Απόκοπος
Συγγραφέας: Μπεργαδής
Γραμμένος είτε στο πρώτο είτε στο δεύτερο μισό του 15ου αιώνα, αλλά τυπωμένος για πρώτη φορά στη Βενετία το 1509, γνώρισε αλλεπάλληλες ανατυπώσεις και έγινε ένα από τα δημοφιλέστερα αναγνώσματα του νέου ελληνισμού, τουλάχιστον για τους επόμενους τρεις αιώνες. Ο Απόκοπος του Μπεργαδή περιγράφει μια ονειρική κάθοδο στον άλλο κόσμο και αποτελεί το πιο αντιπροσωπευτικό δείγμα της πρώιμης Αναγέννησης στην κρητική λογοτεχνία. Είναι συνθεμένος σε βυζαντινή δημώδη γλώσσα με πολλά στοιχεία του κρητικού ιδιώματος και στις βενετικές εκδόσεις αποτελείται από 556 ζευγαρωτά ομοιοκατάληκτους δεκαπεντασύλλαβους στίχους, ωστόσο το τελευταίο τμήμα του γενικά θεωρείται νόθο.
Στυλιανός Αλεξίου (επιμ.), Μπεργαδής, Απόκοπος. Η Βοσκοπούλα [Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη, ΠΟ 15], Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2002, σ. 7-42.
Εισαγωγή
Ο Απόκοπος αποτελεί, όπως πολύ εύστοχα έχει επισημανθεί, «το πιο γοητευτικό και συνάμα το πιο αινιγματικό αφηγηματικό ποίημα της πρώτης ακμής της (επώνυμης) κρητικής λογοτεχνίας» (Βασιλείου 1993, 125). Η γοητεία του εδράζεται στη μεγάλη του αισθητική αξία, η οποία τυγχάνει της καθολικής αποδοχής των μελετητών, ενώ η αινιγματικότητά του έγκειται τόσο στον πολυσύνθετο χαρακτήρα του όσο και στα "πάγια" μετέωρα ζητήματα που συνοδεύουν πολλά –αν όχι τα περισσότερα– από τα πρώιμα δημώδη κείμενα (λ.χ. συγγραφέας, χρονολόγηση, πνευματικό κλίμα που απηχεί κ.ά.), με αποτέλεσμα να εγείρει δυσεπίλυτα φιλολογικά και ερμηνευτικά προβλήματα (Λεντάρη 2007, 144).
Ο τίτλος του ποιήματος, που σημαίνει τον «αποκαμωμένο», τον «κατάκοπο», οφείλεται σε φράση του πρώτου στίχου «Μιαν από κόπου ενύσταξα, να κοιμηθώ εθυμήθην», ενώ ο συγγραφέας του, ο Μπεργαδής, μας είναι γνωστός χάρη στο διαφημιστικό –και πρόσθετο από κάποιο άλλο πρόσωπο (van Gemert 1997, 75), μάλλον τον επιμελητή της πρώτης έκδοσης– δίστιχο που συνοδεύει τις πρώτες έντυπες εμφανίσεις του:
Απόκοπος του Μπεργαδή, ρίμα λογιωτάτη
την έχουσιν οι φρόνιμοι πολλά ποθεινοτάτη.
Επειδή δεν παραδίδεται το μικρό όνομα του ποιητή, παρά μονάχα το επώνυμό του, είναι δύσκολο να ταυτιστεί με συγκεκριμένο πρόσωπο· το επίθετο Μπεργαδής εύλογα έχει ερμηνευθεί ως εξελληνισμένη παραλλαγή της βενετοκρητικής αριστοκρατικής οικογένειας των Bragadin(o) ή Bregadin(o) από το Ρέθυμνο, επιφανή μέλη της οποίας μνημονεύονται στην κρητική κοινωνία από το 1311 έως το 1644 (Κεχαγιόγλου 1982, 27), δεν μπορεί, ωστόσο, να αποκλειστεί το ενδεχόμενο μιας αστικής οικογένειας με το ίδιο όνομα (van Gemert 1997, 75), προερχόμενης από κάποια άλλη κρητική πόλη, ειδικά από τη στιγμή που για τον 15ο αιώνα δεν σώζονται ιστορικές μαρτυρίες για τον ρεθυμνιώτικο κλάδο των Μπεργαδήδων. Πρόσφατα προτάθηκε, με κάποια επιφύλαξη, η ταύτισή του με έναν Petrus Bergadhin/Πέτρο Μπεργαδή από τα Χανιά, έναν μικρό φεουδάρχη που αναφέρεται σε αρχειακά έγγραφα ως κάτοικος του Χάνδακα (σημερινό Ηράκλειο) από το 1464 και εξής (van Gemert 2007, 159)· όμως, η ταύτιση αυτή, που θα διευκόλυνε και την τοποθέτηση του ποιήματος σ’ ένα πιο συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, παραμένει αβέβαιη.
Συναφές με το προηγούμενο ζήτημα, λοιπόν, είναι και εκείνο της χρονολόγησης του έργου. Ασφαλώς, η παλιότερη, όψιμη τοποθέτησή του στον 16ο αιώνα (π.χ. Πολίτης 1953· Μανούσακας 1965) έχει οριστικά αναιρεθεί, εντούτοις δεν επήλθε οριστική λύση· έτσι, το ποίημα χρονολογείται κάπως αόριστα στον 15ο αιώνα, είτε στο πρώτο μισό του, σε συνάφεια με τα έργα κάποιων πρωτοπόρων κρητικών ποιητών, όπως ο Ντελλαπόρτας και ο Φαλιέρος (Lassithiotakis 1992· Vejleskov 2005) είτε στο δεύτερο μισό του, μέσα στο κλίμα απαισιοδοξίας και αβεβαιότητας που επικρατεί μετά την Άλωση (van Gemert 2007, 159-160) – ο εκδότης του ποιήματος Στυλιανός Αλεξίου (2002, 14) προτείνει το τελευταίο τέταρτο του αιώνα. Όπως και να ’χει, ένα ασφαλές terminus ante quem αποτελεί η πρώτη έκδοσή του από τον Νικόλαο Καλλιέργη, γιο του κρητικού λόγιου και τυπογράφου Ζαχαρία Καλλιέργη, το 1509, που του παρέχει και το προνόμιο του πρώτου (γνωστού) νεοελληνικού λογοτεχνικού έντυπου βιβλίου (Πολίτης 1993, 50· Αλεξίου 2002, 15) ή του έργου που σηματοδοτεί την απαρχή της νεοελληνικής λογοτεχνίας, σύμφωνα με μια άλλη –όχι ευρέως αποδεκτή– άποψη (Σαββίδης 1993, 37-41). Σε συνδυασμό, λοιπόν, και με κάποιες εσωτερικές ενδείξεις, η συγγραφή του Απόκοπου οριοθετείται μέσα σ’ ένα μεγάλο χρονολογικό εύρος μεταξύ 1420 και 1509 (Βασιλείου 1993, 171)· όσον αφορά στον τόπο προέλευσής του, όλοι δέχονται ότι το ποίημα γράφτηκε στο νησί της Κρήτης.
Η υπόθεσή του στοιχειοθετείται πάνω σε μια ονειρική κατάβαση στον Κάτω Κόσμο και μπορεί να σκιαγραφηθεί ως εξής: ο αφηγητής/ποιητής, καταβεβλημένος, αποκοιμιέται και ονειρεύεται πως κυνηγάει μια ελαφίνα· ξαφνικά βρίσκεται μόνος του σε ένα λιβάδι και ανεβαίνει σε ένα δέντρο, όπου τρώει το μέλι μιας κυψέλης. Το δέντρο, όμως, ροκανίζουν δύο ποντικοί, μαύρου και άσπρου χρώματος αντίστοιχα, με αποτέλεσμα να πέσει από έναν γκρεμό, στο τέλος του οποίου βρίσκεται ένας δράκος με το στόμα του ανοιχτό. Έτσι, παρασύρεται ζωντανός στον Άδη, όπου γύρω του μαζεύεται ένα πλήθος πεθαμένων, απορημένων για την απρόσμενη άφιξη. Από αυτούς ξεχωρίζουν δύο νέοι που τον ρωτούν ποιος είναι και τί γυρεύει στον Κάτω Κόσμο, ζητώντας εναγωνίως να μάθουν νέα για τον Πάνω Κόσμο, κυρίως αν οι ζωντανοί τους θυμούνται ακόμα. Ο ήρωας αρχικά διστάζει, όμως ακολούθως τους απαντά ευθέως πως κανείς ζωντανός δεν τους θυμάται ούτε τους θρηνεί – με εξαίρεση τις μανάδες τους, οι υπόλοιποι συνεχίζουν να απολαμβάνουν τη ζωή τους. Κατόπιν, προκαλεί τον θρήνο των σκιών, αναφέροντας δηκτικά πως από τις χήρες, άλλες ξαναπαντρεύτηκαν και άλλες, αφού κλείστηκαν στα μοναστήρια μοιράζοντας τις περιουσίες των συζύγων τους, κάνουν συντροφιά με τους «φράρους» (ιερωμένους). Στη συνέχεια, ρωτά πληροφορίες για τους δύο πεθαμένους νέους και εκείνοι του διηγούνται λεπτομερώς την ιστορία τους: ο τόπος της καταγωγής τους περιγράφεται αλληγορικά, χωρίς να κατονομάζεται, η οικογένειά τους είναι αριστοκρατική. Ξεκινούν με ένα καράβι για να επισκεφθούν την αδερφή τους, αλλά χάνουν τη ζωή τους σε μια τρικυμία· κατεβαίνουν στον Άδη όπου συναντούν την έγκυο αδερφή τους η οποία έχει πεθάνει μαζί με το αγέννητο παιδί της, επειδή είδε σε όνειρο το τραγικό συμβάν. Εκεί, στον Κάτω Κόσμο, ενώνονται και θρηνούν τη δυστυχία τη δική τους και των οικογενειών τους. Σε αυτό το σημείο, ο αφηγητής αρχίζει να δυσφορεί και θέλει να επιστρέψει στο φως, εντούτοις οι σκιές τον ικετεύουν να μεταφέρει τις επιθυμίες και τα μηνύματά τους στον Πάνω Κόσμο. Ένα πλήθος νεκρών εμφανίζεται σαν μακάβριος χορός πολιορκώντας τον, ενώ ο ήρωας, έντρομος, κατευθύνεται προς το φως.
Η παράδοση του ποιήματος περιλαμβάνει δύο κλάδους με διαφορετική βαρύτητα για την αποκατάσταση του κειμένου. Καταρχάς, μια σειρά από πυκνές βενετικές εκδόσεις, τουλάχιστον δέκα ώς τα τέλη του 18ου αιώνα (βλ. τον πίνακα στο van Gemert 1997, 88), από τις οποίες πιο έγκυρες θεωρούνται οι τρεις πρώτες (1509, 1534 και 1543) – με τη βαθμιαία, βέβαια, παραφθορά που παρατηρείται γενικά στις βενετικές ανατυπώσεις. Από την άλλη, σώζονται και δύο χειρόγραφα: ο περίφημος βιεννέζικος κώδικας Vindobonensis theol. gr. 244 που χρονολογείται στις αρχές του 16ου αιώνα και περιλαμβάνει πολλά αξιόλογα δημώδη λογοτεχνικά κείμενα, και ο κώδικας Vaticanus gr. 1139 (1540) του Βατικανού· ο τελευταίος αποτελεί αντιγραφή μιας παλιότερης έντυπης έκδοσης (της δεύτερης ή κάποιας λανθάνουσας), συνεπώς δεν έχει καμία αξία ως προς την αποκατάσταση του κειμένου. Αντίθετα, το βιεννέζικο χειρόγραφο, παρά τις διαπιστωμένες αλλοιώσεις, διασώζει δύο στίχους που δεν υπάρχουν στις έντυπες εκδόσεις και γενικά περιέχει κάποια χωρία με ορθότερες/ιδιωματικές γραφές (Αλεξίου 2002, 15-16).
Στις βενετικές εκδόσεις ο Απόκοπος αποτελείται από 556 στίχους, ωστόσο σήμερα είναι γενικά αποδεκτό ότι μόνο οι 490 –ή, σύμφωνα με μια άλλη εκτίμηση, μόνο οι 440 (van Gemert 1997, 75)– στίχοι είναι γνήσιοι, κάτι που σημαίνει ότι οι υπόλοιποι 66 θεωρούνται μεταγενέστερες παρεμβολές. Το αδιαμφισβήτητο γεγονός της προσθήκης αυτού του νόθου επιλόγου είχε ένα διττό αποτέλεσμα αναφορικά με την εκδοτική και ερμηνευτική τύχη του ποιήματος: αφενός, έπαιξε τον πιο σημαντικό ρόλο στη διάδοση και τη διαρκή ζωτικότητά του, δίνοντάς του το απαραίτητο ηθικό ένδυμα καθώς και την κατάλληλη (επ)έκταση ώστε να κριθεί άξιο προς εκτύπωση· αφετέρου, (εν μέρει έστω) λόγω της απώλειας του πρωτότυπου τέλους του οδήγησε στην παραγωγή ποικίλων και ενίοτε διαμετρικά αντίθετων αναγνώσεων του έργου (van Gemert 1997, 78).
Είναι αδύνατο, βέβαια, να συνοψιστεί εδώ η πολυφωνία της πλούσιας βιβλιογραφίας του, ωστόσο οι πιο χαρακτηριστικές προτάσεις ερμηνεύουν τον Απόκοπο ως ποίημα για την παροδικότητα της ζωής (Αλεξίου 1963, 200· Βασιλείου 1993, 172) ή τη ματαιότητα των πάντων (Rincón 1990/1), ως αλληγορική απαισιόδοξη διήγηση για την ερωτική αποτυχία (Κεχαγιόγλου 1982, 252) ή τον ανεκπλήρωτο έρωτα (Παΐδας 1999 277-288) και ως σατιρικό διάλογο, σχεδόν βυζαντινού τύπου, με στραμμένα τα βέλη σε όσους ξεχνάνε τους νεκρούς, τους κληρικούς και τις γυναίκες (Λαμπάκης 1982, 167). Δύσκολα θα απέρριπτε κανείς αφοριστικά κάποια από τις προηγούμενες απόψεις, εντούτοις η τελευταία κρίνεται μάλλον ως η πιο μονόπλευρη, ενώ και η έμφαση στο ερωτικό στοιχείο, επενδυμένο με πεσιμιστικούς τόνους, φαίνεται να ταιριάζει εν μέρει και όχι εξολοκλήρου στον χαρακτήρα του (van Gemert 1997, 78). Οπωσδήποτε, σήμερα που το κείμενο έχει απαλλαχθεί από τις μεταγενέστερες προσθήκες, έχει αναιρεθεί ο δήθεν κυρίαρχος ηθοπλαστικός σκοπός του που τονίστηκε στο παρελθόν (π.χ. Δημαράς 1964, 71), και επικρατέστερη είναι η άποψη πως το μήνυμα του Μπεργαδή στους αναγνώστες/ακροατές συνοψίζεται στη φράση carpe diem, που εν προκειμένω τους καλεί να απολαύσουν τη ζωή όσο αυτή διαρκεί (van Gemert 1997, 79· Βασιλείου 1993, 172) – δεν λείπουν ωστόσο και διαφορετικές αναγνώσεις (βλ. Καλλίνης 2014). Προπαντός το στοιχείο αυτό διακρίνει τον Απόκοπο από τα υπόλοιπα (υστερο)μεσαιωνικά ελληνικά ποιήματα τα οποία πραγματεύονται το όραμα του Κάτω Κόσμου (παρουσίασή τους βλ. στο van Gemert 1997, 80-82), γεγονός που μπορεί να ιδωθεί ως συνειδητή αντίδραση του Μπεργαδή, αν όχι σε κάποιο συγκεκριμένο κείμενο –λ.χ. έχει προταθεί η Ρίμα θρηνητική του Πικατόρου– τότε σε ένα ολόκληρο λογοτεχνικό είδος ή μια δεσπόζουσα λογοτεχνική τάση της εποχής, του συρμού των ηθικοδιδακτικών (θρησκευτικών και εσχατολογικών) στιχουργημάτων για τη ζωή και τον θάνατο.
Όπως και να ’χει, η αναγωγή του θέματός του σε μια μακραίωνη λογοτεχνική παράδοση, με απώτερες ρίζες στην αρχαία ελληνική λογοτεχνία (Οδύσσεια) και με ισχυρή αναβίωση κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα (βλ. αναλυτικά Λαμπάκης 1982, 17-155), δικαιολογεί την επίμονη αναζήτηση των ενδεχόμενων πηγών, γραπτών και προφορικών. Παρόλο που δεν αναγνωρίστηκε κανένα αποκλειστικό πρότυπο για τον Μπεργαδή, η έρευνα υπήρξε αρκετά παραγωγική στο πεδίο αυτό. Έτσι, ανιχνεύονται άμεσες ή έμμεσες επιδράσεις του μυθιστορήματος Βαρλαάμ και Ιωάσαφ στην παραβολή των ποντικών που ροκανίζουν το δέντρο και στην εικόνα του γκρεμού και του δράκου, καθώς και απηχήσεις του πέμπτου άσματος (V Canto) από το «Καθαρτήριο» (Purgatorio) της εμβληματικής Θείας Κωμωδίας του Δάντη στη συνάντηση/συνομιλία με τους δύο νέους (Αλεξίου 2002, 13)· πρέπει να σημειώσουμε, ωστόσο, ότι η επιρροή αυτή είναι επιδερμική και πιθανότατα αντλεί από τη δεξαμενή των πολυάριθμων διασκευών του Δάντη τον 15ο αιώνα. Αντίθετα, η ανάπτυξη του συγκεκριμένου επεισοδίου οφείλει πολλά στον σατιρικό και έντονα δηκτικό Corbaccio του Βοκάκιου, που σε αρκετά σημεία ο Απόκοπος σχεδόν παραφράζει (Cappellaro 2004, 114-131). Εξάλλου, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η, σε μεγάλο βαθμό, αδιερεύνητη ακόμα σχέση του ποιήματος με το διακείμενο της ελληνικής σατιρικής παράδοσης· προς την κατεύθυνση αυτή, πάντως, έχουν υποδειχθεί παραλληλισμοί με την ποίηση του «πατέρα της κρητικής λογοτεχνίας», Στέφανου Σαχλίκη, ενώ ένα πρόσφατο μελέτημα διευρύνει την οπτική, εστιάζοντας στην πιθανή συνομιλία της οξείας αντικληρικής και αντιγυναικείας σάτιρας του Απόκοπου με αντίστοιχα χωρία του ιδιαίτερα δημοφιλούς υστεροβυζαντινού αλληγορικού ποιήματος Πουλολόγος (Σταυρακοπούλου 2008, 315-338).
Περισσότερο σύνθετη εμφανίζεται η σχέση του ποιήματος με το δημοτικό τραγούδι και γενικά με τα στοιχεία του λαϊκού πολιτισμού. Πραγματικά, υπάρχουν πολλές αναλογίες με μοιρολόγια και τραγούδια σχετικά με τον θάνατο, ενώ στίχοι του ποιήματος επιβιώνουν στη μεταγενέστερη δημοτική παράδοση. Παρ’ όλα αυτά, οι διασυνδέσεις διαφέρουν ριζικά από την αμφίδρομη σχέση που παρατηρείται στην περίπτωση του Διγενή Ακρίτη και των ακριτικών τραγουδιών. Ίσως, σε περιπτώσεις που η εξάρτηση είναι συγκεκριμένη, το δημοτικό τραγούδι να απορρέει από το κρητικό ποίημα (Αλεξίου 2002, 13), όμως η έρευνα έχει αποδείξει ότι στον διακειμενικό αυτό διάλογο κυριαρχεί «η αντίδραση ενός λόγιου συγγραφέα σε προϋπάρχον προφορικό υλικό» (van Gemert 1997, 77). Η αφομοίωση του υλικού αυτού, που εντοπίζεται κυρίως στο εισαγωγικό τμήμα με τις πυκνές αλληγορικές εικόνες, ασφαλώς οικείες στο αναγνωστικό/ακροαματικό κοινό της εποχής, καθώς και στη συνομιλία με τους νεκρούς αλλά και στην εν γένει παρουσίαση του Κάτω Κόσμου, είναι απολύτως δημιουργική, αφού ο ποιητής αρέσκεται στη συστηματική αντιστροφή ή/και διαστρέβλωση κοινόχρηστων λογοτεχνικών μοτίβων, που συντελεί στην ανασημασιοδότησή τους, με κύριο στόχο την ανατροπή των καθιερωμένων αντιλήψεων γύρω από τη ζωή και τον θάνατο (για τον χειρισμό της λαϊκής παράδοσης στον Απόκοπο βλ. την υποδειγματική ανάλυση της Alexiou 1997, 308-322).
Κατά τ’ άλλα, η γλώσσα και η στιχουργία του ποιήματος δεν παρουσιάζουν κάποια έκπληξη· ο Μπεργαδής γράφει στην κοινή δημώδη μεσαιωνική ελληνική, ένα κράμα λόγιων και ιδιωματικών τύπων (εδώ του Ρεθύμνου), με αρκετούς αρχαϊσμούς και δάνεια από την εκκλησιαστική γλώσσα. Το μέτρο υπακούει στον κανόνα της εποχής, δηλαδή τον δεκαπεντασύλλαβο στίχο, ενορχηστρωμένο σε ομοιοκατάληκτα δίστιχα, ενώ η πλήρης σχεδόν απουσία της χασμωδίας και η αψεγάδιαστη ομοιοκαταληξία μαρτυρούν την ποιητική δεινότητα και την ωρίμανση στη χρήση της ρίμας ήδη από την πρώιμη αυτή περίοδο.
Το κείμενο απασχόλησε επανειλημμένα τους μελετητές όχι μόνο ερμηνευτικά αλλά και ως προς την αποκατάσταση/δημοσίευσή του. Στη σύγχρονη εποχή πρώτος το εξέδωσε ο γάλλος νεοελληνιστής Legrand, εκπονώντας δύο εκδόσεις. Η πρώτη έγινε το 1870, με βάση μια βενετική ανατύπωση του 1667 σε συνδυασμό με μια μεταγενέστερη έκδοση του 1721, και η δεύτερη, σαφώς καλύτερη αλλά όχι απαλλαγμένη από λάθη, το 1881, με βάση το έντυπο του 1534 και επιλεκτικά το χειρόγραφο της Βιέννης. Η έκδοση του Αλεξίου στο περιοδικό Κρητικά Χρονικά (1963), η οποία δίνει έμφαση στην, ώς τότε, πρώτη σωζόμενη βενετική έκδοση του 1534 λαμβάνοντας υπόψη και τον βιεννέζικο κώδικα, αποτελεί ορόσημο, αφού εξοβελίζεται για πρώτη φορά ο νόθος επίλογος. Στη συνέχεια, το αποκαταστημένο πια κείμενο παρουσιάζεται από τον Αλεξίου βελτιωμένο, μαζί με τη Βοσκοπούλα, σε μια έκδοση για ένα ευρύτερο κοινό (1971), με πολλές ανατυπώσεις, από τις οποίες εκείνη του 2002 είναι η πηγή της παρούσας ανθολόγησης. Αξίζει, ακόμα, να μνημονεύσουμε τη φωτοαναστατική έκδοση του Κεχαγιόγλου (1982) για την εκτενή και εμβριθή εισαγωγή της. Τέλος, η πιο πρόσφατη έκδοση του Peter Vejleskov (2005) είναι συνοπτική –περιέχει τόσο το κείμενο της πρώτης έκδοσης του 1509 όσο και το βιεννέζικο χφ.– με μετάφραση του ποιήματος και εισαγωγή της Margaret Alexiou στα αγγλικά.
Συνοψίζοντας, ο Απόκοπος αποτελεί αναντίρρητα το αριστούργημα της πρώιμης φάσης της κρητικής και γενικά της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Ποίημα αντιπαραδοσιακό, αντισυμβατικό και ανατρεπτικό, αφομοιώνει δημιουργικά ποικίλες επιρροές, λαϊκές και λόγιες, ελληνικές και δυτικόφερτες. Στις αρετές του συγκαταλέγονται η υποβλητική ατμόσφαιρα, ο ρεαλισμός, ο θεατρικός χαρακτήρας, η εξαιρετικά αρχιτεκτονημένη δομή, η μεστή γλώσσα και η υψηλή στιχουργική τεχνική. Πίσω από τον άγνωστο ουσιαστικά Μπεργαδή προβάλλει η σκιά ενός προικισμένου ποιητή που συγκινεί ακόμα και σήμερα, απασχολώντας αδιάλειπτα τους μελετητές, οι οποίοι επιστρέφουν κάθε φορά με ανανεωμένο ενδιαφέρον στο ποίημά του.
Αποσπάσματα
Η ονειρική καταδίωξη ενός ελαφιού και η απροσδόκητη επίσκεψη στον Κάτω Κόσμο (στ. 3-66)
Ο ήρωας/αφηγητής/ποιητής, καταβεβλημένος από κούραση, κοιμάται και ονειρεύεται ότι κυνηγά μια ελαφίνα. Ξαφνικά την χάνει από τα μάτια του και καταλήγει σε έναν πανέμορφο τόπο, που οι καλλονές του τον μαγεύουν. Θέλγεται από ένα μελίσσι, το οποίο βρίσκεται στην κορυφή ενός δέντρου, ανεβαίνει πάνω και γεύεται το μέλι με απληστία. Όμως, εκτός από την επίθεση των μελισσών, διαπιστώνει ότι τις ρίζες του δέντρου ροκανίζουν δύο ποντικοί, με αποτέλεσμα αυτό να πέσει και να βρεθεί ξαφνικά στο στόμα ενός δράκοντα που αποτελεί μια υπόγεια είσοδο.
| Mιὰν ἀπὸ κόπου ἐνύσταξα, νὰ κοιμηθῶ ἐθυμήθην· ἔθεκα στὸ κλινάρι μου κ’ ὕπνον ἀποκοιμήθην. |
|
5 | Ἐφάνιστή μου κ’ ἔτρεχα ’ς λιβάδιν ὡραιωμένον, φαρὶν ἐκαβαλλίκευγα σελλοχαλινωμένον· κ’ εἶχα στὴν ζῶσιν μου σπαθίν, στὴν χέρα μου κοντάριν, ζωσμένος ἤμουν ἄρματα, σαγίττες καὶ δοξάριν· κ’ ἐφάνη με ὁκ’ ἐδίωχνα μὲ θράσος ἐλαφίνα· |
|
10 | ὧρες ἐκοντοστένετον καὶ ὧρες μὲ βιὰν ἐκίνα. Πουρνὸν τοῦ τρέχειν ἤρχισα τάχα νὰ βάλω χέρα κ’ ἔτρεχα ὥστε κ’ ἐτσάκισεν τὸ σταύρωμαν ἡ μέρα· κ’ εὐθὺς ἀπὸ τὰ μάτια μου ἐχάθηκεν τὸ λάφιν καὶ πῶς καὶ πότ’ ἐχάθηκεν ἐξαπορῶ τοῦ γράφειν. |
|
15 | Λοιπὸν τὸ τρέχειν ἔπαυσα ὁμοίως καὶ τὸ σπουδάζειν καὶ τὸ ξετρέχειν τ’ ἄπιαστον καὶ τὸ φαρίν κολάζειν· καὶ ἀγάλι-ἀγάλι ἐπήγαινα, σιγὰ-σιγὰ ἐπερπάτουν τὸν κόσμον ἐξενίζουμου, τ’ ἄνθη καὶ τὰ καλά του. Kαὶ πρὸς τὴν δείλην ἔσωσα στοῦ λιβαδιοῦ τὴν μέσην |
|
20 | κ’ ηὗρα δεντρὸν ἐξαίρετον καὶ ὠρέχθην τοῦ πεζεύσειν· ἐπεύζευσα εἰς τὸ δεντρὸν κ’ ἔδεσα τ’ ἄλογόν μου καὶ τ’ ἄρματα ἐξεζώστηκα, θέτω τα στὸ πλευρόν μου. Ὁ τόπος, ὅπου ἐπέζευσα, λέγω ἐκεῖ ὅπου ἐστάθην, ἦτον τοῦ λιβαδιοῦ ὀφαλὸς κ’ ἦτον γεμάτος τ’ ἄνθη. |
|
25 | Tὸ δέντρον ἦτον τρυφερὸν κ’ εἶχεν πυκνὰ τὰ φύλλα, εἶχεν καὶ σύγκαρπον ἀθὸν καὶ μυρισμένα μῆλα. Kαὶ μυριαρίφνητα πουλιὰ στὸ δέντρον φωλεμένα κατὰ τὴν φύσιν καὶ σκοπὸν ἐλάλειν τὸ καθένα. Kαὶ ἀπὸ τὰ κάλλη τοῦ δεντροῦ, τὴν ἡδονὴν τοῦ τόπου |
|
30 | καὶ τῶν πουλιῶν τὴν μελωδιὰν καὶ ὁλημερνοῦ τοῦ κόπου, ὡς ἀπὸ βιᾶς ἠκούμπησα τοῦ περιανασάνω κ’ ἐστοχαζόμην τὸ δεντρὸν εἰς τὴν κορφὴν ἀπάνω. K’ ἐφάνη με εἶδα ἐκάθετον μελίσσιν φωλεμένον κ’ εἶχε τὸ μέλι σύγκερον, πολὺν καὶ συνθεμένον. |
|
35 | Eὐθύς τ’ ἀνέβην ὥρμησα καὶ τὴν τροφὴν ὠρέχθην καὶ τὸ μελίσσι μὲ θυμὸν ἀπὸ μακρᾶς μ’ ἐδέχθην. Λοιπὸν ἀνέβην τὸ δεντρὸν μὲ βιὰν πολλὴν καὶ κόπον καὶ ὅπου ἤβλεπα τὴν μέλισσαν, ἐκάθιζα στὸν τόπον. Ἥπλωσα, ἐπιάσα ἐκ τὸ κερὶν κ’ ἔφαγ’ ἀπὸ τὸ μέλι |
|
40 | κ’ εἶπε μου μέσα ὁ λογισμὸς «δῶσ’ τῆς ψυχῆς τὸ θέλει». Ἔτρωγα καὶ οὐκ ἐχόρταινα, ἥρπουν καὶ πάντα ἐπείνουν καὶ ὡς πεινασμένος εἰς τὸ φᾶν ὕστερα πάλι ἐκίνουν. K’ ἡ μέλισσα οὐκ ἔπαυεν πάντα νὰ μὲ δοξεύη καὶ τὸ δεντρὸν ἠρχίνησεν, ὡς εἶδα, νὰ σαλεύη, |
|
45 | νὰ συχνοτρέμη, νὰ χαλᾶ, νὰ δείχνη κάτω νά ’ρθη κ’ ἐγώ τὸ φᾶν ἐσκόλασα καὶ ἀπὸ τοῦ φόβου ἐπάρθην. Kαὶ ἐστοχαζόμην τὸ δεντρόν, τοὺς κλώνους του τριγύρου καὶ πάλιν μέσα τό ’βλεπα, τίς τό ’σειεν ἐσυντήρουν. Kαὶ δυό, μ’ ἐφάνην, ποντικοὶ τὸ δένδρον ἐγυρίζαν, |
|
50 | ἄσπρος καὶ μαῦρος, μὲ σπουδὴν τοῦ ἐγλείφασιν τὴν ρίζαν. Eἰς τόσον τὸ κατέφεραν καὶ ἔκλινε νὰ πέση, ὅθεν ἡ ρίζα τὴν κορφὴν ἐκέλευσε νὰ θέση. K’ ἐγὼ τὸ δεῖν ἐτρόμαξα, νὰ κατεβῶ ἐβιάσθην, ἀλλ’ ὡς μελίσσιν εἰς τὸ φᾶν, ἔμεινα ἐκεῖ κ’ ἐπιάσθην. |
|
55 | Kαὶ τὸ δενδρόν, ὅπου ἤλπιζα νὰ στέκετ’ εἰς λιβάδιν, ἦτον εἰς φροῦδιν ἐγκρεμνοῦ κ’ εἰς σκοτεινὸν πηγάδιν· καὶ ὡς ἔκλινεν, μ’ ἐφαίνετο, τὸν ἐγκρεμὸν ἐζήτα κ’ ἡ μέρα πάντ’ ὠλίγαινεν κ’ ἐσίμωνεν ἡ νύκτα. Kαὶ ἀπείτις τὴν ἀπαντοχὴν τῆς σωτηριᾶς μου ἐχάσα, |
|
60 | ὅθεν εἰς τέλος ἔμελλε νὰ καταντήσω ἐπιάσα. Kαὶ δράκοντα εἶδα φοβερὸν στοῦ πηγαδιοῦ τὸν πάτον κ’ ἔχασκεν κ’ ἐκαρτέρει με πότε νὰ πέσω κάτω. Λοιπὸν τὸ δέντρον ἔπεσε κ’ ἐγὼ μετ’ αὖτο ἐπῆγα καὶ τὰ πουλιὰ ἐπετάξασιν κ’ οἱ μέλισσες ἐφύγα |
|
65 | καὶ ἐφάνη μ’, ἐκατήντησα στοῦ δράκοντος τὸ στόμα κ’ ἐμπήκα εἰς μνῆμα σκοτεινόν, εἰς γῆν καὶ ἀνήλιον χῶμα. |
|
- Η πρώτη σελίδα της έκδοσης του 1534. Πάνω αριστερά το διαφημιστικό δίστιχο με το επώνυμο του ποιητή. Το κείμενο δεν είναι τυπωμένο σε 15σύλλαβους, αλλά σε 8σύλλαβους και 7σύλλαβους "στίχους", που χωρίζονται σε δύο στήλες.
Πηγή: Wikimedia Commons - «Μιαν αποκόπου ’νύσταξα να κοιμηθώ εθυμήθην / ήθεκα το κρεββάτιν μου κ’ ύπνον απεκοιμήθην» (στ. 1-2). Η εικόνα προέρχεται από την προμετωπίδα της έκδοσης του 1534 από το τυπογραφείο da Sabbio. Εδώ από κόμικ ομάδας φοιτητών Κύπρου υπό την επίβλεψη του Τάσου Καπλάνη.
Πηγή: issuu.com - Ο ποιητής ονειρεύεται, μικρογραφία (1400-1425) από χειρόγραφο του Roman de la Rose, έργου που, όπως και ο Απόκοπος, έχει ονειρικό πλαίσιο (dream vision). Εδώ ο Jean de Meung, συγγραφέας που συνέχισε και ολοκλήρωσε το συγκεκριμένο έργο κοιμάται και ονειρεύεται σαν άλλος Μπεργαδής.
Πηγή: Wikimedia Commons - Η εικόνα μάς παραπέμπει στην (αλληγορική) καταδίωξη της ελαφίνας από τον ποιητή στην αρχή του ονείρου του. Μικρογραφία του 14ου αι. που παρουσιάζει τον βασιλιά της Αγγλίας Ιωάννη να κυνηγά έφιππος ένα ελάφι, Βρετανική Βιβλιοθήκη, Λονδίνο.
Πηγή: The British Library - Ο ποιητής/ήρωας απολαμβάνει τις καλλονές του τόπου στον οποίο βρέθηκε (στ. 16 κ.ε.). Μικρογραφία από χειρόγραφο του Roman de la Rose, 14ος αι., Εθνική Βιβλιοθήκη Ουαλίας, Aberystwyth.
Πηγή: Wikimedia Commons - Το «Δέντρο της Ζωής» κατάφορτο με φύλλα και «μυρισμένα μήλα», όπως το περιγράφει και ο Μπεργαδής (στ. 24-25), έργο του Raphaël Toussaint, 2009.
Πηγή: Wikimedia Commons - Το στόμα του δράκοντα ως είσοδος στον Άδη, λεπτομέρεια από μικρογραφία του Simon Marmion, περ. 1475, Μουσείο Getty, Λος Άντζελες.
Πηγή: Wikimedia Commons
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Οι απορίες των νεκρών για τον Πάνω Κόσμο και οι αρχικές απαντήσεις του αφηγητή/ήρωα (στ. 67-182)
Η είσοδος του αφηγητή/ήρωα στον Κάτω Κόσμο δεν περνά απαρατήρητη από τους νεκρούς, οι οποίοι μαζεύονται γύρω του απορώντας για την αναπάντεχη επίσκεψη. Στο απόσπασμα που ακολουθεί, ο ήρωας διαλέγεται με δύο νέους που ζητούν επίμονα να μάθουν για τον Πάνω Κόσμο και ειδικότερα για τους δικούς τους ανθρώπους.
| Καὶ ἐκεῖ, ὅπου κατήντησα, στὸν σκοτεινὸν τὸν τόπον, ὄχλον μ’ ἐφάνην κ’ ἤκουσα καὶ ταραχὴν ἀνθρώπων, διὰ τό ’μπα μου νὰ μάχουνται, διὰ μένα νὰ λαλοῦσι |
|
70 | καὶ ἐδόθη λόγος μέσα τους νὰ πέψουσιν νὰ δοῦσιν τίς εἰς τὸν Ἅδην ἔσωσεν, τίς ταραχὴν ἐποῖκεν καὶ τίς τὴν πόρταν ἤνοιξε δίχως βουλὴν κ’ ἐμπῆκεν. Καὶ δύο μ’ ἐφάνην κ’ ἤλθασι μαῦροι καὶ ἀραχνιασμένοι, ὡς νέων σκιὰ καὶ χαραγή, μυριοθορυβουμένοι. |
|
75 | Κλιτὰ μ’ ἐχαιρετήσασιν, ἥμερα μ’ ἐσυντύχαν κ’ ἐγὼ ἐκ τοῦ φόβου ἐπάρθηκα, τί ἀποκριθῆν οὐκ εἶχα. Λέγουν μου: «Πόθεν καὶ ἀπὸ ποῦ; Τίς εἶσαι; Τί γυρεύεις; Καὶ δίχως πρόβοδον ἐδῶ στὸ σκότος πῶς ὁδεύεις; Πῶς ἐκατέβης σύψυχος, συζώντανος πῶς ἦλθες |
|
80 | καὶ πάλιν στὴν πατρίδα σου πῶς νὰ στραφῆς ἐκεῖθες; Ὁποὺ στὸν Ἅδην κατεβῆ οὐ δύναται διαγείρειν· μόνον ἡ Νεκρανάστασις μπορεῖ νὰ τὸν ἐγείρη. Τὰ χνῶτα σου μυρίζουσι καὶ τὰ λινά σου λάμπουν, νὰ εἶπες λιβάδιν ἔτρεχες καὶ μονοπάτια κάμπου: |
|
85 | ἀπὸ τὸν κόσμον ἔρχεσαι, τῶν ζωντανῶν τὴν χώραν! Εἰπέ μας ἂν κρατεῖ οὐρανὸς κι ἂν στέκει ὁ κόσμος τώρα· εἰπὲ ἂν ἀστράπτει καὶ βροντᾶ καὶ ἂν συννεφιᾶ καὶ βρέχει καὶ ὁ Ἰορδάνης ποταμὸς ἂν κυματεῖ καὶ τρέχει· καὶ ἂν εἶναι κῆποι καὶ δεντρά, πουλιὰ νὰ κιλαδοῦσι |
|
90 | καὶ ἀνὲ μυρίζουν τὰ βουνιὰ καὶ τὰ λαγκάδια ἀχοῦσιν. Εἶναι λιβάδια δροσερά, φυσᾶ γλυκὺς ἀέρας, λάμπουσιν τ’ ἄστρη τ’ οὐρανοῦ καὶ αὐγερινὸς ἀστέρας; Καὶ ἀνὲ σημαίνουν οἱ ἐκκλησιὲς καὶ ψάλλουν οἱ παπάδες, καὶ ἂν γέρνουνται καὶ τὴν αὐγὴν ν’ ἅφτουσι τὲς λαμπάδες. |
|
95 | Παιδιὰ καὶ νὰ μαζώνουνται νέοι τὸ καλοκαίριν καὶ νὰ περνοῦν τὲς γειτονιὲς κρατώντ’ ἀπὸ τὸ χέριν καὶ μετὰ πόθου τὴν αὐγὴν νὰ παρατραγουδοῦσι καὶ σιγανὰ νὰ περπατοῦν, μὲ τάξιν νὰ περνοῦσι; Γίνουνται γάμοι καὶ χαρές, παράταξες καὶ σκόλες; |
|
100 | Φιλοτιμοῦνται οἱ λυγερὲς τάχα καὶ χαίροντ’ ὅλες; Στὸν κόσμον, τὸν ἐδιάβαινες, στὲς χῶρες, τὲς ἐπέρνας, οἱ ζωντανοί, ὁποὺ χαίρονται, ἂν μᾶς θυμοῦντ’ ειπέ μας· εἰπέ μας, θλίβουνται διὰ μᾶς καὶ κόπτουνται καμπόσον; Σὰν ὅντε μᾶς ἐθάψασιν τάχα λυποῦνται τόσον; |
|
105 | Βαστᾶς μαντᾶτα καὶ χαρτιά, παραγγελιὲς θλιμμένων ἐδῶ στὸν Ἅδην τὸν πικρὸν καὶ τὸν ἀσβολωμένον; ’Ανάγνωσέ μας τὰ χαρτιὰ καὶ πέ μας τὰ μαντᾶτα καὶ εἴτι στὸν Ἅδην ἔχωμεν, δῶσ’ μάς τ’ αὐτὰ καὶ νά τα!» Καὶ εἰς πᾶσα λόγον ἔκλαιγαν, εἰς πᾶσα δυὸ στενάζαν: |
|
110 | «Σκόρπισε, χῶμαν ἄλαλον· ἄνοιξε, γῆς, ἐκράζαν· κ’ οἱ πόρτες τοῦ Ἅδου ἂς χαλαστοῦν καὶ ἂς πέσουν οἱ κατῆνες, νὰ ἔμπη τὸ δρόσος τ’ οὐρανοῦ, νὰ μποῦν τοῦ ἡλιοῦ οἱ ἀκτῖνες. Νὰ ἰδῆ ὁ εἷς τὸν ἄλλον μας, λίγη φωτιὰ ἂς προβάλη, ἂν ἔχου οἱ νέοι τὴν ὄψιν τους καὶ οἱ λυγερὲς τὰ κάλλη.
|
|
115 | Καὶ ἂν τὸ Σαββάτον βιάζουνται ἀπ’ ὥρας νὰ σκολάσουν, νὰ ἐμπαίνουσιν εἰς τὸ λουτρὸν, νὰ ἐβγαίνουσιν, ν’ ἀλλάσσουν καὶ τὸ ταχὺ τὴν Κυριακὴν τὴν ὄψιν τους νὰ πλένουν καὶ σκολινὰ νὰ βάνουσι, στὴν ἐκκλησιὰν να πηαίνουν· καὶ ἂν μετὰ βάγιων καὶ μαντυῶν οἱ ἀρχόντισσες γυρίζουν |
|
120 | καὶ ὡς ἀπὸ μόσχου καὶ λουτροῦ περνώντα νὰ μυρίζουν. Νά ’χουν οἱ ἀρχόντισσες αὐλές, παλάτια καὶ τρικλίνους καὶ ἂν ἔναι θάρρος εἰς αὐτὲς καὶ ὑπεριψιὰ εἰς ἐκείνους, νὰ σύρνουσιν ὑποταγές, στοὺς κάμπους νὰ τεντώνουν καὶ μὲ γεράκια καὶ σκυλιὰ περδίκια νὰ ζυγώνουν. |
|
125 | Καὶ ἂν προτιμεύγουν γέροντες μικροὶ καὶ ’κοδεσπότες, ὡσὰν ἐπροτιμεύγουντα, ὅντεν ἐζοῦμαν τότες».
Εἶδα τους πῶς ἐκόπτοντα καὶ πῶς ἀναστενάζαν καὶ ὁ κόσμος πῶς πορεύεται νὰ τοὺς εἰπῶ μ’ ἐβιάζαν. καὶ ὡσὰν ἐψυχοπόνεσα καὶ κάμποσα ἐλυπήθην, |
|
130 | ὁ κόσμος πῶς πορεύεται νὰ τοὺς εἰπῶ ἐθυμήθην. Εἶπα τους: «Οὐρανὸς κρατεῖ καὶ ὁ κόσμος πάλιν στέκει· ἐκ τὰ θυμᾶστε τίποτας οὐκ ἔλειψεν ἀπ’ ἔκει: ἀνθεῖ, καρπίζει, γεωργᾶ, φυτρώνει καὶ μυρίζει, χρόνος ὁ δωδεκάπλοκος ὡσὰν τροχὸς γυρίζει. |
|
135 | Ἄλλοι τὸν κόσμον χαίρουνται καὶ ἐσᾶς οὐδὲν θυμοῦνται καὶ ἄλλους οἱ πόνοι δαπανοῦν, γιὰ λόγου σας λυποῦνται». Λέγουν με: «Αὐτοί, ὁποὺ χαίρουνται, ἔχουν ἐδῶ μοιράδιν, ἐκ τοὺς ἐθάψαν εἰς τὴν γῆν κ’ ἐπέψαν εἰς τὸν Ἅδην;» Λέγω τους: «Ὁποὺ χαίρουνται καὶ αὐτοὶ μοιράδιν ἔχουν, |
|
140 | ἀλλ’ ἀπολησμονῆσαν τους, ὁκαὶ ἀπ’ αὐτοὺς ἀπέχουν· μὲ ἄλλους τὸν βιόν τους χαίρουνται καὶ αὐτῶν ἐλησμονῆσαν, νὰ εἶπες οὐκ εἶδαν τους ποτὲ οὐδὲ στὸν κόσμον ἦσαν». Καὶ ἀναστενάξαν κ’ εἴπασιν: «Οἱ νές, ὁποὺ ἐχηρέψαν, τάχα στεφάνιν δεύτερον νὰ βάλουν ἐγυρέψαν; |
|
145 | Ἢ μαῦρα ῥάσα ἐβάλασιν καὶ τὸν σταυρὸν φοροῦσι καὶ εἰς μοναστήρια κάθουνται, διὰ ἐμᾶς παρακαλοῦσι; Μὴ μᾶς τὸ κρύψης, πέ μας το, πῶς εἶναι, πῶς δοικοῦνται· ἢ μ’ ἄλλους τρῶν καὶ πίνουσιν κ’ ἑμᾶς οὐδὲν θυμοῦνται». Καὶ ὡς εἶδα πῶς ἐκόπτονταν κ’ ἐβιάζονταν νὰ μάθουν, |
|
150 | ἐσίγησα τ’ ἀποκριθῆν, μὴ κόπτωνται καὶ πάθουν· ἀκόντα τὰ γενόμενα, μὴ τοὺς πληθύνουν πόνοι· εἶπε μου μέσα ὁ λογισμός: «Τοῦτο δοικᾶ καὶ σώνει». Ἔποικα σχῆμα σιωπῆς κ’ ἔσεισα τὸ κεφάλιν καὶ ὀμπρὸς ὀπίσω ἐγύρισα μὴ μ’ ἐρωτήσουν πάλιν. |
|
155 | Κ’ ἐκεῖνοι πάλιν πρὸς ἐμὲ ἀρχῆθεν ἐγυρίσαν καὶ πρὸς τὸ πρῶτον ρώτημαν πάλιν μ’ ἀνερωτῆσαν: «Τί καρτερεῖς τ’ ἀποκριθῆν; ἄνθρωπ’, ἀπιλογήσου· εἰς τὰ πονοῦμεν πόνεσε, στὰ πάσχομεν λυπήσου!» Καὶ κάποτε ἀποκρίθηκα, εἶπα τους: «Τί ἐρωτᾶτε; |
|
160 | Καὶ τί με βιάζετε νὰ πῶ τὸ ἠξεύρω καὶ μισᾶτε; Ἠξεύρετε τὸ γίνεται· μόνον ἐδὰ οὐκ ἐφάνη: φίλον οὐκ ἔχει ὁποὺ θαφῆ, ἀλλ’ οὐδ’ ὁπ’ ἀποθάνη. Λέγει το κ’ ἡ παραβολὴ ἀλήθια καὶ ὄχι ψόμα: ἀλὶ τὸν βάλουν εἰς τὴν γῆν καὶ τὸν σκεπάση χῶμα! |
|
165 | Λέγω τους: πρὸς ἀπόκρισιν τάχα δοικᾶ σας τοῦτο; Ἐάν οὐ δοικᾶ, νὰ σᾶς εἰπῶ τὸ τέτοιον καὶ τοσοῦτον, πολλὰ ν’ ἀναστενάξετε, νὰ μυριολυπηθῆτε καὶ ὡς ἐξ ἀνάγκης καὶ σπουδῆς στὸν Ἅδην νὰ στραφῆτε. Ὅμως, ὡς μ’ ἐρωτήσετε, θέλω σᾶς τ’ ἀναφέρει, |
|
170 | στὸν κόσμον πῶς πορεύεται τοῦ καθενὸς τὸ ταίρι: Οἱ νές, ὁποὺ ἐχηρέψασιν, ἀλλῶν χείλη φιλοῦσιν, ἄλλους περιλαμπάνουσιν κ’ ἐσᾶς καταλαλοῦσιν. Στολίζουν τους τὰ ροῦχα σας, στρώνουν τους τ’ ἄλογά σας κ’ ἔχουν καὶ λόγον μέσα τους μὴ φέρουν τ’ ὄνομά σας. |
|
175 | Καὶ τὸν ἐζήσασιν καιρὸν μὲ τὴν ἐσᾶς ὁμάδαν ἐφάνην τους οὐκ ἔζησαν ἡμέραν ἢ ἑβδομάδαν. Ζῶντα σας ἐλογίζοντα ἄλλους τοὺς ἐγαποῦσαν· νὰ λείψετε ἐσπουδάζασιν, νὰ ἐβγῆτ’ ἐπεθυμοῦσαν· καὶ ἀπεὶν ἐσᾶς ἐθάψασιν καὶ τάχα μαῦρα ἐβάλαν, |
|
180 | ἐδιφορῆσαν ἀπ’ αὐτὲς κ’ ἔκαμαν πάλιν γάλαν. Ἀπ’ ἐντροπῆς ἐδείχνασι δάκρυα πικρὰ νὰ χύνουν καὶ αὐτὲς ἐλέγαν μέσα τους μὲ ἄλλον ἄντρα νὰ μείνουν. |
|
- Δεν βρέθηκαν εικόνες
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Το παράπονο των νεκρών (στ. 221-260)
Αφού ο αφηγητής περιέγραψε δηκτικά την απαράδεκτη στάση των ζωντανών, ιδίως των χηρών γυναικών, απέναντι στη μνήμη των νεκρών, στο ακόλουθο απόσπασμα διαβεβαιώνει τους τελευταίους για την άφθαρτη αγάπη των μανάδων τους. Οι δύο νέοι ξεσπούν σε μοιρολόι (!) και εύχονται να επιστρέψουν στη ζωή για να διαπιστώσουν οι ίδιοι ποιοι τους θυμούνται ακόμα.
| Ἤκουσαν τὰ γενόμενα, ἐμάθαν τὰ ρωτοῦσαν καὶ μυριοαναστενάξασιν εἰς τὰ φρικτὰ τ’ ἀκοῦσαν. Καὶ ἀλλήλως ἐσυντύχασιν, τάχα κουρφὰ ἀπ’ ἐμένα, πάλιν νὰ μ’ ἐρωτήσουσιν, ὡς ἤκουσα τὸν ἕνα. |
|
225 | Καὶ ὁ ἄλλος τους ἀρχίνησεν μᾶλλον ν’ ἀνατριχώνη· λέγει: «Τὸ μᾶς ἀνήγγειλε, τοῦτο δοικᾶ καὶ σώνει». Κ’ ἐκεῖνος πάλιν πρὸς ἐμέ: «Μηδὲ μᾶς τ’ ὀνειδίσης, ἂν δευτερορωτήξωμεν· εἰπέ μας το, ἂν ὁρίσης· πῶς ὑπομένουν τὸ λοιπὸν οἱ ἄθλιες μας μανάδες |
|
230 | λείποντα οἱ γιοί τους νὰ θωροῦν ὕπαντρες τὲς νυφάδες καὶ πῶς θωροῦν τὰ ροῦχα τους δίχως τὴν ἑλικιάν τους καὶ πῶς τοὺς οἴκους ἀνοικτοὺς δίχως τὴν φαμελιά τους;» «Ἀντάμα, λέγω τους, μ’ ἐσᾶς ἐχάσασιν τὸ φῶς τους· οὐδὲν θωροῦν τὰ γίνουνται, οὐδὲ ψηφοῦν τὸ βιός τους. |
|
235 | Ἀναστενάζουν ὠγιὰ σᾶς, γιὰ λόγου σας λυποῦνται, τοῦ κόσμου λησμονήσασιν καὶ ἐσᾶς μόνον θυμοῦνται».
Καὶ ἀπείτις τοὺς ἐσύντυχα καὶ αὐτοὶ ἀποκριθῆκαν, ἔποικαν σχῆμα σιωπῆς καὶ τὸ ρωτᾶν ἀφῆκαν. Καὶ ἀναστενάξαν κ’ εἴπασιν ὁκάτι καταλόγιν, |
|
240 | ἀθιβολὴν πολύθλιβον κ’ ἔμοιαζεν μοιρολόγιν. Ἄκουσε τί ἔν τὸ λέγασιν καὶ τί ’ν τὸ τραγουδοῦσαν καὶ πῶς, ὅσον τὸ λέγασιν, δακρύων οὐκ ἐφυροῦσαν: «Χριστέ, νὰ ράγην τὸ πλακί, νὰ σκόρπισεν τὸ χῶμα, νὰ γέρθημαν οἱ ταπεινοὶ ἀπὸ τ’ ἀνήλιον στρῶμα! |
|
245 | Νὰ διάγειρεν ἡ ὄψη μας, νὰ στράφην ἡ ἑλικιά μας, νὰ λάλησεν ἡ γλῶσσα μας, ν’ ἀκούσθην ἡ ὁμιλιά μας! Στὸν κόσμον νὰ πατήσαμεν, στὴν γῆν νὰ περπατοῦμαν καὶ νὰ καβαλλικεύγαμεν, γεράκια νὰ βαστοῦμαν· καὶ πρὶν ἐμᾶς νὰ σώσασιν στοὺς οἴκους τὰ ζαγάρια, |
|
250 | νὰ δόθην λόγος κ’ ἔρχουνται οἱ λείποντες – καθάρια, νὰ ’δαμεν τίς νὰ ξέβηκεν εἰς συναπάντησίν μας καὶ τίς νὰ μᾶς ἐδέχθηκεν στὴν πόρταν τῆς αὐλῆς μας· ἂν κατ’ ἀλήθειαν εὕραμεν ὅρκους, τοὺς μᾶς ἐλέγαν: «Μὰ τὸν οὐράνιον βασιλιά, τὸν ποιητὴν καὶ μέγαν, |
|
255 | ἂν ἔπαιρνεν κατάλλαμαν, ἀντίσηκον ὁ Χάρος, ψυχὴν, σῶμα γιὰ λόγου σας νὰ δώκαμεν μὲ θάρρος». Καὶ ἴτις μὲ λόγια θλιβερά, μὲ πρικαμένον σχῆμα καὶ μὲ τ’ ἀναστενάγματα καὶ τῶν δακρύων τὸ χῦμα, τὸν βιόν μας ἀφεντέψασιν καὶ ἀλλῶν τὸν ἐχαρίσαν, |
|
260 | καὶ μ’ ἄλλους τρῶν καὶ πίνουσιν κ’ ἐμᾶς ἀλησμονῆσαν. |
|
- O Κάτω Κόσμος και το παράπονο των νεκρών. Antoni Gruszecki, Ο χορός του Θανάτου, 1767, λάδι σε καμβά, Μοναστήρι Καπουτσίνων, Κρακοβία, Πολωνία.
Πηγή: Wikimedia Commons
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Η πικρή ιστορία των δύο νεκρών νέων (στ. 387-439)
Στους στίχους που μεσολαβούν μεταξύ των επιλεγμένων αποσπασμάτων, οι ρόλοι αντιστρέφονται και πλέον ο αφηγητής/ήρωας απευθύνει ερωτήσεις στους δύο νέους, οι οποίοι περιγράφουν την πατρίδα τους και διηγούνται την τραγική ιστορία τους, που καταλήγει στην απρόσμενη συνάντηση με την αδελφή τους στον Κάτω Κόσμο. Στο παρακάτω απόσπασμα τα τρία αδέλφια αφηγούνται αμοιβαία τα γεγονότα που οδήγησαν στον θάνατό τους.
| Ἔκλαιεν ἐκείνη εἰς μιὰν μερὰν κ’ ἐμεῖς ὁμοίως εἰς ἄλλην καὶ μὲ τὰ δάκρυα ἐσύντυχεν κ’ ἐρώτησέ μας πάλιν: «Πότε τὸ βλέπω ἐγίνετο; Πῶς τὸ θωρῶ ἐσυνέβη; |
|
390 | Καὶ πῶς ἡ Τύχη ἐνάντιον σας νὰ κλώση ἐσυγκατέβη;» Κ’ ἐδιάβην ὥρα περισσὴ νὰ τῆς ἀποκριθοῦμεν, εἰς ὅ,τι μᾶς ἐρώτησεν κατὰ λεπτὸν νὰ ποῦμεν· καὶ τότ’ ἀπιλογήθημαν μετὰ δακρύων καὶ πόνου κ’ εἴπαμεν τὸ μᾶς ἤφερεν ἡ συμφορὰ τοῦ χρόνου· |
|
395 | πῶς τῆς θαλάσσου ὁ κίνδυνος, πῶς ἡ φορὰ τ’ ἀνέμου στὸν Ἅδην μᾶς ἀπέσωσεν δίχως αἰτίαν πολέμου: «Ἔρχοντα τότε πρὸς ἐσὲν μὲ πόθον νὰ σὲ δοῦμεν μὲ τοῦ πατρός μας τὴν εὐχὴν καὶ πάλιν νὰ στραφοῦμεν, ἡ εὐχὴ κατάρα γίνετον κ’ ἡ προσευχή του βάρος |
|
400 | καὶ θάνατος ὁ δρόμος μας καὶ τὸ ταξίδιν Χάρος. Καὶ τοῦτον πότ’ ἐγίνετον λέγω μικρὸν σημάδιν: ἀκόμη ἀπὸ τὰ ροῦχά μας βλέπεις ὑγρὰ μοιράδιν». Ἀκόντα τὰ γινόμενα ἔκλαιγεν κ’ ἐθρηνᾶτον κ’ εἶπεν: «Ἀλὶ τοὺς καρτερεῖ τὸ δολερὸν μαντᾶτον, |
|
405 | ὁποὺ στὸν Ἅδην ἔπεψαν μιὰν νύκτα, μιὰν ἑσπέραν τοὺς εἴχασιν παρηγοριάν, δυὸ υἱοὺς καὶ θυγατέραν! Τὸν Χάρον τους ἐσπείρασι, θάνατον ἐθερίσαν, κόπους, τοὺς ἀγωνίζονταν, ἀλλῶν τοὺς ἐχαρίσαν. Ἀθὸς ἦτον ἡ δόξα τους, λουλοῦδιν ἡ χαρά των, |
|
410 | διὰ ταῦτα ὁ ἥλιος ἔφερεν τὸ δολερὸν μαντάτον. Στὰ χιόνια ἐθεμελιώσασιν κ’ εἰς τὸ νερὸν ἐκτίσαν· τώρα τὰ χιόνια ἐλύσασιν καὶ τὰ νερὰ σκορπίσαν. Τὸ θεμελιῶσαν ἔπεσεν, τὸ ἔκτισαν ἐρράγην καὶ ἡ καρδιά τους μὲ σπαθὶν δὶστομον τώρα ἐσφάγην. |
|
415 | Ἡ Τύχη τὸ δοξάριν της ἐνάντιον τὸ ἐκκοκιάσεν, κ’ εὐκαίρεσεν τὴν σπούρδαν της, ὥστ’ ἁποὺ τοὺς ἐφτάσεν. Μὲ τὴν καρδιάν τους ἔποικεν σημάδιν τοῦ δεξιώτη κ’ ἔριξεν τὲς σαγίττες της ἀπ’ ὕστερην ὡς πρώτην· καὶ ἀπ’ ὅλες μιὰ δὲν ἔσφαλεν, ὅλους ἐπλήγωσέν τους· |
|
420 | ποῦ νὰ τῶν δώση οὐκ εἶχε πλιά, διατὶ ἐθανάτωσέν τους». Καὶ ἀπείτις ἐθρηνήσαμεν κ’ ἐκλάψαμαν ὀμάδιν, τότε τὴν ἐρωτήσαμεν: «Καὶ σὺ πότε στὸν Ἅδην;» Καὶ ἀκόντα μας τὸ ἐρώτημαν ἔκλαψεν κ’ ἐλυπήθην καὶ ἀφ’ ὅτου ἐστράφην πρὸς ἐμᾶς, ἴτις ἀπιλογήθην: |
|
425 | «Κείτοντα στὸ κρεββάτιν μου μυριοθορυβουμένη (ὀκτὼ μηνῶν, μὲ φαίνεται, ἤμουν ἐγγαστρωμένη) ἐφάνη μου στὸν ὕπνον μου κάτινες μ’ ἐλαλῆσαν, καὶ εἶπαν μου: «Εἶντα κάθεσαι; Τ’ ἀδέλφια σου ἐβουλῆσαν!» Εὐθὺς τὰ ἐντός μου ἐσπάσθησαν καὶ συγκοπὴ μ’ ἐσέβη |
|
430 | κ’ ἐπῆγεν κάτω τὸ παιδὶν καὶ ἄνω ἡ ψυχή μου ἐξέβη. Κ’ ἴτις ὁ Χάρος μ’ ἔδωκεν θάνατον εἰς τὴν γένναν· ὁμοίως τὸ βρέφος, τὸ βαστῶ, ἐπῆρα μετὰ μέναν· ἀπὸ τὸν κόσμον μ’ ἔτυχεν μόνον αὐτὸ μοιράδιν, διὰ νά ’χω τάχα συνοδειὰ κι ἄνεσιν εἰς τὸν Ἅδην». |
|
435 | Κ’ ἐκεῖ στὰ ξημερώματα ἔσωσεν ὑπηρέτης καὶ πρὸς αὐτὴν ἐσίμωσεν κ’ ἐσύντυχεν ἐδέτις: «Ἀπάρτι χώρισε ἀπ’ αὐτοὺς καὶ μὴν ἀργῆς νὰ σώσης καὶ ὕπα στοῦ Χάρου τὴν αὐλὴν καὶ τὸ χρωστεῖς νὰ δώσης». |
|
- Τα δύο αδέλφια πάνω στο πλοίο με τον θάνατο να καραδοκεί. Hans Holbein ο Νεότερος, Μακάβριος χορός. Το πλοίο σε μια καταιγίδα.
Πηγή: Wikimedia Commons - Joseph Mallord William Turner, Το ναυάγιο, λάδι σε καμβά, Πινακοθήκη Tate Britain, Λονδίνο.
Πηγή: Wikimedia Commons - Η κοπέλα μαθαίνει στον ύπνο της τον θάνατο των αδελφών της και πεθαίνει. Luigi Schiavonetti, Η ψυχή αφήνει το σώμα, 1808.
Πηγή: Wikimedia Commons
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Ο "χορός των νεκρών" και τα αιτήματά τους προς τον ήρωα (στ. 465-490)
Αφού οι δύο νέοι έχουν ολοκληρώσει την ιστορία τους, ζητούν και πάλι επίμονα από τον ήρωα να τους μεταφέρει τα μηνύματα των ζωντανών. Όταν εκείνος τούς ανακοινώνει ότι πρέπει να επιστρέψει στον Πάνω Κόσμο, τα δύο αδέλφια προσπαθούν να καθυστερήσουν την αναχώρησή του μέχρι να καταφτάσουν και οι υπόλοιποι νεκροί που έλειπαν. Στο ακόλουθο απόσπασμα πεθαμένοι όλων των κοινωνικών τάξεων τον περικυκλώνουν, προσπαθώντας να του δώσουν τα γραπτά μηνύματά τους προς τους ζωντανούς· εκείνος τρέπεται σε φυγή πανικόβλητος καθώς οι νεκροί προσπαθούν απεγνωσμένα να του διαβιβάσουν τις επιθυμίες τους.
465 | Κ’ εἰς ὥραν ὀλιγούτσικην βλέπω φουσσᾶτον κ’ ἦρθεν· δὲν εἶχεν μέτρος τὸ ἔβλεπα κ’ ἔρχετον ἀπ’ ἐκεῖθεν· ἐκεῖ ’δα νέους καὶ λυγερές, ἄνδρες καὶ παλληκάρια καὶ πολεμάρχους μὲ σπαθιὰ γυμνὰ δίχως φηκάρια· κ’ εὐτρεπισμένους ἄρχοντες πεζοὺς καὶ καβαλλάρους, |
|
470 | νά ’χουν μὲ αὐτοὺς ὑποταγές, ρήτορες καὶ νοδάρους· εἶδα διακόνους σ’ ἐκκλησιές, πισκόπους καὶ παπάδες, κ’ εἰς τὸν παστὸν ἀντρόγυνα, γαμπροὺς μὲ τὲς νυφάδες. Εἶδα κ’ ἐφέρασιν σκαμνιὰ, νὰ κάτσουν οἱ νοδάροι· κοντύλι ἐκράτειν ὁ καθείς, χαρτὶν καὶ καλαμάρι· |
|
475 | κ’ εἶχεν καθεὶς τριγύρου του φουσσᾶτον νὰ τὸν βιάζη· ἄλλος πιττάκια νὰ ζητᾶ, ἄλλος «χαρτὶν» νὰ κράζη· «σύντομ’ ἀποστολάτορας μισεύγει, νὰ λαλοῦσιν, βιάζου πολλὰ, μηδὲν ἀργῆς, ὡγιὰ νὰ τὸ βαστοῦσιν». Κ’ ὐγρὰ πιττάκια ἀπὸ σπουδῆς ἐκ τοὺς γραφιοὺς ἐπαῖρναν· |
|
480 | ἄλλοι ἔβλεπα τὰ βούλλωναν κι ἄλλοι ἀνοικτὰ τὰ φέρναν. Τόσοι μ’ ἐκαταπέσασιν πιττάκια νὰ μὲ δώσουν, ὁκ’ ἔφριξα θωρώντα τους κ’ ἐτράπην πρὶν νὰ σώσουν. Ὅλοι τὰ χέρια ἐσήκωσαν καὶ πρὸς ἐμὲ θωροῦσαν: «Ἔπαρ’ πιττάκια, ἐκράζασιν, βάστα χαρτιὰ, λαλοῦσαν· |
|
485
490 | καὶ ὡς ἀπὸ λόγου μας γραφὲς αὐτὲς βάστα μετ’ ἔσου ἀπὸ τὸν Ἅδην τὸν πικρὸν καὶ βλέπε μή σοῦ πέσου. Λάλησε καὶ ἀπὸ λόγου σου· εἰπὲ τοὺς πονεμένους: Τοὺς εἰς τὸν Ἅδην ἔχετε ἀπὸ καιρὸν θαμμένους, τὸν οὐρανὸν στερεύγουνται, τὸν ἥλιον οὐ θωροῦσιν, τὸ χῶμαν ἔχουν σάβανον, τὴν γῆν στολὴν φοροῦσιν». |
|
- Wenceslaus Hollar, Πομπή του μακάβριου χορού, άγνωστης χρονολογίας, Βιβλιοθήκη Σπάνιων Βιβλίων Thomas Fisher, Πανεπιστήμιο Τορόντο, Καναδάς.
Πηγή: Wikimedia Commons - «Μακάβριος χορός», Lorenzo Costa ο Πρεσβύτερος, Ο θρίαμβος του θανάτου, 1490, νωπογραφία στη Βασιλική San Giacomo Maggiore, Μπολόνια, Ιταλία.
Πηγή: Wikimedia Commons - Το έργο αυτό αποτυπώνει τη συνάθροιση νεκρών από όλες τις κοινωνικές τάξεις, όπως ακριβώς περιγράφεται στο απόσπασμα. Bernt Notke, Μακάβριος χορός, τέλη 15ου αι., τμήμα ενός μεγαλύτερου, χαμένου σήμερα, έργου, Ναός Αγίου Νικολάου, Tallinn, Εσθονία.
Πηγή: Wikimedia Commons
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Βιβλιογραφία
- Alexiou 1997
- Margaret Alexiou, «Λογοτεχνία και λαϊκή παράδοση», Λογοτεχνία και κοινωνία στην Κρήτη της Αναγέννησης, επιμ. David Holton, μτφρ. Ναταλία Δεληγιαννάκη, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1997, σ. 293-336.
- Αλεξίου 1963
- Στυλιανός Αλεξίου (επιμ.), «Απόκοπος», Κρητικά Χρονικά 17 (1963), σ. 183-251.
- Αλεξίου 2002
- Στυλιανός Αλεξίου (επιμ.), Μπεργαδής, Απόκοπος. Η Βοσκοπούλα [Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη, ΠΟ 15], Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2002, σ. 7-42.
- Βασιλείου 1993
- Πάνος Βασιλείου, «Ερμηνευτικές προτάσεις στον Απόκοπο του Μπεργαδή», Ελληνικά, τ. 43, τχ. 1 (1993), σ. 125-172.
- Cappellaro 2004
- Elena Cappellaro, «Επιδράσεις του Βοκκακίου στον Απόκοπο του Μπεργαδή (1370-1519)», Σύγκριση/Comparaison 15 (2004), σ. 114-131.
- Δημαράς 1964
- Κ. Θ. Δημαράς, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Από τις πρώτες ρίζες ώς την εποχή μας, Ίκαρος, Αθήνα 31964, σ. 71-72.
- Κακριδής 1953
- Ι. Θ. Κακριδής, «Ερμηνευτικά στον Απόκοπο του Μπεργαδή», Κρητικά Χρονικά 7 (1953), σ. 409-413.
- Καλλίνης 2014
- Γιώργος Καλλίνης, «Απόκοπος του Μπεργαδή. Ένα αινιγματικό ποιητικό όνειρο», Κονδυλοφόρος 13 (2014), σ. 11-20.
- Καπλάνης 2015
- Τάσος Α. Καπλάνης, «Ασυνέχειες και ρήξεις: Οι ασυγχρονίες του ομόχρονου στην κρητική λογοτεχνία (14ος-16ος αι.)», Πρακτικά του 5ου Ευρωπαϊκού Συνεδρίου νεοελληνικών σπουδών: Συνέχειες, ασυνέχειες, ρήξεις στον ελληνικό κόσμο (1204-2014): Οικονομία, κοινωνία, ιστορία, λογοτεχνία (Θεσσαλονίκη 2-5 Οκτωβρίου 2014), τ. Β΄, επιμ. Κωνσταντίνος Δ. Δημάδης, Ευρωπαϊκή Εταιρεία Νεοελληνικών Σπουδών, Αθήνα 2015, σ. 743-764.
- Κεχαγιόγλου 1982
- Γιώργος Κεχαγιόγλου (επιμ.), Απόκοπος, Απολλώνιος, Ιστορία της Σωσάννης [Λαϊκά λογοτεχνικά έντυπα 1], Ερμής, Αθήνα 1982.
- Λαμπάκης 1982
- Στέλιος Λαμπάκης, Οι καταβάσεις στον Κάτω Κόσμο στη βυζαντινή και στη μεταβυζαντινή λογοτεχνία, ανέκδοτη διδακτορική διατριβή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Αθήνα 1982.
- Lassithiotakis 1992
- Michel Lassithiotakis, «Apokopos 183-220: Remarques sur l’ anticléricalisme de Bergadis», Θησαυρίσματα 22 (1992), σ. 126-147.
- Lassithiotakis 1998
- Michel Lassithiotakis, «Ερμηνευτικά και κριτικά στον Απόκοπο», Cretan Studies 6 (1998), σ. 199-218.
- Layton 1990
- Evro Layton, «Zacharias and Nikolaos Kalliergis and the First Edition of the Apokopos of Bergadis», Θησαυρίσματα 20 (1990), σ. 206-217.
- Legrand 1870
- Émile Legrand (επιμ.), Apokopos ou Le repos du soir/Απόκοπος Ωφέλιμος κατά πολλά διά τους κοπιασμένους, Λιμένας ο σωτήριος εις τους απεγνωσμένους. Καλότυχος που στοχασθή τα όσα περιέχει, Διατί από του Θεού την βουλήν ποτέ δεν θέλει έβγη. Ποίημα/συντεθέν υπό Μπεργαή και εκδοθέν υπό Αιμυλίου Λεγρανδίου, Chez Maisonneuve/Πανδώρα, Παρίσι/Αθήνα 1870.
- Legrand 1881
- Émile Legrand (επιμ.), Bibliothèque grecque vulgaire, τ. 2, Maisonneuve et Cie, Παρίσι 1881, σ. 94-122.
- Λεντάρη 2007
- Τίνα Λεντάρη, «Απόκοπος», Λεξικό νεοελληνικής λογοτεχνίας. Πρόσωπα, έργα ρεύματα, όροι, Πατάκης, Αθήνα 2007, σ. 144-145.
- Luciani 2012
- Cristiano Luciani, «Η Visio Infernalis στον Απόκοπο του Μπεργαδή και σε άλλα ηθικοδιδακτικά κείμενα της εποχής», Πρώιμη Νεοελληνική Δημώδης Γραμματεία: γλώσσα, παράδοση και ποιητική. Πρακτικά του 6ου Διεθνούς Συνεδρίου Neograeca Medii Aevi, επιμ. Γιάννης Κ. Μαυρομάτης & Νίκος Αγιώτης, Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη, Ηράκλειο 2012, σ. 335-343.
- Μανούσακας 1965
- Μανούσος Ι. Μανούσακας, Η κρητική λογοτεχνία κατά την εποχή της Βενετοκρατίας, ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη 1965.
- Παΐδας 1999
- Κωνσταντίνος Δ. Σ. Παΐδας, «Το ερωτικό στοιχείο στον Απόκοπο του Μπεργαδή», Ελληνικά, τ. 49, τχ. 2 (1999), σ. 278-288.
- Παναγιωτάκης 1991
- Νικόλαος Μ. Παναγιωτάκης, «Το κείμενο της πρώτης έκδοσης του Απόκοπου. Τυπογραφική και φιλολογική διερεύνηση», Θησαυρίσματα 21 (1991), σ. 80-209.
- Πηδώνια 2011
- Κομνηνή Δ. Πηδώνια, «Η πρώτη έκδοση του Απόκοπου και ο μεγάλος σεισμός του 1508 στην Κρήτη», Κρητικά Χρονικά 31 (2011), σ. 203-206.
- Πολίτης 1953
- Λίνος Πολίτης, «Παρατηρήσεις στον Απόκοπο του Μπεργαδή», Προσφορά εις Στίλπωνα Π. Κυριακίδην επί τη εικοσιπενταετηρίδι της καθηγεσίας αυτού (1926-1951), Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 1953, σ. 546-560.
- Πολίτης 1993
- Λίνος Πολίτης, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, ΜΙΕΤ, Αθήνα 81993, σ. 50-51.
- Rincón 1990/1
- Manuel Gonzalez Rincón, «The symbolic-allegorical introduction of Bergadis’ Apokopos and its relation to the content of the work», Επετηρίς της Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών 48 (1990/91), σ. 317-326.
- Σαββίδης 1993
- Γιώργος Π. Σαββίδης, «Πότε άραγες αρχίζει η νεότερη ελληνική λογοτεχνία;», Αρχές της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Πρακτικά του Δεύτερου Διεθνούς Συνεδρίου Neograeca Medii Aevi, Βενετία 7-10 Νοεμβρίου 1991, τ. 1, επιμ. Νικόλαος Μ. Παναγιωτάκης, Ελληνικό Ινστιτούτο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών, Βενετία 1993, σ. 37-41.
- Σταυρακοπούλου 2008
- Σωτηρία Σταυρακοπούλου, «Ερμηνευτικές διερευνήσεις στον Απόκοπο του Μπεργαδή: μια προσέγγιση με τον Πουλολόγο», Ελληνικά, τ. 58, τχ. 2 (2008), σ. 315-338.
- van Gemert 1997
- Arnold F. van Gemert, «Λογοτεχνικοί πρόδρομοι», Λογοτεχνία και κοινωνία στην Κρήτη της Αναγέννησης, επιμ. David Holton, μτφρ. Ναταλία Δεληγιαννάκη, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1997, σ. 74-78, 94.
- van Gemert 2006
- Arnold F. van Gemert, «Μπεργαδής και Πικατόρος. Προβλήματα χρονολόγησης», Θησαυρίσματα 36 (2006), σ. 57-77.
- van Gemert 2007
- Arnold F. van Gemert, «Η συμβολή των “ξένων” στην πρώιμη κρητική λογοτεχνία», Ελληνικά, τ. 57, τχ. 1 (2007), σ. 155-163.
- Vejleskov 2005
- Peter Vejleskov (επιμ.), Apokopos: a fifteenth century Greek (Veneto-Cretan) catabasis in the vernacular. Synoptic edition with an introduction, commentary and Index verborum, μτφρ. στα αγγλικά Margaret Alexiou [Neograeca Medii Aevi, 9], Romiosini, Κολωνία 2005.
Δικτυογραφία
Ο Απόκοπος: το ελληνικό μεσαιωνικό χειρόγραφο ενός ονειρικού ταξιδιού στο εσωτερικό της γης», Διδάσκοντας ελληνικά (ιστολόγιο).
«Μπεργαδής, Απόκοπος», στα «Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας (Α΄ Γενικού Λυκείου) - Βιβλίο Μαθητή (Εμπλουτισμένο)», στο «Ψηφιακό Σχολείο, Διαδραστικά Σχολικά Βιβλία», Διόφαντος (ΙΤΥΕ).
«Πηγές του Αναλυτικού Λεξικού Κριαρά: «Μπεργαδή, Απόκοπος (14ος-15ος αι.)» στην «Πύλη για την ελληνική Γλώσσα και τη διδασκαλία της», Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
«Πρόσωπα και θέματα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας: Κρητική λογοτεχνία», στις «Ψηφίδες για την ελληνική γλώσσα & τη γλωσσική εκπαίδευση», Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
«Απόκοπος του Μπεργαδή, ως παράλληλο για τον Κρητικό του Σολωμού» latistor: Σημειώσεις Νεοελληνικής Λογοτεχνίας του Κωνσταντίνου Μάντη (ιστολόγιο).
Ηλέκτρα Καμπουράκη-Πατεράκη, «Κρήτες τυπογράφοι στη Βενετία στα χρόνια της Ενετοκρατίας στην Κρήτη: Ζαχαρίας Καλλιέργης και Νικόλαος Βλαστός (15ος-16ος αιώνας)», Πατρίς: η καθημερινή πρωινή εφημερίδα της Κρήτης.
«Μπεργαδής, Απόκοπος», στο «Ανθολόγιο Λογοτεχνίας», Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού.
* Τελευταία πρόσβαση στη δικτυογραφία: Δεκέμβριος 2017.
Ετικετες Αναζητησης
Λογοτεχνικό Γένος
ΠοίησηΕποχές - Περίοδοι
Πρώιμη κρητική λογοτεχνία ή Περίοδος της προετοιμασίας (14ος αι.-1580) Ο αιώνας της Άλωσης (15ος αι.) Λογοτεχνία σε φραγκοκρατούμενα-βενετοκρατούμενα μέρη (15ος-17ος αι.)
Κατάλογος Έργων
- Αισώπου Μύθοι
- Ανακάλημα της Κωνσταντινόπολης
- Άνθη ευλαβείας
- Άνθος των χαρίτων
- Απόκοπος
- Αφήγησις Λιβίστρου και Ροδάμνης
- Αφήγησις παράξενος του ταπεινού Σαχλίκη
- Βαρλαάμ και Ιωάσαφ
- Βασιλεύς ο Ροδολίνος
- Βίοι αγίων
- Διγενής Ακρίτης
- Διήγησις Βελισαρίου
- Διήγησις εξαίρετος Βελθάνδρου του Ρωμαίου
- Διήγησις εξαίρετος ερωτική και ξένη του Ιμπερίου θαυμαστού και κόρης Μαργαρώνης
- Διήγησις εξαίρετος ερωτική και ξένη Φλωρίου του πανευτυχούς και κόρης Πλάτζια Φλώρης
- Διήγησις Ιεροθέου Αββατίου
- Διήγησις και οπτασία ωφέλιμος ορθοδόξου τινός Δημητρίου
- Διήγησις του Αχιλλέως
- Διήγησις του Πωρικολόγου
- Διήγησις του Ρεμπελιού των Ποπολάρων
- Εξήγησις της γλυκείας χώρας Κύπρου, η ποία λέγεται Κρόνικα, τουτέστιν Χρονικόν
- Ερωτικόν ενύπνιον
- Ερωτόκριτος
- Ερωτοπαίγνια
- Ερωφίλη
- Η Βοσκοπούλα
- Η Θυσία του Αβραάμ
- Η Καινή Διαθήκη
- Η Κοσμογέννησις
- Η Φυλλάδα του Μεγαλέξαντρου
- Θησαυρός
- Θρήνος εις τα Πάθη και την Σταύρωσιν του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού
- Θρήνος της Θεοτόκου
- Θρήνος της Κρήτης
- Θρήνος της Κωνσταντινούπολης
- Ιατροσόφια
- Ιστορία και όνειρο
- Ιστορία του Ταγιαπιέρα
- Κατζούρμπος
- Κλίνη Σολομώντος
- Λαϊκές αφηγήσεις
- Λεηλασία της Παροικιάς της Πάρου
- Λόγοι διδακτικοί του πατρός προς τον υιόν
- Λόγος παρηγορητικός περί Δυστυχίας και Ευτυχίας
- Μεγάλον θανατικόν από πανόκλα
- Ο Βίος του Αισώπου
- Ο Έπαινος των γυναικών
- Ο Κρητικός Πόλεμος
- Ο Οψαρολόγος
- Ο Χρονογράφος
- Παιδιόφραστος διήγησις των ζώων των τετραπόδων
- Παλαιά τε και Νέα Διαθήκη
- Πανουργίαι υψηλόταται του Μπερτόλδου
- Πανώρια
- Πένθος θανάτου, ζωής μάταιον και προς Θεόν επιστροφή
- Περί ηρώων, στρατηγών, φιλοσόφων, αγίων και άλλων ονομαστών ανθρώπων, οπού εβγήκασιν από το νησί της Κύπρου
- Περί της ξενιτείας
- Πόλεμος της Τρωάδος
- Πτωχοπρόδρομος
- Ριμάδα κόρης και νιου
- Ρίμες αγάπης (Κυπριακά ερωτικά)
- Σιντίπας
- Σπανέας
- Σπανός
- Στάθης
- Στεφανίτης και Ιχνηλάτης
- Στίχοι γραμματικού Μιχαήλ του Γλυκά ούς έγραψε καθ΄ ον κατεσχέθη καιρόν εκ προσαγγελίας χαιρεκάκου τινός
- Συναξάριον του τιμημένου γαδάρου
- Το κατά Καλλίμαχον και Χρυσορρόην ερωτικόν διήγημα
- Το Χρονικόν του Μορέως
- Φορτουνάτος
- Φυσιολόγος
- Χρονικό του Γαλαξειδιού
- Χρονικό του μοναστηριού του Αγίου Θεοδώρου Κυθήρων
- Χρονικό των Σερρών
- Χρονικόν