μπουρμπουλήθρα, η, ουσ. [<μπουρμπούλα + κατάλ. -ήθρα], η φυσαλίδα· στον πλ. οι μπουρμπουλήθρες, λόγια ανόητα, κενά, οι αερολογίες, οι σαχλαμάρες: «μας είπε ένα σωρό μπουρμπουλήθρες κι είχε την εντύπωση πως τον πιστέψαμε»·
- βγάζω μπουρμπουλήθρες, κινδυνεύω να πνιγώ, πνίγομαι: «μόλις τον είδαν να βγάζει μπουρμπουλήθρες, έπεσαν τρία άτομα στη θάλασσα να τον γλιτώσουν». Από την εικόνα των φυσαλίδων που αφήνει ένα αντικείμενο, όταν βυθίζεται στο νερό·
- κάνω μπουρμπουλήθρες, βλ. φρ. βγάζω μπουρμπουλήθρες.