μπλεμαρέ(ν), άκλ. επίθ. [<γαλλ. bleu marine], το βαθύ μπλε χρώμα της στολής των ναυτών·
- τον κάνω μπλεμαρέ(ν) (ενν. από το ξύλο), τον δέρνω άγρια, τον μελανιάζω από το ξύλο: «τον έπιασε στα χέρια του και τον έκανε μπλεμαρέ(ν)». Από τις μελανιές που μένουν στο πρόσωπο ή στο σώμα κάποιου που ξυλοκοπήθηκε. Συνών. τον κάνω μπλερουά.