μπινελίκι, το, ουσ. [<τουρκ. ibnelik]. 1. το πάθος ή το φέρσιμο του μπινέ (βλ. λ.): «δεν μπορεί να ξεφύγει απ’ το μπινελίκι του». 2α. συνήθως στον πλ. τα μπινελίκια, διάφορα γλυκίσματα, διάφορα ζαχαρωτά ή διάφοροι μεζέδες, που συνοδεύουν κάποια ροφήματα ή το ούζο, ή διάφοροι ξηροί καρποί, που συνοδεύουν το ουίσκι: «έχει τρέλα να τρώει κάθε λογής μπινελίκια || πίνει πάντα το ούζο του τρώγοντας και διάφορα μπινελίκια». Από την τάση του μπινέ να δοκιμάζει όλα τα είδη των σεξουαλικών ηδονών. β. οι διάφορες βρισιές που εκστομίζονται από εκνευρισμένο άτομο σε κάποιον άλλον ή σε κάποιους άλλους: «όταν είναι νευριασμένος, ξεσπάει σε μπινελίκια κι όποιον πάρει ο Χάρος». (Ακολουθούν 11 φρ.)·
- ακούω μπινελίκια ή ακούω τα μπινελίκια μου, δέχομαι βρισιές από κάποιον, δέχομαι αυστηρές παρατηρήσεις: «άλλοι κάνουν τις κομπίνες τους κι εγώ ακούω τα μπινελίκια μου!»·
- ακούω τα μπινελίκια της ζωής μου, δέχομαι ακατάσχετες βρισιές από κάποιον, δέχομαι αυστηρότατες παρατηρήσεις, καθυβρίζομαι από κάποιον: «όταν έμαθε πως την έκανα κοπάνα απ’ τη δουλειά, άκουσα τα μπινελίκια της ζωής μου»·
- αρχίζω τα μπινελίκια, εκστομίζω διάφορες βρισιές: «όταν είναι νευριασμένος, αρχίζει τα μπινελίκια και δε λογαριάζει κανέναν»·
- πλακώνω τα μπινελίκια, βλ. φρ. αρχίζω τα μπινελίκια·
- τον άρχισα στα μπινελίκια, βλ. φρ. τον πλάκωσα στα μπινελίκια·
- τον πλάκωσα στα μπινελίκια, τον καθύβρισα: «μόλις τον είδα, τον πλάκωσα στα μπινελίκια, γιατί με είχε στήσει στο ραντεβού μας»·
- τον τάραξα στα μπινελίκια, τον καθύβρισα: «επειδή μίλησε άσχημα στη μάνα του, τον πήρα παράμερα και τον τάραξα στα μπινελίκια»·
- του ρίχνω μπινελίκια ή του ρίχνω τα μπινελίκια του, τον βρίζω, τον επιπλήττω αυστηρά: «μόλις τον είδα, του ’ριξα τα μπινελίκια του»·
- του ρίχνω τα μπινελίκια της ζωής του, τον βρίζω ακατάσχετα, τον καθυβρίζω, τον επιπλήττω αυστηρότατα: «όταν έμαθε ποιος τον κατηγόρησε, του ’ριξε τα μπινελίκια της ζωής του»·
- τρώω μπινελίκια ή τρώω τα μπινελίκια μου, βλ. φρ. ακούω μπινελίκια·
- τρώω τα μπινελίκια της ζωής μου, βλ. φρ. ακούω τα μπινελίκια της ζωής μου.