μπερντάχι κ. περντάχι κ. μπερντάκι, το ουσ. [<τουρκ. perdah (= στίλβωση, κόντρα ξύρισμα)], ξυλοκόπημα, ξυλοδαρμός: «δε θα το γλιτώσεις το μπερντάχι, αν συνεχίσεις αυτά τα καμώματα». (Λαϊκό τραγούδι: εσένα σου χρειάζεται ένα γερό μπερντάκι να μάθεις να με σέβεσαι και μένανε λιγάκι
- του περνώ ένα μπερντάχι, βλ. φρ. του ρίχνω ένα μπερντάχι·
- του ρίχνω ένα μπερντάχι, τον δέρνω, τον ξυλοκοπώ: «αφού δεν έπαιρνε από λόγια, του ’ριξα ένα μπερντάχι κι ησύχασε».