδιά της οικονομίας μιας χώρας»·
- χτυπά
η καρδιά μου, α. είμαι ερωτευμένος: «όλοι το ’χουν καταλάβει πως
χτυπά η καρδιά μου για την τάδε». β. κατέχομαι, βασανίζομαι από έντονη
ανησυχία, αγωνιώ πολύ για κάτι, καρδιοχτυπώ: «δεν μπορεί να καταλάβει πώς χτυπά
η καρδιά μου, κάθε φορά που καβαλάει τη μηχανή του και τρέχει σαν τρελός!»·
- χωρίς
καρδιά, χωρίς προθυμία, χωρίς ευχαρίστηση, χωρίς διάθεση, σχεδόν με το
ζόρι: «τον κάλεσε ο άλλος να συμβιβαστούν, αλλά δεν ξέρω τι ακριβώς μπορεί να
γίνει, γιατί πήγε χωρίς καρδιά»·
- ψυχράθηκαν
οι καρδιές μας, βλ. συνηθέστ. χαλάσαμε τις καρδιές μας.
λουρί
λουρί,
το, ουσ.
[<μσν. λουρίν <λωρίον, υποκορ. του μτγν. λῶρον <λατιν. lorum], το
λουρί. (Ακολουθούν 13 φρ.)·
- λουρί
που σου χρειάζεται! με αυτά που κάνεις είσαι άξιος τιμωρίας με ξυλοδαρμό,
αξίζει να τιμωρηθείς με σκληρό, με παραδειγματικό τρόπο: «λουρί που σου
χρειάζεται, που γυρίζεις κάθε βράδυ μεθυσμένος!». Πολλές φορές, της φρ.
προτάσσεται το μωρέ. Από το ότι, ιδίως παλιότερα, το λουρί αποτελούσε
ένα μέσο συνετισμού του πατέρα προς τα παιδιά του.Για συνών. βλ. φρ. βρεγμένη
σανίδα που σου χρειάζεται! λ. σανίδα·
- μαζεύω
τα λουριά μου ή μαζεύω το λουρί μου, βλ. φρ. σφίγγω τα λουριά μου·
-
σφίγγουν τα λουριά, (γενικά)
η οικονομική κατάσταση ενός ατόμου ή ενός τόπου πηγαίνουν προς το χειρότερο:
«μας υπόσχονται πως θα ’ρθουν καλύτερες μέρες όμως, απ’ ό,τι βλέπω, συνέχεια
σφίγγουν τα λουριά»·
- σφίγγω
τα λουριά μου ή σφίγγω το λουρί μου, κάνω αιματηρές οικονομίες: «οι
καιροί είναι πολύ δύσκολοι, γι’ αυτό πρέπει όλοι μας να σφίξουμε τα λουριά μας»·
- τις
άρπαξε με το λουρί, έφαγε ξύλο με το λουρί, ιδίως από τον πατέρα του:
«επειδή έκανε κοπάνα απ’ το σχολείο, μόλις γύρισε στο σπίτι, τον περίμενε ο
πατέρας του και τις άρπαξε με το λουρί». Από το ότι παλιότερα ο πατέρας
τιμωρούσε τα παιδιά του με ξυλοδαρμό χρησιμοποιώντας το λουρί του. Συνών. τις
άρπαξε με τη βέργα / τις άρπαξε με τη βίτσα / τις άρπαξε με την παντόφλα / τις
άρπαξε με το ζωνάρι / τις άρπαξε με το ζωστήρα·
- τις
έφαγε με το λουρί, βλ. φρ. τις άρπαξε με το λουρί·
- το
λουρί της μάνας, παιδικό παιχνίδι που παιζόταν με ένα κότσι βοδιού και ήταν
κάποτε πολύ αγαπημένο στα παιδιά·
- του
κρατώ τα λουριά ή του κρατώ το λουρί, βλ. συνηθέστ. του σφίγγω τα
λουριά·
- του
λασκάρω τα λουριά ή
του λασκάρω το λουρί, βλ. φρ. χαλαρώνω τα λουριά·
- του
μαζεύω τα λουριά ή του μαζεύω το λουρί, βλ. φρ. του σφίγγω τα
λουριά·
- του σφίγγω τα λουριά ή του
σφίγγω το λουρί, τον θέτω υπό αυστηρό έλεγχο, τον περιορίζω: «αν δεν του
σφίξεις τα λουριά, θα πηγαίνει απ’ το κακό στο χειρότερο»·
- τρεις
και το λουρί της μάνας, όσο και αν είμαστε ανεκτικοί, αν ξαναγίνουν τα ίδια
ατοπήματα από κάποιον, δε θα γλιτώσει την τιμωρία: «σου είπα μια κάτσε φρόνιμα
και δε μ’ άκουσες, σου είπα δυο κάτσε φρόνιμα και πάλι δε μ’ άκουσες, πρόσεχε,
γιατί τρεις και το λουρί της μάνας». Αναφορά στο παιδικό παιχνίδι το λουρί
της μάνας, όπου ο παίχτης που έκανε μάνα (που διηύθυνε δηλ. το παιχνίδι)
και που ήταν ο κάτοχος του λουριού, μπορούσε να το χρησιμοποιήσει για διάφορους
λόγους του παιχνιδιού σε βάρος κάποιου άλλου παίχτη·
- χαλαρώνω
τα λουριά ή χαλαρώνω το λουρί, γίνομαι περισσότερο ελαστικός,
περισσότερο ανεκτικός σε κάποιον ή κάποιους, που βρίσκονται κάτω από την
επίβλεψή μου ή τις προσταγές μου: «χαλάρωσα τα λουριά στο γιο μου και πήραν
αμέσως τα μυαλά του αέρα || όταν έχεις να κάνεις με πολύ κόσμο, πρέπει να ’σαι
αυστηρός και να μη χαλαρώνεις τα λουριά, γιατί θα σε καβαλικέψουν».
ξελασκάρω
ξελασκάρω,
ρ. [<ξε- +
λασκάρω], ξελασκάρω· έχω ελεύθερο χρόνο μετά το πέρας της εργασίας που έχω
αναλάβει, ή ελευθερώνομαι από την πίεση διάφορων ασχολιών μου: «μόλις ξελασκάρω
απ’ τη μετακόμιση, θα ’ρθω να σε δω || μόλις ξελασκάρω απ’ τις υποχρεώσεις μου
θα σε βοηθήσω»· βλ. και λ. λασκάρω·
- μου
ξελασκάρει η βίδα ή ξελασκάρει η βίδα μου, βλ. λ. βίδα·
- ξελασκάρω
απ’ τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- του
ξελάσκαρε βίδα ή του ξελασκάρισε η βίδα ή του ξελασκάρισε μια
βίδα, βλ. λ. βίδα.
ψυχή
ψυχή, η, ουσ. [<αρχ.
ψυχή], η ψυχή. 1. ο άνθρωπος ως μονάδα: «στο χωριό είχαν μείνει όλο κι
όλο εκατό ψυχές». (Λαϊκό τραγούδι: αγάπησα κι εγώ μία ψυχή, μα ο
τζόγος δε μας άφησε να ’ρθουμε σ’ επαφή).2. η πεταλούδα:
«πάνω στο λουλούδι πήγε και κάθισε μια πολύχρωμη ψυχή». Υποκορ. ψυχίτσα κ.
ψυχούλα, η (βλ. λ.). Μεγεθ. ψυχάρα, η (βλ. λ.). (Ακολουθούν 157
φρ.)·
- άβυσσος η ψυχή του
ανθρώπου! βλ. λ. άβυσσος·
- αδερφές ψυχές, βλ. λ.αδερφή·
- αναστέναξε η ψυχή μου, βλ.
συνηθέστ. αναστέναξε η καρδιά μου, λ. καρδιά·
- άνθρωπος της ψυχής, βλ. λ. άνθρωπος·
- ανοίγει η ψυχή μου, βλ.
φρ. ανοίγει η καρδιά μου, λ. καρδιά·
- άντεξε ψυχή μου! βλ.
φρ. άντεξε καρδιά μου! λ. καρδιά·
- αντέχει η ψυχή σου; βλ.
φρ. βαστά η καρδιά σου; λ. καρδιά·
- αντέχει η ψυχή σου να…; βλ.
φρ. βαστά η καρδιά σου να…; λ. καρδιά·
- απ’ τα βάθη της ψυχής μου ή
απ’ το βάθος της ψυχής μου, με θέρμη, με απόλυτη ειλικρίνεια: «σου
εύχομαι απ’ τα βάθη της ψυχής μου να πετύχεις»·
- βάζω την ψυχή μου (σε
κάτι), ασχολούμαι με πολύ όρεξη, με μεγάλο μεράκι με αυτό που κάνω: «έβαλα
την ψυχή μου σ’ αυτό το λεξικό || με ό,τι κι αν ασχοληθεί αυτός ο άνθρωπος,
βάζει την ψυχή του»·
- βάζω ψυχή (σε κάτι), βλ.
φρ. δίνω ψυχή σε κάτι. (Λαϊκό τραγούδι: μη βασανίζεσαι μ’ αυτά που
λένε, όλα είναι, μάνα μου, ψιλή βροχή, εσύ κάνε όνειρα όσα σε καίνε κι εγώ
ξοπίσω τους βάζω ψυχή)·
- βαραίνει η ψυχή μου, βλ. λ. βαραίνει η καρδιά μου, λ. καρδιά·
- βάστα ψυχή μου! βλ.
φρ. βάστα καρδιά μου! λ. καρδιά·
- βαστά η ψυχή σου; βλ.
φρ. βαστά η καρδιά σου; λ. καρδιά·
- βαστά η ψυχή σου να…; βλ.
φρ. βαστά η καρδιά σου να…; βλ. λ. καρδιά·
- βγήκε η ψυχή του, ξεψύχησε,
πέθανε: «βγήκε η ψυχή του ένα ήρεμο βράδυ του χειμώνα». (Λαϊκό τραγούδι: δε
με πόνεσε κανείς ούτε στιγμή μεσ’ στη ζωή μου, μέσ’ στους δρόμους ξαφνικά
κάποιο πρωί θα βγει η ψυχή μου)·
- γέλασα με την ψυχή μου, γέλασα
πάρα πολύ, ξεκαρδίστηκα: «ήταν τόσο πετυχημένο τ’ ανέκδοτο που είπε, που γέλασα
με την ψυχή μου»·
- για την ψυχή του, για
να συγχωρεθούν οι αμαρτίες του: «κάνει διάφορες ελεημοσύνες για την ψυχή του»·
- για την ψυχή του πατέρα
μου! (του μπαμπά μου!), έκφραση με την οποία αρνούμαστε να δώσουμε ή να
κάνουμε κάτι σε κάποιο άτομο δωρεάν, με την έννοια γιατί δωρεάν, μήπως για να
συγχωρεθούν οι αμαρτίες του πατέρα μου που είναι πεθαμένος! Αναφέρεται και για
τη μάνα·
- για την ψυχή του πατέρα
μου (του μπαμπά μου), λέγεται στην περίπτωση που δίνουμε ή κάνουμε κάτι για
κάποιον ή για κάποιο κοινό σκοπό, με την ελπίδα πως θα συγχωρεθούν οι αμαρτίες
του πεθαμένου πατέρα μου. Αναφέρεται και για τη μάνα·
- δε βαστά η ψυχή μου, δεν
μπορώ να υπομένω άλλο, δεν αντέχω: «δε βαστά η ψυχή μου άλλα βάσανα»·
- δε βαστά η ψυχή μου να…, βλ.
φρ. δεν το βαστά η ψυχή μου να(…)·
- δε θα πάρει ψυχή, βλ.
φρ. ψυχή θα πάρει(!)·
- δε μου κάνει ψυχή να…, βλ.
συνηθέστ. δε μου κάνει καρδιά να…, λ. καρδιά·
- δε φαίνεται ψυχή, δε
φαίνεται ούτε ένας άνθρωπος: «άδεια η πλατεία και δε φαίνεται ψυχή μ’ αυτό το
κρύο»·
- δε φαίνεται ψυχή ζώσα, επιτείνει
την παραπάνω έννοια·
- δεν αντέχει η ψυχή μου, βλ.
φρ. δε βαστά η ψυχή μου·
- δεν έχει ψυχή μέσα του, δεν
έχει σθένος, δεν έχει θάρρος, είναι δειλός: «δεν έχει ψυχή μέσα του να τα βάλει
μαζί μου»·
- δεν έχεις ψυχή μέσα σου; έκφραση
απορίας σε άτομο που δεν αντιδρά δυναμικά στις προκλητικές ενέργειες κάποιου:
«δεν έχεις ψυχή μέσα σου, που τον αφήνεις τόση ώρα να σου βρίζει τη μάνα;».
Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το καλά·
- δεν πατάει ψυχή, στο
χώρο για τον οποίο γίνεται λόγος, δε συχνάζει κανένας: «είναι τόσο
απομακρυσμένο αυτό το εξοχικό που μου λες, που δεν πατάει ψυχή»·
- δεν το αντέχει η ψυχή μου
να…, βλ. φρ. δεν το βαστά η ψυχή μου να (…)·
- δεν το βαστά η ψυχή μου
να…, α. δεν μπορώ να ενεργήσω με κάποιο συγκεκριμένο τρόπο, γιατί
είναι έξω από τη φιλοσοφία μου ή γιατί το θεωρώ άδικο: «δεν το βαστά η ψυχή μου
να μαλώσω με γέρο άνθρωπο || δεν το βαστά η ψυχή μου να τον κλείσω μέσα για χίλια
ευρώ». β. δεν έχω το θάρρος, το κουράγιο, το ψυχικό σθένος να κάνω κάτι:
«δεν το βαστάει η ψυχή μου να μαλώσω μ’ αυτόν τον αγριάνθρωπο»·
- δεν υπάρχει ψυχή, δεν
υπάρχει ούτε ένας άνθρωπος: «το χειμώνα στην παραλία, δεν υπάρχει ψυχή»·
- δεν υπάρχει ψυχή ζώσα, επιτείνει
την παραπάνω έννοια·
- δεν υπάρχει ψυχή στο
δρόμο, υπάρχει απόλυτη απουσία ανθρώπων, δεν υπάρχει άνθρωπος να κυκλοφορεί
στο δρόμο: «κάνει τόσο κρύο, που δεν υπάρχει ψυχή στο δρόμο»·
- δίνω και την ψυχή μου ή
δίνω την ψυχή μου (για κάποιον ή για κάτι), α. αγαπώ υπερβολικά
κάποιον: «για τη γυναίκα του δίνει και την ψυχή του || για τα παιδιά μου δίνω
και την ψυχή μου». β. κουράζομαι υπερβολικά, δυσκολεύομαι υπερβολικά για
να αποκτήσω κάτι: «έδωσα και την ψυχή μου για να μπορέσω ν’ αγοράσω κι εγώ ένα
σπιτάκι». γ. κάνω υπερπροσπάθεια για να βοηθήσω κάποιον ή για να πετύχω
κάποιο σκοπό: «έδωσα και την ψυχή μου για να πάει μπροστά αυτός ο άνθρωπος ||
έδωσα την ψυχή μου για να πετύχει η δουλειά». (Λαϊκό τραγούδι: Παναθηναϊκέ
σαν θύελλα ορμάς, την ψυχή σου δίνεις πάντα και νικάς)·
- δίνω ψυχή (σε κάτι), δίνω
ζωηράδα, ζωντάνια σε κάτι: «καλά που ήρθε ο τάδε κι έδωσε ψυχή στο πάρτι μας»·
- έγινε η ψυχή μου κουβάρι, βλ.
φρ. μαζεύτηκε η ψυχή μου κουβάρι·
- εγώ δεν έχω ψυχή; έκφραση
που εκφράζει το παράπονό μας, όταν μας απαγορεύουν να κάνουμε κάτι που οι άλλοι
κάνουν ή, όταν δε μας δίνουν να φάμε από αυτό που τρώνε: «γιατί να μην έρθω κι
εγώ μαζί σας στα μπουζούκια, ρε παιδιά, εγώ δεν έχω ψυχή; || δώσε μου να φάω
μια μπουκιά, εγώ δεν έχω ψυχή;»·
- είμαι δοσμένος ψυχή τε και
σώματι, είμαι αφοσιωμένος ολόψυχα σε κάποιον ή σε κάτι: «είμαι δοσμένος
ψυχή τε και σώματι σ’ αυτή τη γυναίκα || είμαι δοσμένος ψυχή τε και σώματι σ’
αυτή τη δίκαιη υπόθεση»·
- είναι δυο κορμιά μια ψυχή,
βλ. λ. κορμί·
- είναι ένα σώμα μια ψυχή, (για
ζευγάρια) βλ. λ. σώμα·
- είναι μεγάλη ψυχή, βλ.
φρ. έχει μεγάλη ψυχή·
- είναι η ψυχή…, είναι
αυτός που συμβάλλει αποφασιστικά σε μια δουλειά, επιχείρηση, υπόθεση ή σε μια
συλλογική δραστηριότητα: «ο τάδε είναι η ψυχή της επιχείρησης || είναι η ψυχή
της ομάδας || είναι η ψυχή της παρέας || είναι η ψυχή των κινητοποιήσεων»·
- είναι η ψυχή μου (κάποιος
ή κάτι), βλ. φρ. είναι η ζωή μου, λ. ζωή·
- είναι κακιά ψυχή, βλ.
φρ. έχει κακιά ψυχή·
- είναι καλή ψυχή, βλ.
φρ. έχει καλή ψυχή·
- είναι πούστης στην ψυχή, βλ. λ. πούστης·
- είναι πουτάνα στην ψυχή, βλ. λ. πουτάνα·
- εκ βάθους ψυχής, βλ.
φρ. με όλη μου την ψυχή·
- εν βρασμώ ψυχής, σε
κατάσταση ψυχικής έντασης ή ταραχής: «ο φόνος διεπράχθη εν βρασμώ ψυχής», οπότε
ο δολοφόνος δικάζεται με ελαφρυντικό, Από τη νομική ορολογία·
- έφτασε η ψυχή στο στόμα, απηύδησα,
εξουθενώθηκα: «εγώ παραιτούμαι απ’ τη δουλειά, γιατί, με τις δυσκολίες που
προκύπτουν συνεχώς, έφτασε η ψυχή στο στόμα». (Λαϊκό τραγούδι: δεν είμαι
παιδί κακό, γιατί θέλεις να πονώ, έφτασε η ψυχή στο στόμα,μ’ ένα
ασόδυο ακόμα απ’ τον κόσμο θα χαθώ)· βλ. και φρ. μου ’φερε την ψυχή στο
στόμα·
- έφυγε η ψυχή μου απ’ τον
τόπο της, βλ. συνηθέστ. έφυγε η καρδιά μου απ’ τον τόπο της, λ.
καρδιά·
- έχει κακιά ψυχή, είναι
κακός άνθρωπος: «πρόσεχέ τον πολύ αυτόν που κάνεις παρέα, γιατί έχει κακιά ψυχή
και θα μπλέξεις»·
- έχει καλή ψυχή, είναι
καλός άνθρωπος, είναι πονόψυχος: «βοηθάει όλο τον κόσμο, γιατί έχει καλή ψυχή».
(Λαϊκό τραγούδι: γιατί διστάζεις να ’ρθεις μαζί μου, ο μάγκας έχει καλή
ψυχή. Θα ’σαι πριγκίπισσα μες στο τσαρδί μου και θα περάσεις χρυσή ζωή)·
- έχει μαύρη ψυχή, είναι
πολύ κακός, είναι άσπλαχνος, μοχθηρός: «πρόσεξε μην μπλέξεις μ’ αυτόν τον
άνθρωπο, γιατί έχει μαύρη ψυχή και θα πάθεις μεγάλο κακό». (Λαϊκό τραγούδι: όπου
έχει μαύρη ψυχή έχει και το μαχαίρι, κι όπου το φίδι καρτερεί εκεί ’ναι
περιστέρι)·
- έχει μεγάλη ψυχή, είναι
μεγαλόψυχος: «είμαι σίγουρος πως δε θα σου κρατήσει κακία, γιατί έχει μεγάλη
ψυχή». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ είμαι εργατόπαιδο, μα έχω ψυχή μεγάλη,
είμαι παιδάκι του λαού της Παναγιάς και του Θεού μα με ζεστή αγκάλη)·
- έχει πονετική ψυχή, είναι
πολύ σπλαχνικός: «έχει πονετική ψυχή και βοηθάει όλους τους ανθρώπους»·
- έχει σκοτεινή ψυχή, βλ.
φρ. έχει μαύρη ψυχή·
- έχει την ψυχή, έχει το
σθένος, το θάρρος: «ποιος έχει την ψυχή να τα βάλει μαζί του;». (Λαϊκό
τραγούδι: ποιος άντρας έχει την ψυχή παρέα να τα πιούμε γι’ αγάπη και
αισθήματα κουβέντα να μην πούμε;)·
- έχει ψυχή, έχει
ενεργητικότητα, ζωντάνια, έχει θάρρος: «χαίρομαι να τον βλέπω, γιατί έχει ψυχή
αυτός ο νέος || δεν κωλώνει με τίποτα, γιατί έχει ψυχή». (Λαϊκό τραγούδι: βρε
μάγκα, το μαχαίρι σου για να το κουσουμάρεις, πρέπει να έχεις την ψυχή,
καρδιά για να το βγάλεις)·
- έχω ένα βάρος στην ψυχή, βλ. λ. βάρος·
- έχω πίκρα στην ψυχή, βλ. λ. πίκρα·
- ζητά η ψυχή μου ή η
ψυχή μου ζητά, βλ. συνηθέστ. λαχταρά η ψυχή μου·
- η ψυχή μου το ξέρει! βλ.
φρ. η ψυχούλα μου το ξέρει! λ. ψυχούλα·
- η ψυχή του σύμπαντος
(κόσμου), ο Θεός·
- ήρθε η ψυχή μου στη θέση
της, βλ. φρ. ήρθε η καρδιά μου στη θέση της, λ. καρδιά·
- ήρθε η ψυχή μου στον τόπο
της, βλ. φρ. ήρθε η καρδιά μου στον τόπο της, λ. καρδιά·
- θα μου ’βγαινε η ψυχή ή
θα μου ’βγαινε η ψυχή απ’ το στόμα, τρόμαξα, φοβήθηκα πάρα πολύ, που παραλίγο
να πέθαινα από το φόβο μου: «μόλις μου κόλλησε το πιστόλι στον κρόταφο, θα μου
’βγαινε η ψυχή απ’ το στόμα»·
- θέλω να γενώ καλόγερος να
σώσω την ψυχή μου, μα δε μ’ αφήνει ο διάβολος που ’χω μέσ’ στο βρακί μου, βλ. λ. διάβολος·
- καλή ψυχή! α. ευχή
σε πολύ ηλικιωμένο άτομο, να πεθάνει ήρεμο κι ευτυχισμένο. β. λέγεται
και ειρωνικά σε πολύ ηλικιωμένο άτομο, που έχασε την ενεργητικότητά του, τη
ζωντάνια του, πως από δω και πέρα για το μόνο που θα πρέπει να ενδιαφέρεται
είναι για το πώς θα πεθάνει καλά, ήρεμα, ευτυχισμένα . (Λαϊκό τραγούδι: όταν
έφτανες πενήντα την παλιά την εποχή, σου φωνάζαν όλοι, γέρο, άιντε και καλή
ψυχή)·
- κάνω ψυχή, (στη γλώσσα
του χαρτοπαιγνίου), ενώ είχα χάσει σχεδόν όλα τα χρήματά μου, αρχίζω σιγά σιγά
να τα ξανακερδίζω: «απ’ όλα λεφτά που είχα, όταν ξεκίνησα, έμειναν κάποια στιγμή
μόνο με είκοσι ευρώ και μ’ αυτά έκανα ψυχή»·
- κάποια ψυχή, α. κάποιος
που δε θέλουμε να αναφέρουμε το όνομά του ή που θέλουμε να το κρατήσουμε κρυφό:
«κάποια ψυχή μου έλεγε τις προάλλες, πως ο τάδε πάει για φούντο || ήρθε κάποια
ψυχή και ρωτούσε για σένα». β. κάποιος, ιδίως γυναίκα, που από
διακριτικότητα δε θέλουμε να αναφέρουμε το όνομά της, γιατί είναι γνωστή στην
ομήγυρη: «κάποια ψυχή μου είπε, πως της ζήτησες να τα φτιάξετε». γ.
(αόριστα) κάποιος: «σε ζητούσε κάποια ψυχή». Συνών. ένας κάποιος / κάποιο
πρόσωπο / μια ψυχή·
- κατάθεση ψυχής, (ιδίως
για καλλιτεχνικό ή συγγραφικό έργο) έκφραση που δηλώνει την ψυχική συμμετοχή
του καλλιτέχνη, του συγγραφέα στο έργο που προσφέρει: «το λεξικό που κρατάτε
στα χέρια σας αποτελεί κατάθεση ψυχής του συγγραφέα του»·
- κλαίει η ψυχή μου, νιώθω
μεγάλο ψυχικό πόνο, λυπάμαι υπερβολικά: «κλαίει η ψυχή μου, κάθε φορά που βλέπω
την κατάντια αυτού του ανθρώπου». (Λαϊκό τραγούδι: αν θέλεις, μάνα, να το
δεις το δύστυχο παιδί σου, έλα μες στο Γεντί Κουλέ να κλάψει η ψυχή σου)·
- κολασμένη ψυχή, άτομο πολύ
αμαρτωλό, πολύ διεφθαρμένο: «έχω συναντήσει πολλούς πρόστυχους ανθρώπους στη
ζωή μου, αλλά τέτοια κολασμένη ψυχή πρώτη φορά γνωρίζω»·
- λαχταρά η ψυχή μου ή η
ψυχή μου λαχταρά, επιθυμώ έντονα να αποκτήσω κάποιον ή κάτι: «πώς λαχταρά η
ψυχή μου να κατακτήσω αυτή τη γυναίκα! || η ψυχή μου λαχταρά μια μεγάλη και
αγαπημένη οικογένεια»·
- μαζεύτηκε η ψυχή μου
κουβάρι, ένιωσα πολύ άσχημα, πολύ δυσάρεστα, στενοχωρήθηκα πάρα πολύ:
«μόλις τον είδα να σέρνεται μεθυσμένος μέσα στο δρόμο, μαζεύτηκε η ψυχή μου
κουβάρι»·
- ματώνει η ψυχή μου, νιώθω
μεγάλο ψυχικό πόνο, λυπάμαι υπερβολικά: «ματώνει η ψυχή μου, κάθε φορά που τον
βλέπω να κυλιέται μεθυσμένος μέσ’ στους δρόμους»·
- μαύρη ψυχή, χαρακτηρίζει
τον κακό, τον άσπλαχνο, το μοχθηρό: «φύγε από κοντά μου, μαύρη ψυχή, γιατί μου
κατάστρεψες τη ζωή». (Λαϊκό τραγούδι: πες μου γιατί, πες μου γιατί με
παρατάς, μαύρη ψυχή,σαν το δεντρί το μοναχό, σαν βάρκα στον
ωκεανό)·
- μαύρισε η ψυχή μου, στενοχωρήθηκα
πάρα πολύ: «μαύρισε η ψυχή μου, μόλις έμαθα τα δυσάρεστα νέα». (Λαϊκό τραγούδι:
η μοναξιά σαν το μαχαίρι με τρυπά, μου έλειψες και μαύρισε η ψυχή μου,
δε συναντιέμαι όπως πριν με τη χαρά και συντροφιά μου έχουνε μείν’ οι
στεναγμοί μου)·
- με βαριά ψυχή, α. χωρίς
προθυμία, χωρίς ευχαρίστηση, σχεδόν με το ζόρι: «θα σε βοηθήσω, αλλά με βαριά
ψυχή, γιατί είσαι πολύ αχάριστος άνθρωπος». β. με μεγάλη στενοχώρια, με
ψυχική οδύνη: «μόλις γύρισε απ’ το νεκροταφείο, κλείστηκε με βαριά ψυχή στο
δωμάτιό του κι έκλαψε πικρά»·
- με μια ψυχή και μια καρδιά,
ολόψυχα: «είναι πολύ αγαπητός άνθρωπος στην παρέα μας, γι’ αυτό, όταν
χρειάστηκε τη βοήθειά μας, τον βοηθήσαμε όλοι με μια ψυχή και μια καρδιά»·
- με όλη μου την ψυχή ή με
όλη την ψυχή μου, α. με όλη την ευχαρίστηση και ειλικρίνειά μου,
ολόθερμα, ολόψυχα: «σου εύχομαι με όλη μου την ψυχή να ευτυχίσεις». β.
με δύναμη θέλησης, με πάθος: «κάθε μέρα δουλεύω με όλη μου την ψυχή, γιατί έχω
βάλει διάφορους στόχους στη ζωή μου». (Λαϊκό τραγούδι: η νύχτα είναι δική
μας, η νύχτα είναι δική μας και πρέπει να γλεντήσουμε με όλη την ψυχή μας)·
βλ. και φρ. με την ψυχή μου·
- με την ψυχή μου (σου, του,
της κ.λπ.), δηλώνει ένταση ή υπερβολή: «διασκεδάσαμε με την ψυχή μας ||
φάγαμε με την ψυχή μας || τον έβρισα με την ψυχή μου || του ’δωσα ξύλο με την
ψυχή μου». (Λαϊκό τραγούδι: τώρα που καις σαν τη φωτιά, τώρα που έχεις
ρέντα, μεσάνυχτα και χαραυγές με την ψυχή σου γλέντα)· βλ. και φρ. με
όλη μου την ψυχή·
- με την ψυχή στα δόντια, βλ.
φρ. με την ψυχή στο στόμα·
- με την ψυχή στο στόμα, α.
με μεγάλο άγχος και βιασύνη, για να προλάβω κάτι: «πρόλαβα τ’ αεροπλάνο με
την ψυχή στο στόμα». β. με μεγάλη αγωνία: «περίμενε να δει το γιο του με
την ψυχή στο στόμα». γ. τελείως εξαντλημένος και τελείως φοβισμένος:
«ήρθε τρέμοντας με την ψυχή στο στόμα». (Λαϊκό τραγούδι: τι να την κάνω
τέτοια ζωή με την ψυχή στο στόμα; Όλοι μ’ εγκαταλείψανε κι εσύ, κι εσύ,
κι εσύ ακόμα)·
- με ψυχή, με σθένος, με
θάρρος: «αντιμετώπισε με ψυχή όλες τις επιθέσεις εναντίον του || ο στρατός μας
απέκρουε με ψυχή όλες τις επιθέσεις του εχθρού»·
- μια ψυχή, βλ. φρ. κάποια
ψυχή. (Λαϊκό τραγούδι: ήρθε για βασικές πενιές μ’ ένα γλυκό ντουζένι για
να σ’ ακούσει μια ψυχή που σε καταλαβαίνει)·
- μια ψυχή θα βγει που θα
βγει, ας βγει μια ώρα αρχύτερα, βλ. φρ. μια ψυχή που ’ναι να βγει, ας
βγει μια ώρα αρχύτερα·
- μια ψυχή που ’ναι να βγει,
ας βγει μια ώρα αρχύτερα, κάτι που είναι αναπόφευκτο, ας γίνει όσο πιο
γρήγορα, για να απαλλαγούμε από αυτό: «αφού δεν υπάρχει τρόπος να γλιτώσει η
επιχείρηση, μια ψυχή που ’ναι να βγει, ας βγει μια ώρα αρχύτερα, για να δούμε
ύστερα τι θα κάνουμε». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το να ησυχάσουμε ή
με το να τελειώνουμε·
- μιλάει στην ψυχή μου, α.
(για πρόσωπα) μου είναι πολύ αρεστός, με συγκινεί πάρα πολύ ερωτικά: «αυτός
ο άνθρωπος έχει πολύ καλός χαρακτήρας και μιλάει στην ψυχή μου || αυτή η
γυναίκα μιλάει στην ψυχή μου». (Λαϊκό τραγούδι: έχεις κάτι που μ’ αρέσει και
μιλάει στην ψυχή μου, μάθε, μια χαρά δική σου είναι και χαρά δική μου,
γιατί είσαι η ζωή μου). β. (για πράγματα) είναι της αρεσκείας μου:
«αυτό τ’ αυτοκίνητο, μιλάει στην ψυχή μου». γ. λέγεται για οτιδήποτε μας
συγκινεί πάρα πολύ: «διάβασα το τάδε βιβλίο, που μίλησε στην ψυχή μου». Πολλές
φορές, για περισσότερη έμφαση, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το ίσια ή το
κατευθείαν. Συνών. μιλάει στην καρδιά μου·
- μου βαραίνει την ψυχή, νιώθω
ψυχική δυσφορία, νιώθω μεγάλη στενοχώρια: «μου βαραίνει την ψυχή το αίσθημα
εγκατάλειψης που νιώθω».(Λαϊκό τραγούδι: Μανταλένα, Μανταλένα μου
μικρή, μας εχώρισε η μοίρα η σκληρή και ο πόνος μου βαραίνει την ψυχή)·
βλ. και φρ. το ’χω βάρος στην ψυχή μου·
- μου βγαίνει η ψυχή, βασανίζομαι,
ταλαιπωρούμαι, τυραννιέμαι: «κάθε μέρα μου βγαίνει η ψυχή, για να τα φέρω
βόλτα». (Λαϊκό τραγούδι: πες μου· τι λόγια σου ’χουν πει; γιατ’ είσαι
πικραμένη; ποτέ δε μ’ αποκρίνεσαι και η ψυχή μου βγαίνει).Συνών.
μου βγαίνει η Παναγία / μου βγαίνει η πίστη / μου βγαίνει ο Θεός / μου
βγαίνει ο κώλος / μου βγαίνει ο πάτος / μου βγαίνει ο Χριστός / μου βγαίνει το
λάδι·
- μου βγαίνει η ψυχή
ανάποδα, καταβασανίζομαι, καταταλαιπωρούμαι, κατατυραννιέμαι: «έχω πολύ
μεγάλη οικογένεια και, για να τη θρέψω, μου βγαίνει κάθε μέρα η ψυχή ανάποδα».
Συνών. μου βγαίνει η Παναγία ανάποδα / μου βγαίνει η πίστη ανάποδα / μου
βγαίνει ο Θεός ανάποδα / μου βγαίνει ο κώλος απ’ έξω (απ’ όξω) / μου βγαίνει ο
πάτος απ’ έξω (απ’ όξω) / μου βγαίνει ο Χριστός ανάποδα·
- μου βγαίνει η ψυχή απ’ το
στόμα, βλ. φρ. μου βγαίνει η ψυχή ανάποδα·
- μου μάτωσε την ψυχή, μου
προξένησε έντονο ψυχικό πόνο: «μου μάτωσε την ψυχή, σαν μου εξιστόρησε τα
βάσανά του»·
- μου μαύρισε την ψυχή, με
στενοχώρησε πάρα πολύ: «μου μαύρισε την ψυχή αυτό το παιδί, μέχρι να γίνει
άνθρωπος»·
- μου ’φαγε την ψυχή ή μου
’χει φάει την ψυχή, με βασάνισε, με ταλαιπώρησε, με τυράννησε: «μου ’φαγε
την ψυχή αυτό το παιδί, μέχρι να του βάλω μυαλό»·
- μου ’φερε την ψυχή στο
στόμα, κάποιος ή κάτι μου προξένησε μεγάλη αγωνία, μεγάλο άγχος: «μου ’φερε
την ψυχή στο στόμα, μόλις μου ’πε πως χτύπησε ο πατέρας μου». (Λαϊκό τραγούδι: αν
και πέφτει η βροχή, περιμένω ακόμα· πού να λησμονήθηκες και δε με λυπήθηκες; η
αγωνία μου ’φερε την ψυχή στο στόμα·είναι η ώρα εννιάμιση,
περιμένω ακόμα)· βλ. και φρ. έφτασ’ η ψυχή στο στόμα·
- να σ(υ)χωρεθεί η ψυχή του,
ευχή για αποθανόντα, να συγχωρεθούν οι αμαρτίες του: «ήταν καλός άνθρωπος,
να σχωρεθεί η ψυχή του»·
- ο Θεός κι η ψυχή μου το
ξέρουν! βλ. λ. Θεός·
- ο Θεός κι η ψυχή του! βλ. λ. Θεός·
- ο Θεός ν’ αναπαύσει την
ψυχή του! βλ. λ. Θεός·
- όποια η μορφή, τέτοια κι η
ψυχή, βλ. λ. μορφή·
- όσο αντέχει η ψυχή σου, βλ.
φρ. όσο βαστά η ψυχή σου·
- όσο βαστά η ψυχή σου, χωρίς
μέτρο: «το εστιατόριο είναι δικό μου, γι’ αυτό μπορείς να φας και να πιεις όσο
βαστά η ψυχή σου»·
- ό,τι ζητά η ψυχή σου, βλ.
φρ. ό,τι λαχταρά η ψυχή σου·
- ό,τι λαχταρά η ψυχή σου, α.
λέγεται για αφθονία υλικών αγαθών: «στο τάδε σούπερ μάρκετ υπάρχει ό,τι
λαχταρά η ψυχή σου». β. λέγεται για μεγάλη ελευθερία κινήσεων ή
επιλογών: «αν έρθεις μαζί μου θα μπορείς να κάνεις ό,τι λαχταρά η ψυχή σου»·
- ό,τι ποθεί η ψυχή σου, βλ.
φρ. ό,τι λαχταρά η ψυχή σου·
- ό,τι τραβά η ψυχή σου, βλ.
φρ. ό,τι λαχταρά η ψυχή σου·
- παρέδωσε την ψυχή του, εξέπνευσε,
πέθανε: «μέχρι να προλάβουν να τον πάνε στο νοσοκομείο, παρέδωσε την ψυχή του»·
- παρηγοριά στον άρρωστο,
ώσπου (μέχρι) να βγει η ψυχή του, βλ. λ. παρηγοριά·
- πήγε η ψυχή μου στα δόντια
μου, βλ. συνηθέστ. πήγε η ψυχή μου στην Κούλουρη·
- πήγε η ψύχη μου στην
Κούλουρη, φοβήθηκα πάρα πολύ, τρομοκρατήθηκα: «μόλις τον είδα να ορμάει
επάνω μου με το μαχαίρι στο χέρι του, πήγε η ψυχή μου στην Κούλουρη»·
- πήγε η ψυχή μου στη θέση
της, βλ. φρ. πήγε η καρδιά μου στη θέση της, λ. καρδιά·
- πήγε η ψυχή μου στον τόπο
της, βλ. φρ. πήγε η καρδιά μου στον τόπο της, λ. καρδιά·
- πιάνεται η ψυχή μου, λέγεται
στην περίπτωση που βρίσκομαι σε χώρο ή περιβάλλον που με καταπιέζει ψυχικά:
«πιάνεται η ψυχή μου, όταν βρίσκομαι σε χαμηλοτάβανα διαμερίσματα || πιάνεται η
ψυχή μου, όταν επισκέπτομαι το γηροκομείο της πόλης μας»· βλ. και φρ. πιάστηκε
η ψυχή μου·
- πιάστηκε η ψυχή μου, α.
ανησύχησα έντονα: «τα παιδιά μου ήταν στη διαδήλωση και πιάστηκε η ψυχή μου,
μέχρι να γυρίσουν στο σπίτι». β. κατατρόμαξα: «πιάστηκε η ψυχή μου,
μόλις τον είδα να πετάγεται μπροστά μου μέσα στο σκοτάδι». γ. στενοχωρήθηκα
πάρα πολύ: «όταν τον είδα να κλαίει για την αποτυχία του γιου του, πιάστηκε η
ψυχή μου». δ. ένιωσα δύσπνοια: «κάποια στιγμή πιάστηκε η ψυχή μου και
δεν μπορούσα να αναπνεύσω, αλλά, ευτυχώς, σε λίγο συνήλθα»· βλ. και φρ. πιάνεται
η ψυχή μου·
- πούλησε (και) την ψυχή του
στο διάβολο, χρησιμοποίησε κάθε αθέμιτη μέθοδο, ενήργησε αδίστακτα, απάνθρωπα,
προκειμένου να ωφεληθεί ή να αποκτήσει κάτι: «για να γίνει διευθυντής σ’ αυτό
το εργοστάσιο, πούλησε και την ψυχή του στο διάβολο»·
- πρώτα βγαίν’ η ψυχή τ’
ανθρώπου κι ύστερα (βγαίνει) το χούι του, είναι αδύνατο να απαλλαγεί κανείς
από τις κακές έξεις του: «είχε ορκιστεί πως θα σταματούσε να χαρτοπαίζει, αλλά
πρώτα βγαίν’ η ψυχή τ’ ανθρώπου κι ύστερα το χούι του, γιατί μετά από μερικές
μέρες ξανάρχισε το χαρτί»·
- πώς αντέχει η ψυχή σου; βλ.
φρ. πώς βαστά η ψυχή σου(;)·
- πώς βαστά η ψυχή σου; βλ.
φρ. πώς βαστά η καρδιά σου; λ. καρδιά·
- πώς το αντέχει η ψυχή σου
να…; βλ. φρ. πώς το βαστά η ψυχή σου να…(;)·
- πώς το βαστά η ψυχή σου
να…; έκφραση που μας απευθύνεται με απορία α. όταν επικείμενη
ενέργειά μας εναντίον κάποιου θα έχει σοβαρό αντίκτυπο σε βάρος του: «πώς το
βαστά η ψυχή σου να τον σύρεις στα δικαστήρια, ενώ ξέρεις πως μια καταδικαστική
απόφαση θα καταστρέψει τη ζωή του;». β. όταν ενεργεί κάποιος σε βάρος
μας και δεν αντιδρούμε δυναμικά εναντίον του: «πώς το βαστά η ψυχή σου να σου
βρίζει μια ώρα τη μάνα κι εσύ να κάθεσαι και να τον ακούς χωρίς να κάνεις
τίποτα;»·
- πώς το μπορεί η ψυχή σου
να…; βλ. φρ. πώς το βαστά η ψυχή σου να…(;)·
- σπάραξε η ψυχή μου, ένιωσα
μεγάλο ψυχικό πόνο: «μόλις έμαθα πως έμπλεξε με ναρκωτικά, σπάραξε η ψυχή μου»·
- σπαρταρά η ψυχή μου, ποθώ,
λαχταρώ κάτι πάρα πολύ: «σπαρταρά η ψυχή μου για ταξίδια»·
- σπαρτάρισε η ψυχή μου,
α. ανησύχησα πάρα πολύ: «μόλις έμαθα πως έγινε ατύχημα σπαρτάρισε η ψυχή
μου, γιατί έλειπαν τα παιδιά μου απ’ το σπίτι». β. φοβήθηκα πάρα πολύ:
«μόλις μου κόλλησε το πιστόλι στο κεφάλι, σπαρτάρισε η ψυχή μου»· βλ. και φρ. σπαρτάρισε
η καρδιά μου, λ. καρδιά·
- στέγνωσε η ψυχή μου, δε
μου έμειναν συναισθήματα, ιδίως επειδή έχω υποφέρει πάρα πολύ για την επίτευξη
κάποιου σκοπού: «έχω τραβήξει τόσα πολλά για την προκοπή αυτού του τόπου, που
στέγνωσε η ψυχή μου». Οδυνηρή διαπίστωση του Κωνσταντίνου Καραμανλή προς το
τέλος της πολιτικής του σταδιοδρομίας·
- στην ψυχή του πατέρα μου! όρκος
για να γίνουμε πιστευτοί σε κάποιον: «στην ψυχή του πατέρα μου, έτσι ακριβώς
έγιναν τα πράγματα!». Αναφέρεται και για τη μάνα·
- σφίγγεται η ψυχή μου, κυριεύεται
από συναισθήματα οίκτου, λύπης, θλίψης: «σφίγγεται η ψυχή μου, σαν αντικρίζω
κάθε μέρα τα παιδιά των φαναριών»·
- σώζω την ψυχή μου, λυτρώνομαι
από τις αμαρτίες μου: «ξέκοψε απ’ τις παρανομίες και μπήκε στο δρόμο του Θεού,
για να σώσει την ψυχή του»·
- τα μάτια είναι ο καθρέφτης
της ψυχής, βλ. λ. μάτι·
- τα μάτια είναι τα παράθυρα
της ψυχής, βλ. λ. μάτι·
- τι ψυχή έχει; ή τι
ψυχή να έχει; λέγεται για πράγματα ευτελούς αξίας, για πράγματα ασήμαντα:
«τι ψυχή έχει ένα στιλό και στενοχωριέσαι τόσο πολύ που το ’χασες; || τι ψυχή
να έχουν σήμερα δέκα ευρώ;»·
- τι ψυχή θα παραδώσεις;
(ενν. στο Θεό), λέγεται για άτομο που έχει διαπράξει πολλές αδικίες, πολλά
αμαρτήματα ή που αφήνει κάποιον να καταστραφεί, ενώ μπορεί να τον σώσει, να τον
γλιτώσει: «έχεις κάνει του κόσμου τις αδικίες, τι ψυχή θα παραδώσεις; || τι
ψυχή θα παραδώσεις που άφησες να καταστραφεί ο άνθρωπος, ενώ ήταν στο χέρι σου
να τον γλιτώσεις απ’ τη χρεοκοπία;». (Λαϊκό τραγούδι: για πες μου, άχρηστο
κορμί, όταν θα έρθει η στιγμή, τι ψυχή θα παραδώσεις)·
- το αντέχει η ψυχή σου να…;
βλ. φρ. το βαστά η ψυχή σου να…(;)·
- το βαστά η ψυχή σου να…; βλ.
φρ. πώς το βαστά η ψυχή σου(;)·
- το λέει η ψυχή του, είναι
άφοβος, τολμηρός, γενναίος: «μην ελπίζεις να τον τρομάξεις με τις αγριάδες σου,
γιατί το λέει η ψυχή του». (Λαϊκό τραγούδι: χωρίς να κάνεις τίποτις, το
λέει η ψυχή σου, και κάθε μέρα βρίσκεται – κορόιδο! σπασμέν’ η κεφαλή σου)·
- το Σάββατο των ψυχών, βλ. λ. ψυχοσάββατο·
- το φχαριστήθηκε η ψυχή
μου, α. ικανοποιήθηκα απόλυτα: «κάναμε τόσο όμορφο ταξίδι, που το
φχαριστήθηκε η ψυχή μου || ήταν τόσο νόστιμο το φαγητό, που το φχαριστήθηκε η
ψυχή μου». β. έκφραση απόλυτης ικανοποίησης για το πάθημα κάποιου εχθρού
μας: «μου είπαν πως τράκαρε ο τάδε. -Το φχαριστήθηκε η ψυχή μου». Σε αυτή την
περίπτωση, της φρ. προτάσσεται το ωχ, ενώ παρατηρείται κίνηση κατά την
οποία η παλάμη, αρχίζοντας από τη βάση του λαιμού, σέρνεται πάνω στο στήθος και
σταματάει στο ύψος της κοιλιάς, υπονοώντας ίσως την ευχαρίστηση που νιώθει
κάποιος, όταν τρώει κάποιο καλό φαγητό ή όταν πίνει κάποιο ωραίο ποτό·
- το ’χω βάρος στην ψυχή
μου, βλ. λ. βάρος·
- τον πονά η ψυχή μου, ενδιαφέρομαι
γι’ αυτόν, πάσχω, υποφέρω, όταν του συμβαίνει κάτι κακό: «δικός μου άνθρωπος
είναι και τον πονά η ψυχή μου»·
- τον σιχάθηκε η ψυχή μου, μου
προξενεί έντονο αίσθημα αποστροφής, σιχασιάς, είτε γιατί είναι πολύ βρόμικος
είτε γιατί μου έγινε πολύ ενοχλητικός, πολύ φορτικός: «έχει τέτοια απλυσιά, που
τον σιχάθηκε η ψυχή μου || είναι τόσο γκρινιάρης, που τον σιχάθηκε η ψυχή μου».
(Λαϊκό τραγούδι: δεν τη θέλω τη ζωή μου, σε σιχάθηκε η ψυχή μου)·
- τον χαίρεται η ψυχή μου, νιώθω
μεγάλη χαρά, αγαλλίαση, ευχαρίστηση με την παρουσία του: «δεν ξέρω τι νιώθεις
εσύ, αλλά εμένα τον χαίρεται η ψυχή μου αυτόν τον άνθρωπο»·
- του βγάζω την ψυχή, τον
βασανίζω, τον ταλαιπωρώ, τον τυραννώ: «τον πήρα στη δουλειά μου, και τον πρώτο
καιρό του ’βγαλα την ψυχή, μέχρι να συνηθίσει να δουλεύει». Συνών. του βγάζω
την Παναγία / του βγάζω την πίστη / του βγάζω το Θεό / του βγάζω το λάδι / του
βγάζω το Χριστό / του βγάζω τον κώλο / του βγάζω τον πάτο·
- του βγάζω την ψυχή
ανάποδα, τον καταβασανίζω, τον καταταλαιπωρώ, τον κατατυραννώ: «μόνο και
μόνο για να τον εκδικηθώ, του ’βγαλα την ψυχή ανάποδα, μέχρι να υπογράψω, για
να πάρει το δάνειο». Συνών. του βγάζω την Παναγία ανάποδα / του βγάζω την
πίστη ανάποδα / του βγάζω το Θεό ανάποδα / του βγάζω το Χριστό ανάποδα / του
βγάζω τον κώλο απ’ έξω (απ’ όξω) / του βγάζω τον πάτο απ’ έξω (απ’ όξω)·
- του βγάζω την ψυχή απ’ το
στόμα, βλ. φρ. του βγάζω την ψυχή ανάποδα·
- του βγάζω την ψυχή στη
δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- τραβά η ψυχή μου ή η
ψυχή μου τραβά, βλ. φρ. λαχταρά η ψυχή μου·
- χαίρεται η ψυχή μου, νιώθω
μεγάλη χαρά, αγαλλίαση, ευφροσύνη: «κάθε φορά που έρχονται να με δούνε τα
παιδιά μου, χαίρεται η ψυχή μου»·
- χάθηκαν πολλές ψυχές, σκοτώθηκαν
πολλοί άνθρωποι: «στον τελευταίο παγκόσμιο πόλεμο χάθηκαν πολλές ψυχές»·
- χάνω την ψυχή μου, δε
σώζομαι, πηγαίνω στην κόλαση: «πολλοί άνθρωποι έχασαν την ψυχή τους για τις εφήμερες
απολαύσεις»·
- ψυχή ζώσα, ούτε ένας
άνθρωπος: «οι δρόμοι άδειοι, ψυχή ζώσα μέσ’ στο σκοτάδι»·
- ψυχή θα πάρει! λέγεται
στην περίπτωση που ενδίδουμε σε κάποιον ο οποίος απαιτεί πιεστικά ή εκβιαστικά,
κάτι, που του χρωστάμε, κάτι, που του ανήκει, ιδίως χρήματα. Η έκφραση δηλώνει
αισιοδοξία και απαξιεί την ύλη. Πρβλ.: κάντε πιο πέρα, μάγκες μου, να ρίξω
τη ζαριά μου· ψυχή δεν παίρνετε ποτέ, μονάχα τα λεφτά μου (Λαϊκό τραγούδι)·
- ψυχή μου! προσφώνηση
τρυφερότητας σε αγαπημένο πρόσωπο: «γιατί κλαις, ψυχή μου!».