Το κατά Καλλίμαχον και Χρυσορρόην ερωτικόν διήγημα
Συγγραφέας: Ανώνυμος
Δημώδες ερωτικό μυθιστόρημα του 14ου αιώνα που εκτείνεται σε 2.607 ανομοιοκατάληκτους δεκαπεντασύλλαβους στίχους. Φέρει, παράλληλα με τα παραμυθικά στοιχεία, επιδράσεις της λόγιας βυζαντινής λογοτεχνίας και της βυζαντινής ρητορικής. Σύμφωνα με την έρευνα, πιθανός συγγραφέας του κειμένου είναι ο Ανδρόνικος Κομνηνός Βρανάς Άγγελος Παλαιολόγος, ανιψιός του αυτοκράτορα Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου.
Εμμανουήλ Κριαράς (επιμ.), Βυζαντινά ιπποτικά μυθιστορήματα [Βασική Βιβλιοθήκη, 2], Αετός, Αθήνα 1955, σ. 3-54.
Εισαγωγή
Το κατά Καλλίμαχον και Χρυσορρόην ερωτικόν διήγημα είναι μία δημώδης ερωτική διήγηση που η έρευνα τοποθέτησε στον 14ο αιώνα, συγκεκριμένα ανάμεσα στο 1310-1340, μεταξύ άλλων και λόγω της ομοιότητάς της με δύο, κυρίως, από τα (ερωτικά) μυθιστορήματα των παλαιολόγειων χρόνων, τα Λίβιστρος και Ροδάμνη και Βέλθανδρος και Χρυσάντζα. Το κείμενο παραδίδεται σε ένα και μοναδικό χειρόγραφο, τον κώδικα Scaliger 55 της βιβλιοθήκης του Λέιντεν (L), και εκδόθηκε για πρώτη φορά από τον Σπυρίδωνα Λάμπρο στο Παρίσι το 1880 (Lambros 1880, 1-109), ενώ αξιώθηκε και κάποιες σύγχρονες κριτικές εκδόσεις, μεταξύ των οποίων σημαντική είναι εκείνη του Κριαρά (1955, 3-54), από την οποία αντλούνται τα παρακάτω ανθολογούμενα αποσπάσματα, και πιο πρόσφατη αυτή της Cupane (1995, 45-222). Ο συγγραφέας του κειμένου δεν είναι γνωστός από την παράδοση, ωστόσο πολλοί μελετητές τον ταυτίζουν με τον ανιψιό του αυτοκράτορα Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου, τον Ανδρόνικο Κομνηνό Βρανά Δούκα Άγγελο Παλαιολόγο (Λεντάρη 2007β, 994). Θα πρέπει, πάντως, να πούμε ότι η απόδοση αυτή δεν είναι καθολικά αποδεκτή από την επιστημονική κοινότητα.
Ο Καλλίμαχος είναι πρίγκιπας, ο μικρότερος γιος ενός βασιλιά, ο οποίος αποφασίζει να κληροδοτήσει την εξουσία σε όποιον από τους γιους του πράξει τη μεγαλύτερη ανδραγαθία. Έτσι, τα βασιλόπουλα ξεκινούν το ταξίδι τους προκειμένου να εκπληρώσουν την πρόκληση. Μετά από πολύ δρόμο και αφού περνούν ερήμους, δάση και βουνά, φτάνουν σε ένα μυστήριο και απόρθητο κάστρο, το δρακοντόκαστρο. Τα μεγαλύτερα αδέρφια θέλουν να συνεχίσουν τον δρόμο τους, αλλά ο Καλλίμαχος επιμένει να μπει στο κάστρο· τότε αποφασίζουν να τον αφήσουν, αφού ο μεγαλύτερος αδερφός τού δώσει ένα μαγικό δαχτυλίδι, ώστε να μπορεί να διασωθεί σε περίπτωση κινδύνου. Ο Καλλίμαχος, μόνος πλέον, καταφέρνει να εισέρθει στο κάστρο πηδώντας από τα τείχη, περιηγείται από τον κήπο στο εσωτερικό και αντικρίζει χώρους και αντικείμενα πολυτελή και εντυπωσιακά, όμως με το πιο περίεργο θέαμα έρχεται αντιμέτωπος σε μια αίθουσα: μια νεαρή ολόγυμνη γυναίκα κρεμασμένη από τα μαλλιά. Αυτή τον ενημερώνει ότι βρίσκεται σε δρακοντόκαστρο, αλλά την κουβέντα τους διακόπτει ο δράκος, ο οποίος επιστρέφει, βασανίζει τη νεαρή, δειπνεί και κοιμάται. Τότε ο Καλλίμαχος τον σκοτώνει με το ίδιο του το σπαθί, ελευθερώνει τη γυναίκα, τη Χρυσορρόη, της αποκαλύπτει ποιος είναι και ακολουθεί η δική της ιστορία: κατάγεται και αυτή από βασιλική γενιά, παντρεύτηκε τον δράκο παρά τη θέλησή της και, λόγω της απέχθειάς της προς αυτόν, ο δράκος σκότωσε την οικογένειά της. Οι δύο νέοι ερωτεύονται και περνούν ένα ανέμελο και χαρούμενο διάστημα ζώντας στο δρακοντόκαστρο, μέχρι που ένας περαστικός βασιλιάς ερωτεύεται τη Χρυσορρόη και προτίθεται να κατακτήσει το κάστρο. Μετά από αποτυχημένες στρατιωτικές απόπειρες, ο βασιλιάς πετυχαίνει τον στόχο του με τη βοήθεια μιας μάγισσας: ο Καλλίμαχος εξουδετερώνεται με ένα μαγικό μήλο και η Χρυσορρόη μεταφέρεται στη χώρα του ανταγωνιστή. Τα αδέρφια του Καλλίμαχου μαθαίνουν τις άσχημες εξελίξεις με μια οπτασία, καταφθάνουν και ανασταίνουν τον ήρωα, χρησιμοποιώντας το ίδιο μαγικό μήλο που τον θανάτωσε. Ο Καλλίμαχος πλέον αναζητά τη γυναίκα του και ανακαλύπτει το παλάτι στο οποίο βρίσκεται. Εκεί, επιδιώκει να γίνει βοηθός του κηπουρού, ώστε να προσεγγίσει την αγαπημένη του, πράγμα που γίνεται. Εκείνη, αφού τον αναγνωρίσει από το δαχτυλίδι, αρχίζει να τον συναντά κρυφά στον κήπο. Η απότομη αλλαγή στη διάθεσή της, όμως, δεν περνά απαρατήρητη και η υπηρέτριά της μαζί με τους ευνούχους-φύλακες τούς προδίδουν. Ακολουθεί η φυλάκιση του Καλλίμαχου και η δίκη, στην οποία η Χρυσορρόη συγκινεί τον βασιλιά και τον ωθεί να τους ελευθερώσει. Στο τέλος, το ζευγάρι επανέρχεται στο δρακοντόκαστρο και η γριά μάγισσα τιμωρείται στην πυρά ως υπεύθυνη για όλο το κακό.
Δεν είναι δυνατό να γνωρίζουμε με βεβαιότητα αν ο Καλλίμαχος ήταν η πρώτη μυθιστορία που γράφτηκε στη δημώδη ή αν υπήρχαν άγνωστα σε εμάς πρότυπα. Βέβαιο είναι, πάντως, ότι ο συγγραφέας του γνώριζε τα λόγια βυζαντινά μυθιστορήματα του 12ου αιώνα, τις αρχαίες μυθιστορίες, ίσως τον Διγενή, και το ελληνιστικό μυθιστόρημα του Αχιλλέα Τάτιου Τα κατά Λευκίππην και Κλειτοφώντα (Beaton 1996, 141· Λεντάρη 2007β, 994).
Παρά το γεγονός ότι το έργο είναι γραμμένο σε δημώδη γλώσσα, υπάρχουν πολλά λόγια στοιχεία που εντοπίζονται, ανάμεσα σε άλλα, και στη χρησιμοποίηση των μακροσκελών και σύνθετων περιόδων, στη διατήρηση των ρητορικών συμβάσεων, στις τυπικές για το είδος εκφράσεις, στον μονόλογο της Χρυσορρόης στο δικαστήριο, στις συχνές παρηχήσεις, στοιχεία που, όμως, φαίνεται πως εξυπηρετούν απόλυτα τον σκοπό της αφήγησης (Beaton 1996, 159). Ακόμα και το γεγονός ότι το κείμενο παραδίδεται ανώνυμα, δεν έχει να κάνει με τη λαϊκή προέλευσή του, αλλά με τις συμβάσεις του είδους που ακολουθούν και άλλες μυθιστορίες (Beaton 1996, 141 και 159).
Χαρακτηριστικό γνώρισμα των μυθιστοριών αυτών και συνδετικός κρίκος με εκείνες του 12ου αιώνα είναι οι ρητορικές ασκήσεις, οι λεγόμενες εκφράσεις, δηλαδή οι αναλυτικές περιγραφές διαφόρων θεμάτων. Ο Beaton (1996, 195) επισημαίνει πως ο σκοπός τους είναι περιορισμένος στις δημώδεις μυθιστορίες, αλλά πλέον είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακές: αξιοποιούν τον πλούτο της γλώσσας, ώστε να περιγράψουν όλα τα έξοχα χαρακτηριστικά του περιγραφόμενου αντικειμένου το οποίο συνήθως είναι κάποιο έργο τέχνης ή κτίσμα, χωρίς να επιδιώκεται ο ρεαλισμός. Ακόμα και οι εκφράσεις των ηρωίδων ακολουθούν τη σύμβαση αυτή και περιγράφονται ως καλλιτεχνήματα.
Τα παραμυθικά στοιχεία και μοτίβα του κειμένου είναι πολλά και καθοριστικά, σε σημείο που ώθησαν πολλούς μελετητές να διατυπώσουν την άποψη ότι το κείμενο είναι ένα έμμετρο παραμύθι. Καταρχάς, υπάρχει το στοιχείο της υπερβολής, όπως και το στοιχείο της αοριστίας: δεν αναφέρεται ρητά και συγκεκριμένα ούτε ο τόπος ούτε η ταυτότητα των ηρώων. Ακόμα, παραμυθικά μοτίβα αποτελούν η δοκιμασία για τον θρόνο, το δρακοντόκαστρο, το μαγικό δαχτυλίδι, η φυλακισμένη νέα, ο πρίγκιπας ελευθερωτής, το μαγικό μήλο, η μάγισσα. Βέβαια, τα στοιχεία αυτά στο συγκεκριμένο κείμενο δεν εμφανίζονται τυποποιημένα και προσαρμόζονται ανάλογα με τις ανάγκες της πλοκής και της αφήγησης (για παράδειγμα το δαχτυλίδι δεν χρησιμοποιείται καθόλου). Ειδικά στο τέλος της διήγησης, τον συγγραφέα δεν φαίνεται να τον απασχολεί το παραμυθικό πλαίσιο και η ανδραγαθία των ηρώων, αλλά το ευτυχές κλείσιμο της ερωτικής ιστορίας. Είναι φανερό ότι τα στοιχεία του παραμυθιού πλαισιώνουν και υποβοηθούν την ερωτική ιστορία, χωρίς να επηρεάζουν την ποιητική ποιότητα του έργου, κάτι που εντάσσεται στις προθέσεις του συγγραφέα (Beck 1999, 191-195).
Επιπλέον, είναι εντυπωσιακή η ελευθεριάζουσα πραγμάτευση του ερωτικού θέματος και οι τολμηρές περιγραφές, ειδικά στη σκηνή του λουτρού των δύο πρωταγωνιστών. Ο Beaton (1996, 48) σημειώνει πως πρόκειται για καινοτομία του Καλλίμαχου που θυμίζει τον εσωτερικό μονόλογο των μοντέρνων μυθιστορημάτων.
Πολλοί ερευνητές θεώρησαν ότι ο Καλλίμαχος, όπως και οι υπόλοιπες δημώδεις μεσαιωνικές μυθιστορίες (Βέλθανδρος και Χρυσάντζα, Λίβιστρος και Ροδάμνη, Ιμπέριος και Μαργαρώνα, Φλώριος και Πλάτζια Φλώρα, Αχιλληίδα), φέρουν σημαντικές επιρροές από τα ιπποτικά κείμενα της Δύσης, με αποτέλεσμα να τα χαρακτηρίσουν ως «βυζαντινά ιπποτικά μυθιστορήματα». Αν και ορισμένα από αυτά (Φλώριος, Ιμπέριος) αποτελούν μεταφράσεις ή διασκευές δυτικών έργων, κείμενα όπως ο Καλλίμαχος, που ανήκουν στην παλαιολόγεια εποχή και έχουν πρωτότυπες ιστορίες, διαποτίζονται έντονα από τη βυζαντινή ατμόσφαιρα και την ποιητική παράδοση της βυζαντινής γραμματείας (Odorico 2005). Φυσικά, υπάρχουν κάποια δυτικά/φράγκικα στοιχεία, τα οποία όμως δεν ασκούν ιδιαίτερη επιρροή· η κοσμοθεωρία των κειμένων είναι καθαρά βυζαντινή και η σύνδεσή τους με την ελληνιστική παράδοση ισχυρή (Λεντάρη 2007α, 335).
Αποσπάσματα
Προοίμιο (στ. 1-75)
Στην εισαγωγή του έργου παρουσιάζεται ο ήρωας, καθώς και ο λόγος για τον οποίο ξεκίνησε την περιπλάνησή του μαζί με τα αδέρφια του. Οι πληροφορίες είναι τόσο αόριστες που θυμίζουν παραμύθι.
| (Τοῦ προοιμίου πρόρρησις, ὡς ἔχει τὰ τοῦ κόσμου. Ἀρχόμεθα διήγησιν τινὸς πειραζομένου καρδιακοῦ καὶ πρακτικοῦ καὶ πολυαγαπημένου.) Λύπης ἀμέτοχον οὐδὲν τῶν πολιτευομένων |
|
5 | καὶ πραττομένων περὶ γῆν καὶ τῶν ἐνεργουμένων. Χαρὰ καὶ λύπη σύμμεικτα, ἀλλὰ καὶ κεκραμένα· οὐδὲν γὰρ λείπει τὸ καλὸν καὶ τὸ τερπνὸν ἐκ λύπης, ὥσπερ οὐδ’ ἀπὸ τῆς χαρᾶς τὸ λυπηρὸν πολλάκις. Πρὸς δόξαν, πρὸς λαμπρότηταν, πρός τε τιμὴν καὶ πλοῦτον, |
|
10 | πρὸς κάλλος καὶ πρὸς φρόνησιν, πρὸς γνῶσιν, πρὸς ἀνδρείαν, πρὸς ἔρωταν, πρὸς καλλονήν, πρὸς εἶδος εὐπρεπείας, ἅπερ προσφέρουσιν χαρὰν ἐνήδονον καὶ τέρψιν, ἐν τούτοις ἴδῃς κίνδυνον, μέσον τούτοις καὶ ψόγον, ἐλάττωμα καὶ πρόσκρουμα, τὰ προξενοῦντα λύπην, |
|
15 | εἰ μὴ καὶ μόνον στέρησιν τῶν ποθουμένων εἴπῃς. Πόθος γὰρ πόθου στερηθεὶς ὑπομονὴν οὐκ ἔχει, τῶν δ’ ἄλλων ἔχει μέριμναν, ἂν εἴποις, οὐδεμίαν. Ὡς γὰρ ἐνστάζει χάριτας ἔρως ἐν ἄλλοις πᾶσιν, οὕτως ἐν μόνῳ χωρισμῷ γέμει πολλὰς πικρίας. |
|
20 | Ὅμως ἂν ἴδῃς τὴν γραφὴν καὶ τὰ τοῦ στίχου μάθῃς, ἔργοις γνωρίσῃς ἔρωτος γλυκόπικρας ὀδύνας· Τοῦτο γὰρ φύσις ἔρωτος: τὸ σύμμεικτα/γλυκαίνειν. (Ἀρχὴ τῆς ὑποθέσεως λοιπὸν καὶ τῶν ἐνταῦθα.) |
|
25 | Βάρβαρος γάρ τις βασιλεύς, δυνάστης ἐπηρμένος, πολλῶν χρημάτων ἀρχηγός, πολλῶν χωρῶν αὐθέντης, τὴν ἔπαρσιν ἀβάσταγος, ἀγέρωχος τὸ σχῆμα, τρεῖς παῖδας ἔσχεν εὐειδεῖς, ἠγαπημένους πλεῖστα, εἰς κάλλος καὶ εἰς σύνθεσιν ἐρωτοφορουμένους |
|
30 | καὶ τ’ ἄλλα πάντα θαυμαστούς, γενναίους εἰς ἀνδρείαν· οὕς βλέπων ἴσους ὁ πατὴρ εἰς τὴν εὐαρμοστίαν, εἰς κάλλος, εἰς ἀνανδρομὴν καὶ πᾶσαν εὐανδρίαν, ἐπίσης εἶχεν πρὸς αὐτοὺς τὴν πατρικὴν ἀγάπην. Τὸν πρῶτον ἤθελεν ἰδεῖν τοῦ στέφους κληρονόμον, |
|
35 | τὸν δ’ ἄλλον πάλιν ἤθελεν συγκληρονόμον τούτου καὶ πρὸς τὸν τρίτον τὴν ἀρχὴν τῆς αὐτοκρατορίας μεταγαγεῖν ἐπείγετο μετὰ πολλοῦ τοῦ πόθου. Πάντας ἀξίους ἔκρινεν τοῦ στέφους καὶ τοῦ κράτους. Ἕτερον γὰρ οὐκ ἤθελεν προκρίνειν τοῦ ἑτέρου. |
|
40 | Πρὸς πάντας δὲ μεταγαγεῖν τὴν αὐτοκρατορίαν ὡς ταραχῶδες καὶ πολλὴν εἰσάγον τρικυμίαν οὐκ εἶδεν ἐνδεχόμενον, οὐκ ἔκρινε συμφέρον. Κάθεται οὖν βασιλικῶς, κράζει λοιπὸν τοὺς παῖδας καὶ ταῦτα λέγει πρὸς αὐτοὺς μετὰ μεγάλου/σπλάχνους: |
|
45 | «Τέκνα, ψυχῆς μου κόσμημα καὶ τῶν σαρκῶν μου μέλη, ἐγὼ τὸ στέμμα, τὴν ἀρχήν, τὴν δόξαν καὶ τὸ κράτος μεταβιβάσαι πρὸς ὑμᾶς καὶ μεταστρέψαι θέλω, ἀλλ’ ἔν’ τὸ φίλτρον εἰς τοὺς τρεῖς, ἴσον τὸ σπλάχνος ὅλων, καὶ τίναν προτερήσωμαι, τίναν καὶ κρίνω πρῶτον |
|
50 | οὐκ οἶδα καὶ τοῦ στέμματος τίναν δεσπότην θέσω· πρὸς πάντας δὲ μεταγαγεῖν τὴν αὐτοκρατορίαν οὐ θέλω, θέλων ἄμαχον τὸ στέφος καὶ τὸ κράτος ἔσεσθαι, μένειν τοῦ λοιποῦ καὶ τοῦ παρέκει χρόνου. Τὸ γὰρ ἐπίκοινον καλὸν καὶ ταραχὴν εἰσάγει· |
|
55 | ὡς γὰρ οὐκ ἔχει τὸ κοινὸν ἐπὶ τοῦ πόθου χώραν, οὕτως οὐδὲ ἐπὶ τῆς ἀρχῆς τὴν αὐτοκρατορίαν. Ἰδοὺ καὶ χρήματα πολλά, στρατηγικαὶ δυνάμεις καὶ τ’ ἄλλα τὰ φερόμενα πρὸς τὰς ἀνδραγαθίας καὶ θησαυροὶ καὶ πράγματα καὶ πλῆθος τοῦ φουσσάτου· |
|
60 | πορεύεστε, κινήσατε μετὰ πολλῶν χρημάτων καὶ τ’ ἄλλα ὅσα θέλετε τὰ πρὸς ὑπηρεσίαν. Ὅστις πολλὴν ἐνδείξηται στρατηγικὴν ἀνδρείαν καὶ δύναμιν καὶ σύνεσιν καὶ φρόνησιν ἀξίαν καὶ πρᾶξιν ἐπιδείξηται τὴν βασιλικωτάτην |
|
65 | καὶ σταίσῃ μέγα τρόπαιον ἐξ ἀνδραγαθημάτων, ἐκεῖνον δώσω τὴν ἀρχὴν τῆς αὐτοκρατορίας καὶ στέψω τοῦτον, ἀντ’ ἐμοῦ ποιήσω/βασιλέαν». Οὐδεὶς ἀποδυσπέτησεν πρὸς τοῦ πατρὸς τοὺς λόγους, πρὸς τοῦ πατρὸς τοὺς ὀρισμοὺς καὶ τὰς παραγγελίας· |
|
70 | ἀλλὰ μετὰ γλυκύτητος, μετὰ πολλῆς ἀγάπης, μετὰ καλοῦ θελήματος, μετὰ καλῆς καρδίας, μετὰ πολλῶν παραταγῶν, μετὰ πολλοῦ φουσσάτου, μετὰ πολλῆς κατασκευῆς, μετὰ πολλῶν ἀρμάτων ἀπεχαιρέτησαν εὐθύς, κοινῶς οἱ τρεῖς κινοῦσιν. |
|
75 | (Καὶ πρὸς τὴν ἔξοδον λοιπὸν οἱ τρεῖς μετακινοῦσιν.) |
|
- «Βάρβαρος γαρ τις βασιλεύς, δυνάστης επηρμένος...» (στ. 25). Λεπτομέρεια μικρογραφίας του βασιλιά Εδουάρδου του Εξομολογητή, περ. 1307-1327.
Πηγή: The British Library - Οι τρεις νεαροί πρίγκιπες έτοιμοι για την αναζήτηση, επεξεργασμένη εικόνα από μικρογραφία του 15ου αι. για το αγγλικό ποίημα Οι τρεις νεκροί βασιλιάδες.
Πηγή: Wikimedia Commons
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Περιγραφή του δρακοντόκαστρου (στ. 170-273)
Οι τρεις πρίγκιπες έχουν ξεκινήσει την περιπλάνησή τους και στον δρόμο τους βρίσκουν ένα εκθαμβωτικό κάστρο, το δρακοντόκαστρο. Ακολουθεί η περιγραφή του και οι αντιδράσεις των τριών αδερφών.
170 | Καὶ μετὰ στράταν ἱκανὴν ἔχει κρημνώδη τόπον, εἰς ὃν οὐδόλως ἄνθρωπος ὑπέφανεν ποτέ του, ἀλλ’ οὐδὲ θὴρ οὐδὲ πτηνὸν οὐδὲ κνωδάλου φύσις. Καὶ μετὰ τὴν παραδρομὴν καὶ τοῦ τοσούτου τόπου εἰς κάστρον κατηντήσασιν μέγα, φρικτὸν καὶ ξένον. |
|
175 | Οἱ τρεῖς ὁμοῦ κατήντησαν, ἔφθασαν εἰς τὸ κάστρον, αὐτὸ τὸ δρακοντόκαστρον τὸ φοβερὸν καὶ μέγα. (Ἔκφρασις πανεξαίρετος. Τοῦ δράκοντος τὸ κάστρον.) Τὸ τεῖχος ἦτον ὑψηλόν, ὁλόχρυσον ἀπέξω, καὶ τοῦ χρυσοῦ τὸ καθαρόν, τὸ στίλβον τὸ τοῦ κάλλους |
|
180 | ἐνίκα πάσας ἐκ παντὸς ἡλιακὰς ἀκτῖνας· Τὸ δέ γε σφυρηλάτημα τῶν ἀκροπυργωμάτων ἀπὸ συμμείκτου καὶ χρυσοῦ καὶ λίθων καὶ μαργάρων. Οὕτως τὸ κάστρον πάντερπνον. Αἱ δὲ τοῦ κάστρου πύλαι μέγα τι πρᾶγμα καὶ φρικτὸν καὶ κάλλος μετὰ φόβου: |
|
185 | χρυσὸς καὶ λιθομάργαροι,/πλὴν τῶν προτιμητέων, τῶν πολυτίμων, τῶν καλῶν καὶ τῶν ἐνδοξοτέρων, καὶ τάξιν ἐπαρμόζουσιν πρὸς εἶδος ἐξομπλίου. Ἀλλ’ οὐχ ἁπλῶς καὶ τυχερῶς εἶχον τὴν ἁρμονίαν· καὶ ζῶντες ὄφεις εἰς αὐτὰς τὰς κεκλεισμένας πύλας, |
|
190 | ὄφεις μεγάλοι, φοβεροὶ καὶ θῆρες παρὰ φύσιν ἄγρυπνοι φύλακες, ὀξεῖς τοῦ τηλικούτου κάστρου ὁρμῶσι, δράκοντες φρικτοὶ καὶ πυλωροὶ θηρία, ἅ τις ἰδὼν ἀπέθανεν ἀπὸ τοῦ φόβου μόνου. Τοῦ κάστρου τὴν λαμπρότηταν καὶ τῶν πυργοδωμάτων |
|
195 | ὡς εἶδον, ἐξεπλάγησαν, ἐθαύμασαν ἐκεῖνοι. Εἶδον χρυσοῦ λαμπρότητα καὶ λίθων καὶ μαργάρων καὶ πᾶσαν ἄλλην καλλονὴν ὅσην τὸ κάστρον εἶχεν. Ἀλλ’ ἦν τὸ τεῖχος ὑψηλόν, εἰσέλευσιν οὐκ εἶχεν· ἄνθρωπος οὐ παρέτρεχεν, οὐδὲ θηρίου φύσις, |
|
200 | οὐδὲ πτηνόν, οὐδὲ στρουθός· ἄγριος ἦν ὁ τόπος. Ἀνέτρεχον, παρέτρεχον, τὴν εἴσοδον ἐζήτουν· Εἶχεν γὰρ πύργους ὑψηλούς, οὐρανομήκεις τοίχους. Εὗρον τὰς πόρτας τὰς λαμπρὰς τούτου, τὰς πολυτίμους, εἶδον τοὺς ὄφεις, ἔφριξαν τοὺς πυλωροὺς ἐκείνους. |
|
205 | Οὐκ ἔγνωσαν τὴν φοβερὰν καὶ θαυμασίαν πόλιν, τίνος τὸ κάστρον τὸ λαμπρόν, τίνα δεσπότην ἔχει. Οἱ μὲν γὰρ ἐπεστράφησαν, ἐστάλησαν ὀπίσω, τάχα μὴ γένωνται τροφὴ τῶν πυλωρῶν ἐκείνων· εἶδαν, ἐξεθαμβήθησαν, ἐτράπησαν, ἐφύγαν./ |
|
210 | (Στάσις καὶ λόγος καὶ βουλή, πρὸς τὴν βουλὴν καὶ πρᾶξιν ὁμοῦ τριῶν τῶν ἀδελφῶν, αὐτοῦ τοῦ Καλλιμάχου.) Ὁ πρῶτος εἶπεν: «Ἐκ παντὸς ἰδοὺ τὸ κάστρον τοῦτο ἄμαχον, ἀνυπόστατον, ἀδούλωτον καθόλου. Τίς καταστήσει πόλεμον καὶ τίς νικήσει μάχην |
|
215 | καὶ τίς συστήσει ταραχὴν μετὰ θηρίων φύσιν; Βλέπω παντὸς ἀπὸ χρυσοῦ τὸ κάστρον μὲ μαργάρων καὶ λίθων πολυτέλειαν πολλῶν συσκευασμένον, ὄφεις μεγάλοι καὶ φρικτοὶ καὶ παρὰ φύσιν πρᾶγμα ἄγρυπνοι νὰ φυλάσσουσιν τὸ κάστρον καὶ προσέχουν· |
|
220 | καὶ συνεικάζω κατὰ νοῦν, ἁπάντων τούτων ἔνι ἄρχων, αὐθέντης, βασιλεὺς ἀνθρωποφάγος δράκων. Βλέπετε καὶ σκοπήσετε, στρέψετε κατὰ νοῦ σας μὴ νικηθῶμεν τῷ χρυσῷ καὶ τοῖς μαργάροις τούτοις. Ἂν γοῦν θελήσωμεν χρυσοῦ καὶ λίθων καὶ μαργάρων, |
|
225 | καὶ τὰς ψυχὰς ἀφήσωμεν ἀντὶ λιθομαργάρων. Λοιπὸν ἀναχωρήσωμεν ἐν βαδισμῷ γενναίῳ». Πρὸς ταύτην τοίνυν τὴν βουλήν, τὸν λόγον τὸν τοῦ πρώτου, ὁ δεύτερος ἐλάλησεν: «Φύγω κἀγὼ τοὺς ὄφεις. Πόλεμον γὰρ μετὰ θηρῶν χωρὶς ἀνάγκης μάχης |
|
230 | ὁ φρόνιμος ὁ στρατηγὸς ἀπαγορεύειν οἶδε». (Βουλὴ τοῦ τρίτου σταθηρά, ὅρμημα παρὰ φύσιν.) Ὁ τρίτος πρὸς τὴν συμβουλὴν τοῦ πρώτου καὶ δευτέρου/ οὐ πείθεται τοῖς ἀδελφοῖς, δειλὸν τὸ πρᾶγμα κρίνει καὶ λέγει: «Κἂν τὸν θάνατον τοῖς ὀφθαλμοῖς μου βλέπω, |
|
235 | κἂν πρόδηλος ὁ κίνδυνος, κἂν φανερὸς ὁ Χάρων, ………………………………………………………… κάστρου τοσαύτην καλλονήν, κάστρου τοσαύτην χάριν, λίθους, μαργάρους καὶ χρυσόν, αὐγὴν λυχνίτου τόσην. Ἂν γὰρ τὸ τεῖχος ἔξωθεν ἔχῃ τοσαύτην χάριν, τὰς ἔνδον πάλιν τίνος νοῦς χάριτας οὐ θαυμάσει; |
|
240 | Λοιπόν, κἂν εἴ τι με συμβῇ κἂν εἴ τι πρόκειταί μοι, ζητήσω τὴν εἰσέλευσιν, ἴδω τὴν ἔσω χάριν. Τοίνυν ὑπάγετε καλῶς καὶ καρτερήσω μόνος, τοὺς πόνους μόνος ὑποστῶ, τὰς ἡδονὰς τρυγήσω· Εἰ δὲ συμβῇ με κίνδυνος, περίστασιν εὑρήσω |
|
245 | τὴν ἴσως με τύχῃ παθεῖν, ὡσὰν πολλοῖς συμβαίνει, ἀντιμεταστραφήσονται καὶ μεταγυρισθῶσιν τῶν φερομένων παρ’ ἡμῶν ἐπιβημάτων φύσεις». (Λόγοι θλιβεροκάρδιοι τοῦ πρώτου πρὸς τὸν τρίτον.) Ὁ πρῶτος δὲ τῶν ἀδελφῶν πάλιν τὸν τρίτον λέγει: |
|
250 | «Ἐπεὶ τὸ μοιρογράφημα καὶ τὸν τροχὸν τῆς τύχης οὐδεὶς ἀπέφυγεν ποτέ, κἂν καὶ πολλὰ μοχθήσῃ, ἰδοὺ καὶ σὲ τὸ τρόχωμαν τῆς τύχης περιφέρει καὶ καταβάζει πρὸς αὐτὰς τὰς τοῦ θανάτου πύλας. Τί γὰρ τοσοῦτον κίνδυνον ἑκὼν ἀναλαμβάνειν |
|
255 | καὶ παρὰ φύσιν πόλεμον καὶ παρὰ φύσιν μάχην; Ἂν οὐ νικήσῃς καὶ τραπῇς,/λοιπὸν ἐθανατώθης. Εἰ δ’ οὐ τραπῇς, εἰ δ’ οὐ ’ττηθῇς, ἀλλ’ ἴσως καὶ νικήσῃς, ἄδηλον ἔχεις τὸ καλόν, ἀμάρτυρον τὴν τύχην». (Ἀποχαρίζεται λοιπὸν ὁ πρῶτος πρὸς τὸν τρίτον |
|
260 | τὸ δακτυλίδιν τὸ χρυσόν, ὃ παρὰ φύσιν εἶχεν). «Εἰς δὲ μικρὸν ἀνασασμόν, εἰς παρηγόρημά σου ἰδοὺ τὸ δακτυλίδιν μου τοῦτο χαρίζομαί σου ἂν εἰς ἀνάγκην, μνήσθητι καὶ παρηγορηθήσῃ. Ἂν γὰρ εἰς μέσον στόμα σου τὸ δακτυλίδιν βάλῃς, |
|
265 | ἐργάζεταί σε πτερωτὸν καὶ τοῦ κινδύνου φύγῃς». Εὐθὺς κατεφιλήθησαν, ἐθρήνησαν, ἐκλαῦσαν, ξαίνονται καὶ τὰς παρειὰς καὶ τύπτουσιν τὰ στήθη καὶ τέλος ἀποχαιρετοῦν, ἀφήνουσιν τὸν τρίτον. (Ἀποχαιρέτημα πικρόν, μόνωσις μετὰ πόνου |
|
270 | καὶ στέρησις ἀδελφικὴ καὶ πάθος οὐκ ὀλίγον.) Ὁ τρίτος οὖν, περιδραμὼν μόνος τοῦ κάστρου γῦρον, τόπου μικρὰν ἀναψυχὴν εὑρὼν ὑφηλοτέραν καὶ πήξας τὸ κοντάριν του, τινάσσεται γενναίως. |
|
- Jan Brueghel ο Πρεσβύτερος, Rocky Forest Landscape with Castle, περ. 1600, ελαιογραφία σε ξύλο.
Πηγή: Wikimedia Commons - Πίνακας του Fritz von Wille, που απεικονίζει κάστρο στην επαρχία Monreal της Γερμανίας.
Πηγή: Wikimedia Commons - Άποψη του υποβλητικού κάστρου του Altwied τη νύχτα, έργο του Fritz von Wille, 1894.
Πηγή: Wikimedia Commons - Albrecht Dürer, Το κάστρο στο Τρέντο, 1495, υδατογραφία στο Βρετανικό Μουσείο του Λονδίνου.
Πηγή: Wikimedia Commons
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Συνάντηση με την ηρωίδα (στ. 415-500)
Ο Καλλίμαχος εισέρχεται χωρίς ιδιαίτερες δυσκολίες στο μυστήριο κάστρο και περιηγείται στους χώρους του, όπου αντικρίζει για πρώτη φορά την αιχμάλωτη Χρυσορρόη.
415 | (Καὶ τὸ κελλὶν τοῦ δράκοντος ὡς εὗρεν ἀφηγεῖται.) Εὗρε κελλὶν ὁλόχρυσον· ὤ! τίς τὴν χάριν εἴπῃ; Κἂν τὰς τοσαύτας καλλονὰς τίς ἀριθμήσει λόγος; Ἦν ὅλον χάρις τὸ κελλὶν καὶ τῶν χαρίτων οἶκος. Εἶχεν ἐκεῖνο τὸ κελλὶν –ἀλλὰ καὶ πῶς ἐκφράσω;– |
|
420 | ὁλοχρυσομαργάρωτον,/κατάχρυσον τὴν στέγην, πλὴν οὐχ ἁπλῶς κατάχρυσον καὶ μεμαργαρωμένην, οὐδὲ ἀπὸ λίθων τηλαυγῶν τὸν κόσμον εἶχεν μόνον, ἀλλ’ εἶχεν στέγην οὐρανὸν καὶ τοὺς ἀστέρων δρόμους –θαυμάζω πῶς τὸν οὐρανὸν καὶ τοὺς ἀστέρων δρόμους– |
|
425 | μετὰ πανσόφου μηχανῆς καὶ τέχνης παραξένου! Τὸ στέγασμα τὸ πάγχρυσον ἐκείνου τοῦ κελλίου ὁ Κρόνος ἦν ὡς ἐν χερσὶν τὸν οὐρανὸν συνέχων· καθήμενος ἐφ’ ὑψηλοῦ θρόνου, λευκὸς τὰς τρίχας· ἐκεῖ καὶ Ζεὺς ἱστόρητο λευκός, οὐρανοδρόμος· |
|
430 | ὥσπερ τις μέγας βασιλεύς, δυνάστης ἐπηρμένος, αὐθέντης ὅλων τῶν ἀρχῶν καὶ τῶν στεμμάτων ὅλων. Ἀστὴρ ἐκεῖθεν ἔλαμπεν λαμπρὸς τῆς Ἀφροδίτης ἔχων ἀκτῖνας τηλαυγεῖς, ἡδονικάς, ὡραίας. Καὶ μετ’ αὐτὸν ἱστόρησεν τὸν Ἅρην ὁ τεχνίτης |
|
435 | ἐρωτικῶς συμπαίζοντα μετὰ τῆς Ἀφροδίτης. Εἶχεν ἐκεῖ τὴν Ἀθηνᾶν ἐν θρόνῳ καθημένην καὶ διακοσμούσας Χάριτας τὸν οὐρανὸν ἐκεῖνον. Ἐν μέσῳ τούτων συμπλοκὰς πολλῶν ἀστέρων εἶχεν. (Ἄρξεται τὸ ὀδυνηρόν.) Τὸ μεῖζον τούτων, τεχνικῶς τὴν στέγην ὁ τεχνίτης |
|
440 | ἐποῖκεν ἄλλον οὐρανόν, ἐποῖκεν ἄλλον πρᾶγμα· οὐρανοδρόμον ἕτερον ἐφόρεσεν ἐντέχνως μετὰ πολλῆς καὶ θαυμαστῆς τῆς ἀριστοτεχνίας. Ἀλλ’ εἶχεν λύπην οὐρανός, εἶχεν πολλὴν πικρίαν, εἶχεν/πολὺν τὸν στεναγμὸν καὶ τὰς ἀγανακτήσεις. |
|
445 | Καὶ τίς ἐκεῖνο τὸ πικρὸν χωρὶς ὀδύνης εἴπῃ, τίς οὐ κενώσει ποταμοὺς δακρύων πρὸ τοῦ λόγου, τίς οὐ ραγῇ τὴν αἴσθησιν καὶ συντακῇ καρδίαν; (Τὴν κόρην ὡς ἐκρέματο στενάζων ἀνεκφράζει.) Ἐν μέσῳ γὰρ –ἀλλὰ πολὺν ὁ λόγος πόνον ἔχει– |
|
450 | ἐκ τῶν τριχῶν ἐκρέματο κόρη μεμονωμένη. –σαλεύει μου τὴν αἴσθησιν, σαλεύει μου τὰς φρένας– Ἐκ τῶν τριχῶν –αἴ φρόνημα παράλογον τῆς τύχης– ἐκ τῶν τριχῶν ἐκρέματο κόρη. Σιγῶ τῷ λόγῳ· ἰδοὺ σιγῶ, μετὰ νεκρᾶς καρδίας τοῦτο γράφω. |
|
455 | Ἐκ τῶν τριχῶν ἐκρέματο κόρη μὲ τῶν χαρίτων· ἥν μόνον ἀτενῶς ἰδὼν ὁ τρίτος παῖς ἐκεῖνος, ὁ τρίτος παῖς Καλλίμαχος, τὸ κάλλος τῶν ἐρώτων, ἡ τολμηρὰ καὶ δυνατὴ καὶ στεναρὰ καρδία, καὶ παρευθὺς ἐπέμεινεν ὡς λίθος εἰς τὸν τόπον. |
|
460 | Ἔβλεπεν μόνον ἀτενές, ἵστατο μόνον βλέπων· εἶναι καὶ ταύτην ἔλεγεν ἐκ τῶν ζωγραφημάτων. Οὕτως τὸ κάλλος δύναται ψυχὰς ἐξανασπάσαι, ἁρπάσαι γλώσσας καὶ φωνάς, καρδίας ἐκνεκρῶσαι. Ἐκεῖνος μὲν τῆς γυναικός, τῆς κόρης τῆς παρθένου |
|
465 | τοσαύτας βλέπων χάριτας καὶ τὸ τοσοῦτον κάλλος ἵστατο βλέπων ἀτενῶς, καρδίας ἀνεσπᾶτο· ἵστατο βλέπων μὴ λαλῶν, ἀπὸ διπλοῦ τοῦ τρόπου: τὸ κάλλος ἐξεπλήττετο, τὸν πόνον συνεπόνει. Καὶ μόνον ἀνα/στέναξεν ἀπὸ ψυχῆς θλιμμένης. |
|
470 | Ἐκείνη δὲ μετὰ πικροῦ καὶ θλιβεροῦ τοῦ τρόπου, μετὰ φωνῆς ὀδυνηρᾶς καὶ κεκαυμένης γλώττης (Ἀπόκρισις περίλυπος τῆς κόρης πρὸς τὸν νέον.) λέγει πρὸς τοῦτον: «Ἄνθρωπε, τίς εἶσαι, πόθεν εἶσαι; Εἰ δ’ ἴσως εἶσαι φάντασμα ἀνθρώπου φύσιν ἔχον, |
|
475 | ἀνδρεῖος εἶσαι, φρόνιμος, μικρός, ἀπεγνωσμένος, Τίς εἶσαι, τί σιγᾶς, εἰπέ, τί στήκεις, μόνον βλέπεις; Μή γὰρ ἡ τύχη μου καὶ σὲ πρὸς κάκωσίν μου φέρει; Μὴ φείδου κάκωσιν καὶ σὺ τῆς τύχης ἐπιφέρων· εἰς κάκωσιν τὸ σῶμά μου τὸ βλέπεις παρεδόθη. |
|
480 | Εἰ τοῦτο βλέπεις καὶ πονεῖς τοῦ σχήματος, ὡς λέγεις, εἰ δὲ καὶ κόρον ἔλαβεν ἡ φθονερά μου τύχη τῶν ἐτασμῶν μου τῶν πολλῶν τῶν εἰς τοσοῦτον χρόνον καὶ σήμερον ἀπέστειλεν εἰς παρηγόρημά μου νὰ μὲ λυτρώσῃ τῶν πολλῶν ἀναταγμῶν μου τούτων, |
|
485 | εὐχαριστῶ τὴν τύχην μου· σφάξε με, σκότωσέ με. Εἰ δ’ ἴσως ἔφθασας ποτὲ –ὅπερ οὐκ ἔχει φύσιν, οὐκ ἔχει λόγον παντελῶς– εἰς παρηγόρημάν μου, λάλησε λόγον, τί σιγᾷς; μικρὸν ἂς ἀνασάνω. Ὀσπίτιν τοῦτο δράκοντος, οἶκος ἀνθρωποφάγου· |
|
490 | σὺ δ’ οὐκ ἀκούεις τὰς βροντάς, τὰς ἀστραπὰς οὐ βλέπεις; Ἔρχεται· τώρα τί στέκεις; Ἔρχεται· τώρα φεῦγε, κρύβησε. Δράκος τὴν ἰσχύν, ἀνθρωποφάγου ρῖγμα. Εἰ γὰρ κρυβῇς καὶ φυλαχθῇς, ἂν τύχῃ, πάλιν ζήσεις./ Ἰδοὺ λεκάνην ἀργυρήν! Αὐτὴν κειμένην βλέπεις; |
|
495 | Ἂν ταύτην ὑποσκεπαστῇς, ἂν ὑποκάτω πέσῃς, ἂν τύχῃ, δράκοντος ἰσχὺν ἀκόρεστον ἐγλύσῃς. Καὶ φύγε, πέσε, κρύβησε, σίγησε· τώρα φθάνει». Τὴν συμβουλὴν ἐδέξατο καὶ πείθεται τοῖς λόγοις τῆς κόρης τῆς ἐκ τῶν τριχῶν ἐκεῖσε κρεμαμένης |
|
500 | καὶ τῇ λεκάνῃ σκεπασθεὶς ἐκρύβην παραχρῆμα. |
|
- Edward Burne-Jones, Πριγκίπισσα δεμένη σε δέντρο/The Princess tied to a tree, 1866, Συλλογή Forbes, Νέα Υόρκη.
Πηγή: Wikimedia Commons - Edward Burne-Jones, Η πριγκίπισσα Sabra οδηγείται στον δράκο, 1866, ελαιογραφία σε καμβά που ανήκει σε ιδιωτική συλλογή.
Πηγή: Wikimedia Commons
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Δρακοντοκτονία (στ. 545-647)
Μετά την ανακάλυψη της Χρυσορρόης από τον Καλλίμαχο και το αρχικό του σοκ, έρχεται η ώρα της επιστροφής του δράκου. Ο Καλλίμαχος κρύβεται και παρακολουθεί το απεχθές πλάσμα, που δειπνεί και βασανίζει τη νεαρή πριγκίπισσα.
545 | (Τὸν ὕπνον τὸν τοῦ δράκοντος καὶ φόνον τούτου μάθε, ὕπνον βαθύν, θανάσιμον, ὡς ἐκ τοῦ λόγου μάθῃς.) Ἡ κόρη γοῦν τὸν δράκοντα κοιμώμενον ἰδοῦσα καὶ χαίροντα μετὰ πολλῆς τῆς μέθης καὶ τοῦ κόρου καὶ ρέγχοντα κοιμώμενον, ἐξαπλωμένον ὅλως |
|
550 | –ὕπνος καὶ γὰρ ἀπὸ τροφῆς καὶ πόσεως μεγάλης– ὡς εἶδεν γοῦν τὸν δράκοντα λοιπὸν ἡ Χρυσορρόη κοιμώμενον βαθύτατα, ἀναίσθητον καθόλου, (Τῆς Χρυσορρόης λόγος τῷ κρυπτομένῳ.) λέγει πρὸς τὸν κρυπτόμενον: «Ἄνθρωπε ζῇς ἐν φόβῳ; ἀπέθανες; μὴ φοβηθῇς, μᾶλλον ἀνδρίζου πλέον. |
|
555 | Ἔξελθε τοίνυν, μὴ φοβοῦ· ἂν ἴσως ἐπιπνέῃς τῶν ἐτασμῶν μου τῶν πολλῶν καὶ φόβῳ τοῦ θηρίου, ἔξελθε σύντομα, γοργά· σκοτώσῃς τὸ θηρίον». Ἐκεῖνος οὖν πρὸς τὴν φωνὴν ἐξῆλθεν μετὰ φόβου. Ἡ κόρη λέγει πρὸς αὐτόν: «Ποσῶς μὴ δειλιάσῃς· |
|
560 | ἰδοὺ καιρός, κοιμώμενον σκοτώσῃς τὸ θηρίον, καὶ πρῶτον μὲν τὸ σῶμα σου καὶ τὴν ψυχήν σου σώσῃς. Σπαθὶν βαστάζεις, σῦρέ το, δῶσ’ τὸν ἀνθρωποφάγον· σφάξε κ’ ἐσὺ τὸν σφάξαντα πολλὰς ψυχὰς ἀνθρώπων καὶ σκότωσον τὸν σκοτωμὸν τῆς ὅλης μου καρδίας»./ |
|
565 | Ἐστάθην, ἀναστέναξεν, ἀνέτεινε τὴν σπάθην μετὰ καλοῦ τοῦ σχήματος, μετὰ καλῆς ἀνδρείας· ἔδωκε τὸν κοιμώμενον ὡς ἠδυνήθη δοῦναι, ἀλλ’ οὐδὲ κἂν ἐξύπνησεν τοῦ δόσματος ὁ δράκων. Ἡ κόρη γοῦν στενάξασα τῷ Καλλιμάχῳ λέγει: |
|
570 | «Ρῖψε τὸ ξυλοσπάθιν σου μὴ τώρα φονευθῶμεν· καὶ τὸ κλειδὶν ἀναλαβὼν ἀπὸ τῶν προσκεφάλων –ἐκεῖνο τὸ τοῦ δράκοντος βλέπεις τὸ τοιχαρμάριν;– τὸ τοιχαρμάριν ἄνοιξε· τοῦ δράκοντος τὴν σπάθην εὑρήσεις. Ἔχει κράτημα καλόν, λυχνίτην λίθον. |
|
575 | Ἂν ἔχῃς ἕλκειν δύναμιν, οὐκ ἐκ τοῦ φόβου τρέμῃς καὶ στῇς καὶ δώσῃς μετ’ αὐτῆς, διχάσεις τὸ θηρίον». (Καὶ τὸ κλειδὶν ἀναλαβὼν ἀπὸ τῶν προσκεφάλων ἐκεῖνος τὸ τοῦ δράκοντος ἀνοίγει τοιχαρμάριν.) Καὶ τὸ σπαθὶν ἀναλαβὼν τοῦ δράκοντος ἐκεῖθεν |
|
580 | καὶ κρούσας τοῦτον μετ’ αὐτοῦ ἐδίχασεν αὐτίκα. Τοίνυν τὴν κόρην ἔλυσεν αὐτὴν τὴν κρεμαμένην· ἐξέβηκεν ἀπὸ ποινῆς ἀναταμένον σῶμα· ἐρρύσατο τῆς φυλακῆς καὶ τῶν πικρῶν ἐκείνων σῶμα καλόν, ἐνήδονον, πανεύμορφον, ὡραῖον. |
|
585 | (Λύσις λοιπὸν τῆς συμφορᾶς, λύσις λοιπὸν τοῦ πόνου τῆς Χρυσορρόης πάντερπνου καὶ Ἐρωτοκαλλιμάχου.) Ἐκείνη γοῦν μετὰ κλαυθμοῦ «τίς εἶσαι;» πάλιν λέγε,/ «πῶς εἰς δρακόντων στόματα μέσον εἰσῆλθες τόδε; Φοβοῦμαι μή ποτε καὶ σὺ τύχης μου πλάσμαν εἶσαι |
|
590 | καὶ πρὸς δευτέραν ἀπειλὴν ἐκ ταύτης ἀπεστάλης· οὐ γὰρ πιστεύω καὶ ποτὲ κόρον λαβεῖν τὴν τύχην». (Ἡ κόρη τὸν Καλλίμαχον ἀναρωτᾷ τὸ γένος καὶ κεῖνος ἀποκρίνεται, λέγει το πρὸς ἐκείνην.) Ὁ δ’ αὖθις εἶπε τὴν ἀρχήν, τὸ γένος καὶ τὴν χώραν |
|
595 | καὶ τὴν αἰτίαν τῆς ὁδοῦ καὶ τὴν ἀρχὴν τοῦ δρόμου, τῶν ἀδελφῶν τὸν χωρισμόν, τὰ κατὰ μέρος ὅλα. Αὐτὸς δὲ πάλιν τὴν ἀρχὴν ἐπιζητεῖ τῆς κόρης, τὸ γένος, τὴν ἀναγωγήν, τὴν χώραν, τοὺς προγόνους, τοὺς ἐτασμοὺς τοῦ δράκοντος ἐκείνους τοὺς φρικώδεις. |
|
600 | (Τοῦ Καλλιμάχου ζήτησις πάλιν πρὸς Χρυσορρόην τῆς πατρικῆς γεννήσεως, τῆς χώρας καὶ τοῦ πάθους.) Ἡ δέ, στενάξασα πικρῶς ὡς ἀπὸ σπλάχνων μέσων, ἐκίνησαν ἐξ ὀφθαλμῶν, φεῦ, ποταμὸς δακρύων, καὶ λέγει: «Μάτην, ἄνθρωπε, ζητεῖς μου τὴν πατρίδαν |
|
605 | καὶ τὴν πικρὰν ἀνατροφὴν καὶ τὸ πικρόν μου γένος. Νεκρὰν μὲ βλέπεις σήμερον, αἰχμάλωτον κειμένην, ὡς δούλην ἀργυρώνητον ἐταζομένην ἄλλην. Τί θέλεις χώραν δυστυχοῦς, τί θέλεις χώραν ξένης; Ἀρκεῖ σε βλέπειν με νεκρὰν ἐξ ἐτασμοῦ τοσούτου./ |
|
610 | Ἄφες με μόνην· τὰς πληγὰς ἐγὼ σπογγίσω μόνη ὅσας μὲ κατεχόρτασεν ἡ φθονερά μου τύχη». Ὁ δέ: «Τί λέγεις; Τὰς πληγὰς ἐγὼ σπογγίσω μόνος, ἐγὼ δουλεύσω σήμερον εἰς τηλικοῦτον σῶμα». Ἡ δὲ καὶ πάλιν ἔκλαυσεν, ἐστέναξεν ἐκ βάθους, |
|
615 | εἶπεν: «Ἐγὼ τῆς δυστυχοῦς καὶ φθονερᾶς μου τύχης μόνη τοὺς πόνους ἔπαθα, μόνη τοὺς πόνους οἶδα». Ἐκεῖνος συνεπόνεσε τῆς γυναικὸς τὸν πόνον καὶ τὸν τοσοῦτον στεναγμὸν καὶ τὸ θλιμμένον σχῆμα καὶ μετὰ λόγου σπλαχνικοῦ καὶ θλιβερᾶς καρδίας |
|
620 | καὶ πονεμένου σχήματος παρακαλεῖ καὶ λέγει: «Τὸ σῶμα μέν σου προφανῶς τὸ γένος σου στριγγίζει ὡς πανευγένου καὶ καλοῦ, βασιλικοῦ, μεγάλου. Ἐγὼ δὲ πάλιν λέγω σε, παρακαλῶ σε πλέον· ἂς μάθω καὶ τὴν χώραν σου καὶ τὴν ἀνατροφήν σου |
|
625 | καὶ πῶς ἐκ γένους ἀρχικοῦ, βασιλικοῦ, μεγάλου εἰς ἀπανθρώπου δράκοντος τὰς χεῖρας παρεδόθης». (Τὸ γένος, τὴν ἀνατροφὴν ἡ Χρυσορρόη λέγει). Ἡ δὲ τὸν λέγει κλαύσασα, πονήσασα τῷ λόγῳ: «Βλέπεις ἀπερικάλυπτον τὸ ταπεινόν μου σῶμα; |
|
630 | Καὶ πρῶτον φέρον, σκέπασον ἀπὸ τῶν ἱματίων τῶν κρεμαμένων ἔνδοθεν καὶ τῶν φυλασσομένων, ἅπερ αὐτὸς ἐκ τῶν ἐμῶν ἔλαβεν γεννητόρων· καὶ τοῦ παμφάγου/δράκοντος ἐκφόρησον τὸ σῶμα, ὅτι μισῶ, καίτοι νεκρόν, ὁρᾶν τὸ πτῶμα τούτου. |
|
635 | Ἅψον πυράν, κατάκαψον, στάκτην λεπτὴν τὸ ποῖσε καὶ τότε καταμάνθανε τὸ γένος καὶ τὸν τόπον καὶ τὴν πατρίδα τὴν ἐμὴν καὶ πόθεν ἐγενόμην». Ὁ δὲ Καλλίμαχος εὐθὺς τοῦ δράκοντος τὸ σῶμα εἰς ὤμους του τὸ ἔθηκεν, ἐξήβαλέν το ἔξω. |
|
640 | Εἶτα δραμὼν ὡς ἀετὸς εἰς τὸ καμίνιν πάλιν καὶ πῦρ βαλὼν ἐξέκαυσεν τὸ μυσαρὸν τὸ σῶμα. Στραφεὶς δ’ ὀπίσω πρὸς αὐτὴν καὶ τὸ κελλὶν ἀνοίξας ἐπαίρει, φέρει πρὸς αὐτὴν λεπτὸν χιτῶνα ξένον. Τοῦτον αὐτὴ φορέσασα, καθίσασα καὶ πάλιν |
|
- Katherine Pyle, Dragon rearing up to reach medieval knight on ledge, από το βιβλίο Ο Καρλομάγνος και οι ιππότες του/Charlemagne & His Knights (1932).
Πηγή: Wikimedia Commons - «Ο δρακοντοκτόνος», λεπτομέρεια από μικρογραφία χειρογράφου του 12ου αι., που περιέχει το κείμενο του Αγ. Γρηγορίου Ηθική στο βιβλίο του Ιώβ/Moralia in Job, Δημοτική Βιβλιοθήκη Dijon, Γαλλία.
Πηγή: Wikimedia Commons - «Δρακοντοκτονία». Ραφαήλ, Ο Άγιος Γεώργιος μάχεται κατά του δράκου, μεταξύ 1503-1505, Μουσείο Λούβρου, Παρίσι.
Πηγή: Wikimedia Commons
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Περιγραφή της Χρυσορρόης (στ. 805-826)
Ο Καλλίμαχος έχει σκοτώσει τον δράκο και ζει ευτυχισμένος στο δρακοντόκαστρο με τη Χρυσορρόη. Ακολουθεί η έκφρασις, δηλαδή η περιγραφή, της εξωτερικής εμφάνισης της κοπέλας.
805 | Ἦσαν λοιπὸν οἱ βασιλεῖς τοῦ χρυσοκάστρου τούτου ζῶντες μεθ’ ὅσης ἡδονῆς, μετὰ χαρίτων τόσων. (Ἔκφρασις πανεξαίρετος κόρης τῆς Χρυσορρόης.) Ἦν γὰρ ἡ κόρη πάντερπνος, ἐρωτοφορουμένη, ἀσύγκριτος τὰς ἡδονάς, τὸ κάλλος ὑπὲρ λόγον, |
|
810 | τὰς χάριτας ὑπὲρ αὐτὴν τὴν τῶν Χαρίτων φύσιν. Βοστρύχους εἶχεν ποταμούς, ἐρωτικοὺς πλοκάμους· εἶχεν ὁ βόστρυχος αὐγὴν εἰς κεφαλὴν τῆς κόρης· ἀπέστιλβεν ὑπὲρ χρυσῆν ἀκτῖναν τοῦ ἡλίου. Σῶμα λευκὸν ὑπὲρ αὐτὴν τὴν τοῦ κρυστάλλου φύσιν· |
|
815 | ὑπέκλεπτεν τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ σώματος ἡ χάρις. Ἐδόκει γὰρ σὺν τῷ λευκῷ καὶ ρόδου χάριν ἔχειν. Ἂν μόνον ἀνενδράνισες, τὸ πρόσωπον ἂν εἶδες, ἐσείσθης ὅλην σου ψυχήν, ὅλην σου τὴν καρδίαν· ἁπλῶς τὴν κόρην ἄγαλμα τῆς Ἀφροδίτης εἶπες |
|
820 | καὶ πάσης ἄλλης ἡδονῆς ὅσας ὁ νοῦς συμπλέκει. Τί δὲ πολλὰ πολυλογῶ, τί δὲ πολλὰ καὶ γράφω τάχα πρὸς τὸν καλλωπισμὸν τοῦ σώματος τῆς κόρης; Λόγος μικρὸς ἂν ἐξαρκοῖ πρὸς τὸ νὰ τὸ δηλώσῃ: ὅσας ὁ κόσμος ἔφερε γυναῖκας εἰς τὸ μέσον |
|
825 | καὶ πρὸ αὐτῆς καὶ μετ’ αὐτὴν καὶ τότε ὅσαι ἦσαν ὡς πρὸς τὰς χάριτας αὐτῆς μιμὼ πρὸς Ἀφροδίτην./ |
|
- Η Άννα Ραδηνή αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αριστοκρατικής γυναίκας της εποχής.
Πηγή: Wikimedia Commons - Αχρονολόγητος Πίνακας της Sophie Gengembre Anderson, που προσπαθεί να αποδώσει την απερίγραπτη γυναικεία ομορφιά, ελαιογραφία σε καμβά, ανήκει σε ιδιωτική συλλογή.
Πηγή: Wikimedia Commons - Λεπτομέρεια από τον πίνακα του Sandro Botticelli, Η γέννηση της Αφροδίτης. Στο απόσπασμα η ομορφιά της ηρωίδας παραβάλλεται δις με εκείνη της θεάς. Το έργο εκτίθεται στην Πινακοθήκη Uffizi της Φλωρεντίας.
Πηγή: Wikimedia Commons - «Ήσαν λοιπόν οι βασιλείς του χρυσοκάστρου τούτου / ζώντες μεθ’ όσης ηδονής, μετά χαρίτων τόσων» (στ. 805-806). Ford Madox Brown, Ο μήνας του μέλιτος του βασιλιά Ρενέ, 1864, Πινακοθήκη Tate, Λονδίνο.
Πηγή: Wikimedia Commons - «Ευτυχισμένες στιγμές ανάμεσα σε Καλλίμαχο και Χρυσορρόη». Το έργο εμπνέεται, όπως και το προηγούμενο, από τον μήνα του Μέλιτος του βασιλιά Ρενέ Α΄ της Νάπολης, Μουσείο Victoria και Albert, Λονδίνο.
Πηγή: Wikimedia Commons
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Η ευτυχία του Καλλίμαχου και της Χρυσορρόης απειλείται και πάλι (στ. 841-935)
Ο Καλλίμαχος και η Χρυσορρόη ζούνε ευτυχισμένοι στο δρακοντόκαστρο, όμως ο Βασιλιάς μιας μακρινής χώρας περνάει από την περιοχή και την προσοχή του τραβάει το κάστρο του ζευγαριού.
| (Ναί, μοιρογράφημα κακόν, ναί, μαινομένη τύχη τὴν ὄρεξίν σου πλήρωσε, ποῖσε τὸ θέλημά σου.) Ἀλλ’ ὅπερ φέρει τὸ γλυκὺν φέρει καὶ τὴν πικρίαν, ὡς ἔγνωκας, ὡς ἔμαθες ἀπὸ τοῦ προοιμίου. |
|
845 | Ἄκουσε τὴν ὑπόθεσιν τοῦ λόγου καὶ νὰ μάθῃς. Ἄλλος ὁκάτι βασιλεὺς εὐγενικὸς καὶ μέγας, εἰς πλοῦτον ὑπεράπειρος, εἰς στράτευμα φουσσάτου ὅσον καὶ ψάμμον ἀριθμὸς δύναται νὰ μετρήσῃ, ἂν δ’ ἦλθες εἰς ἀνατροφὴν αὐτοῦ τῆς ἡλικίας, |
|
850 | προσώπου/τὴν φαιδρότηταν, δύναμιν τῶν χειρῶν του, οὐκ οἶδα πῶς συνέκρινας τοῦτον εἰς ἄλλον ἕναν. Ἀλλ’ ἦτον ἄζυξ, ἄγαμος, ἐλεύθερος καθόλου· μόνον πρὸς κυνηγέσια καὶ πρὸς ἀνδραγαθίας καὶ πρὸς πολέμων συμπλοκὰς ἀκράτητος ὑπῆρχεν. |
|
855 | Μετὰ τῶν ἄλλων ἤθελεν πάντοτε καὶ νὰ βλέπῃ τόπους καὶ χώρας καὶ βουνοὺς καὶ ποταμοὺς καὶ βρύσας, βράχη καὶ κάμπους, σπήλαια, κτίσματα τῶν Ἑλλήνων. Ἤρχετο λέγειν πρὸς αὐτὸν ὅστις πολλάκις εἶδεν χώρας, πολέμους, θαύματα, ξενόχρους ἀφηγήσεις. |
|
860 | Πλεῖστον ἐν τούτοις ἔχαιρεν. Εἰ δ’ ὁ καιρός, οὐκ οἶδα, ἢ τίνος μοιρογράφημα ἢ κύλισμα τοῦ χρόνου ἢ τίνος τὸ δυστύχημαν ἢ ἁπλῶς εἰπεῖν οὐκ οἶδα, τοῦτον ἐπῆρεν, ἔφερεν πρὸς δράκοντος τὸ κάστρον καὶ πρὸς τὸν ἐρημότοπον, πλὴν ἀπὸ τὰ μακρόθεν. |
|
865 | (Τοῦτον ἐπῆρεν, ἔφερεν εἰς τὸ χρυσὸν τὸ κάστρον.) Ἦλθαν, μακρὰν ἐστάθησαν οἱ τοῦ φουσσάτου πρῶτοι, οἱ προπομποὶ καὶ πρόοδοι καὶ πρόμαχοι τῶν ἄλλων. Εἶδον τοῦ κάστρου τὸ λαμπρὸν ἀστράπτον ὥσπερ ἄστρον, ὥσπερ αὐτὸν τὸν ἥλιον ἐν τῷ καιρῷ τοῦ φέγγους. |
|
870 | Εὐθὺς μαντάτον πέμπουσιν ὡς πρὸς τὸν βασιλέαν: «Ἂν ἔλθῃς, ἴδῃς, βασιλεῦ, τὸ λέγουν πρᾶγμα μέγαν». εἶδεν, ὑπερεθαύμασεν ἱστάμενος μακρόθεν. εἶδεν, ὑπεθαύμασεν ἱστάμενος μακρόθεν. Ὁρίζει καὶ συνάγονται ἅπαντες πρὸς ἐκεῖνον. |
|
875 | «Ὁ τόπος οὖτος, λέγει των, ἂς γένηται κατούνα. Ἔχει δενδρὰ καὶ ποταμόν, ἔχει λιβάδιν μέγαν, ἔχει καὶ δάσωμα καλὸν πρὸς τὸ νὰ σκεπαστοῦσιν ἄνθρωποι ξένοι ζητηταὶ καὶ δράκται καὶ κρουσάροι, (Ναί, μοιρογράφημα κακόν, ναί, μαινομένη τύχη.) |
|
880 | καθὼς ἡμεῖς τὴν σήμερον πάντες περιπατοῦμεν. Ἐγὼ δὲ μόνος καὶ μὲ τρεῖς ἄλλους καβαλλαρίους ἔλθω, σιμώσω πρὸς αὐτό, ὡς δυνηθῶ, τὸ κάστρον. Ἄνθρωπον εὕρω τῶν τειχῶν, ἀνερωτήσω τοῦτον, ἢ ἂν πολλάκις κρατηθῶ πρὸς δεύτερον ἡμέραν, |
|
885 | πρὸς τρίτον ἢ πρὸς τέταρτον κανεὶς μηδὲν σπαράξῃ. Προσέταξεν: «Μὴ παρεκβῇ κανεὶς ἀπὸ τὸν λόγον καὶ τὸ σπαθίν μου γένηται θάνατος ἐδικός του. Κἂν δ’ ἴσως καὶ πληρώσουσιν αἱ τέσσαρες ἡμέρες, τότε καβαλλικεύσετε, τότε γυρεύσετέ με, |
|
890 | ὡς ἠμπορεῖτε ποίσετε νὰ μάθετε τὸ κρεῖττον». Εἶπεν, εὐθὺς ἐκίνησεν, ὑπάγει πρὸς τὸ κάστρον· στράταν οὐδὲν ἐκράτησεν· ὁ τόπος γὰρ οὐκ εἶχεν· ἀλλ’ ὑποκάτω τῶν δενδρῶν κρυπτόμενος ἀπῆγεν. Καὶ ὡς οὖν πλησίον ἔφθασεν τοῦ χρυσοκάστρου ἐκείνου, |
|
895 | εὗρεν ὀλίγον δάσωμαν, ἐπέζευσεν ἀπέσω. Ἡμέρας ἦτον πλήρωμα/δύσις ἦτον ἡλίου, τῆς δὲ νυκτὸς ἦν ἀπαρχὴ καὶ γέννα τῆς σελήνης. Τοὺς δύο δίδει τ’ ἄλογα, λέγει τους νὰ προσέχουν, αὐτὸς ἐπαίρνει σύντροφον τὸν ἕναν ἀπ’ ἐκείνους. |
|
900 | Τὴν ὅλην νύκταν ἔδραμεν τὸν γῦρον τὸν τοῦ κάστρου. Φωνὴν ἢ βίγλας ὄχλησιν οὐκ ἤκουσε καθόλου, ἀλλὰ πρὸς τὸ συμπλήρωμαν ἀπάρτι τὸ τῆς νύκτας ἔφθασεν, ηὕρηκεν εὐθὺς τὰς πόρτας τὰς τοῦ κάστρου, τοὺς δράκοντας ἐτήρησεν, τοὺς ὄφεις τοὺς μεγάλους, |
|
905 | τοὺς ἀνυστάκτους φύλακας, τοὺς πυλωροὺς ἐκείνους. Ἐκπλήττεται καὶ πρὸς φυγὴν ὥρμησεν παραυτίκα. Ὑπᾷ πρὸς τοὺς συντρόφους του, λέγει τους φοβισμένα τὰς πόρτας καὶ τοὺς φύλακας τοὺς εἶδεν εἰς ἐκείνας. Δίδουν βουλὴν νὰ καρτεροῦν τὴν δεύτερον ἡμέραν, |
|
910 | «ἂν τύχῃ, λέγουν, νὰ φανῇ κανεὶς ἀπὸ τὸ κάστρον. Σ’ αὐτὸν τὸ κάστρον τὸ λαμπρόν, ὃ βλέπομεν, δοκεῖ μας ἀνθρώπων μένει σύστημα πάντως αἰσθανομένων· εἰ δ’ ἴσως ἔνι δράκοντες ἀπέσω καὶ θηρία, καθὼς ἐκείνους εἴδαμεν τοὺς φύλακας τῆς πόρτας, |
|
915 | τὸ κάστρον ὅλον ἄπορον, χωρὶς ψυχῆς ἀνθρώπου, ξένης ἐτοῦτο φύσεως, ὅμως ἂς καρτεροῦμεν». Ἀλλὰ καὶ πάλιν ἔμειναν ἔσω τοῦ τόπου τούτου. Ἔφθασεν, ἦλθε τὸ λοιπὸν καὶ τρίτος ἡ ἡμέρα,/ ἀνέτειλεν ὁ ἥλιος, ἦλθε πρὸς μεσημβρίαν· |
|
920 | ἀλλ’ ὥρα πρὸς τὸ δειλινόν, ὥρα τοῦ καταψύχου ἐβλέπει παρακύπτουσαν τὴν κόρην ἐκ τοῦ κάστρου μετὰ λαμπροῦ τοῦ σχήματος, μετὰ λαμπροῦ τοῦ τρόπου. Πλὴν οὐχὶ μόνην εὕρηκεν, πλὴν οὐχὶ μόνην εἶδεν, ἀλλὰ συνεπαράκυπτεν ἐκεῖνος μετ’ ἐκείνης, |
|
925 | ὁ καὶ τοῦ κάστρου βασιλεὺς καὶ τῆς δεσποίνης δοῦλος καὶ τῶν χαρίτων κηπουρός, τῆς καλλονῆς δραγάτης καὶ τρυγητὴς τῶν ἡδονῶν τῆς ἀσυγκρίτου κόρης. Εὐθὺς οὖν ἔρως εἰς αὐτὸν τῆς γυναικὸς ἐσέβην ὡς μηδὲ ζῆν μηδ’ ἀναπνεῖν, εἰμὴ τὴν κόρην ἔχειν. |
|
930 | Οὕτως τὸ κάλλος κάμινον εἰς τοὺς αἰσθανομένους …………………………………………………… καὶ δύναται δουλογραφεῖν ἐξ ὀφθαλμῶν καὶ μόνον. Αἴσθησιν οὖν καὶ λογισμὸν καὶ φρένας καὶ καρδίαν ἐκεῖνος μὲν ἐξ ἔρωτος ἐκατεπολεμήθην καὶ τὴν ψυχὴν τὴν ἰσχυρὰν ἐκατελύθην τότε, |
|
935 | ἄπνους, νεκρὸς εὑρέθηκεν, ὅλως ἀποθαμένος. |
|
- Edmund Leighton, Στην ευχή του Θεού/God Speed, 1900, ελαιογραφία σε καμβά, ανήκει σε ιδιωτική συλλογή.
Πηγή: Wikimedia Commons
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Ο Καλλίμαχος αφηγείται τις περιπέτειές του στα αδέρφια του (στ. 1422-1472)
Στους στίχους που μεσολαβούν (και παραλείπονται) μεταξύ των επιλεγμένων αποσπασμάτων, ο ξένος βασιλιάς βλέπει τη Χρυσορρόη και την ερωτεύεται. Τον βοηθάει να την αρπάξει μια γριά μάγισσα, η οποία νεκρώνει τον Καλλίμαχο με ένα χρυσό μήλο. Όλοι τον θεωρούν νεκρό και, έτσι, ο βασιλιάς παίρνει τη Χρυσορρόη στη χώρα του. Τα αδέρφια του Καλλίμαχου, όμως, βλέπουν σε όραμα τον κίνδυνο που διατρέχει ο ήρωας και καταφθάνουν, οπότε και τον επαναφέρουν με το ίδιο μήλο που τον σκότωσε. Εδώ ο Καλλίμαχος διηγείται στα αδέρφια του ό,τι προηγήθηκε και αποφασίζει να αναζητήσει την αγαπημένη του.
| Ἐκεῖνος πρὸς τοὺς ἀδελφοὺς τὰ πάντα καταλέγει: πῶς εἰς τὸ δρακοντόκαστρον ἐσέβην μόνος τότε, πῶς εὗρεν τὰς πολυτελεῖς λαμπρότητας ἐκείνας |
|
1425 | καὶ εἰς τὸ κελλὶν τοῦ δράκοντος τὴν κόρην κρεμαμένην, τοὺς ἀπανθρώπους ἐτασμοὺς τῆς παραξένου κόρης· καὶ μετὰ τοὺς ἀνατασμοὺς τοῦ δράκοντος τὸν φόνον, τὰς ἡδονάς, τὰς χάριτας τὰς μετ’ αὐτῆς τῆς κόρης, τὸ κάλλος καὶ τὴν ἡδονὴν καὶ τὰς τρυφὰς ἐκείνας, |
|
1430 | τὰς ἀμυθήτους χάριτας καὶ τέλος τὸ καρκάλλιν καὶ πῶς πολύτροπος γυνὴ καὶ δαιμονώδης γραῖα μετὰ κλαθμῶν καὶ στεναγμῶν καὶ πολυπλόκων λόγων ἐπλάνησεν, κατέβασεν αὐτὸν ἀπὸ τοῦ τείχους· «τὰ δ’ ἄλλα: γέγονα νεκρός,/τὰ δ’ ἐφεξῆς οὐ λέγω». |
|
1435 | Καὶ πάλιν μετὰ στεναγμοῦ τὴν κόρην ἀνεζήτει, (Πληρώσας τὴν ὑπόθεσιν τοὺς ἀδελφούς, ὡς εἶχεν, πάλιν θρηνῶν ἀναζητεῖ Καλλίμαχος τὴν κόρην.) «ποῦ, κάλλος, λέγων, γυναικῶν, ἐπῆγες ἀπεκρύβης; Ἐθανατώθης ἐκ παντός· καὶ πῶς ἐθανατώθης; |
|
1440 | καὶ πῶς οὐ βλέπω σε νεκράν; Καὶ γὰρ πικρὸν τὸ βλέπειν τὴν σὴν ὁμόψυχον νεκρὰν καὶ θανατοσφαμένην, ὅμως παρακαθίσω σε, θρηνήσω, κλαύσομαί σε, κρατήσω, περιλάβω σε, μοιρολογήσομαί σε, νεκρὰν καταφιλήσω σε. Καὶ πῶς τὸν λόγον λέγω |
|
1445 | καὶ παρευθὺς οὐ γίνομαι νεκρὸς ἀπὸ τοῦ πόνου, ἀλλὰ καὶ ζῶ καὶ λέγω το τὸ πικρολόγιν τοῦτο; Πολὺν ἐγείρω κοπετόν, ἀνασπασθῶ καρδίαν, κινήσω βρύσιν φοβερὰν καὶ ποταμοὺς δακρύων. Καὶ πάλιν λούσομαι λουτρὸν ἀπὸ πικρῶν ὑδάτων· |
|
1450 | ἐλούσθην πάντως μετὰ σοῦ λουτρὸν χαριτωμένον, νῦν μετὰ σοῦ συλλούσομαι λουτρὸν ἀπὸ δακρύων. Ἔρως ἐξυπηρέτησεν εἰς τὸ λουτρὸν ἐκεῖνον· νῦν καὶ νεκράν σε συμπλακῶ –λιποθυμῶ τῶν λόγων.– Τί γοῦν ἀργῶ; τί κάθημαι, τὴν ὥραν παρατρέχω; |
|
1455 | οὐ τρέχω πρὸς ἀνεύρεσιν/καὶ ζήτησιν τῆς κόρης, ἀλλὰ καὶ ζῶ καὶ φαίνομαι καὶ βλέπω τὴν ἡμέραν χωρὶς πνοῆς μου καὶ ζωῆς καὶ τῆς ἡμέρας δίχα;» Καὶ λέγει πρὸς τοὺς ἀδελφούς: «Ἰδοὺ τὸ κάστρον τοῦτο· καλόν, λαμπρόν, ὁλόχρυσον, λιθομαργαρωμένον, |
|
1460 | πηγὴ χρημάτων, ποταμὸς τῶν ὅλων πλουτισμάτων. Εἰ βούλεσθε τὴν οἴκησιν, οἰκήσετέ την πάλιν, εἰ δὲ καὶ μή, καὶ χρήματα καὶ λίθους καὶ μαργάρους μετακομίσατε πολλοὺς εἰς τὴν ἡμῶν πατρίδα. Ἐγὼ δ’ ἀποχωρίζομαι τῶν ἀδελφῶν μου πάλιν, |
|
1465 | καὶ πρὸς τὴν ἀναζήτησιν τῆς κόρης ὑπαγαίνω». Ἀπεχαιρέτησεν εὐθύς, ἐκίνησεν, ἐξέβην. Περιπατῶν ὠδύρετο, πονῶν ἐπεριπάτει, στενάζων καὶ μετὰ κλαθμοῦ περίτρεχεν τὴν χώραν· οὐκ ἤθελεν οὐδὲ τὸ φῶς οὐδὲ τὸ φέγγος βλέπειν, |
|
1470 | λέγων: «Τὸ φῶς ἐχάσα το, τὸ φέγγος ὑστερήθην καὶ σκοτεινόν, ὀδυνηρὸν περιπατήσω δρόμον μετὰ θλιμμένου λογισμοῦ καὶ σκοτεινῆς καρδίας». |
|
- «... πολύτροπος γυνή και δαιμονώδης γραία» (στ. 1431). John William Waterhouse, Ο μαγικός κύκλος, 1866, ελαιογραφία σε καμβά, Μουσείο Tate Britain, Λονδίνο.
Πηγή: Wikimedia Commons - «Τα αισθησιακά λουτρά του Καλλίμαχου και της Χρυσορρόης», λεπτομέρεια μικρογραφίας από μεσαιωνικό χειρόγραφο που βρίσκεται στην Κεντρική Βιβλιοθήκη της Ζυρίχης.
Πηγή: Pinterest
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Το ζευγάρι συναντιέται ξανά (στ. 1655-1797)
Ο Καλλίμαχος φτάνει στη χώρα της οποίας ο βασιλιάς κρατάει τη Χρυσορρόη, που βρίσκεται απομονωμένη και γεμάτη θλίψη για την απώλεια του αγαπημένου της. Ο ήρωας μπαίνει στο παλάτι μεταμφιεσμένος και πιάνει δουλειά ως βοηθός κηπουρού. Παράλληλα, επιδιώκει να βρεθεί με την αγαπημένη του.
1655 | Καὶ τὸν μὲν κηποφύλακα, τὸν γέρονταν ἐκεῖνον καλὸν ἐφάνη τὸ πραχθὲν πρὸς τὸν τοσοῦτον κόπον, τὸν δὲ Καλλίμαχον αὐτόν, τὸν μισταργὸν ἐκεῖνον, ὑπέρκαλον εἰσέδοξεν, γλυκύτερον ἐφάνη, λέγων εἰς νοῦν καὶ λογισμόν: «Ἐγὼ δουλεύσω πάλιν |
|
1660 | τὸ σῶμα τὸ παράξενον τῆς ἀσυγκρίτου κόρης. Ἐγώ ποτε τὰ τραύματα, τοὺς μώλωπας, τὰ πάθη ἀνεμασσόμην, ἔβλεπα, ἔδιδα θεραπείαν, ἐγὼ καὶ πάλιν σήμερον καλῶς ὑπηρετήσω, νεροφορήσω, τὸν καιρὸν παρηγορήσω ταύτης. |
|
1665 | Ἂν ἤξευρες τὸν δουλευτὴν τοῦ δροσισμοῦ σου τούτου, τὴν φλόγαν σου/τὴν τῆς ψυχῆς ὅλην κατεδροσίστης. Ὅμως ἐγγὺς ὁ δροσισμός· εὐχαριστῶ τὴν Τύχην, ὅτι καὶ πάλιν μετὰ σοῦ φέρει μοιρογραφῆναι». Στενάζει, βάλλει τὸ νερόν, ποτίζει καὶ τὸν κῆπον, |
|
1670 | μοιρολογεῖ τραγώδημαν, τούτους τοὺς λόγους λέγει: (Ἰδοὺ τὸ μοιρολόγημαν τοῦ ξένου Καλλιμάχου τοῦ μισθαργοῦ, τοῦ κηπουροῦ, τοῦ νεροκουβαλήτου.) «Στῆσον ἀπάρτι, Τύχη μου, πλάνησιν τὴν τοσαύτην, στῆσον τὴν κακοπάθειαν καὶ τὸν παραδαρμόν μου, |
|
1675 | στῆσον τὸ τόσον μανικὸν καὶ τὸ κακόγνωμόν σου. Ἀρκοῦσι τὰ μ’ ἐλύπησες, ἀρκοῦν αἱ συμφορές μου. Τύχη, καὶ τί τὸ σ’ ἔπταισα, Τύχη μου, τί σ’ ἐποῖκα καὶ τί παράλογον πρὸς σὲ ποτέ μου ἐνεθυμήθην καὶ τόσον τυραννίζεις με καὶ τόσον κακουχεῖς με; |
|
1680 | Καὶ τὸ νεροκουβάλημαν καὶ τὸ μιστάργωμά μου ἔχεις τα σὺ πρὸς ἔλεγχον καὶ χόρτασιν ἀπάρτι. Σελήνη μου καλόφωτε, βλέπεις τί τυραννοῦμαι· καὶ γὰρ βραδύ, παρακαλῶ, πέμψον μικρὰν ἀκτῖναν· εἰς τὸ παλάτιν ἂς σεβῇ κανεὶς μηδὲν τὴν ἴδῃ, |
|
1685 | τὴν Χρυσορρόην ἂς εἰπῇ τὸ συχαρίκιν τοῦτο: «Τὸν ἀγαπᾷς εὑρέθηκεν, ἀνέστη τὸν ἐξεύρεις καὶ σήμερον ὡς μισθαργὸς κηπεύει πρὸς τὸν κῆπον, νερὸν καὶ τὴν βισκίναν σου/γεμίζει την καθ’ ὤραν, φλόγα νὰ σβήσῃ τῆς ψυχῆς, κόρη, τῆς ἰδικῆς σου. |
|
1690 | Ἀλλὰ τὴν δρόσον τῆς φλογός, τῆς ἐρωτοκαμίνου τὰ χείλη του τὴν γέμουσιν, τὸ σῶμάν του τὴν γέμει. Ποῖσε, σελήνη, μηχανήν, ποῖσε, σελήνη, πρᾶξιν». Τοῦτο πολλάκις ἔλεγεν αὐτὸς τὸ μοιρολόγιν, ἐτρέχασιν τὰ ὀμμάτια του ὡς τρέχει τὸ ποτάμιν. |
|
1695 | Καὶ μὲ τὸ κηποπότισμαν ὀλίγον κατ’ ὀλίγον εἰς τὸ παλάτιν ἔφθασεν, ἀνέβην, ἐγνωρίσθην. Τοῦ κηπουροῦ τὸν μισθαργόν, τὸν νεροφόρον τούτου ἅπαντες κατεγνώρισαν, ἐπρόσεχαν, ἠξεῦραν. Ἀναγνωρίζει τὸν κλαυθμὸν ὁκάποτε τῆς κόρης, |
|
1700 | εἰς τὴν φωνὴν ἀναισθητεῖ, νεκρὸς ἐπαπομένει· καὶ πάλιν ἀπὸ τῆς φωνῆς συντόμως ἐμψυχοῦται. Καὶ κράζει τὸν Καλλίμαχον ἡ κόρη μετὰ πόνου, μετὰ φωνῆς ἐρωτικῆς καὶ λυπημένου λόγου, τὴν Καλλιμάχου σύρριζον ἐξανασπᾷ καρδίαν. |
|
1705 | Λιποθυμεῖ Καλλίμαχος εἰς τὴν φωνὴν τῆς κόρης, ἀλλ’ ὅτε παρακάθηται μόνος ἐγγὺς τῆς κόρης, καὶ τὴν συναναγνώρισιν ἐλπίζει μετ’ ὀλίγον. Ἡμέραν ὅλην τὰς φωνὰς τῆς κόρης οὐ βαστάζει καὶ πνίγεται τὰς πνιγμονάς, ἀγανακτεῖ τοὺς πόνους, |
|
1710 | ἀλλ’ ὑποφέρει καὶ ζητεῖ καὶ μηχανᾶται τέχνην πῶς ἴδῃ λάθῃ τοὺς πολλοὺς καὶ γνωρισθῇ τῇ κόρῃ/ καὶ στήσῃ ταύτης τὸν κλαυθμόν. Ἀλλὰ φοβᾶται πάλιν μὴ γνωρισθῇ καὶ τὴν σιγὴν τῆς κόρης ἐκφαυλίσῃ. Λοιπὸν ἀναλογίζεται καὶ κατὰ νοῦν φροντίζει |
|
1715 | πῶς συλλαλήσῃ μετ’ αὐτῆς καὶ πῶς τὸ πλῆθος λάθῃ. Φροντίζει, κατακόπτεται, τὸν λογισμὸν δονεῖται. Μόλις ποτὲ μετὰ πολλὰς καὶ συνεχεῖς φροντίδας ταύτην εὑρίσκει μηχανὴν εἰς γνώρισμαν τῆς κόρης. Ὅταν γὰρ συνελούσθησαν εἰς τὸ λουτρὸν ἐκεῖνον, |
|
1720 | ἐκεῖνον τὸ παράξενον λουτρὸν τοῦ χρυσοκάστρου, τὸ γέμοντα τὰς ἡδονὰς καὶ χάριτας παντοίας, δακτυλιδόπουλον μικρὸν ἐπῆρεν ἐκ τὴν κόρην, ὅπερ αὐτῇ ἡ δέσποινα καὶ μάννα της ἐδῶκεν· καὶ τοῦτο μόνον γνώρισμαν τῶν γεννητόρων εἶχεν. |
|
1725 | «Ἐκείνη πάντως ἂν ἰδῇ τὸ δακτυλίδιν τοῦτο, εὐθὺς γνωρίσῃ τὸ λοιπόν, ἀναγνωρίσῃ πόθεν καὶ πῶς εὑρέθη σήμερον, πῶς ἦλθεν εἰς τὸν κῆπον. Καὶ μετ’ αὐτῆς τῆς μηχανῆς καὶ μετ’ αὐτοῦ τοῦ τρόπου ἀναγνωρίσωμεν ἡμεῖς, κἂν καὶ δοκῇ τῇ Τύχῃ, |
|
1730 | –τῶν γὰρ πραγμάτων τὴν φορὰν ἡ Τύχη περιφέρει– ἐγὼ γνωρίσω παρευθύς, τὴν κόρην περιλάβω, ἐκείνη τὸν Καλλίμαχον ἀναγνωρίσῃ πάλιν. Μετὰ τὴν ἀναγώρισιν εὐθὺς καὶ συμπλακοῦμεν, καὶ τρέμω μήπως τὰς ψυχὰς εὐθὺς συνεκρωθῶμεν/ |
|
1735 | ἀπὸ φρικτού τοῦ πράγματος, ἐξ ἀνεκφράστου τρόπου· καὶ συμπλακῶ τὰς χάριτας τῆς ἀσυγκρίτου κόρης, ἀναψυχώσωμεν νεκρὰς ψυχὰς καὶ τεθλιμμένας. Αὐτὴν συστρέψω κατὰ νοῦν ἅπασαν τὴν μελέτην». Ἐπιχειρεῖ καὶ μηχανήν, ἐπιχειρεῖ καὶ τρόπον |
|
1740 | τὴν κόρην μετὰ προσοχῆς νὰ δῇ καὶ νὰ συντύχῃ. Ἐπῆγεν, ἀπεκοίτασεν δενδρὸν ἀπὸ τοῦ κήπου, εἰς ὃ πολλάκις ἤρχετο μετὰ κλαυθμοῦ ἡ κόρη καὶ παρεκάθητο νεκρὰ μετὰ πολλῆς ὀδύνης, καὶ νεραντζέαν ἔβλεπεν ἐκ τὸ δενδρὸν ἐκεῖνον |
|
1745 | ὡς ἄνθρωπος ἀναίσθητος, παραπεφρονημένος. Καὶ τὸ δακτυλιδόπουλον εἰς τὸ νεράντζι δένει μετὰ πολλῆς τῆς προσοχῆς, μετὰ πολλοῦ τοῦ τρόπου. (Κατασκευῆς μηχάνημα φέρει πολλάκις βία, εἰς ὃ Καλλίμαχος τανῦν ἔποικεν ἐξ ἀνάγκης.) |
|
1750 | Ἡ κόρη κατὰ τὸν καιρὸν καὶ τὸν συνήθη θρῆνον ἦλθεν εἰς τὸ δενδρούτσικον, ἐκάτσεν ἀποκάτω, ἀνέβλεψεν, ἀνέτεινεν, εἶδεν τὴν νεραντζέαν, ἐστρίγγισε: «Καλλίμαχε, τὰς ὑποσχέσεις ὅλας νῦν ἐψευσάμην ἐκ παντός. Σὺ γὰρ νεκρὸς εἰς Ἅδην, |
|
1755 | ἐγὼ δὲ ζῶ καὶ φαίνομαι, περιπατῶ καὶ βλέπω· ἀλλὰ κἂν ζῶ, τὴν αἴσθησιν ἀπονεκρώθην ὅλη, κἂν φαίνωμαι, παράδειγμα εἰμὶ τῶν φαινομένων,/ εἰ δὲ καὶ βλέπω, βλέπω σέ, κἂν μετ’ ἐμοῦ οὐκ εἶσαι». Εἶπεν, εὐθὺς ἀνέτεινεν τὴν χεῖραν πρὸς τὸ δένδρον, |
|
1760 | κρατεῖ τὸ φύλλον τοῦ δενδροῦ, τὸ δακτυλίδιν βλέπει· ἐπαίρνει το, φοραίνει το, φοραίνει κλόνον μέγαν, τρυγᾷ χαρὰν ἀνέκφραστον ἐκ τὸ δενδρὸν ἐκεῖνο. Χαρὰν καὶ θλῖψιν σύμμεικτα ἐκ τὸ δενδρὸν ἐπαίρει καὶ μετὰ φόβου καὶ κλαθμοῦ καὶ μετὰ θρηνωδίας |
|
1765 | ἀναίσθητος κατέπεσεν εἰς τὴν στρωμνὴν ἐπάνω καὶ ταῖς ἐννοίαις κόπτεται, τοῖς λογισμοῖς κλονεῖται. Οὕτω δοκεῖ τὸν δάκτυλον τοῦ Καλλιμάχου βλέπειν, ἀναψυχοῦται μετ’ αὐτοῦ, παρηγορεῖται τάχα· καὶ πάλιν ἐκ τὸ κράτημαν τοῦ δακτυλιδοπούλου |
|
1770 | ἀγανακτεῖ, λιγοψυχεῖ, ζαλίζεται, κλονεῖται, λαλεῖ μὲ τὴν καρδίαν της καὶ μὲ τὸν νοῦν της λέγει: «Ἐκεῖνος πάντως χωρὶς νοῦν τὸ δακτυλίδιν τοῦτο ἐφόρειν ἀπὸ τῆς ἀρχῆς βασιλικῆς του τύχης· ἔπαιζεν ὁ Καλλίμαχος, εἰς τὸ λουτρὸν ἀπῆρεν, |
|
1775 | εἰς τὸ λουτρὸν καὶ τὸ θερμὸν –ἐμνήσθηκα τὸν τόπον καὶ τὸν καιρὸν καὶ τὸ λουτρόν· καὶ πάλιν ἀποθάνω!– Ἐπῆρεν, ἔβαλεν αὐτὸς μετὰ πολλῆς ἀγάπης ………………………………………………………… καὶ τὰς τοσαύτας ἡδονὰς ἡ φθονερά μου τύχη καὶ τὰς πικρογλυκύτητας ἐκείνας· ἐπεὶ τώρα, |
|
1780 | εἰ μόνον κἂν ἐνθυμηθῶ,/πῶς παρευθὺς οὐ θάνω; Ἀλλ’ ἴσως ἐκ τὸν δάκτυλον τὶς τὸν τοῦ Καλλιμάχου ἐπῆρεν, ὅταν ὡς νεκρὸν εἶδεν ἐκεῖνον τότε. Ἀλλὰ τινὰν οὐκ ἔφηκαν πρὸς τὸ νὰ τὸν σιμώσῃ ἢ νὰ τὸν ἅψεται ποσῶς ἢ νὰ τὸν ἀνασμίξῃ. |
|
1785 | Εἰ δ’ οὐκ ἐξέβαλεν κανεὶς ἐκ τῶν χρυσῶν δακτύλων τοῦ Χρυσοκαλλιμάχου μου, πῶς ὧδε νῦν εὑρέθη; Ἂν τύχῃ δ’ ὁ Καλλίμαχος οὐκ ἐνεκρώθην τότε, ἀλλ’ ἴσως ἡ πολύτροπος ἡ μοιχαλὶς ἡ γραῖα μετὰ μεγάλης μηχανῆς ἐνέκρωσεν ἐκεῖνον. |
|
1790 | Ἐμὲ γὰρ ὡς ἐφήρπασαν ἐξαίφνης ὥσπερ λύκοι, οὐκ ἔφθασα νὰ τὸν ἰδῶ καὶ νὰ τὸν ψηλαφήσω, ἀλλ’ ἄφωνος ἐκ συμφορᾶς ἐστάθην, νεκρωμένος, ἀλλ’ εἶδον τὸν Καλλίμαχον εἰς τὸν καιρὸν ἐκεῖνον ἄψυχον, κείμενον (νεκρὸν) πρὸς τοῦ μεσονησίου. |
|
1795 | Λοιπὸν ὁκάτι σήμερον ἡ τύχη μου σκευάζει καὶ πάλιν ἄλλο βούλεται πικρὸν νὰ μὲ ποτίσῃ. Τί τοῦτο; ζῇς, Καλλίμαχε, καὶ οὐκ ἐφανερώθης; |
|
- Συνάντηση στον κήπο, μια σκηνή που πρόκειται σύντομα να πραγματοποιηθεί. Μικρογραφία από τον κώδικα Manesse (μεταξύ 1305-1340), που βρίσκεται στη Βιβλιοθήκη της Χαϊδελβέργης στη Γερμανία.
Πηγή: Wikimedia Commons - Οι ερωτικές συναντήσεις του ζευγαριού, όπως τις σχεδιάζει ο ήρωας. Λεπτομέρεια μικρογραφίας από τον ίδιο κώδικα, τον Manesse.
Πηγή: Wikimedia Commons - Η "Χρυσορρόη" στον κήπο, πίνακας του John William Waterhouse με τίτλο Η ψυχή του ρόδου ή Γλυκό μου ρόδο, ελαιογραφία σε καμβά, 1908.
Πηγή: Wikimedia Commons - Η "Χρυσορρόη" απαρηγόρητη, πίνακας του Marcus Stone με την περιγραφή «Absence Makes Heart Grow Fonder» (Η απουσία κάνει τον έρωτα να μεγαλώσει ακόμα πιο πολύ), κατά προσέγγιση 1880.
Πηγή: Wikimedia Commons
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Η δίκη και η απολογία της Χρυσορρόης (στ. 2438-2498)
Προηγείται η επανασύνδεση του ερωτευμένου ζευγαριού στο παλάτι του βασιλιά· οι δύο ήρωες, όλο χαρά, κανονίζουν και πραγματοποιούν τακτικές συναντήσεις στον κήπο του παλατιού. Κάποια στιγμή, όμως, τους καταδίδουν οι υπηρέτες και οι δύο νέοι περνούν από δίκη. Το απόσπασμα παρουσιάζει την απολογία της ηρωίδας.
2438 | Ὁ βασιλεὺς θυμώνεται καὶ πρὸς ὀργὴν κινᾶται, ὁρίζει τὸ νὰ φέρουσιν τὴν δέσποιναν ὀμπρός του |
|
2440 | καὶ μετ’ αὐτῆς τὸν μισθαργόν, ἐκδίκησιν νὰ ποίσῃ,/ κόλασιν ἀσυμπάθητον καὶ συμφορὰν μεγάλην. (Ἰδοὺ τὸ τέλος τῶν κακῶν ἐγγίζει πληρωθῆναι.) Φέρνουν τὴν κόρην, ἵσταται τὰς χεῖρας δεδεμένη, φέρνουσιν καὶ τὸν μισθαργὸν ποδοσιδερωμένον. |
|
2445 | Παρέτοιμοι πρὸς ἔλεγχον ἦσαν οἱ τρεῖς εὐνοῦχοι σὺν τῇ καυχίτσᾳ τῇ κακῇ, τῇ πονηρᾷ δουλίδι, πρὸς τὰς ποινὰς οἱ δήμιοι, κακοῦργοι πρὸς κολάσεις. Παρετοιμάζονται λοιπὸν λόγῳ τοῦ βασιλέως. Ἡ κόρη γνῶσιν σταθηρὰν ἔχουσα καὶ γενναίαν |
|
2450 | ἤρξατο λέγειν πρὸς αὐτὸν τοιαῦτα φθεγγομένη: (Λόγοι (ὡς) πρὸς τὸν ἄνακταν αὐτῆς τῆς Χρυσορρόης.) «Ὦ βασιλεῦ καὶ δικαστὰ καὶ τῶν πολλῶν αὐθέντη, τῆς ἀληθείας πρώτιστε καὶ τῆς δικαιοσύνης, λόγον τινὰ τῷ κράτει σου θέλω προσομιλῆσαι |
|
2455 | καὶ τὸν θυμόν σου κράτησε καὶ στῆσε τὴν ὀργήν σου· καὶ τότε τὴν ἐκδίκησιν ποίησον ὥσπερ βούλει. Ἂν ἐξ οἰκείων τῶν χειρῶν φυτεύσῃ τις ἀμπέλιν καὶ σκάψῃ καὶ κλαδεύσῃ το, φράξῃ τὸν γῦρον ὅλον, βλαστολογήσῃ το καλὰ καὶ δραγατεύσῃ τοῦτο |
|
2460 | καὶ τὴν ἡμέραν στήκεται μὲ τὴν σφενδόνην πᾶσαν νὰ φοβερίζῃ τὰ πτηνὰ νὰ μὴ τὸ καταλοῦσιν, τὴν νύκταν πάλιν περπατῇ/τὸν γῦρον καὶ φυλάσσῃ, κακοπαθῇ καὶ δέρνεται, καὶ τὸν καιρὸν τοῦ τρύγους ἔλθῃ καὶ δυναστεύσῃ το ἄλλος νὰ τὸ ἐπάρῃ, |
|
2465 | νὰ τὸ τρυγήσῃ νὰ τὸ φᾷ, κἀκεῖνον τὸν δραγάτην, τὸν φυτευτήν, τὸν κοπιαστὴν θέλει νὰ τὸν σκοτώσῃ, κρίνεις ἐτοῦτο δίκαιον ἢ τὸν δραγάτην κρίνεις νὰ φάγῃ τὸ κοπίτσιν του, νὰ φᾷ τὴν ἔξοδόν του;» Τὸ πλῆθος οὖν ἐσίγησεν, ὁ βασιλεὺς δὲ λέγει: |
|
2470 | «Τὸν μὲν δραγάτην κρίνω τον νὰ φᾷ τὴν ἔξοδόν του, τὸν δὲ δυνάστην τὸν κακόν, τὸν ἅρπαγαν ἐκεῖνον νὰ κόψουν τὸ κεφάλιν του, τοὺς ἄλλους νὰ φοβίσῃ τοὺς βουλομένους ἀδικεῖν, τοὺς θέλοντας ἁρπάζειν». Τὸ πλῆθος ἀνεβόησεν, τὸν ἄνακτα κροτοῦντες, |
|
2475 | κροτοῦντες, εὐφημίζοντες χάριν τὴν τοῦ δικαίου. «Εὐχαριστῶ σε, βασιλεῦ, πάλιν ἡ κόρη λέγει. Καὶ τί λοιπὸν ἠδίκησεν ἐτοῦτος ὁ δραγάτης καὶ θέλουν τὸ κοπίτσιν του νὰ τὸ τρυγήσουν ἄλλοι; Ἐτοῦτος ἔναι ὁ βασιλεὺς ἐκεῖνος, τὸν ἐποῖκεν |
|
2480 | ἡ γραῖα μὲ τὰ μάγια της ὅλον νενεκρωμένον. Ἐτοῦτος ἔναι ὁ βασιλεὺς ἐκεῖνος τὸν ἐποῖκεν ὁ φονευτὴς τοῦ δράκοντος, αὐθέντης ἰδικός μου. Τίνα λοιπὸν ἠδίκησεν, νὰ φᾷ τὸν κάματόν του;» Τοῦτον ἀκούσας παρευθὺς ὁ βασιλεὺς τὸν λόγον |
|
2485 | ἡσύχασεν ἐφ’ ἱκανόν, ἔφριξεν ὑπὸ θάμβους./ «Ὅμως καὶ πῶς ἀνέζησεν;» ἠρώτησεν τὴν κόρην. Ἡ κόρη: «Τὸν Καλλίμαχον ἐρώτα περὶ τούτου· ἐγὼ γὰρ εἰς τὸ κάστρον σου καὶ τὸ παλάτιν τοῦτο ὀδυρομένη τὸ κακὸν καὶ τὸ πικρὸν θρηνοῦσα |
|
2490 | καὶ τὸ παράλογον αὐτὸ μὴ δυναμένη φέρειν, πικρὸν ἡγούμην τὸ νὰ ζῶ, νὰ φαίνωμαι φαρμάκιν καὶ τοὺς πολλοὺς ἐκάκιζα μὴ θέλουσα σιγεῖσθαι». Κατεμαλάχθην μερικῶς ὁ βασιλεὺς ἐκεῖνος, ἐσίγησε πρὸς ὀλιγὸν καὶ τότε πάλιν λέγει : |
|
2495 | «Εἰπὲ λοιπόν, Καλλίμαχε, τὸ γένος καὶ τὴν χώραν καὶ πῶς τὸ δρακοντόκαστρον ἐπῆρες καὶ τὴν κόρην, τὸν δράκοντα ἐσκότωσες, ἔφυγες καὶ τὸν Ἅδην καὶ πῶς ἀπὸ περικοπῆς πάλιν κατῆλθες ὧδε». |
|
- Βασιλικό δικαστήριο. Ο αυτοκράτορας (Νικηφόρος Βοτανιάτης) εικονίζεται καθιστός ανάμεσα σε 4 αυλικούς και δύο αλληγορικές φιγούρες, της Αλήθειας και της Δικαιοσύνης. Μικρογραφία του 11ου αι., από το βιβλίο Εικονογραφημένα χειρόγραφα στους κλασικούς και μεσαιωνικούς χρόνους, η τέχνη και η τεχνική τους (1892).
Πηγή: Wikimedia Commons
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Η αθώωση και το αίσιο τέλος (στ. 2575-2607)
Ο λόγος της Χρυσορρόης συγκινεί τον βασιλιά και τους παρευρισκόμενους, με αποτέλεσμα να αθωώσει τους δύο νέους, που επιστρέφουν ευτυχισμένοι στο δρακοντόκαστρο.
2575 | Στενάξας οὖν ὁ βασιλεὺς δεινῶς ἀπὸ τῆς λύπης, ἀλλὰ πρὸς τὸ φιλάνθρωπον καὶ πάλιν κατανεύσας τὴν γραῦν προστάσσει, φέρνουσι πάντων παρισταμένων. «Εἰπέ, τὴν λέγει, μυσαρά, σκεῦος μελανωμένον, ἠσβολωμένη καὶ κακὴ καὶ τῶν δαιμόνων μήτηρ, |
|
2580 | τίνος ὑπὲρ τῆς ἀφορμῆς καὶ τίνος ἐξ αἰτίας διπλοῦν τὸ μῆλον ἔποικες, ζῆν τε καὶ θανατώνειν; Μή τις ποσῶς ἠνάγκασεν, κατεδυνάστευσέν σε, μὴ θέλουσιν παρέσυρεν κἀκ τῆς αἰτίας ταύτης ἐποῖκες ὅσον ἔποικες, δαῖμον σατανωμένη; |
|
2585 | Τίνα δέ; σήμερον ἐγὼ σωματωμένον ἄλλον δαίμονα, κακομήχανον, ψυχώλεθρον στοιχεῖον λυτρώσω πρὸς ὑπόμνησιν τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων; Καμίνου φλόγαν δυνατὴν ἀνάψαντες, μεγάλην, ταύτης τὸ σῶμα καύσατε, κἂν τὴν ψυχὴν οὐδόλως· |
|
2590 | δαίμων γὰρ οὖσα τῆς φλογὸς συντόμως ἀποφύγῃ». Ὁ λόγος ἔργον γέγονεν, οὐδὲ στιγμὴ παρῆλθεν. Αὐτὸν δὲ τὸν Καλλίμαχον τὰ σίδηρα λυτρώσας ἐλεύθερον παρέδωκεν τοῦτον τῇ Χρυσορρόῃ, κατελεήσας, ὡς δοκεῖ, τοὺς πικρασμοὺς τῆς Τύχης./ |
|
2595 | Καὶ φιλοφρονησάμενος αὐτοὺς οὐκ ἀναξίως μοῖράν τινα στρατηγικὴν ὁρίζει τοῦ φουσσάτου τὸ νὰ τοὺς ἀποσώσουσιν ἔνθα καὶ βουληθῶσιν. Τὴν εἰς τὸ δρακοντόκαστρον λοιπὸν ὁδὸν κρατοῦσι, ἡδονικὰ τὴν τρέχουσιν καὶ μετ’ ἐλευθερίας, |
|
2600 | μετὰ γλυκύτητος πολλῆς, μετὰ χαρᾶς μεγάλης. Ἰδοὺ καὶ τοῦτο φθάνουσιν· καὶ πάλιν εὐφροσύνης ἀρρήτου καὶ γλυκύτητος μόνοι κατατρυφῶσιν καὶ μὲ χαρίτων τοῦ Θεοῦ, αὐτοῦ τοῦ λυτρωτοῦ μας, εὑρέθησαν εἰς τὴν χαρὰν καὶ τὸ καλὸν τὸ πρῶτον, |
|
2605 | ἀπαλλαχθέντες τοῦ κακοῦ καὶ τῆς πικρᾶς ὀδύνης. Καὶ τέλος εἴληφεν λοιπὸν τὸ νῦν παρὸν βιβλίον μετὰ θελήσεως Χριστοῦ, Θεοῦ τοῦ λυτρωτοῦ μας.
Ἀμήν. |
|
- Η τιμωρία της γριάς μάγισσας, ξυλογραφία που απεικονίζει την εκτέλεση μιας μάγισσας στην πυρά (19ος αι.).
Πηγή: Wikimedia Commons - Frank Dicksee, Το τέλος της αναζήτησης/The End of the Quest, ελαιογραφία σε καμβά, 1921, Μουσείο Leighton House, Λονδίνο.
Πηγή: Wikimedia Commons - Η (μυθ)ιστορία έχει ευτυχισμένο τέλος, Sergey Salomko (1885-1928), Βυζάντιο/Byzantium.
Πηγή: Wikimedia Commons
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Βιβλιογραφία
- Αγαπητός 1993
- Παναγιώτης Α. Αγαπητός, «Η χρονολογική ακολουθία των μυθιστορημάτων Καλλίμαχος, Βέλθανδρος και Λίβιστρος», Αρχές της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Πρακτικά του Δεύτερου Διεθνούς Συνεδρίου Neograeca Medii Aevi, Βενετία 7-10 Νοεμβρίου 1991, τ. 2, επιμ. Νικόλαος Μ. Παναγιωτάκης, Ελληνικό Ινστιτούτο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών, Βενετία 1993, σ. 197-234.
- Αγαπητός 2004
- Παναγιώτης Α. Αγαπητός, «Από την Περσία στην Προβηγγία: ερωτικές διηγήσεις στο ύστερο Βυζάντιο», Το Βυζάντιο και οι απαρχές της Ευρώπης, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Αθήνα 2004, σ. 119-153.
- Agapitos 1990
- Panagiotis A. Agapitos, «The erotic bath in byzantine vernacular romance Kallimachos and Chrysorrhoe», Classica et Medievalia 41 (1990), σ. 257-273.
- Beaton 1996
- Roderick Beaton, Η ερωτική μυθιστορία του ελληνικού Μεσαίωνα, μτφρ. Νίκη Τσιρώνη, Ινστιτούτο του Βιβλίου-Α. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1996, σ. 141-142, 149-150 και 159-161.
- Beck 1999
- Hans-Georg Beck, Ιστορία της βυζαντινής δημώδους λογοτεχνίας, μτφρ. Νίκη Eideneier, ΜΙΕΤ, Αθήνα 31999, σ. 191-195.
- Cupane 1978
- Carolina Cupane, «Il motivo del castello nella narrativa tardo-byzantine. Evoluzione di una allegoria», JӦB 27 (1978), σ. 229-267.
- Cupane 1995
- Carolina Cupane (επιμ.), Romanzi cavallereschi bizantini, Unione Tipografico-Editrice Torinese, Τορίνο 1995, σ. 45-222.
- Καμπούρη-Βαμβούκου 2009
- Μαρία Καμπούρη-Βαμβούκου, «Ερωτισμός και Βυζάντιο», Αρχαιολογία και Τέχνες, τχ. 110 (Μάρτιος 2009), σ. 26-36.
- Κριαράς 1955
- Εμμανουήλ Κριαράς (επιμ.), Βυζαντινά ιπποτικά μυθιστορήματα [Βασική Βιβλιοθήκη, 2], Αετός, Αθήνα 1955 σ. 19-83.
- Lambros 1880
- Spyridion P. Lambros (επιμ.), Collection de romans grecs en langue vulgaire et en vers, Maisonneuve, Παρίσι 1880, σ. 1-109.
- Lampaki 2014
- Eleni Lampaki, «Narrative as instruction and the role of the narrator in Kallimachos and Chrysorrhoi», “His words were nourishment and his councel food”: A festschrift for David W. Holton, επιμ. Efrossini Camatsos & Tassos A. Kaplanis & Jocelyn Pye, Cambridge Scholars Publishing, Newcastle 2014, σ. 47-63.
- Λεντάρη 2007α
- Τίνα Λεντάρη, «Βυζαντινά ιπποτικά μυθιστορήματα», Λεξικό νεοελληνικής λογοτεχνίας. Πρόσωπα, έργα, ρεύματα, όροι, Πατάκης, Αθήνα 2007, σ. 335-336.
- Λεντάρη 2007β
- Τίνα Λεντάρη, «Καλλίμαχος και Χρυσορρόη (Το κατά Καλλίμαχον και Χρυσορρόην ερωτικόν διήγημα)», Λεξικό νεοελληνικής λογοτεχνίας. Πρόσωπα, έργα, ρεύματα, όροι, Πατάκης, Αθήνα 2007, σ. 994-995.
- Odorico 2005
- Paolo Odorico, «Καλλίμαχος, Χρυσορρόη και ένας πολύ μοναχικός αναγνώστης», Αναδρομικά και Προδρομικά. Approaches to texts in early modern Greek. Papers from the conference Neograeca Medii Aevi V, Exeter College, University of Oxford, September 2000, επιμ. Elizabeth Jeffreys & Michael Jeffreys, University of Oxford, Faculty of Medieval and Modern Languages, [Eynsham, Oxfordshire : typ. Information Press], Οξφόρδη 2005, σ. 271-286.
- Πολίτης 1998
- Λίνος Πολίτης (επιμ.), Ποιητική Ανθολογία: Πριν από την Άλωση, Δωδώνη, Αθήνα 1998, σ. 99-104.
- Πολίτης 2003
- Λίνος Πολίτης, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, ΜΙΕΤ, Αθήνα 2003, σ. 35-40.
Δικτυογραφία
«Ιπποτικά μυθιστορήματα», στα «Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας (Α΄ Γενικού Λυκείου)-Βιβλίο Μαθητή (Εμπλουτισμένο)», στο «Ψηφιακό Σχολείο, Διαδραστικά Σχολικά Βιβλία», Διόφαντος (ΙΤΥΕ).
«Α΄ περίοδος, 1204-1453. Ερωτικά ιπποτικά μυθιστορήματα», στην «Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας», e-logotexnia.
«Δημώδης λογοτεχνία: Ερωτικές μυθιστορίες», στη «Βυζαντινή Λογοτεχνία», Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού.
Ελισάβετ Κοτζιά, «Διακρίνοντας», στις «Απόψεις», Η Καθημερινή.
«Πηγές του Αναλυτικού Λεξικού Κριαρά: Καλλίμαχος και Χρυσορρόη (13ος αι.;)», στην «Πύλη για την ελληνική γλώσσα και τη διδασκαλία της», Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Ketevan Beridge, «Ο βασιλιάς έρωτας και η υπόστασή του στις βυζαντινές και υστεροβυζαντινές ερωτικές και ιπποτικές μυθιστορίες (μια προσπάθεια προσέγγισης)», Phasis, τ. 12, τχ. 6 (2009).
Μ. Μερακλής, «Το ερωτικό Βυζάντιο - Καλλίμαχος και Χρυσορρόη», Τα εις εαυτόν. Σκέψεις και άλλα τινά (ιστολόγιο).
* Τελευταία πρόσβαση στη δικτυογραφία: Δεκέμβριος 2017.
Ετικετες Αναζητησης
Λογοτεχνικό Γένος
ΠοίησηΕποχές - Περίοδοι
Παλαιολόγεια περίοδος (13ος-15ος αι.) Δημώδης γραμματεία πριν από την Άλωση (12ος-15ος αι.)Θέματα
Ανδρεία/ηρωισμός Κίνδυνος Μαγεία Ομορφιά Συμφορά Τιμωρία Φόνος Γυναίκα (περιγραφή) Αγάπη Απομόνωση Δοκιμασία Έρωτας Πόνος Άνδρας (περιγραφή) Δικαιοσύνη Τύχη/μοίρα Φρόνηση Χαρά Έργο τέχνης (περιγραφή) Επιβουλή Ξένος Οικοδόμημα (περιγραφή) Απάτη Λαϊκή παράδοση Οικογένεια ΤαξίδιΦύση Προσώπων
Άνθρωποι
Κατάλογος Έργων
- Αισώπου Μύθοι
- Ανακάλημα της Κωνσταντινόπολης
- Άνθη ευλαβείας
- Άνθος των χαρίτων
- Απόκοπος
- Αφήγησις Λιβίστρου και Ροδάμνης
- Αφήγησις παράξενος του ταπεινού Σαχλίκη
- Βαρλαάμ και Ιωάσαφ
- Βασιλεύς ο Ροδολίνος
- Βίοι αγίων
- Διγενής Ακρίτης
- Διήγησις Βελισαρίου
- Διήγησις εξαίρετος Βελθάνδρου του Ρωμαίου
- Διήγησις εξαίρετος ερωτική και ξένη του Ιμπερίου θαυμαστού και κόρης Μαργαρώνης
- Διήγησις εξαίρετος ερωτική και ξένη Φλωρίου του πανευτυχούς και κόρης Πλάτζια Φλώρης
- Διήγησις Ιεροθέου Αββατίου
- Διήγησις και οπτασία ωφέλιμος ορθοδόξου τινός Δημητρίου
- Διήγησις του Αχιλλέως
- Διήγησις του Πωρικολόγου
- Διήγησις του Ρεμπελιού των Ποπολάρων
- Εξήγησις της γλυκείας χώρας Κύπρου, η ποία λέγεται Κρόνικα, τουτέστιν Χρονικόν
- Ερωτικόν ενύπνιον
- Ερωτόκριτος
- Ερωτοπαίγνια
- Ερωφίλη
- Η Βοσκοπούλα
- Η Θυσία του Αβραάμ
- Η Καινή Διαθήκη
- Η Κοσμογέννησις
- Η Φυλλάδα του Μεγαλέξαντρου
- Θησαυρός
- Θρήνος εις τα Πάθη και την Σταύρωσιν του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού
- Θρήνος της Θεοτόκου
- Θρήνος της Κρήτης
- Θρήνος της Κωνσταντινούπολης
- Ιατροσόφια
- Ιστορία και όνειρο
- Ιστορία του Ταγιαπιέρα
- Κατζούρμπος
- Κλίνη Σολομώντος
- Λαϊκές αφηγήσεις
- Λεηλασία της Παροικιάς της Πάρου
- Λόγοι διδακτικοί του πατρός προς τον υιόν
- Λόγος παρηγορητικός περί Δυστυχίας και Ευτυχίας
- Μεγάλον θανατικόν από πανόκλα
- Ο Βίος του Αισώπου
- Ο Έπαινος των γυναικών
- Ο Κρητικός Πόλεμος
- Ο Οψαρολόγος
- Ο Χρονογράφος
- Παιδιόφραστος διήγησις των ζώων των τετραπόδων
- Παλαιά τε και Νέα Διαθήκη
- Πανουργίαι υψηλόταται του Μπερτόλδου
- Πανώρια
- Πένθος θανάτου, ζωής μάταιον και προς Θεόν επιστροφή
- Περί ηρώων, στρατηγών, φιλοσόφων, αγίων και άλλων ονομαστών ανθρώπων, οπού εβγήκασιν από το νησί της Κύπρου
- Περί της ξενιτείας
- Πόλεμος της Τρωάδος
- Πτωχοπρόδρομος
- Ριμάδα κόρης και νιου
- Ρίμες αγάπης (Κυπριακά ερωτικά)
- Σιντίπας
- Σπανέας
- Σπανός
- Στάθης
- Στεφανίτης και Ιχνηλάτης
- Στίχοι γραμματικού Μιχαήλ του Γλυκά ούς έγραψε καθ΄ ον κατεσχέθη καιρόν εκ προσαγγελίας χαιρεκάκου τινός
- Συναξάριον του τιμημένου γαδάρου
- Το κατά Καλλίμαχον και Χρυσορρόην ερωτικόν διήγημα
- Το Χρονικόν του Μορέως
- Φορτουνάτος
- Φυσιολόγος
- Χρονικό του Γαλαξειδιού
- Χρονικό του μοναστηριού του Αγίου Θεοδώρου Κυθήρων
- Χρονικό των Σερρών
- Χρονικόν