μπογιά
κ. μποϊά, η, ουσ.
[<τουρκ. boya], η μπογιά. 1. (γενικά) η βαφή, το χρώμα: «με τι μπογιά
θέλεις να βάψω τους τοίχους;». 2. στον πλ. οι μπογιές, χρωματιστά
μολύβια για ζωγραφική: «ο δάσκαλος μας είπε ν’ αγοράσουμε κι ένα κουτί μπογιές»·
- (δεν)
περνά η μπογιά του, α. (για πρόσωπα) (δεν) έχασε τη γοητεία του:
«κάποτε συγκινούσε τις γυναίκες, αλλά τώρα που μεγάλωσε δεν περνά η μπογιά του ||
παρ’ όλη την ηλικία του περνά η μπογιά του στις γυναίκες». β. (δεν)
έχασε το κύρος του, τα προσόντα του, τις ικανότητές του, (δε) βγήκε εκτός
συναγωνισμού: «όσο ήταν διευθυντής, τον υπολόγιζαν, αλλά απ’ τη μέρα που βγήκε
στη σύνταξη, δεν περνά η μπογιά του». (Λαϊκό τραγούδι: στις λέσχες και στα
καμπαρέ πέρναγε η μπογιά μου και με το ζόρι, μάγκα μου, τραβούσα τα
λεφτά μου). γ. (για πράγματα) δεν έχει πια χρησιμότητα, σταμάτησε η
λειτουργία του ή η μόδα του: «τι περιμένεις πια για να πετάξεις αυτό το
παλιοπαντέλονο, δεν κατάλαβες πια ακόμα πως δεν περνά η μπογιά του; || η
βιομηχανία σταμάτησε να βγάζει αυτό το μοντέλο του αυτοκινήτου, γιατί δεν περνά
η μπογιά του». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το πια ή το άλλο·
- δεν
πιάνει η μπογιά ή δεν πιάνει μπογιά, δεν μπορεί κάποιος να βάψει
κάτι: «όπου υπάρχει σκουριά δεν πιάνει μπογιά»·
- (δεν)
πιάνει η μπογιά του, βλ. φρ. (δεν) περνά η μπογιά του·
-
πέρασε η μπογιά του, βλ.
φρ. δεν περνά η μπογιά του.