καργάρω
καργάρω,
ρ. [<βενετ.
cargar]. 1. (για χώρους) γεμίζω μέχρι επάνω, καταλαμβάνω ασφυκτικά,
υπερπληρώνω, υπερπληρώνομαι: «καργάρω το ποτήρι με κρασί || καργάρω το
ρεζερβουάρ με βενζίνη || κάθε φορά που παίζει καλό έργο, καργάρει η αίθουσα από
θεατές». 2. παραφορτώνω: «καργάρισα το φορτηγό με εμπόρευμα». 3.
τεντώνω ή σφίγγω δυνατά: «καργάρω την τέντα || καργάρω το σκοινί». 4. (για
πρόσωπα) πίνω, ιδίως τρώω υπερβολικά, χορταίνω εντελώς: «κάθε φορά που μας
κάνει τραπέζι, καργάρουμε για τρεις μέρες». Συνών. τιγκάρω / φισκάρω. 5.
εντείνω όλες μου τις δυνάμεις: «κι εκεί που ήταν όλοι μπροστά, καργάρισα το
τρέξιμό μου και τους άφησα πίσω»·
- της
τον κάργαρα (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο), (στη γλώσσα της αργκό) της επέβαλα βίαια τη σεξουαλική
πράξη, πίεσα με δύναμη το πέος μου, ώστε να εισχωρήσει όλο μέσα στο αιδοίο της:
«την ξάπλωσα στο κρεβάτι και ύστερα απ’ τα προκαταρκτικά της τον κάργαρα και
ούρλιαξε απ’ τον πόνο».
κεφάρω
κεφάρω, ρ. [<κέφι + κατάλ. -άρω]. 1. (στη νεοαργκό) νιώθω μεγάλο ενθουσιασμό για κάποιον ή για κάτι: «πολύ κεφάρω το φίλο σου, γιατί είναι ξηγημένο παλικάρι || πολύ το κεφάρω αυτό το τραγούδι!». 2. μου αρέσει κάποιος ή κάτι πάρα πολύ και ποθώ έντονα να τον αποχτήσω: «πολύ την κεφάρω αυτή τη γκόμενα || πολύ κεφάρω αυτό τ’ αυτοκίνητο». 3. κάνω κέφι, ευχαριστιέμαι: «πολύ κεφάρω να γλεντώ στα μπουζούκια».
κιαλάρω
κιαλάρω κ. κιαλιάρω ρ. [<ιταλ. occhialare], (στη γλώσσα της αργκό) κοιτώ ή εντοπίζω με το κιάλι και, κατ’ επέκταση, βλέπω από μακριά, ξεχωρίζω κάποιον ή κάτι από μακριά, εντοπίζω: «κάποια στιγμή τον κιαλάρισα που προσπαθούσε να κρυφτεί μέσα στο πλήθος || ανάμεσα στα τόσα μικροεργαλεία, κιαλάρισα κάποια στιγμή το σφυράκι που ζητούσα».
κλατάρω
κλατάρω,
ρ. [<γαλλ.
éclater = σκάω, διαλύομαι]. 1. κουράζομαι τόσο πολύ, που δεν μπορώ να
κάνω βήμα, εξουθενώνομαι: «μετά από είκοσι χιλιόμετρα δρόμο κλατάρισε και δεν
μπορούσε να σηκώσει το πόδι του». 2. με φορτώνουν τόσο πολύ, που
γονατίζω από το βάρος: «και γαϊδούρι να ’μουνα με τόσα πράγματα που με
φορτώσατε, θα κλατάριζα». 3. σκάω από τη στενοχώρια μου: «τον κλατάρισε
ο θάνατος του πατέρα του». 4. (ιδίως για λάστιχα αυτοκινήτων, μοτοσικλετών,
ποδηλάτων) ξεφουσκώνω, σκάω ή παθαίνω φουίτ: «άργησα στο ραντεβού μας, γιατί,
καθώς ερχόμουν, μου κλατάρισε το μπροστινό λάστιχο»·
-
υπομονή κάνουν και τά λάστιχα, όμως κάποτε κλατάρουν, βλ. λ. υπομονή.
κογιονάρω
κογιονάρω, ρ. [<βενετ. cogionar <ιταλ. coglionare], κοροϊδεύω: «είναι τόσο αφελής άνθρωπος, που τον κογιονάρει ο καθένας». (Λαϊκό τραγούδι: τα ναζάκια σου και τα κορδελάκια σου με τουμπάρανε και με κογιονάρανε).
κοζάρω
κοζάρω, ρ. [<κόζι + κατάλ. -άρω]. 1. (στη γλώσσα της αργκό) κοιτάζω, παρατηρώ προσεκτικά κάποιον ή κάποια κατάσταση, για να πράξω ανάλογα: «είμαι εδώ και τον κοζάρω μια ώρα για να δω τι θα κάνει». 2. βλέπω, διακρίνω κάποιον ή κάτι, μπανίζω: «κάποια στιγμή μέσα στο πλήθος, κοζάρισα τον τάδε». 3. συζητώ διεξοδικά κάτι: «θα κάτσουμε λίγο να κοζάρουμε την υπόθεση κι ύστερα βλέπουμε». 4. προσπαθώ να πείσω κάποιον για κάτι: «δεν μπορώ ακόμη να τον κοζάρω για να χρηματοδοτήσει τη δουλειά». 5. πολιορκώ ερωτικά γυναίκα: «την κοζάρω τόσες μήνες και δε λέει να μου πει το ναι».
κομπλάρω
κομπλάρω, ρ. [<γαλλ. compler + κατάλ. -άρω]. 1. μένω αμήχανος, διστακτικός, αναποφάσιστος από έκπληξη ή από ξαφνικό φόβο, τα χάνω: «μόλις τον είδε ξαφνικά μπροστά του, κόμπλαρε και δεν μπορούσε ν’ ανοίξει το στόμα του». 2. κάνω κάποιον να μην είναι σίγουρος για τον εαυτό του, τον οδηγώ σε ψυχολογικό αδιέξοδο: «όταν έθεσα καθαρά θέμα χωρισμού, την κόμπλαρα και δεν ήξερε τι να πει». 3. χάνω τη σιγουριά που έχω για τον εαυτό μου, οδηγούμαι σε ψυχολογικό αδιέξοδο: «ό,τι και να του πεις, ό,τι και να του κάνεις, αυτός ο άνθρωπος δεν κομπλάρει με τίποτα». 4. (για μηχανήματα) σταματάει η λειτουργία του, παρουσιάζεται διακοπή: «δούλευαν στο φουλ οι μηχανές απ’ το πρωί και ξαφνικά κομπλάρανε».
κομπλεξάρω
κομπλεξάρω, ρ. [<κόμπλεξ + κατάλ. -άρω]. 1. προκαλώ σε κάποιον κόμπλεξ: «μην τον κομπλεξάρεις κάθε τόσο, επειδή είναι κεκές!». 2. προξενώ σε κάποιον αμηχανία: «τον κομπλεξάρισες τον άνθρωπο, όταν αποκάλυψες μπροστά σ’ όλους πως αυτός ήταν που διέδωσε το μυστικό μας». 3. επιβάλλομαι σε κάποιον με την ανωτερότητά μου και τον οδηγώ σε συναισθηματικό ή ψυχολογικό αδιέξοδο: «επειδή έχει λεφτά, νομίζει πως μπορεί να με κομπλεξάρει! || κάθε τόσο κάνει επίδειξη της μόρφωσής του κι έχει την εντύπωση πως μπορεί να με κομπλεξάρει».
κομπλιμεντάρω
κομπλιμεντάρω, ρ., βλ. λ. κοπλιμεντάρω.
κοντράρω
κοντράρω κ. κοντραρίζω, ρ. [<κόντρα + κατάλ. -άρω, -ίζω]. 1. έρχομαι σε δυναμική αντιπαράθεση με κάποιον, κοντράρομαι με κάποιον: «δεν τον συμπαθώ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί συνέχεια με κοντράρει». 2. συναντώ κάποιο εμπόδιο, καθώς κινούμαι, και αλλάζω κατεύθυνση: «η μπάλα κοντράρισε στο πόδι του αντιπάλου και βγήκε άουτ». 3. (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) αντιμετωπίζω δυναμικά τον αντίπαλο παίχτη: «όπως τον είδε να κατεβαίνει με την μπάλα στα πόδια, έτρεξε να τον κοντράρει».
κοντραστάρω
κοντραστάρω, ρ. [<ιταλ. contrastare], (στη γλώσσα της αργκό) αντιτίθεμαι, εναντιώνομαι στις θέσεις ή στις απόψεις κάποιου: «ό,τι και να πω, εσύ αμέσως με κοντραστάρεις».
κοντρολάρω
κοντρολάρω, ρ. [<γαλλ. controle + κατάλ. -άρω]. 1. ελέγχω μια δουλειά, υπόθεση ή κατάσταση: «κοντρολάρει ολόκληρο εργοστάσιο». 2. ερευνώ, επαληθεύω, διαπιστώνω: «ποιος θα κοντρολάρει αν προχωράει καλά η δουλειά; || κοντρολάρει το τιμολόγιο, για να διαπιστώσει αν έχουν καταγραφεί όλα τα εμπορεύματα της παραγγελίας». 3. κρατώ στα χέρια μου, διευθύνω μια δουλειά, υπόθεση ή κατάσταση, κατευθύνω τις ενέργειες κάποιου ατόμου, ελέγχω κάποιον: «από σήμερα θα κοντρολάρω εγώ τη δουλειά || μόνο εσύ μπορείς να κοντρολάρεις αυτόν τον άνθρωπο || δεν μπορεί κανείς να κοντρολάρει αυτόν τον άνθρωπο || εδώ την οικογένειά του δεν μπορεί να κοντρολάρει και θα κοντρολάρει ολόκληρη επιχείρηση;». 4. (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου, του μπάσκετ) ελέγχω την μπάλα με τα πόδια, το στήθος ή το κεφάλι (για το ποδόσφαιρο) ή με τα χέρια μου (για το μπάσκετ): «ο τάδε παίχτης κοντρολάρισε την μπάλα με το δεξί και πάσαρε στο εξτρέμ || κοντρολάρισε την μπάλα με το στήθος και μ’ ένα δεξί σουτ την έστειλε ν’ αναπαυθεί στα δίχτυα της αντίπαλης εστίας».
κοουτσάρω
κοουτσάρω, ρ. [κόουτς + κατάλ. -άρω], προπονώ κάποια ομάδα, ιδίως ποδοσφαίρου ή μπάσκετ: «ποιος κοουτσάρει την τάδε ομάδα;».
κοπιάρω
κοπιάρω, ρ. [<ιταλ. copiare], κοπιάρω· αντιγράφω, μιμούμαι κάποιον ως προς το ντύσιμο ή τη συμπεριφορά του: «είναι ξετρελαμένος με τον τάδε ηθοποιό και προσπαθεί να τον κοπιάρει σε όλα του || όλα τα κοριτσάκια στην εποχή μου προσπαθούσαν να κοπιάρουν τη Βουγιουκλάκη».
κοπλιμεντάρω
κοπλιμεντάρω κ. κομπλιμεντάρω, ρ. [<ιταλ. complimentare], απευθύνω κοπλιμέντα: «είναι στο χαρακτήρα του να κοπλιμεντάρει πάντοτε τον άλλον».
κορνάρω
κορνάρω, ρ. [<ιταλ. cornare]. 1. πατώ, χτυπώ την κόρνα του αυτοκινήτου μου, σαλπίζω με την κόρνα του αυτοκινήτου μου: «επειδή βιαζόταν, άρχισε να κορνάρει για να του ανοίξουν δρόμο τ’ άλλα τ’ αυτοκίνητα». 2α. (στη νεοαργκό) δεν μπορώ να κρύψω τα συναισθήματά μου, την ιδιότητά μου, γίνομαι αμέσως αντιληπτός: «αμέσως κορνάρει πως είναι ηλίθιος || αυτός κορνάρει από μακριά πως είναι πούστης». Από την εικόνα του οδηγού τροχοφόρου που κορνάρει και γίνεται αμέσως αντιληπτή η παρουσία του. β. είμαι πολύ χαρούμενος, συμπεριφέρομαι έξαλλα από μεγάλη χαρά: «γιατί κορνάρει έτσι αυτός, το λαχείο του ’πεσε;». Από την εικόνα των οδηγών τροχοφόρων που κορνάρουν συνεχώς, δείχνοντας με τον τρόπο αυτό τη χαρά τους, τον ενθουσιασμό τους για κάποιο λόγο.
κορτάρω
κορτάρω, ρ. [<κόρτε + κατάλ. -άρω]. 1. ερωτοτροπώ, φλερτάρω, κάνω κόρτε: «τ’ απογεύματα κατεβαίνει στα μπαράκια της παραλίας και κορτάρει τις μοναχικές κοπέλες». (Λαϊκό τραγούδι: κόψε μάγκα να κορτάρεις στο δικό μου μαχαλά, το κορίτσι που κορτάρεις θα σε βάλει σε μπελά). 2. επιθυμώ, λαχταρώ πάρα πολύ να αποκτήσω κάτι: «αυτό τ’ αυτοκίνητο το κορτάρω δυο χρόνια».
κοστάρω
κοστάρω, ρ. [<ιταλ. accostare], βλ. λ. ακοστάρω.
κοστουμάρω
κοστουμάρω κ. κοστουμαρίζω, ρ., βλ. λ. κουστουμάρω.
κοτσάρω
κοτσάρω κ. κοτσέρνω, ρ. [<ιταλ. cozzare (= κερατίζω)]. 1. συνδέω κάτι στον κοτσαδόρο: «έβαλε τη βάρκα πάνω στις ρόδες κι ύστερα την κοτσάρισε πίσω απ’ τ’ αυτοκίνητό του». 2. κρεμώ, φορώ: «μόλις έβγαλε κι αυτός πέντε φράγκα, κοτσάρισε μια χρυσή αλυσίδα στο λαιμό του». (Λαϊκό τραγούδι: για πες μου, βρε Στελάκη μου, το πώς τα καταφέρνεις και κάθε μέρα φορεσιές καινούριες μας κοτσέρνεις). 3. προσαρτώ, συνδέω: «αφού δε φτάνει, κοτσάρισε λίγο ακόμα σύρμα». 4. δίνω ξαφνικά σε κάποιον κάτι, ιδίως κρυφά: «την ώρα που πήγε να με μαρτυρήσει, του κοτσάρισα δέκα χήνες στη χούφτα του και δεν είπε κουβέντα». 5. επιδίδω σε κάποιον κάτι: «σταμάτησα μισό λεπτό στο περίπτερο ν’ αγοράσω τσιγάρα κι ο τροχονόμος μου κοτσάρισε μια κλήση». 6. (ειρωνικά) προσθέτω κάτι άσχετο σε ένα σύνολο: «τρελός είσαι και κοτσάρισες τέτοια γραβάτα με αθλητική φόρμα;». (Λαϊκό τραγούδι: τρεις καβαλάρηδες, πρώην βαρκάρηδες, μάγκες κι οι τρεις από τη Λέρο κοτσάραν φίρμα: οι τρεις καμπαλέρος). 7. κολλώ σε κάποιον ένα παρατσούκλι: «επειδή είχε μεγάλα αφτιά, του κοτσάρισαν το παρατσούκλι του αφταρά».
ακοστάρω
ακοστάρω κ. κοστάρω, ρ. [<ιταλ. accostare]. 1. (στη ναυτική γλώσσα για πλοία) πλευρίζω σε πλοίο ή σε μόλο, φτάνω στην ακτή: «θα πληρωθείτε, μόλις ακοστάρει το πλοίο στην προβλήτα». 2. (για πρόσωπα) διπλαρώνω μια γυναίκα στο δρόμο με σκοπό τη γνωριμία ή τη σύναψη ερωτικών σχέσεων: «μόλις δει γυναίκα στο δρόμο, φτιάχνει τη χωρίστρα του και την ακοστάρει».
υπομονή
υπομονή, η, ουσ. [<αρχ. ὑπομονή], η υπομονή. (Ακολουθούν 16
φρ.)·
-
γαϊδουρινή υπομονή, η πολύ μεγάλη υπομονή: «όσο και να τον βρίζεις δεν
αντιδρά, γιατί έχει γαϊδουρινή υπομονή»·
-
είναι τέρας υπομονής, βλ. λ. τέρας·
-
είναι της υπομονής (κάποιος ή κάτι), α. (για πρόσωπα) υπομένει
πάρα πολύ: «όσο και να τον βρίσεις δε λέει τίποτα, γιατί είναι της υπομονής ||
του αναθέτω πάντα την πιο βαριά δουλειά, γιατί είναι της υπομονής». β. (για
υποθέσεις ή πράγματα) χρειάζεται μεγάλη υπομονή, γιατί απαιτείται πολύς χρόνος
για την ολοκλήρωσή του: «και οι δυο πλευρές είναι αμετακίνητες στις θέσεις, γι’
αυτό προβλέπεται ότι οι συνομιλίες θα είναι της υπομονής || το λεξικό που
κρατάτε στα χέρια σας ήταν ένα βιβλίο της υπομονής, γιατί η συγγραφή του κράτησε
κοντά σαράντα πέντε ολόκληρα χρόνια»·
-
έσπασε η υπομονή μου, απηύδησα: «έσπασε η υπομονή μου μ’ αυτή την
γκρίνια σου». (Λαϊκό τραγούδι: δεν αντέχω άλλο πλέον έσπασ’ η υπομονή,
κουρασμένο το κορμί μου μέχρι πότε θα πονεί)·
-
έχει ιώβεια υπομονή, έχει πολύ μεγάλη υπομονή: «περνάει πολύ δύσκολα στη
ζωή του και οι αναποδιές έρχονται η μια πίσω απ’ την άλλη, αλλά αντέχει, γιατί
έχει ιώβεια υπομονή». Αναφορά στην Π. Διαθήκη και στη δοκιμασία του Ιώβ από το
Θεό·
-
έχει υπομονή γαϊδάρου, έχει πολύ μεγάλη υπομονή, μπορεί να υπομένει
πολλά: «ακούει χίλια δυο να λέγονται σε βάρος του, αλλά έχει υπομονή γαϊδάρου
και δε λέει τίποτα»·
-
έχει υπομονή καμήλας, βλ. φρ. έχει υπομονή γαϊδάρου·
- έχει υπομονή μυρμηγκιού, βλ. λ. μυρμήγκι·
- κάνει υπομονή γαϊδάρου, κάνει πολύ μεγάλη υπομονή,
υπομένει πολλά: «μέχρι τώρα κάνει υπομονή γαϊδάρου, αλλά, όταν ξεσπάσει, θα μας
πάρει όλους και θα μας σηκώσει!»·
- κάνει υπομονή καμήλας, βλ. φρ. κάνει υπομονή γαϊδάρου·
- κάνω υπομονή, υπομένω: «λέει ένα σωρό βλακείες, αλλά κάνω υπομονή,
για να μη μαλώσουμε». (Λαϊκό τραγούδι: δεν κάνω πια υπομονή,τώρα
σου δίνω το πανί, πάρε το μπογαλάκι σου, τράβα στο τσαντιράκι σου)·
-
με τον καιρό και την υπομονή, γίνεται το φύλλο της μουριάς μετάξι, βλ. λ. μετάξι·
-
στα χρόνια της υπομονής, βλ. λ. χρόνος·
-
υπομονή κάνουν και τα λάστιχα, όμως κάποτε κλατάρουν, ειρωνική απάντηση
ή απάντηση δυσφορίας σε κάποιον που για κάποια ατυχία, αποτυχία ή δυσκολία μας
συνιστά να κάνουμε υπομονή·
-
φτάνω στα όρια της υπομονής μου, βλ. λ. όριο·
-
χάνω την υπομονή μου, παύω να διατηρώ την ηρεμία μου, την ψυχραιμία μου:
«ότι είμαι πολύ υπομονητικός άνθρωπος, είναι γνωστό τοις πάσι, αν φτάσω όμως
στο σημείο να χάσω την υπομονή μου, το καλό που σου θέλω, πάψε να μιλάς»·
-
χαρά στην υπομονή του! βλ. λ. χαρά.