μπόσικος, -η κ. -ια, -ο κ. μπόσκος, -α, -ο, επίθ. [<τουρκ. boş + κατάλ. -ικος]. 1. που είναι χαλαρός, χαλαρωμένος, που δεν έχει σταθερότητα: «μην αφήνεις μπόσικο το σχοινί || ήταν μπόσικα τα μέτρα κι ο καθένας έκανε ό,τι του κατέβαινε». (Λαϊκό τραγούδι: τα βρίσκεις όλα μπόσικα, μα όμως, τι χαμπάρια, όσα δε φτάνει η αλεπού, τα κάνει κρεμαστάρια). 2. που είναι μαλακός, ήπιος, υποχωρητικός, που είναι χαλαρωμένος ψυχικά: «ζήτησέ του τώρα αυτό που θέλεις, που είναι μπόσικος». (Εβραίικο τραγούδι: σήκω επάνω Τζάκο σε γάμους και σε χαρές. Μπόσικος μη δείχνεσαι γιατί έχεις πελατεία).3. που είναι επιπόλαιος, ελαφρόμυαλος: «τον βρήκαν μπόσικο και του ’φαγαν τα λεφτά». 4. που έχει ελαττωμένη, χαλαρωμένη την προσοχή του: «έμεινα για μια στιγμή μπόσικος και βρήκε την ευκαιρία και μου την κοπάνησε». 5. στον πλ. τα μπόσικα κ. μπόσκα, τα μαλακά μέρη της κοιλιάς: «έφαγε μια κλοτσιά στα μπόσικα και μελάνιασε όλο εκείνο το μέρος». Επίρρ. μπόσικα κ. μπόσκα, σε κατάσταση χαλαρότητας, σε μια στιγμή αβλεψίας, απροσεξίας: «να ’χεις πάντα το μυαλό στη θέση του και να μην είσαι ποτέ μπόσικα, γιατί όλοι θέλουν να σε ξεγελάσουν»·
- κρατώ τα μπόσικα, α. ελέγχω ένα άτομο, μια δουλειά, υπόθεση ή κατάσταση για να μην εκτραπεί από το ορθό, για να μην παρατηρηθεί χαλάρωση, επιδιώκω να εξισορροπώ κάποιον ή κάτι: «πήγαινε, σε παρακαλώ, μαζί του και κράτα τα μπόσικα μην κάνει καμιά κουταμάρα, γιατί είναι επιπόλαιο παιδί». β. λέγεται ειρωνικά για άτομο που τεμπελιάζει, ενώ κάποιος άλλος δουλεύει ή για άτομο που δεν συμμετέχει ενεργά κάπου, αλλά μόνο παρατηρεί, χαζεύει και, κατ’ επέκταση, που αδρανεί: «καλά, τόσα χρόνια τι έκανες και δεν την μάθαινες την τέχνη, τα μπόσικα κρατούσες!»·
- λέω μπόσικα λόγια, βλ. λ. λόγος·
- λέω μπόσικες κουβέντες, βλ. λ. κουβέντα·
- μαζεύω τα μπόσικα, βλ. συνηθέστ. παίρνω τα μπόσικα·
- μπόσικα λόγια, βλ. λ. λόγος·
- μπόσικες κουβέντες, βλ. λ. κουβέντα·
- μπόσικος άνθρωπος, βλ. λ. άνθρωπος·
- παίρνω μπόσικα (κάτι), δεν αντιμετωπίζω μια δουλειά, υπόθεση ή κατάσταση με την πρέπουσα σοβαρότητα, την αντιμετωπίζω με χαλαρότητα, με επιπολαιότητα: «μην παίρνει μπόσικα την υπόθεση γιατί θα βρεθείς προ εκπλήξεως!»·
- παίρνω τα μπόσικα, επαναφέρω σε σταθερότητα, σταθεροποιώ κάτι που ξέσφιξε ή που χαλάρωσε: «δεν πρέπει να μείνει στιγμή λάσκο το σχοινί, γι’ αυτό θα παίρνεις αμέσως τα μπόσικα».