Μπουφίδης, ο, θηλ. Μπουφίδου, η, επώνυμο, [<μπούφος + κατάλ. -ίδης], ιδίως εύχρ. στις φρ. κυρία Μπουφίδου και κύριος Μπουφίδης, (ειρωνικά ή υποτιμητικά) η ανόητη, ο ανόητος, η ηλίθια, ο ηλίθιος: «κύριε Μπουφίδη, πάλι λάθος κάνατε στην πρόσθεση;»· βλ. και λ. μπούφος.