μπεμπέκα, η, ουσ. [<τουρκ. bebek], η μπέμπα. 1. νεαρή γυναίκα που είναι άπειρη στη ζωή: «είσαι ακόμα μπεμπέκα, για να μπορείς να εκφέρεις γνώμη». 2. όμορφη νεαρή γυναίκα: «τα ’φτιαξε με μια μπεμπέκα και είναι όλος χαρά». (Λαϊκό τραγούδι: γουστάρω γυναίκες, μαγκιόρες μπεμπέκες). 3. χαϊδευτική ή θαυμαστική προσφώνηση σε όμορφη νεαρή γυναίκα. (Λαϊκό τραγούδι: εγώ για το χατίρι σου, μπεμπέκα μου, απόψε θα το σκάσω απ’ τη γυναίκα μου). Υποκορ. μπεμπεκίτσα κ. μπεμπεκούλα, η. Μεγεθ. μπεμπεκάρα, η·
- κάνει την μπεμπέκα, βλ. φρ. το παίζει μπεμπέκα·
- μπεμπέκα μου! χαϊδευτική ή θαυμαστική προσφώνηση σε μικρό κορίτσι, σε ερωμένη ή σε όμορφη γυναίκα: «τι θέλει η μπεμπέκα μου και μου κάνει νάζια! || κάνε μου τέτοια, μπεμπέκα μου!». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ για το χατίρι σου, μπεμπέκα μου, απόψε θα το σκάσω απ’ τη γυναίκα μου
- το παίζει μπεμπέκα, η γυναίκα για την οποία γίνεται λόγος, αν και είναι σχετικά μεγάλη, προσπαθεί να συμπεριφερθεί σαν νεαρή γυναίκα: «παρά τα χρόνια της δε λέει να το βάλει κάτω και το παίζει μπεμπέκα».