ναρκωτικό, το, ουσ. [ουδ. του επιθ. ναρκωτικός], το ναρκωτικό. 1. καθετί που η συνεχής χρήση του λόγω προσωρινής ευχαρίστησης μας δημιουργεί στο τέλος ένα είδος εξάρτησης: «αγόρασε μια τηλεόραση για να βλέπει τους αγώνες του μπάσκετ και του ποδοσφαίρου και στο τέλος έγινε το ναρκωτικό του, γιατί δε λέει να ξεκολλήσει απ’ αυτή». 2. συνήθως στον πλ. τα ναρκωτικά, τοξικές ουσίες που προκαλούν χαλάρωση στο νευρικό σύστημα και δημιουργούν κάποια ευφορία, αλλά η συνεχής χρήση τους προκαλεί διάφορες σωματικές και διανοητικές διαταραχές καθώς και εθισμό και εξάρτηση: «όποιος μπλέκει με τα ναρκωτικά, υπογράφει την καταδίκη του»·
- είμαι στα ναρκωτικά, κάνω χρήση ναρκωτικών, είμαι χρήστης: «όποιος είναι στα ναρκωτικά, γρήγορα λέει αντίο στη ζωή»·
- παίρνω ναρκωτικά, βλ. φρ. είμαι στα ναρκωτικά·
- πέφτω στα ναρκωτικά, αρχίζω να κάνω χρήση ναρκωτικών, γίνομαι χρήστης: «κοντεύει να πεθάνει απ’ τη στενοχώρια του ο φουκαράς, γιατί ο γιος του έπεσε στα ναρκωτικά»·
- σκληρά ναρκωτικά, η ηρωίνη, η κοκαΐνη, το κρακ, κ. ά: «τα σκληρά ναρκωτικά, είναι σκέτος θάνατος».