μπλόφα, η, ουσ. [<αγγλ. bluff]. 1. προσποίηση, κενή επίδειξη ισχύος για δημιουργία ψεύτικων εντυπώσεων, εκφοβισμό ή παραπλάνηση του αντιπάλου, με σκοπό την αποχώρησή του: «στηρίχτηκε στην μπλόφα του, πράγμα που πίστεψε ο ανταγωνιστής του και βγήκε απ’ το μειοδοτικό διαγωνισμό». 2. (ειδικά στο χαρτοπαίγνιο) η προσποίηση του παίχτη πως έχει καλό χαρτί για να αναγκάσει τον αντίπαλό του να πάει πάσο: «όταν παίζει, είναι όλο μπλόφες κι δεν ξέρεις πώς να τον παίξεις αυτόν τον άνθρωπο»·
- (δεν) έπιασε η μπλόφα, (δεν) έφερε αποτέλεσμα: «χωρίς να έχει φύλλο, ποντάρισε ένα μεγάλο ποσό, αλλά δεν έπιασε η μπλόφα του κι έχασε το κόλπο»·
- κάνω μπλόφα, βλ. λ. μπλοφάρω·
- πέφτω σε μπλόφα, ξεγελιέμαι από την μπλόφα που μου κάνει κάποιος: «διέδωσε πως δε θα πάρει μέρος στο μειοδοτικό διαγωνισμό· έπεσα στην μπλόφα και την κέρδισε τη δουλειά, γιατί τη χτύπησε την τελευταία στιγμή || δεν είχε φύλλο κι έκανε μπλόφα, κι εγώ σαν βλάκας έπεσα στην μπλόφα του και τραβήχτηκα απ’ το παιχνίδι». (Λαϊκό τραγούδι: καλά που την ανθίστηκα τη μόρτικια τη φτιάξη και το μπεγλέρι στο τσαρδί το είχα μπουζουριάσει – κι έτσι επέσανε σε μπλόφα· το μπεγλέρι μου δεν το ’χα).