τριπάρω
τριπάρω, ρ.
[<τριπ + κατάλ. -άρω]. 1. (στη γλώσσα των ναρκωτικών) κάνω χρήση του
τριπ: «καταστράφηκε, απ’ τη μέρα που άρχισε να τριπάρει». 2. βρίσκομαι
κάτω από την επήρεια του τριπ: «κάθε φορά που τριπάρει, πέφτει και κοιμάται». 3.
(στη νεοαργκό) ενθουσιάζομαι: «κάθε φορά που τριπάρω στα μπουζούκια, σηκώνομαι
και χορεύω»·
-
με τριπάρει (κάποιος ή κάτι), με ενθουσιάζει κάποιος ή κάτι: «πολύ με τριπάρει
αυτός ο άνθρωπος, γι’ αυτό και θέλω να κάνω παρέα μαζί του || αυτό τ’
αυτοκίνητο πολύ με τριπάρει, γι’ αυτό μια μέρα θα τ’ αγοράσω».
τριπλάρω
τριπλάρω κ. ντριμπλάρω κ. ντριπλάρω, ρ. [<τρίπλα + κατάλ. -άρω]. 1. (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) κάνω τρίπλα, κάνω τρίπλες: «μόλις τρίπλαρε τον παίχτη που τον μάρκαρε, έστειλε μια βαθιά σέντρα προς την αντίπαλη εστία». 2. ξεγελώ συστηματικά τους άλλους ή ξέρω να απαλλάσσομαι έντεχνα από την πίεση κάποιου: «να δεις που θα τον τριπλάρει και θα του φάει τα λεφτά || επειδή μου είχε γίνει κολλιτσίδα, μόλις βρήκα την ευκαιρία, τον τρίπλαρα και την κοπάνησα».
τρομπάρω
τρομπάρω, ρ. [<ιταλ. trombare], τρομπάρω. 1. λέω ή κάνω ανοησίες, βλακείες: «αντί να συγκεντρωθεί στη δουλειά του, κάθεται και τρομπάρει με τον έναν και με τον άλλον». 2. σπαταλώ άσκοπα τον καιρό μου, δεν κάνω τίποτα, τεμπελιάζω: «όλοι της ηλικίας του έχουν μια δουλειά κι αυτός κάθεται και τρομπάρει». 3. μαλακίζομαι, αυνανίζομαι: «είναι μεγάλος ηδονοβλεψίας και, την ώρα που παίρνει μάτι, τις πιο πολλές φορές τρομπάρει». Πολλές φορές, συνοδεύεται από χειρονομία με το χέρι να μιμείται τις κινήσεις του αυνανισμού, που είναι μια παραλλαγή των κινήσεων του ανθρώπου που πιάνει το χερούλι της τρόμπας και το κινεί συνεχώς πάνω κάτω για να αντλήσει νερό.
τσεκάρω
τσεκάρω, ρ. [<τσεκ + κατάλ. -άρω]. 1. ελέγχω για να διαπιστώσω, να επαληθεύσω ονόματα ή αντικείμενα που είναι γραμμένα σε μια κατάσταση και, αν υπάρχουν, να σημειώσω δίπλα το σημείο V: «πρώτα πρέπει να τσεκάρεις το τιμολόγιο κι ύστερα να παραλάβεις τα πράγματα». 2. εξετάζω, ελέγχω γενικά μια μηχανή σε ειδικό μηχανικό για τη διαπίστωση της καλής λειτουργίας της: «κάθε τρεις τέσσερις μήνες πηγαίνω και τσεκάρω τ’ αυτοκίνητό μου στο μηχανικό». 3. παρατηρώ προσεκτικά κάποιον άνθρωπο για να καταλάβω το ποιόν του, το χαρακτήρα του: «τον τσεκάρισα για καλόν άνθρωπο». 4. (γενικά) ελέγχω, εξετάζω: «πήρα τηλέφωνο στο πρακτορείο ταξιδίων για να τσεκάρω την ημερομηνία αναχώρησής μου».
τσικάρω
τσικάρω, ρ. [<τσίκα + κατάλ. -άρω], (στη γλώσσα της αργκό) μασώ τσίκα: «την τσίκα άλλοι την καπνίζουν και άλλοι την τσικάρουν». Από το ότι υπήρχε από παλιά η συνήθεια άλλοι να καπνίζουν και άλλοι να μασούν τον καπνό, τον ταμπάκο όπως και το χασίσι.
τσιλιάρω
τσιλιάρω, ρ. [<τσίλια + κατάλ. -άρω]. 1. (στη γλώσσα της αργκό) κάθομαι στην τσίλια και παρακολουθώ ή επαγρυπνώ κατά τη διάρκεια ύποπτης ή παράνομης επιχείρησης, παρακολουθώ: «πρέπει να ’χουμε και κάποιον να τσιλιάρει, μέχρι να τελειώσουμε τη δουλειά». 2. βλέπω, εντοπίζω κάποιον με το βλέμμα μου: «κάποια στιγμή τσιλιάρισα τον τάδε που ήταν ανακατεμένος μέσ’ στον κόσμο»· βλ. και λ. μπανίζω.
τσιμεντάρω
τσιμεντάρω,
ρ. [<τσιμέντο + κατάλ. -άρω]. 1. επιστρώνω δάπεδο με τσιμέντο:
«τσιμεντάρει ένα μέρος της αυλής του, για να παίζουν τα παιδιά του μπάσκετ»·
-
θα σε τσιμεντάρω, (απειλητικά ή προειδοποιητικά) θα σε δολοφονήσω, θα σε
σκοτώσω: «αν δε μου φέρεις μέχρι αύριο τα λεφτά που μου χρωστάς, θα σε
τσιμεντάρω». Η φρ. άρχισε να ακούγεται από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 και
είναι παρμένη από τα αμερικάνικα γκανγκστερικά έργα, όπου η Μάφια, όταν ήθελε
να δολοφονήσει κάποιον και να εξαφανίσει το πτώμα του, έχτιζε τα πόδια του με
τσιμέντο μέσα σε ένα ντενεκέ και ύστερα τον πετούσαν σε λίμνη ή σε θάλασσα,
γιατί το βάρος του τσιμέντου εμπόδιζε το πτώμα να ανέβει στην επιφάνεια.
τσιμπουκάρω
τσιμπουκάρω, ρ. [<τσιμπούκι + κατάλ. -άρω], καπνίζω τσιμπούκι ή κάνω τσιμπούκι: «μετά το φαγητό συνηθίζω να τσιμπουκάρω || αυτή η γκόμενα τσιμπουκάρει καλύτερα από κάθε άλλη».
τσοντάρω
τσοντάρω, ρ. [<βενετ. zontare]. 1. προσθέτω τσόντα: «πρέπει να τσοντάρεις στον ποδόγυρο ένα κομμάτι ύφασμα, γιατί το φουστάνι είναι πολύ κοντό». 2. συμβάλλω για τη συγκέντρωση κάποιου χρηματικού ποσού: «πρέπει να τσοντάρουμε όλοι ένα ποσό, για να μαζέψουμε αυτά τα χρήματα που τα χρειάζεται ο τάδε». (Λαϊκό τραγούδι: τσοντάρισ’,αδερφούλα μου, να πιούμε τσιμπουκάκι, μαζί να μαστουριάσουμε, ν’ ακούσεις μπουζουκάκι). 3. συμβάλλω για την επίτευξη κάποιου σκοπού: «αν δεν τσοντάριζε κι ο τάδε με τις συμβουλές του, δε θα πετύχαινε η δουλειά». (Λαϊκό τραγούδι: εκεί ήτανε ο Αχιλλεύς το πρώτο κουτσαβάκι, εκεί το μούτρο ο Οδυσσεύς, που ’φτιαξε τ’ αλογάκι, τσοντάρισε κι ο Δούρειος και πήραμε τη μάχη).
φαλτσάρω
φαλτσάρω, ρ. [<ιταλ. falsare], βλ. φρ. κάνω φάλτσο, λ. φάλτσο.
φερμάρω
φερμάρω,
ρ. [<ιταλ. fermare]. 1. στυλώνω το βλέμμα μου σε κάτι ή σε κάποιον,
διακρίνω κάτι ή κάποιον ανάμεσα σε άλλα ή σε άλλους, παρατηρώ με προσοχή,
κρυφοκοιτάζω, παρακολουθώ προσεκτικά τις κινήσεις κάποιου: «κάποια στιγμή
φερμάρισα ανάμεσα στα εργαλεία το σφυρί που ζητούσα || τον φερμάρισα ανάμεσα
στο πλήθος και τον πήρα από πίσω χωρίς να με βλέπει». (Λαϊκό τραγούδι: όταν
τα μαλλιά σου οντουλάρεις, είσαι ψεύτης κατεργάρης, στον καθρέφτη όλο κοιτάζεις
και φερμάρεις). 2. προετοιμάζω κάποιον για κάτι: «απ’ τη μέρα
που βγήκε αυτός βουλευτής, φερμάρει και το γιο του για βουλευτή». 3.
(ειδικά για κυνηγητικά σκυλιά) οσμίζομαι τον αέρα και εντοπίζω το θήραμα το
οποίο και παρακολουθώ: «είναι σκυλί σπουδαίας ράτσας, γιατί φερμάρει με το
πρώτο το θήραμα». 4. (στη γλώσσα της αργκό) επιτίθεμαι και χτυπώ
κάποιον: «του φερμάρισα μια γροθιά στο πρόσωπο || του φερμάρισα την καρέκλα στο
κεφάλι». 5. (στη γλώσσα της αργκό) σταματώ κάτι που κινείται, ιδίως
αυτοκίνητο ή άλλο τροχοφόρο: «φερμάρισα τ’ αυτοκίνητο σε μια θέση δίπλα στο
πεζοδρόμιο»·
-
της (του) τον (την, το), φέρμαρα ή της (του) τον (την, το) φερμάρισα
(ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί), της
(του) επέβαλα τη σεξουαλική πράξη και, κατ’ επέκταση, τον (την) κορόιδεψα, τον
(την) ξεγέλασα, τον (την) εξαπάτησα: «αφού την είχε όλο το βράδυ στην
γκαρσονιέρα του, σίγουρα της τον φερμάρισε || ήθελε να με ξεγελάσει, αλλά τον
πρόλαβα και του τη φερμάρισα χωρίς να το καταλάβει».
φιγουράρω
φιγουράρω, ρ. [<figurare]. 1. επιδιώκω να κάνω εντύπωση, κάνω επίδειξη, επιδεικνύομαι εντυπωσιακά: «για δες τον πώς φιγουράρει απ’ τη μέρα που του ’τυχε το λαχείο!». 2. προετοιμάζομαι, προβάλλομαι εντυπωσιακά για κάτι: «τον τελευταίο καιρό φιγουράρει για υποψήφιος δήμαρχος». 3. φαίνομαι, παρουσιάζομαι ευρέως: «είναι κοσμικός άνθρωπος και τ’ όνομά του φιγουράρει σ’ όλες τις κοσμικές στήλες των περιοδικών». 4. κατέχω περίβλεπτη θέση: «τ’ όνομά του φιγουράρει πρώτο έξω απ’ το κέντρο που τραγουδάει κι ύστερα ακολουθούν τα ονόματα των άλλων καλλιτεχνών»
φιδάρω
φιδάρω, ρ. [<φίδι + κατάλ. -άρω], (στη νεοαργκό) ελίσσομαι: «όταν παίρνει το τιμόνι στα χέρια του, χαίρεται να φιδάρει ανάμεσα απ’ τ’ άλλα αυτοκίνητα».
φιξάρω
φιξάρω, ρ. [<φιξ + κατάλ. -άρω], φιξάρω· οριστικοποιώ, ιδίως ραντεβού: «χωρίσαμε, αφού προηγουμένως φιξάραμε την ώρα που θα συναντιόμασταν το βράδυ».
φισκάρω
φισκάρω, ρ,. [<φίσκα + κατάλ. -άρω]. 1. (για χώρους) γεμίζω τελείως, μέχρι επάνω, καταλαμβάνω ασφυκτικά, υπερπληρώνω, υπερπληρώνομαι: «μην βάζεις άλλον μέσα, γιατί έχει φισκάρει η αίθουσα || η αίθουσα φισκάρισε και δε χωρούσε ούτε έναν μέσα || ο χώρος γύρω απ’ το γήπεδο είχε φισκάρει από αυτοκίνητα». 2. (για πρόσωπα) πίνω, ιδίως τρώω υπερβολικά, χορταίνω εντελώς: «ήταν τόσο ωραίο το φαγητό, που έφαγα δυο πιάτα και φισκάρισα». Συνών. καργάρω (1, 4) / τιγκάρω.
φλασάρω
φλασάρω, ρ., [<φλας + κατάλ. -άρω], (στη νεοαργκό) θυμώνω, εκνευρίζομαι πάρα πολύ και ξεσπώ: «κάτσε καλά, γιατί, αν φλασάρω, δε σε γλιτώνει τίποτα».
φλερτάρω
φλερτάρω, ρ. [<φλερτ + κατάλ. -άρω]. 1. ερωτοτροπώ, κορτάρω: «μόλις δει καμιά όμορφη γυναίκα, αρχίζει αμέσως να τη φλερτάρει». (Λαϊκό τραγούδι: και να παίζω με κυρίες ποκεράκι και κουμ καν, να φλερτάρω και να πίνω κι όσα έρθουν κι όσα παν). 2. εκδηλώνω επίμονα το ενδιαφέρον μου για κάτι με τη λαχτάρα να το αποκτήσω: «ένα χρόνο φλερτάρω αυτό τ’ αυτοκίνητο».
φλιπάρω
φλιπάρω, ρ. [<αγγλ. flip (= αναποδογυρίζω) + κατάλ. -άρω]. 1. (στη νεοαργκό) λόγω χρήσης ναρκωτικών χάνω τον αυτοέλεγχό μου: «μόλις καπνίσει κανένα τσιγαράκι, φλιπάρει και δεν ξέρει τι του γίνεται». 2. εκνευρίζομαι έντονα, φτάνω στα όρια της παράνοιας, της τρέλας: «μόλις τον δεις να φλιπάρει, το καλό που σου θέλω, να φύγεις αμέσως από κοντά του». (Τραγούδι: βλέπεις, αδερφέ μου, τι σου αραδιάζω, ακριβέ μου. Μα εδώ κοντεύω να φλιπάρω έστω σαν όνειρο αν το πάρω). 3. δεν ξέρω τι μου γίνεται, είμαι μπερδεμένος από έκπληξη ή από ξαφνική απειλή: «να τον δεις πώς φλιπάρισε, μόλις τράβηξε ο άλλος το μαχαίρι και πήγε καταπάνω του». 4. απελπίζομαι πάρα πολύ: «μόλις του τύχει καμιά μικροαναποδιά, φλιπάρει αμέσως και τα χάνει».
φλιτάρω
φλιτάρω, ρ. [<φλιτ + κατάλ. -άρω]. 1. ψεκάζω ένα κλειστό ιδίως χώρο με φλιτ: «κάθε μεσημέρι η μάνα μου φλιτάρει το σπίτι κι έτσι έχουμε απαλλαγεί απ’ τις μύγες». 2. εκδιώκω βίαια κάποιον από ένα φιλικό χώρο ή από τη δουλειά μου: «τον φλιτάρισαν απ’ την παρέα τους, γιατί μπλέχτηκε με τα ναρκωτικά || τον φλιτάρισε τ’ αφεντικό του απ’ τη δουλειά, γιατί ήταν κοπανατζής».
φορμάρω
φορμάρω, ρ.
[<ιταλ. formare]. 1. δίνω κάποιο
συγκεκριμένο σχήμα σε κάποια κατασκευή, ιδίως χειροποίητη: «ο γλύπτης φορμάρει
το άγαλμα που φιλοτεχνεί». 2. διαμορφώνω το χαρακτήρα κάποιου, ιδίως
προς το καλύτερο: «έμπλεξε με τέτοιες παλιοπαρέες αυτό το παιδί, που δεν μπορεί
πια κανείς να το φορμάρει». 3. φέρνω κάποιον σε άριστη φυσική κατάσταση:
«μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα ο νέος προπονητής μπόρεσε και φορμάρισε την
ομάδα». 4. δίνω σε ένα αθλητικό σύνολο το σχήμα που αποδίδει αγωνιστικά:
«υπάρχουν πολλοί παίχτες που είναι τραυματισμένοι κι ο προπονητής δεν μπορεί να
φορμάρει την ομάδα». 5. (γενικά) προετοιμάζω, προαλείφω κάποιον για
κάτι: «το κόμμα τον φορμάρει για βουλευτή»·
-
της τον (τη, το) φορμάρω (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή,
το πέος, το καυλί), της επιβάλλω τη σεξουαλική πράξη: «αφού την είχε όλο το
βράδυ στην γκαρσονιέρα του, σίγουρα θα της τον φορμάρισε».
φάλτσο
φάλτσο, το,
ουσ. [<ιταλ. falso]. 1. παραφωνία στο
τραγούδι ή στην εκτέλεση μουσικού κομματιού: «έπιασες υψηλό τόνο κι όπως τραγούδησες
το τραγούδι, ήταν όλο φάλτσο». (Λαϊκό τραγούδι: και μέσ’ απ’ την παλιά
καρδιά μου, που ζητιανεύει τη ζωή, τραγούδια φάλτσα τα όνειρά μου, μέσα
στου δρόμου τη βουή). 2. η αδικία, το λάθος, το σφάλμα, η αντικανονική
συμπεριφορά ή η παράβαση των κανόνων μιας παρέας, μιας ομάδας ή μιας σπείρας:
«στην παρέα μας δε συγχωρούμε το φάλτσο κανενός || σ’ όλη σου τη ζωή ήσουν ένα
φάλτσο || τον έδιωξαν απ’ την παρέα τους, γιατί ήταν όλο φάλτσο». 3α.
(στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) το έντεχνο χτύπημα της μπάλας, ώστε να
ακολουθήσει ελλειπτική τροχιά, πράγμα που μπορεί να ξεγελάσει τον αντίπαλο
παίχτη, ιδίως τον τερματοφύλακα: «με τέτοιο φάλτσο που έφυγε η μπάλα απ’ το
πόδι του, ήταν αδύνατο να μην ξεγελαστεί ο τερματοφύλακας». β. (για
μπιλιάρδο) το έντεχνο χτύπημα της μπίλιας, ώστε να ακολουθήσει ελλειπτική
τροχιά: «είχε τέτοιο φάλτσο η μπίλια, που, παρά την άσχημη θέση στην οποία
βρισκόταν, έκανε καραμπόλα». γ. (για μπιλιάρδο) λουλακί ύλη σε σχήμα
μικρού κύβου με την οποία τρίβουν κατά διαστήματα οι παίχτες τη μύτη της στέκας
τους για να μη γλιστράει, όταν χτυπούν με αυτή την μπίλια: «ζήτησε απ’ τον
καταστηματάρχη ένα καινούριο φάλτσο, γιατί αυτό που υπήρχε είχε τελειώσει»·
-
βάζω φάλτσο, α. (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) χτυπώ έντεχνα την
μπάλα, ώστε να ακολουθήσει ελλειπτική τροχιά, πράγμα που μπορεί να ξεγελάσει
τον αντίπαλο παίχτη, ιδίως τον τερματοφύλακα: «έβαλε τέτοιο φάλτσο στο σουτ που
έκανε, ώστε ο τερματοφύλακας έπεσε απ’ τη μια μεριά κι η μπάλα καρφώθηκε στα
δίχτυα απ’ την άλλη». β. (για μπιλιάρδο) χτυπώ έντεχνα την μπίλια, ώστε
να ακολουθήσει ελλειπτική τροχιά: «αν δεν έβαζε φάλτσο, δε θα μπορούσε να
βγάλει την καραμπόλα». γ. (για μπιλιάρδο) τρίβω κατά διαστήματα τη μύτη
της στέκας μου στο φάλτσο, για να μη γλιστράει όταν χτυπώ με αυτή την μπίλια:
«έβαλε προσεκτικά φάλτσο στη στέκα του κι ετοιμάστηκε να χτυπήσει την μπίλια»·
-
κάνω φάλτσο, α. κάνω παραφωνία τραγουδώντας κάποιο τραγούδι ή
εκτελώντας κάποιο μουσικό κομμάτι: «μην ανοίξεις το στόμα σου, όταν εμείς θα
τραγουδάμε, γιατί κάνεις συνέχεια φάλτσο». β. κάνω λάθος, κάνω σφάλμα,
συμπεριφέρομαι αντικανονικά ή παραβαίνω τους κανόνες μιας παρέας, μιας ομάδας ή
μιας σπείρας, οπότε θεωρούμαι και ύποπτος: «σ’ αυτό το σημείο της κουβέντας
έκανα φάλτσο κι εκτέθηκα χωρίς λόγο || κάθε φορά που πλησιάζει στην παρέα μας ο
τάδε, αλλάζουμε κουβέντα, γιατί τον τελευταίο καιρό κάνει συνέχεια φάλτσο»·
-
με φάλτσο, α. παράφωνα: «τραγούδησε με φάλτσο || έπαιξε στην
κιθάρα ένα κομμάτι με φάλτσο». β. (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) με
έντεχνο χτύπημα, ώστε η μπάλα να ακολουθήσει ελλειπτική τροχιά, πράγμα που
μπορεί να ξεγελάσει τον αντίπαλο παίχτη, ιδίως τον τερματοφύλακα: «χτύπησε την
μπάλα με φάλτσο και ξεγέλασε τον τερματοφύλακα». γ. (για μπιλιάρδο) με
έντεχνο χτύπημα της μπίλιας, ώστε να ακολουθήσει ελλειπτική τροχιά: «χτύπησε
την μπίλια με φάλτσο κι έβγαλε την καραμπόλα».