μύρο, το, ουσ. [<αρχ. μύρον], το μύρο· αρωματικό λάδι: «μετά από κάθε λούσιμο αλείφει τα μαλλιά της με μύρο»·
- μην του φύγει το άγιο μύρο, λέγεται ειρωνικά για άτομο που δεν έχει καλές σχέσεις με την ατομική του καθαριότητα, που δεν πλένεται: «όχι πως δεν του αρέσει η καθαριότητα, αλλά να, δε λούζεται τακτικά μην του φύγει το άγιο μύρο»·
- το άγιο μύρο, το αρωματικό λάδι με το οποίο ο ιερέας χρίει το άτομο που βαφτίζει.