μπούνια, τα, ουσ. [<βενετ. bugna], (στη ναυτική γλώσσα) αποχετευτικές τρύπες των νερών στα πλάγια του καταστρώματος πλοίων·
- είμαι μέσα μέχρι τα μπούνια, βλ. φρ. είμαι μέσα ως τα μπούνια·
- είμαι μέσα ως τα μπούνια, είμαι καταχρεωμένος: «χρειάζομαι πολλά λεφτά για να ξεχρεωθώ, γιατί είμαι μέσα ως τα μπούνια»·
- είμαι χρεωμένος μέχρι τα μπούνια ή είμαι χρεωμένος ως τα μπούνια, βλ. φρ. είμαι μέσα ως τα μπούνια·
- είμαι χωμένος μέσα μέχρι τα μπούνια ή είμαι χωμένος μέσα ως τα μπούνια, βλ. φρ. είμαι μέσα ως τα μπούνια·
- είναι χωμένος μέσα μέχρι τα μπούνια, βλ. φρ. είναι χωμένος μέσα ως τα μπούνια·
- είναι χωμένος μέσα ως τα μπούνια, έχει άμεση, απόλυτη ανάμειξη ή συμμετοχή σε κάποια παράνομη ενέργεια ή υπόθεση: «στην κατάθεσή του υποστήριξε πως δεν έχει σχέση με τη ληστεία, αλλά απ’ ό,τι ξέρω κι αυτός είναι χωμένος μέσα ως τα μπούνια»·
- μέχρι τα μπούνια, βλ. φρ. ως τα μπούνια. (Λαϊκό τραγούδι: μες τα κούφια τα τακούνια κοκαΐνη μέχρι μπούνια)·
- ως τα μπούνια, όσο πάει, όσο μπορεί, μέχρι το τελευταίο όριο ανοχής, υπομονής ή αντοχής: «το φόρτωσα ως τα μπούνια || μ’ έφερε ως τα μπούνια με τις βλακείες που λέει || δε θέλω να φάω άλλο, γιατί ήρθα ως τα μπούνια || δεν μπορώ να πιω άλλο, γιατί είμαι ως τα μπούνια || μ’ αυτή τη γυναίκα είμαι ερωτευμένος ως τα μπούνια». (Λαϊκό τραγούδι: είχα ράψει στο σακάκι δυο σακούλες με μαυράκι και στα κούφια μου τακούνια ηρωίνη ως τα μπούνια). Πολλές φορές, συνοδεύεται από χειρονομία με την παλάμη τεντωμένη, να έρχεται και να στέκεται οριζόντια λίγο κάτω από το στόμα, θέλοντας να υπογραμμίσει πως με οποιαδήποτε νέα πρόσθεση θα επέλθει υπερχείλιση.