νάνι, το, άκλ. ουσ. [<νανά]. 1. (στη γλώσσα των νηπίων) ο ύπνος: «όλο νάνι είναι αυτό το παιδί». 2. συνήθως επαναλαμβανόμενο χρησιμοποιείται σε νανούρισμα: «νάνι νάνι νάνι το μωρό μου». (Τραγούδι: κοιμήσου αγγελούδι μου, παιδί μου, νάνι νάνι, να μεγαλώσεις γρήγορα σαν τ’ αψηλό πλατάνι).Ένα από τα πολλά νανουρίσματα, που το παραθέτω ενδεικτικά, είναι και το παρακάτω: κοιμήσου και παρήγγειλα στην Πόλη τα προικιά σου, στη Βενετιά τα ρούχα σου και τα διαμαντικά σου (χρυσαφικά σου). Νάνι νάνι, νάνι νάνι, το μωρό μου κάνει νάνι κι όπου το πονεί, να γειάνει. Για ενδεικτικά νανούρισμα βλ. και στο λ. ύπνος·
- είναι μαμ, κακά και νάνι, βλ. λ. μαμ·
- κάνει μαμ, κακά και νάνι, βλ. λ. μαμ·
- κάνω νάνι, (ειρωνικά ή χαϊδευτικά) κοιμάμαι. (Λαϊκό τραγούδι: μ’ έκανε να μείνω δίχως φράγκο και να κάνω νάνι σ’ ένα πάγκο)· βλ. και φρ. κάνω νανάκια λ. νανάκια·
- πάω για νάνι, πάω να κοιμηθώ, πάω για νανάκια: «επειδή αύριο πρέπει να σηκωθώ πολύ πρωί, πάω για νάνι».