Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 249 αποτελέσματα (1 έως 20)
αβανιάρω

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

αβανιάρω κ. αβανιάζω κ. αβανίζω, ρ. [<αβανιά + κατάλ. -ρω, -ζω], (στη γλώσσα της αργκό) διαβάλλω, δυσφημώ, κατηγορώ άδικα, συκοφαντώ κάποιον: «έχει το χούι ν’ αβανιάρει όλο τον κόσμο».

αβαντάρω

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

αβαντάρω, ρ. [<αβάντα + κατάλ. -άρω]. 1. ενεργώ ως αβανταδόρος, υποστηρίζω, ευνοώ κάποιον ή κάτι: «κάθε φορά που έχει δυσκολίες, τον αβαντάρει ο φίλος του». (Λαϊκό τραγούδι: ντερβισάκι μου, δεν παύεις την νταμίρα να φουμάρεις, κάθισε να μας αβαντάρεις και μαζί μου να τα πάρεις). 2. υποστηρίζω κάποιον οικονομικά: «έχει πλούσιο πεθερό που τον αβαντάρει κάθε φορά που έχει κάποιο οικονομικό πρόβλημα». (Λαϊκό τραγούδι: μόνο κανένας μπάρμπας σου μπορεί να σ’ αβαντάρει· τα τσεκ απ’ την Αμερική σε βγάζουν παλικάρι).

αβαντζάρω

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

αβαντζάρω κ. αβαντσάρω, ρ. [<ιταλ. avanzare]. 1. προκαταβάλλω μισθό, μίσθωμα, μέρος χρέους ή δανείου και γενικά προκαταβάλλω ένα ποσό για εργασία που πρόκειται να αναλάβει κάποιος: «μόλις έπιασε το παιδί δουλειά κι επειδή είναι άφραγκος, λέω να του αβαντζάρω κάνα δυο μηνιάτικα || κάθε φορά που αναθέτω σε κάποιον μια δουλειά, του αβαντζάρω κι ένα ποσό για τα πρώτα έξοδα». 2. ενεργώ προς όφελος κάποιου, βοηθώ κάποιον, τον σεγκοντάρω: «είναι μέσα στα νεύρα του γιατί, αν και τον αβαντζάρω τόσο καιρό, δεν μπορεί ακόμη να πάρει τη δουλειά». 3. βοηθώ κάποιον χρηματικά, πληρώνω το χρέος του: «μέχρι τώρα έχω αβαντζάρει όλον τον κόσμο κι ευχαριστώ δεν άκουσα από κανέναν».

αβαράρω

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

αβαράρω, ρ. [<ιταλ. varare + α- προτακτ.]. 1α. (στη γλώσσα της αργκό) ξεκινώ, προχωρώ, απομακρύνομαι, φεύγω: «κάθε βράδυ κατά τις δέκα αβαράρει για το σπίτι του». β. αποτρέπω: «κι εκεί που τα νεύρα όλων ήταν τεντωμένα, άρχισε τα αστεία του ο τάδε κι αβαράρισε τον καβγά». 2. (στη ναυτική γλώσσα) απομακρύνω βάρκα ή μικρό πλοίο από κάποιο σημείο σπρώχνοντας με το κουπί, ή με τα χέρια ή απομακρύνω πλοίο από το αγκυροβόλιό του: «παρήγγειλε στο ναύτη του ν’ αβαράρει συνεχώς με το κουπί πάνω στην προκυμαία για να μην πέσουν απάνω της || απ’ το ύψωμα είδε το πλοίο ν’ αβαράρει προς την μπούκα του λιμανιού».

αβιζάρω

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

αβιζάρω, ρ. [<ιταλ. avvisare], (στη γλώσσα της αργκό) (προ)ειδοποιώ, (προ)αναγγέλλω: «τον έστειλε ν’ αβιζάρει την άφιξή του». Από τη ναυτική ορολογία.

αγαντάρω

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

αγαντάρω, ρ. [<ιταλ. agguantare]. 1. κάνω κουράγιο, υπομένω, αντέχω, βαστώ: «χρόνια τώρα αγαντάρω στις δυσκολίες της ζωής». 2. κρατώ κόντρα: «εσύ σπρώχνε από μπροστά κι εγώ θ’ αγαντάρω από πίσω».

αγκαζάρω

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

αγκαζάρω, ρ. [<αγκαζέ + κατάλ. -άρω], εξασφαλίζω, δεσμεύω κάποιον ή κάτι με προκαταβολή ή υπόσχεση: «αγκαζάρισε πριν από μια βδομάδα το τάδε μαγαζί για τη γαμήλια δεξίωση της κόρης του || έχω αγκαζάρει την τάδε για το βραδινό χορό μας».

ακομπανιάρω

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

ακομπανιάρω, ρ. [<ιταλ. accompagnare]. 1. συνοδεύω μια μελωδία με φωνή ή μουσική υπόκρουση: «εγώ θα τραγουδώ, κι εσύ θα ακομπανιάρεις με την κιθάρα σου». 2. υποστηρίζω κάποιον σε αυτό που κάνει, ιδίως σε αυτό που λέει: «του κάνεις κακό με το να τον ακομπανιάρεις σε κάθε βλακεία που λέει».

ακοστάρω

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

ακοστάρω κ. κοστάρω, ρ. [<ιταλ. accostare]. 1. (στη ναυτική γλώσσα για πλοία) πλευρίζω σε πλοίο ή σε μόλο, φτάνω στην ακτή: «θα πληρωθείτε, μόλις ακοστάρει το πλοίο στην προβλήτα». 2. (για πρόσωπα) διπλαρώνω μια γυναίκα στο δρόμο με σκοπό τη γνωριμία ή τη σύναψη ερωτικών σχέσεων: «μόλις δει γυναίκα στο δρόμο, φτιάχνει τη χωρίστρα του και την ακοστάρει».

αλεγράρω

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

αλεγράρω, ρ. [αλέγρος + κατάλ. -άρω]. α. γίνομαι εύθυμος, ζωηρός, πρόσχαρος, έρχομαι στο κέφι: «να τον δεις εσύ για πότε αλεγράρει, μόλις ακούσει ρεμπέτικα τραγούδια!». β. ζωηρεύω κάποιον, του δίνω κέφι: «έλα κι εσύ μαζί μας, γιατί είναι στις μαύρες του και μόνο εσύ μπορείς να τον αλεγράρεις». 

αμπαλάρω

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

αμπαλάρω, ρ. [<ιταλ. abballare], συσκευάζω, τακτοποιώ πράγματα, ιδίως εμπορεύματα, σε δέμα ή κιβώτιο για μεταφορά: «μόλις αμπαλάρεις το εμπόρευμα, είσαι ελεύθερος να φύγεις || μου έμειναν κάτι τελευταία ρούχα ν’ αμπαλάρω για τη μεταφορά»·
- τον αμπαλάρω, βλ. φρ. τον κάνω αμπαλάζ, λ. αμπαλάζ.

αμπαντονάρω

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

αμπαντονάρω, ρ. [<ιταλ. abbandonnare], εγκαταλείπω, παρατώ: «τα φτιάχνει με άμυαλες πιτσιρίκες κι αφού τις γλεντήσει καλά καλά τις αμπαντονάρει στα κρύα του λουτρού».

αριβάρω

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

αριβάρω, ρ. [<ιταλ. arrivare]. 1. έρχομαι , φτάνω, καταφθάνω, εισβάλλω σε έναν χώρο, ιδίως απρόσκλητος και την κατάλληλη στιγμή: «μόλις σηκώθηκαν να τον δείρουν, αριβάρισε ο αδερφός του και τους διέλυσε». 2. (για πλοία) φτάνω, καταπλέω: «ο στόλος αριβάρισε στο λιμάνι».

ατακάρω

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

ατακάρω, ρ. [<ατάκα + κατάλ. -ρω]. 1. απαντώ αμέσως, είμαι ετοιμόλογος: «βρε, αυτό το παιδί, ό,τι και να του πεις, σου ατακάρει αμέσως». 2. (στη γλώσσα του θεάτρου) στα διαλογικά  μέρη του έργου, αποκρίνομαι αμέσως: «μόλις θα σου ευχηθώ στην υγειά σου, θα ατακάρεις αμέσως και θα πεις ευχαριστώ».

βαρώ

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

βαρώ, ρ., βλ. λ. βαράω.

βινάρω

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

βινάρω, ρ. [<ιταλ. vinario (= επίθ. οινικός, του κρασιού)], (στη γλώσσα των ναρκωτικών) πίνω, καταπίνω τον καπνό από τσιγαριλίκι: «όταν πίνει χασίς, βινάρει καλά τον καπνό για να την ακούσει πιο γρήγορα».

βιράρω

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

βιράρω, ρ. [<ιταλ. virare]. 1. τραβώ, σηκώνω, ανεβάζω την άγκυρα ή βάρος με μηχανισμό, με βαρούλκο: «ο πλοίαρχος έδωσε εντολή να βιράρουν την άγκυρα, για να αποπλεύσουν»· (στη γλώσσα της αργκό) 2. απομακρύνω, διώχνω κάποιον από κοντά μου: «επειδή αντιμιλούσε συνέχεια στο διευθυντή του, τον βιράρισε κι αυτός στην επαρχία». Από την εικόνα του πλοίου που σηκώνει τις άγκυρες και αποπλέει από το λιμάνι. 3. αλλάζω τακτική, πολιτική, πηγαίνω με άλλη ομάδα, με άλλο κόμμα, ιδίως για να αποκομίσω υλικά ή άλλα οφέλη: «αυτός βιράρει ανάλογα με το συμφέρον του».

βολτάρω

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

βολτάρω, ρ. [<ιταλ. voltare]. 1. περπατώ για ευχαρίστηση σε χώρο αναψυχής: «κάθε απόγευμα βολτάρω στην παραλία». 2. περιφέρομαι στους δρόμους χωρίς σκοπό: «όταν δεν έχω δουλειά, βολτάρω μέσα στην πόλη». (Λαϊκό τραγούδι: πόσο ήθελα, ρε φίλε, να ’χα φουλ το πορτοφόλι, με μια κούρσα να βολτάρω μέσα στην Ελλάδα όλη).

βολτατζάρω

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

βολτατζάρω, ρ. [<ιταλ. voltaggiare], (στη γλώσσα της αργκό) βλ. λ. βολτάρω. (Λαϊκό τραγούδι: έλα να βολτατζάρουμε, πάμε να τη φουμάρουμε).

γκελάρω

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

γκελάρω, ρ. [<γκέλ + κατάλ. -άρω], χτυπώ κάπου και αλλάζω πορεία: «τ’ αυτοκίνητο χτύπησε στην άκρη του κράσπεδου και γκελάρισε πάω στο περίπτερο»· βλ. και φρ. κάνω γκελ, κάνω γκέλα, κάνω γκέλες.

αμπαλάζ

αμπαλάζ, το, άκλ. ουσ. [<γαλλ. emballage]. 1α. η συσκευασία, η τακτοποίηση πραγμάτων, ιδίως εμπορευμάτων σε δέμα ή κιβώτιο για μεταφορά: «μόλις τελειώσεις το αμπαλάζ, ειδοποίησε να ’ρθει το φορτηγό». β. οτιδήποτε, πράγμα ή εμπόρευμα είναι συσκευασμένο σε δέμα για μεταφορά: «τι περιέχει αυτό το αμπαλάζ;». 2. πολυτελής συσκευασία με ειδικό χαρτί ή ειδικό πακέτο, όταν πρόκειται για δώρο: «θέλω να κάνετε ένα προσεγμένο αμπαλάζ, γιατί το ρολόι πρόκειται να το κάνω δώρο στη μνηστή μου»·
- κάνω αμπαλάζ, βλ. λ. αμπαλάρω·
- τον κάνω αμπαλάζ, κάνω κάποιον ό,τι θέλω, είναι του χεριού μου, τον κατανικώ: «μόλις του ’βρισε τη μάνα, τον άρπαξε στα χέρια του και τον έκανε αμπαλάζ». Από την εικόνα του ατόμου που χρησιμοποιεί όπως αυτός θέλει ένα πράγμα για να το συσκευάσει.

βαράω

βαράω κ. βαρώ, ρ. [<μτγν. βαρῶ, με σημασιολογική επίδραση του ουσ. η βαριά (= σφυρί)], βαρώ. 1. δέρνω, χτυπώ: «ποιος σε βάρεσε;». (Λαϊκό τραγούδι: τα κλοπς βαρούσαν δώδεκα και μεις μαστουρωμένοι τρεις κάμες ξεβρακώσαμε και βγήκαμε χαμένοι). 2. τραυματίζω, τραυματίζομαι: «τον βάρεσα με μια πέτρα || βάρεσα, καθώς έσκαβα». (Λαϊκό τραγούδι: την βάρεσα μες στην καρδιά, μαύρη να ’ταν η ώρα, και τώρα κλαίω μάνα μου εδώ σε ξένη χώρα). 3. επιτίθεμαι, κάνω έφοδο, προσβάλλω: «χτες βράδυ η αστυνομία βάρεσε όλες τις παράνομες χαρτοπαιχτικές λέσχες». (Λαϊκό τραγούδι: ρε ν’ αποπίσω στη στρατώνα βαρέσαν μάγκα την υπόγα). 4.ηχώ, σημαίνω: «ο παπάς βάρεσε την καμπάνα || ο σαλπιγκτής βάρεσε τη σάλπιγγα». (Λαϊκό τραγούδι: βάρα λοστρόμε την μπορού κι εσύ μηχανικέ ντουγρού φουλαριστά οι μηχανές πάλι να τρέχουν). 5. παίζω μουσικό όργανο: «τα όργανα βαρούσαν μέχρι το πρωί». (Δημοτικό τραγούδι: εκεί ψηλά στον άι Λια βαρούν νταούλια και βιολιά, όλοι πίνουν και χορεύουν την αγάπη μου παντρεύουν). 6. (στη γλώσσα των ναρκωτικών) παίρνω ναρκωτικό με ενδοφλέβια ένεση: «τον είδα μέσ’ στην αποθήκη που βαρούσε μαζί μ’ ένα φίλο του». 7. (για τάβλι) βλ. λ. χτυπώ. 8α. γ΄ εν. βαράει, (για πρόσωπα) το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, είναι άγριο, σκληρό, δεν είναι καθόλου ανεκτικό. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το συμβουλευτικό ή προειδοποιητικό πρόσεχε γιατί ή πρόσεχέ τον γιατί. β. (για ποτά) είναι πολύ δυνατό. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το συμβουλευτικό λίγο λίγο γιατί ή αργά αργά γιατί ή σιγά σιγά γιατί ή πρόσεχε γιατί·  βλ. και λ. χτυπώ. (Ακολουθούν 93 φρ.)·  
- αλλού βαρούν τα τύμπανα κι αλλού χορεύει η νύφη, βλ. λ. νύφη·
- βαράει ενέσεις, βλ. λ. ένεση·
- βαράει ο ήλιος, βλ. λ. ήλιος·
- βαράει στο κεφάλι, (για ποτά), βλ. λ. κεφάλι·
- βαράει τη γροθιά του στο μαχαίρι, βλ. λ. γροθιά·
- βαράει του ήλιου πετριές, βλ. λ. ήλιος·
- βαράτε βιολιτζήδες, βλ. λ. βιολιτζήδες·
- βαράτε με κι ας κλαίω, λέγεται για άτομο που, ενώ προσποιείται πως δε θέλει κάτι, εν τούτοις το θέλει πάρα πολύ, ιδίως μάλιστα, όταν πρόκειται για γυναίκα: «όλο όχι κι όχι μου λες, αλλά μόλις τη δεις βαράτε με κι ας κλαίω». Ο πλ. και όταν απευθυνόμαστε σε ένα μόνο άτομο·
- βαράω αναφορά, βλ. λ. αναφορά·
- βαράω διάλυση, βλ. λ. διάλυση·
- βαράω διάνα, βλ. λ. διάνα·
- βαράω εγερτήριο, βλ. λ. εγερτήριο·
- βαράω καμπάνα, βλ. λ. καμπάνα·
- βαράω κανόνι, βλ. λ. κανόνι·
- βαράω κανονιά, βλ. λ. κανονιά·
- βαράω κασμά, βλ. λ. κασμάς·
- βαράω κατακέφαλα, βλ. λ. κατακέφαλα·
- βαράω μαλακία, βλ. λ. μαλακία·
- βαράω μια μαλακία, βλ. λ. μαλακία·
- βαράω μπουρού, βλ. λ. μπουρού·
- βαράω μύγες, βλ. λ. μύγα·
- βαράω οπισθοχώρηση, βλ. λ. οπισθοχώρηση·
- βαράω παλαμάκια, βλ. λ. παλαμάκια·
- βαράω προσκλητήριο, βλ. λ. προσκλητήριο·
- βαράω προσοχή, βλ. λ. προσοχή·
- βαράω σάλπιγγα ή βαράω τη σάλπιγγα, βλ. λ. σάλπιγγα·
- βαράω στα γεμάτα, βλ. λ. γεμάτος·
- βαράω στα γερά, βλ. λ. γερός·
- βαράω στο γάμο του Καραγκιόζη, βλ. λ. Καραγκιόζης·
- βαράω στο δόξα πατρί, βλ. λ. δόξα πατρί·
- βαράω στο σταυρό, βλ. λ. σταυρός·
- βαράω στο σωρό, βλ. λ. σωρός·
- βαράω στο ψαχνό, βλ. λ. ψαχνό·
- βαράω στου Κουτρούλη το γάμο, βλ. λ. Κουτρούλης·
- βαράω συναγερμό, βλ. λ. συναγερμός·
- βαράω την ίδια βιόλα, βλ. λ. βιόλα1·
- βαράω το βιολί μου, βλ. λ. βιολί·
- βαράω το ίδιο βιολί, βλ. λ. βιολί·
- βαράω το κεφάλι μου, βλ. λ. κεφάλι·
- βαράω το κεφάλι μου στον τοίχο, βλ. λ. τοίχος·
- βαράω το πετσάκι μου, βλ. λ. πετσάκι·
- βαράω το πουλάκι μου, βλ. λ. πουλάκι·
- βαράω το πουλί μου, βλ. λ. πουλί·
- βαράω φαλιμέντο, βλ. λ. φαλιμέντο·
- βάρεσε μπιέλα, βλ. λ. μπιέλα·
- βάρεσε πιράκια, βλ. λ. πιράκι·
- βαρούν τα όργανα, βλ. λ. όργανο·
- βγάλε τη σκούφια σου και βάρα τον, βλ. λ. σκούφια·
- δεν ξέρω τι βιολί βαράει, βλ. λ. βιολί·
- εγώ τι βιολί βαράω! βλ. λ. βιολί·
- εγώ τι βιολί βαράω; βλ. λ. βιολί·
- είναι (για) να βαράς το κεφάλι σου στον τοίχο, βλ. λ. κεφάλι·
- η αγαμία τον βάρεσε στο κεφάλι, βλ. λ. αγαμία·
- η κοιλιά μου βαράει Καραϊσκάκη, βλ. λ. κοιλιά·
- η κοιλιά μου βαράει ταμπουρά, βλ. λ. κοιλιά·
- η μαλακία τον βάρεσε στο κεφάλι, βλ. λ. μαλακία·
- κανόνια να βαράνε δεν ξυπνάει, βλ. λ. ξυπνώ·
- κι εμείς τι βιολί βαράμε! βλ. λ. βιολί·
- με βάρεσε, με κυριάρχησε έντονο συναίσθημα, έντονη επιθυμία: «με βάρεσε το βέλος του έρωτα || με βάρεσε η φλογερή ματιά της». (Λαϊκό τραγούδι: νταλκάς βαρύς με βάρεσε, ένα κορίτσι μ’ άρεσε
- με βάρεσε ο ήλιος κατακέφαλα, βλ. λ. ήλιος·
- με βάρεσε ο ήλιος στο κεφάλι, βλ. λ. ήλιος·
- μη βαράς! ή μη μας βαράς! ή τι βαράς! καθησυχαστική έκφραση σε εκνευρισμένο άτομο, ιδίως της παρέας μας, και έχει την έννοια μη συμπεριφέρεσαι με τόση αυστηρότητα, με τόση αγριότητα, με τόση σκληρότητα, μη φωνάζεις, ηρέμησε. (Λαϊκό τραγούδι: κυρ αστυνόμε μη βαράς, γιατί κι εσύ το ξέρεις, πως η δουλειά μας είναι αυτή και ρέφα μη γυρεύεις). Συνήθως της φρ. προτάσσεται το καλά ντε ή το εντάξει μωρέ και αρκετές φορές η φρ. κλείνει με το κιόλας.Στην περίπτωση που η αυστηρότητα, η αγριότητα ή η σκληρότητα του ατόμου είναι πολύ έντονη, η φρ. κλείνει με ένα κλαψιάρικο ρε, ενώ σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις το τελικό σίγμα του ρήματος ή μόλις ακούγεται ή δεν ακούγεται καθόλου: καλά ντε, μη βαρά(ς)! ή μη βαρά(ς) ρε! ή τι βαρά(ς) ρε! Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο στον εαυτό του·
- μου (τη) βαράει στα νεύρα, βλ. λ. νεύρο·
- μου τη βάρεσε, α. ξαφνικά ένιωσα κάποια επιθυμία και έσπευσα να την πραγματοποιήσω: «κι ενώ οι άλλοι έπαιζαν χαρτιά, μου τη βάρεσε ν’ ακούσω καμιά πενιά κι έφυγα βολίδα για τα μπουζούκια». β. μου προξένησε κάποιος δυσφορία, αντιπάθεια, με εκνεύρισε: «αυτός ο άνθρωπος μου τη βάρεσε απ’ την πρώτη στιγμή που τον είδα». γ. ξαφνικά με έπιασε μεγάλος θυμός, μεγάλη μανία, τρέλα: «άκουγα μια ώρα τις βλακείες που έλεγε, οπότε μου τη βάρεσε κάποια στιγμή και τον άρχισα στις μπάτσες»·
- μου τη βάρεσε κατακέφαλα, βλ. λ. κατακέφαλα·
- μου τη βάρεσε κατάκορφα, βλ. λ. κατάκορφα·
- μου τη βάρεσε κατακούτελα, βλ. λ. κατακούτελα·
- μου τη βάρεσε στο δόξα πατρί, βλ. λ. δόξα πατρί·
- μου τη βάρεσε στο έτσι, βλ. λ. έτσι·
- μου τη βάρεσε στο κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- όποιος κυνηγάει δυο λαγούς, κανέναν δε βαρά, βλ. λ. λαγός·
- όπως βαράει ο ταμπουράς, βλ. λ. ταμπουράς·
- όπως του βαρούν, χορεύει, είναι αναγκασμένος για κάποιο λόγο να ενεργεί σύμφωνα με αυτό που του προστάζουν οι άλλοι, χωρίς να έχει περιθώρια αντίδρασης ή έκφρασης διαφορετικής γνώμης: «έχει πολλή ανάγκη αυτή τη δουλειά, γι’ αυτό, όπως του βαρούν, χορεύει»· βλ. και φρ. όπως του κανοναρχείς, ψέλνει, λ. κανοναρχώ·
- τα βαράει, (στη γλώσσα της αργκό) έχει πολλά χρήματα: «ξεκίνησε φτωχός από ένα χωριό και τώρα τα βαράει»·
- τα βαράω κάτω, βλ. λ. κάτω·
- τα κουδούνια ο τρελός μοναχός του τα βαράει, βλ. λ. κουδούνι·
- τη βαράω, κάνω κάτι χωρίς διακοπή, ιδίως διαδρομή: «έκανα μια στάση στη Λαμία κι από κει τη βάρεσα κατευθείαν Θεσσαλονίκη»·
- τι βιολί βαράει; βλ. λ. βιολί·
- τι να σε βαρέσω, που ’σαι βαρεμένος απ’ το Θεό, βλ. λ. Θεός·
- το βαράει (ενν. το μουνί της), (στη γλώσσα της αργκό) ενδίδει με ευκολία στους άντρες, δέχεται με ευκολία να υποστεί τη σεξουαλική πράξη: «απ’ ό,τι λένε, το βαράει από μικρή»·
- το βαράω, (στη γλώσσα της αργκό και για τα δυο φύλα) μοιχεύω: «δεν υπάρχει σήμερα παντρεμένο ζευγάρι που να μην το βαράει»·
- τον (τη, το) βαράω (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί), αυνανίζομαι: «όταν έχει καιρό να πάει με γυναίκα, κάθεται και τον βαράει»·
- τον βαράω κατακέφαλα, βλ. λ. κατακέφαλα·
- τον βαράω στο δόξα πατρί, βλ. λ. δόξα πατρί·
- τον βαράω στο σταυρό, βλ. λ. σταυρός·
- τον βάρεσε η ζέστα στο κεφάλι ή η ζέστα τον βάρεσε στο κεφάλι, βλ. λ.ζέστα·
- τον βάρεσε (η) τρέλα, βλ. λ. τρέλα·
- τον βάρεσε ο ήλιος στο κεφάλι ή ο ήλιος τον βάρεσε στο κεφάλι, βλ. λ. ήλιος·
- τον βάρεσε οξεία μαλακίτιδα, βλ. λ. μαλακίτιδα·
- τον βάρεσε οξεία τεμπελίτιδα, βλ. λ. τεμπελίτιδα·
- τον βάρεσε το κρασί στο κεφάλι ή το κρασί τον βάρεσε στο κεφάλι, βλ. λ. κρασί·
- τον βάρεσε το ποτό στο κεφάλι ή το ποτό τον βάρεσε στο κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- τώρα βαράτε βιολιτζήδες, βλ. λ. βιολιτζήδες.

βολτάρω

βολτάρω, ρ. [<ιταλ. voltare]. 1. περπατώ για ευχαρίστηση σε χώρο αναψυχής: «κάθε απόγευμα βολτάρω στην παραλία». 2. περιφέρομαι στους δρόμους χωρίς σκοπό: «όταν δεν έχω δουλειά, βολτάρω μέσα στην πόλη». (Λαϊκό τραγούδι: πόσο ήθελα, ρε φίλε, να ’χα φουλ το πορτοφόλι, με μια κούρσα να βολτάρω μέσα στην Ελλάδα όλη).