μπουμ2, το, άκλ. ουσ. [<αγγλ. boom]. 1. αιφνίδια άνοδος των αξιών στο χρηματιστήριο: «με το τελευταίο μπουμ στο χρηματιστήριο ωφελήθηκαν πολλοί μικροεπενδυτές». 2. (γενικά) αιφνίδια άνοδος ενός κοινωνικού φαινομένου: «το δημογραφικό μπουμ χαιρετίστηκε με ικανοποίηση από την κυβέρνηση». 3. (στη γλώσσα των ναρκωτικών) το χασίσι: «δεν υπάρχει μπουμ στην πιάτσα || όλοι με το μπουμ αρχίζουν κι ύστερα πέφτουν στα σκληρά»·
- έγινε το μεγάλο μπουμ, πραγματοποιήθηκε αιφνίδια και μεγάλη άνοδος των τιμών των αξιών στο χρηματιστήριο: «τη χρονιά που έγινε το μεγάλο μπουμ, όσοι έπαιζαν στο χρηματιστήριο, κέρδισαν πολλά λεφτά»·
- κάνω το μεγάλο μπουμ, αρχίζω αιφνίδια να παρουσιάζω ραγδαία οικονομική άνοδο: «μ’ είχαν για φαλιμέντο, αλλά μόλις έκανα το μεγάλο μπουμ, έτριβαν όλοι τα μάτια τους».