Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 249 αποτελέσματα (21 έως 40)
γκινιάρω

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

γκινιάρω, ρ., βλ. λ. γκινιάζω.

γουλιάρω

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

γουλιάρω, ρ. αντί του γουστάρω (βλ. λ.). Λέγεται περισσότερο για επίδειξη μαγκιάς: «δε γουλιάρω να ’ρθω μαζί σας || έτσι γουλιάρω».

γουστάρω

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

γουστάρω κ. γουστέρνω, ρ. [<ιταλ. gustare]. 1α. έχω ερωτική επιθυμία για κάποιο πρόσωπο. (Λαϊκό τραγούδι: σε πόνεσε η καρδιά μου και σε γουστάρει, θέλω τα δυο σου χέρια για μαξιλάρι). β. (γενικά) έχω ερωτική επιθυμία: «μετά από τέτοιο γλέντι πολύ γουστάρω και μια γκόμενα». (Λαϊκό τραγούδι: τη γκομενίτσα τη γουστάρω και γυναίκα θα την πάρω). 2α. μου αρέσει κάτι: «πολύ γουστάρω αυτό το μαγαζί, γιατί μαζεύει πάντα καλό κόσμο || μετά το πήδημα, γουστάρω να καπνίσω ένα τσιγάρο». (Λαϊκό τραγούδι: δε γουστάρω τις παρόλες σου ξηγήθηκα, στα μπουζούκια και στα καμπαρέ γεννήθηκα). β. αισθάνομαι όμορφα: «πολύ γουστάρω, όταν βρίσκομαι στην παρέα σας». 3α. επιθυμώ να γευτώ κάτι, ορέγομαι, έχω όρεξη να φάω κάποιο συγκεκριμένο φαγητό ή να πιω κάποιο συγκεκριμένο ποτό: «γουστάρω να φάω φαΐ σπιτικό || γουστάρω να φάω ψάρι πλακί || πολύ γουστάρω τώρα να πιω ένα ουζάκι». β. επιθυμώ να αποκτήσω κάτι: «γουστάρω ν’ αγοράσω κι εγώ ένα αυτοκινητάκι || γουστάρω κι εγώ ένα σπιτάκι στην εξοχή». (Λαϊκό τραγούδι: απόψε που την έβγαλα την μπέμπελη, γουστάρω νύχτα δροσερή και ρέμπελη). 4. διασκεδάζω έντονα, διασκεδάζω με την καρδιά μου. (Λαϊκό τραγούδι: και τα μπουζούκια να κάψουν το πατάρι, χορεύει και γουστάρει ο Σαλονικιός). 5. διαλέγω, θέλω: «απ’ αυτά τα πράγματα, μπορείς να πάρεις ό,τι γουστάρεις». (Λαϊκό τραγούδι: μες τη ζωή δρόμοι ανοίγονται σωρό κι όποιον γουστάρεις τον τραβάς κι όπου σε βγάλει). 6. σε ερωτηματικό τύπο γουστάρεις; έχεις τη διάθεση, θέλεις(;): «γουστάρεις να πάμε το βράδυ στα μπουζούκια;». (Λαϊκό τραγούδι: γουστάρεις για να παίξουμε μαζί μια παρτιδούλα, πιάσε τα ζάρια όμορφα και άσε τη μανούρα). (Ακολουθούν 20 φρ.)·
- άμα (αν) γουστάρεις! ή άμα (αν) σου γουστάρει! έκφραση αδιαφορίας για το αν θέλει ή δε θέλει κανείς κάτι: «άμα γουστάρεις κάτσε κι άμα γουστάρεις φύγε, τι να σου πω!»·
- άμα (αν) δε γουστάρεις, τη βόλτα σου ή άμα (αν) δε σου γουστάρει, τη βόλτα σου, βλ. λ. βόλτα·
- γουστάρω νταβανά, βλ. λ. νταβανάς·
- γουστάρω σασιρμά, βλ. λ. σασιρμάς·
- γουστάρω τζερτζελέ, βλ. λ. τζερτζελές·
- γουστάρω τρελίτσες, βλ. λ. τρελίτσα·
- γουστάρω φραμπαλά, βλ. λ. φραμπαλά·
- γουστάρω χαβά, βλ. λ. χαβάς·
- γουστάρω χαβαλέ, βλ. λ. χαβαλές·
- γουστάρω χουλιαμά, βλ. λ. χουλιαμάς·
- δεν το(ν) γουστάρω, (για πρόσωπα ή πράγματα) δεν το(ν) θέλω, δε μου αρέσει: «δεν τον γουστάρω αυτόν τον άνθρωπο για παρέα || δεν το γουστάρω αυτό το μαγαζί, γι’ αυτό και δεν πατάω». (Λαϊκό τραγούδι: βρε μάγκα, σπάσε και κάνε πέρα, δε σε γουστάρω, δε σ’ αγαπώ· άσε τα λούσα και τη φοβέρα κι εγώ μαζί σου δεν περπατώ //η ζωή μου όλη είναι ένα τσιγάρο, που δεν το γουστάρω κι όμως το φουμάρω
- έτσι γουστάρω ή έτσι μου γουστάρει, α. έτσι μου αρέσει, έτσι θέλω, έτσι επιθυμώ: «εγώ θα πάω μαζί του, γιατί έτσι γουστάρω». β. λέγεται και με απειλητική διάθεση: «εγώ θα πάω μαζί του, γιατί έτσι μου γουστάρει, εσένα τι σε κόφτει!». (Λαϊκό τραγούδι: χτύπησε τα πόδια σου πάνω στον ασίκικο σκοπό, έτσι μου γουστάρεις, έτσι σ’ αγαπώ
- με γουστάρει (κάποιος, κάποια), του (της) αρέσω, είμαι του γούστου του (της), της αρεσκείας του (της): «το ξέρω πως θα με παντρευτεί, γιατί με γουστάρει πολύ || απ’ τη μέρα που με γνώρισε, με γουστάρει κι όπου πάει με παίρνει μαζί του»· βλ. και φρ. μου γουστάρει·
- μου γουστάρει (κάποιος ή κάτι), μου αρέσει, είναι του γούστου μου, της αρεσκείας μου: «αυτή η γυναίκα πολύ μου γουστάρει || πολύ μου γουστάρει αυτό τ’ αυτοκίνητο»·
- όπου γουστάρεις (κι αγαπάς) (ενν. να σε πάω, να πάμε), όπου θέλεις, όπου σε ευχαριστεί, όπου έχεις προτίμηση: «θα πάμε το καλοκαίρι διακοπές στη Χαλκιδική; -Όπου γουστάρεις κι αγαπάς, κουκλάρα μου!». (Λαϊκό τραγούδι: πού θα με πας, πού θα με πας, όπου γουστάρεις κι αγαπάς
- ό,τι γουστάρεις (κι αγαπάς) (ενν. θα κάνω, θα σου δώσω, θα σου αγοράσω), οτιδήποτε σου αρέσει, οτιδήποτε επιθυμείς: «θα μου πάρεις αυτό το δαχτυλίδι; - Ό,τι γουστάρεις κι αγαπάς, κούκλα μου!»·
- πάω να γουστάρω, πηγαίνω να διασκεδάσω με τον τρόπο που μου αρέσει, με τον τρόπο που επιθυμώ: «όταν βγαίνω τα βράδια, πάω να γουστάρω, όπως εγώ ξέρω»·
- τα γουστάρει (ενν. τα ερωτικά χάδια, τα ερωτικά παιχνίδια και κατ’ επέκταση της αρέσει να κάνει έρωτα), (ιδίως για γυναίκα) δέχεται με ευχαρίστηση την επιβολή της σεξουαλικής πράξης: «εγώ θα της τα ρίξω, γιατί μου φαίνεται πως τα γουστάρει»·
- τι γουστάρεις; α. τι θέλεις; τι επιθυμείς(;): «τι γουστάρεις να σου πάρω απ’ όλ’ αυτά που βλέπεις;». β. λέγεται και με απειλητική διάθεση: «εσύ τι γουστάρεις, ξύλο;». Πολλές φορές, στη δεύτερη περίπτωση, η φρ. κλείνει με το ρε·
- το γουστάρει (ενν. το γαμήσι), (ιδίως για γυναίκα) δέχεται με ευχαρίστηση την επιβολή της σεξουαλικής πράξης: «εγώ θα της τα ρίξω, γιατί μου φαίνεται πως το γουστάρει».

γραδάρω

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

γραδάρω, ρ. [<γράδο + κατάλ. -άρω], γραδάρω. 1. υπολογίζω, εκτιμώ, σταθμίζω, μετρώ με το μάτι κάποιον, όσον αφορά το χαρακτήρα ή τη σωματική του δύναμη ή κάτι, ως προς την ποιότητα ή τη γνησιότητά του: «δεν τον γραδάρω για καλόν άνθρωπο || δεν τον γραδάρω για δυνατό || δεν το γραδάρω για καλό αυτοκίνητο || δεν το γραδάρω για γνήσιο δαχτυλίδι || απ’ ό,τι τον γραδάρω, πρέπει να είναι καλός άνθρωπος». 2. υπολογίζω, εκτιμώ, σταθμίζω, μετρώ τα υπέρ και κατά πριν από τη λήψη μιας απόφασης: «αν δε γραδάρω καλά τη δουλειά, δεν μπορώ να ξεκινήσω». 3. βρίσκομαι σε σημείο να αισθάνομαι όμορφα από την ποσότητα του οινοπνευματώδους ποτού που έχω καταναλώσει και, για το λόγο αυτό σταματώ να πίνω, γιατί υπάρχει κίνδυνος, αν πιω παραπάνω να μεθύσω: «μόλις γραδάρει, δε βάζει ούτε γουλιά στο στόμα του, γιατί μπορεί να τον χαλάσει». 4. είμαι στο ίδιο χρηματικό ποσό που είχα όταν ξεκίνησα να παίζω σε κάποιο τυχερό παιχνίδι, ιδίως χαρτιά ή ζάρια, ρεφάρω: «μόλις γραδάρισε, σηκώθηκε κι έφυγε».

γρασάρω

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

γρασάρω κ. γκρασάρω, ρ. [<γράσο + κατάλ. -άρω], γρασάρω. 1. (στη γλώσσα της αργκό) δωροδοκώ, εξαγοράζω, λαδώνω: «αφού δε γράσαρες τον υπεύθυνο, μην περιμένεις να γίνει η δουλειά σου». Από το ότι, όταν γρασάρει κανείς κάποιο μηχάνημα, πετυχαίνει την άνετη και σίγουρη λειτουργία του. 2. επιβάλλω τη σεξουαλική πράξη: «δε βιάζομαι με δαύτη, γιατί, αν δε τη γρασάρω σήμερα, θα τη γρασάρω αύριο». Από παρομοίωση του πέους με τον γρασαδόρο, μικρό κυλινδρικό μηχάνημα, που χρησιμοποιείται για το γρασάρισμα των μηχανών, ενώ το αντρικό σπέρμα παρομοιάζεται με το γράσο που εκτοξεύεται από αυτόν.

εξιτάρω

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

εξιτάρω, ρ. [<γαλλ. exciter + κατάλ. -άρω], διεγείρω, ερεθίζω κάποιον: «πολύ με εξιτάρει αυτή η γυναίκα || ο πατέρας μου είναι φιλόλογος και μ’ εξιτάρει κάθε τόσο να διαβάζω λογοτεχνικά βιβλία».

ζουλάρω

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

ζουλάρω, ρ. [<ζουλώ + κατάλ. -άρω], (στη γλώσσα της αργκό) 1. κρύβω, εξαφανίζω, ιδίως κλοπιμαία: «ό,τι ξαφρίσαμε το βράδυ απ’ τα σπίτια, πήγα και τα ζουλάρισα στη ζούλα». 2. κρύβομαι: «μόλις είδα τους μπάτσους να ’ρχονται, ζούλαρα στη γωνιά για να μη με δουν». 3. κλέβω: «κάθε φορά που ζουλάρει κάτι, εξαφανίζεται για ένα διάστημα απ’ την πιάτσα».

ζουμάρω

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

ζουμάρω, ρ. [<αγγλ. zoom + κατάλ. -άρω], ζουμάρω· εστιάζω την προσοχή μου, τις ενέργειές μου σε κάποια συγκεκριμένη υπόθεση, σε κάποιο συγκεκριμένο θέμα: «τον τελευταίο καιρό έχει ζουμάρει όλες του τις ενέργειες στο να βρει κάποιο χρηματοδότη για να τελειώσει τη δουλειά του».

ιντριγκάρω

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

ιντριγκάρω, ρ. [<ίντριγκα + κατάλ. -άρω]. 1. δολοπλοκώ, μηχανορραφώ, ραδιουργώ: «πάψε να ιντριγκάρεις σε βάρος μου, γιατί θα γίνουμε από δυο χωριά χωριάτες». 2. προκαλώ, ερεθίζω κάποιον: «μην τον ιντριγκάρεις τον άνθρωπο, γιατί δε θα φταίει, αν ύστερα σε πλακώσει στο ξύλο».

καβαντζάρω

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

καβαντζάρω, ρ., βλ. λ. καβατζάρω.

καβατζάρω

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

καβατζάρω κ. καβαντζάρω, ρ. [<ιταλ. cavazare < γενουατ. cavo]. 1. παρακάμπτω ακρωτήριο ή προεξοχή στεριάς: «μόλις καβατζάρισε το ακρωτήριο, μπήκε στο λιμάνι || μόλις καβατζάρισε τη γωνία του δρόμου, αντίκρισε την πλατεία του χωριού». 2. ξεπερνώ, υπερπηδώ, παρακάμπτω μια δύσκολη κατάσταση: «μόλις καβατζάρω κι αυτή τη δυσκολία, θα γελάσει και μένα το χείλι μου». 3. (ειδικά για ηλικία) ξεπερνώ ένα όριο που θεωρείται μεταβατικό: «καβατζάρισε τα εξήντα πέντε και πέρασε στην τρίτη ηλικία».

καδράρω

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

καδράρω, ρ. [<κάδρο + -άρω], καδράρω· εντοπίζω με το βλέμμα μου κάποιον: «ξαφνικά, καδράρω τον τάδε μέσα στον κόσμο».

καλαντάρω

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

καλαντάρω, ρ. [<καλαντάρι + -ω], (στη γλώσσα της αργκό) βλέπω, παρατηρώ: «τι καλαντάρεις με τόση προσοχή;».

καλάρω

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

καλάρω, ρ. [<ιταλ. calare <αρχ. ελλην. χαλῶ (= χαλαρώνω)], (στη ναυτική γλώσσα) 1α. ανοίγομαι στη θάλασσα, πάω στ’ ανοιχτά: «παρ’ όλο που ο καιρός ήταν φρέσκος τα ψαράδικα άρχισαν το ένα πίσω απ’ τ’ άλλο να καλάρουν». β. μαζεύω τα πανιά ιστιοφόρου πλοίου: «μόλις έπιασαν λιμάνι, άρχισαν οι ναύτες να καλάρουν τα πανιά». γ. ρίχνω τα δίχτυα στη θάλασσα για ψάρεμα. (Λαϊκό τραγούδι: όλοι καλάρουνε,μα δε βγάζουν ψάρια, καλάρει ο Ζέπος και βγάζει καλαμάρια). 2. (στη γλώσσα της αργκό) πείθω κάποιον, τον φέρνω στα νερά μου και τον κάνω ό,τι θέλω: «όσο και να μη θέλει κανείς κάτι, αυτός έχει τον τρόπο να τον καλάρει || να δεις πώς τον καλάρισε μέσα σε πέντε λεπτά και του πήρε τα λεφτά που του χρειαζόταν!».

καλμάρω

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

καλμάρω, ρ. [<ιταλ. calmare]. 1. (για καιρικά φαινόμενα, ιδίως για θάλασσα) μειώνω την έντασή μου, ηρεμώ, γαληνεύω: «καλμάρισε η θάλασσα || καλμάρισε ο αέρας». 2. καταπραΰνω, ηρεμώ κάποιον ή κάτι: «είχε τέτοια νεύρα, που είδα κι έπαθα μέχρι να τον καλμάρω || πήρε ένα χάπι για να καλμάρει τα νεύρα του». (Λαϊκό τραγούδι: με καφέ και με τσιγάρο κάθε πίκρα μου καλμάρω). 3. ηρεμώ, ησυχάζω: «μόλις γύρισε στο σπίτι, ξάπλωσε για λίγο στο κρεβάτι του για να καλμάρει».

καλουμάρω

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

καλουμάρω, ρ. [<ιταλ. calumare]. 1. ξετυλίγω αργά την αλυσίδα ή το σχοινί της άγκυρας μέχρι να φτάσει στον πάτο, ή το σχοινί που ενώνει το ρυμουλκό με το ρυμουλκούμενο για να μεγαλώσει η μεταξύ τους απόσταση: «ο αργάτης σταμάτησε να καλουμάρει, γιατί είχε μπερδευτεί η άγκυρα». 2. επιβάλλω τη σεξουαλική πράξη: «αυτός που βλέπεις είναι τόσο μπήχτης, που έχει καλουμάρει όλες τις κοπελίτσες της γειτονιάς».

καμουφλάρω

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

καμουφλάρω, ρ. [<γαλλ. camoufler + κατάλ. -άρω], καμουφλάρω· παραλλάσσω, μεταμφιέζω, παραμορφώνω κάποιον ή κάτι με σκοπό την παραπλάνηση για προσωπικό όφελος ή κέρδος: «έχει καμουφλάρει τη βιτρίνα του μαγαζιού του σε λουλουδάδικο και πίσω το δουλεύει μπαρμπουτιέρα».

καρακουτσάρω

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

καρακουτσάρω, ρ. [<καρα- + τουρκ. koç (= κριός) + κατάλ. -άρω], (στη γλώσσα της αργκό) παραβιάζω πόρτα, παράθυρο, συρτάρι, χρηματοκιβώτιο, κάνω διάρρηξη: «είναι μεγάλος τεχνίτης στο να καρακουτσάρει χρηματοκιβώτια». Ίσως αναφορά στον πολιορκητικό κριό που παραβίαζε τις πύλες των κάστρων.

καρατάρω

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

καρατάρω, ρ. [<ιταλ. caratare], υπολογίζω με το βλέμμα μου, προσπαθώ με εμπειρικό τρόπο να αξιολογήσω, να μετρήσω, να συμπεράνω: «μια ώρα τον καρατάρω, αλλά δεν μπορώ να υπολογίσω αν είναι τόσο δυνατός, όσο λένε || πόσα κιλά τον καρατάρεις».

καρατσεκάρω

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

καρατσεκάρω, ρ. [καρα- + τσεκάρω], ελέγχω, εξετάζω κάποιον ή κάτι με πολλή προσοχή, από όλες τις πλευρές του, προκειμένου να προβώ σε κάποια ενέργειά μου: «δεν προσλαμβάνει κανέναν υπάλληλο, αν δεν τον έχει καρατσεκάρει προηγουμένως || το ’χω καραστεκάρει απ’ όλες τις πλευρές πως αυτό τ’ αυτοκίνητο είναι το καλύτερο στην κατηγορία του».

γκινιάζω

γκινιάζω κ. γκινιάρω, ρ. [<γκίνια + κατάλ. -ιάζω, -ιάρω], έχω γκίνια ή φέρνω γκίνια σε κάποιον: «μόλις μου τυχαίνει κάτι καλό μέσα σε λίγες μέρες γκινιάζω || δε με θέλει δίπλα του, όταν παίζει τάβλι, γιατί έχει την εντύπωση ότι τον γκινιάζω».

καβατζάρω

καβατζάρω κ. καβαντζάρω, ρ. [<ιταλ. cavazare < γενουατ. cavo]. 1. παρακάμπτω ακρωτήριο ή προεξοχή στεριάς: «μόλις καβατζάρισε το ακρωτήριο, μπήκε στο λιμάνι || μόλις καβατζάρισε τη γωνία του δρόμου, αντίκρισε την πλατεία του χωριού». 2. ξεπερνώ, υπερπηδώ, παρακάμπτω μια δύσκολη κατάσταση: «μόλις καβατζάρω κι αυτή τη δυσκολία, θα γελάσει και μένα το χείλι μου». 3. (ειδικά για ηλικία) ξεπερνώ ένα όριο που θεωρείται μεταβατικό: «καβατζάρισε τα εξήντα πέντε και πέρασε στην τρίτη ηλικία».

τζερτζελές

τζερτζελές, ο, ουσ. [ίσως από το τουρκ. zerzele (= σεισμός)]. 1. (στη γλώσσα της αργκό) πολλά λόγια χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο: «άσε κατά μέρος τον τζερτζελέ και πες μου κατευθείαν ποιος φταίει». 2. ευχάριστη ή δυσάρεστη κατάσταση, σύγχυση ή φασαρία, και το έντονο ενδιαφέρον που παρουσιάζει από άποψη θεάματος ή κουτσομπολιού: «όπου τζερτζελές, πρώτος και καλύτερος ο δικός σου». Συνών. νταβανάς / σασιρμάς / φραμπαλάς (3) / χαβαλές (3) / χουλιαμάς·
- γουστάρω τζερτζελέ, θέλω ή επιδιώκω να δημιουργήσω κάποια δυσάρεστη ή ευχάριστη κατάσταση, σύγχυση ή φασαρία: «μόλις μπούμε στο μαγαζί του, γουστάρω τζερτζελέ, γιατί δεν τον πάω καθόλου αυτόν τον τύπο || μόλις κάτσουμε στο τραπέζι, θα φωνάξουμε τα όργανα πάνω απ’ το κεφάλι μας, γιατί γουστάρω τζερτζελέ». Συνών. γουστάρω νταβανά / γουστάρω σασιρμά / γουστάρω φραμπαλά / γουστάρω χαβαλέ / γουστάρω χουλιαμά·
- έγινε τζερτζελές, δημιουργήθηκε ευχάριστη ή δυσάρεστη κατάσταση, σύγχυση ή φασαρία, που παρουσίασε έντονο ενδιαφέρον από άποψη θεάματος ή κουτσομπολιού: «μαζεύτηκε όλη η παρέα στο πάρτι του τάδε κι έγινε σπουδαίος τζερτζελές || μόλις άρχισαν να βγάζουν ο ένας τ’ άπλυτα στη φόρα του άλλου, έγινε μεγάλος τζερτζελές, γιατί στο τέλος πιάστηκαν και στα χέρια». Συνών. έγινε νταβανάς / έγινε σασιρμάς / έγινε φραμπαλάς / έγινε χαβαλές / έγινε χουλιαμάς·
- έχει τζερτζελέ, διαδραματίζεται κατάσταση ευχάριστη ή δυσάρεστη, που παρουσιάζει έντονο ενδιαφέρον από άποψη θεάματος ή κουτσομπολιού: «πάμε γρήγορα στο τάδε μαγαζί, γιατί έμαθα πως έχει τζερτζελέ». Συνών. έχει νταβανά / έχει σασιρμά / έχει φραμπαλά / έχει χαβαλέ / έχει χουλιαμά·
- κάνω τζερτζελέ, δημιουργώ ευχάριστη ή δυσάρεστη κατάσταση, κάνω φασαρία: «εκεί που θα πάμε δε θέλω να κάνεις τζερτζελέ». Συνών. κάνω νταβανά / κάνω σασιρμά / κάνω φραμπαλά / κάνω χαβαλέ (α) / κάνω χουλιαμά·
- τζερτζελές να γίνεται, λέγεται για κατάσταση, ευχάριστη ή δυσάρεστη, που δημιουργείται από κάποιον μέσα στην παρέα μόνο και μόνο για να περάσει η ώρα: «πάλι πάρτι θα κάνετε; -Τζερτζελές να γίνεται || πάλι τους βάζεις λόγια να μαλώσουν; -Τζερτζελές να γίνεται». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το έλα μωρέ. Συνών. νταβανάς να γίνεται / σασιρμάς να γίνεται / φραμπαλάς να γίνεται / χαβαλές να γίνεται / χουλιαμάς να γίνεται.

χουλιαμάς

χουλιαμάς, ο, ουσ. [ίσως από το τουρκ. hulya (= φαντασίωση, ρεμβασμός) + κατάλ. -μα] 1. (στη γλώσσα της αργκό) πολλά λόγια χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο: «άσε κατά μέρος το χουλιαμά και πες μου τι ακριβώς έγινε». 2. ευχάριστη ή δυσάρεστη κατάσταση, σύγχυση ή φασαρία και το έντονο ενδιαφέρον που παρουσιάζει από άποψη θεάματος ή κουτσομπολιού: «όπου χουλιαμάς, πρώτος και καλύτερος ο δικός σου». Συνών. νταβανάς / σασιρμάς / τζερτζελές / φραμπαλάς (3) / χαβαλές (3)·
- γουστάρω χουλιαμά, θέλω, επιδιώκω να δημιουργήσω κάποια δυσάρεστη ή ευχάριστη κατάσταση, σύγχυση ή φασαρία: «από μικρό παιδί στη ζωή μου γουστάρω χουλιαμά, γιατί θέλω να ζω έντονα τη ζωή μου». Συνών. γουστάρω νταβανά / γουστάρω σασιρμά / γουστάρω τζερτζελέ / γουστάρω φραμπαλά / γουστάρω χαβαλέ·
- έγινε χουλιαμάς, δημιουργήθηκε ευχάριστη ή δυσάρεστη κατάσταση, σύγχυση ή φασαρία, που παρουσίασε έντονο ενδιαφέρον από άποψη θεάματος ή κουτσομπολιού: «μετά από καιρό πήγε όλη η παρέα μαζί στα μπουζούκια κι έγινε χουλιαμάς || έγινε μεγάλος χουλιαμάς, όταν οι δυο παρέες πιάστηκαν στα χέρια». Συνών. έγινε νταβανάς / έγινε σασιρμάς / έγινε τζερτζελές / έγινε φραμπαλάς / έγινε χαβαλές·
- έχει χουλιαμά, διαδραματίζεται κατάσταση ευχάριστη ή δυσάρεστη, που παρουσιάζει έντονο ενδιαφέρον από άποψη θεάματος ή κουτσομπολιού: «πάμε γρήγορα στο τάδε μπαράκι, γιατί έμαθα πως έχει καλό χουλιαμά». Συνών. έχει νταβανά / έχει σασιρμά / έχει τζερτζελέ / έχει φραμπαλά / έχει χαβαλέ·
- κάνω χουλιαμά, δημιουργώ ευχάριστη ή δυσάρεστη κατάσταση, κάνω φασαρία: «εκεί που θα πάμε, θα καθίσεις φρόνιμα και δε θέλω να κάνεις χουλιαμά». Συνών. κάνω νταβανά / κάνω σασιρμά / κάνω τζερτζελέ / κάνω φραμπαλά / κάνω χαβαλέ (α)·
- χουλιαμάς να γίνεται, λέγεται για κατάσταση ευχάριστη ή δυσάρεστη που δημιουργείται από κάποιον μέσα στην παρέα μόνο και μόνο για να περάσει η ώρα: «πάλι πάρτι θα κάνεις; -Χουλιαμάς να γίνεται || πάλι τους βάζεις λόγια, για να μαλώσουν; -Χουλιαμάς να γίνεται». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το έλα μωρέ. Συνών. νταβανάς να γίνεται / σασιρμάς να γίνεται / τζερτζελές να γίνεται / φραμπαλάς να γίνεται / χαβαλές να γίνεται.