μπόμπα, η, ουσ. [<ιταλ. bomba], η βόμβα. 1. λέγεται για κάτι στρογγυλό και ασυνήθιστα μεγάλο για το είδος του: «είχε κάτι μπόμπες πορτοκάλια, αλλά δεν ήταν καθόλου ζουμερά». 2. οινοπνευματώδες ποτό κακής ποιότητας, νοθευμένο, που φέρνει αμέσως ζαλάδα ή στομαχική διαταραχή: «δεν πάμε σε κείνο το μπαράκι, γιατί σερβίρει συνέχεια μπόμπες». Συνών. πετρέλαιο (2) / χειροβομβίδα. 3. (στη γλώσσα των ναρκωτικών) χοντρό και μεγάλο τσιγαριλίκι με χασίσι: «έφτιαξε μια μπόμπα και κάναμε όλοι κύκλο περιμένοντας τη σειρά μας για να πιούμε».Συνών. τρομπόνι. 4α. (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) είδος παιχνιδιού που παίζεται στην πόκα: «η μπόμπα είναι ένα παιχνίδι που το παίζουν οι κουμαρτζήδες». β. πολλά χαρτιά σε σωρό: «ο παίχτης που μοίραζε τα χαρτιά στην μπιρίμπα, άφησε στον κάθε παίχτη κι από μια μπόμπα». 5. (γενικά) ό,τι είναι νοθευμένο, κάλπικο, ό,τι δεν ανταποκρίνεται στη φήμη του ή στις απαιτήσεις μας: «μπορεί να πηγαίνει πολύς κόσμος, αλλά εμένα μου φάνηκε μπόμπα το μέρος». Από την εικόνα της περιοχής όπου έχει σκάσει μια βόμβα και την έχει καταστρέψει. 6. ό,τι μας εντυπωσιάζει ή μας αρέσει πάρα πολύ: «είδα μια μπόμπα ταινία || αγόρασα ένα αυτοκίνητο μπόμπα || έφαγα ένα φαγητό που ήταν μπόμπα». 7. κοντόχοντρο βαρέλι ή άλλο κοντόχοντρο δοχείο που χρησιμοποιείται για την αποθήκευση ή τη μεταφορά υγρών ή αερίων: «ο θείος απ’ το χωριό μας έφερε μια μπόμπα κρασί || ο υπάλληλος της εταιρείας έφερε μια μπόμπα υγραέριο και πήρε την άδεια». 8. ως επίρρ., πάρα πολύ καλά, πάρα πολύ ωραία, θαυμάσια: «χτες βράδυ περάσαμε μπόμπα στα μπουζούκια». Από τον εντυπωσιασμό που μας προξενεί η έκρηξη μιας βόμβας. Υποκορ. μπομπίτσα, η (βλ. λ.)· βλ. και λ. βόμβα·
- αυτή κι αν δεν είναι μπόμπα! ή αυτή κι αν είναι μπόμπα! λέγεται για κάτι που συνέβη ή ακούστηκε ξαφνικά ή αναπάντεχα και μας εξέπληξε: «πιάστηκε κοτζάμ υπουργός την ώρα που χρηματιζόταν απ’ τον τάδε μεγαλοκαρχαρία. -Αυτή κι αν δεν είναι μπόμπα!»·
- έπεσε σαν μπόμπα, συνέβη ή ακούστηκε κάτι ξαφνικά ή αναπάντεχα, που εντυπωσίασε πολύ την κοινή γνώμη: «έπεσε σαν μπόμπα η παραίτηση της κυβέρνησης»·
- έσκασε η μπόμπα, συνέβη ή ακούστηκε κάτι που ήδη αναμενόταν από καιρό: «την Κυριακή έσκασε η μπόμπα του κυβερνητικού ανασχηματισμού». Συνήθως της φρ. άλλοτε προτάσσεται και άλλοτε ακολουθεί το επιτέλους·
- έσκασε σαν μπόμπα, βλ. φρ. έπεσε σαν μπόμπα·
- πω πω μπόμπα! επιφώνημα έκπληξης για κάτι που συνέβη ή ακούστηκε ξαφνικά ή αναπάντεχα και που εντυπωσίασε σοβαρά την κοινή γνώμη: «το ’μαθες πως δωροδοκήθηκε ο πρωθυπουργός; -Πω πω μπόμπα!»·
- ρίχνω την μπόμπα, βλ. συνηθέστ. σκάω την μπόμπα·
- σκάω την μπόμπα, αποκαλύπτω ξαφνικά κάτι που ήδη αναμενόταν από καιρό: «μόλις έσκασα την μπόμπα για τις αυθαιρεσίες που γίνονταν, έπεσαν πολλά κεφάλια»·
- την κάνω μπόμπα, α. αποφεύγω υπηρεσία, το σκάω, την κοπανάω: «σήμερα την έκανα μπόμπα απ’ τη δουλειά». β. περνώ πολύ καλά: «χτες βράδυ την κάναμε μπόμπα στα μπουζούκια». γ. (για μαθητές) φεύγω κρυφά από το μάθημα, την κοπανάω από το σχολείο: «την τελευταία ώρα την έκανα μπόμπα, γιατί δεν ήξερα το μάθημα»· βλ. και λ. σμπόμπα.