άνθος, το, ουσ. [<αρχ. ἄνθος], το άνθος. 1. το λουλούδι: «τα παιδιά την Πρωτομαγιά έπλεξαν ένα στεφάνι από άνθη του αγρού». 2. τμήμα του ανθρώπινου πληθυσμού ενός τόπου ή μιας χώρας που αποτελεί το καλύτερο ποιοτικά μέρος του συνόλου: «μόλις η πατρίδα δέχτηκε τη φασιστική επίθεση, το άνθος της νεολαίας έτρεξε να καταταγεί στο στρατό». Υποκορ. ανθάκι, το·
- βρίσκεται στο άνθος της ηλικίας του, βρίσκεται στην περίοδο της νεότητάς του: «άσ’ το παιδί να χαρεί τη ζωή του τώρα που βρίσκεται στο άνθος της ηλικίας του»·
- ο δρόμος της ζωής δεν είναι στρωμένος με άνθη, βλ. λ. δρόμος·
- πάνω στο άνθος της ηλικίας του, κατά τη νεότητά του: «ο πόνος του είναι αβάσταχτος, γιατί έχασε το γιο του πάνω στο άνθος της ηλικίας του»·
- τ’ άνθη του κακού, οι οδυνηρές συνέπειες, που εκπηγάζουν από μια νοσηρή κατάσταση: «έμπλεξε με τα ναρκωτικά και τώρα δρέπει τ’ άνθη του κακού».